Υπόθεση C‑39/23

KEVA κ.λπ.

κατά

Skatteverket

(αίτηση του Högsta förvaltningsdomstolen για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 29ης Ιουλίου 2024

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 63 ΣΛΕΕ – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Φορολόγηση των μερισμάτων που εισπράττονται από δημόσια συνταξιοδοτικά ταμεία – Διαφορετική μεταχείριση των ημεδαπών και των αλλοδαπών δημόσιων συνταξιοδοτικών ταμείων – Απαλλαγή μόνον υπέρ των ημεδαπών δημόσιων συνταξιοδοτικών ταμείων – Συγκρισιμότητα των καταστάσεων – Δικαιολογητικός λόγος – Ανάγκη διαφύλαξης σκοπού κοινωνικής πολιτικής – Ανάγκη διατήρησης ισόρροπης κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών»

Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και ελευθερία των πληρωμών – Περιορισμοί – Φορολογική νομοθεσία – Φορολογία των μερισμάτων – Μερίσματα που εισπράττονται από δημόσια συνταξιοδοτικά ταμεία – Διαφορετική μεταχείριση των ημεδαπών και των αλλοδαπών δημόσιων συνταξιοδοτικών ταμείων – Απαλλαγή από τον φόρο προβλεπόμενη μόνον υπέρ των ημεδαπών δημόσιων συνταξιοδοτικών ταμείων – Δεν επιτρέπεται – Δικαιολόγηση – Δεν χωρεί

(Άρθρο 63 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 43, 46, 47,49-51, 55-58, 60-65, 68, 71-72, 74-75 και διατακτ.)

Σύνοψη

Στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι εθνικό καθεστώς το οποίο εισάγει διάκριση μεταξύ δικαιούχων όσον αφορά τη φορολογική μεταχείριση των μερισμάτων που τους διανέμονται από ημεδαπές εταιρίες προσβάλλει την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων. Η διάκριση αυτή βασίζεται αποκλειστικώς στον τόπο κατοικίας των δικαιούχων.

Εν προκειμένω, οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης, τρία φινλανδικά δημόσια συνταξιοδοτικά ταμεία τα οποία έχουν συσταθεί και λειτουργούν υπό διαφορετική νομική μορφή, κατέβαλλαν φόρο στη Σουηδία επί των μερισμάτων που εισέπρατταν από σουηδικές εταιρίες. Εφόσον επρόκειτο για μερίσματα που δεν είχαν φορολογηθεί στη Φινλανδία, δεν ήταν δυνατόν να εκπέσει ο σουηδικός φόρος μερισμάτων όπως προβλέπει η φορολογική σύμβαση μεταξύ των σκανδιναβικών χωρών ( 1 ). Στη Σουηδία, όμως, οι συνταξιοδοτικοί φορείς δημοσίου δικαίου ανήκουν στο Δημόσιο και απαλλάσσονται από τον φόρο.

Θεωρώντας ότι η είσπραξη του φόρου μερισμάτων στη Σουηδία αντέβαινε στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 63 ΣΛΕΕ, στον βαθμό που η κατάστασή τους ήταν συγκρίσιμη με εκείνη των σουηδικών δημόσιων συνταξιοδοτικών φορέων, οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης ζήτησαν από τη σουηδική φορολογική Διοίκηση την επιστροφή του φόρου μερισμάτων τον οποίο είχαν καταβάλει στη Σουηδία.

Μετά την απόρριψη του σχετικού αιτήματός τους, η διαφορά έφθασε έως το Högsta förvaltningsdomstolen (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Σουηδία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο.

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν είναι συμβατό με την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, κατά την έννοια του άρθρου 63 ΣΛΕΕ, ένα τέτοιο καθεστώς το οποίο προβλέπει τη φορολόγηση των μερισμάτων που διανέμονται από ημεδαπές εταιρίες σε αλλοδαπούς δημόσιους συνταξιοδοτικούς φορείς, ενώ τα μερίσματα τα οποία διανέμονται σε ημεδαπούς δημόσιους συνταξιοδοτικούς φορείς απαλλάσσονται από τον φόρο.

Το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το φορολογικό αυτό καθεστώς αντιβαίνει στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Πρώτον, το Δικαστήριο κρίνει ότι το επίμαχο καθεστώς συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, απαγορευόμενο, κατ’ αρχήν, από το άρθρο 63 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, το καθεστώς αυτό καθιερώνει διαφορετική φορολογική αντιμετώπιση η οποία συνεπάγεται δυσμενή μεταχείριση των μερισμάτων που καταβάλλονται σε αλλοδαπούς δημόσιους συνταξιοδοτικούς φορείς, ικανή να τους αποτρέψει από την πραγματοποίηση επενδύσεων σε εταιρίες εγκατεστημένες στη Σουηδία.

Συναφώς, όσον αφορά την τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχει κράτος μέλος από τη Συνθήκη, δεν ασκεί επιρροή η εκ μέρους του επίκληση των σημείων 10 και 12 των ερμηνευτικών σχολίων επί του άρθρου 24 του υποδείγματος φορολογικής σύμβασης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) ( 2 ), από τα οποία προκύπτει ότι τα κράτη δεν υποχρεούνται να παρέχουν σε αλλοδαπούς δημόσιους οργανισμούς τα ίδια φορολογικά πλεονεκτήματα όπως στους δικούς τους δημόσιους οργανισμούς.

Επιπλέον, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς τους να οργανώνουν τα συστήματά τους κοινωνικής ασφάλισης, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ οι οποίες αφορούν τις θεμελιώδεις ελευθερίες.

Δεύτερον, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η διαφορετική μεταχείριση των αλλοδαπών και των ημεδαπών δημόσιων συνταξιοδοτικών φορέων αφορά αντικειμενικώς συγκρίσιμες καταστάσεις.

Κατ’ αρχάς, το γεγονός ότι ένα δημόσιο συνταξιοδοτικό ταμείο ανήκει στο σουηδικό Δημόσιο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι βρίσκεται σε διαφορετική κατάσταση από εκείνη ενός αλλοδαπού δημόσιου συνταξιοδοτικού φορέα υπό το πρίσμα του σκοπού της επίμαχης φορολογικής απαλλαγής, ο οποίος συνίσταται στην αποφυγή της κυκλικότητας των δημοσίων πόρων του σουηδικού Δημοσίου. Πράγματι, ο σκοπός αυτός θα μπορούσε επίσης να επιτευχθεί και αν οι αλλοδαποί δημόσιοι συνταξιοδοτικοί φορείς απαλλάσσονταν στη Σουηδία, όπως ακριβώς και τα ημεδαπά δημόσια συνταξιοδοτικά ταμεία, από την φορολόγηση επί των μερισμάτων που καταβάλλονται από ημεδαπές εταιρίες.

Εξάλλου, το γεγονός ότι οι αλλοδαποί δημόσιοι συνταξιοδοτικοί φορείς, εν αντιθέσει προς τα ημεδαπά δημόσια συνταξιοδοτικά ταμεία, δεν έχουν ως σκοπό τους να προάγουν την οικονομική σταθερότητα και τη βιωσιμότητα του σουηδικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης δεν αποτελεί επιχείρημα που αποκλείει τη διασυνοριακή σύγκριση των συνταξιοδοτικών ταμείων, δεδομένου ότι, εξ ορισμού, κάθε συνταξιοδοτικό ταμείο αποσκοπεί στην προστασία της σταθερότητας και της βιωσιμότητας ενός συγκεκριμένου εθνικού συνταξιοδοτικού συστήματος.

Εν συνεχεία, το μοναδικό κριτήριο το οποίο ασκεί επιρροή και πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να κριθεί αν η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των ημεδαπών δημόσιων συνταξιοδοτικών ταμείων και των αλλοδαπών δημόσιων συνταξιοδοτικών φορέων αντικατοπτρίζει μια αντικειμενική διαφορά στην κατάστασή τους είναι, εν προκειμένω, ο τόπος της εγκατάστασής τους. Και τούτο διότι οι διαφορές μεταξύ των δύο αυτών ειδών οργανισμών από πλευράς της νομικής τους μορφής ή της φύσης της αποστολής τους σε σχέση με την είσπραξη των συνταξιοδοτικών εισφορών ή την καταβολή των συντάξεων δεν φαίνεται να συνδέονται άμεσα με τη φορολογική μεταχείριση των μερισμάτων που τους διανέμονται από σουηδικές εταιρίες.

Τρίτον και τελευταίον, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι ούτε η ανάγκη διαφύλαξης του σκοπού τον οποίο επιδιώκει η σουηδική κοινωνική πολιτική ούτε η διατήρηση ισόρροπης κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών μπορούν, εν προκειμένω, να θεμελιώσουν υπέρτερο λόγο γενικού συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει το επίμαχο σουηδικό καθεστώς υπό το πρίσμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.


( 1 ) Σύμβαση μεταξύ των σκανδιναβικών χωρών για την αποφυγή της διπλής φορολογίας σχετικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου, η οποία υπογράφηκε στο Ελσίνκι στις 23 Σεπτεμβρίου 1996.

( 2 ) Υπόδειγμα σύμβασης για την αποφυγή της διπλής φορολογίας σχετικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου, το οποίο καταρτίστηκε από την επιτροπή φορολογικών υποθέσεων του ΟΟΣΑ και είναι προσαρτημένο σε σύσταση του ΟΟΣΑ, της 30ής Ιουλίου 1963, σχετικά με την κατάργηση της διπλής φορολογίας.