ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)

της 5ης Ιουνίου 2024 ( *1 )

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Αποδοχές – Οικογενειακά επιδόματα – Επίδομα συντηρούμενου τέκνου – Σχολικό επίδομα – Αποφάσεις περί παύσεως της χορήγησης ορισμένων επιδομάτων – Προϋποθέσεις χορήγησης – Έννοια της “περάτωσης των σπουδών” – Ίση μεταχείριση – Αρχή της χρηστής διοίκησης – Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων – Άρθρο 85, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ – Ευθύνη»

Στην υπόθεση T‑123/23,

VA, εκπροσωπούμενος από τη N. de Montigny, δικηγόρο,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον T. Bohr και τη M. Brauhoff,

καθής-εναγομένης,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, J. Svenningsen, J. Laitenberger, J. Martín y Pérez de Nanclares και M. Stancu (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: L. Ramette, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Ιανουαρίου 2024,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την προσφυγή-αγωγή (στο εξής: προσφυγή) που άσκησε δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων), VA, ζητεί, αφενός, την ακύρωση της απόφασης του Γραφείου Διαχείρισης και Εκκαθάρισης των Ατομικών Δικαιωμάτων (PMO) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 11ης Μαΐου 2022, με την οποία καταργήθηκαν το δικαίωμά του να λαμβάνει, από1ης Ιουλίου 2021, το επίδομα συντηρούμενου τέκνου και το σχολικό επίδομα καθώς και η έκπτωση φόρου που συνδέεται με το επίδομα συντηρούμενου τέκνου, και της απόφασης του PMO, της 13ης Ιουνίου 2022, με την οποία διατάχθηκε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 85 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), η ανάκτηση των καταβληθέντων δυνάμει των ως άνω οικονομικών δικαιωμάτων και, αφετέρου, την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

I. Ιστορικό της διαφοράς

2

Ο προσφεύγων είναι υπάλληλος στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3

Η θυγατέρα του πραγματοποίησε πανεπιστημιακές σπουδές σε βελγικό πανεπιστήμιο. Ειδικότερα, έδωσε την τελευταία εξέταση του κύκλου σπουδών της στις 18 Ιουνίου 2021, πληροφορήθηκε ότι είχε επιτύχει στις εξετάσεις της στις 2 Ιουλίου 2021 και έλαβε βεβαίωση επιτυχούς φοιτήσεως στις 27 Αυγούστου 2021. Το ακαδημαϊκό έτος έληξε στις 13 Σεπτεμβρίου 2021.

4

Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2021, ο προσφεύγων ελάμβανε, για τη θυγατέρα του, το επίδομα συντηρούμενου τέκνου καθώς και το σχολικό επίδομα, τα οποία προβλέπονται στα άρθρα 2 και 3 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ αντιστοίχως, και ετύγχανε της εκπτώσεως φόρου που συνδέεται με το επίδομα συντηρούμενου τέκνου, όπως προβλέπει ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 260/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολής του φόρου του θεσπισθέντος υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 115) (στο εξής, από κοινού: επίμαχα οικονομικά δικαιώματα).

5

Στις 16 Σεπτεμβρίου 2021 ο προσφεύγων υπέβαλε στην ηλεκτρονική εφαρμογή «Sysper 2» τη δήλωση περάτωσης σπουδών της θυγατέρας του, επισημαίνοντας ότι η τελευταία της εξέταση έλαβε χώρα στις 18 Ιουνίου 2021.

6

Δυνάμει της απόφασης (ΕΕ) 2019/792 του Συμβουλίου, της 13ης Μαΐου 2019, περί αναθέσεως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή –Γραφείο Διαχείρισης και Εκκαθάρισης των Ατομικών Δικαιωμάτων (PMO)– της άσκησης ορισμένων εξουσιών οι οποίες ανήκουν στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και στην αρχή την αρμόδια να συνάπτει συμβάσεις πρόσληψης (ΕΕ 2019, L 129, σ. 3), το PMO είναι επιφορτισμένο με τη διαχείριση και την εκκαθάριση των ατομικών οικονομικών δικαιωμάτων του προσωπικού της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένων των επίμαχων οικονομικών δικαιωμάτων.

7

Στις 24 Σεπτεμβρίου 2021 το PMO ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι, ενόψει της δήλωσης που υπέβαλε στις 16 Σεπτεμβρίου 2021, τα επίμαχα οικονομικά δικαιώματα θα καταργηθούν αναδρομικά από την 1η Ιουλίου 2021 (στο εξής: απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2021). Η απόφαση αυτή διευκρίνιζε επίσης ότι κάθε αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό θα ανακτάτο δυνάμει του άρθρου 85 του ΚΥΚ και ότι ο ίδιος θα λάμβανε χωριστό σημείωμα το οποίο θα τον ενημέρωνε για τον τρόπο ανάκτησης των εν λόγω αχρεωστήτως καταβληθέντων από την 1η Ιουλίου 2021 ποσών. Η απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2021 περιελάμβανε παρακράτηση 2619,66 ευρώ επί του εκκαθαριστικού σημειώματος μισθοδοσίας του Οκτωβρίου του 2021, η οποία αντιστοιχούσε στο ποσό των επίμαχων οικονομικών δικαιωμάτων για την περίοδο από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο του 2021 (στο εξής: επίδικη περίοδος).

8

Στις 3 Ιανουαρίου 2022 ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ κατά του εν λόγω εκκαθαριστικού σημειώματος αποδοχών (στο εξής: πρώτη διοικητική ένσταση).

9

Με απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ), αφενός, ακύρωσε την απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2021 καθώς και τη συνακόλουθη ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών όπως αυτή αποτυπώθηκε στο εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας του Οκτωβρίου του 2021 και, αφετέρου, ανέπεμψε τον φάκελο του προσφεύγοντος στην αρμόδια υπηρεσία για επανεξέταση της υπόθεσής του, με την αιτιολογία ότι δεν είχε πραγματοποιηθεί ακρόασή του πριν από την έκδοση της τελευταίας ως άνω απόφασης.

10

Κατόπιν της αποφάσεως της 5ης Μαΐου 2022, το PMO προέβη σε προκαταβολή ποσού ύψους 3500 ευρώ υπέρ του προσφεύγοντος. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στην καταβολή των επίμαχων οικονομικών δικαιωμάτων τεσσάρων μηνών.

11

Με απόφαση της 11ης Μαΐου 2022, το PMO επιβεβαίωσε την αναδρομική κατάργηση των επίμαχων οικονομικών δικαιωμάτων από 1ης Ιουλίου 2021 (στο εξής: πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση), ενημερώνοντας συγχρόνως τον προσφεύγοντα, αφενός, ότι τα δικαιώματα αυτά μπορούσαν να αναθεωρηθούν αν ο ίδιος ήταν σε θέση να προσκομίσει επίσημο δικαιολογητικό από το οποίο να προκύπτει ότι η «τελευταία εξέταση, αποστολή και/ή υποστήριξη της πτυχιακής εργασίας» της θυγατέρας του πραγματοποιήθηκε μετά τον Ιούνιο του 2021 και, αφετέρου, ότι μπορούσε να διαβιβάσει τις παρατηρήσεις του εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την παραλαβή της εν λόγω απόφασης. Επιπλέον, το PMO επισήμανε στον προσφεύγοντα ότι κάθε αχρεωστήτως εισπραχθέν ποσό θα ανακτάτο δυνάμει του άρθρου 85 του ΚΥΚ και ότι θα του αποστελλόταν χωριστό σημείωμα προκειμένου να ενημερωθεί σχετικά με τον τρόπο ανάκτησης των οικονομικών δικαιωμάτων που είχε εισπράξει αχρεωστήτως από 1ης Ιουλίου 2021.

12

Στις 13 Ιουνίου 2022 ο προσφεύγων έλαβε ειδοποίηση ανάκτησης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 85 του ΚΥΚ (στο εξής: δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση). Η απόφαση αυτή ανέφερε ότι το συνολικό ποσό που όφειλε ο προσφεύγων ανερχόταν σε 3500 ευρώ, ότι το ποσό αυτό επρόκειτο να ανακτηθεί σε τρεις μηνιαίες δόσεις αρχής γενομένης από τον Αύγουστο του 2022 και ότι ο προσφεύγων διέθετε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από την παραλαβή της εν λόγω απόφασης για να διαβιβάσει τα σχόλιά του.

13

Κατόπιν της ως άνω απόφασης, πραγματοποιήθηκε ανταλλαγή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ του προσφεύγοντος, του δικηγόρου του και του PMO, προκειμένου να αποσαφηνιστεί το περιεχόμενο της πρώτης και της δεύτερης προσβαλλόμενης απόφασης (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες αποφάσεις).

14

Ειδικότερα, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 22ας Ιουνίου 2022, το PMO ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι, δεδομένου ότι η θυγατέρα του είχε επιτύχει στις εξετάσεις της τον Ιούνιο του 2021 κατά την πρώτη εξεταστική περίοδο, ο προσφεύγων δεν είχε πλέον το δικαίωμα να εισπράττει τα επίμαχα οικονομικά δικαιώματα από τον Ιούλιο του 2021. Επιπλέον, υπογράμμισε ότι ο προσφεύγων δεν είχε προσκομίσει άλλα έγγραφα που να αποδεικνύουν ότι η θυγατέρα του συνέχισε τις πανεπιστημιακές σπουδές της μετά τις 30 Ιουνίου 2021. Όσον αφορά την ανάκτηση του ποσού των 3500 ευρώ, το PMO διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, ότι ο προσφεύγων είχε λάβει εκ παραδρομής το ποσό των επίμαχων οικονομικών δικαιωμάτων τεσσάρων αντί τριών μηνών (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω).

15

Στις 9 Αυγούστου 2022 ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ κατά των προσβαλλόμενων αποφάσεων (στο εξής: δεύτερη διοικητική ένσταση), ζητώντας επίσης την απόδοση των δικηγορικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο της πρώτης διοικητικής ενστάσεως.

16

Η δεύτερη διοικητική ένσταση απορρίφθηκε με την απόφαση της ΑΔΑ της 9ης Δεκεμβρίου 2022.

II. Αιτήματα των διαδίκων

17

Ο προσφεύγων ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις·

να υποχρεώσει την Επιτροπή να του καταβάλει αποζημίωση ύψους 2441,84 ευρώ·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

18

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων διευκρίνισε ότι ζητούσε την ακύρωση της δεύτερης προσβαλλόμενης απόφασης μόνον για το ποσό των 2619,66 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό των επίμαχων οικονομικών δικαιωμάτων, και όχι για το ποσό των 3500 ευρώ, όπερ σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

19

Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

Α. Επί των ακυρωτικών αιτημάτων

20

Ο προσφεύγων προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως προς στήριξη των ακυρωτικών αιτημάτων του, εκ των οποίων οι τρεις πρώτοι βάλλουν κατά της πρώτης προσβαλλόμενης απόφασης και οι άλλοι δύο κατά της δεύτερης.

1.   Επί των λόγων ακυρώσεως που βάλλουν κατά της πρώτης προσβαλλόμενης απόφασης

21

Οι λόγοι αυτοί αφορούν, κατ’ ουσίαν, ο πρώτος, παράβαση των άρθρων 2 και 3 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, ο δεύτερος, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και, ο τρίτος, παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της αρχής της χρηστής διοίκησης.

α)   Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση των άρθρων 2 και 3 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ

22

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη τα άρθρα 2 και 3 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ (στο εξής: επίμαχες διατάξεις), καθόσον θεώρησε ότι η θυγατέρα του είχε ολοκληρώσει τις πανεπιστημιακές σπουδές της στις 18 Ιουνίου 2021, ημερομηνία της τελευταίας εξέτασής της, και ότι, ως εκ τούτου, ο ίδιος δεν πληρούσε πλέον τις προϋποθέσεις χορήγησης των επίμαχων οικονομικών δικαιωμάτων για την επίδικη περίοδο. Κατά την άποψή του, η ημερομηνία περάτωσης των σπουδών της θυγατέρας του, με την οποία παύει, εν προκειμένω, η χορήγηση των επίμαχων οικονομικών δικαιωμάτων, είναι η ημερομηνία λήξης του ακαδημαϊκού έτους, ήτοι η 13η Σεπτεμβρίου 2021, ή, τουλάχιστον, η ημερομηνία κατά την οποία η θυγατέρα του έλαβε τη βεβαίωση επιτυχούς φοιτήσεως, ήτοι η 27η Αυγούστου 2021.

23

Επικουρικώς, ο προσφεύγων εκτιμά ότι η ημερομηνία περάτωσης των σπουδών πρέπει να είναι, το νωρίτερο, το χρονικό σημείο κατά το οποίο το τέκνο λαμβάνει γνώση των αποτελεσμάτων των εξετάσεων, εν προκειμένω στις 2 Ιουλίου 2021, δεδομένου ότι από το συγκεκριμένο χρονικό σημείο το τέκνο πληροφορείται την έκβαση του τελευταίου ακαδημαϊκού έτους των σπουδών του και μπορεί, επομένως, να αρχίσει να αναζητεί εργασία.

24

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

25

Πρώτον, αντιτείνει ότι, δεδομένου ότι οι επίμαχες διατάξεις παρέχουν δικαίωμα λήψης χρηματικών παροχών, πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Προσθέτει ότι τα επίμαχα οικονομικά δικαιώματα εξαρτώνται από την πραγματική συνέχεια της σχολικής ή επαγγελματικής εκπαίδευσης και από την κανονική και πλήρη φοίτηση σε εκπαιδευτικό ίδρυμα. Δεύτερον, από τη νομολογία των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως δε από τις αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, Costacurta κατά Επιτροπής (C‑145/90 P, EU:C:1991:435), και της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, HD κατά Κοινοβουλίου (T‑604/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:562), προκύπτει ότι τα επίμαχα οικονομικά δικαιώματα πρέπει να αξιολογούνται κάθε μήνα και πρέπει να παύουν να υφίστανται όταν το συντηρούμενο τέκνο δεν φοιτά πλέον κανονικά και πλήρως στο ίδρυμα μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Επιπλέον, το τέκνο που παύει να φοιτά στο εν λόγω ίδρυμα ενδέχεται να εργάζεται, να διαθέτει εισόδημα και, ως εκ τούτου, να καλύπτει πράγματι τις ανάγκες του. Τρίτον, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το άρθρο 6 της από 16 Δεκεμβρίου 2013 απόφασής της σχετικά με τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις για τη χορήγηση του σχολικού επιδόματος κάνει διάκριση μεταξύ των διακοπών στο τέλος ενός ακαδημαϊκού έτους και εκείνων που έπονται του τελευταίου ακαδημαϊκού έτους μετά το οποίο το τέκνο ολοκληρώνει τις σπουδές του. Τέταρτον, ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι, ελλείψει του πανεπιστημιακού της τίτλου, η θυγατέρα του δεν θα είχε πρόσβαση σε ορισμένη θέση εργασίας ή ότι δεν θα έβρισκε κατάλληλη θέση εργασίας. Πέμπτον, η έννοια της «περάτωσης σπουδών» είναι αυτοτελής και πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία τα τέκνα των μελών του προσωπικού παρακολουθούν τις σπουδές τους. Έκτον, ουδόλως αποδεικνύεται το επιχείρημα του προσφεύγοντος περί προβαλλόμενης παράβασης του άρθρου 52 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

26

Τέλος, όσον αφορά το επικουρικό επιχείρημα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ούτε η ημερομηνία κατά την οποία τα αποτελέσματα των εξετάσεων έγιναν γνωστά μπορεί να γίνει δεκτή, δεδομένου ότι μετά την τελευταία εξέταση οι σπουδαστές παύουν να παρακολουθούν τα μαθήματα και, επομένως, να φοιτούν κανονικά και πλήρως στο ίδρυμα μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

27

Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ο προσφεύγων προβάλλει παράβαση των επίμαχων διατάξεων, για τον λόγο ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένως την προϋπόθεση σχετικά με την «περάτωση σπουδών» που απαιτείται για να λήξει η ισχύς των επίμαχων οικονομικών δικαιωμάτων.

28

Ειδικότερα, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς την ημερομηνία κατά την οποία πληρούται η προϋπόθεση αυτή, ήτοι ως προς το αν πληρούται κατά τον χρόνο συμμετοχής στην τελευταία πανεπιστημιακή εξέταση, κατά τον χρόνο που τα αποτελέσματα των τελικών εξετάσεων γίνονται γνωστά, κατά τον χρόνο χορήγησης της βεβαίωσης επιτυχούς φοιτήσεως ή ακόμη κατά το πέρας του ακαδημαϊκού έτους. Εν προκειμένω, τα τέσσερα αυτά χρονικά σημεία τοποθετούνται, αντιστοίχως, μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου του 2021.

29

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζονται οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση των επίμαχων οικονομικών δικαιωμάτων, ιδίως του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου και του σχολικού επιδόματος, καθώς και η σχέση μεταξύ των δύο αυτών επιδομάτων.

30

Όσον αφορά το επίδομα συντηρούμενου τέκνου, το άρθρο 2 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ έχει ως εξής:

«1.   Ο υπάλληλος που έχει ένα ή περισσότερα συντηρούμενα από αυτόν τέκνα δικαιούται, σύμφωνα με τους όρους που απαριθμούνται στις κατωτέρω παραγράφους 2 και 3, επιδόματος […] μηνιαίως για κάθε συντηρούμενο τέκνο.

[…]

3.   Το επίδομα χορηγείται:

α)

αυτοδικαίως, για τα τέκνα που δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει την ηλικία των 18ο ετών·

β)

κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως εκ μέρους του ενδιαφερομένου υπαλλήλου για τα τέκνα ηλικίας 18 έως 26 ετών που ευρίσκονται στο στάδιο της σχολικής ή επαγγελματικής εκπαιδεύσεως.

[…]»

31

Όσον αφορά το σχολικό επίδομα, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII, του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«1.   Υπό τους καθοριζόμενους στις γενικές εκτελεστικές διατάξεις όρους, ο υπάλληλος δικαιούται σχολικού επιδόματος ίσου προς τα πραγματικά σχολικά έξοδα στα οποία υποβάλλεται, μέχρις ανωτάτου μηνιαίου ορίου […], για κάθε συντηρούμενο τέκνο κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2 του παρόντος Παραρτήματος, το οποίο είναι τουλάχιστον πέντε ετών και φοιτά κανονικά και πλήρως σε σχολείο στοιχειώδους ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που χρεώνει δίδακτρα ή σε ίδρυμα μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. […]

Το δικαίωμα στο συγκεκριμένο επίδομα αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο το τέκνο αρχίζει να φοιτά σε πρωτοβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα, και λήγει στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο το τέκνο τελειώνει τις σπουδές του ή στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο το τέκνο φτάνει στην ηλικία των 26 ετών, ό,τι συμβεί πρώτο […]».

32

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το σχολικό επίδομα αποτελεί απλώς συμπλήρωμα του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου, δεδομένου ότι το πρώτο δεν μπορεί να χορηγηθεί αν δεν πληρούνται προηγουμένως οι προϋποθέσεις χορήγησης του δεύτερου. Ειδικότερα, ο νομοθέτης, διευκρινίζοντας ότι το σχολικό επίδομα καταβάλλεται «για κάθε συντηρούμενο τέκνο κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2 του [εν λόγω] Παραρτήματος, το οποίο είναι τουλάχιστον πέντε ετών», θέλησε να εξαρτήσει το δικαίωμα στο επίδομα αυτό από την προηγούμενη τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπονται για τη χορήγηση του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου. Με άλλα λόγια, το σχολικό επίδομα μπορεί να καταβληθεί μόνον αν ο υπάλληλος έχει συντηρούμενο τέκνο ηλικίας τουλάχιστον πέντε ετών για το οποίο λαμβάνει επίδομα συντηρούμενου τέκνου.

33

Επιπλέον, το δικαίωμα λήψης σχολικού επιδόματος εξαρτάται από την τήρηση μιας δεύτερης σωρευτικής προϋπόθεσης, η οποία συνίσταται στην κανονική και πλήρη φοίτηση του τέκνου σε εκπαιδευτικό ίδρυμα.

34

Δεδομένου ότι το σχολικό επίδομα μπορεί να χορηγηθεί, όπως διευκρινίστηκε στη σκέψη 32 ανωτέρω, μόνον εφόσον πληρούνται προηγουμένως οι προϋποθέσεις χορήγησης του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου, προκύπτει ότι η εκτίμηση της προϋπόθεσης της κανονικής και πλήρους φοίτησης σε εκπαιδευτικό ίδρυμα (στο εξής: προϋπόθεση φοίτησης) πρέπει να γίνεται σε δεύτερο χρόνο, αφού αποδειχθεί ότι το τέκνο για το οποίο ζητείται το σχολικό επίδομα συντηρείται από τον υπάλληλο.

35

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει, πρώτον, αν, κατά την επίδικη περίοδο, πληρούνταν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου και, στη συνέχεια, αν η θυγατέρα του προσφεύγοντος πληρούσε επίσης την προϋπόθεση φοίτησης που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, προκειμένου να θεμελιωθεί δικαίωμα λήψης σχολικού επιδόματος.

1) Επί της τήρησης των προϋποθέσεων χορήγησης του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου κατά την επίδικη περίοδο

36

Υπενθυμίζεται ότι, σε περίπτωση όπως η υπό κρίση, κατά την οποία ένα τέκνο παρακολουθεί πανεπιστημιακές σπουδές, το δικαίωμα λήψης επιδόματος συντηρούμενου τέκνου εξαρτάται από την πλήρωση τριών προϋποθέσεων, ήτοι από την πραγματική συντήρηση του τέκνου από τον υπάλληλο, από το αν το τέκνο έχει ηλικία μεταξύ 18 και 26 ετών και από το αν το τέκνο ακολουθεί σχολική ή επαγγελματική εκπαίδευση (πρβλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2021, KR κατά Επιτροπής, T‑408/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:788, σκέψη 24).

37

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η πρώτη και η δεύτερη προϋπόθεση, καθώς και η «σχολική» φύση της εκπαίδευσης για την παρακολούθηση της οποίας ήταν εγγεγραμμένη η θυγατέρα του προσφεύγοντος δεν αμφισβητούνται από την Επιτροπή. Αντιθέτως, η τρίτη προϋπόθεση σχετικά με την παρακολούθηση σχολικής εκπαίδευσης δεν πληρούται, κατά την άποψή της, δεδομένου ότι η θυγατέρα του προσφεύγοντος δεν παρακολουθούσε πλέον τέτοια εκπαίδευση από τις 18 Ιουνίου 2021, ημερομηνία της τελευταίας εξέτασής της.

38

Συναφώς, επισημαίνεται ότι η «εκπαίδευση» αποτελείται από διάφορα στάδια, όπως είναι η συμμετοχή σε μαθήματα που προβλέπονται από το πρόγραμμα σπουδών και σε εξετάσεις ως προς τα εν λόγω μαθήματα, η αξιολόγηση των εξετάσεων και, μετά το πέρας της τελευταίας εκ των εξετάσεων, η παροχή, από το εκπαιδευτικό ίδρυμα που προσφέρει την επίμαχη εκπαίδευση, πρόσβασης στα τελικά αποτελέσματα που βεβαιώνουν την επιτυχή παρακολούθησή της. Τα στάδια αυτά είναι αλληλένδετα μεταξύ τους, καθώς η συμμετοχή στις εξετάσεις παρέχει τη δυνατότητα αξιολόγησης των δεξιοτήτων και γνώσεων που έχει αποκτήσει ο σπουδαστής στο πλαίσιο των προσφερόμενων μαθημάτων.

39

Πάντως, ο σπουδαστής, δεδομένου ότι μπορεί να λάβει γνώση της επιτυχούς παρακολούθησης της εκπαίδευσής του μόνον αφού ολοκληρώσει όλες τις εξετάσεις και αφού τα το εκπαιδευτικό ίδρυμα παράσχει πρόσβαση στα αποτελέσματα των εξετάσεων αυτών, πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν λαμβάνει πλέον εκπαίδευση, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, από τη στιγμή που είναι διαθέσιμα τα τελικά αποτελέσματα,.

40

Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, το τέκνο ηλικίας 18 έως 26 ετών το οποίο ακολουθεί σχολική ή επαγγελματική εκπαίδευση παραμένει συντηρούμενο τέκνο του υπαλλήλου όχι μέχρι τη στιγμή συμμετοχής του στην τελευταία εξέτασή του, αλλά μέχρι τη στιγμή που τα τελικά αποτελέσματα τίθενται στη διάθεσή του από το εκπαιδευτικό ίδρυμα.

41

Η ως άνω ερμηνεία είναι, εξάλλου, σύμφωνη με τη νομολογία, όπως αυτή απορρέει από την απόφαση της 17ης Απριλίου 2002, Sada κατά Επιτροπής (T‑325/00, EU:T:2002:101, σκέψη 37), κατά την οποία οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που παρέχουν δικαίωμα λήψεως χρηματικών παροχών πρέπει να ερμηνεύονται στενά, καθώς και με τη νομολογία που απορρέει από τις αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, Costacurta κατά Επιτροπής (C‑145/90 P, EU:C:1991:435, σκέψη 6), και της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, HD κατά Κοινοβουλίου (T‑604/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:562, σκέψη 133), κατά την οποία, λόγω του μηνιαίου χαρακτήρα των επίμαχων οικονομικών δικαιωμάτων, το ζήτημα αν πληρούνται οι προϋποθέσεις χορηγήσεώς τους πρέπει να αξιολογείται ανά μήνα.

42

Πράγματι, δεδομένου ότι το επίδομα συντηρούμενου τέκνου είναι επίδομα που καταβάλλεται μηνιαίως και, για το τέκνο ηλικίας από 18 έως 26 ετών, κατόπιν «αιτιολογημένης αιτήσεως», εναπόκειται στον υπάλληλο να ενημερώσει τη Διοίκηση για το πέρας των σπουδών του τέκνου του, γνωστοποιώντας της αμελλητί την ημερομηνία κατά την οποία το εκπαιδευτικό ίδρυμα παρέσχε πρόσβαση στα τελικά αποτελέσματα, προκειμένου η Διοίκηση να μπορέσει αμέσως να σταματήσει την καταβολή του εν λόγω επιδόματος.

43

Εν προκειμένω, τόσο από το παράρτημα A.9 του δικογράφου της προσφυγής, το οποίο περιέχει βεβαίωση επιτυχούς φοιτήσεως με ημερομηνία 27 Αυγούστου 2021 προερχόμενη από το πανεπιστήμιο στο οποίο ήταν εγγεγραμμένη η θυγατέρα του προσφεύγοντος, όσο και από το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της νομικής υπηρεσίας του ίδιου πανεπιστημίου που προσκόμισε ο προσφεύγων στο πλαίσιο του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 7ης Δεκεμβρίου 2023, προκύπτει ότι τα τελικά αποτελέσματα ήταν διαθέσιμα εκ μέρους του πανεπιστημίου από τις 2 Ιουλίου 2021, ημερομηνία κατά την οποία η θυγατέρα του προσφεύγοντος είχε τη δυνατότητα, εξάλλου, να μεταφορτώσει βεβαίωση επιτυχούς φοιτήσεως. Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 38 έως 40 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, από τον μήνα που έπεται της ημερομηνίας κατά την οποία ήταν διαθέσιμα τα τελικά αποτελέσματα από το εκπαιδευτικό ίδρυμα, ήτοι από τον Αύγουστο του 2021, η θυγατέρα του προσφεύγοντος δεν μπορούσε πλέον να θεωρηθεί συντηρούμενη από αυτόν και ο τελευταίος δεν είχε πλέον δικαίωμα λήψης του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου.

44

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον αρνήθηκε να χορηγήσει στον προσφεύγοντα επίδομα συντηρούμενου τέκνου για τον Ιούλιο του 2021. Αντιθέτως, ορθώς αρνήθηκε να του χορηγήσει το επίδομα αυτό για τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2021.

45

Η άρνηση αυτή δεν μπορεί να ανατραπεί από τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων προκειμένου να αποδείξει ότι δικαιούνταν επίδομα συντηρούμενου τέκνου τόσο για τον Αύγουστο όσο και για τον Σεπτέμβριο του 2021. Πρώτον, στο μέτρο που ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, κατά το πανεπιστήμιο στο οποίο φοιτούσε η θυγατέρα του και κατά τις βελγικές αρχές, η θυγατέρα του διατήρησε τη σπουδαστική ιδιότητα μέχρι το τέλος του Σεπτεμβρίου του 2021, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως υποστηρίζει και η Επιτροπή, ότι οι επίμαχες διατάξεις πρέπει να ερμηνευθούν αυτοτελώς. Όπως όμως επισημάνθηκε στις σκέψεις 38 έως 40 ανωτέρω, το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ έχει την έννοια ότι το τέκνο πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν λαμβάνει πλέον «εκπαίδευση», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, από τη στιγμή που το εκπαιδευτικό ίδρυμα παρέχει πρόσβαση στα τελικά αποτελέσματα. Επομένως, είναι απολύτως δυνατό το τέκνο να περατώσει τις σπουδές του πριν από το τέλος του ακαδημαϊκού έτους, ακόμη και αν, σύμφωνα με το πανεπιστήμιο ή τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο αυτό έχει την έδρα του, το τέκνο εξακολουθεί να απολαύει της ιδιότητας του σπουδαστή μέχρι το τέλος του συγκεκριμένου έτους.

46

Δεύτερον, ο ισχυρισμός ότι είναι αναγκαία η κατοχή του πανεπιστημιακού τίτλου για την πρόσβαση σε ορισμένα επαγγέλματα ουδόλως τεκμηριώνεται και, κυρίως, είναι αντιφατικός προς τις αξιώσεις που αποτελούν το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής. Ειδικότερα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι ο τίτλος αυτός παραδόθηκε στη θυγατέρα του προσφεύγοντος στις 8 Οκτωβρίου 2021 (βλ. σημείο 12 του δικογράφου της προσφυγής), ο ίδιος δεν ισχυρίζεται ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση των επίμαχων οικονομικών δικαιωμάτων και για τον Οκτώβριο του 2021. Εξάλλου, ο προσφεύγων ισχυρίζεται, στο σημείο 93 του δικογράφου της προσφυγής, ότι η θυγατέρα του βρήκε θέση εργασίας από την 1η Οκτωβρίου 2021, ήτοι μία εβδομάδα πριν της παραδοθεί ο πανεπιστημιακός τίτλος της.

47

Τρίτον, όσον αφορά τον ισχυρισμό που προέβαλε ο προσφεύγων με το υπόμνημα απαντήσεως ότι η εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων αντιβαίνει στο άρθρο 52 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και στην αρχή της ίσης μεταχείρισης, επισημαίνεται ότι, αφενός, ο ισχυρισμός αυτός ουδόλως τεκμηριώνεται ούτε στηρίζεται σε επιχειρήματα και, αφετέρου, και εν πάση περιπτώσει, παρόμοιο επιχείρημα προβλήθηκε και στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και θα αναλυθεί κατωτέρω.

2) Επί της τήρησης της προϋπόθεσης φοίτησης, την οποία προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, κατά την επίδικη περίοδο

48

Εκ προοιμίου, επισημαίνεται ότι, δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν δικαιούται επίδομα συντηρούμενου τέκνου για τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2021 (βλ. σκέψη 44 ανωτέρω), δεν μπορεί να αξιώσει, όπως προκύπτει από τη σκέψη 32 ανωτέρω, ούτε το σχολικό επίδομα για τους εν λόγω μήνες.

49

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον αρνήθηκε και τη χορήγηση του σχολικού επιδόματος στον προσφεύγοντα για τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2021.

50

Κατά τα λοιπά, πρέπει να εξεταστεί, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 35 ανωτέρω, κατά πόσον η προϋπόθεση της φοίτησης επληρούτο για τον Ιούλιο του 2021.

51

Η Επιτροπή υποστηρίζει, εν συνόψει, ότι η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται πλέον αφ’ ης στιγμής το τέκνο συμμετάσχει στην τελευταία εξέταση, στο μέτρο που, από το συγκεκριμένο χρονικό σημείο, μπορεί να βρει εργασία και να καλύψει τις ανάγκες του. Η ερμηνεία αυτή στηρίζεται στην παραδοχή, όπως και στην περίπτωση του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου, ότι το τέκνο περατώνει τις σπουδές του μετά τη συμμετοχή στην τελευταία εξέτασή του.

52

Ωστόσο, η παραδοχή αυτή είναι εσφαλμένη.

53

Ειδικότερα, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 38 έως 40 ανωτέρω, στο πλαίσιο της ανάλυσης των προϋποθέσεων για τη χορήγηση του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου, η ημερομηνία περάτωσης των σπουδών είναι η ημερομηνία κατά την οποία το εκπαιδευτικό ίδρυμα παρέσχε πρόσβαση στα τελικά αποτελέσματα.

54

Συνεπώς, οι εκτιμήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 38 έως 44 ανωτέρω σχετικά με το επίδομα συντηρούμενου τέκνου πρέπει να ισχύσουν και στο πλαίσιο της εξέτασης της προϋπόθεσης φοίτησης την οποία προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ για τη χορήγηση του σχολικού επιδόματος.

55

Εξ αυτού συνάγεται ότι το τέκνο του υπαλλήλου πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν φοιτά πλέον κανονικά και πλήρως σε εκπαιδευτικό ίδρυμα, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, από το χρονικό σημείο κατά το οποίο το εκπαιδευτικό ίδρυμα παρέσχε πρόσβαση στα τελικά αποτελέσματα.

56

Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, τα τελικά αποτελέσματα ήταν διαθέσιμα ήδη από τις 2 Ιουλίου 2021, ημερομηνία κατά την οποία η θυγατέρα του προσφεύγοντος μπορούσε, εξάλλου, να μεταφορτώσει βεβαίωση επιτυχούς φοιτήσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μέχρι την ημερομηνία αυτή, η θυγατέρα του προσφεύγοντος έπρεπε να θεωρείται ότι φοιτά κανονικά και πλήρως στο εκπαιδευτικό ίδρυμα που παρείχε την εκπαίδευσή της και, ως εκ τούτου, ο προσφεύγων πληρούσε τις προϋποθέσεις λήψης του σχολικού επιδόματος για τον Ιούλιο του 2021.

57

Κατά συνέπεια, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον αρνήθηκε να χορηγήσει στον προσφεύγοντα το σχολικό επίδομα για τον Ιούλιο του 2021.

58

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, καθόσον αρνείται στον προσφεύγοντα τη χορήγηση των επίμαχων οικονομικών δικαιωμάτων για τον Ιούλιο του 2021.

59

Στη συνέχεια, πρέπει να εξεταστεί αν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που βάλλουν κατά της πρώτης προσβαλλόμενης απόφασης μπορούν να οδηγήσουν στην ακύρωση της απόφασης αυτής και καθόσον αρνείται τη χορήγηση στον προσφεύγοντα των επίμαχων οικονομικών δικαιωμάτων για τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2021.

β)   Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που αφορά την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης

60

Ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης, καθόσον ο ίδιος υφίσταται δυσμενή διάκριση σε σχέση με υπάλληλο του οποίου το τέκνο ολοκληρώνει τις σπουδές του κατά το πέρας της δεύτερης εξεταστικής περιόδου.

61

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

62

Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχείρισης επιτάσσει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά συγκρίσιμες καταστάσεις, ούτε να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο διαφορετικές μεταξύ τους καταστάσεις, εκτός αν η διαφορετική αυτή αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικά. Ειδικότερα, η απαίτηση να είναι οι καταστάσεις συγκρίσιμες προκειμένου να διαπιστωθεί η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων που τις χαρακτηρίζουν [πρβλ. απόφαση της 8ης Μαρτίου 2022, Bezirkshauptmannschaft Hartberg-Fürstenfeld (Άμεσο αποτέλεσμα),C‑205/20, EU:C:2022:168, σκέψεις 54 και 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

63

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η κατάσταση ενός σπουδαστή που επιτυγχάνει στις εξετάσεις του κατά την πρώτη εξεταστική περίοδο διαφέρει από την κατάσταση σπουδαστή ο οποίος θα πρέπει να παρουσιαστεί στη δεύτερη εξεταστική περίοδο με την πιθανότητα να αποτύχει εκ νέου και, ως εκ τούτου, να μην περατώσει τις σπουδές του κατά τη διάρκεια του ίδιου ακαδημαϊκού έτους. Πράγματι, στην πρώτη περίπτωση, μπορεί ήδη να θεωρηθεί ότι ο σπουδαστής ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ο σπουδαστής θα συνεχίσει την εκπαίδευσή του και θα πρέπει να υποβληθεί σε νέες εξετάσεις πριν μπορέσει να περατώσει τις σπουδές του.

64

Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων, του οποίου η θυγατέρα είχε τη δυνατότητα να λάβει γνώση των τελικών αποτελεσμάτων ήδη από τις 2 Ιουλίου 2021 (βλ. σκέψη 43 ανωτέρω), δεν μπορεί βασίμως να εξομοιώσει την κατάστασή του με την κατάσταση υπαλλήλου του οποίου το τέκνο έπρεπε ακόμη να συμμετάσχει, μετά τις 2 Ιουλίου 2021, στη δεύτερη εξεταστική περίοδο.

65

Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

γ)   Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της αρχής της χρηστής διοίκησης

66

Όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου, καθόσον συνεπάγεται αυτεπαγγέλτως αναδρομική ανάκτηση του ποσού των επίμαχων οικονομικών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, ο υπάλληλος δεν μπορεί να γνωρίζει κατά τον χρόνο της συμμετοχής του τέκνου του στην τελευταία εξέταση αν αυτό θα επιτύχει ή όχι στην πρώτη εξεταστική περίοδο, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα ανακοινώνονται αργότερα.

67

Όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι ο φάκελός του αντιμετωπίστηκε κατά τρόπο συγκεχυμένο, διότι η Επιτροπή υιοθέτησε, με την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, θέση πανομοιότυπη με εκείνη της αποφάσεως της 24ης Σεπτεμβρίου 2021, η οποία όμως είχε ακυρωθεί. Συναφώς, ο προσφεύγων διευκρινίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι, δεδομένου ότι η απόφαση με την οποία έγινε δεκτή η πρώτη διοικητική ένσταση δεν τον βλάπτει, δεν ήταν υποχρεωμένη να την αιτιολογήσει. Η σύγχυση αυτή υποχρέωσε τον προσφεύγοντα να υποβάλει δεύτερη διοικητική ένσταση αφορώσα το ίδιο αντικείμενο με την πρώτη.

68

Η Επιτροπή αντικρούει τα ανωτέρω επιχειρήματα.

69

Όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση που αφορά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, επισημαίνεται ότι η αιτίαση αυτή αφορά την περίπτωση στην οποία σε βάρος υπαλλήλου που δηλώνει ότι το τέκνο του περάτωσε τις σπουδές του τη στιγμή που λαμβάνει γνώση των αποτελεσμάτων του μπορεί να επιβληθεί αναδρομική επιστροφή βάσει του άρθρου 85 του ΚΥΚ, όπως θα συνέβαινε, εν προκειμένω, αν ο προσφεύγων είχε δηλώσει ως ημερομηνία περάτωσης σπουδών την 2α Ιουλίου 2021. Πάντως, στο μέτρο που η παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, ακόμη και αν θεωρηθεί βάσιμη, θα συνεπαγόταν, εν προκειμένω, την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης μόνο για τον Ιούλιο του 2021 και όχι για τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2021 (βλ. σκέψη 59 ανωτέρω), η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 2022, Cristescu κατά Επιτροπής, T‑754/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:316, σκέψη 171).

70

Όσον αφορά, δεύτερον, την αιτίαση που αφορά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι, κατά το μέτρο που ο προσφεύγων προβάλλει έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως με την οποία έγινε δεκτή η πρώτη διοικητική ένσταση και φερόμενη κακή διαχείριση του φακέλου του η οποία τον υποχρέωσε να ζητήσει τη συνδρομή δικηγόρου για να συντάξει την πρώτη διοικητική ένσταση, τα εν λόγω επιχειρήματα είναι επίσης αλυσιτελή, καθόσον αφορούν τη νομιμότητα της αποφάσεως της 24ης Σεπτεμβρίου 2021, η οποία όμως δεν αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής.

71

Εν συνεχεία, το γεγονός ότι η Διοίκηση υιοθετεί, κατόπιν ακυρώσεως λόγω προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως, πανομοιότυπη λύση επί της ουσίας δεν αντιβαίνει στην αρχή της χρηστής διοίκησης, δεδομένου ότι η προσβολή αυτή συνεπάγεται απλώς ότι η διοικητική διαδικασία επαναλαμβάνεται από το στάδιο που θίγεται από την παρανομία και όχι κατ’ ανάγκην ότι το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής είναι διαφορετικό.

72

Τέλος, και εν πάση περιπτώσει, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, ο προσφεύγων δεν αποδεικνύει ότι η προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης είχε επίπτωση στο βάσιμο της πρώτης προσβαλλόμενης απόφασης, ικανή να επιφέρει την ακύρωσή της.

73

Επομένως, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

74

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, κατά το μέτρο που αρνείται στον προσφεύγοντα τη χορήγηση των επίμαχων οικονομικών δικαιωμάτων για τον Ιούλιο του 2021.

2.   Επί των λόγων ακυρώσεως που βάλλουν κατά της δεύτερης προσβαλλόμενης απόφασης

75

Κατ’ ουσίαν, με τον πρώτο εκ των υπό κρίση λόγων ακυρώσεως προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος του προσφεύγοντος να του χορηγηθούν τα επίμαχα οικονομικά δικαιώματα και με τον δεύτερο παράβαση του άρθρου 85 του ΚΥΚ.

α)   Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος του προσφεύγοντος να του χορηγηθούν τα επίμαχα οικονομικά δικαιώματα

76

Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στην πρώτη, η οποία είναι παράνομη για τους λόγους που εκτέθηκαν στο πλαίσιο των τριών πρώτων λόγων ακυρώσεως που βάλλουν κατά της πρώτης προσβαλλόμενης απόφασης, η δεύτερη αυτή απόφαση πρέπει επίσης να ακυρωθεί.

77

Η Επιτροπή αντιτείνει ότι, δεδομένου ότι η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση είναι νόμιμη, η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση δεν πρέπει να ακυρωθεί.

78

Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 74 ανωτέρω, ότι η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί καθόσον αρνήθηκε στον προσφεύγοντα τη χορήγηση των επίμαχων οικονομικών δικαιωμάτων για τον Ιούλιο του 2021, το ίδιο ισχύει και για τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση. Πράγματι, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως που βάλλει κατά της πρώτης προσβαλλόμενης απόφασης, το μηνιαίο αυτό ποσό δεν «εισπράχθηκε αχρεωστήτως», κατά την έννοια του άρθρου 85 του ΚΥΚ, η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος που αφορά τα επίμαχα οικονομικά δικαιώματα για τον Ιούλιο του 2021.

79

Στη συνέχεια, πρέπει να εξεταστεί αν ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που βάλλει κατά της δεύτερης προσβαλλόμενης απόφασης μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της ίδιας απόφασης και κατά το μέρος που αφορά τα επίμαχα οικονομικά δικαιώματα για τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2021.

β)   Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 85 του ΚΥΚ

80

Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι ήταν απολύτως πεπεισμένος ότι μπορούσε να εισπράξει τα επίμαχα οικονομικά δικαιώματα μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2021, ιδίως λόγω του ότι, αφενός, δεν υφίσταται διάταξη ή νομολογία που να επιβεβαιώνει την πρακτική του PMO και, αφετέρου, η Διοίκηση του κατέβαλε 3500 ευρώ «λόγω της ακύρωσης» της αποφάσεως της 24ης Σεπτεμβρίου 2021. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν απέδειξε ούτε ότι είχε πράγματι γνώση του παράτυπου χαρακτήρα των καταβολών των επίμαχων οικονομικών δικαιωμάτων ούτε ότι η παρατυπία αυτή ήταν τόσο πρόδηλη ώστε να μην μπορούσε να την αγνοεί.

81

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

82

Το άρθρο 85 του ΚΥΚ ορίζει ότι «[κ]άθε ποσό που ελήφθη αχρεωστήτως αναζητείται αν ο λαβών εγνώριζε την αντικανονικότητα της καταβολής ή αν η αντικανονικότητα αυτή ήταν τόσο εμφανής ώστε δεν ηδύνατο να την αγνοεί». Από τη διάταξη αυτήν προκύπτει ότι, προκειμένου να αναζητηθεί ποσό το οποίο καταβλήθηκε αδικαιολογήτως, είναι αναγκαίο να αποδειχτεί ότι ο δικαιούχος είχε πράγματι γνώση του αντικανονικού χαρακτήρα της πληρωμής ή ότι η καταβολή ήταν τόσο εμφανώς αντικανονική ώστε ο λαβών να μην μπορούσε να αγνοεί τον αντικανονικό της χαρακτήρα (βλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2018, Spagnolli κ.λπ. κατά Επιτροπής,T‑568/16 και T‑599/16, EU:T:2018:347, σκέψη 145 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

83

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί απορρίψεως της δεύτερης διοικητικής ένστασης και όπως διευκρίνισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ΑΔΑ είχε την πρόθεση να στηρίξει τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση στη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 85 του ΚΥΚ.

84

Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο θα περιοριστεί, στο πλαίσιο της αναλύσεώς του, να εξακριβώσει κατά πόσον η Επιτροπή μπορούσε να θεωρήσει ότι η καταβολή ήταν τόσο εμφανώς αντικανονική ώστε ο προσφεύγων να μην μπορούσε να αγνοεί τον αντικανονικό της χαρακτήρα.

85

Κατά πάγια νομολογία, η έκφραση «τόσο εμφανής» που χαρακτηρίζει την αντικανονικότητα της καταβολής κατά την έννοια του άρθρου 85, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ δεν σημαίνει ότι ο λαβών αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά απαλλάσσεται από κάθε προσπάθεια σκέψεως ή ελέγχου. Αντιθέτως, πρέπει να λάβει χώρα επιστροφή όταν πρόκειται για σφάλμα που δεν διαφεύγει από έναν υπάλληλο ο οποίος επιδεικνύει τη συνήθη επιμέλεια και γνωρίζει τους κανόνες που διέπουν τις αποδοχές του (βλ. απόφαση της 18ης Ιουνίου 2019, Quadri di Cardano κατά Επιτροπής, T‑828/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:422, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

86

Επιπροσθέτως, δεν είναι απαραίτητο να μπορεί ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος, στο πλαίσιο του καθήκοντος επιμελείας που υπέχει, να καθορίσει με ακρίβεια την έκταση του σφάλματος της Διοικήσεως. Αρκεί, συναφώς, να αμφιβάλλει ως προς την κανονικότητα των επίμαχων καταβολών, οπότε είναι υποχρεωμένος να ενημερώσει σχετικά τη Διοίκηση ώστε αυτή να προβεί στους αναγκαίους ελέγχους (βλ. απόφαση της 18ης Ιουνίου 2019, Quadri di Cardano κατά Επιτροπής, T‑828/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:422, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

87

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 43 ανωτέρω, το εκπαιδευτικό ίδρυμα παρέσχε πρόσβαση στα τελικά αποτελέσματα της εκπαίδευσης που παρακολούθησε η θυγατέρα του προσφεύγοντος ήδη από τις 2 Ιουλίου 2021, ημερομηνία κατά την οποία η θυγατέρα του προσφεύγοντος είχε ήδη, εξάλλου, τη δυνατότητα να μεταφορτώσει βεβαίωση επιτυχούς φοιτήσεως. Επιπλέον, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Γενικό Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η θυγατέρα του προσφεύγοντος παρακολούθησε την εν λόγω εκπαίδευση, ή οποιοδήποτε άλλο πρόγραμμα εκπαίδευσης, μετά τις 2 Ιουλίου 2021, όπερ θα μπορούσε να δικαιολογήσει την πλήρωση των προϋποθέσεων για τη χορήγηση των επίμαχων οικονομικών δικαιωμάτων από τον Αύγουστο του 2021 και μετά.

88

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω περιστάσεων, μπορούσαν να δημιουργηθούν στον προσφεύγοντα αμφιβολίες μήπως δεν πληρούσε πλέον τις προϋποθέσεις χορήγησης των επίμαχων οικονομικών δικαιωμάτων από τον Αύγουστο του 2021 και μετά.

89

Επομένως, δεδομένου ότι η αντικανονικότητα της καταβολής αυτής ήταν εμφανής, ο προσφεύγων δεν μπορούσε να την αγνοεί.

90

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως και να ακυρωθεί η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση μόνον κατά το μέρος που αφορά τα επίμαχα οικονομικά δικαιώματα για τον Ιούλιο του 2021.

Β. Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

91

Ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι υπέστη υλική ζημία ύψους 2441,84 ευρώ, η οποία αντιστοιχεί στο ποσό των εξόδων για την αμοιβή δικηγόρου στα οποία υποβλήθηκε για τη σύνταξη της πρώτης διοικητικής ένστασης που υπέβαλε, λόγω παραβίασης εκ μέρους της Επιτροπής των αρχών της χρηστής διοίκησης, της ασφάλειας δικαίου και της «προβλεψιμότητας», δεδομένου ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ήταν πανομοιότυπες με εκείνες που ακυρώθηκαν με την απόφαση η οποία έκανε δεκτή την πρώτη διοικητική ένσταση.

92

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

93

Υπενθυμίζεται ότι τα έξοδα για την αμοιβή δικηγόρου στα οποία υποβλήθηκε ο προσφεύγων κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, δεν μπορούν να συνιστούν υλική ζημία δυνάμενη να αποκατασταθεί, στο μέτρο που η προσφυγή σε δικηγόρο δεν επιβάλλεται από τους κανόνες του ΚΥΚ κατά το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο και, επομένως, εμπίπτει αποκλειστικά στην προσωπική ευθύνη του οικείου υπαλλήλου. Πάντως, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας της υπό κρίση υποθέσεως δεν προκύπτει η ύπαρξη τέτοιων εξαιρετικών περιστάσεων (πρβλ. απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2022, OA κατά ΕΟΚΕ, T‑671/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:82, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

94

Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 71 ανωτέρω, το γεγονός ότι η Διοίκηση υιοθετεί, κατόπιν ακυρώσεως λόγω προσβολής του δικαιώματος ακρόασης, πανομοιότυπη λύση επί της ουσίας δεν αντιβαίνει στην αρχή της χρηστής διοίκησης ούτε, εξάλλου, στην αρχή της ασφάλειας δικαίου και στην «αρχή της προβλεψιμότητας», επί των οποίων ο προσφεύγων ουδόλως προέβαλε επιχειρήματα, και δεν μπορεί, επομένως, να συνιστά παρανομία δυνάμενη να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

95

Ως εκ τούτου, το αίτημα του προσφεύγοντος για αποκατάσταση προβαλλόμενης υλικής ζημίας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

96

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πρέπει να ακυρωθούν κατά το μέρος που αφορούν τα επίμαχα οικονομικά δικαιώματα για τον Ιούλιο του 2021 και να απορριφθεί η προσφυγή κατά τα λοιπά.

IV. Επί των δικαστικών εξόδων

97

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

98

Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε ως προς το ουσιώδες μέρος του αιτήματός της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει την απόφαση του Γραφείου Διαχείρισης και Εκκαθάρισης των Ατομικών Δικαιωμάτων (PMO) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 11ης Μαΐου 2022, με την οποία καταργήθηκαν το δικαίωμα του VA να λαμβάνει, από 1ης Ιουλίου 2021, το επίδομα συντηρούμενου τέκνου και το σχολικό επίδομα καθώς και η έκπτωση φόρου που συνδέεται με τα επιδόματα αυτά, καθώς και την απόφαση του PMO, της 13ης Ιουνίου 2022, με την οποία διατάχθηκε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 85 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ανάκτηση των καταβληθέντων δυνάμει των ως άνω οικονομικών δικαιωμάτων, κατά το μέρος που οι αποφάσεις αφορούν τα εν λόγω δικαιώματα για τον Ιούλιο του 2021.

 

2)

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή-αγωγή.

 

3)

Η Επιτροπή φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο VA.

 

Παπασάββας

Svenningsen

Laitenberger

Martín y Pérez de Nanclares

Stancu

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Ιουνίου 2024.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.