Υπόθεση C‑610/23 [Al Nasiria] ( i )

FO

κατά

Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου

(αίτηση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 3ης Ιουλίου 2025

«Προδικαστική παραπομπή – Πολιτική ασύλου – Διεθνής προστασία – Κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Άρθρο 46 – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 47 – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – Απαίτηση πλήρους και ex nunc εξέτασης της προσφυγής – Υποχρέωση αυτοπρόσωπης παράστασης ενώπιον της αρχής που είναι αρμόδια για την εξέταση της προσφυγής – Τεκμήριο καταχρηστικής άσκησης προσφυγής – Απόρριψη της προσφυγής ως προδήλως αβάσιμης χωρίς εξέτασή της επί της ουσίας – Αρχή της αναλογικότητας»

  1. Προδικαστικά ερωτήματα – Παραπομπή ζητήματος στο Δικαστήριο – Εθνικό δικαστήριο κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ – Έννοια – Ελληνικές Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών – Εμπίπτουν

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ· οδηγία 2013/32 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 46· οδηγία 2005/85 του Συμβουλίου)

    (βλ. σκέψεις 39-44)

  2. Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση – Πολιτική ασύλου – Διαδικασίες για τη χορήγηση και την ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας – Οδηγία 2013/32 – Δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας – Προσφυγή κατά απόφασης επί αίτησης διεθνούς προστασίας – Μη τήρηση, από αιτούντα διεθνή προστασία, της διαδικαστικής υποχρέωσης αυτοπρόσωπης παράστασης ενώπιον του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να εκδικάσει την προσφυγή του – Εθνική ρύθμιση η οποία καθιερώνει τεκμήριο καταχρηστικής άσκησης της προσφυγής αυτής και προβλέπει την απόρριψή της ως προδήλως αβάσιμης – Ρύθμιση η οποία έχει ως σκοπό την εξακρίβωση της παρουσίας του αιτούντος στην εθνική επικράτεια και δεν αφορά το δικαίωμα ακρόασής του – Δεν επιτρέπεται

    (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· οδηγία 2013/32 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 46)

    (βλ. σκέψεις 47-69 και διατακτ.)

Σύνοψη

Το Δικαστήριο, στο οποίο υποβλήθηκαν προδικαστικά ερωτήματα στο πλαίσιο διαφοράς σχετικής με την απόρριψη αίτησης διεθνούς προστασίας, παρέχει διευκρινίσεις ως προς το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά απόφασης περί απόρριψης τέτοιας αίτησης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32 ( 1 ). Ειδικότερα, αποφαίνεται επί του ζητήματος αν συμβιβάζεται με τη διάταξη αυτή εθνική ρύθμιση η οποία καθιερώνει τεκμήριο καταχρηστικής άσκησης της εν λόγω προσφυγής όταν ο αιτών δεν παρίσταται αυτοπροσώπως ενώπιον του δικαστηρίου που εξετάζει την προσφυγή του.

Τον Φεβρουάριο του 2019 ο FO, Ιρακινός υπήκοος, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας σε ελληνική αρχή, με την αιτιολογία ότι η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο στη χώρα καταγωγής του. Κατά τη διάρκεια συνέντευξης ενώπιον Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου η οποία διεξήχθη τον Φεβρουάριο του 2020, διευκρίνισε τις συνθήκες υπό τις οποίες τραυματίστηκε με πυροβόλο όπλο από μέλος της οικογένειας μιας κοπέλας με την οποία διατηρούσε ερωτική σχέση, επισημαίνοντας ότι ελήφθη απόφαση φυλών σύμφωνα με την οποία αυτός έπρεπε να θανατωθεί. Με απόφαση που εξέδωσε τον Μάιο του 2020, το εν λόγω Περιφερειακό Γραφείο Ασύλου απέρριψε την αίτηση διεθνούς προστασίας του FO, εκτιμώντας ότι οι ισχυρισμοί του ήταν αναξιόπιστοι.

Τον Αύγουστο του 2021 ο FO άσκησε ενδικοφανή προσφυγή κατά της απόφασης αυτής ενώπιον Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών. Ενημερώθηκε τότε ότι ως ημερομηνία εξέτασης της προσφυγής του ορίστηκε η 11η Οκτωβρίου 2021. Εξάλλου, του διευκρινίστηκε ότι, ακόμη και αν δεν καλούνταν σε ακρόαση, θα έπρεπε να παραστεί αυτοπροσώπως κατά την ημερομηνία εξέτασης της προσφυγής του, εκτός αν διέμενε νομίμως σε Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης ή του είχε επιβληθεί μέτρο περιορισμού κυκλοφορίας ή διαμονής σε τόπο που βρίσκεται εκτός της περιφέρειας Αττικής (Ελλάδα). Δεδομένου ότι ο FO δεν παρέστη αυτοπροσώπως ενώπιον της εν λόγω επιτροπής, η τελευταία, αφού εξακρίβωσε ότι αυτός δεν ενέπιπτε σε κάποια από τις εξαιρέσεις που επέτρεπαν παρέκκλιση από τον κανόνα της αυτοπρόσωπης παράστασης, απέρριψε την προσφυγή του ως προδήλως αβάσιμη, χωρίς να την εξετάσει επί της ουσίας.

Το αιτούν δικαστήριο, επιληφθέν αιτήσεως ακυρώσεως που άσκησε ο FO κατά της απόφασης αυτής, αποφάσισε να ζητήσει από το Δικαστήριο να διευκρινίσει, ιδίως, αν η διαδικαστική υποχρέωση αυτοπρόσωπης παράστασης ενώπιον των εν λόγω επιτροπών και, ειδικότερα, οι έννομες συνέπειες της μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής τις οποίες προβλέπει η επίμαχη εθνική νομοθεσία είναι συμβατές με το άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Προκαταρκτικώς, το Δικαστήριο διαπιστώνει, με την επιφύλαξη της εξακρίβωσης από το αιτούν δικαστήριο, ότι οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, οι οποίες συστάθηκαν με την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία για να εξετάζουν τις ενδικοφανείς προσφυγές των αιτούντων διεθνή προστασία κατά των αποφάσεων που λαμβάνονται εις βάρος τους, πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να θεωρηθούν ως «δικαστήρια», κατά την έννοια του άρθρου 46 της οδηγίας 2013/32. Πράγματι, παραπέμποντας, συναφώς, στα ίδια κριτήρια με εκείνα που αναπτύχθηκαν για να εκτιμηθεί αν ένα αιτούν όργανο είναι «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ούτε οι πληροφορίες που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο ούτε τα επιχειρήματα που προέβαλαν η Ελληνική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιέχουν στοιχεία ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση αυτή.

Επί της ουσίας, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) ( 2 ), αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, σε περίπτωση μη τήρησης από αιτούντα διεθνή προστασία της διαδικαστικής υποχρέωσης αυτοπρόσωπης παράστασης ενώπιον του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να εκδικάσει την προσφυγή που αυτός άσκησε κατά της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του, υποχρέωσης η οποία έχει ως μοναδικό σκοπό την εξακρίβωση της παρουσίας του στην εθνική επικράτεια και όχι την ακρόασή του, καθιερώνει τεκμήριο καταχρηστικής άσκησης της προσφυγής και προβλέπει ότι αυτή πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη.

Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 46, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι οι αιτούντες διεθνή προστασία έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των αποφάσεων επί των αιτήσεών τους, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των αποφάσεων που απορρίπτουν αίτηση διεθνούς προστασίας ως αβάσιμη, χωρίς ωστόσο να καθορίζει εξαντλητικώς τους διαδικαστικούς κανόνες που διέπουν την εν λόγω προσφυγή. Μολονότι, ελλείψει σχετικής ρύθμισης της Ένωσης, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη, βάσει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών και υπό την επιφύλαξη της τήρησης των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, να θεσπίσει τους διαδικαστικούς κανόνες όσον αφορά τα ένδικα βοηθήματα τα οποία αποσκοπούν στη διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ένωσης, τα κράτη μέλη φέρουν πάντως την ευθύνη να διασφαλίζουν, σε κάθε περίπτωση, τον σεβασμό του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των εν λόγω δικαιωμάτων, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη. Συνεπώς, τα χαρακτηριστικά της προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32 πρέπει να καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη.

Εν προκειμένω, η επίμαχη εθνική ρύθμιση, η οποία μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη το άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32, προβλέπει ότι οι αιτούντες διεθνή προστασία που έχουν ασκήσει προσφυγή κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται η αίτησή τους υποχρεούνται, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής τους στην Ελλάδα, να μεταβούν στην έδρα των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών για να παραστούν ενώπιον τους, εκτός αν εμπίπτουν σε κάποια από τις εξαιρέσεις που προβλέπει η συγκεκριμένη ρύθμιση. Οι επιτροπές αυτές, όμως, εδρεύουν όλες στην Αθήνα. Επιπλέον, η εν λόγω ρύθμιση προβλέπει, ως έννομη συνέπεια της μη τήρησης της ως άνω υποχρέωσης αυτοπρόσωπης παράστασης, αφενός, τη συναγωγή τεκμηρίου περί του ότι ο αιτών άσκησε την προσφυγή με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης απέλασης ή απομάκρυνσής του και, αφετέρου, την απόρριψη της προσφυγής του ως προδήλως αβάσιμης.

Συναφώς, το άρθρο 46, παράγραφος 11, της οδηγίας 2013/32 επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν στην εθνική νομοθεσία τούς όρους σύμφωνα με τους οποίους μπορεί να τεκμαίρεται ότι ο αιτών ανακάλεσε σιωπηρά την προσφυγή του ή παραιτήθηκε σιωπηρά από αυτήν. Εν προκειμένω, οι σκοποί της ταχείας εκδίκασης τέτοιων προσφυγών και της διαφύλαξης της αποτελεσματικότητας του δικαιοδοτικού συστήματος, τους οποίους επιδιώκει η επίμαχη εθνική ρύθμιση, είναι θεμιτοί καθόσον συμβάλλουν στο να επικεντρώνονται οι δικαστές που επιλαμβάνονται των προσφυγών αυτών σε εκείνες που ασκούνται από αιτούντες οι οποίοι έχουν πραγματικό ενδιαφέρον για την έκβαση της προσφυγής τους. Επομένως, συνιστούν θεμιτούς σκοπούς και δικαιολογούν τη θέσπιση τεκμηρίου, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, το οποίο ανταποκρίνεται τόσο στο συμφέρον των κρατών μελών όσο και στο συμφέρον των αιτούντων.

Συνεπώς, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει υποχρέωση αυτοπρόσωπης παράστασης ενώπιον του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται αίτηση διεθνούς προστασίας και, σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής, τεκμήριο παρόμοιο με τεκμήριο σιωπηρής ανάκλησης ή παραίτησης από μια τέτοια αίτηση μπορεί, κατ’ αρχήν, να δικαιολογηθεί λαμβανομένων υπόψη του σκοπού της ταχείας διεκπεραίωσης τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 2013/32, της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της εύρυθμης διεξαγωγής της διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας.

Ωστόσο, η νομοθεσία κράτους μέλους η οποία αποσκοπεί στο να θέσει σε εφαρμογή το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 46, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 πρέπει να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, πράγμα που προϋποθέτει ιδίως ότι είναι ικανή να διασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ότι δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο και ότι δεν εμφανίζεται ως δυσανάλογη.

Επ’ αυτού, πρώτον, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η προβλεπόμενη από την επίμαχη εθνική νομοθεσία διαδικαστική υποχρέωση κατά την οποία οι αιτούντες που έχουν ασκήσει προσφυγή οφείλουν να παρίστανται αυτοπροσώπως ενώπιον των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών είναι ικανή να συμβάλει στην επίτευξη των ανωτέρω επιδιωκόμενων σκοπών. Πράγματι, κατά το μέρος που καθιστά δυνατή την αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των αιτήσεων που υποβάλλονται από αιτούντες οι οποίοι ενδιαφέρονται για την έκβαση της προσφυγής τους, αποκλείοντας παράλληλα την εξέταση αιτήσεων που έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου, συμβάλλει στην εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας.

Όσον αφορά, δεύτερον, το ζήτημα αν η εν λόγω εθνική νομοθεσία υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών μέτρο, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο λήψης λιγότερο περιοριστικών μέτρων, όπως είναι η δυνατότητα των αιτούντων που έχουν ασκήσει προσφυγή να εκπροσωπηθούν από δικηγόρο ή άλλο εξουσιοδοτημένο προς τούτο πρόσωπο και, προκειμένου να αποδείξουν την παρουσία τους στην ελληνική επικράτεια, να εμφανιστούν ενώπιον αστυνομικού τμήματος ή άλλης δημόσιας ή δικαστικής αρχής που βρίσκεται κοντά στον τόπο διαμονής τους.

Τρίτον, όσον αφορά την αναλογικότητα της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η υποχρέωση του αιτούντος να παραστεί αυτοπροσώπως ενώπιον του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να εκδικάσει την προσφυγή του, υποχρέωση η οποία έχει ως μοναδικό σκοπό την εξακρίβωση της παρουσίας του αιτούντος στην εθνική επικράτεια και όχι την ακρόασή του, επιβάλλει μη εύλογη και υπερβολική επιβάρυνση στους αιτούντες διεθνή προστασία που δεν διαμένουν στην περιοχή της Αθήνας, όπως ο αιτών της κύριας δίκης, ο οποίος κατοικεί σε απόσταση αρκετών εκατοντάδων χιλιομέτρων από την περιοχή αυτή, δεδομένου ότι, εάν δεν βρίσκονται σε κατάσταση που να στοιχειοθετεί μια από τις εξαιρέσεις που προβλέπει η ανωτέρω νομοθεσία, υποχρεούνται να μεταβούν στην Αθήνα προκειμένου απλώς να δηλώσουν την παρουσία τους, χωρίς ωστόσο να τύχουν οπωσδήποτε ακρόασης. Πράγματι, ο δυσανάλογος χαρακτήρας της εν λόγω νομοθεσίας απορρέει, ιδίως, από την έννομη συνέπεια που προβλέπει η νομοθεσία αυτή σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης αυτοπρόσωπης παράστασης, καθόσον καθιερώνει αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικής άσκησης της προσφυγής, με αποτέλεσμα αυτή να πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη, χωρίς εξέτασή της επί της ουσίας. Η μη αυτοπρόσωπη παράσταση, όμως, ενώπιον του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της προσφυγής μπορεί να οφείλεται σε λόγους μη συνδεόμενους με πρόθεση παρεμπόδισης ή καθυστέρησης της εκτέλεσης προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης που διατάσσει την απέλαση του αιτούντος ή την απομάκρυνσή του με άλλον τρόπο.


( i ) Η ονομασία που έχει δοθεί στην παρούσα υπόθεση είναι πλασματική. Δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου.

( 1 ) Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60, και διορθωτικά ΕΕ 2015, L 29, σ. 16, και ΕΕ 2015, L 114, σ. 25).

( 2 ) Το άρθρο 47 του Χάρτη κατοχυρώνει, υπέρ κάθε προσώπου του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου.