Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 3ης Ιουλίου 2024 (*)

«Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική Ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Ενιαίο ταμείο εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Απόφαση του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για το 2017 – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Ίση μεταχείριση – Αρχή της αναλογικότητας – Περιθώριο εκτιμήσεως του ΕΣΕ – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής – Περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της απόφασης»

Στην υπόθεση T‑142/22,

Landesbank Baden-Württemberg, με έδρα τη Στουτγάρδη (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους H. Berger, M. Weber και D. Schoo, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), εκπροσωπούμενου από τους J. Kerlin, T. Wittenberg και D. Ceran, επικουρούμενους από τους H.‑G. Kamann και P. Gey, δικηγόρους,

καθού,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Kornezov, πρόεδρο, G. De Baere, D. Petrlík (εισηγητή), K. Kecsmár και S. Kingston, δικαστές,

γραμματέας: S. Jund, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Μαρτίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

1        Με την προσφυγή της βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα Landesbank Baden-Württemberg ζητεί την ακύρωση της απόφασης SRB/ES/2021/82 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 15ης Δεκεμβρίου 2021, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2017 όσον αφορά τη Landesbank Baden-Württemberg (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

[παραλειπόμενα]

III. Αιτήματα των διαδίκων

20      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων της·

–        επικουρικώς, να διαπιστώσει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νομικώς ανυπόστατη, καθ’ όσον αφορά την προσφεύγουσα·

–        να καταδικάσει το ΕΣΕ στα δικαστικά έξοδα.

21      Το ΕΣΕ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα·

–        επικουρικώς, σε περίπτωση ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματά της μέχρι την αντικατάστασή της ή τουλάχιστον επί έξι μήνες αφότου η δικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη.

IV.    Σκεπτικό

[παραλειπόμενα]

Β.      Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης

[παραλειπόμενα]

2.      Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας

[παραλειπόμενα]

δ)      Επί του εβδόμου σκέλους, το οποίο αφορά τη μη γνωστοποίηση των δεδομένων άλλων ιδρυμάτων

239    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει για πρώτη φορά, με το υπόμνημά της απαντήσεως, ότι οι απαιτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο στην απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ (C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601), όσον αφορά τη στάθμιση της υποχρέωσης αιτιολόγησης που υπέχει το ΕΣΕ με την υποχρέωσή του να τηρεί το επιχειρηματικό απόρρητο των ενδιαφερόμενων ιδρυμάτων, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Baumeister (C‑15/16, EU:C:2018:464, σκέψεις 54 και 56), τα δεδομένα των λοιπών ιδρυμάτων στα οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση δεν καλύπτονται πλέον από το επιχειρηματικό απόρρητο, διότι τα δεδομένα αυτά χρονολογούνται από πέντε και πλέον έτη, καθόσον η ημερομηνία αναφοράς για την περίοδο συνεισφοράς 2017 είναι η 31η Δεκεμβρίου 2015.

240    Το ΕΣΕ αμφισβητεί την ορθότητα του ως άνω επιχειρήματος, χωρίς ωστόσο να αμφισβητεί το παραδεκτό του σκέλους αυτού.

241    Υπενθυμίζεται ότι η ίδια η αρχή της μεθόδου υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, όπως αυτή απορρέει από την οδηγία 2014/59 και τον κανονισμό 806/2014, συνεπάγεται τη χρήση, εκ μέρους του ΕΣΕ, δεδομένων που καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο και τα οποία δεν μπορούν να παρατεθούν στην αιτιολογία της απόφασης περί καθορισμού των εκ των προτέρων εισφορών (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 114).

242    Συναφώς, το ΕΣΕ παρέθεσε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους για τους οποίους τα δεδομένα των ιδρυμάτων που είχαν ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για το 2017 καλύπτονταν από το επιχειρηματικό απόρρητο.

243    Ειδικότερα, το ΕΣΕ παρατήρησε, στην αιτιολογική σκέψη 100 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι τα επιχειρηματικά απόρρητα των ιδρυμάτων –δηλαδή όλες οι πληροφορίες σχετικά με την επαγγελματική δραστηριότητα των ιδρυμάτων οι οποίες, σε περίπτωση γνωστοποίησης σε ανταγωνιστή και/ή σε ευρύτερο κοινό, θα μπορούσαν να βλάψουν σοβαρά τα συμφέροντα του ιδρύματος– θεωρούνταν εμπιστευτικές πληροφορίες. Στο πλαίσιο του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, οι πληροφορίες που είχαν παράσχει τα ιδρύματα μέσω των εντύπων δήλωσης δεδομένων, στις οποίες στηρίζεται το ΕΣΕ για να υπολογίσει την εκ των προτέρων εισφορά τους, θεωρούνταν επιχειρηματικά απόρρητα.

244    Επιπροσθέτως, στις αιτιολογικές σκέψεις 102 έως 105 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ επισήμανε ότι του απαγορευόταν να γνωστοποιήσει τα δεδομένα κάθε ιδρύματος που αποτελούσαν τη βάση των υπολογισμών της εν λόγω απόφασης, ενώ του επιτρεπόταν να γνωστοποιήσει τα συγκεντρωτικά και κοινά δεδομένα, στο μέτρο που τα δεδομένα αυτά ήταν σωρευτικά. Πάντως, κατά την εν λόγω απόφαση, στα ιδρύματα εξασφαλιζόταν πλήρης διαφάνεια όσον αφορά τον υπολογισμό της βασικής ετήσιας συνεισφοράς τους και του πολλαπλασιαστή προσαρμογής τους για τα βήματα υπολογισμού της συνεισφοράς αυτής, όπως ορίζονταν στο παράρτημα I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, τα οποία αφορούσαν τον «υπολογισμό των πρωτογενών δεικτών» (βήμα 1), την «αναβαθμονόμηση των δεικτών» (βήμα 3) και τον «υπολογισμό του σύνθετου δείκτη» (βήμα 5). Επιπλέον, τα ιδρύματα ήταν σε θέση να λάβουν γνώση των κοινών δεδομένων που είχαν χρησιμοποιηθεί αδιακρίτως από το ΕΣΕ για όλα τα ιδρύματα κατόπιν προσαρμογής με βάση το προφίλ κινδύνου τους για τα βήματα υπολογισμού που αφορούσαν τον «διακριτό χαρακτήρα των δεικτών» (βήμα 2), την «ένταξη του αποδοθέντος προσήμου» (βήμα 4) και τον «υπολογισμό των ετήσιων εισφορών» (βήμα 6).

245    Η προσφεύγουσα όμως αμφισβητεί ότι οι εξηγήσεις αυτές είναι επαρκείς διότι, κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, τα δεδομένα των λοιπών ιδρυμάτων χρονολογούνταν από έξι ετών και, ως εκ τούτου, δεν καλύπτονταν πλέον από το επιχειρηματικό απόρρητο και διότι, παρά ταύτα, το ΕΣΕ δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους δεν γνωστοποιήθηκαν τα δεδομένα αυτά.

246    Για να εκτιμηθεί το επιχείρημα αυτό υπενθυμίζεται ότι, σε περίπτωση που οι πληροφορίες οι οποίες ενδεχομένως αποτέλεσαν κατά το παρελθόν επιχειρηματικό απόρρητο χρονολογούνται από πέντε και πλέον ετών, θεωρούνται κατ’ αρχήν, λόγω της παρέλευσης του χρόνου, ως παρωχημένες και έχουσες απολέσει, ως εκ τούτου, τον εμπιστευτικό χαρακτήρα τους, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, ο διάδικος που επικαλείται ότι είναι εμπιστευτικές αποδείξει ότι, παρά την παλαιότητά τους, οι πληροφορίες αυτές εξακολουθούν να αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της εμπορικής θέσης του ή της εμπορικής θέσης ενδιαφερόμενων τρίτων (πρβλ. απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Baumeister, C‑15/16, EU:C:2018:464, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

247    Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι τα ατομικά δεδομένα των ιδρυμάτων στα οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας χρονολογούνταν, κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης αυτής, από πέντε και πλέον ετών.

248    Εντούτοις, όπως εξήγησε το ΕΣΕ με το υπόμνημά του ανταπαντήσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς να αντικρουστεί από την προσφεύγουσα, η εμπορική θέση ενός ιδρύματος σε σχέση με εκείνη των ανταγωνιστών του μπορεί, στην οικονομική πραγματικότητα του τραπεζικού τομέα, να παραμείνει η ίδια ή παρόμοια για μεγάλο χρονικό διάστημα πέραν της πενταετίας. Συγκεκριμένα, ορισμένα στοιχεία, όπως το επιχειρηματικό μοντέλο ή οι δραστηριότητες ενός τέτοιου ιδρύματος, παραμένουν σταθερά βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, με αποτέλεσμα να είναι δυνατόν ένα πιστωτικό ίδρυμα το οποίο είχε παλαιότερα προφίλ υψηλού κινδύνου, βάσει δεδομένων που χρονολογούνται από πέντε και πλέον ετών, να εξακολουθεί να έχει ένα τέτοιο προφίλ στο τέλος της αρχικής περιόδου. Επομένως, παρά τον παρωχημένο χαρακτήρα τους, οι πληροφορίες αυτές εξακολουθούν να αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της εμπορικής θέσης των πιστωτικών ιδρυμάτων. Υπό τις συνθήκες αυτές, αν τα ουσιώδη αυτά στοιχεία γνωστοποιούνταν διά της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, οι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στον τραπεζικό τομέα θα μπορούσαν να στηριχθούν σε αυτά προκειμένου να συναγάγουν εξ αυτών την τρέχουσα εμπορική θέση ενός ιδρύματος.

249    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει βασίμως ότι το ΕΣΕ όφειλε να γνωστοποιήσει, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, τα ατομικά δεδομένα των λοιπών ιδρυμάτων βάσει των οποίων θα μπορούσε να ελεγχθεί ο υπολογισμός της εκ των προτέρων εισφοράς της, διότι τα δεδομένα αυτά, μολονότι χρονολογούνται από εξαετίας, εξακολουθούν να αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της εμπορικής θέσης των ιδρυμάτων αυτών.

250    Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το ΕΣΕ, για να εκπληρώσει την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει, πρέπει να της παράσχει ανωνυμοποιημένο κατάλογο όλων των δεδομένων των ιδρυμάτων που υπάγονται στην ίδια κλάση με αυτήν.

251    Αφενός, η επιβολή μιας τέτοιας υποχρέωσης στο ΕΣΕ θα έβαινε πέραν των απαιτήσεων που απορρέουν από τη νομολογία, οι οποίες υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 217, 220 και 221 ανωτέρω.

252    Αφετέρου, το ΕΣΕ υποστήριξε, χωρίς να αντικρουστεί σοβαρά επ’ αυτού, ότι ακόμη και ένας κατάλογος ανωνυμοποιημένων δεδομένων για συγκεκριμένη κλάση ενείχε τον κίνδυνο να περιέλθουν επιχειρηματικά απόρρητα ορισμένων ιδρυμάτων σε γνώση των επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στον τραπεζικό τομέα και είναι ενημερωμένοι επιχειρηματίες. Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε, μεταξύ άλλων, ότι οι επιχειρηματίες αυτοί γνωρίζουν ποια ιδρύματα τείνουν να εμφανίζουν υψηλές τιμές σε ορισμένους δείκτες κινδύνου. Αν όμως ελάμβαναν καταλόγους με τέτοια δεδομένα κάθε έτος, θα μπορούσαν να παρακολουθούν την εξέλιξη των δεικτών κινδύνου των εν λόγω ιδρυμάτων, παρά το γεγονός ότι αυτοί περιλαμβάνουν ευαίσθητα επιχειρηματικά δεδομένα. Τέτοιος κίνδυνος υφίσταται ιδίως όσον αφορά τα μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα και εκείνα που είναι εγκατεστημένα σε κράτη μέλη στα οποία υπάρχει περιορισμένος μόνον αριθμός ιδρυμάτων υπόχρεων σε καταβολή εκ των προτέρων εισφοράς. Πράγματι, στις περιπτώσεις αυτές δεν αποκλείεται ένας συνετός επιχειρηματίας να είναι σε θέση να συναγάγει την ταυτότητα των ιδρυμάτων αυτών, ακόμη και αν τα δεδομένα τους έχουν ανωνυμοποιηθεί. Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στο ΕΣΕ ότι δεν κατήρτισε κατάλογο όλων των ανωνυμοποιημένων δεδομένων των ιδρυμάτων που υπάγονταν στην ίδια κλάση.

253    Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, το έβδομο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

ε)      Επί του τρίτου σκέλους, το οποίο αφορά την αιτιολογία του ετήσιου επιπέδου-στόχου

254    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι είναι αδύνατο να γίνουν κατανοητοί, βάσει της προσβαλλόμενης απόφασης, οι λόγοι για τους οποίους το ετήσιο επίπεδο-στόχος καθορίστηκε στο 1/8 του 1,05 % του συνολικού ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων. Εξάλλου, οι συμπληρωματικές εξηγήσεις που παρέσχε το ΕΣΕ στα σημεία 17 επ. του παραρτήματος III της απόφασης αυτής δεν αρκούν για να καταστεί σαφές με ποιον τρόπο καθορίστηκε όντως το ετήσιο επίπεδο-στόχος. Επιπλέον, το ΕΣΕ δεν γνωστοποίησε το προβλεπόμενο τελικό επίπεδο-στόχο ούτε την εκ μέρους του ερμηνεία του ανώτατου ορίου που μνημονεύεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014. Όπως, όμως, προκύπτει από την απόφαση περί καθορισμού των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο συνεισφοράς 2022, το ΕΣΕ εκτιμούσε ότι δύναται να αυξάνει ελεύθερα το ετήσιο επίπεδο-στόχο εφαρμόζοντας συντελεστή ο οποίος δεν προβλέπεται από την εφαρμοστέα νομοθεσία και να επιβάλλει, επομένως, στα ιδρύματα δυσανάλογη επιβάρυνση.

255    Το ΕΣΕ αντιτείνει ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 50 έως 63 της προσβαλλόμενης απόφασης και από τα σημεία 19 έως 25 του παραρτήματος III της απόφασης αυτής προκύπτει ότι παρέσχε επαρκή αιτιολογία όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου για την περίοδο συνεισφοράς 2017.

256    Ειδικότερα, το ΕΣΕ υποστηρίζει ότι καθόρισε το ετήσιο επίπεδο-στόχο λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία και τα κριτήρια του άρθρου 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014. Εξάλλου, όσον αφορά την αναμενόμενη αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων, υποστηρίζει ότι εξήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι, αφενός, σύμφωνα με τα δεδομένα των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων, το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων αυξήθηκε κατά 2,2 % μεταξύ του 2015 και του 2016 και ότι, αφετέρου, το προβλεπόμενο ποσοστό αύξησης των καταθέσεων αυτών κυμαινόταν μεταξύ 1 % και 4 %. Επιπλέον, το ΕΣΕ διατείνεται ότι ο τρόπος με τον οποίο ελήφθησαν υπόψη τα ενδεχόμενα φιλοκυκλικά αποτελέσματα εκτέθηκε στην αιτιολογική σκέψη 61 της προσβαλλόμενης απόφασης και στα σημεία 23 επ. του παραρτήματος III της απόφασης αυτής.

257    Τέλος, η προσφεύγουσα είχε, κατά την άποψή του, τη δυνατότητα να υπολογίσει το εκτιμώμενο για το 2017 τελικό επίπεδο-στόχο βάσει των δεδομένων που είχαν περιέλθει σε γνώση της, ενώ η μη γνωστοποίηση της εκ μέρους του ΕΣΕ ερμηνείας του ανώτατου ορίου 12,5 % που προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014 δεν ήταν ικανή να επηρεάσει την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.

258    Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, έως το τέλος της αρχικής περιόδου, τα διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικά μέσα πρέπει να φθάσουν στο τελικό επίπεδο‑στόχο, το οποίο αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

259    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, στην αρχική περίοδο, οι εκ των προτέρων εισφορές κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το προαναφερθέν στη σκέψη 258 τελικό επίπεδο‑στόχος, αλλά λαμβανομένης δεόντως υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου καθώς και του αντικτύπου των φιλοκυκλικών εισφορών στη χρηματοοικονομική θέση των ιδρυμάτων.

260    Το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 διευκρινίζει ότι, κάθε έτος, οι εισφορές που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών δεν υπερβαίνουν το 12,5 % του τελικού επιπέδου-στόχου.

261    Όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει ότι το ΕΣΕ καθορίζει το ύψος τους με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο, λαμβάνοντας υπόψη το τελικό επίπεδο-στόχο, και με βάση το μέσο ποσό, υπολογιζόμενο ανά τρίμηνο, των καλυπτόμενων καταθέσεων του προηγούμενου έτους όσον αφορά όλα τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

262    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 63 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ καθόρισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου‑στόχου, ως προς την περίοδο συνεισφοράς 2017, σε 7 161 808 441 ευρώ.

263    Στις αιτιολογικές σκέψεις 51 και 52 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ εξήγησε κατ’ ουσίαν ότι, προκειμένου να καθορίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο, είχε λάβει υπόψη το εκτιμώμενο για το 2023 τελικό επίπεδο-στόχο, την ανάγκη να κατανεμηθούν οι εκ των προτέρων εισφορές όσο το δυνατόν ισομερώς κατά την αρχική περίοδο καθώς και τη φάση του οικονομικού κύκλου και τον αντίκτυπο που θα είχαν οι εισφορές αυτές στη χρηματοοικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων. Εν συνεχεία, το ΕΣΕ έκρινε σκόπιμο να καθορίσει συντελεστή ο οποίος στηριζόταν στις παραμέτρους αυτές και στα διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικά μέσα (στο εξής: συντελεστής). Το ΕΣΕ εφάρμοσε τον συντελεστή αυτόν στο ένα όγδοο του μέσου ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2016, προκειμένου να υπολογίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο.

264    Στις αιτιολογικές σκέψεις 54 έως 62 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ εξέθεσε τη μέθοδο που ακολούθησε προκειμένου να καθορίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο.

265    Στην αιτιολογική σκέψη 54 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ εξήγησε ότι ιδιαίτερη προσοχή έπρεπε να δοθεί στην αναμενόμενη εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά την αρχική περίοδο, διότι, μολονότι οι καταθέσεις αυτές αυξάνονταν με την πάροδο του χρόνου, ο καθορισμός του ετήσιου επιπέδου-στόχου στο 1 % του ποσού των εν λόγω καταθέσεων δεν θα αρκούσε για την επίτευξη του τελικού επιπέδου-στόχου.

266    Συναφώς, το ΕΣΕ διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 55 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων, υπολογιζόμενο ανά τρίμηνο, ανερχόταν για το έτος 2016 σε 5,546 τρισεκατομμύρια ευρώ.

267    Στις αιτιολογικές σκέψεις 56 έως 58 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ παρουσίασε την προβλεπόμενη εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων για τα έξι εναπομένοντα έτη της αρχικής περιόδου, ήτοι από το 2018 έως το 2023. Εκτίμησε ότι οι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων έως το τέλος της αρχικής περιόδου θα κυμαίνονταν μεταξύ 1 % και 4 %.

268    Στις αιτιολογικές σκέψεις 59 έως 61 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ παρουσίασε μια αξιολόγηση της φάσης του οικονομικού κύκλου και του δυνητικού φιλοκυκλικού αποτελέσματος που θα μπορούσαν να έχουν οι εκ των προτέρων εισφορές για τη χρηματοοικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων. Επισήμανε ότι προς τούτο είχε λάβει υπόψη διάφορα στοιχεία όπως, μεταξύ άλλων, την πρόβλεψη της Επιτροπής για την αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος για το 2017 ή επίσης δείκτες-κλειδιά για τον τραπεζικό τομέα της ζώνης του ευρώ, όπως η φερεγγυότητα, η ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού και η κερδοφορία των ιδρυμάτων. Συναφώς και προκειμένου να μην επιδεινωθούν τα φιλοκυκλικά αποτελέσματα των εκ των προτέρων εισφορών επί της φερεγγυότητας του τραπεζικού τομέα, το ΕΣΕ έκρινε ότι ήταν σκόπιμο να καθοριστεί το ετήσιο επίπεδο-στόχος βάσει ενός ρυθμού μεταβολής των καλυπτόμενων καταθέσεων, ο οποίος ήταν χαμηλότερος από τον προτεινόμενο ως πιο αξιόπιστο.

269    Στην αιτιολογική σκέψη 62 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με την οικονομική ανάκαμψη και του αρνητικού αντικτύπου της στη μελλοντική αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων και στον οικονομικό κύκλο και λόγω του περιορισμένου αριθμού δεδομένων που να καταδεικνύουν τον μελλοντικό ρυθμό μεταβολής των καταθέσεων αυτών, ήταν σκόπιμο να υιοθετηθεί μια συνετή προσέγγιση όσον αφορά τα ποσοστά αύξησης των εν λόγω καταθέσεων για τα επόμενα έτη έως το 2023.

270    Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, το ΕΣΕ υπολόγισε, στην αιτιολογική σκέψη 63 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου πολλαπλασιάζοντας το μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων το 2016 με τον συντελεστή 1,05 % και διαιρώντας το γινόμενο διά του οκτώ, σύμφωνα με τον ακόλουθο μαθηματικό τύπο, ο οποίος παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 63 της εν λόγω απόφασης:

«Στόχος0 [ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου] = Άθροισμα των καλυπτόμενων καταθέσεων2016 × 0,0105 × ⅛ = 7 161 808 441 EUR.»

271    Εντούτοις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ΕΣΕ επισήμανε ότι είχε καθορίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο για την περίοδο συνεισφοράς 2017 ως εξής.

272    Πρώτον, βάσει ανάλυσης προοπτικών, το ΕΣΕ καθόρισε το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών, το οποίο προβλεπόταν για το τέλος της αρχικής περιόδου. Για να καταλήξει στο ποσό αυτό, το ΕΣΕ έλαβε υπόψη το μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων το 2016, τον ετήσιο ρυθμό αύξησης των καταθέσεων αυτών, καθώς και τον αριθμό των περιόδων συνεισφοράς που υπολείπονταν μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου.

273    Δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, το ΕΣΕ υπολόγισε το 1 % του προβλεπόμενου ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων στο τέλος της αρχικής περιόδου για να ανεύρει το εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου που έπρεπε να επιτευχθεί στις 31 Δεκεμβρίου 2023.

274    Τρίτον, το ΕΣΕ αφαίρεσε από το τελευταίο αυτό ποσό τους οικονομικούς πόρους που ήταν ήδη διαθέσιμοι στο πλαίσιο του ΕΤΕ το 2017, προκειμένου να καταλήξει στο ποσό που απέμενε να εισπραχθεί κατά τις υπολειπόμενες περιόδους συνεισφοράς μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου.

275    Τέταρτον, το ΕΣΕ διαίρεσε το τελευταίο αυτό ποσό διά του αριθμού των υπολειπόμενων περιόδων συνεισφοράς, προκειμένου να το κατανείμει ισομερώς μεταξύ των περιόδων αυτών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το ετήσιο επίπεδο-στόχος για την περίοδο συνεισφοράς 2017 καθορίστηκε στο ύψος που προαναφέρθηκε στη σκέψη 262 ανωτέρω, ήτοι σε περίπου 7,161 δισεκατομμύρια ευρώ.

276    Προκειμένου να εξεταστεί αν το ΕΣΕ τήρησε την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι η ελλιπής ή ανεπαρκής αιτιολογία συνιστά λόγο δημοσίας τάξεως τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης μπορεί και μάλιστα οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως (βλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί και μάλιστα οφείλει να λάβει υπόψη και άλλες πλημμέλειες της αιτιολογίας πέραν εκείνων τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα, μεταξύ άλλων στην περίπτωση που οι πλημμέλειες αυτές αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

277    Προς τον σκοπό αυτό, οι διάδικοι αγόρευσαν κατά την προφορική διαδικασία ως προς όλες τις πλημμέλειες της αιτιολογίας από τις οποίες ενδεχομένως πάσχει η προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου‑στόχου. Ειδικότερα, έχοντας ερωτηθεί ρητώς και επανειλημμένως ως προς το ζήτημα αυτό, το ΕΣΕ περιέγραψε τα επιμέρους στάδια της μεθόδου που είχε πράγματι ακολουθήσει προκειμένου να καθορίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο για την περίοδο συνεισφοράς 2017, όπως αυτά εκτίθενται στις σκέψεις 274 έως 277 ανωτέρω.

278    Όσον αφορά, εν συνεχεία, το περιεχόμενο της υποχρέωσης αιτιολόγησης, από τη νομολογία προκύπτει ότι η αιτιολογία απόφασης την οποία λαμβάνει θεσμικό ή άλλο όργανο της Ένωσης πρέπει, ιδίως, να μην περιέχει αντιφάσεις, ούτως ώστε να παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να λάβουν γνώση του πραγματικού σκεπτικού της απόφασης προκειμένου να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, στο δε αρμόδιο δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 169 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, Suproco κατά Επιτροπής, T‑101/03, EU:T:2005:336, σκέψεις 20 και 45 έως 47, και της 16ης Δεκεμβρίου 2015, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑241/13, EU:T:2015:982, σκέψη 56).

279    Ομοίως, όταν το όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση παρέχει ορισμένες εξηγήσεις σχετικά με το σκεπτικό της κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, οι εξηγήσεις πρέπει να αντιστοιχούν στις εκτιμήσεις που διατυπώνονται στην απόφαση (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, Suproco κατά Επιτροπής, T‑101/03, EU:T:2005:336, σκέψεις 45 έως 47, και της 13ης Δεκεμβρίου 2016, Printeos κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑95/15, EU:T:2016:722, σκέψεις 54 και 55).

280    Ειδικότερα, εάν οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αντιστοιχούν προς τις εν λόγω εξηγήσεις που παρέχονται κατά την ένδικη διαδικασία, η αιτιολογία της απόφασης δεν εκπληρώνει τις λειτουργίες που υπενθυμίζονται στις σκέψεις 210 και 211 ανωτέρω. Ιδίως, μια τέτοια αναντιστοιχία εμποδίζει τους μεν ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση του πραγματικού σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, πριν από την άσκηση της προσφυγής, και να προετοιμάσουν την άμυνά τους υπό το πρίσμα του σκεπτικού αυτού, τον δε δικαστή της Ένωσης να εντοπίσει τις αιτιολογίες που αποτέλεσαν το πραγματικό νομικό έρεισμα της απόφασης και να εξετάσει τη συμμόρφωσή τους προς τους εφαρμοστέους κανόνες.

281    Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, όταν το ΕΣΕ εκδίδει απόφαση περί καθορισμού των εκ των προτέρων εισφορών, οφείλει να γνωστοποιεί στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα τη μέθοδο υπολογισμού των εισφορών αυτών (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 122).

282    Το ίδιο πρέπει να ισχύει όσον αφορά τη μέθοδο καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου, δεδομένου ότι το ύψος του έχει ουσιώδη σημασία για την όλη οικονομία της απόφασης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 16 ανωτέρω, ο τρόπος υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών συνίσταται στον επιμερισμό του εν λόγω ποσού μεταξύ όλων των ενδιαφερόμενων ιδρυμάτων και, επομένως, η αύξηση ή η μείωση του ποσού αυτού συνεπάγεται αντίστοιχη αύξηση ή μείωση της εκ των προτέρων εισφοράς καθενός από τα ιδρύματα αυτά.

283    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, εφόσον το ΕΣΕ υποχρεούται να παράσχει στα ιδρύματα, μέσω της προσβαλλόμενης απόφασης, εξηγήσεις σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου, οι εξηγήσεις αυτές πρέπει να αντιστοιχούν προς τις εξηγήσεις τις οποίες παρέχει το ΕΣΕ κατά την ένδικη διαδικασία και οι οποίες αφορούν την πράγματι εφαρμοσθείσα μέθοδο.

284    Όμως, τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

285    Ειδικότερα, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι ο μαθηματικός τύπος που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 63 της προσβαλλόμενης απόφασης παρουσιάζεται ως η βάση για τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου. Προκύπτει όμως ότι ο τύπος αυτός δεν περιλαμβάνει τα στοιχεία της μεθόδου που πράγματι εφάρμοσε το ΕΣΕ, όπως η μέθοδος αυτή αποσαφηνίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 272 έως 275 ανωτέρω, το ΕΣΕ προσδιόρισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου, στο πλαίσιο της μεθόδου αυτής, αφαιρώντας από το τελικό επίπεδο-στόχο τα χρηματοδοτικά μέσα που ήταν διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ, προκειμένου να υπολογίσει το ποσό που απέμενε να εισπραχθεί μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, και διαιρώντας το τελευταίο αυτό ποσό διά του αριθμού των υπολειπόμενων περιόδων συνεισφοράς. Πλην όμως τα δύο αυτά βήματα του υπολογισμού ουδόλως αποτυπώνονται στον εν λόγω μαθηματικό τύπο.

286    Παρόμοιες ανακολουθίες χαρακτηρίζουν επίσης τον τρόπο με τον οποίο καθορίστηκε ο συντελεστής του 1,05 %, ο οποίος διαδραματίζει ωστόσο βασικό ρόλο στον προαναφερθέντα στη σκέψη 285 ανωτέρω μαθηματικό τύπο. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 51 και 52 της προσβαλλόμενης απόφασης, ο συντελεστής αυτός θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι βασίζεται στην εκτίμηση του τελικού επιπέδου-στόχου για το 2023, στην ανάγκη να κατανεμηθούν οι εκ των προτέρων εισφορές όσο το δυνατόν ισομερώς κατά την αρχική περίοδο, καθώς και σε ανάλυση του οικονομικού κύκλου και του αντικτύπου που θα είχαν οι εισφορές αυτές στη χρηματοοικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων. Όπως όμως παραδέχθηκε το ΕΣΕ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο συντελεστής αυτός καθορίστηκε κατά τρόπο που να μπορεί να δικαιολογήσει το αποτέλεσμα που προέκυπτε από τον υπολογισμό του ύψους του ετήσιου επιπέδου-στόχου, ήτοι κατόπιν διενέργειας του υπολογισμού αυτού από το ΕΣΕ κατ’ εφαρμογήν των τεσσάρων βημάτων που εκτίθενται στις σκέψεις 272 έως 275 ανωτέρω και, ιδίως, με διαίρεση διά του αριθμού των υπολειπόμενων περιόδων συνεισφοράς του ποσού που προκύπτει από την αφαίρεση των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων από το τελικό επίπεδο-στόχο. Πλην όμως ο συγκεκριμένος τρόπος ενέργειας ουδόλως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση.

287    Επομένως, όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου, η μέθοδος την οποία πράγματι εφάρμοσε το ΕΣΕ, όπως η μέθοδος αυτή αποσαφηνίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν αντιστοιχεί στη μέθοδο που περιγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και, επομένως, το πραγματικό σκεπτικό βάσει του οποίου καθορίστηκε το εν λόγω επίπεδο-στόχος δεν μπορούσε να προσδιοριστεί βάσει της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε από τα ιδρύματα ούτε από το Γενικό Δικαστήριο.

288    Κατόπιν των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου‑στόχου.

289    Επομένως, το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτό. Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των νομικών και οικονομικών ζητημάτων που τίθενται με την υπό κρίση υπόθεση, πρέπει προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης να εξεταστούν και οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση SRB/ES/2021/82 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 15ης Δεκεμβρίου 2021, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2017 όσον αφορά τη Landesbank Baden-Württemberg.

2)      Τα αποτελέσματα της απόφασης SRB/ES/2021/82 διατηρούνται σε ισχύ έως την έναρξη ισχύος, εντός εύλογης προθεσμίας η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης, νέας απόφασης του ΕΣΕ περί καθορισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της Landesbank Baden-Württemberg προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για την περίοδο εισφορών του 2017.

3)      Το ΕΣΕ φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Landesbank Baden-Württemberg.

Kornezov

De Baere

Petrlík

Kecsmár

 

      Kingston

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 3 Ιουλίου 2024.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.


1      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις της παρούσας απόφασης των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.