ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 17ης Απριλίου 2024 ( *1 )

«Φυτικές ποικιλίες – Χορήγηση κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας για την ποικιλία πατάτας Melrose – Μη καταβολή του ετήσιου τέλους εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών – Ανάκληση του δικαιώματος – Αίτηση επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση – Προϋποθέσεις κοινοποίησης των αποφάσεων και των ανακοινώσεων του ΚΓΦΠ»

Στην υπόθεση T‑2/23,

Romagnoli Fratelli SpA, με έδρα την Bologna (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από την E. Truffo και τον A. Iurato, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ), εκπροσωπούμενου από τις M. García-Moncó Fuente και Á. Martínez López,

καθού,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Schalin, πρόεδρο, I. Nõmm (εισηγητή) και G. Steinfatt, δικαστές,

γραμματέας: V. Di Bucci

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα για τον καθορισμό ημερομηνίας διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός τριών εβδομάδων από την επίδοση του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιήθηκε η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την προσφυγή που άσκησε βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα, Romagnoli Fratelli SpA, ζητεί να ακυρωθεί η απόφαση του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ) της 7ης Νοεμβρίου 2022 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

Ιστορικό της διαφοράς

2

Στις 10 Δεκεμβρίου 2009 η προσφεύγουσα υπέβαλε στο ΚΓΦΠ αίτηση για τη χορήγηση κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών (ΕΕ 1994, L 227, σ. 1). Η αίτηση αυτή καταχωρίστηκε υπό τον αριθμό 2009/2240.

3

Η φυτική ποικιλία την οποία αφορούσε η αίτηση για τη χορήγηση κοινοτικού δικαιώματος είναι η ποικιλία πατάτας Melrose, που ανήκει στο είδος Solanum tuberosum L.

4

Με απόφαση του ΚΓΦΠ της 20ής Φεβρουαρίου 2012, παραχωρήθηκε κοινοτικό δικαίωμα για την επίμαχη φυτική ποικιλία.

5

Στις 27 Οκτωβρίου 2021 το ΚΓΦΠ εξέδωσε χρεωστικό σημείωμα σχετικά με την καταβολή του ετήσιου τέλους για το κοινοτικό δικαίωμα επί της επίμαχης φυτικής ποικιλίας και το απέστειλε στην προσφεύγουσα στην προσωπική μερίδα της, που αποκαλείται «MyPVR».

6

Δεδομένου ότι το χρεωστικό σημείωμα δεν είχε εξοφληθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας, στις 10 Ιανουαρίου 2022 απεστάλη στην προσφεύγουσα επίσημη όχληση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 83, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94, μέσω της προσωπικής μερίδας MyPVR. Με την εν λόγω όχληση, το ΚΓΦΠ καλούσε την προσφεύγουσα να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό για το ετήσιο τέλος εντός προθεσμίας ενός μηνός, προκειμένου να αποφευχθεί η ανάκληση του κοινοτικού δικαιώματος επί της επίμαχης φυτικής ποικιλίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 21, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού.

7

Στις 16 Φεβρουαρίου 2022, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν είχε μεταφορτώσει τα έγγραφα σχετικά με το ετήσιο τέλος από την προσωπική της μερίδα MyPVR, το ΚΓΦΠ τής απέστειλε άλλη όχληση μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, χωρίς ωστόσο να παρατείνει την προθεσμία καταβολής.

8

Στις 21 Μαρτίου 2022, δεδομένου ότι το ετήσιο τέλος δεν είχε καταβληθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το ΚΓΦΠ ανακάλεσε το κοινοτικό δικαίωμα επί της επίμαχης φυτικής ποικιλίας. Η απόφαση σχετικά με την ανάκληση κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 22 Μαρτίου 2022.

9

Στις 6 Μαΐου 2022 η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση, βάσει του άρθρου 80 του κανονισμού 2100/94, όσον αφορά την προθεσμία καταβολής του ετήσιου τέλους.

10

Στις 6 Μαΐου 2022 η προσφεύγουσα εξόφλησε το ετήσιο τέλος το οποίο δεν είχε καταβληθεί έως τότε.

11

Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ΚΓΦΠ απέρριψε την αίτηση της προσφεύγουσας περί επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση. Η αίτηση απορρίφθηκε με την αιτιολογία, αφενός, ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 80, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94 και, αφετέρου, ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι αντιμετώπισε απρόβλεπτες περιστάσεις και ότι έλαβε όλα τα δέοντα μέτρα, ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 80, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

Αιτήματα των διαδίκων

12

Η προσφεύγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει το ΚΓΦΠ στα δικαστικά έξοδα.

13

Το ΚΓΦΠ ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Επί του παραδεκτού

14

Το ΚΓΦΠ ζητεί να απορριφθεί η προσφυγή στο σύνολό της ως απαράδεκτη, δεδομένου ότι αυτή δεν βρίσκει κανένα νομικό έρεισμα ούτε στον κανονισμό 2100/94 ούτε στον κανονισμό (ΕΚ) 874/2009 της Επιτροπής, της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 2100/94 όσον αφορά τους διαδικαστικούς κανόνες ενώπιον του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΕΕ 2009, L 251, σ. 3). Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη νομικού ερείσματος στους κανονισμούς αυτούς, το ΚΓΦΠ αμφισβητεί επίσης τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

15

Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τα επιχειρήματα του ΚΓΦΠ.

16

Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικώς, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων οι οποίες το αφορούν άμεσα και για την εφαρμογή των οποίων δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα.

17

Κατά το άρθρο 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι πράξεις για τη δημιουργία λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης μπορούν να προβλέπουν ειδικές προϋποθέσεις και πρακτικές ρυθμίσεις όσον αφορά τις προσφυγές που ασκούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά πράξεων αυτών των λοιπών οργάνων ή οργανισμών που προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι των εν λόγω προσώπων.

18

Κατά πάγια νομολογία, πρέπει να θεωρούνται ως δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως όλες οι διατάξεις ή τα μέτρα που θεσπίζονται από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, ανεξάρτητα από τη μορφή τους, και αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων, ικανών να επηρεάσουν τα συμφέροντα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση (βλ. απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2019, International Management Group κατά Επιτροπής, C‑183/17 P και C‑184/17 P, EU:C:2019:78, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

19

Ως προς το ζήτημα αυτό, αρκεί να επισημανθεί, πρώτον, ότι η προσφεύγουσα είναι αποδέκτρια της προσβαλλόμενης απόφασης και, δεύτερον, ότι με την απόφαση αυτή το ΚΓΦΠ διατύπωσε χωρίς αμφισημία την τελική του θέση σχετικά με την επίμαχη αίτηση επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση, παράγοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα της προσφεύγουσας.

20

Εντούτοις, το ΚΓΦΠ υποστηρίζει ότι, βάσει του άρθρου 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, μπορεί να αποφαίνεται επί των αιτήσεων επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση χωρίς να είναι δυνατή προσβολή της απόφασής του ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΚΓΦΠ ή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται προσφυγή κατά αυτής ούτε από τον κανονισμό 2100/94 ούτε από τον κανονισμό 874/2009, οι οποίοι αποτελούν τις «ειδικές προϋποθέσεις και πρακτικές ρυθμίσεις» κατά την έννοια του πέμπτου εδαφίου του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, κατά την άποψή του, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

21

Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι από το άρθρο 2 ΣΕΕ προκύπτει ότι η Ένωση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στις αξίες της ισότητας και του κράτους δικαίου. Η ύπαρξη αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου προς διασφάλιση της τήρησης των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ύπαρξη κράτους δικαίου (βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, EUSC κατά KF, C‑14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

22

Το άρθρο 19 ΣΕΕ, το οποίο συγκεκριμενοποιεί την αξία του κράτους δικαίου που κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, αναθέτει στα εθνικά δικαστήρια και στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης την υποχρέωση να διασφαλίζουν την πλήρη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στο σύνολο των κρατών μελών, καθώς και την αποτελεσματική ένδικη προστασία που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο αυτό, ενώ το Δικαστήριο έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για την οριστική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης (βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, EUSC κατά KF, C‑14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

23

Επιπλέον, κατά το άρθρο 256, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό επί των προσφυγών που αναφέρονται στα άρθρα 263, 265, 268, 270 και 272 ΣΛΕΕ, με εξαίρεση αυτές που έχουν ανατεθεί σε ειδικευμένο δικαστήριο που συστήνεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 257 ΣΛΕΕ και αυτές που ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιφυλάσσει στο Δικαστήριο.

24

Κατά συνέπεια, το δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης αποτελείται από ένα πλήρες σύνολο ένδικων βοηθημάτων και διαδικασιών με σκοπό τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης (βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, EUSC κατά KF, C‑14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25

Επομένως, μολονότι οι «ειδικές προϋποθέσεις και πρακτικές ρυθμίσεις» του άρθρου 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ παρέχουν, βεβαίως, τη δυνατότητα θέσπισης, από θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης, εσωτερικών προϋποθέσεων και ρυθμίσεων, εφαρμοστέων πριν από την άσκηση ένδικης προσφυγής, που διέπουν, μεταξύ άλλων, τη λειτουργία ενός μηχανισμού αυτοελέγχου ή τη διεξαγωγή διαδικασίας συμβιβασμού, εντούτοις οι εν λόγω προϋποθέσεις και πρακτικές ρυθμίσεις δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιτρέπουν σε θεσμικό όργανο της Ένωσης να εξαιρεί τις διαφορές που συνεπάγονται την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από την αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Ένωσης (βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, EUSC κατά KF, C‑14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26

Εξάλλου, από το άρθρο 81, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 προκύπτει ότι, εφόσον στον κανονισμό ή στις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει αυτού δεν προβλέπονται διαδικαστικές διατάξεις, το ΚΓΦΠ εφαρμόζει τις αρχές του δικονομικού δικαίου που είναι γενικά αναγνωρισμένες στα κράτη μέλη.

27

Ως προς το ζήτημα αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ –που προβλέπει τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής κατά των πράξεων των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης– εκφράζεται ακριβώς μια τέτοια «αρχ[ή] του δικονομικού δικαίου που είναι γενικά αναγνωρισμέν[η] στα κράτη μέλη» κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 81, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94. Ως εκ τούτου, μολονότι ο κανονισμός 2100/94 δεν προβλέπει ρητώς δυνατότητα προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΚΓΦΠ ή ευθέως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τις αποφάσεις που λαμβάνει το ΚΓΦΠ επί αιτήσεων επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 80 του κανονισμού 2100/94, εντούτοις υπάρχει μέσο ένδικης προστασίας δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 και του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

28

Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι η απονομή στο ΚΓΦΠ αποκλειστικής αρμοδιότητας για την ερμηνεία και την εφαρμογή του κανονισμού 2100/94 και, ιδίως, του άρθρου του 80 προσκρούει στη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 21 έως 25 ανωτέρω (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, EUSC κατά KF, C‑14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 64).

29

Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, δεν συντρέχει ο λόγος απαραδέκτου που προέβαλε το ΚΓΦΠ.

Επί της ουσίας

30

Η προσφυγή στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, σε δύο λόγους ακυρώσεως, με τον πρώτο εκ των οποίων προβάλλεται παράβαση του άρθρου 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 και με τον δεύτερο παράβαση του άρθρου 65 του κανονισμού 874/2009.

Επί του παραδεκτού των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν το πρώτον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

31

Διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από τον φάκελο του ΚΓΦΠ, τα επισυναπτόμενα στο δικόγραφο της προσφυγής παραρτήματα 1, 8 έως 12, 14 έως 16 και 23 έως 25 δεν προσκομίστηκαν από την προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία ενώπιον του ΚΓΦΠ.

32

Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η νομιμότητα μιας πράξης της Ένωσης πρέπει να εκτιμάται βάσει των στοιχείων που το θεσμικό όργανο μπορούσε να έχει στη διάθεσή του όταν την εξέδωσε. Δεν επιτρέπεται η επίκληση ενώπιον του δικαστή της Ένωσης πραγματικών περιστατικών τα οποία δεν είχαν προβληθεί κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ. απόφαση της 8ης Μαρτίου 2023, Novasol κατά ECHA, T‑70/22, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2023:106, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι τα παραρτήματα που απαριθμούνται στη σκέψη 31 ανωτέρω προσκομίστηκαν το πρώτον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον έλεγχο νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθούν.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94

34

Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο αιτιάσεις που αφορούν, η πρώτη, ανωτέρα βία ή απρόβλεπτες περιστάσεις εξαιτίας της πανδημίας της νόσου COVID‑19 που δικαιολογούν, κατά την άποψή της, τη μη εμπρόθεσμη καταβολή του καθορισθέντος από το ΚΓΦΠ ετήσιου τέλους και, η δεύτερη, εσφαλμένη ερμηνεία, εκ μέρους του ΚΓΦΠ, των υποβληθέντων από αυτήν αποδεικτικών στοιχείων.

35

Το ΚΓΦΠ αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

36

Κατά το άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94, εάν ο αιτών κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας ή ο κάτοχος του δικαιώματος ή κάθε άλλο μέρος που μετέχει στη διαδικασία ενώπιον του ΚΓΦΠ, παρότι έλαβε όλα τα δέοντα μέτρα για τις ειδικές περιστάσεις, δεν μπόρεσε να τηρήσει μια προθεσμία έναντι του ΚΓΦΠ, τα δικαιώματά του αποκαθίστανται, κατόπιν αιτήσεώς του, εάν η μη τήρηση της προθεσμίας είχε ως άμεση συνέπεια, δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, την απώλεια δικαιώματος ή μέσου αποκατάστασης.

37

Από το άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 προκύπτει ότι η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση εξαρτάται από δύο προϋποθέσεις, εκ των οποίων η πρώτη είναι ότι ο ενδιαφερόμενος έλαβε όλα τα δέοντα μέτρα για τις ειδικές περιστάσεις και η δεύτερη ότι η εκ μέρους του μη τήρηση προθεσμίας είχε ως άμεση συνέπεια την απώλεια δικαιώματος ή μέσου αποκατάστασης [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, Prinz Sobieski zu Schwarzenberg κατά ΓΕΕΑ – British-American Tobacco Polska (Romuald Prinz Sobieski zu Schwarzenberg), T‑271/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:478, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

38

Επιπλέον, η τήρηση των προθεσμιών είναι ζήτημα δημοσίας τάξεως και η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση μπορεί να θίξει την ασφάλεια δικαίου. Κατά συνέπεια, οι προϋποθέσεις της επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση χρήζουν στενής ερμηνείας [πρβλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 9ης Δεκεμβρίου 2022, AMO Development κατά EUIPO (Ιατρικός εξοπλισμός), T‑311/22, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:822, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

39

Εν προκειμένω, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, την εκτίμηση του ΚΓΦΠ όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση που μνημονεύθηκε στη σκέψη 37 ανωτέρω, καθόσον το ΚΓΦΠ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε, αφενός, ότι αντιμετώπιζε απρόβλεπτες περιστάσεις και, αφετέρου, ότι έλαβε όλα τα δέοντα μέτρα για τις περιστάσεις αυτές.

40

Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η συνδρομή τέτοιων απρόβλεπτων περιστάσεων αποδεικνύεται, αφενός, λόγω της απροσδόκητης κατάστασης εξαιτίας της πανδημίας της νόσου COVID‑19 που προκάλεσε την απουσία της μόνης υπαλλήλου της που ήταν υπεύθυνη για την αλληλογραφία με το ΚΓΦΠ και, αφετέρου, λόγω της κυβερνοεπίθεσης που υπέστη.

41

Όσον αφορά την κυβερνοεπίθεση την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη η προσφεύγουσα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση, δεν έγινε ενώπιον του ΚΓΦΠ επίκληση του επιχειρήματος αυτού, ούτε προσκομίστηκαν αποδεικτικά στοιχεία που να το τεκμηριώνουν. Ως εκ τούτου, υπό το πρίσμα της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 32 ανωτέρω, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

42

Όσον αφορά τις απρόβλεπτες περιστάσεις εξαιτίας της πανδημίας της νόσου COVID‑19 που προκάλεσαν την απουσία της μόνης υπαλλήλου που ήταν υπεύθυνη για την αλληλογραφία με το ΚΓΦΠ, η προσφεύγουσα προσκόμισε ένα μόνο αποδεικτικό στοιχείο, ήτοι την από 7 Ιουνίου 2022 βεβαίωση της Confcommercio Ascom Bologna με την οποία πιστοποιείται ότι, από τον Οκτώβριο του 2021 έως τον Απρίλιο του 2022, το διοικητικό προσωπικό της προσφεύγουσας είχε συμπληρώσει 600 ώρες απουσίας λόγω ασθένειας συνδεόμενης με τη νόσο COVID‑19. Επιπλέον, στο από 7 Ιουνίου 2022 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε στο ΚΓΦΠ, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι η εν λόγω υπάλληλος είχε απουσιάσει δύο φόρες λόγω της νόσου COVID‑19 κατά τη διάρκεια των πέντε μηνών που είχαν προηγηθεί.

43

Ως προς το ζήτημα αυτό, διαπιστώνεται ότι στην από 7 Ιουνίου 2022 βεβαίωση της Confcommercio Ascom Bologna σχετικά με τη συνολική απώλεια ωρών εργασίας όσον αφορά ολόκληρο το προσωπικό της προσφεύγουσας, δεν γίνεται μνεία του αριθμού ωρών ή ημερών ούτε του χρονικού διαστήματος κατά τη διάρκεια των οποίων η μόνη υπάλληλος που ήταν υπεύθυνη, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, για την αλληλογραφία με το ΚΓΦΠ απουσίαζε και, επομένως, δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει τα καθήκοντα που της είχαν ανατεθεί σχετικά με την αλληλογραφία με το ΚΓΦΠ. Ως εκ τούτου, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι η εν λόγω υπάλληλος απουσίαζε και ότι, για τον λόγο αυτόν, αντιμετώπισε ειδικές περιστάσεις λόγω της πανδημίας της νόσου COVID‑19 οι οποίες την εμπόδισαν να τηρήσει την προθεσμία καταβολής του ετήσιου τέλους.

44

Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι είναι επιχείρηση μεσαίου μεγέθους, δεν είχε τα οικονομικά μέσα προκειμένου να προσλάβει επιπλέον προσωπικό για να αντικαταστήσει το προσωπικό που απουσίαζε με αναρρωτική άδεια.

45

Ως προς το ζήτημα αυτό, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε, με την αίτηση επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση, άλλο αποδεικτικό στοιχείο εκτός από την από 7 Ιουνίου 2022 βεβαίωση της Confcommercio Ascom Bologna για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 42 ανωτέρω. Ως εκ τούτου, ελλείψει οποιουδήποτε σχετικού αποδεικτικού στοιχείου, η διαπίστωση και μόνο της ανεπάρκειας των οικονομικών μέσων της προσφεύγουσας για την πρόσληψη επιπλέον προσωπικού δεν είναι ικανή να καταδείξει αφ’ εαυτής ότι η προσφεύγουσα αντιμετώπισε απρόβλεπτες περιστάσεις και ότι έλαβε όλα τα δέοντα μέτρα για τις περιστάσεις αυτές προκειμένου να τηρήσει την ταχθείσα από το ΚΓΦΠ προθεσμία καταβολής του ετήσιου τέλους.

46

Περαιτέρω, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους δεν εφαρμόστηκαν άλλες πιθανές λύσεις για να αντιμετωπιστεί η απουσία της υπαλλήλου της η οποία ήταν υπεύθυνη για την αλληλογραφία με το ΚΓΦΠ. Παραδείγματος χάριν, ακόμη και αν αποδεικνυόταν η απουσία της υπαλλήλου, όπερ δεν συμβαίνει εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ουδόλως εξέθεσε ούτε τεκμηρίωσε με αποδείξεις τους λόγους οι οποίοι την εμπόδισαν επί χρονικό διάστημα πέντε μηνών να αναθέσει τα καθήκοντα της εν λόγω υπαλλήλου σε άλλο μέλος του προσωπικού της και να του διαβιβάσει τους κωδικούς πρόσβασης στην προσωπική μερίδα MyPVR.

47

Εξάλλου, στις 16 Φεβρουαρίου 2022 το ΚΓΦΠ απέστειλε στην προσφεύγουσα πρόσθετο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με το οποίο την κάλεσε να συμβουλευθεί την προσωπική της μερίδα MyPVR και της γνωστοποίησε ότι ήταν στη διάθεσή της για κάθε επιπλέον πληροφορία σχετικά με την πρόσβαση στο MyPVR. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα είχε προβλήματα πρόσβασης στο MyPVR, διαπιστώνεται ότι ούτε αντέδρασε στο εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ούτε ζήτησε σχετική βοήθεια. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι έλαβε όλα τα δέοντα μέτρα για τις περιστάσεις κατά την έννοια του άρθρου 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94.

48

Κατά συνέπεια, ορθώς το ΚΓΦΠ, αφού έλαβε υπόψη τα πραγματικά στοιχεία που του είχαν υποβληθεί κατά τον χρόνο της αίτησης επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει ότι αντιμετώπισε ειδικές περιστάσεις και ότι έλαβε όλα τα δέοντα μέτρα για τις περιστάσεις αυτές.

49

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 65 του κανονισμού 874/2009

50

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι δεν έλαβε την από 10 Ιανουαρίου 2022 όχληση την οποία της απέστειλε το ΚΓΦΠ σχετικά με το μη καταβληθέν ετήσιο τέλος και προσάπτει στο ΚΓΦΠ ότι παρέβη το άρθρο 65 του κανονισμού 874/2009, δεδομένου ότι δεν απέδειξε ότι η όχληση αυτή όντως κοινοποιήθηκε και παρελήφθη. Δεύτερον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί γενικώς ότι η προσωπική μερίδα MyPVR μπορεί να θεωρηθεί ως επίσημος τρόπος κοινοποίησης εγγράφων και αποφάσεων κατά την έννοια του κανονισμού 2100/94 και του κανονισμού 874/2009 και, κατά συνέπεια, βάλλει κατά της δυνατότητας εφαρμογής των όρων χρήσης των ηλεκτρονικών συστημάτων κοινοποίησης εγγράφων από και προς το ΚΓΦΠ (στο εξής: γενικοί όροι του MyPVR), όπως αυτοί καθορίστηκαν με την από 20 Δεκεμβρίου 2016 απόφαση του προέδρου του ΚΓΦΠ.

51

Το ΚΓΦΠ αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

52

Πρώτον, πρέπει να εξεταστεί αν η προσωπική μερίδα MyPVR μπορεί να θεωρηθεί ως επίσημος τρόπος κοινοποίησης εγγράφων και αποφάσεων κατά την έννοια των κανονισμών 2100/94 και 874/2009. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το από 27 Οκτωβρίου 2021 χρεωστικό σημείωμα και η από 10 Ιανουαρίου 2022 όχληση κοινοποιήθηκαν μέσω της προσωπικής μερίδας MyPVR, πρέπει να εξεταστεί αν η χρήση της προσωπικής αυτής μερίδας αποτελεί έγκυρο τρόπο επίσημης κοινοποίησης των δύο αυτών εγγράφων.

53

Κατά το άρθρο 79 του κανονισμού 2100/94, το ΚΓΦΠ προβαίνει αυτεπαγγέλτως στην επίδοση όλων των αποφάσεων και κλητεύσεων, καθώς και των κοινοποιήσεων και ανακοινώσεων που αποτελούν αφετηρία προθεσμιών ή που πρέπει να επιδοθούν σύμφωνα με άλλες διατάξεις του εν λόγω κανονισμού ή με διατάξεις που εκδίδονται δυνάμει αυτού ή κατόπιν διαταγής του προέδρου του ΚΓΦΠ. Οι επιδόσεις μπορούν να πραγματοποιούνται από τις αρμόδιες υπηρεσίες ποικιλιών των κρατών μελών.

54

Επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, δεδομένου ότι τόσο με το από 27 Οκτωβρίου 2021 χρεωστικό σημείωμα όσο και με την από 10 Ιανουαρίου 2022 όχληση τάχθηκε προθεσμία την οποία όφειλε να τηρήσει η προσφεύγουσα, τα έγγραφα αυτά μπορούν να θεωρηθούν ως «κοινοποιήσ[εις ή] ανακοινώσ[εις] που τάσσουν προθεσμία» κατά την έννοια του άρθρου 79 του κανονισμού 2100/94.

55

Κατά το άρθρο 64, παράγραφος 4, του κανονισμού 874/2009, τα έγγραφα ή τα αντίγραφά τους που περιέχουν πράξεις για τις οποίες το άρθρο 79 του κανονισμού 2100/94 προβλέπει αυτεπάγγελτη επίδοση επιδίδονται με ηλεκτρονικά μέσα τα οποία καθορίζονται από τον πρόεδρο του ΚΓΦΠ ή με ταχυδρομικά μέσα με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής.

56

Από το γράμμα του άρθρου 64, παράγραφος 4, του κανονισμού 874/2009 προκύπτει ότι, αφενός, οι κοινοποιήσεις και οι ανακοινώσεις του ΚΓΦΠ που αποτελούν αφετηρία προθεσμιών, κατά την έννοια του άρθρου 79 του κανονισμού 2100/94, μπορούν να επιδίδονται με ηλεκτρονικά μέσα και, αφετέρου, ότι τα ηλεκτρονικά αυτά μέσα επίδοσης καθορίζονται από τον πρόεδρο του ΚΓΦΠ.

57

Σύμφωνα με το άρθρο 64, παράγραφος 4, του κανονισμού 874/2009, στις 20 Δεκεμβρίου 2016 ο πρόεδρος του ΚΓΦΠ εξέδωσε απόφαση σχετικά με την ηλεκτρονική κοινοποίηση εγγράφων από και προς το ΚΓΦΠ.

58

Το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της από 20 Δεκεμβρίου 2016 απόφασης του προέδρου του ΚΓΦΠ ορίζει ότι το ΚΓΦΠ θα καταστήσει διαθέσιμη πλατφόρμα ηλεκτρονικής επικοινωνίας, στον ιστότοπό του «www.cpvo.europa.eu», η οποία θα παρέχει τη δυνατότητα στους χρήστες να λαμβάνουν, να βλέπουν στην οθόνη τους, να εκτυπώνουν και να αποθηκεύουν όλα τα έγγραφα και τις κοινοποιήσεις που διατίθενται με ηλεκτρονικά μέσα και διαβιβάζονται από το ΚΓΦΠ, καθώς και την απάντηση στις κοινοποιήσεις και στις αιτήσεις προσβάσεως σε φάκελο και άλλα έγγραφα. Ο χώρος αυτός ηλεκτρονικής επικοινωνίας («προσωπική μερίδα») είναι ένα σύστημα στο οποίο η πρόσβαση περιορίζεται σε συγκεκριμένους χρήστες και θα καλείται «MyPVR».

59

Το άρθρο 3, τέταρτο εδάφιο, της από 20 Δεκεμβρίου 2016 απόφασης του προέδρου του ΚΓΦΠ προβλέπει ότι, όταν ολοκληρωθεί η ανάπτυξή του, το MyPVR θα παρέχει τη δυνατότητα ηλεκτρονικής παραλαβής όλων των ανακοινώσεων του ΚΓΦΠ. Αν ο χρήστης επιλέξει τη δυνατότητα αυτήν, το ΚΓΦΠ θα αποστέλλει όλες τις κοινοποιήσεις σε ηλεκτρονική μορφή μέσω της προσωπικής μερίδας, εκτός εάν αυτό δεν είναι τεχνικά εφικτό.

60

Κατά το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, της από 20 Δεκεμβρίου 2016 απόφασης του προέδρου του ΚΓΦΠ, άπαξ και ο χρήστης έχει ενεργοποιήσει τη δυνατότητα ηλεκτρονικής επικοινωνίας με το ΚΓΦΠ, όλες οι επίσημες κοινοποιήσεις εκ μέρους του ΚΓΦΠ οι οποίες είναι διαθέσιμες σε ηλεκτρονική μορφή θα του διαβιβάζονται μέσω του MyPVR. Τα έγγραφα που περιέχουν πράξεις για τις οποίες το άρθρο 79 του κανονισμού 2100/94 προβλέπει αυτεπάγγελτη επίδοση θα κοινοποιούνται μέσω του MyPVR.

61

Κατά το άρθρο 6 της από 20 Δεκεμβρίου 2016 απόφασης του προέδρου του ΚΓΦΠ, στους αναρτώμενους στον ιστότοπο του ΚΓΦΠ γενικούς όρους χρήσης σχετικά με την ηλεκτρονική κοινοποίηση εγγράφων από και προς το ΚΓΦΠ με χρήση του MyPVR θα εξειδικεύονται οι διαθέσιμες ηλεκτρονικές λειτουργίες, οι σχετικοί με αυτές όροι και οι τεχνικές προϋποθέσεις για τις προερχόμενες από το ΚΓΦΠ ή απευθυνόμενες σε αυτό ηλεκτρονικές κοινοποιήσεις και/ή ανακοινώσεις, καθώς και οι δεσμεύσεις που πρέπει να αναλαμβάνουν οι χρήστες για τη χρήση του συστήματος αυτού.

62

Διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, από το άρθρο 3, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, και από το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, της από 20 Δεκεμβρίου 2016 απόφασης του προέδρου του ΚΓΦΠ, τα οποία μνημονεύονται στις σκέψεις 58 έως 60 ανωτέρω, προκύπτει ότι όλες οι ανακοινώσεις και κοινοποιήσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 79 του κανονισμού 2100/94, μπορούν να πραγματοποιούνται μέσω της προσωπικής μερίδας MyPVR, υπό την προϋπόθεση ότι ο χρήστης έχει ενεργοποιήσει την επιλογή που επιτρέπει στο ΚΓΦΠ να επικοινωνεί με αυτόν με ηλεκτρονικά μέσα.

63

Επιπλέον, το άρθρο 6 της από 20 Δεκεμβρίου 2016 απόφασης του προέδρου του ΚΓΦΠ, το οποίο μνημονεύεται στη σκέψη 61 ανωτέρω, προβλέπει ότι με τους γενικούς όρους του MyPVR θα εξειδικευθούν περαιτέρω οι διαθέσιμες ηλεκτρονικές λειτουργίες, οι σχετικοί με αυτές όροι και οι τεχνικές προϋποθέσεις για τις προερχόμενες από το ΚΓΦΠ ή απευθυνόμενες σε αυτό ηλεκτρονικές κοινοποιήσεις και/ή ανακοινώσεις. Κατά συνέπεια, ούτε η δυνατότητα εφαρμογής των γενικών αυτών όρων μπορεί να αμφισβητηθεί.

64

Εξάλλου, το σημείο 4, στοιχείο b, της έκδοσης 3.0 των γενικών όρων του MyPVR επιβεβαιώνει ότι, όταν ο χρήστης έχει επιλέξει την ηλεκτρονική επικοινωνία, το ΚΓΦΠ τού κοινοποιεί έγκυρα, μέσω της προσωπικής μερίδας, τις αποφάσεις, τις ανακοινώσεις και τα υπόλοιπα έγγραφα, με ηλεκτρονικό τρόπο, εκτός αν αυτό είναι αδύνατο για τεχνικούς λόγους ή αν ορισμένες λειτουργίες της προσωπικής μερίδας είναι ακόμη υπό ανάπτυξη. Στις περιπτώσεις αυτές, η ηλεκτρονική επικοινωνία με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή άλλο έγκυρο μέσο επικοινωνίας μπορεί να αποτελεί εγκεκριμένο τρόπο κοινοποίησης.

65

Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αιτίαση περί παράνομου χαρακτήρα της χρήσης της προσωπικής μερίδας MyPVR ως επίσημου τρόπου κοινοποίησης.

66

Εντούτοις, από το άρθρο 3, τέταρτο εδάφιο, και το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, της από 20 Δεκεμβρίου 2016 απόφασης του προέδρου του ΚΓΦΠ, καθώς και από το σημείο 4, στοιχείο b, της έκδοσης 3.0 των γενικών όρων του MyPVR, προκύπτει ότι προϋπόθεση για τη χρήση του MyPVR ως επίσημου μέσου κοινοποίησης είναι η ενεργοποίηση εκ μέρους του χρήστη της επιλογής που επιτρέπει στο ΚΓΦΠ να επικοινωνεί με αυτόν με ηλεκτρονικά μέσα.

67

Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται ότι οι διάδικοι συνομολογούν ότι η προσφεύγουσα είχε επιλέξει την ηλεκτρονική επικοινωνία μέσω του MyPVR, κατά την έννοια των ρυθμίσεων που μνημονεύονται στη σκέψη 66 ανωτέρω. Επιπλέον, από το παράρτημα C.2 του από 19 Σεπτεμβρίου 2023 υπομνήματος αντικρούσεως του ΚΓΦΠ προκύπτει ότι, στις 12 Φεβρουαρίου 2021, η προσφεύγουσα αποδέχθηκε την έκδοση 3.0 των γενικών όρων του MyPVR, επιβεβαιώνοντας έτσι την απόφασή της για επιλογή της ηλεκτρονικής κοινοποίησης με ηλεκτρονικά μέσα.

68

Κατά το σημείο 2 της έκδοσης 3.0 των γενικών όρων του MyPVR, οι χρήστες δεσμεύονται να χρησιμοποιούν την προσωπική μερίδα προκειμένου, μεταξύ άλλων, να λαμβάνουν τις κοινοποιήσεις και τα έγγραφα που διαβιβάζει το ΚΓΦΠ. Η ηλεκτρονική επικοινωνία μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μπορεί να αποτελέσει εγκεκριμένο τρόπο κοινοποίησης μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν είναι πρόσφορη η χρήση της πλατφόρμας. Επιπλέον, στο δεύτερο εδάφιο του ίδιου σημείου ορίζεται ότι μέσω της χρήσης της προσωπικής μερίδας ο χρήστης αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις υποχρεώσεις που απαριθμούνται στο πρώτο εδάφιο.

69

Ως εκ τούτου, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η προσφεύγουσα, χρησιμοποιώντας την προσωπική μερίδα και αποδεχόμενη τους γενικούς όρους του MyPVR, αποδέχθηκε τη λήψη των ανακοινώσεων και των κοινοποιήσεων του ΚΓΦΠ μέσω της προσωπικής μερίδας MyPVR.

70

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση περί παράνομου χαρακτήρα της χρήσης του MyPVR ως επίσημου τρόπου κοινοποίησης όσον αφορά την προσφεύγουσα.

71

Δεύτερον, όσον αφορά την προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 65 του κανονισμού 874/2009 για τον λόγο ότι το ΚΓΦΠ δεν απέδειξε ότι η όχληση που απεστάλη στις 10 Ιανουαρίου 2022 όντως κοινοποιήθηκε και παρελήφθη, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τον φάκελο του ΚΓΦΠ, η όχληση απεστάλη μέσω του MyPVR. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να έχει εν προκειμένω εφαρμογή το άρθρο 65 του κανονισμού 874/2009 το οποίο αφορά τις επιδόσεις που γίνονται ταχυδρομικώς. Ως προς το ζήτημα αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 64α του κανονισμού 874/2009, που αφορά την επίδοση με ηλεκτρονικά μέσα ή άλλα τεχνικά μέσα.

72

Το άρθρο 64α, παράγραφος 1, του κανονισμού 874/2009 ορίζει ότι η επίδοση με ηλεκτρονικά μέσα γίνεται με τη διαβίβαση ενός ψηφιακού αντίγραφου του εγγράφου προς κοινοποίηση. Η επίδοση θεωρείται ότι έχει λάβει χώρα την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης από τον παραλήπτη. Ο πρόεδρος του ΚΓΦΠ καθορίζει τις λεπτομέρειες όσον αφορά την επίδοση με ηλεκτρονικά μέσα. Κατά το άρθρο 64α, παράγραφος 3, του κανονισμού, ο πρόεδρος του ΚΓΦΠ καθορίζει τις λεπτομέρειες όσον αφορά την επίδοση με άλλα τεχνικά μέσα επικοινωνίας.

73

Όπως και στις σκέψεις 67 έως 69 ανωτέρω, υπενθυμίζεται εκ νέου ότι η προσφεύγουσα αποδέχθηκε να λαμβάνει τις ανακοινώσεις και τις κοινοποιήσεις του ΚΓΦΠ μέσω του MyPVR. Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, της από 20 Δεκεμβρίου 2016 απόφασης του προέδρου του ΚΓΦΠ, άπαξ και ο χρήστης έχει ενεργοποιήσει τη δυνατότητα ηλεκτρονικής επικοινωνίας με το ΚΓΦΠ, όλες οι επίσημες κοινοποιήσεις εκ μέρους του ΚΓΦΠ οι οποίες είναι διαθέσιμες σε ηλεκτρονική μορφή, συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων που περιέχουν πράξεις για τις οποίες το άρθρο 79 του κανονισμού 2100/94 προβλέπει επίδοση, του κοινοποιούνται μέσω του MyPVR. Ως εκ τούτου, το MyPVR πρέπει να θεωρείται ως ο μοναδικός επίσημος τρόπος επικοινωνίας όσον αφορά τις επίσημες κοινοποιήσεις, συμπεριλαμβανομένων των προβλεπόμενων στο άρθρο 79 του κανονισμού 2100/94.

74

Κατά συνέπεια, δυνάμει του άρθρου 4, πρώτο εδάφιο, της από 20 Δεκεμβρίου 2016 απόφασης του προέδρου του ΚΓΦΠ, το ΚΓΦΠ κοινοποίησε στην προσφεύγουσα μέσω του MyPVR, κατά πρώτον, στις 27 Οκτωβρίου 2021, χρεωστικό σημείωμα για την καταβολή του ετήσιου τέλους, ακολουθούμενο, στις 28 Οκτωβρίου 2021, από αυτοματοποιημένο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, και, κατά δεύτερον, στις 10 Ιανουαρίου 2022, την επίμαχη όχληση με την οποία την κάλεσε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 83, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94, να εξοφλήσει το μη καταβληθέν τέλος, ακολουθούμενη, στις 11 Ιανουαρίου 2022, από αυτοματοποιημένο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

75

Όσον αφορά την πραγματική κοινοποίηση της από 10 Ιανουαρίου 2022 όχλησης, το άρθρο 4, τέταρτο εδάφιο, της από 20 Δεκεμβρίου 2016 απόφασης του προέδρου του ΚΓΦΠ ορίζει ότι μια απόφαση ή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο λογίζεται ότι έχει κοινοποιηθεί μετά το πέρας της έβδομης ημέρας που έπεται εκείνης της αποστολής στον χρήστη μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που τον ειδοποιεί ότι το ΚΓΦΠ τηλεφόρτωσε ψηφιακό αντίγραφο της απόφασης ή του εγγράφου στην προσωπική μερίδα του. Εν προκειμένω, συνάγεται ότι η από 20 Ιανουαρίου 2022 όχληση πρέπει να λογίζεται κοινοποιηθείσα στις 18 Ιανουαρίου 2022, ήτοι την έβδομη ημέρα μετά την 11η Ιανουαρίου 2022 που είναι η ημερομηνία αποστολής του αυτοματοποιημένου μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με το οποίο η προσφεύγουσα ενημερώθηκε για την τηλεφόρτωση του επίμαχου εγγράφου στην προσωπική μερίδα MyPVR.

76

Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 4, πέμπτο εδάφιο, της από 20 Δεκεμβρίου 2016 απόφασης του προέδρου του ΚΓΦΠ, σε περίπτωση αδυναμίας πρόσβασης σε απόφαση ή άλλο έγγραφο, ο χρήστης οφείλει να ενημερώσει αμελλητί το ΚΓΦΠ. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν ενημέρωσε το ΚΓΦΠ για την ύπαρξη οποιουδήποτε προβλήματος πρόσβασης στα επίμαχα έγγραφα.

77

Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προσαφθεί στο ΚΓΦΠ ότι δεν κοινοποίησε την από 10 Ιανουαρίου 2022 όχληση. Ελλείψει αποδείξεως περί του αντιθέτου εκ μέρους της προσφεύγουσας, η επίμαχη όχληση λογίζεται ότι παρελήφθη, εκ μέρους της, στις 18 Ιανουαρίου 2022. Συνεπώς, η αιτίαση αυτή πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμη.

78

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, και η προσφυγή στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

79

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

80

Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το αίτημα του ΚΓΦΠ.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Καταδικάζει τη Romagnoli Fratelli SpA στα δικαστικά έξοδα.

 

Schalin

Nõmm

Steinfatt

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Απριλίου 2024.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.