ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 16ης Μαρτίου 2023 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 2009/81/ΕΚ – Άρθρο 55, παράγραφος 4 – Άρθρο 57, παράγραφος 2 – Έννομο συμφέρον – Πρόσβαση στις διαδικασίες προσφυγής – Προσφέρων ο οποίος αποκλείστηκε από τη διαδικασία σύναψης σύμβασης με απόφαση της αναθέτουσας αρχής που έχει καταστεί οριστική – Εθνική ρύθμιση που στερεί από τον εν λόγω προσφέροντα την πρόσβαση σε ένδικο βοήθημα – Έλλειψη εννόμου συμφέροντος»

Στην υπόθεση C‑493/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Curtea de Apel Bucureşti (εφετείο Βουκουρεστίου, Ρουμανία) με απόφαση της 28ης Ιουνίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Ιουλίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Armaprocure SRL

κατά

Ministerul Apărării Naţionale,

BlueSpace Technology SRL,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Safjan, πρόεδρο τμήματος, N. Jääskinen και M. Gavalec (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: Α. Calot Escobar

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 55, παράγραφος 4, του άρθρου 56, παράγραφος 3, του άρθρου 57, παράγραφος 2, του άρθρου 60, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, καθώς και του άρθρου 61, της οδηγίας 2009/81/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης ορισμένων συμβάσεων έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών που συνάπτονται από αναθέτουσες αρχές ή αναθέτοντες φορείς στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας καθώς και την τροποποίηση των οδηγιών 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 216, σ. 76).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Armaprocure SRL και, αφετέρου, του Ministerul Apărării Naţionale (Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, Ρουμανία) και της BlueSpace Technology SRL, σχετικά με την απόφαση του υπουργείου περί απόρριψης της προσφοράς της Armaprocure και ανάθεσης στην Κοινοπραξία που συνέστησε η BlueSpace Technology με την εθνική εταιρία Romarm SA (στο εξής: Κοινοπραξία) δημόσιας σύμβασης για την αγορά σκοπευτηρίων.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 2009/81

3

Η αιτιολογική σκέψη 72 της οδηγίας 2009/81 προβλέπει:

«Η συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις περί διαφάνειας και ανταγωνισμού θα πρέπει να εξασφαλίζεται με αποτελεσματικό σύστημα προσφυγής, που βασίζεται στο σύστημα που παρέχουν [η οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων (ΕΕ 1989, L 395, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2007 (ΕΕ 2007, L 335, σ. 31) (στο εξής: οδηγία 89/665), και η οδηγία 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στις διαδικασίες σύναψης των συμβάσεων φορέων οι οποίοι λειτουργούν στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών (ΕΕ 1992, L 76, σ. 14), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/66], για συμβάσεις που καλύπτονται από [την οδηγία 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 1), και την οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 114)]. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα αμφισβήτησης του κύρους της διαδικασίας ανάθεσης πριν από την υπογραφή της σύμβασης όπως πρέπει να παρέχονται και τα εχέγγυα που απαιτούνται για την αποτελεσματικότητα αυτής της προσφυγής, όπως η περίοδος ανασταλτικής προθεσμίας. Θα πρέπει, επίσης, να προβλέπεται η δυνατότητα αμφισβήτησης παράνομων άμεσων αναθέσεων ή συμβάσεων που συνάπτονται κατά παράβαση της παρούσας οδηγίας.»

4

Το άρθρο 55 της οδηγίας 2009/81, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής και διαθεσιμότητα των διαδικασιών προσφυγής», ορίζει στις παραγράφους 2 και 4 τα εξής:

«2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς να υπόκεινται στην άσκηση αποτελεσματικών και, ιδίως, όσο το δυνατόν ταχύτερων προσφυγών, υπό τις προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 56 έως 62, λόγω του ότι οι αποφάσεις αυτές παραβιάζουν την κοινοτική νομοθεσία περί σύναψης συμβάσεων ή των εθνικών κανόνων που μεταφέρουν την εν λόγω νομοθεσία.

[…]

4.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι διαδικασίες προσφυγής να είναι διαθέσιμες, σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες που είναι δυνατόν να θεσπίζουν τα κράτη μέλη, τουλάχιστον σε οιοδήποτε πρόσωπο έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση και το οποίο υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από εικαζόμενη παράβαση.»

5

Το άρθρο 56 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απαιτήσεις για τις διαδικασίες προσφυγής», προβλέπει στην παράγραφο 3 τα εξής:

«Όταν πρωτοβάθμιο όργανο, ανεξάρτητο από την αναθέτουσα αρχή/τον αναθέτοντα φορέα, εξετάζει προσφυγή κατά αποφάσεως σχετικά με την ανάθεση σύμβασης, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η αναθέτουσα αρχή/ο αναθέτων φορέας δεν μπορεί να συνάψει τη σύμβαση πριν το όργανο προσφυγής αποφασίσει την εφαρμογή προσωρινών μέτρων ή επί της προσφυγής. Η αναστολή δεν λήγει πριν από την εκπνοή της ανασταλτικής προθεσμίας του άρθρου 57, παράγραφος 2, και του άρθρου 60 παράγραφοι 4 και 5.»

6

Το άρθρο 57 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ανασταλτική προθεσμία», ορίζει, στην παράγραφο 2, δεύτερο εδάφιο, τα εξής:

«Οι προσφέροντες θεωρούνται ως ενδιαφερόμενοι εφόσον δεν έχουν αποκλεισθεί ακόμη οριστικά. Ο αποκλεισμός είναι οριστικός εφόσον έχει κοινοποιηθεί στους ενδιαφερομένους προσφέροντες και έχει θεωρηθεί νόμιμος από ανεξάρτητο όργανο προσφυγής ή δεν μπορεί πλέον να ασκηθεί προσφυγή.»

7

Το άρθρο 60 της οδηγίας 2009/81, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ανενεργό της σύμβασης», προβλέπει στην παράγραφο 1, στοιχείο βʹ, τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε μια σύμβαση να κηρύσσεται ανενεργή από όργανο προσφυγής ανεξάρτητο από την αναθέτουσα αρχή/τον αναθέτοντα φορέα, ή το ανενεργό της να προκύπτει από απόφαση του εν λόγω ανεξάρτητου οργάνου σε οιαδήποτε από τις εξής περιπτώσεις:

[…]

β)

σε περίπτωση παράβασης του άρθρου 55 παράγραφος 6, του άρθρου 56 παράγραφος 3, ή του άρθρου 57 παράγραφος 2, εφόσον λόγω της παράβασης αυτής ο προσφέρων ο οποίος ασκεί προσφυγή στερήθηκε της δυνατότητας άσκησης προσυμβατικών διαδικασιών προσφυγής, η δε παράβαση αυτή συνδυάζεται με άλλη παράβαση των τίτλων Ι ή ΙΙ η οποία επηρέασε αρνητικά τις πιθανότητες του προσφέροντος που ασκεί προσφυγή να αναλάβει τη σύμβαση».

8

Κατά το άρθρο 61 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Παραβάσεις του παρόντος τίτλου και εναλλακτικές κυρώσεις»:

«1.   Σε περίπτωση παράβασης του άρθρου 55 παράγραφος 6, του άρθρου 56 παράγραφος 3, ή του άρθρου 57 παράγραφος 2, η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 60 παράγραφος 1 στοιχείο β), τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η σύμβαση καθίσταται ανενεργή σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφοι 1 έως 3, ή εναλλακτικές κυρώσεις. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι το ανεξάρτητο από την αναθέτουσα αρχή/τον αναθέτοντα φορέα όργανο προσφυγής αποφασίζει, αφού εξετάσει όλες τις σχετικές πτυχές, αν η σύμβαση πρέπει να κηρυχθεί ανενεργή ή αν θα πρέπει να επιβληθούν εναλλακτικές κυρώσεις.

[…]»

Η οδηγία 89/665

9

Το άρθρο 1 της οδηγίας 89/665, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής και διαθεσιμότητα των διαδικασιών προσφυγής», ορίζει στην παράγραφο 3 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι διαδικασίες προσφυγής να είναι διαθέσιμες, σύμφωνα με τους κανόνες που είναι δυνατό να θεσπίζουν τα κράτη μέλη, τουλάχιστον σε οιοδήποτε πρόσωπο έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση και το οποίο υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από εικαζόμενη παράβαση.»

10

Το άρθρο 2α της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ανασταλτική προθεσμία», προβλέπει στην παράγραφο 2, δεύτερο εδάφιο, τα εξής:

«Οι προσφέροντες θεωρούνται ως ενδιαφερόμενοι εφόσον δεν έχουν αποκλεισθεί ακόμη οριστικά. Ο αποκλεισμός είναι οριστικός εφόσον έχει κοινοποιηθεί στους ενδιαφερομένους προσφέροντες και έχει θεωρηθεί νόμιμος από ανεξάρτητο όργανο προσφυγής ή, εάν δεν μπορεί πλέον να ασκηθεί προσφυγή.»

Το ρουμανικό δίκαιο

Το έκτακτο κυβερνητικό διάταγμα 114/2011

11

Το άρθρο 137 του Ordonanța de urgență a Guvernului nr. 114/2011 privind atribuirea anumitor contracte de achiziții publice în domeniile apărării și securității (έκτακτο κυβερνητικό διάταγμα 114/2011 σχετικά με τη σύναψη ορισμένων δημόσιων συμβάσεων στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας), της 21ης Δεκεμβρίου 2011 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 932, της 29ης Δεκεμβρίου 2011, στο εξής: έκτακτο κυβερνητικό διάταγμα 114/2011), ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.   Η αναθέτουσα αρχή οφείλει να ενημερώνει τους οικονομικούς φορείς που εμπλέκονται στη διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης σχετικά με τις αποφάσεις που αφορούν το αποτέλεσμα της επιλογής, την έκβαση της διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης ή τη σύναψη της συμφωνίας-πλαισίου ή, ανάλογα με την περίπτωση, την ακύρωση της διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης και την ενδεχόμενη μεταγενέστερη κίνηση νέας διαδικασίας, γραπτώς και το συντομότερο δυνατόν, αλλά το αργότερο τρεις εργάσιμες ημέρες μετά την έκδοση των επίμαχων αποφάσεων.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως οικονομικός φορέας ο οποίος μετέχει στη διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης νοείται κάθε υποψήφιος/προσφέρων που δεν έχει ακόμη ενημερωθεί από την αναθέτουσα αρχή για τις αποφάσεις που αφορούν άμεσα την υποψηφιότητά του/προσφορά ή κάθε υποψήφιος/προσφέρων του οποίου η υποψηφιότητα/προσφορά δεν έχει ακόμη απορριφθεί οριστικά από την αναθέτουσα αρχή. Ο αποκλεισμός θεωρείται οριστικός εφόσον έχει κοινοποιηθεί στον οικείο οικονομικό φορέα και, είτε έχει κριθεί νόμιμος από το [Consiliului Național de Soluționare a Contestațiilor (εθνικό συμβούλιο επίλυσης διαφορών, Ρουμανία)] το οποίο επελήφθη συναφώς, είτε δεν έχει αποτελέσει ή δεν μπορεί πλέον να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής.»

12

Το άρθρο 138 του εν λόγω έκτακτου κυβερνητικού διατάγματος προβλέπει, στην παράγραφο 2, στοιχείο c, τα εξής:

«Στο πλαίσιο της κοινοποίησης του άρθρου 137, παράγραφος 3, η αναθέτουσα αρχή οφείλει να ενημερώνει τους προσφέροντες/υποψηφίους που έχουν απορριφθεί ή των οποίων η προσφορά δεν επιλέχθηκε για τους λόγους που δικαιολογούν τη σχετική απόφαση, αναφέροντας:

[…]

c)

σε κάθε προσφέροντα που έχει υποβάλει αποδεκτή και σύμφωνη με τους όρους της προκήρυξης προσφορά, και ως εκ τούτου παραδεκτή προσφορά, η οποία, όμως, δεν επιλέχθηκε, τα χαρακτηριστικά και τα σχετικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς σε σχέση με την προσφορά του, καθώς και το όνομα του αναδόχου ή, ανάλογα με την περίπτωση, των συμβαλλόμενων μερών με τα οποία θα συναφθεί η συμφωνία-πλαίσιο».

Ο νόμος 101/2016

13

Ο Legea nr. 101/2016 privind remediile și căile de atac în materie de atribuire a contractelor de achiziție publică, a contractelor sectoriale și a contractelor de concesiune de lucrări și concesiune de servicii, precum și pentru organizarea și funcționarea Consiliului Național de Soluționare a Contestațiilor (νόμος 101/2016 περί ενδίκων μέσων και βοηθημάτων στον τομέα της σύναψης δημόσιων συμβάσεων, τομεακών συμβάσεων και συμβάσεων παραχώρησης έργων και παραχώρησης υπηρεσιών, καθώς και περί οργάνωσης και λειτουργίας του εθνικού συμβουλίου επίλυσης διαφορών), της 19ης Μαΐου 2016 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 393, της 23ης Μαΐου 2016), όπως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος 101/2016), ορίζει στο άρθρο 3 τα εξής:

«1.   Ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

f)

πρόσωπο που θεωρεί ότι έχει προσβληθεί ένα από τα δικαιώματα ή τα έννομα συμφέροντά του: κάθε οικονομικός φορέας ο οποίος πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

έχει ή είχε συμφέρον το οποίο συνδέεται με διαδικασία σύναψης σύμβασης· και

ii)

υπέστη, υφίσταται ή ενδέχεται να υποστεί ζημία λόγω πράξης της αναθέτουσας αρχής ικανής να παραγάγει έννομα αποτελέσματα ή λόγω παράλειψης απάντησης σε αίτημα σχετικά με διαδικασία σύναψης σύμβασης εντός της προβλεπόμενης από τον νόμο προθεσμίας.

[…]

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στοιχείο f, σημείο i, το πρόσωπο θεωρείται ότι έχει ή είχε συμφέρον συνδεόμενο με διαδικασία σύναψης σύμβασης εφόσον δεν έχει ήδη αποκλειστεί οριστικά από τη διαδικασία αυτή. Ο αποκλεισμός είναι οριστικός αν έχει κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο υποψήφιο/προσφέροντα και είτε έχει κριθεί νόμιμος από το εθνικό συμβούλιο επίλυσης διαφορών ή από δικαστήριο είτε δεν μπορεί πλέον να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής.»

14

Το άρθρο 58 του νόμου 101/2016 ορίζει τα εξής:

«1.   Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγνώριση της απόλυτης ακυρότητας της σύμβασης ή της τροποποιητικής της πράξης που έχει συναφθεί κατά παράβαση των όρων που προβλέπονται για την έγκυρη σύναψή της, κατά περίπτωση, από τη νομοθεσία περί δημόσιων συμβάσεων, από τη νομοθεσία περί τομεακών συμβάσεων ή από τη νομοθεσία περί συμβάσεων παραχώρησης έργων και παραχώρησης υπηρεσιών, καθώς και την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση όσον αφορά τα μέρη.

2.   Το δικαστήριο κηρύσσει την ολική/μερική ακυρότητα της σύμβασης ή της τροποποιητικής της πράξης και επαναφέρει τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση όσον αφορά τα μέρη, σύμφωνα με το άρθρο 1254, παράγραφος 3, του [Legea nr. 287/2009 privind Codul civil (νόμου 287/2009 περί αστικού κώδικα)], που αναδημοσιεύθηκε, όπως έχει τροποποιηθεί, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[…]

c)

η σύμβαση ή τροποποιητική αυτής πράξη συνήφθη υπό όρους λιγότερο ευνοϊκούς από εκείνους που περιλαμβάνονταν στις τεχνικές και/ή οικονομικές προτάσεις που αποτελούσαν την επιλεγείσα προσφορά·

d)

δεν τηρήθηκαν τα κριτήρια προεπιλογής και επιλογής ή/και οι παράγοντες αξιολόγησης που προβλέπονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού βάσει των οποίων η προσφορά κρίθηκε επικρατέστερη, με αποτέλεσμα να μεταβληθεί το αποτέλεσμα της διαδικασίας, ακυρώνοντας ή μειώνοντας τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα·

e)

η σύμβαση έχει συναφθεί είτε πριν από την παραλαβή της απόφασης του [εθνικού συμβουλίου επίλυσης διαφορών] ή του δικαστηρίου που αποφαίνεται επί της διαφοράς είτε κατά παράβαση της εν λόγω απόφασης·

[…]

6.   Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων περί της νόμιμης προθεσμίας αναμονής για τη σύναψη της σύμβασης, το δικαστήριο, αφού εξετάσει όλες τις κρίσιμες πτυχές, διαπιστώνει την ολική ή μερική ακυρότητα της σύμβασης ή της τροποποιητικής της πράξης και επαναφέρει τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση όσον αφορά τα μέρη ή, εφόσον αυτό αρκεί, διατάσσει εναλλακτικές κυρώσεις, όπως οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 3.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

15

Στις 12 Δεκεμβρίου 2019, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας προκήρυξε, βάσει του έκτακτου κυβερνητικού διατάγματος 114/2011, με το οποίο μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη η οδηγία 2009/81, διαδικασία σύναψης δημοσίας σύμβασης περιλαμβάνουσας δύο τμήματα:

Τμήμα 1 – Σκοπευτήριο τύπου 2, εκτιμώμενη αξία: 14405042 ρουμανικά λέι (RON) προ ΦΠΑ (περίπου 2920000 ευρώ)·

τμήμα 2 – Σκοπευτήριο τύπου 3, εκτιμώμενη αξία: 29500000 RON προ ΦΠΑ (περίπου 5980000 ευρώ).

16

Η συνολική εκτιμώμενη αξία της σύμβασης ανερχόταν σε 43905042 RON (περίπου 8900000 ευρώ), μόνο δε κριτήριο για την ανάθεση της σύμβασης ήταν το κριτήριο της «χαμηλότερης τιμής».

17

Με έγγραφο της 9ης Μαρτίου 2020, η αναθέτουσα αρχή, αφενός, ενημέρωσε την Armaprocure ότι η προσφορά της για τα δύο τμήματα προϊόντων είχε απορριφθεί, με την αιτιολογία ότι είχε κηρυχθεί μη σύμφωνη με τους όρους της προκήρυξης για το τμήμα 1 και μη αποδεκτή για το τμήμα 2. Αφετέρου, η αναθέτουσα αρχή ανέθεσε τη σύμβαση στην Κοινοπραξία.

18

Στις 19 Μαρτίου 2020, η Armaprocure προσέφυγε, για πρώτη φορά, ενώπιον του εθνικού συμβουλίου επίλυσης διαφορών, αμφισβητώντας τη νομιμότητα της απόφασης απόρριψης της προσφοράς της, της απόφασης περί αποδοχής των άλλων προσφορών, καθώς και της απόφασης ανάθεσης της σύμβασης στην Κοινοπραξία.

19

Με απόφαση της 10ης Απριλίου 2020, το εθνικό συμβούλιο επίλυσης διαφορών δέχθηκε εν μέρει τα αιτήματα της Armaprocure, ιδίως διατάσσοντας την αναθέτουσα αρχή να επαναξιολογήσει την προσφορά της Armaprocure για το τμήμα 1, καθώς και τις προσφορές της Κοινοπραξίας και των άλλων προσφερόντων, ήτοι της Electro Optic Components SRL και της Stimpex SA, για τα δύο τμήματα. Αντιθέτως, το εν λόγω συμβούλιο απέρριψε την ένσταση της Armaprocure κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της απορριπτικής απόφασης της προσφοράς της για το τμήμα 2.

20

Κατόπιν της εν μέρει τροποποίησης της απόφασης του εθνικού συμβουλίου επίλυσης διαφορών με απόφαση της 30ής Ιουνίου 2020 του Curtea de Apel București (εφετείου Βουκουρεστίου, Ρουμανία), ενώπιον του οποίου προσέφυγαν το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας καθώς και η Electro Optic Components και η Κοινοπραξία, η αναθέτουσα αρχή προέβη σε νέα αξιολόγηση των προσφορών. Με έγγραφο της 10ης Νοεμβρίου 2020, ενημέρωσε την Armaprocure ότι η προσφορά της είχε απορριφθεί ως μη σύμφωνη με τους όρους της προκήρυξης για το τμήμα 1 και ότι η προσφορά της Κοινοπραξίας επιλέχθηκε για το τμήμα αυτό. Η δε προσφορά της Armaprocure για το τμήμα 2 απορρίφθηκε οριστικά.

21

Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2020, η Armaprocure προσέφυγε για δεύτερη φορά ενώπιον του εθνικού συμβουλίου επίλυσης διαφορών, αμφισβητώντας το αποτέλεσμα της νέας αυτής αξιολόγησης των προσφορών.

22

Με απόφαση της 24ης Μαΐου 2021, το εν λόγω συμβούλιο ακύρωσε την έκθεση σχετικά με τη διαδικασία, την οποία κατήρτισε η αναθέτουσα αρχή, μόνο κατά το μέρος που αφορούσε την οικονομική αξιολόγηση των προσφορών της Κοινοπραξίας και της Electro Optic Components (στο εξής: απόφαση της 24ης Μαΐου 2021).

23

Στις 14 Ιουνίου 2021, η αναθέτουσα αρχή, αφού αξιολόγησε εκ νέου τις προσφορές αυτές, ενημέρωσε την Electro Optic Components ότι η προσφορά της είχε κηρυχθεί μη αποδεκτή. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 137, παράγραφος 2, και του άρθρου 138, παράγραφος 2, στοιχείο c, του έκτακτου κυβερνητικού διατάγματος 114/2011, το αποτέλεσμα της νέας αξιολόγησης δεν κοινοποιήθηκε στην Armaprocure, δεδομένου ότι η προσφορά της είχε προηγουμένως απορριφθεί και η απόρριψη αυτή είχε κριθεί νόμιμη από το εθνικό συμβούλιο επίλυσης διαφορών.

24

Στις 8 Ιουνίου 2021, η Armaprocure άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης της 24ης Μαΐου 2021. Δεδομένου ότι η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε ως αβάσιμη από το Curtea de Apel București (εφετείο Βουκουρεστίου), με απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2021, η Armaprocure άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της απόφασης αυτής, η οποία απορρίφθηκε από το Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ρουμανία) στις 25 Μαΐου 2022.

25

Κατόπιν αιτήματος της Armaprocure, η αναθέτουσα αρχή την ενημέρωσε, με έγγραφο της 11ης Νοεμβρίου 2021, ότι οι προσφορές της Κοινοπραξίας και της Electro Optic Components είχαν αξιολογηθεί εκ νέου στις 14 Ιουνίου 2021, κατ’ εφαρμογήν της απόφασης της 24ης Μαΐου 2021.

26

Στα τέλη Νοεμβρίου 2021 υπογράφηκε μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και της Κοινοπραξίας η σύμβαση προμήθειας προϊόντων «σκοπευτήριο τύπου 2» και «σκοπευτήριο τύπου 3». Η γνωστοποίηση της σύναψης της σύμβασης με την Κοινοπραξία δημοσιεύθηκε στην διαδικτυακή πλατφόρμα με την ονομασία «ηλεκτρονικό σύστημα δημοσίων συμβάσεων», στις 31 Δεκεμβρίου 2021.

27

Με τρίτη διοικητική ένσταση που υπέβαλε στις 10 Ιανουαρίου 2022, η Armaprocure ζήτησε, μεταξύ άλλων, από το εθνικό συμβούλιο επίλυσης διαφορών, όσον αφορά το τμήμα 1, να ακυρώσει όλες τις πράξεις της αναθέτουσας αρχής που εκδόθηκαν σε εκτέλεση της απόφασης της 24ης Μαΐου 2021, να αποκαταστήσει τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση όσον αφορά τα μέρη, να ακυρώσει τη διαδικασία σύναψης της σύμβασης και να αναστείλει την εκτέλεση της σχετικής με το τμήμα αυτό σύμβασης.

28

Με απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2022, το εθνικό συμβούλιο επίλυσης διαφορών απέρριψε τους ισχυρισμούς της Armaprocure, η οποία προσέφυγε, κατά συνέπεια, στο Tribunalul București (πολυμελές πρωτοδικείο Βουκουρεστίου, Ρουμανία).

29

Με απόφαση της 29ης Μαρτίου 2022, το δικαστήριο αυτό απέρριψε την προσφυγή της Armaprocure, επισημαίνοντας ότι η προσφορά της για το τμήμα 2 είχε απορριφθεί με απόφαση του εθνικού συμβουλίου επίλυσης διαφορών της 10ης Απριλίου 2020, η οποία δεν είχε προσβληθεί ενώπιον του Curtea de Apel București (εφετείου Βουκουρεστίου). Το Tribunalul București (πολυμελές πρωτοδικείο Βουκουρεστίου) επεσήμανε επίσης ότι με την απόφαση της 24ης Μαΐου 2021 είχαν απορριφθεί τα αιτήματα της Armaprocure με τα οποία ζητούσε, αφενός, να ακυρωθούν η διαδικασία και η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η προσφορά της για το τμήμα 1 ως μη σύμφωνη με τους όρους της προκήρυξης και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η αναθέτουσα αρχή να επαναξιολογήσει την προσφορά αυτή.

30

Το Tribunalul București (πολυμελές πρωτοδικείο Βουκουρεστίου) επεσήμανε, στη συνέχεια, ότι η προσφυγή που άσκησε η Armaprocure κατά της απόφασης της 24ης Μαΐου 2021 είχε απορριφθεί με απόφαση του Curtea de Apel București (εφετείου Βουκουρεστίου) της 27ης Οκτωβρίου 2021. Ως εκ τούτου, κατά το Tribunalul București (πολυμελές πρωτοδικείο Βουκουρεστίου), η Armaprocure δεν είχε πλέον συμφέρον να προβάλει αιτιάσεις σχετικά με την επιλεγείσα προσφορά και με τις πράξεις της διαδικασίας σύναψης της σύμβασης για το τμήμα 1, καθόσον η μη συμβατότητα της προσφοράς που είχε υποβάλει είχε διαπιστωθεί οριστικά και είχε αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

31

Η Armaprocure άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης του Tribunalul București (πολυμελούς πρωτοδικείου Βουκουρεστίου) της 29ης Μαρτίου 2022 ενώπιον του Curtea de Apel Bucureşti (εφετείου Βουκουρεστίου), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο. Η Armaprocure ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η αναθέτουσα αρχή παρέβη την οδηγία 2009/81, καθόσον υπέγραψε τη σύμβαση προμήθειας των προϊόντων που αφορούσαν τα τμήματα 1 και 2 με προσφέροντα ο οποίος είχε υποβάλει προσφορά μη αποδεκτή και μη σύμφωνη προς τους όρους της προκήρυξης. Η Armaprocure ισχυρίστηκε επίσης ότι είχε ασκήσει ενώπιον του Tribunalul București (πολυμελούς πρωτοδικείου Βουκουρεστίου) προσφυγή ακυρώσεως της διαδικασίας διαγωνισμού η οποία κατέληξε στη σύναψη της εν λόγω δημόσιας σύμβασης, βάσει του άρθρου 58, παράγραφος 1, του νόμου 101/2016. Υποστήριξε ότι, για τον λόγο αυτό, αρκούσε να αποδείξει ότι είναι «ενδιαφερόμενο πρόσωπο», κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να μπορεί να προσβάλει παραδεκτώς τη σύμβαση, χωρίς να υποχρεούται να αποδείξει ότι είναι «ζημιωθείσα», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο f, του εν λόγω νόμου. Συνεπώς, δεν ήταν αναγκαίο να έχει την ιδιότητα του προσφέροντος ή του υποψηφίου.

32

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η οδηγία 2009/81 προβλέπει δικαίωμα άσκησης προσφυγής μόνον υπέρ του ενδιαφερομένου προσφέροντος ή υποψηφίου, το δε συμφέρον του προσφέροντος ή του υποψηφίου για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων απορρέει από τη συμμετοχή του σε τέτοια διαδικασία. Εν προκειμένω, κατά την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης από τον ανάδοχο, στα τέλη Νοεμβρίου 2021, η Armaprocure είχε αποκλειστεί οριστικά από τη διαδικασία διαγωνισμού που κατέληξε στη σύναψη της εν λόγω σύμβασης. Κατ’ αναλογία με το σκεπτικό της απόφασης της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Bietergemeinschaft Technische Gebäudebetreuung und Caverion Österreich (C‑355/15, EU:C:2016:988), η οποία αφορούσε την οδηγία 89/665, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η οδηγία 2009/81 απαγορεύει σε προσφέροντα, ο οποίος αποκλείστηκε από διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης με απόφαση της αναθέτουσας αρχής που κατέστη οριστική, να ασκήσει ένδικο βοήθημα κατά της σύμβασης που συνήφθη με τον ανάδοχο.

33

Σε αυτό το πλαίσιο, το Curtea de Apel București (εφετείο Βουκουρεστίου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν [το άρθρο 55, παράγραφος 4, το άρθρο 56, παράγραφος 3, το άρθρο 57, παράγραφος 2, το άρθρο 60, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 61] της οδηγίας [2009/81] την έννοια ότι απαγορεύουν σε προσφέροντα ο οποίος αποκλείστηκε από διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης με απόφαση της αναθέτουσας αρχής που έχει καταστεί οριστική την πρόσβαση σε ένδικο βοήθημα κατά της σύμβασης η οποία έχει συναφθεί με τον επιλεγέντα ανάδοχο;»

Επί του αιτήματος υπαγωγής της υπόθεσης στην ταχεία διαδικασία

34

Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο να εκδικαστεί η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με την ταχεία διαδικασία, δυνάμει του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

35

Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της απόφασης του Δικαστηρίου να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, σύμφωνα με το άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας, παρέλκει η διατύπωση κρίσης επί του εν λόγω αιτήματος. (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2023, Ambisig, C-469/22, EU:C:2023:25, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

36

Δυνάμει του άρθρου 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η απάντηση σε ερώτημα που υποβάλλεται με αίτηση προδικαστικής αποφάσεως μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία ή όταν δεν υπάρχει καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την απάντηση που προσήκει σε ένα τέτοιο ερώτημα, το Δικαστήριο, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί οποτεδήποτε να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

37

Στο πλαίσιο της υπό κρίση προδικαστικής παραπομπής, επιβάλλεται η εφαρμογή της ως άνω διάταξης.

38

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 55, παράγραφος 4, και το άρθρο 57, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/81 έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν σε προσφέροντα, ο οποίος αποκλείστηκε από διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης με απόφαση της αναθέτουσας αρχής που έχει καταστεί οριστική, την πρόσβαση σε ένδικο βοήθημα κατά της σύμβασης που έχει συναφθεί με τον επιλεγέντα ανάδοχο.

39

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, με τις αποφάσεις του της 10ης Απριλίου 2020 και της 24ης Μαΐου 2021, με τις οποίες αποφάνθηκε επί των δύο πρώτων διοικητικών ενστάσεων της Armaprocure, το εθνικό συμβούλιο επίλυσης διαφορών απέρριψε, αντιστοίχως, την ένσταση κατά της απορριπτικής απόφασης της προσφοράς της εταιρίας αυτής για τα τμήματα 1 και 2, διευκρινιζομένου ότι, σύμφωνα με τα όσα εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, οι αποφάσεις αυτές κατέστησαν οριστικές πριν από την υπογραφή της συναφθείσας με τον ανάδοχο σύμβασης. Αφού άσκησε τρίτη ένσταση, η Armaprocure προσέφυγε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ζητώντας την ακύρωση της διαδικασίας σύναψης της επίδικης σύμβασης και, εν συνεχεία, την ανάθεσή της σε αυτήν.

40

Καταρχάς επισημαίνεται ότι από την αιτιολογική σκέψη 72 της οδηγίας 2009/81 προκύπτει ότι, με την έκδοση της οδηγίας αυτής, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να θεσπίσει ένα αποτελεσματικό σύστημα προσφυγής που βασίζεται στο σύστημα που προβλέπει η οδηγία 89/665.

41

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665, του οποίου το γράμμα επαναλαμβάνεται αυτολεξεί στο άρθρο 55, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/81, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι διαδικασίες προσφυγής να είναι διαθέσιμες, σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες που είναι δυνατόν να θεσπίζουν τα κράτη μέλη, τουλάχιστον σε οιοδήποτε πρόσωπο έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση και το οποίο υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από εικαζόμενη παράβαση. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι διατάξεις αυτές δεν υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να παρέχουν το δικαίωμα άσκησης προσφυγής σε οποιοδήποτε πρόσωπο επιδιώκει να του ανατεθεί δημόσια σύμβαση, αλλά τους επιτρέπει να θέτουν ως πρόσθετη προϋπόθεση να έχει υποστεί ή να ενδέχεται να υποστεί ο ενδιαφερόμενος ζημία από την παράβαση που προβάλλει (πρβλ. απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, Hackermüller, C-249/01, EU:C:2003:359, σκέψη 18, και διάταξη της 17ης Μαΐου 2022, Estaleiros Navais de Peniche, C-787/21, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:414, σκέψη 22).

42

Κληθέν να ερμηνεύσει το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665, το Δικαστήριο έκρινε ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης, οι προσφέροντες των οποίων ζητείται ο αποκλεισμός έχουν, προκειμένου να τους ανατεθεί η σύμβαση, έννομο συμφέρον που αντιστοιχεί στον αποκλεισμό της προσφοράς των λοιπών προσφερόντων, ανεξαρτήτως του αριθμού των μετεχόντων στη διαδικασία για τη σύναψη της οικείας δημόσιας σύμβασης, του αριθμού των μετεχόντων που άσκησαν προσφυγές ή ακόμη της διαφοράς των προβαλλόμενων από αυτούς λόγους. Πράγματι, ο αποκλεισμός του ενός προσφέροντος μπορεί να έχει ως συνέπεια την άμεση ανάθεση της σύμβασης στον άλλο προσφέροντα, στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας. Εξάλλου, στην περίπτωση αποκλεισμού αμφότερων των προσφερόντων και κίνησης νέας διαδικασίας για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης, καθένας από τους προσφέροντες θα μπορούσε να λάβει μέρος και, επομένως, να επιτύχει εμμέσως την ανάθεση της σύμβασης στον ίδιο (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2013, Fastweb, C-100/12, EU:C:2013:448, σκέψη 33, της 5ης Απριλίου 2016, PFE, C-689/13, EU:C:2016:199, σκέψεις 24, 27 και 29, της 24ης Μαρτίου 2021, NAMA κ.λπ., C‑771/19, EU:C:2021:232, σκέψη 31, καθώς και διάταξη της 17ης Μαΐου 2022, Estaleiros Navais de Peniche, C-787/21, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:414, σκέψη 23).

43

Δεύτερον, η νομολογιακή αρχή που υπομνήσθηκε στην προηγούμενη σκέψη ισχύει μόνον εφόσον ο αποκλεισμός του προσφέροντος δεν έχει καταστεί οριστικός, ιδίως αφού επικυρωθεί με απόφαση έχουσα ισχύ δεδικασμένου (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Bietergemeinschaft Technische Gebäudebetreuung und Caverion Österreich, C-355/15, EU:C:2016:988, σκέψη 36, της 11ης Μαΐου 2017, Archus και Gama, C-131/16, EU:C:2017:358, σκέψεις 57 και 58, της 24ης Μαρτίου 2021, NAMA κ.λπ., C-771/19, EU:C:2021:232, σκέψη 42, καθώς και διάταξη της 17ης Μαΐου 2022, Estaleiros Navais de Peniche, C-787/21, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:414, σκέψη 24).

44

Κατά το άρθρο 57, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2009/81, το οποίο έχει την ίδια διατύπωση με το άρθρο 2α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/665, ο αποκλεισμός ενός προσφέροντος είναι οριστικός εφόσον του έχει κοινοποιηθεί και έχει κριθεί νόμιμος από ανεξάρτητο όργανο προσφυγής ή δεν μπορεί πλέον να ασκηθεί προσφυγή. Επομένως, ο μη οριστικός χαρακτήρας της απόφασης περί αποκλεισμού καθορίζει την ενεργητική νομιμοποίηση των προσφερόντων αυτών να προσβάλουν την απόφαση περί ανάθεσης (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Randstad Italia, C-497/20, EU:C:2021:1037, σκέψη 74, και διάταξη της 17ης Μαΐου 2022, Estaleiros Navais de Peniche, C‑787/21, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:414, σκέψη 25).

45

Το έννομο συμφέρον του αποκλεισθέντος προσφέροντος από διαδικασία σύναψης σύμβασης να προσβάλει την απόφαση ανάθεσης της σύμβασης αυτής συνδέεται άρρηκτα με τη διατήρηση του εννόμου συμφέροντος του να βάλει κατά της απόφασης με την οποία αποκλείστηκε από τη διαδικασία αυτή. Ως εκ τούτου, ελλείψει εννόμου συμφέροντος για την άσκηση προσφυγής κατά της απόφασης περί αποκλεισμού της προσφοράς του, ο αποκλεισθείς προσφέρων δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι διατηρεί έννομο συμφέρον να στραφεί κατά της απόφασης περί ανάθεσης της σύμβασης. Τέτοιο έννομο συμφέρον δεν μπορεί να αντληθεί από το ότι θα μπορούσε ενδεχομένως να του ανατεθεί το έργο στην περίπτωση που, κατόπιν ακύρωσης της απόφασης αυτής, η αναθέτουσα αρχή αποφάσιζε να κινήσει νέα διαδικασία ανάθεσης (διάταξη της 17ης Μαΐου 2022, Estaleiros Navais de Peniche, C-787/21, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:414, σκέψεις 26 και 27).

46

Το έννομο συμφέρον του αποκλεισθέντος προσφέροντος από διαδικασία σύναψης σύμβασης να προσβάλει την απόφαση περί ανάθεσης της σύμβασης αυτής ελλείπει προδήλως όταν ο αποκλεισμός του απορρέει από απόφαση που κατέστη οριστική είτε διότι δεν μπορεί πλέον να προσβληθεί με προσφυγή, διότι δεν προσβλήθηκε εντός των προθεσμιών που τάσσουν οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες, είτε λόγω εξάντλησης των προβλεπόμενων σε εθνικό επίπεδο ενδίκων μέσων.

47

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 55, παράγραφος 4, και το άρθρο 57, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/81 έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν σε προσφέροντα, ο οποίος αποκλείστηκε από διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης με απόφαση της αναθέτουσας αρχής που έχει καταστεί οριστική, την πρόσβαση σε ένδικο βοήθημα κατά της σύμβασης που έχει συναφθεί με τον επιλεγέντα ανάδοχο.

Επί των δικαστικών εξόδων

48

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 55, παράγραφος 4, και το άρθρο 57, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/81/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης ορισμένων συμβάσεων έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών που συνάπτονται από αναθέτουσες αρχές ή αναθέτοντες φορείς στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας καθώς και την τροποποίηση των οδηγιών 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ,

 

έχουν την έννοια ότι:

 

απαγορεύουν σε προσφέροντα, ο οποίος αποκλείστηκε από διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης με απόφαση της αναθέτουσας αρχής που έχει καταστεί οριστική, να έχει πρόσβαση σε ένδικο βοήθημα κατά της σύμβασης που έχει συναφθεί με τον επιλεγέντα ανάδοχο.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική.