ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 29ης Ιουλίου 2024 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινή γεωργική πολιτική – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1012 – Καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής – Διαδικασία αναγνώρισης κοινωνιών εκτροφής – Διαδικασία έγκρισης των προγραμμάτων αναπαραγωγής – Δυνατότητα άρνησης χορήγησης έγκρισης επιπλέον προγράμματος αναπαραγωγής το οποίο αφορά την ίδια φυλή και την ίδια περιοχή, εάν η έγκριση αυτή ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο ήδη υφιστάμενο πρόγραμμα αναπαραγωγής – Δικαίωμα των εκτροφέων καθαρόαιμων ζώων να επιλέγουν μεταξύ των διαφόρων υφιστάμενων προγραμμάτων αναπαραγωγής»

Στην υπόθεση C‑286/23,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Curtea de Apel Braşov (εφετείο Brașov, Ρουμανία) με απόφαση της 10ης Απριλίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Μαΐου 2023, στο πλαίσιο της δίκης

Asociaţia Crescătorilor de Vaci «Bălţată Românească» Tip Simmental

κατά

Genetica din Transilvania Cooperativă Agricolă,

Agenţia Naţională pentru Zootehnie «Prof. dr. G. K. Constantinescu»,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, P. G. Xuereb (εισηγητή) και A. Kumin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Asociaţia Crescătorilor de Vaci «Bălţată Românească» Tip Simmental, εκπροσωπούμενη από την N.‑G. Comşa-Fulga, avocată,

ο Genetica din Transilvania Cooperativă Agricolă, εκπροσωπούμενος από τους A.‑A. Arseni, D. Dobrev και L. Dobrinescu, avocaţi,

η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. Gane και L. Ghiţă,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την L. Radu Bouyon και από τους B. Rechena και F. Thiran,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, των άρθρων 8, 10 και 13 και του παραρτήματος I, μέρος 1, στοιχείο A, σημείο 4, καθώς και του παραρτήματος I, μέρος 1, στοιχείο B, σημείο 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους ζωοτεχνικούς και γενεαλογικούς όρους για την αναπαραγωγή, το εμπόριο και την είσοδο στην Ένωση καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής, υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 652/2014, καθώς και των οδηγιών 89/608/ΕΟΚ και 90/425/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και για την κατάργηση ορισμένων πράξεων στον τομέα της αναπαραγωγής ζώων («κανονισμός για την αναπαραγωγή ζώων») (ΕΕ 2016, L 171, σ. 66), υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 21 και 24 του εν λόγω κανονισμού.

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Asociaţia Crescătorilor de Vaci «Bălţată Românească» Tip Simmental, ένωσης εκτροφέων των βοοειδών Bălțată Românească της φυλής Simmental (στο εξής: ένωση BR), και, αφετέρου, του Agenția Națională pentru Zootehnie «Prof. dr. G. K. Constantinescu» (εθνικού οργανισμού ζωοτεχνίας «Prof. dr. G. K. Constantinescu», Ρουμανία) (στο εξής: οργανισμός ζωοτεχνίας) και του Genetica din Transilvania Cooperativă Agricolă, αγροτικού συνεταιρισμού «Γενετική στην Τρανσυλβανία» (στο εξής: GT), με αντικείμενο την αναγνώριση του GT ως κοινωνίας εκτροφής προκειμένου να υλοποιηθεί το πρόγραμμα αναπαραγωγής των βοοειδών «Bălțată Românească».

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 20, 21, 24, 31, 32 και 34 του κανονισμού 2016/1012 έχουν ως εξής:

«(1)

Η αναπαραγωγή βοοειδών, χοίρων, αιγοπροβάτων και ιπποειδών κατέχει, από οικονομική και κοινωνική άποψη, στρατηγική θέση στη γεωργία της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης και συμβάλλει στην πολιτιστική κληρονομιά της Ένωσης. Η γεωργική αυτή δραστηριότητα, η οποία συμβάλλει στην επισιτιστική ασφάλεια της Ένωσης, αποτελεί πηγή εισοδήματος για τον γεωργικό πληθυσμό. Η αναπαραγωγή ζώων των συγκεκριμένων ειδών ενισχύεται καλύτερα με την ενθάρρυνση της χρήσης καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής ή υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής καταγεγραμμένης υψηλής γενετικής ποιότητας.

[…]

(20)

Τα προγράμματα αναπαραγωγής στα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής πραγματοποιούνται με γενικό στόχο τη βελτίωση, με βιώσιμο τρόπο, των παραγωγικών και μη παραγωγικών χαρακτηριστικών των ζώων μιας φυλής ή τη διατήρηση μιας φυλής. Τα προγράμματα αναπαραγωγής αυτά θα πρέπει να καλύπτουν έναν αρκούντως μεγάλο αριθμό καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής που διατηρούνται από εκτροφείς οι οποίοι, μέσω της αναπαραγωγής και της επιλογής, προωθούν και αναπτύσσουν επιθυμητά χαρακτηριστικά των εν λόγω ζώων ή διασφαλίζουν τη διατήρηση της φυλής, σύμφωνα με στόχους που τυγχάνουν κοινής αποδοχής από τους συμμετέχοντες εκτροφείς. […] Τα ζώα αναπαραγωγής (καθαρόαιμα ή υβριδικά) που συμμετέχουν σε ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής εγγράφονται σε βιβλίο ή σε μητρώο αναπαραγωγής, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τους προγόνους τους, και υποβάλλονται, ανάλογα με τους στόχους που καθορίζονται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής, σε έλεγχο της απόδοσης ή οποιαδήποτε άλλη αξιολόγηση που έχει ως αποτέλεσμα την καταχώριση δεδομένων που αφορούν τα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τους στόχους του εν λόγω προγράμματος αναπαραγωγής. […]

(21)

Το δικαίωμα της αναγνώρισης ως κοινωνίας εκτροφής ή επιχείρησης αναπαραγωγής που πληροί τα καθορισθέντα κριτήρια θα πρέπει να αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης για την αναπαραγωγή ζώων και της ενιαίας αγοράς. Η προστασία της οικονομικής δραστηριότητας μιας υφιστάμενης αναγνωρισμένης κοινωνίας εκτροφής δεν θα πρέπει να δικαιολογεί την άρνηση της αρμόδιας αρχής να αναγνωρίσει μια άλλη κοινωνία εκτροφής για την ίδια φυλή ή παραβιάσεις των αρχών που διέπουν την εσωτερική αγορά. Το ίδιο ισχύει για την έγκριση επιπλέον προγράμματος αναπαραγωγής ή για την έγκριση της γεωγραφικής επέκτασης ενός υφιστάμενου προγράμματος αναπαραγωγής το οποίο πραγματοποιείται στην ίδια φυλή ή σε ζώα αναπαραγωγής της ίδιας φυλής που μπορούν να επιλεγούν από τον αναπαραγωγικό πληθυσμό της κοινωνίας εκτροφής η οποία ήδη πραγματοποιεί πρόγραμμα αναπαραγωγής στην εν λόγω φυλή. Ωστόσο, όταν σε ένα κράτος μέλος μία ή περισσότερες αναγνωρισμένες κοινωνίες εκτροφής ήδη πραγματοποιούν εγκεκριμένο πρόγραμμα αναπαραγωγής για μια δεδομένη φυλή, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους θα πρέπει, σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, να μπορεί να αρνείται να εγκρίνει ένα επιπλέον πρόγραμμα αναπαραγωγής για την ίδια φυλή, ακόμη και εάν το εν λόγω πρόγραμμα αναπαραγωγής συμμορφώνεται με όλες τις αναγκαίες για την έγκρισή του απαιτήσεις. Λόγο απόρριψης θα μπορούσε να συνιστά το γεγονός ότι η έγκριση ενός επιπλέον προγράμματος αναπαραγωγής για την ίδια φυλή θα έθετε σε κίνδυνο τη διατήρηση της εν λόγω φυλής ή της γενετικής ποικιλότητας εντός της εν λόγω φυλής στο εν λόγω κράτος μέλος. Η διατήρηση της εν λόγω φυλής θα μπορούσε ιδίως να τεθεί σε κίνδυνο λόγω του κατακερματισμού του αναπαραγωγικού πληθυσμού, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ενδογαμία, σε αυξημένα κρούσματα γενετικών ελαττωμάτων, σε απώλεια δυνατοτήτων επιλογής ή σε μειωμένη πρόσβαση των εκτροφέων σε καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής ή στο αναπαραγωγικό υλικό τους. Ένας άλλος λόγος άρνησης θα μπορούσε να συνδέεται με ασυνέπειες στα καθορισμένα γνωρίσματα της φυλής ή στους κύριους στόχους των συγκεκριμένων προγραμμάτων αναπαραγωγής. Πράγματι, ανεξαρτήτως του σκοπού του προγράμματος αναπαραγωγής, δηλαδή της διατήρησης της φυλής ή της βελτίωσης της φυλής, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί την έγκριση ενός επιπλέον προγράμματος αναπαραγωγής για την ίδια φυλή όταν οι διαφορές ως προς τους κύριους στόχους των δύο προγραμμάτων αναπαραγωγής ή ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά των γνωρισμάτων της φυλής που καθορίζονται στα συγκεκριμένα προγράμματα αναπαραγωγής θα οδηγούσαν σε μείωση της αποτελεσματικότητας όσον αφορά τη γενετική πρόοδο ως προς τους εν λόγω στόχους ή τα εν λόγω χαρακτηριστικά ή οποιαδήποτε συσχετιζόμενα χαρακτηριστικά, ή όταν η ανταλλαγή ζώων μεταξύ των δύο πληθυσμών αναπαραγωγής θα ενείχε τον κίνδυνο μη επιλογής ή μη αναπαραγωγής των εν λόγω βασικών χαρακτηριστικών στον αρχικό πληθυσμό αναπαραγωγής. Τέλος, σε περίπτωση απειλούμενης φυλής ή αυτόχθονος φυλής που δεν απαντά συχνά σε ένα ή περισσότερα από τα εδάφη της Ένωσης, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να έχει επίσης τη δυνατότητα να αρνηθεί την έγκριση ενός επιπλέον προγράμματος αναπαραγωγής για την ίδια φυλή, με την αιτιολογία ότι το εν λόγω επιπλέον πρόγραμμα αναπαραγωγής θα παρεμπόδιζε την αποτελεσματική εφαρμογή του υφιστάμενου προγράμματος αναπαραγωγής, ιδίως ελλείψει συντονισμού ή ανταλλαγής των γενεαλογικών και ζωοτεχνικών πληροφοριών, με αποτέλεσμα να μην αντλούνται οφέλη από την κοινή αξιολόγηση των συλλεγόμενων δεδομένων για την εν λόγω φυλή. Σε περίπτωση απόρριψης της έγκρισης ενός προγράμματος, η αρμόδια αρχή θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να παρέχει στους αιτούντες τεκμηριωμένη αιτιολόγηση και να τους εξασφαλίζει το δικαίωμα να ασκήσουν προσφυγή κατά της απόρριψης.

[…]

(24)

Ενώσεις εκτροφέων, οργανώσεις αναπαραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των οργανώσεων αναπαραγωγής που είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις, ή δημόσιοι φορείς θα πρέπει να αναγνωρίζονται ως κοινωνίες εκτροφής μόνον όταν έχουν εκτροφείς που συμμετέχουν στα προγράμματα αναπαραγωγής τους και διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω εκτροφείς έχουν τη διακριτική ευχέρεια επιλογής και αναπαραγωγής των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής τους, το δικαίωμα να έχουν απογόνους που προέρχονται από τα ζώα αυτά που είναι εγγεγραμμένα στα βιβλία αναπαραγωγής τους και τη δυνατότητα να αποκτούν την κυριότητα των ζώων αυτών.

[…]

(31)

Θα πρέπει να διευκολύνεται η διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ κοινωνιών εκτροφής και μεταξύ επιχειρήσεων αναπαραγωγής που επιθυμούν να συμμετάσχουν, με παράλληλη εξασφάλιση της επιχειρηματικής ελευθερίας και της εξάλειψης των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία ζώων αναπαραγωγής και του γενετικού υλικού τους.

(32)

Δεδομένου ότι μια αρμόδια αρχή ενδέχεται να πρέπει να εγκρίνει διάφορα προγράμματα αναπαραγωγής που πραγματοποιούνται από μια κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής την οποία έχει αναγνωρίσει και δεδομένου ότι μια αρμόδια αρχή ενδέχεται να πρέπει να εγκρίνει την επέκταση στα εδάφη της προγραμμάτων αναπαραγωγής που πραγματοποιούνται από μια κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής αναγνωρισμένη σε άλλο κράτος μέλος, η αναγνώρισης της κοινωνίας εκτροφής ή της επιχείρησης αναπαραγωγής θα πρέπει να διαχωρίζεται από την έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής της. Ωστόσο, κατά την αξιολόγηση αίτησης για την αναγνώριση κοινωνίας εκτροφής ή επιχείρησης αναπαραγωγής, θα πρέπει επίσης να προσκομίζεται στην αρμόδια αρχή τουλάχιστον ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής, συνοδευόμενο από αίτηση για έγκριση.

[…]

(34)

Είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί η σχέση μεταξύ των εκτροφέων και των κοινωνιών εκτροφής, ιδίως προκειμένου να διασφαλιστεί το δικαίωμά τους να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα αναπαραγωγής εντός της γεωγραφικής περιοχής για την οποία έχει εγκριθεί και, όταν προβλέπεται η ιδιότητα του μέλους, για να διασφαλιστεί ότι οι εν λόγω εκτροφείς έχουν το δικαίωμα να γίνονται μέλη. Οι κοινωνίες εκτροφής θα πρέπει να έχουν θεσπίσει κανόνες για την επίλυση των διαφορών με τους εκτροφείς που συμμετέχουν στα προγράμματα αναπαραγωγής τους και για τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των εν λόγω εκτροφέων. Θα πρέπει επίσης να καθορίζουν τα δικά τους δικαιώματα και υποχρεώσεις καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εκτροφέων που συμμετέχουν στα προγράμματα αναπαραγωγής τους.»

4

Το άρθρο 1 του ως άνω κανονισμού φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής» και ορίζει στην παράγραφο 1, στοιχείο βʹ, τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός θεσπίζει:

[…]

β)

κανόνες για την αναγνώριση κοινωνιών εκτροφής και επιχειρήσεων αναπαραγωγής και για την έγκριση προγραμμάτων αναπαραγωγής».

5

Το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού φέρει τον τίτλο «Ορισμοί» και προβλέπει στα σημεία 5, 8, 9, 12 και 26 τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

5)

“κοινωνία εκτροφής”: κάθε ένωση εκτροφέων, οργάνωση αναπαραγωγής ή δημόσιος φορέας εξαιρουμένων των αρμόδιων αρχών, που έχει λάβει αναγνώριση από την αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 για την εκτέλεση ενός προγράμματος αναπαραγωγής στα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής που είναι εγγεγραμμένα στο βιβλίο ή τα βιβλία αναπαραγωγής που τηρεί ή καταρτίζει·

[…]

8)

“αρμόδιες αρχές”: οι αρχές ενός κράτους μέλους που είναι υπεύθυνες, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, για:

α)

την αναγνώριση κοινωνιών εκτροφής και επιχειρήσεων αναπαραγωγής και την έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής που διενεργούν σε ζώα αναπαραγωγής·

[…]

9)

“καθαρόαιμο ζώο αναπαραγωγής”: ζώο το οποίο είναι εγγεγραμμένο ή καταχωρισμένο και δυνάμενο να εγγραφεί στο κύριο τμήμα βιβλίου αναπαραγωγής·

[…]

12)

“βιβλίο αναπαραγωγής”:

α)

κάθε γενεαλογικό βιβλίο, βιβλίο αγέλης, αρχείο ή μέσο δεδομένων τηρούμενο από μια κοινωνία εκτροφής που αποτελείται από ένα κεντρικό τμήμα και, στις περιπτώσεις που η κοινωνία εκτροφής λάβει σχετική απόφαση, ένα ή περισσότερα συμπληρωματικά τμήματα για τα ζώα του ίδιου είδους που δεν είναι επιλέξιμα για εγγραφή στο κύριο τμήμα·

[…]

26)

“πρόγραμμα αναπαραγωγής”: σύνολο συστηματικών ενεργειών, συμπεριλαμβανομένων της καταγραφής, επιλογής, αναπαραγωγής και ανταλλαγής ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους, που έχει σχεδιαστεί και υλοποιείται με στόχο τη διατήρηση ή την ενίσχυση των επιθυμητών φαινοτυπικών και/ή γενοτυπικών χαρακτηριστικών μεταξύ του αναπαραγωγικού πληθυσμού-στόχου.»

6

Το κεφάλαιο II του ίδιου κανονισμού φέρει τον τίτλο «Αναγνώριση των κοινωνιών εκτροφής και των επιχειρήσεων αναπαραγωγής στα κράτη μέλη και έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής» και περιλαμβάνει τα άρθρα 4 έως 12.

7

Το άρθρο 4 του κανονισμού 2016/1012 φέρει τον τίτλο «Αναγνώριση των κοινωνιών εκτροφής και των επιχειρήσεων αναπαραγωγής» και έχει ως εξής:

«1.   Όσον αφορά καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής, ενώσεις εκτροφέων, οργανώσεις αναπαραγωγής ή δημόσιοι φορείς μπορούν να υποβάλουν αιτήσεις προς τις αρμόδιες αρχές για αναγνώριση ως κοινωνίες εκτροφής.

[…]

3.   Οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν τις αιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Αναγνωρίζουν ως κοινωνία εκτροφής κάθε αιτούντα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο και ως επιχείρηση αναπαραγωγής κάθε αιτούντα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο ο οποίος πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

έχει την έδρα του στο έδαφος του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η αρμόδια αρχή·

β)

αποδεικνύει στην αίτησή του ότι συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα I μέρος 1, όσον αφορά τα προγράμματα αναπαραγωγής της για τα οποία σκοπεύει να υποβάλει αίτηση προς έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 […]·

γ)

η αίτησή του περιλαμβάνει, για κάθε σχεδιαζόμενο πρόγραμμα αναπαραγωγής, σχέδιο του προγράμματος αναπαραγωγής που πρέπει να περιέχει τις πληροφορίες που ορίζονται στο παράρτημα I μέρος 2 […]·

δ)

κατά την υποβολή της αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, υποβάλλει αίτηση για την έγκριση ενός τουλάχιστον από τα σχεδιαζόμενα προγράμματα αναπαραγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2.»

8

Σύμφωνα με το άρθρο 8 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής που πραγματοποιούνται από τις κοινωνίες εκτροφής και τις επιχειρήσεις αναπαραγωγής»:

«1.   Μία κοινωνία εκτροφής ή μία επιχείρηση αναπαραγωγής υποβάλλει αιτήσεις για την έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής της στην αρμόδια αρχή η οποία έχει αναγνωρίσει την εν λόγω κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3.

[…]

3.   Η αρμόδια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αξιολογεί τα εν λόγω προγράμματα αναπαραγωγής και τα εγκρίνει, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

έχουν έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους στόχους:

i)

στην περίπτωση των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής:

βελτίωση της φυλής,

διατήρηση της φυλής,

[…]

[…]

β)

περιγράφουν λεπτομερώς τους στόχους επιλογής και αναπαραγωγής·

γ)

συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο παράρτημα I μέρος 2 […].

[…]

5.   Σε περίπτωση που, για περίοδο τουλάχιστον 24 μηνών, δεν υπάρχουν εκτροφείς των οποίων οι εκμεταλλεύσεις, στις οποίες τηρούν τα ζώα αναπαραγωγής τους, βρίσκονται σε ένα δεδομένο τμήμα της γεωγραφικής περιοχής και οι οποίοι συμμετέχουν σε πρόγραμμα αναπαραγωγής εγκεκριμένο σύμφωνα με την παράγραφο 3, η αρμόδια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να ζητήσει από την ενδιαφερόμενη κοινωνία εκτροφής ή την επιχείρηση αναπαραγωγής να αναπροσαρμόσει τη γεωγραφική περιοχή του προγράμματος αναπαραγωγής της ώστε να μην περιλαμβάνει το δεδομένο αυτό τμήμα.»

9

Το άρθρο 10 του ως άνω κανονισμού φέρει τον τίτλο «Παρεκκλίσεις από το άρθρο 8 παράγραφος 3 σχετικά με την έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής» και ορίζει τα εξής:

«1.   Κατά παρέκκλιση του άρθρου 8 παράγραφος 3, η αρμόδια αρχή που έχει αναγνωρίσει μια κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 μπορεί να αρνηθεί να εγκρίνει πρόγραμμα αναπαραγωγής της εν λόγω κοινωνίας εκτροφής που συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα I μέρος 2, […], με το σκεπτικό ότι το πρόγραμμα αναπαραγωγής θα έθετε σε κίνδυνο το πρόγραμμα αναπαραγωγής που πραγματοποιεί άλλη κοινωνία εκτροφής για την ίδια φυλή το οποίο έχει ήδη εγκριθεί στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, σε σχέση με τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα:

α)

τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των γνωρισμάτων της φυλής ή τους κύριους στόχους του εν λόγω προγράμματος αναπαραγωγής·

β)

τη διατήρηση της εν λόγω φυλής ή της γενετικής ποικιλότητας εντός της φυλής· ή

γ)

όταν το πρόγραμμα αναπαραγωγής στοχεύει στη διατήρηση της εν λόγω φυλής, την αποτελεσματική εκτέλεση του εν λόγω προγράμματος αναπαραγωγής:

i)

όταν πρόκειται για απειλούμενη φυλή· ή

ii)

όταν πρόκειται για αυτόχθονα φυλή η οποία δεν απαντά συχνά σε ένα ή περισσότερα από τα εδάφη της Ένωσης.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη τα ακόλουθα:

α)

τον αριθμό των προγραμμάτων αναπαραγωγής τα οποία έχουν ήδη εγκριθεί για τη φυλή αυτή στο εν λόγω κράτος μέλος·

β)

το μέγεθος των πληθυσμών αναπαραγωγής που καλύπτονται από τα συγκεκριμένα προγράμματα αναπαραγωγής·

γ)

την πιθανή συνεισφορά γενετικού υλικού από άλλα προγράμματα που πραγματοποιούν άλλες κοινωνίες εκτροφής για την ίδια φυλή σε άλλα κράτη μέλη ή φορείς αναπαραγωγής σε τρίτες χώρες.»

10

Το άρθρο 13 του ίδιου κανονισμού φέρει τον τίτλο «Δικαιώματα των εκτροφέων που συμμετέχουν σε προγράμματα αναπαραγωγής τα οποία έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 […]» και ορίζει τα εξής:

«1.   Οι εκτροφείς έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν σε ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 […], υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

τα ζώα αναπαραγωγής τους διατηρούνται σε εκμεταλλεύσεις που βρίσκονται εντός της γεωγραφικής περιοχής του εν λόγω προγράμματος αναπαραγωγής·

β)

τα ζώα αναπαραγωγής τους ανήκουν, όσον αφορά τα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής, στη φυλή ή, όσον αφορά τους υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής, στη φυλή, σειρά ή διασταύρωση, η οποία καλύπτεται από το συγκεκριμένο πρόγραμμα αναπαραγωγής.

2.   Οι εκτροφείς που συμμετέχουν σε ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 […] έχουν το δικαίωμα:

α)

εγγραφής των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής τους στο κύριο τμήμα του βιβλίου αναπαραγωγής που έχει καταρτιστεί για τη φυλή από την κοινωνία εκτροφής σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 20·

[…]

3.   Εκτός από τα δικαιώματα που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2, σε περίπτωση που οι κανόνες μιας κοινωνίας εκτροφής ή επιχείρησης αναπαραγωγής προβλέπουν τη συμμετοχή υπό την ιδιότητα του μέλους, οι εκτροφείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 έχουν επίσης το δικαίωμα:

α)

να γίνουν μέλη της εν λόγω κοινωνίας εκτροφής ή επιχείρησης αναπαραγωγής·

β)

να συμμετέχουν στον καθορισμό και την ανάπτυξη του προγράμματος αναπαραγωγής σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό που αναφέρεται στο παράρτημα I μέρος 1 στοιχείο Β παράγραφος 1 στοιχείο β).»

11

Το άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/1012 προβλέπει τα εξής:

«Οι κοινωνίες εκτροφής δεν αρνούνται την εγγραφή ενός καθαρόαιμου ζώου αναπαραγωγής στο κύριο τμήμα των βιβλίων αναπαραγωγής τους με την αιτιολογία ότι είναι ήδη εγγεγραμμένο στο κύριο τμήμα του βιβλίου αναπαραγωγής της ίδιας φυλής […]».

12

Το παράρτημα Ι του εν λόγω κανονισμού φέρει τον τίτλο «Αναγνώριση κοινωνιών εκτροφής και επιχειρήσεων αναπαραγωγής και έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής που αναφέρονται στο κεφάλαιο ΙΙ» και περιλαμβάνει τρία μέρη.

13

Το μέρος 1 του παραρτήματος Ι φέρει τον τίτλο «Απαιτήσεις για την αναγνώριση κοινωνιών εκτροφής και επιχειρήσεων αναπαραγωγής που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 στοιχείο β)» και προβλέπει τα ακόλουθα:

«A.

Οι ενώσεις εκτροφέων, οι οργανώσεις αναπαραγωγής, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που λειτουργούν σε κλειστό σύστημα παραγωγής και οι δημόσιοι φορείς:

[…]

4.

διαθέτουν για κάθε πρόγραμμα αναπαραγωγής αρκούντως μεγάλο πληθυσμό ζώων αναπαραγωγής εντός των γεωγραφικών περιοχών που πρόκειται να καλύπτονται από τα εν λόγω προγράμματα αναπαραγωγής·

[…]

B.

Εκτός από τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο Α:

1.

οι ενώσεις εκτροφέων, οι οργανώσεις αναπαραγωγής και οι δημόσιοι φορείς:

α)

διαθέτουν επαρκή αριθμό εκτροφέων που συμμετέχουν σε καθένα από τα προγράμματα αναπαραγωγής τους·

β)

έχουν θεσπίσει εσωτερικό κανονισμό:

i)

ο οποίος ρυθμίζει την επίλυση των διαφορών με τους εκτροφείς που συμμετέχουν στα προγράμματα αναπαραγωγής τους·

ii)

ο οποίος διασφαλίζει ίση μεταχείριση στους εκτροφείς που συμμετέχουν στα προγράμματα αναπαραγωγής τους·

iii)

ο οποίος ορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εκτροφέων οι οποίοι συμμετέχουν στα προγράμματα αναπαραγωγής τους και της κοινωνίας εκτροφής ή της επιχείρησης αναπαραγωγής·

iv)

ο οποίος ορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εκτροφέων που έχουν την ιδιότητα του μέλους, όταν αυτή προβλέπεται για τους εκτροφείς·

2.

καμία διάταξη των εσωτερικών κανονισμών που αναφέρονται στο σημείο 1 στοιχείο β) δεν εμποδίζει τους εκτροφείς που συμμετέχουν στα προγράμματα αναπαραγωγής από το να έχουν:

α)

διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιλογή και την αναπαραγωγή των ζώων αναπαραγωγής τους·

[…]».

14

Σύμφωνα με το μέρος 2 του εν λόγω παραρτήματος, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απαιτήσεις για την έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής που πραγματοποιούνται από κοινωνίες εκτροφής και επιχειρήσεις αναπαραγωγής που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 […]»:

«1.   Το πρόγραμμα αναπαραγωγής που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 […] περιλαμβάνει:

α)

πληροφορίες σχετικά με τον στόχο, ο οποίος είναι η διατήρηση της φυλής, η βελτίωση της φυλής, της σειράς ή της διασταύρωσης, η δημιουργία νέας φυλής, σειράς ή διασταύρωσης ή η ανασύσταση μιας φυλής ή ο συνδυασμός αυτών·

[…]

2.   Το πρόγραμμα αναπαραγωγής καλύπτει αρκούντως μεγάλο πληθυσμό ζώων αναπαραγωγής και επαρκή αριθμό εκτροφέων εντός της γεωγραφικής περιοχής όπου πραγματοποιείται ή πρόκειται να πραγματοποιηθεί.»

Το ρουμανικό δίκαιο

15

Ο Legea zootehniei nr.°32/2019 (νόμος 32/2019 περί κτηνοτροφίας), της 16ης Ιανουαρίου 2019 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 53, της 21ης Ιανουαρίου 2019), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, προβλέπει στο άρθρο 7 τα εξής:

«Οι κοινωνίες εκτροφής/επιχειρήσεις αναπαραγωγής και οι ενώσεις/οργανώσεις εκτροφέων αναγνωρίζονται από το Υπουργείο Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης μέσω της εθνικής αρχής που είναι αρμόδια για τη ζωοτεχνία, ως εταίροι για τη χάραξη πολιτικής, στρατηγικών, προγραμμάτων κτηνοτροφίας και πολιτικών που αφορούν τα προϊόντα.»

16

Κατά το άρθρο 21 του εν λόγω νόμου:

«Η οργάνωση και η διεξαγωγή της δραστηριότητας επιλογής και αναπαραγωγής των ζώων πραγματοποιείται σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης και την εθνική νομοθεσία.»

17

Το άρθρο 24 του ίδιου νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.   Η αναγνώριση των κοινωνιών εκτροφής και των επιχειρήσεων αναπαραγωγής και η έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής πραγματοποιούνται από την αρμόδια για τη ζωοτεχνία εθνική αρχή, σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης.

2.   Η αρμόδια για τη ζωοτεχνία εθνική αρχή αξιολογεί και εγκρίνει τα προγράμματα αναπαραγωγής που υποβάλλονται από κοινωνία εκτροφής/επιχείρηση αναπαραγωγής μόνον εφόσον:

a)

έχουν έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους στόχους:

1.

τη βελτίωση της φυλής, της σειράς ή της διασταύρωσης·

2.

τη διατήρηση της φυλής/σειράς·

[…]

3.   Η αρμόδια για τη ζωοτεχνία εθνική αρχή, η οποία έχει αναγνωρίσει μια ορισμένη κοινωνία εκτροφής, μπορεί να αρνηθεί την έγκριση προγράμματος αναπαραγωγής με την αιτιολογία ότι το εν λόγω πρόγραμμα θα έθετε σε κίνδυνο πρόγραμμα αναπαραγωγής το οποίο έχει υλοποιηθεί από άλλη κοινωνία για την ίδια φυλή και έχει ήδη εγκριθεί, στο μέτρο που αφορά τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα στοιχεία:

a)

τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των γνωρισμάτων της φυλής ή τους κύριους στόχους του εν λόγω προγράμματος αναπαραγωγής·

b)

τη διατήρηση της εν λόγω φυλής ή της γενετικής ποικιλότητας εντός της φυλής·

c)

στην περίπτωση απειλούμενης ή αυτόχθονης φυλής η οποία δεν είναι ευρέως διαδεδομένη.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 3, η αρμόδια για τη ζωοτεχνία αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια:

a)

τον αριθμό των προγραμμάτων αναπαραγωγής τα οποία έχουν ήδη εγκριθεί για την οικεία φυλή·

b)

το μέγεθος των πληθυσμών αναπαραγωγής που καλύπτονται από τα συγκεκριμένα προγράμματα αναπαραγωγής.»

18

Η Hotărârea Guvernului nr.° 1188/2014 privind organizarea și funcționarea Agenției Naționale pentru Zootehnie «Prof. dr. G. K. Constantinescu» (κυβερνητική απόφαση 1188/2014 περί της οργάνωσης και λειτουργίας του εθνικού οργανισμού ζωοτεχνίας «Prof. dr. G. K. Constantinescu»), της 29ης Δεκεμβρίου 2014 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 21, της 12ης Ιανουαρίου 2015), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, προέβλεπε στο άρθρο 1, παράγραφος 1, τα εξής:

«Ο [οργανισμός ζωοτεχνίας], ο οποίος συστάθηκε δυνάμει του άρθρου 8 του [Legea nr.° 139/2014 privind unele măsuri pentru reorganizarea Ministerului Agriculturii și Dezvoltării Rurale, precum și a unor structuri aflate în subordinea acestuia (νόμου 139/2014 περί ορισμένων μέτρων αναδιοργάνωσης του Υπουργείου Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης, καθώς και ορισμένων εξαρτώμενων από αυτό δομών), της 15ης Οκτωβρίου 2014 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 758, της 20ής Οκτωβρίου 2014)], όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, είναι εξειδικευμένο όργανο της κεντρικής δημόσιας διοίκησης, με νομική προσωπικότητα, χρηματοδοτούμενο εξ ολοκλήρου από τον κρατικό προϋπολογισμό, υπαγόμενο στο Υπουργείο Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης.»

19

Το άρθρο 5 της εν λόγω κυβερνητικής απόφασης όριζε στα στοιχεία a και i τα εξής:

«Σύμφωνα με τον τομέα δραστηριότητάς του, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο νόμος, ο [οργανισμός ζωοτεχνίας]:

a)

αναγνωρίζει τις κοινωνίες εκτροφής και τις επιχειρήσεις αναπαραγωγής για τους σκοπούς της υλοποίησης προγράμματος αναπαραγωγής με καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής εγγεγραμμένα στο ή στα γενεαλογικά βιβλία ή προγράμματος αναπαραγωγής με υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής εγγεγραμμένους στο ή στα γενεαλογικά μητρώα τα οποία ο οργανισμός για την εκτροφή ζώων διαχειρίζεται ή καταρτίζει·

[…]

i)

εγκρίνει τα προγράμματα αναπαραγωγής με ζώα αναπαραγωγής που πραγματοποιούνται από τις κοινωνίες εκτροφής και τις επιχειρήσεις αναπαραγωγής».

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

20

Με απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, ο οργανισμός ζωοτεχνίας αναγνώρισε τον GT ως κοινωνία εκτροφής, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2016/1012, με σκοπό την υλοποίηση προγράμματος αναπαραγωγής με καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής της φυλής βοοειδών «Bălțată Românească» (στο εξής: πρόγραμμα αναπαραγωγής του GT). Με απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2020 (στο εξής από κοινού με την απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020: επίμαχες αποφάσεις), ο οργανισμός αυτός ενέκρινε το εν λόγω πρόγραμμα.

21

Η ένωση BR, υπό την ιδιότητά της ως κοινωνία εκτροφής αναγνωρισμένη από τον οργανισμό ζωοτεχνίας, της οποίας το πρόγραμμα αναπαραγωγής για την ίδια φυλή βοοειδών «Bălțată Românească» είχε εγκριθεί το 2011 και εξακολουθούσε να βρίσκεται σε εξέλιξη, άσκησε προσφυγή κατά των επίμαχων αποφάσεων ενώπιον του Curtea de Apel Braşov (εφετείου Braşov, Ρουμανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.

22

Προς στήριξη της προσφυγής της, η ένωση BR υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι το πρόγραμμα αναπαραγωγής του GT, το οποίο αφορούσε, σε σχέση με το δικό της πρόγραμμα αναπαραγωγής, την ίδια φυλή ζώων αναπαραγωγής, την ίδια γεωγραφική περιοχή, ήτοι το έδαφος της Ρουμανίας, και επιδίωκε τον ίδιο σκοπό της βελτίωσης της οικείας φυλής μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το πρόγραμμά της, καθόσον η έγκρισή του θα συνεπαγόταν την απόσυρση σημαντικού αριθμού εκτροφέων από το πρόγραμμα αναπαραγωγής της εν λόγω ένωσης και θα προκαλούσε σοβαρή οικονομική ζημία.

23

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει εκ προοιμίου ότι, εν προκειμένω, σύμφωνα με το πόρισμα έκθεσης πραγματογνωμοσύνης που εξέδωσε η εσωτερική υπηρεσία του οργανισμού ζωοτεχνίας, «το πρόγραμμα αναπαραγωγής [του GT] θέτει σε κίνδυνο το πρόγραμμα αναπαραγωγής της [ένωσης BR], λόγω του κατακερματισμού του πληθυσμού που αποτελεί αντικείμενο της αναπαραγωγής, ο οποίος, όσο μικρότερος είναι, τόσο περισσότερο οδηγεί σε αιμομικτική αναπαραγωγή, με αποτέλεσμα τη μείωση της γενετικής προόδου· τα δύο προγράμματα δεν είναι πανομοιότυπα, υλοποιούνται σε μεγάλο βαθμό στην ίδια γεωγραφική περιοχή της Ρουμανίας και υπάρχουν αλληλεπικαλύψεις, αλλά η ύπαρξη ενός ενιαίου προγράμματος κτηνοτροφίας για την ίδια φυλή είναι πιο αποτελεσματική από τη συνύπαρξη πολλών προγραμμάτων του ίδιου είδους».

24

Επισημαίνει επίσης ότι η ένωση BR υπέβαλε αίτηση περί αναστολής εκτέλεσης των επίμαχων αποφάσεων ενώπιον του τμήματος διοικητικών και φορολογικών διαφορών του αιτούντος δικαστηρίου και ότι η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 4ης Ιουνίου 2021, με την αιτιολογία ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της ως άνω ένωσης, αφενός, η διαδικασία αναγνώρισης μιας κοινωνίας εκτροφής και η διαδικασία έγκρισης του προγράμματος ή των προγραμμάτων της δεν πραγματοποιούνται ταυτόχρονα, δεδομένου ότι η δεύτερη εκ των εν λόγω διαδικασιών πρέπει να λάβει χώρα μετά την πρώτη, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/1012, και, αφετέρου, το πρόγραμμα αναπαραγωγής του GT πληρούσε δεόντως την απαίτηση που προβλέπεται στο παράρτημα I, μέρος 1, στοιχείο Α, σημείο 4, του κανονισμού αυτού και συνίσταται στην ύπαρξη αρκούντως μεγάλου αριθμού ζώων για αναπαραγωγή εντός της γεωγραφικής περιοχής την οποία καλύπτει το σχετικό πρόγραμμα, όπερ, εν προκειμένω, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο GT είχε κοινοποιήσει στον οργανισμό ζωοτεχνίας κατάλογο ζώων οι εκτροφείς των οποίων είχαν ζητήσει τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα αναπαραγωγής του GT. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει επίσης ότι η αναίρεση που άσκησε η εν λόγω ένωση κατά της ως άνω απόφασης της 4ης Ιουνίου 2021 ενώπιον του Înalta Curte de Casație şi Justiție (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ρουμανία) απορρίφθηκε από το τελευταίο με απόφαση της 5ης Απριλίου 2022.

25

Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, σε υπόθεση ανάλογη με εκείνη της κύριας δίκης, το τμήμα διοικητικών και φορολογικών διαφορών του ίδιου δικαστηρίου υιοθέτησε αντίθετη προσέγγιση, καθόσον έκανε δεκτές τις αιτήσεις με τις οποίες η ίδια ένωση αμφισβητούσε, αφενός, την αναγνώριση που είχε χορηγηθεί σε άλλη ένωση εκτροφέων βοοειδών ως κοινωνία εκτροφής και, αφετέρου, την έγκριση του προγράμματος αναπαραγωγής της τελευταίας. Επί του παρόντος εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Înalta Curte de Casație şi Justiție (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) για την εν λόγω υπόθεση.

26

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, αφενός, ως προς τις προϋποθέσεις που διέπουν την αναγνώριση των κοινωνιών εκτροφής. Ζητεί, ειδικότερα, να διευκρινιστεί αν οι διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2016/1012, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 21 και του παραρτήματος I, μέρος 1, στοιχείο A, σημείο 4, του κανονισμού αυτού, έχουν την έννοια ότι μια οντότητα μπορεί να αναγνωρισθεί ως κοινωνία εκτροφής εάν, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης αναγνώρισης, επιδιώκει μόνο να επιτύχει τη συμμετοχή στο πρόγραμμα αναπαραγωγής της, μέσω της υπογραφής αιτημάτων ή δεσμεύσεων για τον σκοπό αυτό, εκτροφέων οι οποίοι συμμετέχουν ήδη σε άλλο εγκεκριμένο πρόγραμμα αναπαραγωγής διενεργούμενο από άλλη κοινωνία εκτροφής, ή την έννοια ότι η αναγνώριση μπορεί να χορηγηθεί μόνον εάν οι εν λόγω εκτροφείς ανήκουν πράγματι στο «χαρτοφυλάκιο» της οντότητας που ζητεί την αναγνώριση κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης αναγνώρισης.

27

Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τις προϋποθέσεις που διέπουν την έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής. Συναφώς, στηριζόμενο στις διατάξεις του άρθρου 13 του κανονισμού 2016/1012, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 24 και του παραρτήματος I, μέρος 1, στοιχείο B, σημείο 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, ζητεί να διευκρινιστεί, πρώτον, αν οι εκτροφείς καθαρόαιμων ζώων είναι ελεύθεροι να επιλέξουν να αποχωρήσουν από ήδη εγκριθέν πρόγραμμα αναπαραγωγής προκειμένου να συμμετάσχουν σε άλλο υπό έγκριση πρόγραμμα. Σε περίπτωση που έχουν την εν λόγω ελευθερία, πρέπει να προσδιοριστεί σε ποιον βαθμό η ελευθερία αυτή θα μπορούσε ενδεχομένως να περιοριστεί από την ανάγκη να μην τεθεί σε κίνδυνο ένα ήδη τρέχον πρόγραμμα αναπαραγωγής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/1012, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής του σκέψης 21.

28

Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επί της ερμηνείας της έκφρασης «μπορεί να αρνηθεί», η οποία περιέχεται στο εν λόγω άρθρο 10, παράγραφος 1. Ζητεί, ειδικότερα, να διευκρινιστεί εάν με την έκφραση αυτή αφήνεται να εννοηθεί ότι η αρμόδια εθνική αρχή διαθέτει ένα ορισμένο περιθώριο εκτίμησης ως προς την έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής ή εάν η αρχή αυτή υποχρεούται να αρνηθεί να εγκρίνει ένα νέο πρόγραμμα αναπαραγωγής, αν τούτο είναι ικανό να θέσει σε κίνδυνο ένα ήδη υφιστάμενο πρόγραμμα.

29

Τρίτον και τελευταίο, το αιτούν δικαστήριο έθεσε το ζήτημα της πιθανής συνύπαρξης πολλών προγραμμάτων αναπαραγωγής για την ίδια φυλή ζώων αναπαραγωγής και την ίδια γεωγραφική περιοχή, τα οποία επιδιώκουν παρόμοιους στόχους σχετικούς με τη βελτίωση της συγκεκριμένης φυλής.

30

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Curtea de Apel Brașov (εφετείο Brașov) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού [2016/1012], σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι, μέρος 1, στοιχείο Α, σημείο 4, και την αιτιολογική σκέψη 24 του κανονισμού, την έννοια ότι μια κοινωνία εκτροφής μπορεί να αναγνωριστεί ακόμη και αν το σχέδιό της είναι μόνο να προσελκύσει, μέσω της υπογραφής σχετικών αιτήσεων ή δεσμεύσεων, εκτροφείς οι οποίοι είναι ήδη εγγεγραμμένοι σε άλλο εγκεκριμένο πρόγραμμα αναπαραγωγής άλλης κοινωνίας ή την έννοια ότι είναι απαραίτητο, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης αναγνώρισης, οι εν λόγω εκτροφείς να περιλαμβάνονται πράγματι στο χαρτοφυλάκιο της κοινωνίας η οποία ζητεί την αναγνώριση;

2)

Έχουν το άρθρο 13 καθώς και το παράρτημα I, μέρος 1, στοιχείο Β, σημείο 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2016/1012, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 24 του κανονισμού, την έννοια ότι παρέχεται στους εκτροφείς διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιλογή μεταξύ των προγραμμάτων αναπαραγωγής για τη βελτίωση της φυλής στα οποία μπορούν να εγγράψουν τα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής τους και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, μπορεί η εν λόγω ευχέρεια να περιοριστεί από την ανάγκη να μη θιγεί ή να μην τεθεί σε κίνδυνο πρόγραμμα αναπαραγωγής στο οποίο ήδη συμμετέχουν οι εν λόγω εκτροφείς, μέσω της μεταπήδησης ή της υπόσχεσης να μεταπηδήσουν οι εκτροφείς αυτοί σε άλλο πρόγραμμα αναπαραγωγής το οποίο τελεί υπό έγκριση;

3)

Έχει το άρθρο 10, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 21 του κανονισμού 2016/1012, την έννοια ότι, οσάκις διαπιστώνεται ότι συντρέχει μία από τις περιπτώσεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, η αρμόδια αρχή η οποία έχει αναγνωρίσει την κοινωνία εκτροφής υποχρεούται να αρνηθεί να εγκρίνει πρόγραμμα αναπαραγωγής το οποίο θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο άλλο πρόγραμμα όσον αφορά τα στοιχεία που απαριθμούνται [στο εν λόγω άρθρο], ή έχει η χρήση της φράσης «μπορεί να αρνηθεί» την έννοια ότι παρέχει στην αρχή διακριτική ευχέρεια επί του θέματος αυτού;

4)

Έχουν το άρθρο 8 και το άρθρο 10 του κανονισμού 2016/1012, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 21 του κανονισμού, την έννοια ότι, οσάκις ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει ως κύριο στόχο τη βελτίωση της φυλής εφαρμόζεται ήδη σε κράτος μέλος, επιτρέπεται η έγκριση νέου προγράμματος αναπαραγωγής για την ίδια φυλή, στο ίδιο κράτος (για την ίδια γεωγραφική περιοχή), το οποίο έχει επίσης ως κύριο στόχο τη βελτίωση της φυλής και στο πλαίσιο του οποίου μπορούν να επιλεγούν ζώα αναπαραγωγής από το πρόγραμμα αναπαραγωγής το οποίο ήδη εφαρμόζεται;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

31

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2016/1012, σε συνδυασμό με το παράρτημα I, μέρος 1, του κανονισμού αυτού και υπό το πρίσμα της αιτιολογικής του σκέψης 24, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στο να αναγνωρισθεί ως κοινωνία εκτροφής αιτών ο οποίος, προκειμένου να αποδείξει ότι διαθέτει αρκούντως μεγάλο πληθυσμό ζώων αναπαραγωγής και επαρκή αριθμό εκτροφέων, επικαλείται δεσμεύσεις συμμετοχής που έχουν υπογράψει εκτροφείς οι οποίοι έχουν ήδη εγγραφεί σε πρόγραμμα αναπαραγωγής που διενεργείται από άλλη αναγνωρισμένη κοινωνία εκτροφής.

Επί του παραδεκτού

32

Η Ρουμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο, για τον λόγο ότι, κατ’ ουσίαν, η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Κατά την άποψή της, το αιτούν δικαστήριο καλείται απλώς να προβεί σε εξακριβώσεις πραγματικών περιστατικών και, επιπλέον, διαθέτει κρίσιμες πληροφορίες προκειμένου να εκτιμήσει την τήρηση των απαιτήσεων του κανονισμού 2016/1012 όσον αφορά τον αριθμό των εκτροφέων και των ζώων που απαιτούνται για την αναγνώριση μιας κοινωνίας εκτροφής. Επιπλέον, η Ρουμανική Κυβέρνηση εκτιμά ότι το ερώτημα αυτό είναι περιττό σε σχέση με το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα.

33

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της καθιερούμενης με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, το εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς της κύριας δίκης και φέρει την ευθύνη για τη δικαστική απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί, είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να εκτιμήσει, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο αν η προδικαστική απόφαση είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και αν τα ερωτήματα που υποβάλλει στο Δικαστήριο είναι λυσιτελή. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία ή το κύρος κανόνα του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται κατ’ αρχήν να απαντήσει (απόφαση της 18ης Απριλίου 2024, Girelli Alcool,C‑509/22, EU:C:2024:341, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34

Επομένως, τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβληθεί από εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία ή εκτίμηση του κύρους κανόνα δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 18ης Απριλίου 2024, Girelli Alcool,C‑509/22, EU:C:2024:341, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα αφορά την ερμηνεία του κανονισμού 2016/1012 και αποσκοπεί στην αποσαφήνιση των απαιτήσεων απόδειξης που απαιτούνται για την αναγνώριση μιας οντότητας ως κοινωνίας εκτροφής.

36

Συναφώς, η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης φαίνεται να είναι συναφής με το αντικείμενο της κύριας δίκης, το οποίο αφορά την αναγνώριση του GT ως κοινωνίας εκτροφής δυνάμει του ως άνω κανονισμού. Το παρόν προδικαστικό ερώτημα αποσκοπεί ακριβώς στη διευκρίνιση των απαιτήσεων που θέτει ο κανονισμός. Επιπροσθέτως, ουδόλως προκύπτει από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο ότι το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως. Επιπλέον, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιέχει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία για να μπορέσει το Δικαστήριο να απαντήσει στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα. Τέλος, η περίπτωση κατά την οποία το ερώτημα αυτό θα ήταν περιττό σε σχέση με άλλα ερωτήματα που υποβλήθηκαν με την ίδια αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν ασκεί επιρροή επί του παραδεκτού του. Υπό τις συνθήκες αυτές, το τεκμήριο λυσιτέλειας που μνημονεύεται στη σκέψη 34 της παρούσας απόφασης δεν μπορεί να ανατραπεί.

37

Συνεπώς, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.

Επί της ουσίας

38

Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και οι στόχοι και ο σκοπός που επιδιώκει η πράξη της οποίας αποτελεί μέρος. Το ιστορικό της θέσπισης μιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης μπορεί επίσης να παρέχει κρίσιμα στοιχεία για την ερμηνεία της (απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2024, Inditex,C‑361/22, EU:C:2024:17, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39

Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2016/1012, οι αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν ως κοινωνία εκτροφής κάθε αιτούντα που πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα στοιχεία αʹ έως δʹ της εν λόγω διάταξης.

40

Το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του ως άνω κανονισμού προβλέπει ότι πρέπει να αποδεικνύεται στην αίτηση αναγνώρισης ότι ο αιτών συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο παράρτημα I, μέρος 1, του κανονισμού 2016/1012, όσον αφορά τα προγράμματα αναπαραγωγής για τα οποία ο ίδιος προτίθεται να υποβάλλει αίτηση έγκρισης.

41

Σύμφωνα με το παράρτημα Ι, μέρος 1, στοιχείο Α, σημείο 4, του ίδιου κανονισμού, ο αιτών πρέπει να διαθέτει αρκούντως μεγάλο πληθυσμό ζώων αναπαραγωγής εντός των γεωγραφικών περιοχών που πρόκειται να καλυφθούν από το εκάστοτε πρόγραμμα. Επιπλέον, βάσει του παραρτήματος I, μέρος 1, στοιχείο B, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2016/1012, ο αιτών πρέπει να διαθέτει επαρκή αριθμό εκτροφέων που συμμετέχουν σε καθένα από τα προγράμματα αναπαραγωγής. Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν οι ως άνω απαιτήσεις πληρούνται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

42

Συνεπώς, το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2016/1012 δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η απόδειξη της κατοχής αρκούντως μεγάλου πληθυσμού ζώων αναπαραγωγής και επαρκούς αριθμού εκτροφέων να στηρίζεται σε δεσμεύσεις συμμετοχής που έχουν υπογράψει εκτροφείς οι οποίοι είναι ήδη εγγεγραμμένοι σε πρόγραμμα αναπαραγωγής διενεργούμενο από άλλη αναγνωρισμένη κοινωνία εκτροφής και, ως εκ τούτου, δεν έχουν προσχωρήσει επισήμως ως μέλη στην αιτούσα κοινωνία.

43

Όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η ως άνω διάταξη, επισημαίνεται ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 24 του κανονισμού 2016/1012, οι αιτούντες θα πρέπει να αναγνωρίζονται ως κοινωνίες εκτροφής μόνον «όταν έχουν εκτροφείς που συμμετέχουν στα προγράμματα αναπαραγωγής τους». Εντούτοις, από το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι είναι δυνατή η διενέργεια προγράμματος αναπαραγωγής εγκεκριμένου από την αρμόδια εθνική αρχή επί τουλάχιστον 24 μήνες χωρίς τη συμμετοχή ζώων.

44

Επιπροσθέτως, από την αιτιολογική σκέψη 34, από το άρθρο 13, παράγραφος 3, και από το παράρτημα I, μέρος 1, στοιχείο B, σημείο 1, στοιχείο βʹ, σημείο iv, του ως άνω κανονισμού προκύπτει επίσης ότι η συμμετοχή εκτροφέων δεν απαιτεί κατ’ ανάγκην την προσχώρησή τους, ως μελών, σε κοινωνία εκτροφής, οπότε η επίσημη συμμετοχή σε μια τέτοια κοινωνία δεν μπορεί να είναι καθοριστική για την εκτίμηση της τήρησης, εκ μέρους της κοινωνίας αυτής, των προϋποθέσεων αναγνώρισης που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός.

45

Τέλος, διαπιστώνεται επίσης ότι από την αιτιολογική σκέψη 32 του κανονισμού 2016/1012 προκύπτει ότι η αναγνώριση της κοινωνίας εκτροφής δεν θα πρέπει να συγχέεται με την έγκριση του προγράμματος ή των προγραμμάτων αναπαραγωγής της.

46

Όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκει ο κανονισμός 2016/1012, πρέπει να επισημανθεί ότι, υπό το πρίσμα της αιτιολογικής του σκέψης 1, σκοπός του είναι να ενισχύσει την εκτροφή, μεταξύ άλλων, των βοοειδών ενθαρρύνοντας, προς τούτο, τη χρήση καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής. Επιπλέον, κατά την αιτιολογική σκέψη 21, πρώτη και δεύτερη περίοδος, του εν λόγω κανονισμού, το δικαίωμα μιας οντότητας να αναγνωρισθεί ως κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής που πληροί τα καθορισθέντα κριτήρια θα πρέπει να αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης για την αναπαραγωγή ζώων και την ενιαία αγορά. Η προστασία της οικονομικής δραστηριότητας μιας αναγνωρισμένης κοινωνίας εκτροφής δεν θα πρέπει να δικαιολογεί ούτε την άρνηση της αρμόδιας αρχής να αναγνωρίσει μια άλλη κοινωνία εκτροφής για την ίδια φυλή ούτε παραβιάσεις των αρχών που διέπουν την εσωτερική αγορά. Από την αιτιολογική σκέψη 31 του ως άνω κανονισμού προκύπτει επίσης ότι ο κανονισμός αυτός αποσκοπεί στη διασφάλιση της επιχειρηματικής ελευθερίας και στην εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των ζώων αναπαραγωγής και του γενετικού υλικού τους.

47

Η επιδίωξη των σκοπών της ενθάρρυνσης της κτηνοτροφίας και της ανάπτυξης της εμπορίας των βοοειδών στο ενδοκοινοτικό εμπόριο προϋποθέτει την ύπαρξη, στα διάφορα κράτη μέλη, επαρκούς αριθμού κοινωνιών εκτροφής. Στο πλαίσιο αυτό, ο κανονισμός 2016/1012 τάσσεται υπέρ της αναγνώρισης νέων κοινωνιών εκτροφής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2004, Zuchtverband für Ponys,C‑216/02, EU:C:2004:703, σκέψεις 32 και 33).

48

Ως εκ τούτου, εάν μια αίτηση αναγνώρισης μπορούσε να απορριφθεί για τον αποκλειστικό λόγο ότι βασίζεται σε δεσμεύσεις συμμετοχής που έχουν υπογράψει εκτροφείς ήδη εγγεγραμμένοι σε πρόγραμμα αναπαραγωγής για την ίδια φυλή, το οποίο διενεργείται από άλλη ήδη αναγνωρισμένη κοινωνία εκτροφής, θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο η επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 1, 21 και 31 του κανονισμού 2016/1012.

49

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2016/1012, σε συνδυασμό με το παράρτημα I, μέρος 1, του κανονισμού αυτού και υπό το πρίσμα της αιτιολογικής του σκέψης 24, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στο να αναγνωρισθεί ως κοινωνία εκτροφής αιτών ο οποίος, προκειμένου να αποδείξει ότι διαθέτει αρκούντως μεγάλο πληθυσμό ζώων αναπαραγωγής και επαρκή αριθμό εκτροφέων, επικαλείται δεσμεύσεις συμμετοχής που έχουν υπογράψει εκτροφείς ήδη εγγεγραμμένοι σε πρόγραμμα αναπαραγωγής το οποίο διενεργείται από άλλη αναγνωρισμένη κοινωνία εκτροφής.

Επί του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος

50

Με το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 10 του κανονισμού 2016/1012, σε συνδυασμό με το άρθρο 13 και το παράρτημα I, μέρος 1, στοιχείο B, σημείο 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, καθώς και υπό το πρίσμα των αιτιολογικών του σκέψεων 21 και 24, έχει την έννοια ότι, αφενός, όταν σε ένα κράτος μέλος βρίσκεται σε εξέλιξη πρόγραμμα αναπαραγωγής με κύριο σκοπό τη βελτίωση συγκεκριμένης φυλής ζώων, η αρμόδια αρχή του κράτους αυτού μπορεί να εγκρίνει νέο πρόγραμμα αναπαραγωγής που υποβάλλεται από άλλη κοινωνία εκτροφής, το οποίο αφορά την ίδια φυλή ζώων, την ίδια γεωγραφική περιοχή και επιδιώκει τον ίδιο σκοπό και στο πλαίσιο του οποίου έχουν επιλεγεί ζώα αναπαραγωγής από τον αναπαραγωγικό πληθυσμό ήδη τρέχοντος προγράμματος αναπαραγωγής και, αφετέρου, όταν η έγκριση αυτή ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που αναφέρονται στα στοιχεία αʹ έως γʹ του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/1012, η ίδια αυτή αρχή έχει την υποχρέωση, και όχι τη δυνατότητα, να αρνηθεί την έγκριση του νέου προγράμματος αναπαραγωγής.

Επί του παραδεκτού

51

Η Ρουμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο, στο μέτρο που, αφενός, η απάντηση σε αυτό δεν είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης και, αφετέρου, το ερώτημα αυτό είναι περιττό σε σχέση με το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα.

52

Για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στη σκέψη 36 της παρούσας απόφασης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν μπορεί να ανατραπεί το τεκμήριο λυσιτέλειας του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος. Ως εκ τούτου, το ερώτημα κρίνεται παραδεκτό.

Επί της ουσίας

53

Πρώτον, επισημαίνεται ότι, μολονότι, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 2016/1012, η αρμόδια αρχή εγκρίνει τα προγράμματα αναπαραγωγής που της υποβάλλονται, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαριθμούνται στα στοιχεία αʹ έως γʹ της παραγράφου αυτής, εντούτοις το άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει σχετική παρέκκλιση, ορίζοντας στην παράγραφο 1 ότι η αρμόδια αρχή που έχει αναγνωρίσει μια κοινωνία εκτροφής μπορεί να αρνηθεί να εγκρίνει πρόγραμμα αναπαραγωγής της εν λόγω κοινωνίας με την αιτιολογία ότι το πρόγραμμα αυτό θα έθετε σε κίνδυνο το πρόγραμμα αναπαραγωγής άλλης κοινωνίας εκτροφής για την ίδια φυλή, το οποίο έχει ήδη εγκριθεί στο οικείο κράτος μέλος, όσον αφορά τουλάχιστον ένα από τα στοιχεία που αναφέρονται στα στοιχεία αʹ έως γʹ του άρθρου 10, παράγραφος 1.

54

Το άρθρο 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/1012 απαριθμεί τα κριτήρια τα οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη η αρχή αυτή προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον υφίσταται τέτοιος κίνδυνος, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν, αφενός, τον αριθμό των προγραμμάτων αναπαραγωγής που έχουν ήδη εγκριθεί για την ίδια φυλή στο οικείο κράτος μέλος και, αφετέρου, το μέγεθος των αναπαραγωγικών πληθυσμών τους οποίους αφορούν τα εν λόγω προγράμματα αναπαραγωγής.

55

Δεύτερον, διαπιστώνεται ωστόσο ότι η αιτιολογική σκέψη 21 του κανονισμού 2016/1012 προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα έγκρισης «επιπλέον προγράμματος αναπαραγωγής» για την ίδια φυλή ζώων, το οποίο αφορά την ίδια γεωγραφική περιοχή και επιδιώκει τον ίδιο σκοπό με ένα ήδη υφιστάμενο πρόγραμμα αναπαραγωγής. Από την ίδια αιτιολογική σκέψη προκύπτει επίσης ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να καταστήσει δυνατό ένα τέτοιο συμπληρωματικό πρόγραμμα με ζώα αναπαραγωγής τα οποία «μπορούν να επιλεγούν από τον αναπαραγωγικό πληθυσμό της κοινωνίας εκτροφής η οποία ήδη πραγματοποιεί πρόγραμμα αναπαραγωγής στην εν λόγω φυλή».

56

Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 18 του ως άνω κανονισμού διευκρινίζει στην παράγραφο 2 ότι «[ο]ι κοινωνίες εκτροφής δεν αρνούνται την εγγραφή ενός καθαρόαιμου ζώου αναπαραγωγής στο κύριο τμήμα των βιβλίων αναπαραγωγής τους με την αιτιολογία ότι είναι ήδη εγγεγραμμένο στο κύριο τμήμα του βιβλίου αναπαραγωγής της ίδιας φυλής».

57

Επιπροσθέτως, από το άρθρο 13, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού προκύπτει σαφώς ότι οι εκτροφείς έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν σε εγκεκριμένο πρόγραμμα αναπαραγωγής, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα στοιχεία αʹ και βʹ της εν λόγω διάταξης.

58

Τρίτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/1012 συνιστά εξαίρεση από τον γενικό κανόνα του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, κατά τον οποίο η αρμόδια αρχή πρέπει να εγκρίνει τα προγράμματα αναπαραγωγής που της υποβάλλονται, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στα στοιχεία αʹ έως γʹ του εν λόγω άρθρου 8, παράγραφος 3. Πλην όμως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι εξαιρέσεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά, προκειμένου οι γενικοί κανόνες να μην καθίστανται άνευ περιεχομένου [απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2022, Generalstaatsanwaltschaft München (Έκδοση και αρχή ne bis in idem), C‑435/22 PPU, EU:C:2022:852, σκέψη 120 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

59

Επιπλέον, το άρθρο 10, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού χρησιμοποιεί τη φράση «μπορεί να αρνηθεί». Επιπροσθέτως, η αιτιολογική σκέψη 21 του ίδιου κανονισμού προσεγγίζει την άρνηση έγκρισης ενός νέου προγράμματος αναπαραγωγής με περιοριστικούς όρους, δεδομένου ότι, κατά το γράμμα της, η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους «θα πρέπει, σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, να μπορεί να αρνείται να εγκρίνει ένα επιπλέον πρόγραμμα αναπαραγωγής».

60

Επομένως, ο κανονισμός 2016/1012 παρέχει στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών περιθώριο εκτίμησης το οποίο τους παρέχει τη δυνατότητα να αρνηθούν την έγκριση νέου προγράμματος αναπαραγωγής, ακόμη και αν πληροί τις προϋποθέσεις του παραρτήματος I του εν λόγω κανονισμού, όταν το πρόγραμμα αυτό ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο ένα ήδη υφιστάμενο πρόγραμμα αναπαραγωγής, όσον αφορά ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που απαριθμούνται εξαντλητικώς στα στοιχεία αʹ έως γʹ του εν λόγω άρθρου 10, παράγραφος 1, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Πέραν των ως άνω περιπτώσεων, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 2016/1012, οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να εγκρίνουν τα προγράμματα αναπαραγωγής που τους υποβάλλονται, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στα στοιχεία αʹ έως γʹ του άρθρου 8, παράγραφος 3.

61

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο, στο τρίτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10 του κανονισμού 2016/1012, σε συνδυασμό με το άρθρο 13 και το παράρτημα I, μέρος 1, στοιχείο B, σημείο 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, καθώς και υπό το πρίσμα των αιτιολογικών του σκέψεων 21 και 24, έχει την έννοια ότι, αφενός, όταν σε ένα κράτος μέλος βρίσκεται σε εξέλιξη πρόγραμμα αναπαραγωγής με κύριο σκοπό τη βελτίωση μιας συγκεκριμένης φυλής ζώων, η αρμόδια αρχή του κράτους αυτού μπορεί να εγκρίνει νέο πρόγραμμα αναπαραγωγής που υποβάλλεται από άλλη κοινωνία εκτροφής, το οποίο αφορά την ίδια φυλή ζώων, την ίδια γεωγραφική περιοχή και επιδιώκει τον ίδιο σκοπό και στο πλαίσιο του οποίου έχουν επιλεγεί ζώα αναπαραγωγής από τον αναπαραγωγικό πληθυσμό του ήδη τρέχοντος προγράμματος αναπαραγωγής, και, αφετέρου, όταν η έγκριση αυτή ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που αναφέρονται στα στοιχεία αʹ έως γʹ του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/1012, η ίδια αυτή αρχή έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί την έγκριση του νέου προγράμματος αναπαραγωγής.

Επί των δικαστικών εξόδων

62

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους ζωοτεχνικούς και γενεαλογικούς όρους για την αναπαραγωγή, το εμπόριο και την είσοδο στην Ένωση καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής, υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 652/2014, καθώς και των οδηγιών 89/608/ΕΟΚ και 90/425/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και για την κατάργηση ορισμένων πράξεων στον τομέα της αναπαραγωγής ζώων («κανονισμός για την αναπαραγωγή ζώων»), σε συνδυασμό με το παράρτημα I, μέρος 1, του εν λόγω κανονισμού και υπό το πρίσμα της αιτιολογικής του σκέψης 24,

έχει την έννοια ότι:

δεν αντιτίθεται στο να αναγνωρισθεί ως κοινωνία εκτροφής αιτών ο οποίος, προκειμένου να αποδείξει ότι διαθέτει αρκούντως μεγάλο πληθυσμό ζώων αναπαραγωγής και επαρκή αριθμό εκτροφέων, επικαλείται δεσμεύσεις συμμετοχής που έχουν υπογράψει εκτροφείς ήδη εγγεγραμμένοι σε πρόγραμμα αναπαραγωγής το οποίο διενεργείται από άλλη αναγνωρισμένη κοινωνία εκτροφής.

 

2)

Το άρθρο 10 του κανονισμού 2016/1012, σε συνδυασμό με το άρθρο 13 και με το παράρτημα I, μέρος 1, στοιχείο Β, σημείο 2, στοιχείο αʹ, του ίδιου κανονισμού καθώς και υπό το πρίσμα των αιτιολογικών του σκέψεων 21 και 24,

έχει την έννοια ότι:

αφενός, όταν σε ένα κράτος μέλος βρίσκεται σε εξέλιξη πρόγραμμα αναπαραγωγής με κύριο σκοπό τη βελτίωση μιας συγκεκριμένης φυλής ζώων, η αρμόδια αρχή του κράτους αυτού μπορεί να εγκρίνει νέο πρόγραμμα αναπαραγωγής που υποβάλλεται από άλλη κοινωνία εκτροφής, το οποίο αφορά την ίδια φυλή ζώων, την ίδια γεωγραφική περιοχή και επιδιώκει τον ίδιο σκοπό και στο πλαίσιο του οποίου έχουν επιλεγεί ζώα αναπαραγωγής από τον αναπαραγωγικό πληθυσμό του ήδη τρέχοντος προγράμματος αναπαραγωγής, και, αφετέρου, όταν η έγκριση αυτή ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που αναφέρονται στα στοιχεία αʹ έως γʹ του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/1012, η ίδια αυτή αρχή έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί την έγκριση του νέου προγράμματος αναπαραγωγής.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική.