Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 29ης Ιουλίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Απόφαση 2013/488/ΕΕ – Διαβαθμισμένες πληροφορίες – Εξουσιοδότηση ασφαλείας φορέα – Ανάκληση της εξουσιοδότησης – Μη γνωστοποίηση διαβαθμισμένων πληροφοριών στις οποίες βασίζεται η ανάκληση – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Πρόσβαση στον φάκελο – Αρχή της κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγής της δίκης – Άρθρο 51 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης»

Στην υπόθεση C‑185/23,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Najvyšší správny súd Slovenskej republiky (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας) με απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Μαρτίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης

protectus s. r. o., πρώην BONUL s. r. o.

κατά

Výbor Národnej rady Slovenskej republiky na preskúmavanie rozhodnutí Národného bezpečnostného úradu,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen (εισηγητή), Αντιπρόεδρο, A. Prechal, K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο, T. von Danwitz, F. Biltgen, Z. Csehi και O. Spineanu-Matei, προέδρους τμήματος, J.‑C. Bonichot, S. Rodin, P. G. Xuereb, J. Passer, Δ. Γρατσία και M. Gavalec, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: I. Illéssy, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Ιανουαρίου 2024,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η protectus s. r. o., εκπροσωπούμενη από τους M. Mandzák, M. Para και M. Pohovej, advokáti,

–        η Výbor Národnej rady Slovenskej republiky na preskúmavanie rozhodnutí Národného bezpečnostného úradu, εκπροσωπούμενη από τους L’. Mičinský, M. M. Nemky και M. Rafajová, advokáti,

–        η Σλοβακική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. V. Larišová, τον A. Lukáčik και την S. Ondrášiková,

–        η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Kriisa,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. Bénard και την O. Duprat-Mazaré,

–        το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενo από τις I. Demoulin και N. Glindová καθώς και από τους J. Rurarz και T. Verdi,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Ș. Ciubotaru, την A.‑C. Simon, τον A. Tokár και τον P. J. O. Van Nuffel,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Μαΐου 2024,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 47 και του άρθρου 51, παράγραφοι 1 και 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς μεταξύ της protectus s. r. o., πρώην BONUL s. r. o., και της Výbor Národnej rady Slovenskej republiky na preskúmavanie rozhodnutí Národného bezpečnostného úradu (επιτροπής του Εθνικού Συμβουλίου της Σλοβακικής Δημοκρατίας για την επανεξέταση των αποφάσεων της εθνικής υπηρεσίας ασφαλείας, στο εξής: επιτροπή) σχετικά με την απόρριψη από την τελευταία της προσφυγής που άσκησε η protectus κατά της απόφασης της Národný bezpečnostný úrad (εθνικής υπηρεσίας ασφαλείας, Σλοβακία) (στο εξής: ΕΥΑ) να ακυρώσει τη βεβαίωση βιομηχανικής ασφαλείας και το πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας των οποίων η protectus ήταν κάτοχος.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η αιτιολογική σκέψη 3 της απόφασης 2013/488/ΕΕ του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ (ΕΕ 2013 L 274, σ. 1), αναφέρει τα εξής:

«Σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις και στο βαθμό που απαιτείται για τη λειτουργία του Συμβουλίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], τα κράτη μέλη πρέπει να τηρούν την παρούσα απόφαση όταν οι αρμόδιες αρχές, το προσωπικό ή οι εργολάβοι τους χειρίζονται [διαβαθμισμένες πληροφορίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΔΠΕΕ)], προκειμένου να έχουν τη βεβαιότητα ότι εξασφαλίζεται ισοδύναμο επίπεδο προστασίας για τις ΔΠΕΕ.»

4        Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της απόφασης αυτής προβλέπει τα εξής:

«1.      Η παρούσα απόφαση καθορίζει τις βασικές αρχές και τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφαλείας για την προστασία των ΔΠΕΕ.

2.      Οι εν λόγω βασικές αρχές και ελάχιστες προδιαγραφές θα ισχύουν για το Συμβούλιο και τη [Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου (στο εξής: ΓΓΣ)] και θα τηρούνται από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις αντίστοιχες εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές τους διατάξεις, προκειμένου τα κράτη να έχουν τη βεβαιότητα ότι παρέχεται ισοδύναμο επίπεδο προστασίας στις ΔΠΕΕ.»

5        Το άρθρο 11, παράγραφοι 2, 5 και 7, της εν λόγω απόφασης ορίζει τα εξής:

«2.      Η ΓΓΣ μπορεί να αναθέτει με σύμβαση σε βιομηχανικούς ή άλλους φορείς που έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος [...] καθήκοντα που αφορούν ή συνεπάγονται πρόσβαση σε ΔΠΕΕ ή τον χειρισμό ή την αποθήκευσή τους.

[...]

5.      Η [Εθνική Αρχή Ασφαλείας (EAA), η [Καθορισμένη Αρχή Ασφαλείας (ΚΑΑ)] ή οιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή ασφαλείας κάθε κράτους μέλους εξασφαλίζει, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις, ότι οι εργολάβοι ή υπεργολάβοι που έχουν την έδρα τους στο αντίστοιχο κράτος μέλος και συμμετέχουν σε διαβαθμισμένες συμβάσεις ή συμβάσεις υπεργολαβίας που απαιτούν την πρόσβαση σε πληροφορίες με διαβάθμιση CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL ή SECRET UE/EU SECRET μέσα στις εγκαταστάσεις τους, είτε κατά την εκτέλεση των συμβάσεων αυτών είτε κατά το προσυμβατικό στάδιο, πρέπει να διαθέτουν εξουσιοδότηση ασφαλείας φορέα (FSC) στο οικείο επίπεδο διαβάθμισης.

[...]

7.      Οι διατάξεις εφαρμογής του παρόντος άρθρου περιέχονται στο παράρτημα V.»

6        Το άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ έως γʹ, της ίδιας απόφασης διευκρινίζει τα κατωτέρω:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε κατάλληλο μέτρο, σύμφωνα με τους αντίστοιχους εθνικούς νόμους και κανονισμούς, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι, κατά το χειρισμό ή την αποθήκευση ΔΠΕΕ, τηρείται η παρούσα απόφαση από:

α)      το προσωπικό των μόνιμων αντιπροσωπειών των κρατών μελών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και από τους εθνικούς αντιπροσώπους που συμμετέχουν σε συνόδους του Συμβουλίου ή συνεδριάσεις των προπαρασκευαστικών οργάνων του, ή λαμβάνουν μέρος σε άλλες δραστηριότητες του Συμβουλίου,

β)      το λοιπό προσωπικό των κρατικών υπηρεσιών των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού που έχει αποσπασθεί σε αυτές τις κρατικές υπηρεσίες, ασχέτως του αν υπηρετούν στο έδαφος των κρατών μελών ή στο εξωτερικό,

γ)      άλλα πρόσωπα στα κράτη μέλη δεόντως εξουσιοδοτημένα βάσει των καθηκόντων τους να έχουν πρόσβαση σε ΔΠΕΕ [...]»

7        Το άρθρο 16, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, σημείο i, της απόφασης 2013/488 έχει ως εξής:

«Για την εφαρμογή του άρθρου 15 παράγραφος 3, τα κράτη μέλη θα πρέπει:

α)      να ορίσουν μια ΕΑΑ [...] αρμόδια για τις ρυθμίσεις ασφαλείας σχετικά με την προστασία των ΔΠΕΕ, ώστε:

i)      οι ΔΠΕΕ που ευρίσκονται στην κατοχή εθνικών φορέων, οργανισμών ή υπηρεσιών, δημόσιων ή ιδιωτικών, εντός της χώρας ή στο εξωτερικό, να προστατεύονται σύμφωνα με την παρούσα απόφαση».

8        Το παράρτημα V της απόφασης αυτής, με τίτλο «Βιομηχανική ασφάλεια», ορίζει στα σημεία 8 έως 13 τα εξής:

«8.      Η FSC χορηγείται από την ΕΑΑ/ΚΑΑ ή οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή ασφαλείας κράτους μέλους και δηλώνει, βάσει των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, ότι ένας βιομηχανικός ή άλλος φορέας μπορεί να προστατεύει τις ΔΠΕΕ στις εγκαταστάσεις του ανάλογα με τη διαβάθμιση ασφαλείας τους (CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL ή SECRET UE/EU SECRET). Προσκομίζεται στη ΓΓΣ, ως αναθέτουσα αρχή, προκειμένου να παρασχεθούν ΔΠΕΕ σε εργολάβο ή υπεργολάβο ή ενδεχόμενο εργολάβο ή υπεργολάβο ή να εγκριθεί η πρόσβαση των εν λόγω προσώπων σε ΔΠΕΕ.

9.      Κατά τη χορήγηση της FSC, η οικεία ΕΑΑ/ΚΑΑ προβαίνει τουλάχιστον στις εξής ενέργειες:

α)      αξιολογεί την ακεραιότητα του βιομηχανικού ή άλλου φορέα,

β)      αξιολογεί την κυριότητα, τον έλεγχο, ή τη δυνατότητα άσκησης αθέμιτης επιρροής που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κίνδυνος κατά της ασφάλειας,

γ)      εξακριβώνει ότι βιομηχανικός ή άλλος φορέας έχει θεσπίσει σύστημα ασφαλείας στην εγκατάστασή του το οποίο καλύπτει όλα τα προσήκοντα μέτρα ασφαλείας τα οποία είναι αναγκαία για την προστασία πληροφοριών ή υλικού με διαβάθμιση CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL ή SECRET UE/EU SECRET σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρούσας απόφασης,

δ)      εξακριβώνει ότι το καθεστώς ασφαλείας του προσωπικού –διευθυντικών στελεχών, ιδιοκτητών, εργαζομένων– που πρέπει να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες με διαβάθμιση CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL ή SECRET UE/EU SECRET έχει καθορισθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρούσας απόφασης και

ε)      εξακριβώνει ότι ο βιομηχανικός ή άλλος φορέας έχει διορίσει υπάλληλο υπεύθυνο για την ασφάλεια της εγκατάστασης ο οποίος είναι υπόλογος στη διεύθυνση για την τήρηση των υποχρεώσεων ασφαλείας εντός του φορέα.

10.      Οσάκις απαιτείται, η ΓΓΣ, ως αναθέτουσα αρχή, ενημερώνει την αρμόδια ΕΑΑ/ΚΑΑ ή οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή ασφαλείας ότι απαιτείται FSC κατά το προσυμβατικό στάδιο ή για την εκτέλεση της σύμβασης. Απαιτείται FSC [...] κατά το προσυμβατικό στάδιο όταν πρέπει να παρασχεθούν ΔΠΕΕ με διαβάθμιση CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL ή SECRET UE/EU SECRET κατά τη διάρκεια της διαδικασίας υποβολής προσφορών.

11.      Η αναθέτουσα αρχή δεν αναθέτει διαβαθμισμένη σύμβαση στον προτιμώμενο υποψήφιο προτού λάβει επιβεβαίωση από την ΕΑΑ/ΚΑΑ ή οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή ασφαλείας του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα του ο εργολάβος ή υπεργολάβος ότι έχει εκδοθεί η δέουσα FSC όπου απαιτείται.

12.      Η ΕΑΑ/ΚΑΑ ή κάθε άλλη αρμόδια αρχή ασφαλείας που έχει εκδώσει FSC γνωστοποιεί στη ΓΓΣ, υπό την ιδιότητά της ως αναθέτουσας αρχής, τυχόν αλλαγές που επηρεάζουν τη FSC. Σε περίπτωση υπεργολαβίας, η ΕΑΑ/ΚΑΑ ή κάθε άλλη αρμόδια αρχή ασφαλείας ενημερώνεται αναλόγως.

13.      Η ανάκληση FSC από την αρμόδια ΕΑΑ/ΚΑΑ ή οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή ασφαλείας συνιστά επαρκή λόγο για τη ΓΓΣ, ως αναθέτουσα αρχή, να καταγγείλει διαβαθμισμένη σύμβαση ή να αποκλείσει συμμετέχοντα από το διαγωνισμό.»

 Το σλοβακικό δίκαιο

9        Το άρθρο 46 του zákon č. 215/2004 Z. z. o ochrane utajovaných skutočností a o zmene a doplnení niektorých zákonov (νόμου 215/2004, περί προστασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών και τροποποίησης ορισμένων νόμων), της 11ης Μαρτίου 2004, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος 215/2004), ορίζει τα ακόλουθα:

«Βεβαίωση βιομηχανικής ασφαλείας επιχείρησης μπορεί να χορηγηθεί μόνο σε επιχείρηση η οποία είναι [...]

c)      αξιόπιστη από άποψη ασφάλειας [...]»

10      Το άρθρο 49, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχεία a) και b), του νόμου αυτού διευκρινίζει τα κατωτέρω:

«(1)      Επιχείρηση ως προς την οποία έχει διαπιστωθεί κίνδυνος για την ασφάλεια δεν θεωρείται αξιόπιστη.

(2)      Ως κίνδυνος για την ασφάλεια νοείται

a)      η δράση κατά των συμφερόντων της Σλοβακικής Δημοκρατίας όσον αφορά την άμυνα του κράτους, την ασφάλεια του κράτους, τις διεθνείς σχέσεις, τα οικονομικά συμφέροντα του κράτους, τη λειτουργία κρατικής αρχής, ή η δράση κατά των συμφερόντων που η Σλοβακική Δημοκρατία δεσμεύθηκε να προστατεύει,

b)      εμπορικοί ή περιουσιακοί δεσμοί με την αλλοδαπή, οι οποίοι θα μπορούσαν να βλάψουν τα συμφέροντα της Σλοβακικής Δημοκρατίας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής ή της ασφαλείας [...]»

11      Το άρθρο 50, παράγραφος 5, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«Εάν η ΕΥΑ διαπιστώσει ότι η επιχείρηση έπαυσε να πληροί μία από τις προϋποθέσεις βιομηχανικής ασφαλείας του άρθρου 46 ή ότι έχει αθετήσει κατάφωρα ή κατ’ επανάληψη τις υποχρεώσεις που υπέχει όσον αφορά την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών, ακυρώνει την ισχύ της βεβαιώσεως.»

12      Το άρθρο 60, παράγραφος 7, του ίδιου νόμου ορίζει τα εξής:

«Η ΕΥΑ διενεργεί διαδικασία εξουσιοδότησης ασφαλείας όσον αφορά φυσικό πρόσωπο το οποίο πρόκειται να λάβει γνώση διαβαθμισμένων πληροφοριών στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του δυνάμει διεθνούς συμφωνίας από την οποία δεσμεύεται η Σλοβακική Δημοκρατία και του χορηγεί πιστοποιητικό εξουσιοδότησης ασφαλείας· οι διατάξεις των άρθρων 10 έως 33 εφαρμόζονται στην έκδοση του πιστοποιητικού εξουσιοδότησης ασφαλείας προσώπου [...]»

13      Το άρθρο 5 του vyhláška č. 134/2016 Z. z. o personálnej bezpečnosti (διατάγματος 134/2016 περί ασφαλείας όσον αφορά το προσωπικό), της 23ης Μαρτίου 2016, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ορίζει τα ακόλουθα:

«(1)      Το πιστοποιητικό εξουσιοδότησης ασφαλείας φυσικού προσώπου του άρθρου 60, παράγραφος 7, του [νόμου 215/2004] αναφέρει τα εξής:

[...]

d)      το μέγιστο επίπεδο διαβάθμισης των διαβαθμισμένων πληροφοριών της Ένωσης [...] στις οποίες μπορεί να έχει πρόσβαση ο κάτοχός του και τις αντίστοιχες διατάξεις της ρύθμισης της Ένωσης [...] δυνάμει της οποίας επιτρέπεται η πρόσβαση του φυσικού προσώπου στις διαβαθμισμένες πληροφορίες,

[...]

(4)      Ελλείψει αντιθέτων διατάξεων σε διεθνή σύμβαση δεσμευτική για τη Σλοβακική Δημοκρατία,

a)      το πιστοποιητικό εκδίδεται κατ’ ανώτατο όριο για τη διάρκεια ισχύος της βεβαίωσης,

b)      προτού το φυσικό πρόσωπο λάβει γνώση των διαβαθμισμένων πληροφοριών, η υπεύθυνη αρχή εξασφαλίζει ότι το πρόσωπο αυτό ενημερώνεται για τις προβλεπόμενες στον νόμο [215/2004] και στις ρυθμίσεις της [...] Ένωσης υποχρεώσεις προστασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών.

[...]

(6)      Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 5 εφαρμόζονται mutatis mutandis και στην έκδοση του πιστοποιητικού βιομηχανικής ασφαλείας επιχείρησης.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

14      Στις 6 Σεπτεμβρίου 2018 η ΕΥΑ χορήγησε στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης βεβαίωση βιομηχανικής ασφαλείας με την οποία της επέτρεπε να λαμβάνει γνώση διαβαθμισμένων πληροφοριών επιπέδου «Άκρως απόρρητο», καθώς και να διαβιβάζει και παράγει διαβαθμισμένες πληροφορίες επιπέδου «Απόρρητο».

15      Στις 15 Νοεμβρίου 2018 η EYA της χορήγησε, επιπλέον, πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας για το επίπεδο «SECRET UE/EU SECRET».

16      Εν συνεχεία, περιήλθαν εις γνώση της ΕΥΑ μη διαβαθμισμένες πληροφορίες σχετικές με την προσφεύγουσα της κύριας δίκης από τις οποίες προέκυπτε, μεταξύ άλλων, ότι αυτή ή οι διαχειριστές της αποτελούσαν αντικείμενο ποινικής έρευνας, ότι είχε συνάψει συμβάσεις με εταιρίες τις οποίες αφορούσε ποινική έρευνα και στις οποίες είχε καταβάλει «ασυνήθη ποσά» καθώς και ότι υπήρχαν υπόνοιες ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης και μια άλλη εταιρία, οι οποίες τελούσαν υπό κοινό έλεγχο, είχαν υποβάλει προσφορά στους ίδιους διαγωνισμούς. Η ΕΥΑ έλαβε περαιτέρω πληροφορίες με δικά της μέσα ή από άλλες αρχές, πληροφορίες οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ως «διαβαθμισμένα αποδεικτικά έγγραφα».

17      Η ΕΥΑ παρέσχε στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης τη δυνατότητα να τοποθετηθεί επί των μη διαβαθμισμένων πληροφοριών που είχε στη διάθεσή της.

18      Με απόφαση της 25ης Αυγούστου 2020, η ΕΥΑ ακύρωσε τη βεβαίωση βιομηχανικής ασφαλείας και το πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας της προσφεύγουσας της κύριας δίκης. Προς στήριξη της ακύρωσης της βεβαίωσης αυτής, η ΕΥΑ επισήμανε ότι, λαμβανομένων υπόψη των διαβαθμισμένων και μη διαβαθμισμένων πληροφοριών τις οποίες διέθετε η υπηρεσία αυτή, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης παρουσίαζε κινδύνους για την ασφάλεια λόγω της διατήρησης εμπορικών δεσμών ικανών να βλάψουν τα συμφέροντα της Σλοβακικής Δημοκρατίας στον τομέα της ασφαλείας και λόγω δραστηριότητας αντίθετης προς τα οικονομικά συμφέροντα του εν λόγω κράτους μέλους. Με την απόφαση αυτή, η ΕΥΑ διευκρίνισε επίσης ότι η ακύρωση της εν λόγω βεβαίωσης συνεπαγόταν την ακύρωση του πιστοποιητικού βιομηχανικής ασφαλείας, στο μέτρο που η εγκυρότητα του πιστοποιητικού εξαρτάται από την εγκυρότητα της βεβαίωσης.

19      Η προσφυγή που άσκησε η προσφεύγουσα της κύριας δίκης κατά της ως άνω απόφασης της ΕΥΑ απορρίφθηκε με απόφαση της επιτροπής της 4ης Νοεμβρίου 2020. Η τελευταία αυτή απόφαση αιτιολογήθηκε, μεταξύ άλλων, μέσω παραπομπής σε διαβαθμισμένες πληροφορίες των οποίων το περιεχόμενο δεν περιλαμβανόταν σε αυτήν και στις οποίες δεν είχε αποκτήσει πρόσβαση ούτε η protectus ούτε ο δικηγόρος της, καθόσον το αίτημα του εν λόγω δικηγόρου να του επιτραπεί η πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές απορρίφθηκε από τον διευθυντή της ΕΥΑ.

20      Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης άσκησε προσφυγή κατά της ως άνω απόφασης της επιτροπής ενώπιον του Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανωτάτου Δικαστηρίου της Σλοβακικής Δημοκρατίας). Η αρμοδιότητα για την εξέταση της προσφυγής αυτής μεταβιβάστηκε, μετά την άσκηση της εν λόγω προσφυγής, στο Najvyšší správny súd Slovenskej republiky (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο.

21      Στις 28 Σεπτεμβρίου 2022 η ΕΥΑ διαβίβασε στο τελευταίο αυτό δικαστήριο το σύνολο του φακέλου, συμπεριλαμβανομένων των διαβαθμισμένων αποδεικτικών εγγράφων που μνημονεύονταν στην αιτιολογία των αποφάσεων της ΕΥΑ και της επιτροπής.

22      Με απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2022, ο πρόεδρος του τμήματος που επιλήφθηκε της προσφυγής της προσφεύγουσας της κύριας δίκης αφαίρεσε τα διαβαθμισμένα τμήματα από το περιεχόμενο της δικογραφίας του οποίου μπορεί κανείς να λάβει γνώση. Την ίδια ημέρα ο δικηγόρος της προσφεύγουσας της κύριας δίκης υπέβαλε αίτηση στο αιτούν δικαστήριο ζητώντας να του επιτραπεί να λάβει γνώση των διαβαθμισμένων αποδεικτικών εγγράφων που είχε διαβιβάσει η ΕΥΑ. Με έγγραφο της 5ης Οκτωβρίου 2022, ο πρόεδρος του τμήματος που επιλήφθηκε της προσφυγής της προσφεύγουσας της κύριας δίκης απέρριψε την ως άνω αίτηση, ζητώντας ταυτοχρόνως από την ΕΥΑ να εξετάσει το ενδεχόμενο να χορηγήσει άδεια για την κοινοποίηση των εν λόγω αποδεικτικών εγγράφων στον ως άνω δικηγόρο. Με έγγραφο της 25ης Νοεμβρίου 2022, η ΕΥΑ ενημέρωσε το δικαστήριο αυτό ότι επέτρεπε την κοινοποίηση δύο διαβαθμισμένων αποδεικτικών εγγράφων, αλλά ότι αρνούνταν να συναινέσει στην κοινοποίηση των λοιπών επίμαχων στην κύρια δίκη διαβαθμισμένων αποδεικτικών εγγράφων, με την αιτιολογία ότι η κοινοποίηση αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα τη γνωστοποίηση πηγών πληροφοριών.

23      Με έγγραφο της 16ης Ιανουαρίου 2023, ο δικηγόρος της προσφεύγουσας της κύριας δίκης υπέβαλε εκ νέου αίτηση να του επιτραπεί να λάβει γνώση του συνόλου των αποδεικτικών εγγράφων, επικαλούμενος, μεταξύ άλλων, το άρθρο 47 του Χάρτη, όπως αυτό ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ. (C‑159/21, EU:C:2022:708).

24      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ο Χάρτης τυγχάνει εφαρμογής στην υπόθεση της κύριας δίκης.

25      Συναφώς, υπογραμμίζει, ειδικότερα, ότι οι προϋποθέσεις εγκυρότητας του πιστοποιητικού βιομηχανικής ασφαλείας καθορίζονται από το σλοβακικό δίκαιο, το οποίο εξαρτά την εγκυρότητα ενός τέτοιου πιστοποιητικού από την εγκυρότητα βεβαίωσης βιομηχανικής ασφαλείας, χωρίς να ρυθμίζει λεπτομερέστερα τον χειρισμό των ΔΠΕΕ ούτε την πρόσβαση σε αυτές.

26      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι η απόφαση 2013/488 επιβάλλει στα κράτη μέλη ορισμένες συγκεκριμένες υποχρεώσεις όσον αφορά την εξουσιοδότηση φυσικών ή νομικών προσώπων που έχουν τη νομική ικανότητα ανάληψης συμβάσεων. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, επιπλέον, ότι το γεγονός ότι η εφαρμοστέα σλοβακική ρύθμιση δεν θεσπίστηκε με σκοπό τη θέση σε εφαρμογή συγκεκριμένης πράξης του δικαίου της Ένωσης και ότι συνδέει την εγκυρότητα του πιστοποιητικού βιομηχανικής ασφαλείας με εθνική βεβαίωση ασφαλείας δεν σημαίνει ότι η εφαρμογή της ρύθμισης αυτής δεν μπορεί να συνιστά εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, με συνέπεια να έχει ο Χάρτης εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης.

27      Σε περίπτωση που ο Χάρτης έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν είναι συμβατές με το άρθρο 47 του Χάρτη η σλοβακική κανονιστική ρύθμιση και πρακτική σχετικά με την πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες στο πλαίσιο διαδικασιών για την προσβολή των πράξεων ακύρωσης βεβαιώσεων βιομηχανικής ασφαλείας ή πιστοποιητικών βιομηχανικής ασφαλείας.

28      Δυνάμει της εν λόγω κανονιστικής ρύθμισης και της εν λόγω πρακτικής, οι δικαστές που καλούνται να αποφανθούν επί προσφυγών κατά αποφάσεων στηριζόμενων σε τέτοιες πληροφορίες έχουν πρόσβαση χωρίς περιορισμό στις πληροφορίες αυτές, οι οποίες όμως δεν περιλαμβάνονται στον φάκελο στον οποίο έχει πρόσβαση ο προσφεύγων. Ο δικηγόρος του προσφεύγοντος μπορεί να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές μόνον αφού λάβει την άδεια της αρχής που προσδιόρισε τις επίμαχες διαβαθμισμένες πληροφορίες, χωρίς να μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά το βάσιμο της άρνησης χορήγησης της άδειας αυτής. Επιπλέον, ο δικηγόρος δεσμεύεται από καθήκον εμπιστευτικότητας και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γνωστοποιήσει στον πελάτη του το περιεχόμενο των διαβαθμισμένων πληροφοριών στις οποίες απέκτησε ενδεχομένως πρόσβαση.

29      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το αιτούν δικαστήριο εξετάζει το ενδεχόμενο μήπως η ασυμβατότητα της επίμαχης ρύθμισης, όπως αυτή εφαρμόζεται από τις εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια, προς το άρθρο 47 του Χάρτη δύναται να συναχθεί από την απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ. (C‑159/21, EU:C:2022:708). Ωστόσο, είναι αναγκαίο να καθοριστεί αν η λύση αυτή μπορεί να εφαρμοστεί πλήρως εν προκειμένω. Εφόσον παραστεί ανάγκη, το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης διευκρινίσεις ως προς τις εξουσίες που πρέπει να διαθέτει προκειμένου να διασφαλίσει τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 47 του Χάρτη σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

30      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Najvyšší správny súd Slovenskej republiky (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 51, παράγραφος 1, του [Χάρτη] την έννοια ότι κράτος μέλος εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης όταν δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους καλείται να εκτιμήσει τη νομιμότητα αποφάσεως ειδικής επιτροπής του κοινοβουλίου του κράτους αυτού η οποία, ως δευτεροβάθμιο όργανο, επικύρωσε διοικητική απόφαση της [ΕΑΑ] με την οποία ακυρώνεται (ανακαλείται) όσον αφορά νομικό πρόσωπο:

–        πρώτον, η βεβαίωση βιομηχανικής ασφαλείας με την οποία χορηγείται πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο,

–        και, παράλληλα, συνεπεία και μόνον της ακύρωσης της ως άνω βεβαιώσεως, το πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας που έχει χορηγηθεί στο εν λόγω νομικό πρόσωπο σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες με διαβάθμιση «SECRET UE/EU SECRET» κατά την έννοια του άρθρου 11 και του παραρτήματος V της [αποφάσεως 2013/488];

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο [πρώτο ερώτημα]:

Έχει το άρθρο 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία και πρακτική βάσει των οποίων

α)      η απόφαση της [ΕΑΑ] περί ακυρώσεως (ανακλήσεως) της ως άνω βεβαιώσεως και του πιστοποιητικού δεν αναφέρει τις διαβαθμισμένες πληροφορίες βάσει των οποίων η εν λόγω αρχή έκρινε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ακύρωσή (ανάκλησή) τους, αλλά απλώς παραπέμπει στο οικείο έγγραφο του φακέλου της αρχής αυτής το οποίο περιέχει τις διαβαθμισμένες πληροφορίες,

β)      το οικείο νομικό πρόσωπο δεν έχει πρόσβαση στον φάκελο της [ΕΑΑ] και στα επιμέρους έγγραφα που περιέχουν τις διαβαθμισμένες πληροφορίες βάσει των οποίων η εν λόγω αρχή έκρινε ότι ήταν δικαιολογημένη η ακύρωση (ανάκληση) της ως άνω βεβαιώσεως και του πιστοποιητικού,

γ)      πρόσβαση στον ως άνω φάκελο και έγγραφα μπορεί να αποκτήσει ο δικηγόρος του οικείου νομικού προσώπου, αλλά μόνο με την άδεια του επικεφαλής της [ΕΑΑ], ενδεχομένως και με την άδεια άλλης αρχής η οποία υπέβαλε τα εν λόγω έγγραφα στην [ΕΑΑ], αλλά, ακόμη και μετά την απόκτηση της εν λόγω πρόσβασης, ο δικηγόρος αυτός υποχρεούται να τηρεί τον εμπιστευτικό χαρακτήρα του περιεχομένου των ως άνω φακέλου και εγγράφων,

δ)      το δικαστήριο, όμως, που εξετάζει τη νομιμότητα της αποφάσεως περί της οποίας γίνεται λόγος στο [πρώτο ερώτημα] έχει πλήρη πρόσβαση στον εν λόγω φάκελο και έγγραφα;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο [δεύτερο ερώτημα]:

Έχει το άρθρο 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη την έννοια ότι επιτρέπει απευθείας στο δικαστήριο το οποίο εξετάζει τη νομιμότητα της αποφάσεως περί της οποίας γίνεται λόγος στο [πρώτο ερώτημα] (ή ενδεχομένως, το υποχρεώνει) να μην εφαρμόζει τις μνημονευόμενες στο [δεύτερο ερώτημα] νομική ρύθμιση και πρακτική και να παρέχει στο οικείο νομικό πρόσωπο ή στον δικηγόρο του πρόσβαση στον φάκελο της [ΕΑΑ] ή, ενδεχομένως, σε έγγραφα που περιέχουν διαβαθμισμένες πληροφορίες, εφόσον το δικαστήριο αυτό το κρίνει αναγκαίο για τη διασφάλιση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και κατ’ αντιμωλία διεξαγωγής της δίκης;

4)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο [τρίτο ερώτημα]:

Έχει το άρθρο 51, παράγραφοι 1 και 2, του Χάρτη την έννοια ότι η εξουσία του δικαστηρίου να επιτρέπει την πρόσβαση στον φάκελο, ενδεχομένως και σε έγγραφα κατά την έννοια του [τρίτου ερωτήματος], αφορά

–        μόνον τα τμήματα του φακέλου ή των εγγράφων που περιέχουν τις πληροφορίες οι οποίες είναι κρίσιμες για την εκτίμηση της βιομηχανικής ασφαλείας κατά την έννοια του άρθρου 11 και του παραρτήματος V της αποφάσεως 2013/488/ΕΕ [...], ή μήπως

–        και τα τμήματα του φακέλου ή των εγγράφων που περιέχουν πληροφορίες οι οποίες είναι κρίσιμες μόνο για την εκτίμηση της βιομηχανικής ασφαλείας βάσει της εθνικής νομοθεσίας, ήτοι πέραν των προϋποθέσεων που προβλέπονται στην απόφαση 2013/488/ΕΕ [...];»

 Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

31      Η επιτροπή αμφισβητεί την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να απαντήσει στην υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

32      Η επιτροπή διατείνεται, πρώτον, ότι η υπόθεση της κύριας δίκης δεν έχει σχέση με το δίκαιο της Ένωσης, στο μέτρο που οι σλοβακικές αρχές εφάρμοσαν, στην υπόθεση αυτή, εθνική ρύθμιση η οποία αποσκοπεί αποκλειστικά στην προστασία των συμφερόντων της Σλοβακικής Δημοκρατίας και η οποία θεσπίστηκε πριν από την προσχώρηση του εν λόγω κράτους μέλους στην Ένωση, σε τομέα που εμπίπτει εν πάση περιπτώσει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών.

33      Δεύτερον, με το τρίτο ερώτημα ζητείται ευθέως από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει εθνική κανονιστική ρύθμιση και να εκτιμήσει τη συμβατότητα της ρύθμισης αυτής με το δίκαιο της Ένωσης.

34      Συναφώς, επισημαίνεται, αφενός, ότι με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα ζητείται να διευκρινιστεί αν μια περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Χάρτη και ότι τα λοιπά προδικαστικά ερωτήματα, που αφορούν όλα την ερμηνεία διατάξεων του Χάρτη, υποβάλλονται μόνο για την περίπτωση που το Δικαστήριο απαντήσει καταφατικά στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

35      Επομένως, τα επιχειρήματα που προβάλλει η επιτροπή περί αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο σύνολό της, όπως εκτίθενται στη σκέψη 32 της παρούσας απόφασης, πρέπει να εξεταστούν στο πλαίσιο της απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα και δεν μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της αιτήσεως αυτής.

36      Αφετέρου, όσον αφορά ειδικώς το τρίτο ερώτημα, υπενθυμίζεται βεβαίως ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία στηρίζεται σε σαφή διαχωρισμό των καθηκόντων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, τόσο η διαπίστωση και η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης όσο και η ερμηνεία και εφαρμογή του εθνικού δικαίου εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή (απόφαση της 24ης Ιουλίου 2023, Lin, C‑107/23 PPU, EU:C:2023:606, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Τούτου λεχθέντος, από την ίδια τη διατύπωση του εν λόγω προδικαστικού ερωτήματος προκύπτει ότι αυτό αφορά την ερμηνεία του Χάρτη και όχι διάταξης του εθνικού δικαίου.

38      Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

39      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη έχει την έννοια ότι ο έλεγχος, από εθνικό δικαστήριο, της νομιμότητας απόφασης με την οποία ανακαλείται, αφενός, βεβαίωση βιομηχανικής ασφαλείας που επιτρέπει την πρόσβαση σε πληροφορίες που έχουν χαρακτηρισθεί από κράτος μέλος ως διαβαθμισμένες και, αφετέρου, συνεπεία της εν λόγω ανάκλησης, πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας που επιτρέπει την πρόσβαση σε ΔΠΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 11 και το παράρτημα V της απόφασης 2013/488, έχει ως αντικείμενο πράξεις που συνιστούν εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1.

40      Το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη ορίζεται στο άρθρο του 51, παράγραφος 1, το οποίο προβλέπει ότι, όσον αφορά τη δράση των κρατών μελών, οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται σε αυτά μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης.

41      Επομένως, τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης μπορούν να εφαρμόζονται σε όλες τις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, πλην όμως όχι πέραν των καταστάσεων αυτών (αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 19, και της 6ης Οκτωβρίου 2015, Delvigne, C‑650/13, EU:C:2015:648, σκέψη 26).

42      Συνεπώς, η φράση «όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης», κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, προϋποθέτει την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ πράξεως του δικαίου της Ένωσης και του επίμαχου εθνικού μέτρου που να υπερβαίνει την εγγύτητα των σχετικών τομέων ή τις έμμεσες επιπτώσεις του ενός τομέα στον άλλο (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2016, Paoletti κ.λπ., C‑218/15, EU:C:2016:748, σκέψη 14, και της 24ης Φεβρουαρίου 2022, Glavna direktsia «Pozharna bezopasnost i zashtita na naselenieto», C‑262/20, EU:C:2022:117, σκέψη 60).

43      Συνεπώς, προκειμένου να κριθεί αν εθνικό μέτρο «εφαρμόζ[ει] το δίκαιο της Ένωσης» κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, πρέπει να εξακριβωθεί, μεταξύ άλλων στοιχείων, αν η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση σκοπεί στην εφαρμογή διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, ο χαρακτήρας της ρυθμίσεως και το αν αυτή επιδιώκει την επίτευξη σκοπών διαφορετικών από εκείνους του δικαίου της Ένωσης, ακόμη και αν ενδέχεται να επηρεάζει εμμέσως το δίκαιο της Ένωσης, καθώς και αν υφίσταται ρύθμιση του δικαίου της Ένωσης ειδική στον εν λόγω τομέα ή δυνάμενη να τον επηρεάσει (απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, BPC Lux 2 κ.λπ., C‑83/20, EU:C:2022:346, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Συναφώς, όσον αφορά, κατά πρώτον, τη δυνατότητα εφαρμογής του Χάρτη στην ανάκληση βεβαίωσης βιομηχανικής ασφαλείας που επιτρέπει την πρόσβαση σε πληροφορίες που έχουν χαρακτηρισθεί από κράτος μέλος ως διαβαθμισμένες, επισημαίνεται ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν περιλαμβάνει, στο παρόν στάδιο εξέλιξής του, πράξη η οποία να καθορίζει γενικούς κανόνες σχετικά με τις αποφάσεις που λαμβάνουν τα κράτη μέλη προκειμένου να επιτρέψουν την πρόσβαση σε διαβαθμισμένες βάσει εθνικών ρυθμίσεων πληροφορίες [πρβλ. απόφαση της 25ης Απριλίου 2024, NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες), C‑420/22 και C‑528/22, EU:C:2024:344, σκέψη 103].

45      Ειδικότερα, η απόφαση 2013/488, στην οποία παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο όσον αφορά το πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας που επιτρέπει την πρόσβαση σε ΔΠΕΕ, διευκρινίζει, στο άρθρο 1, παράγραφος 1, ότι καθορίζει τις βασικές αρχές και τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφαλείας για την προστασία των ΔΠΕΕ. Αντιθέτως, η απόφαση αυτή δεν περιλαμβάνει διατάξεις οι οποίες να διέπουν την πρόσβαση σε διαβαθμισμένες βάσει εθνικών ρυθμίσεων πληροφορίες.

46      Στο πλαίσιο αυτό, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν προκύπτει ότι η εθνική ρύθμιση που διέπει την ανάκληση της επίμαχης στην κύρια δίκη βεβαίωσης βιομηχανικής ασφαλείας έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα τη θέση σε εφαρμογή διάταξης του δικαίου της Ένωσης ή ακόμη ότι η εφαρμογή της ρύθμισης αυτής επηρεάζει την εφαρμογή τέτοιας διάταξης.

47      Ως εκ τούτου, δεν προκύπτει ότι η ανάκληση βεβαίωσης ασφαλείας όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη συνεπάγεται εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη.

48      Όσον αφορά, κατά δεύτερον, τη δυνατότητα εφαρμογής του Χάρτη στην ανάκληση πιστοποιητικού βιομηχανικής ασφαλείας που επιτρέπει την πρόσβαση σε ΔΠΕΕ, επισημαίνεται ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχουν εκδώσει ειδικές πράξεις που αποσκοπούν στη ρύθμιση της προστασίας των ΔΠΕΕ στο πλαίσιο της λειτουργίας τους.

49      Ειδικότερα, το Συμβούλιο εξέδωσε, προς τούτο, την απόφαση 2013/488, στην οποία παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο.

50      Από την αιτιολογική σκέψη 3 και από το άρθρο 1, παράγραφος 2, της απόφασης αυτής προκύπτει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να τηρούν τις βασικές αρχές και τις ελάχιστες προδιαγραφές που αυτή ορίζει, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις τους, προκειμένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι εξασφαλίζεται ισοδύναμο επίπεδο προστασίας για τις ΔΠΕΕ.

51      Όσον αφορά ειδικότερα τη βιομηχανική ασφάλεια, το άρθρο 11, παράγραφος 2, της εν λόγω απόφασης προβλέπει ότι η ΓΓΣ μπορεί να αναθέτει με σύμβαση σε βιομηχανικούς ή άλλους φορείς καθήκοντα που αφορούν ή συνεπάγονται πρόσβαση σε ΔΠΕΕ, τον χειρισμό, ή την αποθήκευσή τους.

52      Προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία των ΔΠΕΕ εκ μέρους των εργολάβων και των υπεργολάβων, το άρθρο 11, παράγραφος 5, της ίδιας απόφασης απαιτεί από την EAA, την ΚΑΑ ή οιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή ασφαλείας κάθε κράτους μέλους να εξασφαλίζει, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις, ότι οι εργολάβοι ή υπεργολάβοι που έχουν την έδρα τους στο αντίστοιχο κράτος μέλος και συμμετέχουν σε διαβαθμισμένες συμβάσεις ή συμβάσεις υπεργολαβίας που απαιτούν την πρόσβαση σε ΔΠΕΕ μέσα στις εγκαταστάσεις τους, είτε κατά την εκτέλεση των συμβάσεων αυτών είτε κατά το προσυμβατικό στάδιο, διαθέτουν FSC στο οικείο επίπεδο διαβάθμισης.

53      Το άρθρο 11, παράγραφος 7, της απόφασης 2013/488 ορίζει ότι οι διατάξεις εφαρμογής του άρθρου 11 περιέχονται στο παράρτημα V της απόφασης.

54      Το ως άνω παράρτημα V προβλέπει, στα σημεία 8 έως 13, κανόνες σχετικούς με τις FSC. Εξ αυτών προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η FSC χορηγείται από την αρμόδια εθνική αρχή, βάσει των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, και δηλώνει ότι ένας βιομηχανικός φορέας είναι σε θέση να εξασφαλίσει κατάλληλη προστασία στις ΔΠΕΕ, ότι η αρχή αυτή πρέπει να διασφαλίζει τουλάχιστον την τήρηση μιας σειράς απαιτήσεων προβλεπόμενων στο εν λόγω παράρτημα V και ότι κάθε αλλαγή μιας FSC πρέπει να κοινοποιείται στη ΓΓΣ. Το σημείο 13 του ίδιου παραρτήματος V διευκρινίζει, επιπλέον, ότι η ανάκληση μιας FSC από την αρμόδια εθνική αρχή συνιστά για τη ΓΓΣ επαρκή λόγο να καταγγείλει διαβαθμισμένη σύμβαση ή να αποκλείσει συμμετέχοντα από τον διαγωνισμό.

55      Προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή της απόφασης 2013/488, το άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της απόφασης αυτής ορίζει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε κατάλληλο μέτρο, σύμφωνα με τους αντίστοιχους εθνικούς νόμους και κανονισμούς, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι, κατά τον χειρισμό ή την αποθήκευση ΔΠΕΕ, η εν λόγω απόφαση τηρείται, μεταξύ άλλων, από τα πρόσωπα που είναι δεόντως εξουσιοδοτημένα, βάσει των καθηκόντων τους, να έχουν πρόσβαση σε ΔΠΕΕ. Προκειμένου να εκπληρώσουν την υποχρέωση αυτή, τα κράτη μέλη οφείλουν, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, σημείο i, της απόφασης αυτής, να ορίσουν ΕΑΑ αρμόδια για τις ρυθμίσεις ασφαλείας σχετικά με την προστασία των ΔΠΕΕ, προκειμένου οι ΔΠΕΕ που ευρίσκονται στην κατοχή εθνικών φορέων, οργανισμών ή υπηρεσιών να προστατεύονται σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση.

56      Υπό το πρίσμα των κανόνων που θεσπίστηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο με την απόφαση 2013/488 και επιβάλλουν υποχρεώσεις στα κράτη μέλη, τα μέτρα που λαμβάνουν τα τελευταία με σκοπό να διασφαλίσουν τη βιομηχανική ασφάλεια, οριοθετώντας την πρόσβαση στις ΔΠΕΕ που συνδέονται με συμβάσεις τις οποίες συνάπτει το Συμβούλιο μέσω της χορήγησης και του ελέγχου FSC, πρέπει να θεωρηθεί ότι θέτουν σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης.

57      Ειδικότερα, η εκ μέρους εθνικής αρχής ανάκληση FSC, κατά την έννοια του παραρτήματος V, σημείο 13, της εν λόγω απόφασης, συνεπάγεται θέση σε εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, η ανάκληση αυτή θέτει υπό αμφισβήτηση άδεια της οποίας η χορήγηση προβλέπεται ειδικώς από το δίκαιο της Ένωσης, ήτοι από το άρθρο 11, παράγραφος 5, της εν λόγω απόφασης, σε συνδυασμό με το σημείο 8 του παραρτήματος V αυτής. Επιπλέον, τα αποτελέσματα της ως άνω άδειας καθορίζονται, τουλάχιστον εν μέρει, από το δίκαιο της Ένωσης, δεδομένου ότι το άρθρο 11, παράγραφος 5, ορίζει ότι οι εργολάβοι ή υπεργολάβοι που συμμετέχουν σε διαβαθμισμένες συμβάσεις ή συμβάσεις υπεργολαβίας που απαιτούν την πρόσβαση σε ΔΠΕΕ μέσα στις εγκαταστάσεις τους πρέπει, είτε κατά την εκτέλεση των συμβάσεων αυτών είτε κατά το προσυμβατικό στάδιο, να διαθέτουν FSC στο οικείο επίπεδο διαβάθμισης.

58      Το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες εθνική αρχή μπορεί να ανακαλέσει FSC, κατά την έννοια της απόφασης 2013/488, δεν καθορίζονται άμεσα από την απόφαση αυτή ή από άλλη πράξη της Ένωσης και, επομένως, εμπίπτουν στην εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών, τηρουμένου πάντως του πλαισίου που καθορίζει η εν λόγω απόφαση, δεν μπορεί να δικαιολογήσει διαφορετικό συμπέρασμα.

59      Πράγματι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι κράτος μέλος το οποίο κάνει χρήση της ελευθερίας επιλογής μεταξύ περισσότερων τρόπων εφαρμογής πράξης της Ένωσης ή διακριτικής ευχέρειας ή εξουσίας εκτίμησης που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του καθεστώτος που θεσπίζει η πράξη αυτή πρέπει να θεωρείται ότι εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, TSN και AKT, C‑609/17 και C‑610/17, EU:C:2019:981, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

60      Η λύση αυτή μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω, δεδομένου ότι το ευρύ περιθώριο εκτίμησης που διαθέτουν τα κράτη μέλη, εντός του πλαισίου που καθορίζει η απόφαση 2013/488, για να ανακαλούν FSC, κατά την έννοια της απόφασης αυτής, αποτελεί τμήμα του καθεστώτος που αυτή καθορίζει. Εξάλλου, η ύπαρξη τέτοιου περιθωρίου εκτίμησης ουδόλως σημαίνει ότι η εν λόγω FSC βρίσκει έρεισμα στο εθνικό δίκαιο ή ότι τα αποτελέσματά της καθορίζονται αποκλειστικά από το εθνικό δίκαιο.

61      Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το καθεστώς προστασίας των ΔΠΕΕ που θεσπίστηκε με την απόφαση 2013/488 αποσκοπεί στη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του Συμβουλίου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα που προέβαλαν η Σλοβακική, η Εσθονική και η Γαλλική Κυβέρνηση, κατά το οποίο η άσκηση του εν λόγω περιθωρίου εκτίμησης εμπίπτει σε αρμοδιότητα διατηρούμενη από τα κράτη μέλη.

62      Στο μέτρο που η Σλοβακική Κυβέρνηση επικαλείται, συναφώς, το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι εναπόκειται στα κράτη μέλη, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, να καθορίζουν τα ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας τους και να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την προάσπιση της εσωτερικής και εξωτερικής τους ασφάλειας, η λήψη και μόνον εθνικού μέτρου για την προστασία της εθνικής ασφάλειας δεν μπορεί να συνεπάγεται τη μη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και την απαλλαγή των κρατών μελών από την υποχρέωση σεβασμού του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2024, Österreichische Datenschutzbehörde, C‑33/22, EU:C:2024:46, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

63      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι ένα πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά FSC κατά την έννοια της απόφασης 2013/488.

64      Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, σύμφωνα με την εφαρμοστέα σλοβακική νομοθεσία, ένα τέτοιο πιστοποιητικό χορηγείται με μοναδικό σκοπό να επιτραπεί στην επιχείρηση που είναι κάτοχός του η πρόσβαση σε ΔΠΕΕ, ότι η χορήγησή του συνεπάγεται την ενημέρωση της επιχείρησης αυτής σχετικά με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης τις οποίες οφείλει να τηρεί και ότι το σλοβακικό δίκαιο δεν προβλέπει άλλη άδεια που να παρέχει σε επιχείρηση πρόσβαση σε ΔΠΕΕ εντός του πλαισίου που καθορίζει η απόφαση 2013/488.

65      Εν συνεχεία, μολονότι το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η εφαρμοστέα σλοβακική ρύθμιση δεν θεσπίστηκε ειδικώς για τη μεταφορά της απόφασης αυτής στο εσωτερικό δίκαιο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο μια πράξη στηριζόμενη στη ρύθμιση αυτή να συνιστά εφαρμογή του δικαίου που απορρέει από την εν λόγω απόφαση, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, εφόσον η πράξη αυτή θέτει σε εφαρμογή τους κανόνες που θεσπίζονται με την ίδια απόφαση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 28).

66      Τέλος, μολονότι από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν προκύπτει ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υπήρξε συμβαλλόμενο μέρος σε σύμβαση με το Συμβούλιο ή ότι μετέσχε στη διαπραγμάτευση ή στην εκτέλεση τέτοιας σύμβασης, το γεγονός αυτό δεν αρκεί για να αποκλειστεί η εφαρμογή της απόφασης 2013/488. Πράγματι, από το άρθρο 11 και το παράρτημα V της απόφασης αυτής συνάγεται ότι μια επιχείρηση μπορεί να ζητήσει τη χορήγηση FSC προκειμένου να μπορέσει να συμμετάσχει, εφόσον είναι απαραίτητο, σε διαγωνισμό του Συμβουλίου που συνεπάγεται την πρόσβαση σε ΔΠΕΕ.

67      Εκτός αυτού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν είναι κρίσιμο το γεγονός ότι το σλοβακικό δίκαιο επιτρέπει την ανάκληση του πιστοποιητικού βιομηχανικής ασφαλείας μιας επιχείρησης για τον λόγο και μόνον ότι ανακλήθηκε η βεβαίωση βιομηχανικής ασφαλείας της επιχείρησης. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η δημιουργία τέτοιου συνδέσμου μεταξύ της ανάκλησης εθνικής εξουσιοδότησης ασφαλείας, κατά την έννοια της σλοβακικής νομοθεσίας, και της ανάκλησης FSC, κατά την έννοια της απόφασης 2013/488, συνιστά επιλογή στην οποία προέβη η Σλοβακική Δημοκρατία κατά την άσκηση του περιθωρίου εκτίμησης που μνημονεύθηκε στη σκέψη 60 της παρούσας απόφασης και ότι, επομένως, η επιλογή αυτή δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο η ανάκληση τέτοιας FSC να συνιστά εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης.

68      Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη έχει την έννοια ότι:

–        ο έλεγχος, από εθνικό δικαστήριο, της νομιμότητας απόφασης με την οποία ανακαλείται βεβαίωση βιομηχανικής ασφαλείας που επιτρέπει την πρόσβαση σε πληροφορίες που έχουν χαρακτηρισθεί από κράτος μέλος ως διαβαθμισμένες δεν έχει ως αντικείμενο πράξη που συνιστά εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής·

–        ο έλεγχος, από εθνικό δικαστήριο, της νομιμότητας απόφασης με την οποία ανακαλείται, συνεπεία της ανάκλησης της εν λόγω βεβαίωσης βιομηχανικής ασφαλείας, πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας που επιτρέπει την πρόσβαση σε ΔΠΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 11 και το παράρτημα V της απόφασης 2013/488, έχει ως αντικείμενο πράξη που συνιστά εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1.

 Επί του δευτέρου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

69      Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 47 του Χάρτη έχει την έννοια ότι, αφενός, αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση και πρακτική δυνάμει των οποίων απόφαση με την οποία ανακαλείται FSC, κατά την έννοια της απόφασης 2013/488, δεν προσδιορίζει τις διαβαθμισμένες πληροφορίες που δικαιολογούν την ανάκληση, προβλέποντας συγχρόνως ότι το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να εκτιμήσει τη νομιμότητα της ανάκλησης έχει πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες και ότι ο δικηγόρος του πρώην κατόχου της FSC μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες μόνο με την άδεια των οικείων εθνικών αρχών και υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζει την εμπιστευτικότητά τους, καθώς και ότι, αφετέρου, σε περίπτωση που το άρθρο αυτό αντιτίθεται σε τέτοια ρύθμιση και πρακτική, παρέχει στο εθνικό δικαστήριο την εξουσία να κοινοποιεί το ίδιο στον πρώην κάτοχο της FSC, ενδεχομένως μέσω του δικηγόρου του, ορισμένες διαβαθμισμένες πληροφορίες όταν η μη κοινοποίηση των πληροφοριών αυτών στον πρώην κάτοχο της FSC ή στον δικηγόρο του δεν είναι δικαιολογημένη.

70      Πρέπει, κατά πρώτον, να εξεταστεί αν μια περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 47 του Χάρτη.

71      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αναγνώριση του προβλεπόμενου στο άρθρο 47 του Χάρτη δικαιώματος πραγματικής προσφυγής σε συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέτει ότι το πρόσωπο που το επικαλείται προβάλλει δικαιώματα ή ελευθερίες τα οποία διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης ή ότι το πρόσωπο αυτό υπόκειται σε δίωξη που συνιστά εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη [απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, RS (Αποτελέσματα των αποφάσεων συνταγματικού δικαστηρίου), C‑430/21, EU:C:2022:99, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

72      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται βεβαίως ότι η απόφαση 2013/488 δεν προβλέπει δικαίωμα του επιχειρηματία να του χορηγηθεί FSC εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.

73      Εντούτοις, από το σημείο 8 του παραρτήματος V της ως άνω απόφασης προκύπτει ότι η πρόσβαση επιχειρηματιών σε ΔΠΕΕ με σκοπό τη σύναψη ή την εκτέλεση διαβαθμισμένης σύμβασης του Συμβουλίου εξαρτάται από την κατοχή FSC.

74      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει, κατ' αρχάς, να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 52 της παρούσας απόφασης, από το άρθρο 11, παράγραφος 5, της απόφασης 2013/488 συνάγεται ότι οι εργολάβοι και οι υπεργολάβοι που συμμετέχουν σε διαβαθμισμένες συμβάσεις ή συμβάσεις υπεργολαβίας που απαιτούν την πρόσβαση σε ΔΠΕΕ μέσα στις εγκαταστάσεις τους πρέπει, είτε κατά την εκτέλεση των συμβάσεων αυτών είτε κατά το προσυμβατικό στάδιο, να διαθέτουν FSC στο οικείο επίπεδο διαβάθμισης.

75      Εν συνεχεία, το σημείο 10 του παραρτήματος V της απόφασης αυτής διευκρινίζει ότι κατά το προσυμβατικό στάδιο απαιτείται FSC όταν πρέπει να παρασχεθούν ΔΠΕΕ κατά τη διάρκεια της διαδικασίας υποβολής προσφορών.

76      Τέλος, σύμφωνα με το σημείο 11 του παραρτήματος V της εν λόγω απόφασης, η αναθέτουσα αρχή δεν αναθέτει διαβαθμισμένη σύμβαση στον προτιμώμενο υποψήφιο προτού λάβει επιβεβαίωση από την αρμόδια εθνική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα του ο εργολάβος ή υπεργολάβος ότι έχει εκδοθεί η δέουσα FSC όπου απαιτείται. Εκτός αυτού, το σημείο 13 του ως άνω παραρτήματος προβλέπει ότι η ανάκληση FSC συνιστά επαρκή λόγο καταγγελίας διαβαθμισμένης σύμβασης.

77      Εξ αυτών προκύπτει ότι η ανάκληση FSC, κατά την έννοια της απόφασης 2013/488, έχει ως συνέπεια ότι η οικεία επιχείρηση χάνει την άδεια πρόσβασης σε ΔΠΕΕ για τους σκοπούς της σύναψης και της εκτέλεσης διαβαθμισμένης σύμβασης. Επομένως, μια τέτοια ανάκληση συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι η οικεία επιχείρηση θα στερηθεί τη δυνατότητα, την οποία διέθετε πριν από την ανάκληση, να μετάσχει στο προσυμβατικό στάδιο σχετικά με διαβαθμισμένη σύμβαση του Συμβουλίου και να της ανατεθεί, από το εν λόγω θεσμικό όργανο, η συγκεκριμένη σύμβαση εφόσον επιλεγεί η προσφορά της. Η απώλεια της δυνατότητας αυτής επέρχεται ακόμη και αν, όπως ισχύει στην περίπτωση της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, η εν λόγω επιχείρηση δεν ήταν, κατά την ημερομηνία ανάκλησης της FSC της, εργολάβος ή υπεργολάβος του Συμβουλίου.

78      Κατά συνέπεια, μια τέτοια επιχείρηση πρέπει να μπορεί να διαθέτει, σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη, δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να προσβάλει την ανάκληση της FSC της, κατά την έννοια της απόφασης 2013/488.

79      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τις ελάχιστες εγγυήσεις τις οποίες πρέπει να πληροί μια τέτοια προσφυγή, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 47 του Χάρτη επιβάλλει να είναι ο ενδιαφερόμενος σε θέση να γνωρίζει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η διοικητική απόφαση που τον αφορά είτε επειδή έχει διαβάσει την ίδια την απόφαση είτε επειδή του έχουν γνωστοποιηθεί οι λόγοι αυτοί κατόπιν αιτήσεώς του, χωρίς να θίγεται η εξουσία του αρμόδιου δικαστή να απαιτήσει από την οικεία αρχή να προβεί στη γνωστοποίησή τους, προκειμένου να παρασχεθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και να αποφασίσει, έχοντας γνώση όλων των στοιχείων, αν είναι πρόσφορο να προσφύγει στον αρμόδιο δικαστή, καθώς και να παρασχεθεί στον δικαστή πλήρης δυνατότητα ασκήσεως του ελέγχου νομιμότητας της επίδικης εθνικής αποφάσεως (απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

80      Σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία η ανάκληση FSC, κατά την έννοια της απόφασης 2013/488, στηρίζεται αποκλειστικά στην ανάκληση άλλης εξουσιοδότησης ασφαλείας, ο δικαστικός έλεγχος της ανάκλησης της FSC θα μπορεί να είναι αποτελεσματικός μόνο στο μέτρο που ο πρώην κάτοχος της FSC είναι σε θέση να αποκτήσει πρόσβαση στους λόγους στους οποίους στηρίζεται η ανάκληση της άλλης αυτής εξουσιοδότησης ασφαλείας, δεδομένου ότι μόνον η πρόσβαση αυτή θα του παράσχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί τη φύση των λόγων που οδήγησαν, εν τέλει, στην ανάκληση της ίδιας FSC και, επομένως, κατά περίπτωση, να αμφισβητήσει τους λόγους αυτούς.

81      Βεβαίως, επιτακτικοί λόγοι αναγόμενοι, μεταξύ άλλων, στην προστασία της ασφάλειας του κράτους ή των διεθνών σχέσεων ενδέχεται να αποκλείουν την κοινοποίηση στον πρώην κάτοχο FSC, κατά την έννοια της απόφασης 2013/488, του συνόλου ή μέρους των πληροφοριών στις οποίες στηρίζεται η ανάκληση της FSC. Σε μια τέτοια περίπτωση, εναπόκειται ωστόσο στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο, στο οποίο δεν μπορεί να αντιταχθεί το απόρρητο ή η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών αυτών, να εφαρμόσει, στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου που ασκεί, τεχνικές που να συμβιβάζουν, αφενός, τους επιτακτικούς αυτούς λόγους και, αφετέρου, την ανάγκη επαρκούς διασφάλισης στον πολίτη του σεβασμού των διαδικαστικών δικαιωμάτων του, όπως είναι το δικαίωμα ακροάσεως και η αρχή της κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγής της δίκης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 125 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82      Προς τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προβλέπουν αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο τόσο της ύπαρξης και του βασίμου των λόγων που επικαλείται η αρμόδια εθνική αρχή όσον αφορά την ασφάλεια του κράτους για να αρνηθεί τη γνωστοποίηση του συνόλου ή μέρους των πληροφοριών στις οποίες στηρίζεται η ανάκληση της FSC, κατά την έννοια της αποφάσεως 2013/488, όσο και της νομιμότητας της ανάκλησης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 58).

83      Στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας της ανάκλησης της FSC, κατά την έννοια της απόφασης 2013/488, στα κράτη μέλη απόκειται να θεσπίσουν τις διατάξεις που θα παράσχουν στον αρμόδιο να ελέγξει τη νομιμότητα της εν λόγω ανάκλησης δικαστή τη δυνατότητα να λάβει γνώση του συνόλου των λόγων και των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων στηρίχθηκε η ανάκληση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 59).

84      Όσον αφορά τις απαιτήσεις που πρέπει να πληροί ο δικαστικός έλεγχος της ύπαρξης και του βασίμου των λόγων που επικαλείται η αρμόδια εθνική αρχή όσον αφορά την ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους, το δικαστήριο πρέπει να μπορεί να εξετάζει κατά τρόπο ανεξάρτητο το σύνολο των νομικών και των πραγματικών στοιχείων που επικαλείται η αρμόδια εθνική αρχή προκειμένου να αξιολογήσει, σύμφωνα με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, αν επιτακτικοί λόγοι αναγόμενοι, για παράδειγμα, στην προστασία της ασφάλειας του κράτους ή των διεθνών σχέσεων αποκλείουν πράγματι την κοινοποίηση του συνόλου ή μέρους των λόγων στους οποίους στηρίζεται η επίμαχη ανάκληση, καθώς και των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψεις 60 και 62, καθώς και της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 126).

85      Αν το εν λόγω δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ασφάλεια του κράτους δεν αποκλείει την κοινοποίηση, τουλάχιστον εν μέρει, των λόγων ή των αποδεικτικών στοιχείων που αποτελούν τη βάση για την ανάκληση της HSE, κατά την έννοια της αποφάσεως 2013/488, και τα οποία δεν κοινοποιήθηκαν αρχικώς, παρέχει στην αρμόδια εθνική αρχή τη δυνατότητα να κοινοποιήσει στον ενδιαφερόμενο τους υπόλοιπους λόγους και τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία. Αν η εν λόγω αρχή δεν επιτρέψει την κοινοποίησή τους, το εν λόγω δικαστήριο θα εξετάσει τη νομιμότητα της ανάκλησης αυτής αποκλειστικώς βάσει των λόγων και των αποδεικτικών στοιχείων που κοινοποιήθηκαν (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 63, καθώς και της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 127).

86      Αντιθέτως, αν αποδειχθεί ότι επιτακτικοί λόγοι αναγόμενοι, για παράδειγμα, στην προστασία της ασφάλειας του κράτους ή των διεθνών σχέσεων αποκλείουν πράγματι την κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο του συνόλου ή μέρους των λόγων ή των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η ανάκληση της FSC, κατά την έννοια της απόφασης 2013/488, ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας της ανάκλησης πρέπει να διενεργείται στο πλαίσιο διαδικασίας που σταθμίζει προσηκόντως τις απαιτήσεις οι οποίες απορρέουν, αφενός, από τους επιτακτικούς αυτούς λόγους και, αφετέρου, από το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ιδίως δε το δικαίωμα σεβασμού της αρχής της κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγής της δίκης, περιορίζοντας στον απολύτως αναγκαίο βαθμό τις ενδεχόμενες παρεμβάσεις στο δικαίωμα αυτό (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 64, καθώς και της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 128).

87      Συναφώς, αφενός, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης τηρήσεως του άρθρου 47 του Χάρτη, η εν λόγω διαδικασία πρέπει να διασφαλίζει, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, την τήρηση της αρχής της κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγής της δίκης, προκειμένου να παρασχεθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να αμφισβητήσει τους λόγους στους οποίους βασίσθηκε η ανάκληση της FSC, κατά την έννοια της απόφασης 2013/488, καθώς και να υποβάλει παρατηρήσεις όσον αφορά τα σχετικά με την ανάκληση αυτή αποδεικτικά στοιχεία και, συνεπώς, να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς του ισχυρισμούς. Προς τούτο, μπορούν να χρησιμοποιηθούν δυνατότητες όπως η κοινοποίηση περίληψης του περιεχομένου των σχετικών πληροφοριών ή αποδεικτικών στοιχείων (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 65, καθώς και της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 129).

88      Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο το ουσιαστικό περιεχόμενο των λόγων στους οποίους στηρίζεται η εν λόγω ανάκληση, δεδομένου ότι η αναγκαία προστασία, μεταξύ άλλων, της ασφάλειας του κράτους ή των διεθνών σχέσεων δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερηθεί ο ενδιαφερόμενος το δικαίωμά του ακροάσεως και, ως εκ τούτου, να καταστεί άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας το δικαίωμά του για άσκηση προσφυγής κατά της ως άνω ανάκλησης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 65).

89      Εάν τυχόν η εθνική αρχή που ανακάλεσε την FSC, κατά την έννοια της απόφασης 2013/488, προτίθεται να επικαλεστεί, ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου, μόνον ορισμένους από τους λόγους που στήριξαν την ανάκληση της FSC, και τους οποίους θεωρεί επαρκείς για να δικαιολογήσει την ανάκληση αυτή, έχει την ευχέρεια να κοινοποιήσει μόνον το ουσιαστικό περιεχόμενο των λόγων αυτών (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψεις 119, 127 και 130). Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 85 της παρούσας απόφασης, το αρμόδιο δικαστήριο προβαίνει στην εξέταση της νομιμότητας της εν λόγω ανάκλησης αποκλειστικώς βάσει των λόγων των οποίων το ουσιαστικό περιεχόμενο κοινοποιήθηκε.

90      Αφετέρου, η στάθμιση του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας με την ανάγκη κατοχύρωσης, μεταξύ άλλων, της ασφάλειας του κράτους ή των διεθνών σχέσεων στην οποία στηρίζεται το συμπέρασμα που εκτίθεται στις σκέψεις 87 και 88 της παρούσας απόφασης δεν ισχύει κατά τον ίδιο τρόπο για τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζονται οι λόγοι που προβάλλονται ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου. Ειδικότερα, σε ορισμένες περιπτώσεις, η γνωστοποίηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων ενδέχεται να θίγει κατά τρόπο άμεσο και ιδιαίτερο, μεταξύ άλλων, την ασφάλεια του κράτους, καθόσον μπορεί, ιδίως, να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή, την υγεία ή την ελευθερία ατόμων ή να αποκαλύψει τις ειδικές μεθόδους έρευνας που μετέρχονται οι εθνικές αρχές ασφάλειας και συνεπώς να παρακωλύσει σοβαρά ή ακόμη και να εμποδίσει τη μελλοντική άσκηση των καθηκόντων των εν λόγω αρχών (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 66).

91      Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει αν και σε ποιον βαθμό η μη γνωστοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών ή αποδεικτικών στοιχείων στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο και η συνακόλουθη αδυναμία αυτού να προβάλει τις παρατηρήσεις του επ’ αυτών μπορούν να επηρεάσουν την αποδεικτική ισχύ των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 129 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

92      Υπό τις συνθήκες αυτές, εναπόκειται στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο, αφενός, να μεριμνά προκειμένου το ουσιαστικό περιεχόμενο των λόγων στους οποίους στηρίζεται η ανάκληση της FSC, κατά την έννοια της απόφασης 2013/488, να κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο κατά τρόπον ώστε να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η αναγκαία εμπιστευτικότητα των αποδεικτικών στοιχείων και, αφετέρου, να συνάγει, κατά περίπτωση, δυνάμει του εθνικού δικαίου, τις συνέπειες ενδεχόμενης αθέτησης της εν λόγω υποχρέωσης κοινοποίησης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 68).

93      Υπό το πρίσμα των απαιτήσεων που απορρέουν από το άρθρο 47 του Χάρτη, προκύπτει, εν προκειμένω, ότι η εξουσία του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου να αποκτά πρόσβαση στο σύνολο των διαβαθμισμένων πληροφοριών στις οποίες στηρίζεται η ανάκληση της FSC, κατά την έννοια της απόφασης 2013/488, την οποία μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο, συνιστά αναγκαία αλλά όχι επαρκή προϋπόθεση για τη διασφάλιση αποτελεσματικής προσφυγής σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

94      Πράγματι, σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας δεν σημαίνει μόνο να διαθέτει το αρμόδιο δικαστήριο όλα τα κρίσιμα στοιχεία για να λάβει την απόφασή του, αλλά και να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, ενδεχομένως διά του συμβούλου του, να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του εκφράζοντας την άποψή του επί των στοιχείων αυτών (πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ., C‑159/21, EU:C:2022:708, σκέψη 58).

95      Εξάλλου, η ευχέρεια που παρέχεται στον δικηγόρο του πρώην κατόχου της FSC να αποκτήσει πρόσβαση, με τη άδεια των οικείων εθνικών αρχών, στις διαβαθμισμένες πληροφορίες στις οποίες στηρίζεται η ανάκληση της FSC, κατά την έννοια της απόφασης 2013/488, δεν αρκεί για τη διασφάλιση της τήρησης του άρθρου 47 του Χάρτη σε περίπτωση κατά την οποία οι αρχές αυτές μπορούν να αρνηθούν την πρόσβαση αυτή, χωρίς να παρέχεται στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο η δυνατότητα να συναγάγει τις συνέπειες του ενδεχομένως αδικαιολόγητου χαρακτήρα μιας τέτοιας άρνησης για τους σκοπούς του ελέγχου νομιμότητας της εν λόγω ανάκλησης, και κατά την οποία ο ως άνω δικηγόρος οφείλει να διασφαλίσει την εμπιστευτικότητα των οικείων πληροφοριών, όπερ συνεπάγεται την αδυναμία του να γνωστοποιήσει το περιεχόμενό τους στον πελάτη του.

96      Κατά τα λοιπά, από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν προκύπτει αν το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο έχει, δυνάμει της σλοβακικής νομοθεσίας, την εξουσία να εξακριβώνει κατά πόσον οι λόγοι τους οποίους επικαλούνται οι εθνικές αρχές αντιτίθενται πράγματι στην κοινοποίηση του συνόλου ή μέρους των διαβαθμισμένων πληροφοριών στις οποίες στηρίζεται η ανάκληση της FSC, κατά την έννοια της απόφασης 2013/488, και να συνάγει, κατά περίπτωση, τις συνέπειες μιας μη δεόντως δικαιολογημένης άρνησης κοινοποίησης μέρους των πληροφοριών αυτών.

97      Ομοίως, μολονότι από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης ή ο δικηγόρος της είχαν πρόσβαση στις μη διαβαθμισμένες πληροφορίες και σε ορισμένες από τις διαβαθμισμένες πληροφορίες στις οποίες στηρίχθηκε η ανάκληση της FSC, κατά την έννοια της απόφασης 2013/488, το αιτούν δικαστήριο δεν διευκρίνισε αν οι κατά τα ανωτέρω κοινοποιηθείσες πληροφορίες παρείχαν στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης τη δυνατότητα να έχει στη διάθεσή της το ουσιαστικό περιεχόμενο των λόγων της ανάκλησης ή, τουλάχιστον, το ουσιαστικό περιεχόμενο του λόγου ή των λόγων που σκόπευε να επικαλεστεί η αρμόδια εθνική αρχή.

98      Επομένως, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει κατά πόσον οι επίμαχες στην κύρια δίκη εθνική κανονιστική ρύθμιση και εθνική πρακτική εγγυώνται την τήρηση των απαιτήσεων που απορρέουν από το άρθρο 47 του Χάρτη, όπως αυτές προκύπτουν από τις σκέψεις 79 έως 92 της παρούσας απόφασης.

99      Κατά τρίτον, όσον αφορά τις συνέπειες ενδεχόμενης διαπίστωσης της ασυμβατότητας της εν λόγω κανονιστικής ρύθμισης και πρακτικής με το άρθρο 47 του Χάρτη, τα κράτη μέλη διατηρούν τη δυνατότητα να επιφυλάσσουν υπέρ της αρμόδιας εθνικής αρχής την εξουσία να κοινοποιεί ή όχι λόγους ή αποδεικτικά στοιχεία για τα οποία ισχύει διαβάθμιση, υπό τον όρο ότι το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται της προσφυγής κατά της ανάκλησης FSC, κατά την έννοια της απόφασης 2013/488, έχει την εξουσία να συναγάγει τις συνέπειες από την τελική απόφαση που έλαβε συναφώς η αρμόδια αρχή [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Απριλίου 2024, NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες), C‑420/22 και C‑528/22, EU:C:2024:344, σκέψη 113].

100    Πράγματι, μια τέτοια λύση είναι ικανή, όταν η αρμόδια εθνική αρχή εμποδίζει αδικαιολόγητα την κοινοποίηση του συνόλου ή μέρους των στοιχείων στα οποία στηρίζεται μια τέτοια ανάκληση, να διασφαλίσει την πλήρη τήρηση του άρθρου 47 του Χάρτη, καθόσον εγγυάται ότι η εκ μέρους της εν λόγω αρχής παράβαση των διαδικαστικών υποχρεώσεων που υπέχει δεν θα οδηγήσει στην έκδοση δικαστικής απόφασης στηριζόμενης σε πραγματικά περιστατικά και έγγραφα των οποίων ο αιτών δεν μπόρεσε να λάβει γνώση και επί των οποίων δεν ήταν, επομένως, σε θέση να τοποθετηθεί [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Απριλίου 2024, NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες), C‑420/22 και C‑528/22, EU:C:2024:344, σκέψη 114].

101    Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί αποτελεσματική δικαστική προστασία κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της ανάκλησης FSC, κατά την έννοια της απόφασης 2013/488, το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται της προσφυγής κατά της ανάκλησης πρέπει κατ’ ανάγκη να έχει την εξουσία να κοινοποιεί το ίδιο ορισμένες διαβαθμισμένες πληροφορίες όταν η μη κοινοποίηση των πληροφοριών αυτών στον πρώην κάτοχο της FSC, ενδεχομένως μέσω του δικηγόρου του, δεν είναι δικαιολογημένη [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Απριλίου 2024, NW και PQ (Διαβαθμισμένες πληροφορίες), C‑420/22 και C‑528/22, EU:C:2024:344, σκέψη 115].

102    Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 47 του Χάρτη έχει την έννοια ότι:

–        αφενός, δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση και πρακτική δυνάμει των οποίων απόφαση με την οποία ανακαλείται FSC, κατά την έννοια της απόφασης 2013/488, δεν προσδιορίζει τις διαβαθμισμένες πληροφορίες που δικαιολογούν την ανάκληση, για επιτακτικούς λόγους αναγόμενους, για παράδειγμα, στην προστασία της ασφάλειας του κράτους ή των διεθνών σχέσεων, προβλέποντας συγχρόνως ότι το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να εκτιμήσει τη νομιμότητα της ανάκλησης έχει πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες και ότι ο δικηγόρος του πρώην κατόχου της FSC μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες μόνο με την άδεια των οικείων εθνικών αρχών και υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζει την εμπιστευτικότητά τους, εφόσον το δικαστήριο αυτό μεριμνά ώστε η μη γνωστοποίηση πληροφοριών να περιορίζεται στον απολύτως αναγκαίο βαθμό και να κοινοποιείται στον πρώην κάτοχο της FSC, εν πάση περιπτώσει, το ουσιαστικό περιεχόμενο των λόγων της ανάκλησης κατά τρόπον ώστε να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η αναγκαία εμπιστευτικότητα των αποδεικτικών στοιχείων·

–        αφετέρου, σε περίπτωση που το άρθρο 47 του Χάρτη αντιτίθεται σε τέτοια ρύθμιση και πρακτική, δεν επιβάλλει στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο να κοινοποιεί το ίδιο στον πρώην κάτοχο της FSC, ενδεχομένως μέσω του δικηγόρου του, ορισμένες διαβαθμισμένες πληροφορίες όταν η μη κοινοποίηση των πληροφοριών αυτών στον πρώην κάτοχο της FSC ή στον δικηγόρο του δεν είναι δικαιολογημένη. Εναπόκειται στην αρμόδια εθνική αρχή να το πράξει, κατά περίπτωση. Αν η εν λόγω αρχή δεν επιτρέψει την ως άνω κοινοποίηση, το δικαστήριο αυτό εξετάζει τη νομιμότητα της ανάκλησης της FCE αποκλειστικώς βάσει των λόγων και των αποδεικτικών στοιχείων που κοινοποιήθηκαν.

 Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

103    Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

104    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

έχει την έννοια ότι:

–        ο έλεγχος, από εθνικό δικαστήριο, της νομιμότητας απόφασης με την οποία ανακαλείται βεβαίωση βιομηχανικής ασφαλείας που επιτρέπει την πρόσβαση σε πληροφορίες που έχουν χαρακτηρισθεί από κράτος μέλος ως διαβαθμισμένες δεν έχει ως αντικείμενο πράξη που συνιστά εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής·

–        ο έλεγχος, από εθνικό δικαστήριο, της νομιμότητας απόφασης με την οποία ανακαλείται, συνεπεία της ανάκλησης της εν λόγω βεβαίωσης βιομηχανικής ασφαλείας, πιστοποιητικό βιομηχανικής ασφαλείας που επιτρέπει την πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 11 και το παράρτημα V της απόφασης 2013/488/ΕΕ του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ, έχει ως αντικείμενο πράξη που συνιστά εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1.

2)      Το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων

έχει την έννοια ότι:

–        αφενός, δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση και πρακτική δυνάμει των οποίων απόφαση με την οποία ανακαλείται εξουσιοδότηση ασφαλείας φορέα, κατά την έννοια της απόφασης 2013/488, δεν προσδιορίζει τις διαβαθμισμένες πληροφορίες που δικαιολογούν την ανάκληση, για επιτακτικούς λόγους αναγόμενους, για παράδειγμα, στην προστασία της ασφάλειας του κράτους ή των διεθνών σχέσεων, προβλέποντας συγχρόνως ότι το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να εκτιμήσει τη νομιμότητα της ανάκλησης έχει πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες και ότι ο δικηγόρος του πρώην κατόχου της εξουσιοδότησης ασφαλείας φορέα μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες μόνο με την άδεια των οικείων εθνικών αρχών και υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζει την εμπιστευτικότητά τους, εφόσον το δικαστήριο αυτό μεριμνά ώστε η μη γνωστοποίηση πληροφοριών να περιορίζεται στον απολύτως αναγκαίο βαθμό και να κοινοποιείται στον πρώην κάτοχο της εξουσιοδότησης ασφαλείας φορέα, εν πάση περιπτώσει, το ουσιαστικό περιεχόμενο των λόγων της ανάκλησης κατά τρόπον ώστε να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η αναγκαία εμπιστευτικότητα των αποδεικτικών στοιχείων·

–        αφετέρου, σε περίπτωση που το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων αντιτίθεται σε τέτοια ρύθμιση και πρακτική, δεν επιβάλλει στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο να κοινοποιεί το ίδιο στον πρώην κάτοχο της εξουσιοδότησης ασφαλείας φορέα, ενδεχομένως μέσω του δικηγόρου του, ορισμένες διαβαθμισμένες πληροφορίες όταν η μη κοινοποίηση των πληροφοριών αυτών στον πρώην κάτοχο της εξουσιοδότησης ασφαλείας φορέα ή στον δικηγόρο του δεν είναι δικαιολογημένη. Εναπόκειται στην αρμόδια εθνική αρχή να το πράξει, κατά περίπτωση. Αν η εν λόγω αρχή δεν επιτρέψει την ως άνω κοινοποίηση, το δικαστήριο αυτό εξετάζει τη νομιμότητα της ανάκλησης της εξουσιοδότησης ασφαλείας φορέα αποκλειστικώς βάσει των λόγων και των αποδεικτικών στοιχείων που κοινοποιήθηκαν.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η σλοβακική.