Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JEAN RICHARD DE LA TOUR

της 18ης Σεπτεμβρίου 2025 (1)

Υπόθεση C447/24 [Höldermann] (i)

Staatsanwaltschaft Berlin

παριστάμενου του

SO

[αίτηση του Kammergericht Berlin (ανώτερου περιφερειακού δικαστηρίου Βερολίνου, Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

« Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2008/909/ΔΕΥ – Αμοιβαία αναγνώριση ποινικών αποφάσεων οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα ασφαλείας στερητικά της ελευθερίας – Άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ – Λόγοι μη αναγνώρισης και μη εκτέλεσης – Μη αυτοπρόσωπη παράσταση ενδιαφερομένου στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως – Εξαιρέσεις – Διορισμός αντικλήτου – Προϋπόθεση περί γνώσεως της προγραμματισμένης δίκης – Ενημέρωση ως προς την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης – Οικειοθελής και μη επιδεχόμενη αμφισβήτησης παραίτηση του ενδιαφερομένου από το δικαίωμά του να παρίσταται στη δίκη του – Περιθώριο εκτιμήσεως της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους εκτελέσεως – Υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας »






I.      Εισαγωγή

1.        Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη αποτελεί μία από τις βασικές αρχές σε μια δημοκρατική κοινωνία. Το δικαίωμα των υπόπτων και των κατηγορουμένων να παρίστανται στη δίκη τους βασίζεται σε αυτό το δικαίωμα και θα πρέπει να κατοχυρώνεται σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση (2). Ωστόσο, το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι θα πρέπει να μπορούν, ρητώς ή σιωπηρώς, αλλά κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, να παραιτηθούν από το δικαίωμα αυτό (3).

2.        Στο πλαίσιο αυτό, η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για τον σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (4), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299 (5).

3.        Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας σχετικά με την εκτέλεση, στη Γερμανία, αποφάσεως εκδοθείσας στην Πολωνία, δυνάμει της οποίας Γερμανός υπήκοος καταδικάστηκε σε στερητική της ελευθερίας ποινή. Αφού ο ίδιος είχε προηγουμένως αιτηθεί ενώπιον των πολωνικών δικαστηρίων την εκτέλεση της εν λόγω καταδικαστικής αποφάσεως στη Γερμανία, αντιτίθεται πλέον στην εκτέλεσή της ενώπιον του αρμόδιου γερμανικού δικαστηρίου.

4.        Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο καλείται, ειδικότερα, να διευκρινίσει την έννοια της φράσεως «τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης» στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, καθώς και το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν οι αρμόδιες αρχές κατά την εφαρμογή του διαλαμβανόμενου στην εν λόγω διάταξη λόγου μη αναγνώρισης και μη εκτέλεσης. Υπογραμμίζεται, συναφώς, ότι η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται σε ένα πλαίσιο πραγματικών περιστατικών το οποίο παρουσιάζει ορισμένες διαφοροποιήσεις σε σχέση με εκείνο της υποθέσεως Khuzdar (C‑95/24), επί της οποίας αναπτύσσω τις προτάσεις μου επίσης σήμερα (6).

5.        Με τις παρούσες προτάσεις, θα προτείνω στο Δικαστήριο την ερμηνεία της διάταξης αυτής κατά τρόπο συνεπή προς τις ρυθμίσεις της οδηγίας 2016/343, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο. Τούτο με οδηγεί, μεταξύ άλλων, στο συμπέρασμα ότι η προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη προϋπόθεση, κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος πρέπει να τελεί εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, απαιτεί ότι αυτός έχει ενημερωθεί για την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης, διευκρινίζοντας παράλληλα ότι υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ο ενδιαφερόμενος, λόγω της συμπεριφοράς του, τεκμαίρεται ότι έχει λάβει την εν λόγω ενημέρωση.

6.        Θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους η ερμηνεία αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, η πλέον πρόσφορη για την προώθηση της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών, διασφαλίζοντας τόσο τους σκοπούς που αποβλέπουν στην καταπολέμηση της ατιμωρησίας και στην ενίσχυση της κοινωνικής επανένταξης των καταδικασθέντων προσώπων όσο και τα δικαιώματα άμυνας των τελευταίων.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

7.        Το άρθρο 9 της οδηγίας 2008/909, το οποίο φέρει τον τίτλο «Λόγοι μη αναγνώρισης και μη εκτέλεσης», προβλέπει στην παράγραφο 1, στοιχείο θʹ, τα εξής:

«Η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης δύναται να αρνηθεί να αναγνωρίσει την καταδικαστική απόφαση και να εκτελέσει την ποινή, εάν:

[...]

θ)      σύμφωνα με το πιστοποιητικό που προβλέπεται στο άρθρο 4, το πρόσωπο δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός εάν στο πιστοποιητικό αναφέρεται ότι το πρόσωπο, βάσει περαιτέρω δικονομικών απαιτήσεων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους έκδοσης:

i)      εν ευθέτω χρόνω:

–        είτε είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως και με την κλήτευση είχε ενημερωθεί σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως, είτε είχε δι’ άλλων μέσων ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης αυτής, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης,

και

–        είχε ενημερωθεί ότι μπορεί να εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση που το πρόσωπο δεν εμφανιστεί στη δίκη·

ή

ii)      το πρόσωπο τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, είχε δώσει δε εντολή σε δικηγόρο, τον οποίον διόρισε είτε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είτε το κράτος, να τον/την εκπροσωπήσει στη δίκη, και εκπροσωπήθηκε όντως από αυτόν τον δικηγόρο στη δίκη,

ή

iii)      αφού του επεδόθη η απόφαση και ενημερώθηκε ρητά για το δικαίωμά του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, όπου το πρόσωπο δικαιούται να παρίσταται, η δε ουσία της υπόθεσης περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, θα επανεξεταστεί, και η δίκη μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης:

–        έχει δηλώσει ρητώς ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση·

ή

–        δεν έχει ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή δεν έχει ασκήσει ένδικο μέσο εντός της ισχύουσας προθεσμίας.»

Β.      Το γερμανικό δίκαιο

8.        Το άρθρο 84b του Gesetz über die internationale Rechtshilfe in Strafsachen (νόμου περί διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις) (7), της 23ης Δεκεμβρίου 1982, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: IRG), το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρόσθετες προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η εκτέλεση», ορίζει τα εξής:

«(1)      Η εκτέλεση δεν επιτρέπεται όταν

[...]

2.      ο καταδικασθείς δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως,

[...]

(3)      Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, σημείο 2, η εκτέλεση επιτρέπεται επίσης όταν

1.      ο καταδικασθείς εν ευθέτω χρόνω,

a)      είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως, ή

b)      είχε δι’ άλλων μέσων ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι ο καταδικασθείς τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, και

c)      είχε ενημερωθεί ότι μπορεί να εκδοθεί απόφαση ακόμη και ερήμην του,

[...]

3.      ο καταδικασθείς, ο οποίος τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, έδωσε εντολή σε συνήγορο να τον εκπροσωπήσει και πράγματι εκπροσωπήθηκε από αυτόν στη δίκη.

(4)      Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, σημείο 2, η εκτέλεση επιτρέπεται επίσης όταν, μετά την επίδοση της δικαστικής αποφάσεως, ο καταδικασθείς

1.      έχει δηλώσει ρητώς ότι δεν θα προσβάλλει την εκδοθείσα απόφαση ή

2.      δεν έχει ζητήσει επανάληψη της διαδικασίας ή δεν έχει ασκήσει έφεση εντός των ισχυουσών προθεσμιών.

Ο καταδικασθείς πρέπει προηγουμένως να έχει ενημερωθεί ρητά ότι έχει δικαίωμα σε επανάληψη της δίκης ή στην άσκηση εφέσεως και ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις έχει δικαίωμα παράστασης στη δίκη, η δε ουσία της υποθέσεως, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, θα επανεξετασθεί και η δίκη μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής αποφάσεως.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9.        Με απόφαση που εξέδωσε στις 5 Αυγούστου 2019, το Sąd Okręgowy w Zielonej Górze (περιφερειακό δικαστήριο Zielona Góra, Πολωνία) καταδίκασε τον SO σε στερητική της ελευθερίας ποινή ενός έτους για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση (8).

10.      Με απόφαση της 24ης Μαρτίου 2022, το Sąd Apelacyjny w Poznaniu (εφετείο του Poznan, Πολωνία) απέρριψε την έφεση που άσκησε κατά της αποφάσεως αυτής ο SO διά του συνηγόρου του.

11.      Με διάταξη της 30ής Ιανουαρίου 2023, το Sąd Okręgowy w Zielonej Górze (περιφερειακό δικαστήριο Zielona Góra) έκανε δεκτό το αίτημα του SO για την εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινής στη Γερμανία, με το σκεπτικό ότι είναι Γερμανός υπήκοος, ότι το κέντρο των συμφερόντων του βρίσκεται στο Βερολίνο (Γερμανία) και ότι η οικογένειά του ζει επίσης στο εν λόγω κράτος μέλος.

12.      Το ίδιο δικαστήριο, με έγγραφο της 2ας Φεβρουαρίου 2023, ζήτησε από τη Staatsanwaltschaft Berlin (εισαγγελία Βερολίνου, Γερμανία), ως αρμόδια γερμανική αρχή, να αναλάβει την εκτέλεση της ποινής, διαβιβάζοντας συγχρόνως την ως άνω διάταξη, το πιστοποιητικό που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, την απόφαση της 5ης Αυγούστου 2019 και την κατ’ έφεση εκδοθείσα απόφαση, καθώς και την κοινοποίηση της αιτήσεως στον SO στη γερμανική και την πολωνική γλώσσα.

13.      Κατόπιν τούτου, η Staatsanwaltschaft Berlin (εισαγγελία Βερολίνου) ζήτησε από το τμήμα εκτέλεσης των ποινών του Landgericht Berlin (περιφερειακού δικαστηρίου Βερολίνου, Γερμανία) να επιτρέψει την εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινής που επιβλήθηκε με την απόφαση της 5ης Αυγούστου 2019.

14.      Ενώπιον του εν λόγω τμήματος εκτέλεσης των ποινών, ο SO αντιτάχθηκε στο αίτημα της εισαγγελίας Βερολίνου, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι είχε παραστεί αυτοπροσώπως μόνο σε δύο από τις συνολικά 28 δικασίμους που είχαν ορισθεί για την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σε πρώτο βαθμό, η οποία διήρκεσε, κατά τους ισχυρισμούς του, περισσότερα από τεσσεράμισι έτη, και ότι δεν είχε παραστεί αυτοπροσώπως ούτε στην κατ’ έφεση δίκη. Ο SO ισχυρίστηκε ότι δεν γνωρίζει αν εκπροσωπήθηκε από συνήγορο κατά τις λοιπές 26 δικασίμους που είχαν ορισθεί για την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σε πρώτο βαθμό και κατά τη διεξαγωγή της κατ’ έφεση δίκης.

15.      Το τμήμα εκτέλεσης των ποινών ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες από το Sąd Okręgowy w Zielonej Górze (περιφερειακό δικαστήριο Zielona Góra), το οποίο γνωστοποίησε, με έγγραφο της 31ης Ιουλίου 2023, ότι ο SO είχε παραστεί αυτοπροσώπως σε τρεις δικασίμους της δίκης κατά τα έτη 2012 και 2014, είχε αναπτύξει τους ισχυρισμούς του επί της ουσίας της υποθέσεως και είχε ζητήσει να διεξαχθούν οι λοιπές συνεδριάσεις της δίκης ερήμην του σε περίπτωση απουσίας του. Ο SO είχε ενημερωθεί για το δικαίωμά του να παραστεί κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και για την υποχρέωσή του να γνωστοποιεί τυχόν αλλαγή της διεύθυνσης στην οποία θα μπορούσε να κλητευθεί και να δηλώσει προς τούτο μια διεύθυνση επικοινωνίας στην Πολωνία. Ο SO, αντιθέτως, δεν παρέστη αυτοπροσώπως στην κατ’ έφεση δίκη, αλλά είχε τη συνδρομή συνηγόρου υπεράσπισης, ο οποίος παραστάθηκε τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στην κατ’ έφεση δίκη. Η παρουσία του κατηγορουμένου στην κατ’ έφεση δίκη, όπως και του συνηγόρου υπεράσπισης, δεν είναι υποχρεωτική σύμφωνα με το πολωνικό δίκαιο. Η κλήση στο ακροατήριο για την κατ’ έφεση δίκη επιδόθηκε στην πολωνική διεύθυνση επιδόσεων την οποία είχε δηλώσει ο SO, ήτοι στο δικηγορικό γραφείο του συνηγόρου υπεράσπισής του.

16.      Με έγγραφο της 19ης Σεπτεμβρίου 2023, το Sąd Okręgowy w Zielonej Górze (περιφερειακό δικαστήριο Zielona Góra), απαντώντας σε περαιτέρω αιτήματα του τμήματος εκτέλεσης των ποινών του Landgericht Berlin (περιφερειακού δικαστηρίου Βερολίνου), παρέσχε συμπληρωματικές πληροφορίες σε σχέση με τη δίκη σε πρώτο βαθμό.

17.      Με διάταξη της 24ης Νοεμβρίου 2023, το τμήμα εκτέλεσης των ποινών απέρριψε το αίτημα της εισαγγελίας Βερολίνου να επιτραπεί η εκτέλεση της επιβληθείσας σε βάρος του SO ποινής στη Γερμανία, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχε το Sąd Okręgowy w Zielonej Górze (περιφερειακό δικαστήριο Zielona Góra), ο SO δεν είχε κλητευθεί να παραστεί σε ορισμένες δικασίμους της επ’ ακροατηρίου συζήτησης, διευκρινιζομένου ότι δεν προκύπτει ότι κατά τις δικασίμους αυτές διενεργήθηκαν διαδικαστικές πράξεις που αφορούσαν αποκλειστικώς τους συγκατηγορουμένους του και όχι τον SO ούτε ότι ο SO είχε λάβει γνώση των δικασίμων αυτών κατ’ άλλον τρόπο. Επίσης, δεν είχε παραστεί συνήγορος προς υπεράσπισή του κατά τις δικασίμους αυτές.

18.      Η εισαγγελία Βερολίνου άσκησε άμεση προσφυγή κατά της διατάξεως αυτής ενώπιον του Kammergericht Berlin (εφετείου Βερολίνου, Γερμανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου. Προς στήριξη της προσφυγής της, η εισαγγελία Βερολίνου υποστηρίζει ότι η παρουσία του SO σε ορισμένες δικασίμους, κατά τις οποίες ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του επί της ουσίας της υποθέσεως και ζήτησε τη διεξαγωγή της δίκης ακόμη και ερήμην του, αρκεί, δεδομένου ότι η απουσία του από τις λοιπές δικασίμους είναι απόρροια δικής του απόφασης, την οποία έλαβε αυτοβούλως. Εξάλλου, ο ίδιος ο SO, διά της συνηγόρου υπερασπίσεώς του, ζήτησε από το Sąd Okręgowy w Zielonej Górze (περιφερειακό δικαστήριο Zielona Góra) την εκτέλεση της ποινής στη Γερμανία και, ως εκ τούτου, παραιτήθηκε από την προστασία που προβλέπεται στο άρθρο 84b, παράγραφος 1, σημείο 2, του IRG.

19.      Σύμφωνα με δήλωση του δικηγόρου του SO, ο τελευταίος δεν τελούσε εν γνώσει της κατ’ έφεση δίκης. Κατά τον ίδιο, δεν είχε αποσταλεί σχετική κλήτευση στη διεύθυνσή του στη Γερμανία. Συνεπώς, δεν ήταν σε θέση να δώσει εντολή σε συνήγορο υπεράσπισης να τον εκπροσωπήσει στην κύρια δίκη «τελών εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης».

20.      Κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου, ο δικηγόρος που εκπροσώπησε τον SO ενώπιον των πολωνικών δικαστηρίων επισήμανε, με δήλωσή του της 28ης Φεβρουαρίου 2024, ότι η πληρεξουσιότητά του αφορούσε τόσο τη δίκη σε πρώτο βαθμό όσο και την κατ’ έφεση δίκη, ότι ο SO είχε δηλώσει ως διεύθυνση επιδόσεων στην Πολωνία τη διεύθυνση του δικηγορικού γραφείου, στην οποία μπορούσαν, σύμφωνα με το πολωνικό δίκαιο, να επιδίδονται προσηκόντως έγγραφα, και ότι, κατά την κατ’ έφεση δίκη, ο καταδικασθείς εκπροσωπήθηκε από συνάδελφο του εν λόγω δικηγόρου. Δήλωσε ακόμη ότι ενδέχεται να μην είχε ενημερώσει τον SO για την ημερομηνία διεξαγωγής της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, δεδομένου ότι η παρουσία του τελευταίου σε αυτή δεν ήταν υποχρεωτική και ότι ο καταδικασθείς δεν εκπροσωπήθηκε στη δίκη από τον συγκεκριμένο δικηγόρο αλλά από μια συνάδελφό του, η οποία ενεργούσε κατ’ εντολήν του.

21.      Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν η κλήση στο ακροατήριο που έχει επιδοθεί στον συνήγορο υπεράσπισης με την ιδιότητα του αντικλήτου τον οποίο έχει ορίσει ο καταδικασθείς για την παραλαβή επιδόσεων πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο i, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909.

22.      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η έννοια της «δίκης που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως», κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, πρέπει να ερμηνευθεί κατά τον ίδιο τρόπο με την έννοια που διαλαμβάνεται στο άρθρο 4α της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ (9), την οποία το Δικαστήριο έχει ήδη ερμηνεύσει (10), δεδομένου ότι οι δύο αυτές διατάξεις έχουν πανομοιότυπη διατύπωση, τροποποιήθηκαν αμφότερες με την ίδια απόφαση-πλαίσιο, ουδείς δε λόγος συντρέχει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά οι περιπτώσεις παραδόσεως προς εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως από τις περιπτώσεις της ανάληψης της εκτέλεσης καταδικαστικής αποφάσεως. Επομένως, η συγκεκριμένη έννοια, στην περίπτωση ποινικής δίκης με πλείονες βαθμούς δικαιοδοσίας, θα πρέπει να αφορά μόνον τη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως με την οποία, μετά από νέα εξέταση των πραγματικών και νομικών ζητημάτων, κρίθηκε τελεσιδίκως η ενοχή του ενδιαφερομένου και η καταδίκη του σε ποινή. Εν προκειμένω, αυτή είναι η κατ’ έφεση δίκη της 24ης Μαρτίου 2022 ενώπιον του Sąd Apelacyjny w Poznaniu (εφετείου του Poznan) και όχι η δίκη σε πρώτο βαθμό την οποία έλαβε υπόψη το τμήμα εκτέλεσης των ποινών του Landgericht Berlin (πλημμελειοδικείου Βερολίνου).

23.      Το αιτούν δικαστήριο κλίνει προς την άποψη ότι αρνητική απάντηση στο συγκεκριμένο προδικαστικό ερώτημα προκύπτει από τις αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2016, Dworzecki (11), και της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Καταδίκη ερήμην)(12), σχετικά με την πανομοιότυπη διάταξη του άρθρου 4α, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, στις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα έγγραφο κλήτευσης που παραδίδεται σε ενήλικο μέλος του νοικοκυριού του ενδιαφερομένου, το οποίο αναλαμβάνει την υποχρέωση να παραδώσει το έγγραφο αυτό στον ενδιαφερόμενο, πληροί τις προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής μόνον εφόσον προκύπτει από το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης το αν, και ενδεχομένως το πότε, το πρόσωπο αυτό παρέδωσε πράγματι στον ενδιαφερόμενο το ως άνω έγγραφο. Συνεπώς, εναπόκειται στη δικαστική αρχή έκδοσης να μνημονεύσει, στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης που εκδίδει, τα στοιχεία βάσει των οποίων διαπίστωσε η ίδια ότι ο ενδιαφερόμενος έχει λάβει πραγματικά και επισήμως τις πληροφορίες σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης του. Η συγκεκριμένη νομολογία είναι κατά τα φαινόμενα δυνατόν να τύχει κατ’ αναλογίαν εφαρμογής και στην περίπτωση του πιστοποιητικού του άρθρου 4, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, το οποίο εν προκειμένω δεν περιέχει τέτοιες πληροφορίες.

24.      Τούτου δοθέντος, τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως διαφέρουν από εκείνα επί των οποίων εκδόθηκαν οι ως άνω αποφάσεις. Συγκεκριμένα, ο SO είχε ρητώς ορίσει, ενώπιον των αρμόδιων δικαστικών αρχών, τον συνήγορο υπεράσπισης που παρέλαβε την επίδοση ως αντίκλητο εξουσιοδοτημένο για την παραλαβή επιδόσεων, δηλώνοντας τη διεύθυνση του τελευταίου ως τη διεύθυνση στην οποία μπορούσαν να γίνονται οι επιδόσεις. Εξ αυτού θα μπορούσε να συναχθεί ότι βούληση του SO ήταν οι επιδόσεις προς τον εξουσιοδοτημένο αντίκλητό του να θεωρούνται ως πραγματοποιηθείσες προς τον ίδιο.

25.      Δεύτερον, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να εξετασθεί εάν ο καταδικασθείς εκπροσωπήθηκε κατ’ έφεση κατά τρόπο που να εξαλείφει τους λόγους άρνησης της εκτελέσεως. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, αφ’ ης στιγμής ο καταδικασθείς, κατά τον χρόνο που αναθέτει στον συνήγορό του την εντολή να τον εκπροσωπήσει, δεν τελούσε εν γνώσει της ημερομηνίας δικασίμου της δίκης, αλλά μόνον το γεγονός ότι θα διεξαχθεί δίκη.

26.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την εν λόγω διάταξη, ο προσδιορισμός της ημερομηνίας της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως πρέπει να προηγείται χρονικά της αναθέσεως της εντολής προς τον συνήγορο υπεράσπισης. Ωστόσο, η εν λόγω ερμηνεία δεν φαίνεται να είναι υποχρεωτική όσον αφορά την κατ’ έφεση δίκη. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά κανόνα, ο καταδικασθείς σε πρώτο βαθμό κατηγορούμενος, μαζί με την εντολή για άσκηση εφέσεως, αναθέτει επίσης στον συνήγορο υπεράσπισής του και την εντολή να τον εκπροσωπήσει στην κατ’ έφεση δίκη, ακόμη και ερήμην του, στο μέτρο που αυτό επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο και εφόσον η παρουσία του κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση της εφέσεως δεν είναι υποχρεωτική. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το εν λόγω πρόσωπο γνωρίζει με βεβαιότητα ότι θα διεξαχθεί κατ’ έφεση δίκη, δεδομένου ότι ασκεί έφεση, αλλά δεν τελεί ακόμη εν γνώσει της ακριβούς ημερομηνίας που θα ορισθεί από το εφετείο για τη διεξαγωγή της δίκης.

27.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, το γεγονός και μόνον ότι ο κατηγορούμενος γνωρίζει ότι θα διεξαχθεί κατ’ έφεση δίκη αρκεί, δεδομένου ότι, κατά την περαιτέρω εξέλιξη της δίκης, εναπόκειται αποκλειστικά στον εκκαλούντα κατηγορούμενο να αποφασίσει εάν θα επικοινωνήσει ή όχι με το δικαστήριο και με τον συνήγορο υπεράσπισής του προκειμένου να μπορέσει να ενημερωθεί για την ημερομηνία διεξαγωγής της δίκης.

28.      Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο συνήγορος υπεράσπισης ασκεί έφεση εν αγνοία του εντολέα του, όταν δεν έχει καμία επαφή με αυτόν και επιθυμεί, ενεργώντας προληπτικά, να τηρήσει την προθεσμία για την άσκηση του ένδικου μέσου, η κατ’ έφεση δίκη δεν θα συνεχιζόταν χωρίς να απευθυνθεί στον εντολέα και χωρίς να λάβει επιβεβαίωση εκ μέρους του. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο συνάγει από την εμφάνιση του συνηγόρου υπεράσπισης της επιλογής του SO, καθώς και της συναδέλφου του δικηγόρου η οποία παρέστη αντ’ αυτού ενώπιον του Sąd Apelacyjny w Poznaniu (εφετείου του Poznan), ότι υπήρξε συνεννόηση με τον SO και ότι, ως εκ τούτου, ο SO είχε οπωσδήποτε λάβει γνώση της επικείμενης κατ’ έφεση δίκης, έστω και αν η ημερομηνία διεξαγωγής της δεν είχε ακόμη ορισθεί κατά τον χρόνο της εν λόγω συνεννόησης.

29.      Τρίτον, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα και εάν η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα είναι ότι η ημερομηνία διεξαγωγής της δίκης πρέπει να έχει ήδη ορισθεί και ο ενδιαφερόμενος να τελεί εν γνώσει της ημερομηνίας αυτής κατά τον χρόνο της αναθέσεως της εντολής στον συνήγορό του, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι τότε δεν επιτρέπεται η ανάληψη της εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 84b, παράγραφος 1, σημείο 2, του IRG, δεδομένου ότι δεν συντρέχει καμία από τις εξαιρετικές περιπτώσεις του άρθρου 84b, παράγραφος 3, σημείο 3, του IRG.

30.      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, ενώ το άρθρο 9, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή του κράτους εκτελέσεως έχει εξουσία εκτιμήσεως, το άρθρο 84b, παράγραφος 1, σημείο 2, του IRG θεσπίζει έναν απόλυτο λόγο απαγορεύσεως της εκτελέσεως. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι δεν δύναται να προβεί σε ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως contra legem, ήτοι υπό την έννοια ότι, κατά την εξέταση του λόγου απαγορεύσεως της εκτελέσεως, διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως ευρύτερη από το πεδίο εφαρμογής των εξαιρετικών περιστάσεων του άρθρου 84b, παράγραφοι 3 και 4, του IRG.

31.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, εάν διέθετε εξουσία εκτιμήσεως, θα έκρινε ότι επιτρέπεται η ανάληψη της εκτελέσεως. Συγκεκριμένα, παρά την έφεση που άσκησε, o SO δεν διατήρησε επαρκή επαφή με τις πολωνικές δικαστικές αρχές και με τον συνήγορο υπεράσπισής του, τη διεύθυνση του δικηγορικού γραφείου του οποίου είχε δηλώσει ως διεύθυνση κλήτευσής του. Επιπλέον, ο ίδιος ο SO ήταν αυτός που είχε ζητήσει την ανάληψη της εκτελέσεως της ποινής του στη Γερμανία. Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι ο SO δεν έχει κανένα άξιο προστασίας συμφέρον να επικαλεστεί τη μη εκτέλεση της ποινής στο εν λόγω κράτος μέλος.

32.      Τούτο οδηγεί το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με το εάν η γερμανική νομοθεσία συνάδει με την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, έστω και αν η απάντηση ότι δεν συνάδει θα μπορούσε να συναχθεί από την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Καταδίκη ερήμην) (13), στην οποία το Δικαστήριο προέβη σε ερμηνεία του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

33.      Τέταρτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν ο καταδικασθείς δύναται να παραιτηθεί από την προστασία που απορρέει από το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, εάν το αίτημα του καταδικασθέντος προς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκδόσεως για την εκτέλεση της ποινής στο κράτος μέλος καταγωγής του συνιστά τέτοια παραίτηση.

34.      Η συμπεριφορά του SO είναι αντιφατική, δεδομένου ότι, αφενός μεν, στην Πολωνία ο SO είχε αιτηθεί, χωρίς να διατυπώσει επιφυλάξεις ή αντιρρήσεις κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, την εκτέλεση της ποινής στη Γερμανία, αφετέρου δε, στη Γερμανία προβάλλει αντιρρήσεις ως προς το επιτρεπτό της εκτελέσεως. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η συμπεριφορά αυτή είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη αποκλειστικά στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως την οποία θα έπρεπε να διαθέτει, αλλά δεν του παρέχει το γερμανικό δίκαιο.

35.      Μολονότι η απόφαση-πλαίσιο 2008/909 δεν περιέχει καμία νομική βάση από την οποία θα μπορούσε να συναχθεί ότι ο καταδικασθείς έχει τη δυνατότητα να παραιτηθεί από την προστασία που απορρέει από το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι η συγκεκριμένη διάταξη καταλαμβάνει επίσης περιπτώσεις στις οποίες ο καταδικασθείς μπορεί, με τη δική του δικονομική συμπεριφορά, να αποφασίσει εάν επιθυμεί να τύχει της προστασίας από την εκτέλεση αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην του. Πράγματι, στο σημείο iii της προμνησθείσας διατάξεως προβλέπεται η δυνατότητα του εν λόγω προσώπου να παραιτηθεί από το δικαίωμα προσβολής ερήμην εκδοθείσας αποφάσεως. Εάν, κατά τούτο, η εκτελεστότητα της αποφάσεως αυτής είναι δυνατόν να εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του καταδικασθέντος, θα μπορούσε επίσης να γίνει δεκτό ότι, και για την περαιτέρω εξέλιξη της εκτελέσεως, υφίσταται τέτοιο δικαίωμα διακριτικής ευχέρειας το οποίο ο καταδικασθείς άσκησε, ζητώντας από το Sąd Okręgowy w Zielonej Górze (περιφερειακό δικαστήριο Zielona Góra) την εκτέλεση της ποινής στη Γερμανία.

36.      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Kammergericht Berlin (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Βερολίνου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πληροί η κλήση στο ακροατήριο που έχει επιδοθεί σε ημεδαπό αντίκλητο, τον οποίο διόρισε ο καταδικασθείς, τις απαιτήσεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο i, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως-πλαισίου [2008/909];

2)      Έχει το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου [2008/909] την έννοια ότι, κατά τον χρόνο ανάθεσης της εντολής, πρέπει η ημερομηνία διεξαγωγής της δίκης να έχει ήδη ορισθεί και ο ενδιαφερόμενος να τελεί εν γνώσει της ορισθείσας δικασίμου ή μήπως αρκεί ο ενδιαφερόμενος να αναθέσει ή να επιβεβαιώσει την εντολή γνωρίζοντας με βεβαιότητα ότι πρόκειται να διεξαχθεί δίκη;

3)      Συνάδει με την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης το γεγονός ότι ο Γερμανός νομοθέτης προέβλεψε, στο άρθρο 84b, παράγραφος 1, σημείο 2, [του IRG], την περίπτωση της ερήμην καταδίκης ως απόλυτο λόγο απαγόρευσης [της εκτέλεσης], μολονότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου [2008/909] προβλέπει συναφώς απλώς και μόνο λόγο προαιρετικής άρνησης εκτέλεσης;

4)      Μπορεί ο ενδιαφερόμενος να παραιτηθεί από την προστασία που απορρέει από το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου [2008/909], καθιστώντας δυνατή κατά τον τρόπο αυτό την εκτέλεση ερήμην εκδοθείσας αποφάσεως ακόμη και όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημεία i έως iii, της αποφάσεως-πλαισίου; Συνιστά τέτοια παραίτηση η υποβολή αιτήσεως προς την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης για εκτέλεση στη χώρα καταγωγής;»

37.      Η Πολωνική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις και παρέστησαν, όπως και ο SO, στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 15ης Μαΐου 2025, κατά την οποία απάντησαν και στις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο για προφορική απάντηση.

IV.    Ανάλυση

38.      Σε αντίθεση με την υπόθεση Khuzdar (C‑95/24), επί της οποίας κατατέθηκαν σήμερα χωριστές προτάσεις, η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά την άρνηση εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δυνάμει του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Η υπό κρίση υπόθεση αφορά αίτηση αναγνώρισης καταδικαστικής αποφάσεως και εκτέλεσης ποινής δυνάμει της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, χωρίς να τίθεται ζήτημα εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος.

39.      Υπενθυμίζεται ότι, όπως και η απόφαση-πλαίσιο 2002/584, η απόφαση-πλαίσιο 2008/909 συγκεκριμενοποιεί, στον ποινικό τομέα, τις αρχές της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της αμοιβαίας αναγνωρίσεως. Η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο ενισχύει τη δικαστική συνεργασία σε θέματα αναγνώρισης και εκτέλεσης ποινικών αποφάσεων όταν πρόσωπα έχουν καταδικαστεί σε ποινές στερητικές της ελευθερίας ή σε μέτρα στερητικά της ελευθερίας σε άλλο κράτος μέλος, προκειμένου να διευκολυνθεί η κοινωνική επανένταξή τους (14).

40.      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 προβλέπει, επομένως, τη δυνατότητα να διαβιβάζεται δικαστική απόφαση συνοδευόμενη από το πιστοποιητικό, υπόδειγμα του οποίου παρατίθεται στο παράρτημα I της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, στο κράτος μέλος της ιθαγένειας του καταδικασθέντος στο έδαφος του οποίου ζει. Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται η συγκατάθεση του καταδικασθέντος.

41.      Από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 προκύπτει ότι σκοπός της είναι η θέσπιση των κανόνων βάσει των οποίων ένα κράτος μέλος μπορεί να αναγνωρίσει δικαστική απόφαση και να εκτελέσει την ποινή που επέβαλε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, προκειμένου να καταστήσει ευχερέστερη την κοινωνική επανένταξη του καταδικασθέντος.

42.      Προς τον σκοπό αυτόν, το άρθρο 8 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως υποχρεούται κατ’ αρχήν να δεχθεί την αίτηση για την αναγνώριση καταδικαστικής αποφάσεως και για την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας που έχει επιβληθεί σε άλλο κράτος μέλος, η οποία της έχει διαβιβαστεί σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου. Δεν μπορεί κατ’ αρχήν να απορρίψει τέτοια αίτηση παρά μόνο για τους λόγους μη αναγνωρίσεως και μη εκτελέσεως που απαριθμούνται περιοριστικώς στο άρθρο 9 της ίδιας αποφάσεως-πλαισίου (15).

43.      Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά τον λόγο που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909.

44.      Για την εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων, η ανάλυση πρέπει να εστιάσει αποκλειστικά στην ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου διαδικασία στην υπόθεση της κύριας δίκης. Όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο όσον αφορά το άρθρο 4α της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η φράση «δίκη που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως», κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, πρέπει να νοηθεί ως αφορώσα τη δίκη η οποία οδήγησε στην έκδοση τελεσίδικης καταδικαστικής αποφάσεως σε βάρος του προσώπου του οποίου ζητείται η παράδοση στο πλαίσιο της εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως (16). Όσον αφορά, ειδικότερα, περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, όπου η υπόθεση εκδικάσθηκε ενώπιον δικαστηρίων δύο διαδοχικών βαθμών δικαιοδοσίας, ήτοι σε περίπτωση κατά την οποία η πρωτοβάθμια δίκη ακολουθήθηκε από κατ’ έφεση δίκη, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μόνον η δίκη που κατέληξε στην έκδοση κατ’ έφεση αποφάσεως λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, υπό την προϋπόθεση ότι η δίκη αυτή κατέληξε σε απόφαση που δεν μπορεί πλέον να προσβληθεί με τακτικό ένδικο μέσο και με την οποία κρίνεται τελεσιδίκως η υπόθεση επί της ουσίας (17).

45.      Στο μέτρο που, αφενός, το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 και το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 προστέθηκαν αμφότερα στις δύο αυτές αποφάσεις-πλαίσια με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299 και, αφετέρου, το γράμμα και οι σκοποί των δύο αυτών διατάξεων συμπίπτουν, θα πρέπει η αυτή ερμηνεία να γίνει δεκτή και στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

46.      Τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο ανέκυψαν στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας για την εκτέλεση στη Γερμανία καταδικαστικής αποφάσεως εκδοθείσας στην Πολωνία σε βάρος Γερμανού υπηκόου ο οποίος, αφού ο ίδιος υπέβαλε αίτηση ενώπιον των πολωνικών δικαστηρίων για την εκτέλεση της καταδικαστικής αυτής αποφάσεως στη Γερμανία, αντιτίθεται πλέον στην εκτέλεση ενώπιον του αρμόδιου γερμανικού δικαστηρίου.

47.      Η διαδικασία αυτή αφορά περίπτωση κατά την οποία, σύμφωνα με το πολωνικό δίκαιο, ο καταδικασθείς όχι μόνον δεν παρέστη αυτοπροσώπως στις περισσότερες από τις δικασίμους της ποινικής δίκης σε πρώτο βαθμό, αλλά κυρίως, αφού άσκησε μέσω του συνηγόρου του έφεση κατά της πρωτόδικης καταδικαστικής αποφάσεως, δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη μοναδική δικάσιμο της κατ’ έφεση δίκης, για την οποία δεν είχε ενημερωθεί προσωπικά ούτε για την ημερομηνία ούτε για τον τόπο διεξαγωγής της. Εκπροσωπήθηκε, ωστόσο, από δικηγόρο η οποία ενεργούσε αντί του πληρεξούσιου δικηγόρου στον οποίο είχε αναθέσει την υπεράσπισή του ενώπιον των πολωνικών πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δικαστηρίων και στον οποίο είχε ζητήσει να επιδοθεί η κλήτευση στην κατ’ έφεση δίκη.

Α.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

48.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί εάν το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο i, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 έχει την έννοια ότι η επίδοση κλήσεως στο ακροατήριο σε δικηγόρο στον οποίο ο καταδικασθείς έχει αναθέσει την υπεράσπισή του και τον οποίο έχει διορίσει, στο κράτος μέλος καταδίκης ως αντίκλητο επιδόσεων πληροί τις απαιτήσεις της εν λόγω διατάξεως.

49.      Από το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη προβλέπει λόγο προαιρετικής αρνήσεως αναγνωρίσεως καταδικαστικής αποφάσεως διαβιβασθείσας από άλλο κράτος μέλος και εκτελέσεως της στερητικής της ελευθερίας ποινής ή του στερητικού της ελευθερίας μέτρου που αυτό επέβαλε, σε περίπτωση που ο καταδικασθείς δεν παραστάθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της καταδικαστικής αποφάσεως. Ωστόσο, η δυνατότητα αυτή αρνήσεως συνοδεύεται από τρεις εξαιρέσεις, οι οποίες απαριθμούνται στα σημεία i έως iii της ίδιας διάταξης και οι οποίες στερούν από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης τη δυνατότητα να αρνηθεί την αναγνώριση και την εκτέλεση της αποφάσεως που της διαβιβάζεται.

50.      Όσον αφορά ειδικότερα το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο i, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως στερείται της δυνατότητας αυτής όταν ο ενδιαφερόμενος είτε «είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως και με την κλήτευση είχε ενημερωθεί σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως» είτε «είχε δι’ άλλων μέσων ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης αυτής, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης», επιπλέον δε «είχε ενημερωθεί ότι μπορεί να εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση που το πρόσωπο δεν εμφανιστεί στη δίκη».

51.      Όσον αφορά το άρθρο 4α, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι εκφράσεις «είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως» καθώς και «είχε δι’ άλλων μέσων ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης αυτής, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης», οι οποίες περιλαμβάνονται στην εν λόγω διάταξη, αποτελούν αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης και πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο ενιαίο σε ολόκληρη την Ένωση (18). Η νομολογία αυτή δύναται να τύχει εφαρμογής στην αντίστοιχη, πανομοιότυπης διατυπώσεως, διάταξη η οποία διαλαμβάνεται στην απόφαση-πλαίσιο 2009/299.

52.      Στην απόφαση της 24ης Μαΐου 2016, Dworzecki (19), το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι το άρθρο 4α, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι δεν πληροί, αφ’ εαυτού, τις προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής κλήτευση η οποία δεν επιδόθηκε απευθείας στον ενδιαφερόμενο, αλλά παραδόθηκε, στη διεύθυνση του τελευταίου, σε ενήλικο ανήκον στο εν λόγω νοικοκυριό, το οποίο ανέλαβε την υποχρέωση να του το παραδώσει, χωρίς το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως να παρέχει τη δυνατότητα να εξακριβωθεί αν και, ενδεχομένως, πότε το εν λόγω ενήλικο πρόσωπο παρέδωσε πράγματι το εν λόγω έγγραφο κλητεύσεως στον ενδιαφερόμενο (20).

53.      Η περίπτωση της κλήσεως στο ακροατήριο που επιδίδεται σε δικηγόρο στον οποίο ο καταδικασθείς έχει αναθέσει την υπεράσπισή του και τον οποίο έχει ορίσει ως αντίκλητο στο κράτος μέλος καταδίκης για την παραλαβή επιδόσεων δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να εξομοιωθεί με την περίπτωση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση.

54.      Αντιθέτως, η περίπτωση αυτή εμπίπτει, κατά τη γνώμη μου, στην εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909. Τυχόν διαφορετική ερμηνευτική εκδοχή θα είχε ως αποτέλεσμα να στερείται πρακτικής αποτελεσματικότητας η τελευταία αυτή διάταξη, της οποίας η εφαρμογή εξαρτάται, αντιθέτως προς ό,τι προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο i, της αποφάσεως-πλαισίου, από την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος έχει δώσει εντολή σε δικηγόρο, τον οποίο έχει διορίσει είτε ο ίδιος είτε το κράτος, να τον εκπροσωπήσει στη δίκη και ότι εκπροσωπήθηκε όντως από τον δικηγόρο αυτόν στη δίκη.

55.      Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο i, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 έχει την έννοια ότι κλήση στο ακροατήριο που έχει επιδοθεί σε αντίκλητο τον οποίο έχει διορίσει ο καταδικασθείς για την παραλαβή επιδόσεων δεν συνιστά αφ’ εαυτής επαρκή βάση για την εφαρμογή, από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως, της εξαιρέσεως που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, στον βαθμό που η περίπτωση αυτή εμπίπτει στο σημείο ii του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου.

Β.      Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

56.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί εάν το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 έχει την έννοια ότι, κατά τον χρόνο ανάθεσης της εντολής σε δικηγόρο, πρέπει η ημερομηνία διεξαγωγής της δίκης να έχει ήδη ορισθεί και ο ενδιαφερόμενος να τελεί εν γνώσει της ορισθείσας δικασίμου ή εάν αρκεί ότι ο ενδιαφερόμενος αναθέτει ή επιβεβαιώνει την εντολή γνωρίζοντας με βεβαιότητα ότι πρόκειται να διεξαχθεί δίκη.

57.      Υπενθυμίζεται ότι η συγκεκριμένη διάταξη αφορά την περίπτωση κατά την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, έχοντας λάβει γνώση της προγραμματισμένης δίκης, έχει χορηγήσει εντολή σε δικηγόρο, τον οποίο έχει διορίσει είτε ο ίδιος είτε το κράτος, να τον/την εκπροσωπήσει στη δίκη και εκπροσωπήθηκε όντως από τον δικηγόρο αυτόν στη δίκη.

1.      Η γνώση της προγραμματισμένης δίκης προϋποθέτει ότι ο ενδιαφερόμενος έχει ενημερωθεί για την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης

58.      Στις περισσότερες γλωσσικές αποδόσεις της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, από το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, δεν προκύπτει καμία ρητή απαίτηση όσον αφορά τη γνώση, εκ μέρους του ενδιαφερομένου, της ακριβούς ημερομηνίας της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως κατά την οποία καταδικάστηκε, εφόσον είχε εκπροσωπηθεί από δικηγόρο. Η απόδοση της συγκεκριμένης διατάξεως διαφοροποιείται στην ιταλική γλώσσα, καθόσον χρησιμοποιείται η φράση «essendo al corrente della data fissata» (τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης ημερομηνίας) (21).

59.      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, η διατύπωση που χρησιμοποιείται σε μία από τις γλωσσικές αποδόσεις διατάξεως του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να αποτελεί τη μοναδική βάση για την ερμηνεία της διατάξεως αυτής ούτε μπορεί να έχει προβάδισμα σε σχέση με τις άλλες γλωσσικές αποδόσεις (22).

60.      Κατόπιν της ανωτέρω διευκρινίσεως, παρόλο που οι περισσότερες γλωσσικές αποδόσεις είναι λιγότερο ακριβείς από την ιταλική, πρέπει να επισημανθεί ότι η φράση «τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης», η οποία περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, στη γαλλική απόδοση του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, σε ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις αποδίδεται με τη φράση «τελούσε εν γνώσει της ορισθείσας επ’ ακροατηρίου συζητήσεως» (23) ή ακόμη «τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης επ’ ακροατηρίου συζητήσεως» (24). Οι δύο αυτές φράσεις θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως εμπεριέχουσες εξ ορισμού την απαίτηση περί γνώσεως της ορισθείσας ημερομηνίας δικασίμου, στον βαθμό που φαίνεται να προϋποθέτουν ότι έχει ήδη οριστεί ημερομηνία δικασίμου και ότι ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει γνώση του στοιχείου αυτού. Προσθέτω δε ότι ο όρος «the scheduled trial» στην αγγλική απόδοση υποδηλώνει, λόγω της χρήσεως του οριστικού άρθρου, ότι η ημερομηνία αποτελεί συστατικό στοιχείο της έννοιας της «προγραμματισμένης δίκης», δεδομένου ότι ο όρος «scheduled» προϋποθέτει συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα.

61.      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, αν και είναι αληθές ότι η ρητή απαίτηση να γνωρίζει ο ενδιαφερόμενος την ακριβή ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως απαντά μεμονωμένα μεταξύ των γλωσσικών αποδόσεων του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, εντούτοις, σε πολλές από τις αποδόσεις αυτές υποδηλώνεται ότι η συγκεκριμένη απαίτηση αποτελεί εγγενές στοιχείο της εν λόγω διατάξεως.

62.      Το ερευνητικό σημείωμα 25/003 που συνέταξε η Διεύθυνση «Έρευνα και τεκμηρίωση» του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύναται, κατά τη γνώμη μου, να στηρίξει τη διαπίστωση αυτή, καθόσον εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο η εν λόγω διάταξη, καθώς και το άρθρο 4α, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, έχουν μεταφερθεί στις έννομες τάξεις ορισμένων εκ των κρατών μελών. Πλείονα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο σημείωμα αυτό αξίζουν ιδιαιτέρας μνείας προκειμένου να αποσαφηνιστεί ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να γίνει αντιληπτή η φράση «τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης».

63.      Πρώτον, παρατηρείται ότι ο όρος «δίκη» που περιέχεται στη φράση αυτή μπορεί να καλύπτει, στις διάφορες επίσημες γλώσσες, δύο διακριτές έννοιες. Πράγματι, ο όρος αυτός μπορεί να αναφέρεται τόσο στη διαδικασία στο σύνολό της όσο και στη συγκεκριμένη δικάσιμο. Ειδικότερα, στις αποδόσεις των εν λόγω διατάξεων στη βουλγαρική, ισπανική, κροατική, δανική, ελληνική, γαλλική, λιθουανική, ολλανδική, ρουμανική και σλοβενική γλώσσα, χρησιμοποιείται ο όρος που αντιστοιχεί στην κατά λέξη μετάφραση του αγγλικού όρου «trial» («δίκη»), ο οποίος, από αμιγώς ορολογικής απόψεως, μπορεί να σημαίνει τόσο τη δικάσιμο όσο και το σύνολο της ποινικής διαδικασίας (25). Πλην όμως, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, στο ειδικότερο πλαίσιο των αποφάσεων-πλαισίων 2002/584 και 2008/909, ο συγκεκριμένος όρος ερμηνεύεται, κατ’ αρχήν, στα εθνικά δίκαια υπό την έννοια της «επ’ ακροατηρίου συζητήσεως».

64.      Ειδικότερα, οι αποδόσεις στην ιταλική γλώσσα χρησιμοποιούν, στο άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 και στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, τον όρο «processo», ο οποίος σημαίνει κατά λέξη «διαδικασία», και όχι «επ’ ακροατηρίου συζήτηση», έννοια για την οποία η ιταλική γλώσσα διαθέτει ειδικό όρο («udienza»). Εντούτοις, κατά την ερμηνεία της, η φράση «τελεί εν γνώσει της ημερομηνίας της δίκης» θεωρείται εν γένει ότι αναφέρεται στη «γνώση της ημερομηνίας της πρώτης επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της δίκης» ή, γενικότερα, της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως κατά την οποία είναι δυνατή η παράσταση και η νομότυπη συμμετοχή στη δίκη.

65.      Περαιτέρω, οι αποδόσεις του άρθρου 4α, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 και του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 στην τσεχική, τη γερμανική, την ουγγρική, την πολωνική και τη σουηδική γλώσσα χρησιμοποιούν, αντιστοίχως, τους όρους «jednání», «Verhandlung», «tárgyalás», «rozprawa» και «förhandling», οι οποίοι έχουν τη σημασία «επ’ ακροατηρίου συζήτηση» (26).

66.      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η φράση «τελεί εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης» ερμηνεύεται κατά κύριο λόγο στις εθνικές έννομες τάξεις ως αναφερόμενη στην προγραμματισμένη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

67.      Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα εάν η «γνώση της προγραμματισμένης δίκης» συνεπάγεται ότι ο ενδιαφερόμενος πρέπει να τελεί εν γνώσει της ακριβούς ημερομηνίας της δίκης ή εάν αρκεί το γεγονός και μόνον ότι είχε λάβει γνώση ότι είχε ορισθεί δίκη (χωρίς να γνωρίζει συγκεκριμένα την ημερομηνία διεξαγωγής της), παρατηρώ, κατόπιν εξετάσεως του τρόπου μεταφοράς των σχετικών διατάξεων σε πλείονα εθνικά δίκαια, ότι μπορούν να προσδιοριστούν τρεις κατηγορίες εντός των εννόμων τάξεων των κρατών μελών.

68.      Στην πρώτη κατηγορία, οι νομοθετικές διατάξεις που μεταφέρουν στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 4α, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 και το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 δεν προβλέπουν καμία ειδική απαίτηση ως προς τη γνώση της δικασίμου (27). Συγκεκριμένα, για τις εν λόγω έννομες τάξεις, αρκεί το γεγονός ότι ο καταδικασθείς ο οποίος δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δικάσιμο που οδήγησε στην καταδίκη του, εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο κατά τη δικάσιμο αυτή, προκειμένου είτε το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως που εκδόθηκε σε βάρος του είτε η απόφαση που εκδόθηκε κατόπιν της εν λόγω δικασίμου να μπορούν να εκτελεσθούν στο κράτος μέλος εκτελέσεως. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω έννομες τάξεις διακρίνονται από τη ρητή ή σιωπηρή απουσία, στις εθνικές τους νομοθεσίες, οποιασδήποτε απαιτήσεως σχετικής με τη γνώση της δικασίμου από τον καταδικασθέντα (πολλώ δε μάλλον της ημερομηνίας αυτής).

69.      Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει την πλειονότητα των εθνικών εννόμων τάξεων (28). Στις εν λόγω έννομες τάξεις, οι νομοθετικές διατάξεις που μεταφέρουν στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 4α, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 και το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 προβλέπουν ότι ο καταδικασθείς πρέπει να έχει λάβει γνώση της προγραμματισμένης επ’ ακροατηρίου συζητήσεως ή της προγραμματισμένης δίκης, χωρίς να κάνουν ρητή αναφορά στην απαίτηση περί γνώσεως της ημερομηνίας διεξαγωγής. Επομένως, στις εν λόγω έννομες τάξεις, υφίσταται αντιστοιχία μεταξύ της διατυπώσεως που περιλαμβάνεται, αφενός, στο άρθρο 4α, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 και στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο i, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 και, αφετέρου, στις διατάξεις του εθνικού δικαίου.

70.      Τούτου δοθέντος, επισημαίνεται ότι, καίτοι ο όρος «ημερομηνία» δεν μνημονεύεται ρητώς στις έννομες τάξεις που περιλαμβάνονται στη δεύτερη αυτή κατηγορία, εντούτοις η χρήση της φράσεως «γνώση της προγραμματισμένης επ’ ακροατηρίου συζητήσεως» υποδηλώνει, τουλάχιστον για ορισμένες εξ αυτών, ότι η γνώση της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς τη γνώση συγκεκριμένης ημερομηνίας διεξαγωγής της.

71.      Συνεπώς, η έλλειψη ρητής απαιτήσεως ως προς τη γνώση της ημερομηνίας της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως πρέπει να ερμηνεύεται με επιφύλαξη, καθόσον σε ορισμένες έννομες τάξεις η ημερομηνία φαίνεται να περιλαμβάνεται σιωπηρώς στην έννοια «προγραμματισμένης» που συνδέεται με τον όρο «δίκη», με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποκλειστεί η ανάγκη το καταδικασθέν πρόσωπο να έχει λάβει γνώση της ημερομηνίας της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

72.      Όπως ανέφερα προηγουμένως, ένα τέτοιο συμπέρασμα μπορεί, για παράδειγμα, να συναχθεί από την αγγλική φράση «the scheduled trial» («η προγραμματισμένη δίκη») (29).

73.      Στην τρίτη κατηγορία, οι νομοθετικές διατάξεις που μεταφέρουν στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 4α, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 και το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 προβλέπουν ότι ο καταδικασθείς πρέπει να γνωρίζει ειδικώς την ημερομηνία διεξαγωγής της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως (30).

74.      Επισημαίνεται ότι η μεταφορά των ως άνω διατάξεων στις έννομες τάξεις που εμπίπτουν στην τρίτη αυτή κατηγορία είναι συνεπώς ακριβέστερη από ό,τι προβλέπουν stricto sensu οι εν λόγω διατάξεις. Εντούτοις, όπως επισημάνθηκε σε σχέση με τις έννομες τάξεις που περιλαμβάνονται στη δεύτερη κατηγορία, το συμπέρασμα αυτό πρέπει να διαφοροποιηθεί στο μέτρο που η μνεία «γνώση της προγραμματισμένης επ’ ακροατηρίου συζητήσεως», η οποία εμφανίζεται σε ορισμένες από τις οικείες γλωσσικές αποδόσεις των επίμαχων διατάξεων, θα μπορούσε αφ’ εαυτής να εμπεριέχει εξ ορισμού την ανάγκη σαφούς και αποτελεσματικής ενημερώσεως του καταδικασθέντος σχετικά με την ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

75.      Κατά τη γνώμη μου, το σύνολο των ενδείξεων που προκύπτουν από τις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 είναι τέτοιο ώστε να στηρίζει την ερμηνεία κατά την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πρέπει να τελεί εν γνώσει της ημερομηνίας και του τόπου διεξαγωγής της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

76.      Φρονώ ότι η ανάλυση αυτή επιρρωννύεται από την εξέταση της οικονομίας και των σκοπών της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τρόπο ομοιόμορφο λαμβανομένων υπόψη των κειμένων τους σε όλες τις γλώσσες της Ένωσης και, σε περίπτωση αποκλίσεως μεταξύ των κειμένων αυτών, η επίμαχη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα την όλη οικονομία και τον σκοπό της κανονιστικής ρύθμισης της οποίας αποτελεί μέρος (31).

77.      Όσον αφορά την οικονομία της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, παρατηρώ ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο i, αυτής απαγορεύει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης να αρνηθεί να αναγνωρίσει την καταδικαστική απόφαση και να εκτελέσει την ποινή όταν, μεταξύ άλλων, ο ενδιαφερόμενος είτε κλητεύθηκε αυτοπροσώπως και, ως εκ τούτου, ενημερώθηκε για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως είτε είχε δι’ άλλων μέσων ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης αυτής, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης. Όπως είναι διατυπωμένη η συγκεκριμένη διάταξη υποδηλώνει ότι η γνώση της προγραμματισμένης δίκης προϋποθέτει ότι ο ενδιαφερόμενος έχει ενημερωθεί για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης. Εξ αυτού θα μπορούσε να συναχθεί ότι η πανομοιότυπη αναφορά στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 σχετικά με την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος τελεί εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης θα πρέπει να ερμηνευθεί με τον ίδιο τρόπο, ήτοι ότι εμπεριέχει εξ ορισμού την ίδια απαίτηση για ακριβή ενημέρωση σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης, έστω και αν η εν λόγω διάταξη δεν επαναλαμβάνει ρητώς τι ακριβώς νοείται με τη φράση «τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης».

78.      Αντιθέτως, δεν πείθομαι από το επιχείρημα ότι η έλλειψη ρητής αναφοράς σχετικά με την εκ μέρους του ενδιαφερομένου γνώση της ημερομηνίας και του τόπου διεξαγωγής της δίκης που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη θα μπορούσε να εξηγηθεί από το γεγονός ότι το πρόσωπο αυτό είχε αναθέσει σε δικηγόρο εντολή εκπροσώπησής του στη δίκη. Πράγματι, η προϋπόθεση χορηγήσεως τέτοιας εντολής δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, ικανή να υποκαταστήσει το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να παραστεί αυτοπροσώπως στη δίκη του. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν το πρόσωπο αυτό επιλέξει να χορηγήσει σε δικηγόρο εντολή εκπροσώπησης στη δίκη του, το εν λόγω πρόσωπο θα πρέπει να έχει στη διάθεσή του αρκούντως ακριβείς πληροφορίες ως προς την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης, ώστε να δύναται να παραστεί αυτοπροσώπως, εφόσον το επιθυμεί, τούτο δε μέχρι τον χρόνο διεξαγωγής της δίκης.

79.      Συνεπώς, η εκούσια και χωρίς αμφισημία παραίτηση από το δικαίωμα αυτοπρόσωπης παράστασης στη δίκη του πρέπει να αποδεικνύεται στο πλαίσιο του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 με τη συνδρομή δύο προϋποθέσεων, ήτοι, αφενός, της ενημερώσεως του καταδικασθέντος σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης και, αφετέρου, της αποτελεσματικής υπεράσπισης αυτού κατά τη διεξαγωγή της δίκης από δικηγόρο στον οποίο το πρόσωπο αυτό είχε χορηγήσει σχετική εντολή εκπροσώπησης.

80.      Η προϋπόθεση σχετικά με την αποτελεσματική υπεράσπιση κατά τη δίκη από δικηγόρο στον οποίο ο καταδικασθείς είχε χορηγήσει εντολή εκπροσώπησης, η οποία μνημονεύεται στην εν λόγω διάταξη, αποτελεί το αντίστοιχο της προϋποθέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο i, δεύτερη περίπτωση, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, κατά την οποία το πρόσωπο αυτό πρέπει να έχει ενημερωθεί ότι μπορεί να εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση που ο καταδικασθείς δεν εμφανιστεί στη δίκη. Η προϋπόθεση σχετικά με τη γνώση της προγραμματισμένης ημερομηνίας και του τόπου διεξαγωγής της δίκης είναι κοινή στα σημεία i και ii του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου. Πρέπει, πάντως, να διευκρινισθεί ότι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αιτιολογική σκέψη 9 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/299, η ορισθείσα ημερομηνία για μια δίκη μπορεί, για πρακτικούς λόγους, να εκφραστεί αρχικώς υπό τη μορφή πλειόνων πιθανών ημερομηνιών, εντός σύντομου χρονικού διαστήματος.

81.      Φρονώ ότι η ερμηνεία κατά την οποία η γνώση της προγραμματισμένης δίκης προϋποθέτει την ενημέρωση του ενδιαφερομένου ως προς την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης ανταποκρίνεται στη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης, η οποία εκφράζεται, ιδίως, στην αιτιολογική σκέψη 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/299, κατά την οποία στόχος της αποφάσεως-πλαισίου είναι να επανοριστούν οι εν λόγω κοινές βάσεις που θα επιτρέπουν στην εκτελούσα αρχή να εκτελέσει την απόφαση παρά την απουσία του ενδιαφερομένου από τη δίκη, τηρουμένων πλήρως των δικαιωμάτων υπεράσπισης του ενδιαφερομένου. Επομένως, το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει ένα υψηλό επίπεδο προστασίας και να παράσχει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως τη δυνατότητα να προβεί στην αναγνώριση της καταδικαστικής αποφάσεως σε βάρος του ενδιαφερομένου παρά την απουσία του από τη δίκη που οδήγησε στην καταδίκη του, τηρουμένων συγχρόνως πλήρως των δικαιωμάτων υπεράσπισής του (32). Ειδικότερα, από το άρθρο 1 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/299, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών της σκέψεων 1 και 15, προκύπτει ρητώς ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 τροποποιήθηκε με σκοπό την προστασία του δικαιώματος του κατηγορουμένου να εμφανίζεται αυτοπροσώπως στην ποινική δίκη που έχει κινηθεί εναντίον του και, συγχρόνως, τη βελτίωση της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών (33). Πρέπει επίσης να τονισθεί ότι το δικαίωμα του κατηγορουμένου να παρίσταται στη δίκη του συνιστά ουσιώδες στοιχείο των δικαιωμάτων άμυνας και, γενικότερα, έχει κεφαλαιώδη σημασία για τον σεβασμό του δικαιώματος σε δίκαιη ποινική δίκη το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, καθώς και στο άρθρο 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (34).

82.      Φρονώ ότι η ερμηνεία που προτείνω επιρρωννύεται από τη συνεκτίμηση της οδηγίας 2016/343.

2.      Ερμηνεία η οποία ενισχύεται λαμβανομένης υπόψη της οδηγίας 2016/343

83.      Η οδηγία 2016/343 συμπλήρωσε το νομοθετικό οπλοστάσιο που είχε θεσπισθεί, μεταξύ άλλων, με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299. Υπενθυμίζεται ότι η εν λόγω οδηγία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 82, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, προς διευκόλυνση της αμοιβαίας αναγνώρισης καθώς και της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, ο νομοθέτης της Ένωσης μπορεί να θεσπίσει ελάχιστους κανόνες που αφορούν, μεταξύ άλλων, τα δικαιώματα των προσώπων στην ποινική διαδικασία. Επομένως, σκοπός της εν λόγω οδηγίας είναι, όπως εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις της 9 και 10, να ενισχυθεί το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, ώστε να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των κρατών μελών στα συστήματα απονομής ποινικής δικαιοσύνης των άλλων κρατών μελών και, κατά συνέπεια, να διευκολυνθεί η αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις (35). Όπως ρητώς επιβεβαιώνει η αιτιολογική σκέψη 33 της ίδιας οδηγίας, το δικαίωμα παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (36).

84.      Τα κράτη μέλη μπορούν, ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 2016/343, να προβλέπουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις τη διεξαγωγή ερήμην δίκης, εξυπακουομένου ότι, στις περιπτώσεις που διεξάγεται ερήμην δίκη μολονότι δεν τηρούνται οι όροι που προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, ο ενδιαφερόμενος έχει, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 4, και του άρθρου 9 της οδηγίας, τα οποία έχουν άμεσο αποτέλεσμα, δικαίωμα «σε νέα δίκη ή άλλο μέσο ένδικης προστασίας που επιτρέπει [την επί της ουσίας επανεξέταση] της υπόθεσης [...] και που ενδέχεται να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης» (37).

85.      Σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/343, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να προβλέπουν ότι μια δίκη που ενδέχεται να καταλήξει σε απόφαση για την ενοχή ή την αθωότητα του υπόπτου ή κατηγορουμένου μπορεί να διεξαχθεί ερήμην του, υπό τον όρο είτε ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει ενημερωθεί εγκαίρως σχετικά με τη δίκη και τις συνέπειες της μη παράστασης [στοιχείο αʹ της ως άνω διάταξης] είτε ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος, αφού ενημερώθηκε για τη δίκη, εκπροσωπείται από εξουσιοδοτημένο δικηγόρο ο οποίος είτε ορίστηκε από τον ύποπτο ή κατηγορούμενο είτε διορίστηκε από το κράτος [στοιχείο βʹ της ως άνω διάταξης].

86.      Όπως, εξάλλου, σαφώς προκύπτει από το άρθρο 8, παράγραφος 4, και το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας, το δικαίωμα σε νέα δίκη επιφυλάσσεται στα πρόσωπα των οποίων η δίκη διεξάγεται ερήμην, ενώ συγχρόνως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/343 (38). Κατ’ άλλη διατύπωση, ο ερήμην καταδικασθείς μπορεί να στερηθεί του δικαιώματος σε νέα δίκη μόνον εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/343 (39). Κατά συνέπεια, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου 8, παράγραφος 2, η δίκη που διεξάγεται ερήμην μπορεί να οδηγήσει στην έκδοση αποφάσεως η οποία, σύμφωνα με όσα προβλέπει η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου (40), μπορεί να εκτελεστεί, χωρίς να επιβάλλεται στο οικείο κράτος μέλος να προβλέψει το δικαίωμα σε νέα δίκη (41).

87.      Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι τα στοιχεία αʹ και βʹ του άρθρου 8, παράγραφος 2, εφαρμόζονται εναλλακτικά και ότι έκαστο εξ αυτών ορίζει δύο σωρευτικές προϋποθέσεις, εκ των οποίων η πρώτη επιβάλλει να έχει ενημερωθεί ο ενδιαφερόμενος σχετικά με τη δίκη του (42). Συναφώς, το Δικαστήριο στηρίχθηκε στην αιτιολογική σκέψη 36 της εν λόγω οδηγίας, στην οποία διευκρινίζεται ότι η ενημέρωση του υπόπτου ή του κατηγορουμένου σχετικά με τη δίκη θα πρέπει να σημαίνει ότι το εν λόγω πρόσωπο κλητεύθηκε αυτοπροσώπως ή ότι με άλλα μέσα του παρασχέθηκαν επισήμως πληροφορίες για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης κατά τρόπο ώστε να είναι σε θέση να γνωρίζει για τη δίκη (43). Κατά συνέπεια το Δικαστήριο έκρινε ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο καλείται να εξετάσει κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, της προμνησθείσας οδηγίας, να εξακριβώσει εάν έχει εκδοθεί επίσημο έγγραφο υπόψιν του ενδιαφερομένου που να μνημονεύει κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης και, σε περίπτωση μη εκπροσωπήσεως από εξουσιοδοτημένο δικηγόρο, τις συνέπειες της ενδεχόμενης μη παράστασης (44).

88.      Η δεύτερη προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/343 προκειμένου να είναι δυνατό να στερηθεί ερήμην καταδικασθείς του δικαιώματος σε νέα δίκη πληρούται είτε εάν, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 4 της οδηγίας, το εν λόγω πρόσωπο έχει ενημερωθεί εγκαίρως σχετικά με τις συνέπειες της μη παράστασής του στη δίκη είτε εάν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4 της οδηγίας, το εν λόγω πρόσωπο εκπροσωπήθηκε στη δίκη του από πληρεξούσιο δικηγόρο ο οποίος διορίστηκε είτε από τον ίδιο είτε από το κράτος (45).

89.      Επομένως, ενώ η δεύτερη προϋπόθεση διαφοροποιείται αναλόγως του εάν η επίμαχη περίπτωση εμπίπτει στο στοιχείο αʹ ή στο στοιχείο βʹ του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/343, η πρώτη προϋπόθεση που αφορά την ενημέρωση του ενδιαφερομένου σχετικά με τη διεξαγωγή της δίκης του είναι κοινή και για τις δύο αυτές διατάξεις (46).

90.      Φρονώ ότι είναι σκόπιμο να γίνει δεκτό ότι τα σημεία i και ii του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 έχουν διαμορφωθεί με βάση την ίδια αρχιτεκτονική.

91.      Πράγματι, πρέπει να γίνει δεκτό, κατ’ αναλογίαν προς όσα έχει κρίνει το Δικαστήριο σε σχέση με το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, ότι, σε όλες τις περιπτώσεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημεία i έως iii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, η αναγνώριση της καταδικαστικής αποφάσεως και η εκτέλεση της ποινής δεν θίγουν τα δικαιώματα άμυνας του ενδιαφερομένου ούτε το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 47 και στο άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (47).

92.      Υπό την έννοια αυτή, στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 προβλέπονται, υπό τα σημεία i έως iii, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο ενδιαφερόμενος πρέπει να θεωρείται ότι παραιτήθηκε οικειοθελώς και κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση του δικαιώματός του να παρίσταται στη δίκη του, με αποτέλεσμα η αναγνώριση της καταδικαστικής αποφάσεως και η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε στον ερήμην καταδικασθέντα να μην μπορούν να εξαρτώνται από την προϋπόθεση ότι το πρόσωπο αυτό μπορεί να επιτύχει τη διεξαγωγή νέας δίκης παρουσία του εντός του κράτους μέλους εκδόσεως της καταδικαστικής αποφάσεως (48).

93.      Στον βαθμό που το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/343 ορίζει επίσης τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να θεωρηθεί ότι ο καταδικασθείς παραιτήθηκε οικειοθελώς και κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση από το δικαίωμα αυτοπρόσωπης παράστασης στη δίκη του και, ως εκ τούτου, είναι δυνατό να στερηθεί του δικαιώματος σε νέα δίκη (49), εκτιμώ ότι πρέπει να υπάρχει συνοχή κατά την ερμηνεία, αφενός, της ως άνω διατάξεως και, αφετέρου, του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 και του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909.

94.      Η συνοχή αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ο οποίος συνίσταται στην ενίσχυση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, προς διευκόλυνση της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις, και αποτελούν μέρος του ίδιου συνολικού συστήματος εγγυήσεων (50). Επομένως, οι εν λόγω διατάξεις εντάσσονται σε ένα γενικότερο σύνολο κανόνων δικαίου, το οποίο παρέχει με συνεκτικό τρόπο εγγυήσεις στα πρόσωπα κατά των οποίων έχει κινηθεί ποινική διαδικασία.

95.      Είναι βεβαίως αληθές ότι, όπως και η απόφαση-πλαίσιο 2002/584, η απόφαση-πλαίσιο 2008/909 θεσπίζει σύστημα αμοιβαίας αναγνωρίσεως στηριζόμενο στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 14 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/299, δεν αποσκοπεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στην εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών (51).

96.      Είναι επίσης αληθές ότι, όταν το Δικαστήριο κλήθηκε να διευκρινίσει τη σχέση μεταξύ της οδηγίας 2016/343 και της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, εκκίνησε από τη διαπίστωση ότι η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο περιλαμβάνει ειδική διάταξη, ήτοι το άρθρο 4α, το οποίο αφορά, ακριβώς, την περίπτωση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος προς τον σκοπό εκτελέσεως ποινής ή μέτρου ασφαλείας, στερητικών της ελευθερίας, σε βάρος ενδιαφερομένου ο οποίος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως με την οποία καταγνώσθηκε η ποινή αυτή ή επιβλήθηκε το μέτρο αυτό (52). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι τυχόν αντίθεση του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος προς τις διατάξεις της οδηγίας 2016/343 δεν μπορεί να συνιστά λόγο δυνάμενο να έχει ως συνέπεια την άρνηση εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως (53). Πράγματι, κατά το Δικαστήριο, η επίκληση των διατάξεων οδηγίας προκειμένου να εμποδισθεί η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως θα καθιστούσε δυνατή την καταστρατήγηση του συστήματος που θεσπίστηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584, η οποία προβλέπει εξαντλητικώς τους λόγους μη εκτελέσεως (54). Συναφώς, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η οδηγία 2016/343 δεν περιέχει διατάξεις δυνάμενες να τύχουν εφαρμογής στην έκδοση και την εκτέλεση των ευρωπαϊκών ενταλμάτων συλλήψεως (55). Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 4α της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος εμπόδισε την αυτοπρόσωπη κλήτευσή του και δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη λόγω της διαφυγής του στο κράτος μέλος εκτελέσεως, η δικαστική αρχή εκτελέσεως δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος προς τον σκοπό της εκτελέσεως ποινής ή μέτρου ασφαλείας στερητικών της ελευθερίας, για τον λόγο και μόνον ότι στο πρόσωπο αυτό δεν παρέχεται η διασφάλιση ότι, σε περίπτωση παραδόσεώς του στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος, θα γίνει σεβαστό το δικαίωμα σε νέα δίκη, όπως ορίζεται στα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 2016/343 (56).

97.      Φρονώ ότι η θέση αυτή του Δικαστηρίου αντικατοπτρίζει τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης, η οποία εκφράζεται στην αιτιολογική σκέψη 3 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/299, να μην εξαρτάται πλέον η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως από την εκ μέρους της αρχής εκδόσεως παροχή εγγυήσεων, των οποίων ο επαρκής χαρακτήρας έπρεπε να εκτιμηθεί από την αρχή εκτελέσεως, ώστε να εξασφαλισθεί στον καθ’ ου το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ότι θα έχει τη δυνατότητα να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος. Αποβλέποντας στη θεραπεία των δυσχερειών της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των εκδοθεισών ερήμην του ενδιαφερομένου αποφάσεων οι οποίες ήταν απόρροια της υπάρξεως διαφορών εντός των κρατών μελών στο θέμα της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων (57), ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε να προβλέψει σαφείς και κοινές βάσεις για τη μη αναγνώριση των αποφάσεων, που εκδίδονται σε δίκες κατά τις οποίες το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως (58).

98.      Υπό το πρίσμα αυτό, η θέση του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία δεν χωρεί αναγνώριση λόγου μη εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως σε συνάρτηση με ενδεχόμενη μη συμμόρφωση του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους εκδόσεως προς τις διατάξεις της οδηγίας 2016/343 (59) δεν αποκλείει, κατά τη γνώμη μου, την ερμηνεία του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 και του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 κατά τρόπο συνεκτικό προς το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/343.

99.      Πράγματι, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο παραλληλισμός μεταξύ των ως άνω διατάξεων οδήγησε το Δικαστήριο να τονίσει τη λειτουργική σύνδεση μεταξύ των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας και της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 (60). Η διαπίστωση αυτή ισχύει, κατά τη γνώμη μου, και για τις διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909.

100. Η λειτουργική αυτή σύνδεση, η οποία διασφαλίζει τη συνοχή και τη σαφήνεια του συστήματος δικονομικών εγγυήσεων του οποίου απολαύουν τα πρόσωπα που έχουν καταδικασθεί ερήμην, με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 και προκειμένου να διαπιστωθεί εάν μια κατάσταση εμπίπτει σε μια από τις περιπτώσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημεία i ή ii, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου και αν, κατά συνέπεια, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως δεν μπορεί να αρνηθεί την αναγνώριση καταδικαστικής αποφάσεως και την εκτέλεση ποινής, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι προϋποθέσεις που προβλέπονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2016/343, όπως έχουν προσδιορισθεί και διευκρινισθεί από το Δικαστήριο.

101. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνευτική εκδοχή θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να υποχρεωθεί η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως να αναγνωρίσει μια καταδικαστική απόφαση και να εκτελέσει μια ποινή, παρότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ ή βʹ, της οδηγίας 2016/343 και, συνεπώς, το πρόσωπο που έχει καταδικασθεί ερήμην δεν μπορεί να στερηθεί εγκύρως του δικαιώματός του σε νέα δίκη. Ειδικότερα, το να γίνει δεκτό ότι η εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 εξαρτάται από προϋποθέσεις ελαστικότερες από εκείνες που προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2016/343, όπως η απλή γνώση ότι πρόκειται να διεξαχθεί δίκη χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, θα μπορούσε να υποχρεώσει την εν λόγω αρχή να αναγνωρίσει απόφαση η οποία, ωστόσο, είναι δυνατόν να προσβληθεί στο πλαίσιο νέας δίκης, εφόσον αυτή διεξαχθεί.

102. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με όσα προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2016/343, απόφαση κατά του ενδιαφερομένου μπορεί να εκτελεστεί όταν έχει ληφθεί σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας. Επομένως, φρονώ ότι είναι λογικό να γίνει δεκτό ότι, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων αʹ ή βʹ της εν λόγω διατάξεως και, συνεπώς, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δύναται να στερηθεί του δικαιώματός του σε νέα δίκη και η απόφαση μπορεί να εκτελεστεί, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως δεν δύναται να εμποδίσει την εκτέλεση αυτή επικαλούμενη τον λόγο μη αναγνώρισης και μη εκτέλεσης που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909.

103. Τα στοιχεία αυτά ενισχύουν την άποψή μου ότι, όπως και στις περιπτώσεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2016/343 (61), πρέπει να θεωρηθεί ότι τα σημεία i και ii του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 εφαρμόζονται εναλλακτικά και ότι, έκαστο εξ αυτών ορίζει δύο σωρευτικές προϋποθέσεις, εκ των οποίων η πρώτη απαιτεί ο ενδιαφερόμενος να τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, όπερ σημαίνει ότι πρέπει να έχει ενημερωθεί για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης.

104. Η δεύτερη προϋπόθεση που απαιτείται από το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημεία i και ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 προκειμένου η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως να μην μπορεί να ασκήσει τη δυνατότητά της να αρνηθεί την αναγνώριση της καταδικαστικής αποφάσεως και την εκτέλεση της ποινής είναι είτε ότι ο καταδικασθείς έχει ενημερωθεί ότι είναι δυνατή η έκδοση αποφάσεως σε περίπτωση που δεν εμφανιστεί στη δίκη είτε ότι ο ίδιος έχει παράσχει εντολή σε δικηγόρο, διορισθέντα από τον ίδιο ή από το κράτος, να τον εκπροσωπήσει στη δίκη, ο οποίος τον εκπροσώπησε πράγματι κατά τη δίκη.

105. Η τελευταία αυτή προϋπόθεση, σε συνδυασμό με την προϋπόθεση περί ενημερώσεως του ενδιαφερομένου σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης, καταδεικνύει ότι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αιτιολογική σκέψη 10 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/299, το πρόσωπο αυτό επέλεξε συνειδητά να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο αντί να παραστεί αυτοπροσώπως στη δίκη.

106. Από την άλλη πλευρά, αντιθέτως προς ό,τι θα μπορούσε να συναχθεί από το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, φρονώ ότι η εν λόγω διάταξη δεν απαιτεί η ενημέρωση του ενδιαφερομένου σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης να προηγείται απαραιτήτως χρονικά της εντολής που χορηγείται στον δικηγόρο του για την υπεράσπισή του στη συγκεκριμένη δίκη. Τουναντίον, η εν λόγω διάταξη θα πρέπει να ερμηνευθεί ως θέτουσα δύο σωρευτικές προϋποθέσεις, οι οποίες, ωστόσο, δεν απαιτείται να πληρούνται με συγκεκριμένη χρονολογική σειρά. Τυχόν διαφορετική ερμηνεία θα οδηγούσε στην επιβολή υπέρμετρων τυπικών απαιτήσεων, όπως η ανάγκη επιβεβαίωσης ή ανανέωσης της εντολής για την κατ’ έφεση δίκη, ενώ η εντολή αυτή είχε αρχικά ανατεθεί για το σύνολο της διαδικασίας. Αν η ενημέρωση του ενδιαφερομένου σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης αποσκοπεί, όπως πιστεύω, στο να του παράσχει τη δυνατότητα να παραστεί στη δίκη του, είναι αδιάφορο αν η ενημέρωση αυτή παρέχεται πριν από τη χορήγηση εντολής σε δικηγόρο ή μετά τη χορήγηση της εν λόγω εντολής. Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι το Δικαστήριο, όταν διευκρίνισε τις προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2016/343, δεν ανέδειξε την ανάγκη τηρήσεως χρονολογικής σειράς μεταξύ της ενημερώσεως του ενδιαφερομένου σχετικά με τη διεξαγωγή της δίκης και της ανάθεσης εντολής σε δικηγόρο. Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι, όταν ο ενδιαφερόμενος παρέχει εντολή σε δικηγόρο να ασκήσει έφεση και να τον εκπροσωπήσει στην κατ’ έφεση δίκη, η εντολή αυτή προηγείται κατά λογική αναγκαιότητα της ενημερώσεως σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο της κατ’ έφεση δίκης, στοιχεία τα οποία, εκ των πραγμάτων, δεν είναι ακόμη γνωστά στο συγκεκριμένο στάδιο.

107. Επιπροσθέτως, αν ήταν επιβεβλημένη η τήρηση μιας τέτοιας χρονολογικής σειράς στο πλαίσιο της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, τούτο θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικό περιορισμό των περιπτώσεων εφαρμογής της εν λόγω εξαιρέσεως, όπερ θα αντέβαινε προς τον κανόνα κατά τον οποίο οι λόγοι μη αναγνωρίσεως και μη εκτελέσεως πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι κάθε εξαίρεση από την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς (62). Επομένως, όσον αφορά το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα της αρχής της αναγνωρίσεως καταδικαστικής αποφάσεως και εκτελέσεως της ποινής. Ως εκ τούτου, το πεδίο εφαρμογής του λόγου αρνήσεως της αναγνωρίσεως καταδικαστικής αποφάσεως και της εκτελέσεως της ποινής, που αντλείται από την έλλειψη διττού αξιοποίνου, όπως προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, ούτως ώστε να είναι περιορισμένες οι περιπτώσεις της μη αναγνωρίσεως και μη εκτελέσεως (63). Όπως έχει διευκρινίσει το Δικαστήριο, η συσταλτική ερμηνεία της προμνησθείσας διατάξεως συμβάλλει στην εκπλήρωση του σκοπού της διευκολύνσεως της κοινωνικής επανεντάξεως του καταδίκου, σκοπός ο οποίος επιδιώκεται με την απόφαση-πλαίσιο 2008/909, όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 1, αυτής (64). Κατά τη γνώμη μου, τα ανωτέρω νομολογιακά συμπεράσματα πρέπει να τύχουν εφαρμογής και στο πλαίσιο της εφαρμογής του λόγου μη αναγνώρισης και μη εκτελέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909.

108. Από το σύνολο των ανωτέρω στοιχείων συνάγεται ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 έχει την έννοια ότι για την εφαρμογή της προβλεπόμενης στην εν λόγω διάταξη εξαιρέσεως απαιτείται να πληρούνται σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις, ήτοι, αφενός, ο ενδιαφερόμενος να έχει ενημερωθεί για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης και, αφετέρου, να έχει αναθέσει την εντολή σε δικηγόρο, διορισθέντα είτε από τον ίδιο είτε από το κράτος, προκειμένου να τον εκπροσωπήσει στη δίκη, ο δικηγόρος δε αυτός να τον εκπροσώπησε πράγματι στη δίκη. Η ως άνω ενημέρωση δεν είναι απαραίτητο να έχει προηγηθεί χρονικά της αναθέσεως της εντολής προς τον δικηγόρο.

109. Ακολούθως, πρέπει να διευκρινισθεί ο τρόπος με τον οποίο η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως οφείλει να ελέγχει κατά πόσο πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις.

3.      Ο έλεγχος των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της οδηγίας 2008/909

α)      Ως προς την πρώτη προϋπόθεση: οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ενδιαφερόμενος θεωρείται ότι έχει λάβει επαρκή ενημέρωση

110. Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν πληρούται η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, κρίνεται εκ νέου σκόπιμο να ληφθεί υπόψη η συναφής με την οδηγία 2016/343 νομολογία. Πράγματι, στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει προσδιορίσει περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ενδιαφερόμενος πρέπει να θεωρείται ότι έχει ενημερωθεί για τη διεξαγωγή της δίκης του.

111. Ειδικότερα, το Δικαστήριο, προκειμένου να διαπιστωθεί αν πληρούται η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2016/343, έχει επισημάνει ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 38 της εν λόγω οδηγίας, θα πρέπει να αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχή τόσο στη δέουσα προσπάθεια που κατέβαλαν οι δημόσιες αρχές για να ενημερώσουν τον ερήμην καταδικασθέντα σχετικά με τη διεξαγωγή της δίκης του όσο και στη δέουσα προσπάθεια που κατέβαλε ο ερήμην καταδικασθείς προκειμένου να λάβει τις σχετικές με τη δίκη πληροφορίες. Συνεπώς, κατά το Δικαστήριο, για τους σκοπούς της εκτίμησης της προμνησθείσας προϋπόθεσης ιδιαίτερη σημασία έχουν τυχόν ακριβείς και αντικειμενικές ενδείξεις περί του ότι το εν λόγω πρόσωπο, μολονότι έχει ενημερωθεί επισήμως ότι κατηγορείται για την τέλεση ποινικού αδικήματος, ούτως ώστε να γνωρίζει ότι επρόκειτο να διεξαχθεί δίκη εις βάρος του, ενεργεί εσκεμμένως κατά τρόπο που κατατείνει στο να μην καταστεί δυνατόν να λάβει επισήμως τις σχετικές με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης πληροφορίες. Η ύπαρξη τέτοιων ακριβών και αντικειμενικών ενδείξεων μπορεί, για παράδειγμα, να διαπιστωθεί όταν το εν λόγω πρόσωπο έχει δηλώσει εσκεμμένως εσφαλμένη διεύθυνση στις αρμόδιες αρχές ή δεν εντοπίζεται πλέον στη διεύθυνση την οποία τους είχε δηλώσει (65). Επομένως, το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο παρεμπόδισε εσκεμμένως το κράτος να το ενημερώσει συνιστά κρίσιμη περίσταση για τον προσδιορισμό του επαρκούς χαρακτήρα των πληροφοριών που του διαβιβάστηκαν.

112. Βάσει των ανωτέρω, επισημαίνεται ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση δεν φαίνεται να παρέβησαν το καθήκον επιμέλειας που υπέχουν για την ενημέρωση του SO σχετικά με τη διεξαγωγή της κατ’ έφεση δίκης. Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι οι εν λόγω αρχές είχαν εγκαίρως αποστείλει επίσημο έγγραφο στο οποίο αναγραφόταν η ημερομηνία και ο τόπος διεξαγωγής της δίκης στη διεύθυνση που ο SO είχε γνωστοποιήσει στις εν λόγω αρχές, ήτοι στη διεύθυνση του δικηγορικού γραφείου του δικηγόρου του, και ότι το έγγραφο αυτό είχε πράγματι επιδοθεί στη συγκεκριμένη διεύθυνση. Δηλώνοντας την εν λόγω διεύθυνση, ο SO εξέφρασε τη βούλησή του να θεωρούνται οι επιδόσεις που αποστέλλονταν στο δικηγορικό γραφείο του δικηγόρου του ως πραγματοποιθείσες προς τον ίδιο προσωπικά.

113. Αντιθέτως, παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας μπορεί να προσαφθεί στον SO. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, ο SO, παρότι άσκησε έφεση, δεν διατήρησε εντούτοις επαρκή επαφή ούτε με τις πολωνικές δικαστικές αρχές ούτε με τον δικηγόρο του, του οποίου το δικηγορικό γραφείο είχε δηλώσει ως διεύθυνση στην οποία έπρεπε να γίνονται όλες οι επιδόσεις. Δεδομένου ότι δεν διατήρησε τέτοια επαφή, η οποία θα του παρείχε τη δυνατότητα να λάβει γνώση της ημερομηνίας και του τόπου διεξαγωγής της δίκης του, ο SO δεν δύναται να προβάλλει ενώπιον της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους εκτελέσεως το γεγονός ότι δεν είχε στη διάθεσή του τις σχετικές πληροφορίες. Το γεγονός δε ότι ο δικηγόρος δεν ενημέρωσε ο ίδιος τον SO για την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της κατ’ έφεση δίκης δεν θεωρώ ότι ασκεί επιρροή στο πλαίσιο αυτό.

114. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι η έγκαιρη αποστολή, από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταδίκης, επίσημου εγγράφου όπου αναγράφονται η ημερομηνία και ο τόπος διεξαγωγής της δίκης, στη διεύθυνση που ο καταδικασθείς είχε γνωστοποιήσει στις εν λόγω αρχές ως τη διεύθυνση στην οποία πρέπει να γίνονται όλες οι επιδόσεις, δηλαδή στη διεύθυνση του δικηγορικού γραφείου του δικηγόρου του, καθώς και η προσκομισθείσα απόδειξη περί του ότι το έγγραφο αυτό επιδόθηκε πράγματι στη συγκεκριμένη διεύθυνση επέχουν θέση ενημερώσεως του εν λόγω προσώπου όσον αφορά την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης.

115. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο καταδικασθείς είχε ενημερωθεί σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης του (66).

116. Δεδομένου ότι, κατά τη γνώμη μου, η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 πληρούται, πρέπει να εξετασθεί αν το ίδιο ισχύει και για τη δεύτερη προϋπόθεση.

β)      Ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση: η εντολή σε δικηγόρο ο οποίος εκπροσώπησε τον ενδιαφερόμενο κατά τη δίκη

117. Όσον αφορά την εκπροσώπηση από πληρεξούσιο δικηγόρο, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η ύπαρξη «εντολής», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2016/343, επιτάσσει ο ενδιαφερόμενος να έχει αναθέσει ο ίδιος σε δικηγόρο, ενδεχομένως στον δικηγόρο που του έχει διορισθεί αυτεπαγγέλτως, την αποστολή να τον εκπροσωπήσει στην ερήμην δίκη του (67). Συνεπώς, το γεγονός και μόνον ότι ερήμην καταδικασθείς εκπροσωπήθηκε από αυτεπαγγέλτως διορισθέντα δικηγόρο κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας που διεξήχθη ερήμην του δεν αρκεί για να πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση της εν λόγω διάταξης (68).

118. Κατά το Δικαστήριο, η εκπροσώπηση από δικηγόρο μπορεί να εκληφθεί ως απόδειξη του ότι ο ερημοδικασθείς παραιτήθηκε οικειοθελώς και κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση από το δικαίωμά του παράστασης στη δίκη του μόνον στην περίπτωση που ανέθεσε συνειδητά στον συγκεκριμένο δικηγόρο τη μέριμνα να τον υπερασπιστεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, γεγονός που προϋποθέτει ότι τον διόρισε ειδικά για να τον εκπροσωπήσει, ενόσω ο ίδιος θα είναι απών, στη δίκη του (69).

119. Βάσει των στοιχείων αυτών, τα οποία πρέπει κατά τη γνώμη μου να αποτελέσουν γνώμονα για την εξέταση της δεύτερης προϋποθέσεως του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, φρονώ ότι, λαμβανομένης υπόψη της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο και υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η συγκεκριμένη προϋπόθεση πληρούται εν προκειμένω.

120. Πράγματι, ο SO είχε χορηγήσει πληρεξουσιότητα στον δικηγόρο τον οποίο είχε ο ίδιος διορίσει προκειμένου να τον εκπροσωπήσει τόσο κατά την πρωτοβάθμια όσο και κατά την κατ’ έφεση δίκη. Το γεγονός ότι, κατά την κατ’ έφεση δίκη, ο SO εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο η οποία παρέστη αντικαθιστώντας τον πληρεξούσιο δικηγόρο δεν φαίνεται, κατά τη γνώμη μου, να εγείρει αμφιβολίες όσον αφορά το εάν ο SO εκπροσωπήθηκε ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου από πληρεξούσιο δικηγόρο, δεδομένου ότι η υπεράσπιση αυτή, της οποίας η αποτελεσματικότητα δεν αμφισβητείται, εντάσσεται στη συνέχεια της πληρεξουσιότητας που είχε χορηγηθεί στον εν λόγω δικηγόρο.

121. Το σύνολο των στοιχείων αυτών με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, φαίνεται να πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της εξαιρέσεως του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909. Ως εκ τούτου, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως δεν δύναται να αρνηθεί την αναγνώριση της καταδικαστικής αποφάσεως και την εκτέλεση της ποινής.

122. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν το αιτούν δικαστήριο κατέληγε στη διαπίστωση ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις δεν πληρούνται, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, βάσει του εθνικού του δικαίου, δεν θα μπορούσε να υποχρεωθεί να αρνηθεί την αναγνώριση της αποφάσεως και την εκτέλεση της ποινής. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να αποφασίσει εάν επιθυμεί ή όχι να εφαρμόσει τον λόγο μη αναγνωρίσεως της καταδικαστικής αποφάσεως και μη εκτελέσεως της ποινής που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909. Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα αφορά ακριβώς την προβληματική αυτή.

Γ.      Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

123. Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο να αποφανθεί εάν το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως υποχρεούται να αρνηθεί την αναγνώριση καταδικαστικής αποφάσεως και την εκτέλεση ποινής όταν καμία από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στην εν λόγω διάταξη δεν τυγχάνει εφαρμογής.

124. Για τους λόγους τους οποίους εξέθεσα στις σημερινές προτάσεις μου στην υπόθεση Khuzdar (C‑95/24), στις οποίες παραπέμπω, φρονώ ότι στο συγκεκριμένο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση.

Δ.      Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

125. Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί εάν το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 έχει την έννοια ότι ο καταδικασθείς δύναται να παραιτηθεί από την προστασία που απορρέει από την ως άνω διάταξη και να καταστήσει ως εκ τούτου δυνατή την εκτέλεση καταδικαστικής αποφάσεως εκδοθείσας ερήμην ακόμη και όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει η προμνησθείσα διάταξη. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί εάν το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε αίτηση ενώπιον της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους της καταδίκης για την εκτέλεση της ποινής στο κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος συνιστά τέτοιου είδους παραίτηση.

126. Διευκρινίζεται εκ προοιμίου ότι η απάντηση στο συγκεκριμένο προδικαστικό ερώτημα είναι χρήσιμη στο πλαίσιο της διαδικασίας της κύριας δίκης μόνο στον βαθμό που το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου.

127. Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, αποφάσεως-πλαισίου ορίζει στα σημεία i έως iii τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να θεωρείται ότι ο ενδιαφερόμενος παραιτήθηκε οικειοθελώς και κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση του δικαιώματός του να παρίσταται στη δίκη του, με αποτέλεσμα η αναγνώριση της καταδικαστικής αποφάσεως και η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε στον ερήμην καταδικασθέντα να μην μπορούν να εξαρτώνται από την προϋπόθεση ότι το πρόσωπο αυτό μπορεί να επιτύχει τη διεξαγωγή νέας δίκης παρουσία του εντός του κράτους μέλους της καταδίκης (70).

128. Ειδικότερα, από το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 προκύπτει ότι η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως δεν δύναται να αρνηθεί την αναγνώριση της καταδικαστικής αποφάσεως και την εκτέλεση της ποινής εφόσον ο καταδικασθείς σε πρώτο βαθμό, αφού του επιδόθηκε η απόφαση και ενημερώθηκε ρητώς για το δικαίωμά του σε νέα δίκη ή άλλο μέσο ένδικης προστασίας, διαδικασίες κατά τις οποίες δικαιούται να παρίσταται και οι οποίες καθιστούν δυνατή την επί της ουσίας επανεξέταση της υποθέσεως, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, και που ενδέχεται να οδηγήσουν σε ανατροπή της αρχικής αποφάσεως, έχει δηλώσει ρητώς ότι δεν αμφισβητεί την καταδικαστική απόφαση ή δεν έχει υποβάλει αίτηση για τη διεξαγωγή νέας δίκης ή δεν έχει ασκήσει άλλο μέσο ένδικης προστασίας εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.

129. Κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε αίτηση ενώπιον της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους της καταδίκης για την εκτέλεση της ποινής στο κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος δεν πληροί, αφ’ εαυτού, τις προϋποθέσεις που προβλέπει η συγκεκριμένη διάταξη.

130. Ομολογουμένως, εν προκειμένω, η στάση του SO μπορεί κατά τα φαινόμενα να είναι αντιφατική, στον βαθμό που, ζητώντας την εκτέλεση της ποινής του στη Γερμανία, φαίνεται να έχει αποδεχθεί την ποινή αυτή. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο SO δύναται να υποβάλει τέτοιο αίτημα επιφυλασσόμενος του δικαιώματός του να ζητήσει τη διεξαγωγή νέας δίκης.

131. Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, πρέπει να ληφθεί υπόψη, στο πλαίσιο αυτό, η σχετική με την πανομοιότυπη διάταξη της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 νομολογία. Ειδικότερα, από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι, στον βαθμό που το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου προβλέπει περίπτωση προαιρετικής μη εκτελέσεως, η δικαστική αρχή εκτελέσεως μπορεί, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αφού διαπιστώσει ότι οι περιστάσεις οι οποίες καλύπτονται από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στα στοιχεία αʹ έως γʹ της διατάξεως αυτής δεν αφορούν την επίμαχη περίπτωση, να λάβει υπόψη άλλες περιστάσεις που της παρέχουν τη δυνατότητα να βεβαιωθεί ότι η παράδοση του ενδιαφερομένου δεν συνεπάγεται προσβολή των δικαιωμάτων του άμυνας, και, ιδίως, τη συμπεριφορά την οποία έχει επιδείξει ο ενδιαφερόμενος (71).

132. Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας αυτής, η οποία, κατά τη γνώμη μου, μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν στο πλαίσιο της διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, εκτιμώ ότι η αίτηση του ενδιαφερομένου με την οποία ζητείται η εκτέλεση της ποινής του στο κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος συγκαταλέγεται στις περιστάσεις αυτές. Επομένως, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως δύναται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να διασφαλίσει την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ των σκοπών που συνίστανται, αφενός, στην καταπολέμηση της ατιμωρησίας και στη διευκόλυνση της κοινωνικής επανεντάξεως του καταδικασθέντος και, αφετέρου, στη διασφάλιση των δικαιωμάτων άμυνας του τελευταίου.

133. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της απόφασης-πλαισίου 2008/909 έχει την έννοια ότι ορίζει, στα σημεία i έως iii, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να θεωρείται ότι ο καταδικασθείς παραιτήθηκε οικειοθελώς και κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση από το δικαίωμά του να παρίσταται στη δίκη του. Το γεγονός ότι το εν λόγω πρόσωπο υπέβαλε αίτηση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταδίκης για την εκτέλεση της ποινής στο κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος δεν πληροί, αφ’ εαυτού, τις προϋποθέσεις του σημείου iii της ως άνω διατάξεως. Εντούτοις, μια τέτοια αίτηση συγκαταλέγεται μεταξύ των περιστάσεων τις οποίες η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως δύναται να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, προκειμένου να αποφασίσει εάν επιθυμεί ή όχι να επικαλεσθεί τον λόγο μη αναγνωρίσεως και μη εκτελέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου.

V.      Πρόταση

134. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Kammergericht Berlin (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Βερολίνου, Γερμανία) ως εξής:

1)      Το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο i, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για τον σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009,

έχει την έννοια ότι:

κλήση στο ακροατήριο που έχει επιδοθεί σε αντίκλητο τον οποίο έχει διορίσει ο καταδικασθείς για την παραλαβή επιδόσεων δεν συνιστά αφ’ εαυτής επαρκή βάση για την εφαρμογή, από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως, της εξαιρέσεως που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, στον βαθμό που η περίπτωση αυτή εμπίπτει στο σημείο ii του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου.

2)      Το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299,

έχει την έννοια ότι:

για την εφαρμογή της προβλεπόμενης στην εν λόγω διάταξη εξαιρέσεως απαιτείται να πληρούνται σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις, ήτοι, αφενός, ο ενδιαφερόμενος να έχει ενημερωθεί για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης και, αφετέρου, να έχει χορηγήσει εντολή σε δικηγόρο, διορισθέντα είτε από τον ίδιο είτε από το κράτος, προκειμένου να τον εκπροσωπήσει στη δίκη, ο δικηγόρος δε αυτός να τον εκπροσώπησε πράγματι στη δίκη. Η ως άνω ενημέρωση δεν είναι απαραίτητο να έχει προηγηθεί χρονικά της χορηγήσεως εντολής προς τον δικηγόρο.

Η έγκαιρη αποστολή, από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταδίκης, επίσημου εγγράφου όπου αναγράφονται η ημερομηνία και ο τόπος διεξαγωγής της δίκης στη διεύθυνση που ο καταδικασθείς είχε γνωστοποιήσει στις εν λόγω αρχές ως τη διεύθυνση στην οποία πρέπει να γίνονται όλες οι επιδόσεις, και συγκεκριμένα στη διεύθυνση του δικηγορικού γραφείου του δικηγόρου του, καθώς και η προσκόμιση αποδείξεως ότι το έγγραφο αυτό πράγματι παραδόθηκε στη διεύθυνση αυτή συνιστούν επαρκή ενημέρωση του εν λόγω προσώπου όσον αφορά την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης. Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι το εν λόγω πρόσωπο τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης ημερομηνίας και του τόπου διεξαγωγής της δίκης του, οπότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι πληρούται η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.

3)      Το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299,

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως υποχρεούται να αρνηθεί την αναγνώριση καταδικαστικής αποφάσεως και την εκτέλεση ποινής όταν καμία από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στην εν λόγω διάταξη δεν τυγχάνει εφαρμογής.

Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εθνικού του δικαίου και εφαρμόζοντας τις αναγνωρισμένες από το δίκαιο αυτό μεθόδους ερμηνείας, να ερμηνεύσει, στο μέτρο του δυνατού, την εθνική του νομοθεσία υπό το πρίσμα του γράμματος και του σκοπού της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, όπως έχει τροποποιηθεί.

4)      Το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299,

έχει την έννοια ότι:

ορίζει, στα σημεία i έως iii, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να θεωρείται ότι ο καταδικασθείς παραιτήθηκε οικειοθελώς και κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση από το δικαίωμά του να παρίσταται στη δίκη του. Το γεγονός ότι το εν λόγω πρόσωπο υπέβαλε αίτηση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταδίκης για την εκτέλεση της ποινής στο κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος δεν πληροί, αφ’ εαυτού, τις προϋποθέσεις του σημείου iii της ως άνω διατάξεως. Εντούτοις, μια τέτοια αίτηση συγκαταλέγεται μεταξύ των περιστάσεων τις οποίες η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως δύναται να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, προκειμένου να αποφασίσει εάν επιθυμεί ή όχι να επικαλεσθεί τον λόγο μη αναγνωρίσεως και μη εκτελέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


i      Η ονομασία που έχει δοθεί στην παρούσα υπόθεση είναι πλασματική. Δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου.


2      Βλ. αιτιολογική σκέψη 33 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (ΕΕ 2016, L 65, σ. 1). Βλ., επίσης, απόφαση της 20ής Μαΐου 2025, Kachev (C‑135/25 PPU, στο εξής: απόφαση Kachev, EU:C:2025:366, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


3      Βλ. αιτιολογική σκέψη 35 της οδηγίας 2016/343. Bλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 1 της απόφασης-πλαισίου 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για την τροποποίηση των αποφάσεων-πλαισίων 2002/584/ΔΕΥ, 2005/214/ΔΕΥ, 2006/783/ΔΕΥ, 2008/909/ΔΕΥ και 2008/947/ΔΕΥ και την κατοχύρωση, διά του τρόπου αυτού, των δικονομικών δικαιωμάτων των προσώπων και την προώθηση της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης αποφάσεων που εκδίδονται ερήμην του ενδιαφερόμενου προσώπου στη δίκη (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24).


4      ΕΕ 2008, L 327, σ. 27.


5      Στο εξής: απόφαση-πλαίσιο 2008/909.


6      Στην υπόθεση εκείνη, ο ενδιαφερόμενος είχε διαφύγει χωρίς να γνωστοποιήσει διεύθυνση κατοικίας για τις κλητεύσεις, οπότε το σλοβακικό δικαστήριο δεν μπόρεσε να τον εντοπίσει ούτε να του επιδώσει την κλήτευση προκειμένου να παραστεί στην ενώπιόν του δίκη.


7      BGBl. 1982 I, σ. 2071.


8      Στο εξής: απόφαση της 5ης Αυγούστου 2019.


9      Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299 (στο εξής: απόφαση-πλαίσιο 2002/584).


10      Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει, συναφώς, στις αποφάσεις της 10ης Αυγούστου 2017, Tupikas (C‑270/17 PPU, EU:C:2017:628), και της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Ερήμην καταδίκη) (C‑397/22, EU:C:2023:1030).


11      C‑108/16 PPU, EU:C:2016:346.


12      C‑397/22, EU:C:2023:1030.


13      Υπόθεση C‑396/22, EU:C:2023:1029.


14      Βλ. αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2023, Staatsanwaltschaft Aachen (C‑819/21, EU:C:2023:841, σκέψη 19), και της 4ης Σεπτεμβρίου 2025, C.J. (Εκτέλεση ποινής κατόπιν ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης) (C‑305/22, EU:C:2025:665, σκέψη 45).


15      Βλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2023, Staatsanwaltschaft Aachen (C‑819/21, EU:C:2023:841, σκέψη 20).


16      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Καταδίκη ερήμην) (C‑398/22, EU:C:2023:1031, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


17      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Καταδίκη ερήμην) (C‑398/22, EU:C:2023:1031, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


18      Βλ. απόφαση της 24ης Μαΐου 2016, Dworzecki (C‑108/16 PPU, EU:C:2016:346, σκέψη 32).


19      Υπόθεση C‑108/16 PPU, EU:C:2016:346.


20      Βλ. απόφαση της 24ης Μαΐου 2016, Dworzecki (C‑108/16 PPU, EU:C:2016:346, σκέψη 54).


21      Η απόδοση του άρθρου 4α, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 στην ιταλική γλώσσα είναι πανομοιότυπη.


22      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Μαρτίου 2010, Helmut Müller (C‑451/08, EU:C:2010:168, σκέψη 38), και της 3ης Ιουλίου 2025, Smiliev (C‑263/24, EU:C:2025:525, σκέψη 67).


23      Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποδόσεις στη γερμανική και την ουγγρική γλώσσα.


24      Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποδόσεις στην τσεχική και την πολωνική γλώσσα. Βλ., επίσης, την απόδοση στη σουηδική γλώσσα, η οποία κάνει λόγο για «γνώση της προγραμματισμένης επ’ ακροατηρίου συζητήσεως».


25      Στη βουλγαρική γλώσσα: «protses»· στην ισπανική γλώσσα: «juicio»· στην κροατική γλώσσα: «suđenje»· στη δανική γλώσσα: «retssag»· στην ελληνική γλώσσα: «δίκης»· στη γαλλική γλώσσα: «procès»· στη λιθουανική γλώσσα: «teisminis nagrinėjimas»· στην ολλανδική γλώσσα: «proces»· στη ρουμανική γλώσσα: «procesul» και στη σλοβενική γλώσσα: «sojenje».


26      Αντιθέτως, οι αποδόσεις των διατάξεων αυτών στη σλοβακική και τη φινλανδική γλώσσα αναφέρονται επίσης σε «δίκη» («konania» και «oikeudenkäynnistä», αντιστοίχως), αλλά ο όρος αυτός ερμηνεύεται υπό την έννοια της «διαδικασίας» και όχι της «επ’ ακροατηρίου συζητήσεως».


27      Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη Δημοκρατία της Κροατίας, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου και τη Δημοκρατία της Πολωνίας.


28      Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το Βασίλειο του Βελγίου (λαμβανομένης υπόψη της μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των επίμαχων διατάξεων τόσο στη γαλλική όσο και στην ολλανδική γλώσσα), τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας, την Τσεχική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Δανίας, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, την Ιρλανδία, την Ελληνική Δημοκρατία, την Κυπριακή Δημοκρατία, τη Δημοκρατία της Λιθουανίας, την Ουγγαρία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, τη Δημοκρατία της Αυστρίας, τη Σλοβακική Δημοκρατία, τη Δημοκρατία της Φινλανδίας (λαμβανομένης υπόψη της μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των επίμαχων διατάξεων τόσο στη φινλανδική όσο και στη σουηδική γλώσσα) και το Βασίλειο της Σουηδίας. Η εν λόγω κατηγορία περιλαμβάνει επίσης την Ιταλική Δημοκρατία, αλλά μόνον όσον αφορά τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο του άρθρου 4α, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.


29      Το ίδιο ισχύει και για τη νομοθεσία της Κύπρου, η οποία χρησιμοποιεί την ελληνική φράση «της προγραμματισμένης δίκης», η οποία αντιστοιχεί στον αγγλικό όρο «the scheduled trial». Στη Βουλγαρία, η χρήση του όρου «nasrochen» (προγραμματισμένη, οργανωμένη, ορισθείσα) αναφορικά με την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προέρχεται από το ρήμα «nasrochvam», που σημαίνει «καθορίζω τον χρόνο κατά τον οποίο θα λάβει χώρα μια ενέργεια», γεγονός που υποδηλώνει ότι η έννοια της «προγραμματισμένης επ’ ακροατηρίου συζητήσεως» στο βουλγαρικό δίκαιο συνεπάγεται επίσης τον καθορισμό συγκεκριμένης ημερομηνίας. Στη Δανία, χρησιμοποιείται ο όρος «den berammede retssag», που αποδίδεται άμεσα ως «προγραμματισμένη δίκη». Το γεγονός ότι μια δίκη έχει προγραμματιστεί σημαίνει ότι έχει ήδη οριστεί συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα για τη διεξαγωγή της. Στην Ουγγαρία, οι χρησιμοποιούμενοι όροι είναι «kitűzött tárgyalás», που σημαίνουν κατά λέξη «ορισθείσα δίκη», πράγμα που συνεπάγεται ότι έχει ήδη οριστεί ημερομηνία διεξαγωγής. Στην Τσεχική Δημοκρατία, η χρήση του επιθέτου «nařízeném», που σημαίνει κυριολεκτικά «ορισθείσα» ή «διαταχθείσα», σε συνδυασμό με τον όρο «jednání» (επ’ ακροατηρίου συζήτηση), υποδηλώνει ότι έχει ήδη καθοριστεί συγκεκριμένη ημερομηνία δικάσιμου.


30      Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το Βασίλειο της Ισπανίας, τη Γαλλική Δημοκρατία, τη Ρουμανία, τη Δημοκρατία της Σλοβενίας καθώς και την Ιταλική Δημοκρατία, αλλά, όσον αφορά το τελευταίο αυτό κράτος μέλος, μόνον ως προς τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909. Ειδικότερα, το Βασίλειο της Ισπανίας χρησιμοποιεί τους όρους «γνώση της ημερομηνίας και του τόπου διεξαγωγής της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως», η Γαλλική Δημοκρατία, «γνώση της ημερομηνίας και του τόπου διεξαγωγής της δίκης» («δίκη» νοείται ως «επ’ ακροατηρίου συζήτηση»), της Ιταλικής Δημοκρατίας [μόνο για τη μεταφορά του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909], της «γνώσεως της ημερομηνίας και του τόπου διεξαγωγής της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως», της Ρουμανίας, της «γνώσεως της ημέρας, του μήνα, του έτους και του τόπου της εμφανίσεως» και της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, «γνώση της ημέρας και του τόπου διεξαγωγής της προγραμματισμένης επ’ ακροατηρίου συζητήσεως».


31      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1977, Bouchereau (30/77, EU:C:1977:172, σκέψη 14), και της 13ης Φεβρουαρίου 2025, Verbraucherzentrale Berlin (Έννοια της αρχικής περιόδου δέσμευσης) (C‑612/23, EU:C:2025:82, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


32      Βλ., μεταξύ άλλων, κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Generalstaatsanwaltschaft Hamburg (C‑416/20 PPU, στο εξής: απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Hamburg, EU:C:2020:1042, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 23ης Μαρτίου 2023, Minister for Justice and Equality (Άρση αναστολής) (C‑514/21 και C‑515/21, EU:C:2023:235, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


33      Βλ., μεταξύ άλλων, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Μαρτίου 2023, Minister for Justice and Equality (Άρση αναστολής) (C‑514/21 και C‑515/21, EU:C:2023:235, σκέψη 50).


34      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 23ης Μαρτίου 2023, Minister for Justice and Equality (Άρση αναστολής) (C‑514/21 και C‑515/21, EU:C:2023:235, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


35      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2022, HN (Δίκη κατηγορουμένου που απομακρύνθηκε από την επικράτεια) (C‑420/20, EU:C:2022:679, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


36      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Kachev (σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


37      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Kachev (σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Στο εξής: δικαίωμα σε νέα δίκη.


38      Βλ. απόφαση της 19ης Μαΐου 2022, Spetsializirana prokuratura (Δίκη φυγόδικου) (C‑569/20, EU:C:2022:401, σκέψη 29).


39      Βλ. αποφάσεις της 19ης Μαΐου 2022, Spetsializirana prokuratura (Δίκη φυγόδικου) (C‑569/20, EU:C:2022:401, σκέψη 31)· της 16ης Ιανουαρίου 2025, VB II (Ενημέρωση σχετικά με το δικαίωμα σε νέα δίκη) (C‑400/23, EU:C:2025:14, σκέψη 59)· της 16ης Ιανουαρίου 2025, Stangalov (C‑644/23, EU:C:2025:16, σκέψη 36), και Kachev (σκέψη 33).


40      Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, απόφαση που έχει ληφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 μπορεί να εκτελεστεί κατά του συγκεκριμένου υπόπτου ή κατηγορουμένου.


41      Βλ. απόφαση της 19ης Μαΐου 2022, Spetsializirana prokuratura (Δίκη φυγόδικου) (C‑569/20, EU:C:2022:401, σκέψη 30).


42      Βλ. απόφαση Kachev (σκέψη 34). Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/343 αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην ενημέρωση του ενδιαφερομένου, καθόσον εξαρτά ρητώς κάθε δυνατότητα διεξαγωγής ερήμην δίκης από την προϋπόθεση ότι το πρόσωπο αυτό έχει ενημερωθεί για τη διεξαγωγή της δίκης [βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2022, HN (Δίκη κατηγορουμένου που απομακρύνθηκε από την επικράτεια) (C‑420/20, EU:C:2022:679, σκέψη 51)].


43      Βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2022, HN (Δίκη κατηγορουμένου που απομακρύνθηκε από την επικράτεια) (C‑420/20, EU:C:2022:679, σκέψη 52).


44      Βλ. απόφαση της 19ης Μαΐου 2022, Spetsializirana prokuratura (Δίκη φυγόδικου) (C‑569/20, EU:C:2022:401, σκέψη 41).


45      Βλ. απόφαση Kachev (σκέψη 38).


46      Συνεπώς, κατά το Δικαστήριο, όταν ο ενδιαφερόμενος δεν ενημερώθηκε εγκαίρως σχετικά με τη δίκη του ή όταν ο ενδιαφερόμενος, ενώ ενημερώθηκε σχετικά με τη δίκη ή πάντως θεωρείται ότι έλαβε μια τέτοια πληροφορία, δεν ενημερώθηκε για τις συνέπειες της μη παράστασης και ούτε εκπροσωπήθηκε προσηκόντως από εξουσιοδοτημένο να παρασταθεί στη δίκη αυτή δικηγόρο, απολαμβάνει, κατ’ αρχήν, από το χρονικό σημείο που έλαβε γνώση της αποφάσεως η οποία εξεδόθη ερήμην του, του δικαιώματος σε νέα δίκη [βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Kachev (σκέψη 42 και μνημονευόμενη νομολογία)].


47      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 23ης Μαρτίου 2023, Minister for Justice and Equality (Άρση αναστολής) (C‑514/21 και C‑515/21, EU:C:2023:235, σκέψη 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


48      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Melloni (C‑399/11, EU:C:2013:107, σκέψη 52).


49      Βλ. απόφαση της 19ης Μαΐου 2022, Spetsializirana prokuratura (Δίκη φυγόδικου) (C‑569/20, EU:C:2022:401), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η δυνατότητα που παρέχει το άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2016/343 στα κράτη μέλη να διεξάγουν, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου 8, ερήμην δίκη και να εκτελούν την απόφαση που θα εκδοθεί, χωρίς να προβλέπεται δικαίωμα σε νέα δίκη, στηρίζεται στην παραδοχή ότι, στην περίπτωση της παραγράφου 2, ο ενδιαφερόμενος, καίτοι ενημερώθηκε προσηκόντως, παραιτήθηκε οικειοθελώς και κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση από την άσκηση του δικαιώματος παράστασης στη δίκη του (σκέψη 34 της εν λόγω αποφάσεως).


50      Στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι «η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 εντάσσεται σε ένα συνολικό σύστημα εγγυήσεων σχετικών με την αποτελεσματική δικαστική προστασία και προβλεπόμενων από άλλα νομοθετήματα της Ένωσης» [απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2021, Spetsializirana prokuratura (Έγγραφο δικαιωμάτων) (C‑649/19, EU:C:2021:75, σκέψη 76)].


51      Βλ. διάταξη της 20ής Σεπτεμβρίου 2024, Anacco (C‑504/24 PPU, στο εξής: διάταξη Anacco, EU:C:2024:779, σκέψη 51).


52      Βλ. απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Hamburg (σκέψη 45).


53      Βλ. απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Hamburg (σκέψη 46).


54      Βλ. απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Hamburg (σκέψη 47). Βλ., επίσης, διάταξη Anacco (σκέψη 55).


55      Βλ. απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Hamburg (σκέψη 47).


56      Βλ. απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Hamburg (σκέψη 56). Επισημαίνεται, επιπλέον, ότι το Δικαστήριο, στην απόφασή του της 23ης Μαρτίου 2023, Minister for Justice and Equality (Άρση αναστολής) (C‑514/21 και C‑515/21, EU:C:2023:235), έκρινε ότι η δέσμευση του κράτους μέλους εκδόσεως να αναγνωρίσει στο πρόσωπο σε βάρος του οποίου εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως το δικαίωμα σε εκ νέου εκδίκαση της υποθέσεως, όταν το εν λόγω πρόσωπο καταδικάστηκε ερήμην, κατά προσβολή των δικαιωμάτων του άμυνας, δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 5 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Κατά συνέπεια, το δίκαιο της Ένωσης απαγορεύει στη δικαστική αρχή εκτελέσεως να εξαρτά από την εν λόγω προϋπόθεση την παράδοση του προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (σκέψη 80 της εν λόγω αποφάσεως). Το Δικαστήριο επισήμανε ωστόσο ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως ενδέχεται, κατά περίπτωση, να χρειαστεί να ζητήσει με αίτηση παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 2, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, τη διαβεβαίωση του κράτους μέλους εκδόσεως ότι το πρόσωπο σε βάρος του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως θα ενημερωθεί ότι, βάσει του δικαίου του κράτους μέλους εκδόσεως, θα έχει δικαίωμα σε εκ νέου εκδίκαση της υποθέσεως στην οποία θα του επιτραπεί να συμμετάσχει και η οποία θα καταστήσει δυνατή την επανεξέταση της ουσίας της υποθέσεως, λαμβανομένων υπόψη νέων αποδεικτικών στοιχείων, και την ανατροπή της αρχικής αποφάσεως, με τη διευκρίνιση ότι, σε περίπτωση που το κράτος μέλος εκδόσεως παράσχει τη σχετική διαβεβαίωση, η δικαστική αρχή εκτελέσεως θα είναι υποχρεωμένη να παραδώσει τον ενδιαφερόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 4α, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου (σκέψη 82 της ίδιας αποφάσεως).


57      Βλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Melloni (C‑399/11, EU:C:2013:107, σκέψη 62), καθώς και διάταξη Anacco (σκέψη 58).


58      Βλ. αιτιολογική σκέψη 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/299. Κατόπιν των τροποποιήσεων που επέφερε η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο, η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 εναρμονίζει πλέον τις προϋποθέσεις εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως σε περίπτωση ερήμην καταδίκης, η δε εναρμόνιση αυτή απηχεί τη συναίνεση η οποία επετεύχθη από τα κράτη μέλη στο σύνολό τους αναφορικά με την εφαρμοστέα, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, έκταση των δικονομικών δικαιωμάτων των οποίων απολαύουν οι καταδικασθέντες ερήμην τους οποίους αφορά ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης [βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Melloni (C‑399/11, EU:C:2013:107, σκέψη 62), καθώς και διάταξη Anacco (σκέψη 58)].


59      Συναφώς, το Δικαστήριο επισήμανε την αδυναμία επικλήσεως της οδηγίας 2016/343 προκειμένου να εμποδισθεί η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, πέραν των λόγων μη εκτελέσεως που προβλέπονται στην απόφαση-πλαίσιο 2002/584 [βλ. απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Hamburg (σκέψη 55)].


60      Βλ. απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2025, VB II (Ενημέρωση σχετικά με το δικαίωμα σε νέα δίκη) (C‑400/23, EU:C:2025:14, σκέψη 48). Βλ., επίσης, διάταξη Anacco (σκέψη 52).


61      Βλ. απόφαση Kachev (σκέψη 34).


62      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2021, X (Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Ne bis in idem) (C‑665/20 PPU, EU:C:2021:339, σκέψη 39)· της 14ης Ιουλίου 2022, Procureur général près la cour d’appel d’Angers (C‑168/21, EU:C:2022:558, σκέψη 40), και της 6ης Ιουνίου 2023, O. G. (Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κατά υπηκόου τρίτης χώρας) (C‑700/21, EU:C:2023:444, σκέψη 33). Βλ., επίσης, διάταξη Anacco (σκέψεις 41 και 42 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


63      Βλ. απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2017, Grundza (C‑289/15, EU:C:2017:4, σκέψη 46).


64      Βλ. απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2017, Grundza (C‑289/15, EU:C:2017:4, σκέψεις 50 και 51).


65      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Kachev (σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


66      Βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά την περίπτωση διαφυγής του ενδιαφερομένου, Kachev (σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


67      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Kachev (σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


68      Βλ. απόφαση Kachev (σκέψη 59).


69      Βλ. απόφαση Kachev (σκέψη 61).


70      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Melloni (C‑399/11, EU:C:2013:107, σκέψη 52).


71      Βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Ερήμην καταδίκη) (C‑396/22, EU:C:2023:1029, σκέψεις 41 και 42 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).