ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 1ης Αυγούστου 2022 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Παρέμβαση – Κρατικές ενισχύσεις – Καθεστώς ενισχύσεων που έθεσε σε εφαρμογή του Βασίλειο του Βελγίου – Παρεμβάσεις οι οποίες επετράπησαν στο πλαίσιο αναιρετικής διαδικασίας κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου – Αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου – Αναπομπή της υπόθεσης στο Γενικό Δικαστήριο – Απόφαση με την οποία το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε να περιλάβει στη δικογραφία γραπτές παρατηρήσεις επί της αποφάσεως τις οποίες υπέβαλε παρεμβαίνων στην αναιρετική διαδικασία – Σιωπηρή απόφαση με την οποία το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι ο παρεμβαίνων στην αναιρετική διαδικασία έχει την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος ενώπιόν του – Παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως – Ο παρεμβαίνων στην αναιρετική διαδικασία έχει την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου»

Στην υπόθεση C‑31/22 P(I),

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 57, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2022,

Atlas Copco Airpower NV, με έδρα την Αμβέρσα (Βέλγιο),

Atlas Copco AB, με έδρα τη Nacka (Σουηδία),

εκπροσωπούμενες από τον A. von Bonin, Rechtsanwalt, τις O. W. Brouwer, A. Pliego Selie και T. C. van Helfteren, advocaten,

αναιρεσείουσες,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Magnetrol International NV, με έδρα το Zele (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τις H. Gilliams και L. Goossens, advocaten,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον P.‑J. Loewenthal και την F. Tomat,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen (εισηγητή), Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, Κ. Λυκούργο, E. Regan, I. Jarukaitis, N. Jääskinen και I. Ziemele, προέδρους τμήματος, M. Ilešič, P. G. Xuereb, N. Piçarra, L. S. Rossi, A. Kumin, N. Wahl και O. Spineanu‑Matei, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιουλίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1

Με την αίτησή τους αναιρέσεως, η Atlas Copco Airpower NV και η Atlas Copco AB ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 6ης Δεκεμβρίου 2021, με την οποία το τελευταίο αρνήθηκε να τις αναγνωρίσει ως παρεμβαίνουσες στην υπόθεση T‑263/16 RENV και να περιλάβει στη δικογραφία της εν λόγω υπόθεσης τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν σχετικά με τα συμπεράσματα που πρέπει να αντληθούν από την απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International (C‑337/19 P, EU:C:2021:741), για την επίλυση της διαφοράς στην εν λόγω υπόθεση (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

2

Το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου ορίζει ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας, με τους όρους «διάδικος» και «διάδικοι», χρησιμοποιούμενους χωρίς άλλη ένδειξη, νοείται κάθε διάδικος, συμπεριλαμβανομένων των παρεμβαινόντων.

3

Το άρθρο 60 του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι οι δικονομικές προθεσμίες παρεκτείνονται λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπή.

4

Το άρθρο 79 του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει τα εξής:

«Στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημοσιεύεται ανακοίνωση που περιέχει την ημερομηνία της καταθέσεως του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης, το ονοματεπώνυμο των κύριων διαδίκων, τα αιτήματα του δικογράφου της προσφυγής καθώς και μνεία των προβαλλόμενων ισχυρισμών και κύριων επιχειρημάτων.»

5

Τα άρθρα 142 έως 145 του ίδιου Κανονισμού Διαδικασίας θέτουν τους κανόνες που διέπουν την παρέμβαση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

6

Το άρθρο 143, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προβλέπει ότι «[η] αίτηση παρεμβάσεως κατατίθεται εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων, η οποία αρχίζει από τη δημοσίευση που προβλέπεται στο άρθρο 79».

7

Κατά το άρθρο 215 του Κανονισμού Διαδικασίας:

«Οσάκις το Δικαστήριο αναιρεί απόφαση ή διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου και αποφασίζει να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προς εκδίκαση, το Γενικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται της υποθέσεως δυνάμει της αποφάσεως ή διατάξεως περί αναπομπής.»

8

Το άρθρο 217 του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας έχει ως εξής:

«1.   Αν η μεταγενεστέρως αναιρεθείσα από το Δικαστήριο απόφαση ή διάταξη εκδόθηκε μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας επί της ουσίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι διάδικοι της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης μπορούν, εντός δύο μηνών από την επίδοση της αποφάσεως ή διατάξεως του Δικαστηρίου, να υποβάλουν τις γραπτές παρατηρήσεις τους σχετικά με τις συνέπειες που θα πρέπει να αντληθούν από την απόφαση ή διάταξη του Δικαστηρίου για την επίλυση της διαφοράς. Η προθεσμία αυτή δεν παρατείνεται.

[…]

3.   Εφόσον δικαιολογείται από τις περιστάσεις, ο πρόεδρος μπορεί να επιτρέψει την κατάθεση συμπληρωματικών υπομνημάτων γραπτών παρατηρήσεων.»

9

Το άρθρο 219 του ίδιου Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει τα εξής:

«Το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά, αφενός, τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίες και, αφετέρου, την ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία.»

Το ιστορικό της διαφοράς

10

Με την απόφαση (ΕΕ) 2016/1699, της 11ης Ιανουαρίου 2016, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων όσον αφορά τη φορολογική απαλλαγή πλεοναζόντων κερδών SA.37667 (2015/C) (πρώην 2015/NN) το οποίο έθεσε σε εφαρμογή το Βέλγιο (ΕΕ 2016, L 260, σ. 61, στο εξής: επίμαχη απόφαση), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε ότι ορισμένες από τις απαλλαγές που χορηγήθηκαν από το Βασίλειο του Βελγίου συνιστούσαν καθεστώς ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο ήταν μη συμβατό με την εσωτερική αγορά και είχε τεθεί σε εφαρμογή κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή διέταξε την ανάκτηση των κατ’ αυτόν τον τρόπο χορηγηθεισών ενισχύσεων από τους δικαιούχους, των οποίων ο οριστικός κατάλογος έπρεπε να καταρτισθεί σε μεταγενέστερο στάδιο από το Βασίλειο του Βελγίου.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ενώπιον του Δικαστηρίου καθώς και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

11

Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Μαρτίου και στις 25 Μαΐου 2016, το Βασίλειο του Βελγίου και η Magnetrol International NV άσκησαν προσφυγές με αίτημα την ακύρωση της επίμαχης απόφασης, οι οποίες πρωτοκολλήθηκαν με αριθμούς υποθέσεων T‑131/16 και T‑263/16, αντιστοίχως.

12

Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Μαΐου 2016, η Atlas Copco Airpower και η Atlas Copco άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑278/16.

13

Με έγγραφο της 20ής Φεβρουαρίου 2018, ο Γραμματέας του Γενικού Δικαστηρίου τις ενημέρωσε ότι ο πρόεδρος του επιληφθέντος της υποθέσεως τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία στην υπόθεση T‑278/16 μέχρι την επίλυση της διαφοράς στις υποθέσεις T‑131/16 και T‑263/16.

14

Με διάταξη της 17ης Μαΐου 2018, ο πρόεδρος του έβδομου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑131/16 και T‑263/16 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως περατώνουσας τη δίκη.

15

Με την απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Βέλγιο και Magnetrol International κατά Επιτροπής (T‑131/16 και T‑263/16, EU:T:2019:91), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίμαχη απόφαση.

16

Στις 24 Απριλίου 2019, η Επιτροπή άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής. Η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό υποθέσεως C‑337/19 P.

17

Με διατάξεις της 15ης Οκτωβρίου 2019, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έκανε δεκτές τις παρεμβάσεις της Anheuser-Busch InBev SA/NV, της Ampar BVBA, της Atlas Copco Airpower και της Atlas Copco (C‑337/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:909), καθώς και της Soudal NV και της Esko-Graphics BVBA (C‑337/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:915), υπέρ της Magnetrol International.

18

Με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International (C‑337/19 P, EU:C:2021:741), το Δικαστήριο:

αναίρεσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Βέλγιο και Magnetrol International κατά Επιτροπής (T‑131/16 και T‑263/16, EU:T:2019:91

απέρριψε τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως στην υπόθεση T‑131/16, καθώς και τον πρώτο λόγο ακυρώσεως και το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως στην υπόθεση T‑263/16·

ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως στην υπόθεση T‑131/16, καθώς και επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, επί του δεύτερου και του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, καθώς και επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως στην υπόθεση T‑263/16, και

επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

19

Στις 25 Νοεμβρίου 2021, η Atlas Copco Airpower και η Atlas Copco υπέβαλαν στο Γενικό Δικαστήριο, βάσει του άρθρου 217 του Κανονισμού Διαδικασίας του, παρατηρήσεις σχετικά με τα συμπεράσματα που έπρεπε να αντληθούν από την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International (C‑337/19 P, EU:C:2021:741), για την επίλυση της διαφοράς στην υπόθεση T‑263/16 RENV (στο εξής: επίμαχες παρατηρήσεις).

20

Με έγγραφο της 6ης Δεκεμβρίου 2021, το οποίο κοινοποιήθηκε στην Atlas Copco Airpower και στην Atlas Copco στις 17 Δεκεμβρίου 2021, ο Γραμματέας του Γενικού Δικαστηρίου τις πληροφόρησε ότι, δεδομένου ότι οι προμνησθείσες παρατηρήσεις δεν συνιστούν έγγραφο προβλεπόμενο από τον Κανονισμό Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο πρόεδρος του επιληφθέντος της υποθέσεως τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε να μην περιληφθούν στη δικογραφία της υποθέσεως.

21

Με έγγραφο της 29ης Δεκεμβρίου 2021 προς τον Πρόεδρο και τα μέλη του Γενικού Δικαστηρίου, οι Atlas Copco Airpower και Atlas Copco, στηριζόμενες ιδίως στη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2019, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International (C‑337/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:909), και στη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, ζήτησαν, αφενός, να διορθωθεί η «πλάνη» στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο καθώς και, αφετέρου, να επιβεβαιωθεί η ιδιότητά τους ως παρεμβαινουσών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ζήτησαν δε να λάβουν απάντηση εντός πέντε ημερών.

Τα αιτήματα των διαδίκων

22

Η Atlas Copco Airpower και η Atlas Copco ζητούν από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και

να διαπιστώσει ότι οι αναιρεσείουσες διατήρησαν την ιδιότητα των παρεμβαινουσών στην υπόθεση T‑263/16 RENV κατόπιν της εκ μέρους του Δικαστηρίου αναπομπής της εν λόγω υποθέσεως στο Γενικό Δικαστήριο.

23

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

να καταδικάσει την Atlas Copco Airpower και την Atlas Copco στα δικαστικά έξοδα.

24

H Magnetrol International δεν υπέβαλε τυπικώς προτάσεις, υποστηρίζει όμως ότι το Δικαστήριο πρέπει να επιβεβαιώσει ότι η Atlas Copco Airpower και η Atlas Copco έχουν την ιδιότητα των παρεμβαινουσών στην υπόθεση T‑263/16 RENV.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως

Επιχειρήματα

25

Η Επιτροπή προβάλλει ένσταση απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως.

26

Προβάλλει ότι, μολονότι το άρθρο 57, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει ότι κάθε πρόσωπο του οποίου η αίτηση παρεμβάσεως απορρίφθηκε μπορεί να ασκήσει αναίρεση κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η εν λόγω αίτηση παρεμβάσεως, οι αναιρεσείουσες δεν υπέβαλαν, εν προκειμένω, αίτηση παρεμβάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

27

Το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε μία μόνον απόφαση, ήτοι την απόφαση να μην περιλάβει τις επίμαχες παρατηρήσεις στη δικογραφία της υπόθεσης T‑263/16 RENV. Η αίτηση αναιρέσεως, όμως, δεν στρέφεται κατά της αποφάσεως αυτής. Επιπλέον, μια τέτοια απόφαση δεν εμπίπτει στις κατηγορίες αποφάσεων των άρθρων 56 και 57 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως.

28

Κατά την Επιτροπή, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως αποσκοπεί, στην πραγματικότητα, στην καταστρατήγηση της αποφάσεως που εξέδωσε ο πρόεδρος του επιληφθέντος της υποθέσεως τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου περί αναστολής της διαδικασίας στην υπόθεση T‑278/16 έως την επίλυση της διαφοράς στις υποθέσεις T‑131/16 και T‑263/16, ενώ ούτε η εν λόγω απόφαση μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως. Ο κίνδυνος τέτοιας καταστρατήγησης έχει επισημανθεί στη σκέψη 19 της διατάξεως του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, Συμβούλιο κατά K. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:743), κατά την εξέταση αιτήσεως παρεμβάσεως που υποβλήθηκε από μια εκ των αναιρεσειουσών σε υπόθεση η οποία ανεστάλη κατόπιν του ορισμού ορισμένων υποθέσεων ως «πιλοτικών».

29

Οι Atlas Copco Airpower και Atlas Copco υποστηρίζουν ότι η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να μην περιληφθούν οι επίμαχες παρατηρήσεις στη δικογραφία της υποθέσεως T‑263/16 RENV συνιστά άρνηση εγκρίσεως της παρεμβάσεώς τους στην εν λόγω υπόθεση, μπορεί δε να ασκηθεί κατά της εν λόγω άρνησης αναίρεση δυνάμει του άρθρου 57, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εκτίμηση

30

Κατ’ αρχάς, προκειμένου να εξεταστεί το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να προσδιοριστεί το περιεχόμενο της αποφάσεως η οποία περιλαμβάνεται στο έγγραφο του Γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Δεκεμβρίου 2021.

31

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου ορίζει ότι, αν το Δικαστήριο αναιρέσει απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και αποφασίσει να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας επί της ουσίας ενώπιόν του, οι διάδικοι της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης μπορούν, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την επίδοση της εν λόγω αποφάσεως, να υποβάλουν τις γραπτές παρατηρήσεις τους σχετικά με τις συνέπειες που θα πρέπει να αντληθούν από την απόφαση του Δικαστηρίου για την επίλυση της διαφοράς.

32

Δεν αμφισβητείται πάντως ότι, πρώτον, η υπό κρίση υπόθεση αντιστοιχεί στην περίπτωση στην οποία αναφέρεται η διάταξη αυτή και, δεύτερον, ότι οι γραπτές παρατηρήσεις υποβλήθηκαν εντός της προβλεπόμενης στην προαναφερθείσα διάταξη προθεσμίας, παρεκτεινόμενης λόγω αποστάσεως όπως ορίζει το άρθρο 60 του Κανονισμού Διαδικασίας (του Γενικού Δικαστηρίου), με αποτέλεσμα η απόρριψή τους να μην μπορεί να στηριχθεί στην εκπρόθεσμη υποβολή τους.

33

Επομένως, παρά τον συνοπτικό χαρακτήρα του, το έγγραφο του Γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Δεκεμβρίου 2021, καθόσον διατυπώνεται σε αυτό η άρνηση του Γενικού Δικαστηρίου να περιλάβει στη δικογραφία της υποθέσεως T‑263/16 RENV τις επίμαχες παρατηρήσεις με την αιτιολογία ότι αποτελούν έγγραφο μη προβλεπόμενο από τον Κανονισμό Διαδικασίας του, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι διαλαμβάνει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να μην αναγνωρίσει στις αναιρεσείουσες την ιδιότητα των παρεμβαινουσών στην εν λόγω υπόθεση, ιδιότητα την οποία οι αναιρεσείουσες θεωρούν ότι απέκτησαν αυτοδικαίως από τη στιγμή που τους επετράπη να μετάσχουν στην αναιρετική διαδικασία στο πλαίσιο της υπόθεσης C‑337/19 P.

34

Στο πλαίσιο αυτό, δεδομένου ότι με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως τίθεται υπό αμφισβήτηση το εν λόγω έγγραφο στο σύνολό του και διατυπώνεται, μεταξύ άλλων, η αιτίαση ότι ήταν παράνομη η άρνηση του Γενικού Δικαστηρίου να περιλάβει τις επίμαχες παρατηρήσεις στη δικογραφία της υποθέσεως T‑263/16 RENV, πρέπει να γίνει δεκτό ότι με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όχι μόνον καθόσον δεν αναγνωρίζεται με αυτήν στις αναιρεσείουσες η ιδιότητα των παρεμβαινουσών στην εν λόγω υπόθεση, αλλά και καθόσον αποφασίστηκε να μην περιληφθούν οι παρατηρήσεις τους στη δικογραφία της εν λόγω υποθέσεως.

35

Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής σύμφωνα με το οποίο η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά αποφάσεως μη εκδοθείσας από το Γενικό Δικαστήριο.

36

Όσον αφορά το δικαίωμα ασκήσεως αναιρέσεως κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 57, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι κάθε πρόσωπο του οποίου η αίτηση παρεμβάσεως απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, εντός δύο εβδομάδων από της κοινοποιήσεως της απορριπτικής αποφάσεως.

37

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται βεβαίως ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δεν απέρριψε αίτηση παρεμβάσεως, δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες δεν υπέβαλαν τέτοια αίτηση ενώπιόν του.

38

Εντούτοις, πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι το περιεχόμενο της αποφάσεως η οποία περιέχεται στην επιστολή του Γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Δεκεμβρίου 2021 και με την οποία το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι οι αναιρεσείουσες έχουν την ιδιότητα των παρεμβαινουσών στην υπόθεση T‑263/16 RENV παράγει αποτελέσματα ανάλογα προς εκείνα μιας απόφασης με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει αίτηση παρεμβάσεως υποβληθείσα από τις αναιρεσείουσες, συνεπάγεται δηλαδή ότι ο διάδικος ο οποίος υποστηρίζει ότι, λόγω του συμφέροντός του στην επίλυση της διαφοράς, πρέπει, δυνάμει του άρθρου 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να έχει ιδιαίτερη δικονομική θέση στερείται το σύνολο των δικαιωμάτων που απορρέουν από την εν λόγω θέση.

39

Επιπλέον, εφόσον το Δικαστήριο κρίνει την αίτηση αναιρέσεως βάσιμη, αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και αναπέμψει την υπόθεση ενώπιόν του, δεν μπορεί ευλόγως να αναμένεται από παρεμβαίνοντα στην αίτηση αναιρέσεως, ο οποίος εκτιμά ότι έχει αυτοδικαίως την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, να υποβάλει επισήμως αίτηση παρεμβάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου με μοναδικό σκοπό να μπορέσει να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 57, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναίρεση κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του.

40

Συγκεκριμένα, ένα τέτοιο αίτημα δεν θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει παρά να απορριφθεί από το Γενικό Δικαστήριο ως εκπρόθεσμο, δεδομένου ότι το άρθρο 143, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 79 του ίδιου Κανονισμού Διαδικασίας, προβλέπει ότι η αίτηση παρεμβάσεως πρέπει να κατατίθεται εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων, η οποία εκκινεί από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της ανακοινώσεως με την οποία γνωστοποιείται αρχικώς η κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης στην οικεία υπόθεση.

41

Στο πλαίσιο αυτό, αν γινόταν δεκτό ότι ο παρεμβαίνων σε αναιρετική δίκη, ο οποίος ισχυρίζεται ότι έχει αυτοδικαίως την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατόπιν αναπομπής της υποθέσεως στο Γενικό Δικαστήριο, δεν μπορεί να ασκήσει αναίρεση δυνάμει του άρθρου 57, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου περί άρνησης αναγνωρίσεως της ιδιότητας αυτής, για τον λόγο και μόνον ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν απέρριψε ρητώς αίτηση παρεμβάσεως, ο ενδιαφερόμενος διάδικος θα στερούνταν κάθε δικαστικής προστασίας προκειμένου να υπερασπίσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τα δικονομικά δικαιώματα που θεωρεί ότι απορρέουν από το άρθρο 40 του Οργανισμού, ενώ το άρθρο 57, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού αποσκοπεί ειδικώς στη διασφάλιση αυτής της προστασίας.

42

Πράγματι, αν ο εν λόγω παρεμβαίνων ορθώς υποστηρίζει ότι έχει την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σε υπόθεση που έχει αναπεμφθεί σε αυτό από το Δικαστήριο, ζήτημα που πρέπει να κριθεί στο στάδιο της εξετάσεως επί της ουσίας της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να επιλυθεί κατά το στάδιο της εκτιμήσεως του παραδεκτού της, δεν διαθέτει κανένα άλλο ένδικο βοήθημα για να διεκδικήσει τα απορρέοντα από το άρθρο 40 του ίδιου Οργανισμού διαδικαστικά του δικαιώματα.

43

Συγκεκριμένα, πρώτον, ο παρεμβαίνων σε αναιρετική διαδικασία δεν μπορεί να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναίρεση κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία δεν του αναγνωρίζεται η ιδιότητα του παρεμβαίνοντος στην υπόθεση η οποία αναπέμφθηκε ενώπιον του δικαστηρίου αυτού από το Δικαστήριο.

44

Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι είναι δυνατή η άσκηση αναιρέσεως κατά των οριστικών αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς και κατά των αποφάσεων που επιλύουν εν μέρει τη διαφορά ως προς την ουσία ή επιλύουν δικονομικό ζήτημα που αφορά ένσταση αναρμοδιότητας ή απαραδέκτου.

45

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν περατώνει τη δίκη στην υπόθεση T‑263/16 RENV ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ότι δεν επιλύει, έστω εν μέρει, τη διαφορά στην υπόθεση αυτή ως προς την ουσία.

46

Επιπλέον, μολονότι η απόφαση αυτή επιλύει πράγματι δικονομικό ζήτημα σχετικό με την ιδιότητα των αναιρεσειουσών ως παρεμβαινουσών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, εντούτοις το εν λόγω ζήτημα δεν σχετίζεται με ένσταση αναρμοδιότητας ή απαραδέκτου.

47

Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι αιτήσεις αναιρέσεως που ασκούνται δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου οι οποίες επιλύουν δικονομικό ζήτημα διαφορετικής φύσεως από τα δικονομικά ζητήματα που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη πρέπει να απορρίπτονται ως απαράδεκτες (πρβλ. διάταξη της 4ης Οκτωβρίου 1999, Επιτροπή κατά ADT Projekt, C‑349/99 P, EU:C:1999:475, σκέψεις 10 και 11, και απόφαση της 8ης Ιανουαρίου 2002, Γαλλία κατά Monsanto και Επιτροπής, C‑248/99 P, EU:C:2002:1, σκέψη 46).

48

Εξάλλου, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, όταν επιλύει δικονομικό ζήτημα σχετικό με ένσταση αναρμοδιότητας ή απαραδέκτου, αποφαίνεται επί αιτήματος διαδίκου με το οποίο ζητείται η περάτωση της δίκης χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία, για τον λόγο δε αυτόν μια τέτοια απόφαση πρέπει να μπορεί να παραπεμφθεί στο Δικαστήριο δίχως να αναμένεται η έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας. Αντιθέτως, τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση αποφάσεως με την οποία επιλύεται δικονομικό ζήτημα σχετικά με παρέμβαση.

49

Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι απόφαση με την οποία το Γενικό Δικαστήριο δέχεται αίτηση παρεμβάσεως δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Bayerische Motoren Werke και Freistaat Sachsen κατά Επιτροπής, C‑654/17 P, EU:C:2019:634, σκέψεις 29 και 30).

50

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η λύση αυτή πρέπει να εφαρμοστεί και σε περίπτωση αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου περί μη αναγνωρίσεως της ιδιότητας του παρεμβαίνοντος σε υπόθεση που του αναπέμφθηκε από το Δικαστήριο.

51

Δεύτερον, η άσκηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά οριστικής αποφάσεως σε υπόθεση στην οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο θεωρεί ότι έχει την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος δεν του παρέχει επαρκή δικαστική προστασία, δεδομένου ότι, αφενός, το εν λόγω ένδικο μέσο είναι διαθέσιμο μόνο στους διαδίκους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, αφετέρου, η άσκηση ενός τέτοιου ενδίκου μέσου δεν θα διαφύλασσε εν πάση περιπτώσει τη χρησιμότητα ενδεχόμενης παρεμβάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς δεν θα διασφαλιζόταν ότι η αίτηση παρεμβάσεως θα γινόταν δεκτή σε στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο η παρέμβαση μπορεί πράγματι να συμβάλει στη διαδικασία ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου.

52

Κατόπιν των προεκτεθέντων, η απόφαση με την οποία το Γενικό Δικαστήριο αρνείται να περιλάβει στη δικογραφία υποθέσεως αναπεμφθείσας ενώπιόν του, κατόπιν αναιρέσεως της αποφάσεώς του από το Δικαστήριο, τις παρατηρήσεις παρεμβαίνοντος στην αναιρετική διαδικασία, με την αιτιολογία ότι αποτελούν έγγραφο μη προβλεπόμενο από τον Κανονισμό Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ισοδυναμεί με σιωπηρή άρνηση αναγνωρίσεως στον παρεμβαίνοντα στην αναιρετική διαδικασία της ιδιότητας του παρεμβαίνοντος στην υπόθεση αυτή και μπορεί να προσβληθεί με αναίρεση δυνάμει του άρθρου 57, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

53

Το γεγονός ότι το πρόσωπο αυτό άσκησε προσφυγή ακυρώσεως της οποίας η εξέταση ανεστάλη από το Γενικό Δικαστήριο εν αναμονή της εκδόσεως αποφάσεως στη δίκη στην οποία το εν λόγω πρόσωπο θεωρεί ότι έχει την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος δεν μπορεί, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, να εμποδίσει την άσκηση τέτοιας αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία δεν αναγνωρίζεται στο πρόσωπο αυτό η εν λόγω ιδιότητα.

54

Βεβαίως, η αρχή της ορθής απονομής της δικαιοσύνης θα παραβιαζόταν εάν, σε υποθέσεις των οποίων η εκδίκαση έχει ανασταλεί κατόπιν ορισμού ορισμένων υποθέσεων ως «πιλοτικών», επιτρεπόταν εξ’ αυτού μόνον του λόγου σε προσφεύγοντες να παρέμβουν στις «πιλοτικές» υποθέσεις (πρβλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, Συμβούλιο κατά K. Chrysostomides & Co. κ.λπ., C‑597/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:743, σκέψη 19).

55

Ωστόσο, αφενός, η κρίση αυτή αφορά το βάσιμο της αποφάσεως με την οποία δεν αναγνωρίζεται η ιδιότητα του παρεμβαίνοντος σε πρόσωπο που προβάλει σχετική αξίωση και, επομένως, ουδόλως επηρεάζει την εκτίμηση του παραδεκτού αιτήσεως αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως αυτής.

56

Αφετέρου, η Επιτροπή υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι το παραδεκτό μιας τέτοιας αιτήσεως αναιρέσεως θα καθιστούσε, στην πράξη, δυνατή την προσβολή ενώπιον του Δικαστηρίου αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου περί αναστολής της εκδίκασης μιας υποθέσεως, παρόλο που η υπόθεση αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως, πλην όμως πρέπει να επισημανθεί ότι, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία αρνείται στον αναιρεσείοντα την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος σε άλλη υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, μια τέτοια απόφαση περί αναστολής θα εξακολουθούσε να παράγει όλα τα αποτελέσματά της.

57

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή.

Επί της ουσίας

Επιχειρήματα

58

Με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως που προβάλλουν, οι Atlas Copco Airpower και η Atlas Copco υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε διττώς σε πλάνη περί το δίκαιο, όσον αφορά, πρώτον, την άρνηση να τους αναγνωρισθεί η ιδιότητα των παρεμβαινουσών στην υπόθεση T‑263/16 RENV και, δεύτερον, την άρνηση να περιληφθούν στη δικογραφία της υποθέσεως αυτής οι παρατηρήσεις που επιθυμούν να υποβάλουν επί των συνεπειών που θα πρέπει να αντληθούν από την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International (C‑337/19 P, EU:C:2021:741).

59

Πρώτον, όπως έχει επανειλημμένως τονίσει το Γενικό Δικαστήριο, είναι προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της συνέχειας της συζητήσεως στο πλαίσιο της κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας να διατηρεί ο διάδικος στον οποίο έχει επιτραπεί η παρέμβαση στην αναιρετική διαδικασία την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος σε περίπτωση αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου μετά την αναίρεση της αποφάσεώς του τελευταίου. Ως εκ τούτου, οι αναιρεσείουσες έπρεπε να θεωρηθούν παρεμβαίνουσες στην υπόθεση T‑263/16 RENV, χωρίς να χρειάζεται να υποβάλουν αίτηση παρεμβάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

60

Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, η λύση αυτή θα ήταν επίσης δικαιολογημένη στην περίπτωση που το Δικαστήριο έχει επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα πριν από την αναπομπή της υποθέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, καθόσον θα του παρείχε τη δυνατότητα να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τέτοια ακριβώς περίπτωση συντρέχει εν προκειμένω.

61

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον αποφάσισε να μην περιλάβει στη δικογραφία τις επίμαχες παρατηρήσεις. Συγκεκριμένα, το άρθρο 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο δεν ορίζει την έννοια των «διαδίκων της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης», δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι παρεμβαίνοντες στην αναιρετική διαδικασία να αποκτήσουν την ιδιότητα του «διαδίκου της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης» στο πλαίσιο αναιρετικής διαδικασίας.

62

Η Επιτροπή φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς δεν αναγνώρισε στις αναιρεσείουσες την ιδιότητα των παρεμβαινουσών στην υπόθεση T‑263/16 RENV.

63

Συγκεκριμένα, το άρθρο 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου επιτρέπει την υποβολή γραπτών παρατηρήσεων, κατόπιν αναπομπής της υποθέσεως από το Δικαστήριο στο Γενικό Δικαστήριο, όχι από «τους διαδίκους της ενώπιον του Δικαστηρίου δίκης» ή από τους «διαδίκους της αναιρετικής δίκης», αλλά μόνον από τους «διαδίκους της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης». Το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου διευκρινίζει το περιεχόμενο του άρθρου 217, παράγραφος 1, ορίζοντας ότι οι όροι «διάδικοι» και «διάδικος» καταλαμβάνουν «κάθε διάδικο, συμπεριλαμβανομένων των παρεμβαινόντων».

64

Κατά την Επιτροπή, εφόσον οι αναιρεσείουσες δεν μπορούν να επικαλεστούν την ιδιότητα του «διαδίκου της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης», η αποδοχή της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως θα ισοδυναμούσε με τη δημιουργία μιας ειδικής φύσεως κατηγορίας παρεμβαινόντων, η οποία δεν υπόκειται ούτε στην τήρηση της προθεσμίας του άρθρου 143, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου ούτε στην τήρηση των προϋποθέσεων που επιβάλλει το άρθρο 143, παράγραφος 2, του ίδιου Κανονισμού Διαδικασίας. Αν επιτρεπόταν η παρέμβαση των εν λόγω διαδίκων, η Επιτροπή δεν θα είχε τη δυνατότητα να απαντήσει στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν. Επιπλέον, μια τέτοια λύση θα οδηγούσε, στην πράξη, σε καταστρατήγηση των μέτρων αναστολής ορισμένων διαδικασιών που έχουν ληφθεί προκειμένου να καταστεί δυνατός ο ορισμός ορισμένων υποθέσεων ως «πιλοτικών» και η κατά προτεραιότητα εκδίκασή τους.

65

Επιπλέον, η νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου την οποία επικαλούνται οι αναιρεσείουσες περιορίζεται σε δύο αποφάσεις, εκ των οποίων η πλέον πρόσφατη αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως, στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή αμφισβητεί την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Επιπλέον, η κατάσταση των αναιρεσειουσών διαφέρει από εκείνη των διαδίκων των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι δύο αυτές αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου.

66

Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, η λύση που προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο δεν προσβάλλει τα θεμελιώδη δικονομικά δικαιώματα των διαδίκων, δεδομένου ότι αυτοί θα μπορούσαν να έχουν παρέμβει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ακολουθώντας τη διαδικασία που προβλέπει ο Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, υπό την προϋπόθεση της τηρήσεως των προθεσμιών που ισχύουν για τη διαδικασία αυτή.

Εκτίμηση

67

Το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου ορίζει ότι με τους όρους «διάδικος» και «διάδικοι», χρησιμοποιούμενους χωρίς άλλη ένδειξη, νοείται, στο πλαίσιο της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, κάθε διάδικος, συμπεριλαμβανομένων των παρεμβαινόντων.

68

Εντούτοις, η εν λόγω γενικής ισχύος διάταξη δεν διευκρινίζει τις περιπτώσεις στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να αναγνωρίσει σε ένα πρόσωπο την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος ενώπιόν του.

69

Συναφώς, τα άρθρα 142 έως 145 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ενώ ρυθμίζουν το καθεστώς παρεμβάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, θεσπίζοντας τους κανόνες σχετικά με την υποβολή των αιτήσεων παρεμβάσεως και την εξέτασή τους, ουδέν προβλέπουν σχετικά με την ιδιότητα που πρέπει να αναγνωριστεί στα πρόσωπα στα οποία το Δικαστήριο επέτρεψε να παρέμβουν σε υπόθεση στο στάδιο της αναιρέσεως, σε περίπτωση που το Δικαστήριο έκρινε βάσιμη την αίτηση αναιρέσεως, αναίρεσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και ανέπεμψε την υπόθεση σε αυτό.

70

Ομοίως, τα άρθρα 217 και 218 του ίδιου Κανονισμού Διαδικασίας, τα οποία έχουν ως αντικείμενο τον καθορισμό της διεξαγωγής της διαδικασίας και των εφαρμοζόμενων επ’ αυτής κανόνων στο πλαίσιο των διαδικασιών που διεξάγονται μετά την αναίρεση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και την αναπομπή της υποθέσεως σε αυτό, δεν περιλαμβάνουν κανέναν κανόνα που να προσδιορίζει το καθεστώς των παρεμβάντων στην αναιρετική διαδικασία, στο πλαίσιο αυτών των διαδικασιών.

71

Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι, όπως υπογραμμίζουν οι αναιρεσείουσες, η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εξέταση υποθέσεως, κατόπιν αποφάσεως του Δικαστηρίου με την οποία αναιρείται η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και αναπέμπεται η υπόθεση σε αυτό, εντάσσεται στο πλαίσιο της συνέχειας της αναιρετικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου.

72

Η συνέχεια αυτή αποτυπώνεται σαφώς στον Κανονισμό Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Πρώτον, από το άρθρο 215 του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται απευθείας της υποθέσεως κατόπιν της αποφάσεως του Δικαστηρίου περί αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και αναπομπής της υποθέσεως σε αυτό. Έπειτα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 217 του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας, η προθεσμία που έχει ταχθεί για την υποβολή παρατηρήσεων σχετικά με τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν, για την επίλυση της διαφοράς, από την απόφαση του Δικαστηρίου, εκκινεί από την επίδοση της εν λόγω αποφάσεως. Τέλος, το άρθρο 219 του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά όχι μόνον τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίες, αλλά και την αναιρετική διαδικασία.

73

Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 61, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση που το Δικαστήριο αναιρέσει απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και αναπέμψει την υπόθεση ενώπιόν του, το Γενικό Δικαστήριο δεσμεύεται ως προς τα νομικά ζητήματα που έχουν επιλυθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου.

74

Κατά συνέπεια, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο, κατά την επανεξέταση της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής κατόπιν αναπομπής της υποθέσεως ενώπιόν του, να καθορίσει τις συνέπειες που έχει η επί της αιτήσεως αναιρέσεως απόφαση του Δικαστηρίου για την επίλυση της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων.

75

Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 217 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου επιτρέπει στους διαδίκους να υποβάλουν παρατηρήσεις προκειμένου ακριβώς να τους παράσχει τη δυνατότητα να εκθέσουν την άποψή τους ως προς τις συνέπειες αυτές επί της επίλυσης της διαφοράς και να συμπληρώσουν την σχετική πληροφόρηση του Γενικού Δικαστηρίου.

76

Επομένως, η διάταξη αυτή, όπως και το άρθρο 172 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο επιτρέπει σε κάθε διάδικο της εκδικαζόμενης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υποθέσεως που έχει συμφέρον να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως να υποβάλει υπόμνημα αντικρούσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, αποσκοπεί στη διασφάλιση της συνέχειας της συζήτησης στο πλαίσιο της κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας κατά την εκδίκαση της ίδιας υποθέσεως ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης.

77

Πλην όμως, κατά πρώτον, προϋπόθεση για να αναγνωρίσει το Δικαστήριο ότι ένα πρόσωπο έχει την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι να μπόρεσε το πρόσωπο αυτό να δικαιολογήσει συμφέρον στην επίλυση της υποβληθείσας στο Δικαστήριο διαφοράς.

78

Επομένως, η μη αναγνώριση στον παρεμβαίνοντα κατ’ αναίρεση της ιδιότητας του παρεμβαίνοντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατόπιν αναπομπής της υπόθεσης από το Δικαστήριο στο Γενικό Δικαστήριο, στο μέτρο που το πρόσωπο αυτό δεν είναι πλέον σε θέση να υποβάλει αίτηση παρεμβάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για τον λόγο που εκτίθεται στη σκέψη 40 της παρούσας διατάξεως, έχει ως συνέπεια να στερήσει από το εν λόγω πρόσωπο κάθε δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου επί των συνεπειών που πρέπει να αντληθούν από απόφαση του Δικαστηρίου η οποία ωστόσο έθιξε τα συμφέροντά του.

79

Το άρθρο 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει εξάλλου ότι τα πρόσωπα που έχουν συμφέρον στην επίλυση «διαφοράς» που έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο δύνανται να παρέμβουν σε αυτή. Όπως προκύπτει, όμως, από τα άρθρα 55 και 56 του Οργανισμού αυτού, τουλάχιστον από τη διατύπωσή τους στη γαλλική γλώσσα, η έννοια της «διαφοράς», στο μέτρο που αφορά τη διαφορά μεταξύ των διαδίκων, διακρίνεται από την έννοια της «δίκης», η οποία αφορά τη διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιον του επιληφθέντος της διαφοράς δικαστηρίου.

80

Βεβαίως, δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς το ενδεχόμενο, σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως όταν το Δικαστήριο έχει αποφανθεί οριστικά επί ορισμένων πτυχών μιας υποθέσεως προτού την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο, ο παρεμβαίνων στην αναιρετική δίκη να μην έχει πλέον συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Εντούτοις, η περίσταση αυτή από μόνη της δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μη αναγνώριση σε κατ’ αναίρεση παρεμβαίνοντα της ιδιότητας του παρεμβαίνοντος σε υπόθεση η οποία αναπέμφθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου από το Δικαστήριο, δεδομένου ότι εναπόκειται στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να εξακριβώσουν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, εάν το συμφέρον που δικαιολογούσε την παρέμβαση εξακολουθεί να υφίσταται (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, Hüls κατά Επιτροπής, C‑199/92 P, EU:C:1999:358, σκέψεις 52 έως 55).

81

Εν προκειμένω, όπως υπογραμμίζουν οι αναιρεσείουσες, η αίτησή τους παρεμβάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου έγινε δεκτή για τον λόγο ότι είχαν συμφέρον να καταστεί οριστική η ex tunc και erga omnes ακύρωση της επίδικης αποφάσεως από το Γενικό Δικαστήριο (πρβλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2019, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International, C‑337/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:909, σκέψη 17), ακύρωση η οποία συνιστά ακριβώς το αντικείμενο της διαδικασίας στην υπόθεση T‑263/16 RENV, στην οποία οι αναιρεσείουσες ζητούν να τους επιτραπεί να παρέμβουν.

82

Δεύτερον, επισημαίνεται ότι η λύση στην οποία κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έχει ως αποτέλεσμα να εξαρτάται η συνέχεια της κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως και η έκταση των αποτελεσμάτων της αποφάσεως με την οποία γίνεται δεκτή η αίτηση παρεμβάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου από την απόφαση που λαμβάνει το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς ή, αντιθέτως, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

83

Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 87 των προτάσεών του, όταν το Δικαστήριο, αντί να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, αποφαίνεται οριστικά επί της διαφοράς, ο κατ’ αναίρεση παρεμβαίνων μπορεί να προβάλει τα επιχειρήματά του ενώπιον του δικαστηρίου της Ένωσης που καλείται να αποφανθεί επί της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής, ενώ σε περίπτωση αναπομπής της υποθέσεως στο Γενικό Δικαστήριο στερείται της δυνατότητας αυτής.

84

Τρίτον, η λύση την οποία προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο είναι κατά μείζονα λόγο ικανή να επηρεάσει τη συνέχεια της διαφοράς ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, καθόσον ο παρεμβαίνων στην αναιρετική διαδικασία θα μπορούσε να μετάσχει εκ νέου, τηρουμένων των προϋποθέσεων τόσο του άρθρου 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία σε περίπτωση αναιρέσεως κατά νέας αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου εκδοθείσας κατόπιν της αναπομπής της υποθέσεως ενώπιόν του από το Δικαστήριο και, συνεπώς, δεν θα μετείχε αδιαλείπτως στη διαδικασία ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς.

85

Τέταρτον, επισημαίνεται ότι το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ορίζει ότι, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη ή όταν γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αυτό αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

86

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει εξ αντιδιαστολής ότι, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη αλλά το Δικαστήριο αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεν αποφαίνεται το Δικαστήριο επί των δικαστικών εξόδων.

87

Σε αυτή την περίπτωση, εναπόκειται κατ’ ανάγκην στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων της αναιρετικής διαδικασίας, όπως εξάλλου ρητώς προβλέπει το άρθρο 219 του Κανονισμού Διαδικασίας του.

88

Επομένως, η μη αναγνώριση στον κατ’ αναίρεση παρεμβαίνοντα της ιδιότητας του παρεμβαίνοντος στην αναπεμφθείσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υπόθεση, όταν έχουν υποβληθεί στο Δικαστήριο προτάσεις με τις οποίες ζητείται η επιβάρυνση του άλλου διαδίκου με τα δικαστικά έξοδα του εν λόγω παρεμβαίνοντος ή η καταδίκη του στα δικαστικά έξοδα άλλου διαδίκου, συνεπάγεται είτε ότι το αίτημα αυτό δεν θα εξεταστεί από δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης είτε ότι το Γενικό Δικαστήριο θα αποφανθεί επί αιτημάτων που αφορούν πρόσωπο το οποίο δεν ήταν διάδικος στην ενώπιόν του διαδικασία.

89

Αυτή ακριβώς η περίπτωση συντρέχει στην υπό κρίση υπόθεση.

90

Πράγματι, εν προκειμένω, οι αναιρεσείουσες και η Επιτροπή ζήτησαν έκαστη την καταδίκη αλλήλων στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας στην υπόθεση C‑337/19 P.

91

Δεδομένου ότι, με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International (C‑337/19 P, EU:C:2021:741), το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα, το Γενικό Δικαστήριο καλείται, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, να αποφανθεί, κατά την εξέταση της υποθέσεως T‑263/16 RENV, επί της κατανομής των εξόδων της αναιρετικής διαδικασίας στην υπόθεση C‑337/19 P μεταξύ των αναιρεσειουσών και των λοιπών μετεχόντων στην αναιρετική διαδικασία.

92

Πέμπτον, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή κατά της αναγνωρίσεως σε κατ’ αναίρεση παρεμβαίνοντα της ιδιότητας του παρεμβαίνοντος σε υπόθεση η οποία αναπέμφθηκε από το Δικαστήριο στο Γενικό Δικαστήριο.

93

Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, μολονότι η αναγνώριση της ιδιότητας του παρεμβαίνοντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σε παρεμβαίνοντα στην ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία δεν διέπεται από τους κανόνες του άρθρου 143 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι μια τέτοια παρέμβαση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου επιτρέπεται χωρίς καμία ουσιαστική ή τυπική προϋπόθεση. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο πρέπει να έχει προηγουμένως επιτρέψει στον ενδιαφερόμενο να παρέμβει ενώπιόν του, υπό τους όρους του άρθρου 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

94

Έπειτα, το γεγονός ότι η λύση αυτή παρέχει στον διάδικο τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις στις οποίες οι λοιποί διάδικοι της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν θα μπορούσαν να απαντήσουν δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι, αφενός, ο Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου δεν παρέχει γενικώς δικαίωμα απαντήσεως στις παρατηρήσεις που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου του 217 και, αφετέρου, το άρθρο 217, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει εντούτοις ότι επιτρέπεται η κατάθεση συμπληρωματικών υπομνημάτων γραπτών παρατηρήσεων αν κάτι τέτοιο δικαιολογείται από τις περιστάσεις.

95

Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής σύμφωνα με το οποίο η αναγνώριση της ιδιότητας του παρεμβαίνοντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σε κατ’ αναίρεση παρεμβαίνοντα, ο οποίος είναι επίσης προσφεύγων σε υπόθεση, η εκδίκαση της οποίας έχει ανασταλεί από το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο στο πλαίσιο του ορισμού «πιλοτικής» υποθέσεως, θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση της αποφάσεως περί αναστολής, υπογραμμίζεται ότι μια τέτοια απόφαση περί αναστολής δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η παρέμβαση του εν λόγω προσφεύγοντος ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης, όταν η παρέμβαση αυτή πρέπει να επιτραπεί δυνάμει του άρθρου 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2019, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International, C‑337/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:909, σκέψεις 14 και 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

96

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο σεβασμός των διαδικαστικών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται για τους παρεμβαίνοντες στον Κανονισμό Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και η αρχή της ορθής απονομής της δικαιοσύνης επιβάλλουν, στο πλαίσιο της συνεκτικής διαρθρώσεως των διαδικασιών ενώπιον του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου, να έχει αυτοδικαίως ο παρεμβαίνων κατ’ αναίρεση την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, όταν μια υπόθεση αναπέμπεται σε αυτό μετά από αναίρεση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου από το Δικαστήριο.

97

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι με τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2019, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International (C‑337/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:909), επετράπη στις Atlas Copco Airpower και Atlas Copco να παρέμβουν ενώπιον του Δικαστηρίου στην υπόθεση C‑337/19 P και ότι, αφετέρου, με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International (C‑337/19 P, EU:C:2021:741), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Βέλγιο και Magnetrol International κατά Επιτροπής (T‑131/16 και T‑263/16, EU:T:2019:91), και ανέπεμψε τις υποθέσεις T‑131/16 και T‑263/16 ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί ορισμένων λόγων που προβλήθηκαν στο πλαίσιο των εν λόγω υποθέσεων.

98

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δεν αναγνώρισε στις αναιρεσείουσες την ιδιότητα των παρεμβαινουσών στην υπόθεση T‑263/16 RENV.

99

Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

Επί της διαφοράς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

100

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, μπορεί είτε να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει.

101

Εν προκειμένω, από τις σκέψεις 96 έως 98 της παρούσας διατάξεως προκύπτει ότι η Atlas Copco Airpower και η Atlas Copco έχουν αυτοδικαίως την ιδιότητα των παρεμβαινουσών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση αυτή και, ως εκ τούτου, έχουν όλα τα απορρέοντα από την εν λόγω ιδιότητα δικαιώματα, ιδίως το δικαίωμα να υποβολής παρατηρήσεων δυνάμει του άρθρου 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

102

Επομένως, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να λάβει τα διαδικαστικά μέτρα που συνεπάγεται η εν λόγω ιδιότητα.

Επί των δικαστικών εξόδων

103

Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

104

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου του 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

105

Μολονότι όμως η Επιτροπή ηττήθηκε, η Atlas Copco Airpower, η Atlas Copco και η Magnetrol International δεν ζήτησαν την καταδίκη της στα δικαστικά έξοδα. Ως εκ τούτου, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) διατάσσει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 6ης Δεκεμβρίου 2021, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε να αναγνωρίσει στις Atlas Copco Airpower NV και Atlas Copco AB την ιδιότητα των παρεμβαινουσών στην υπόθεση T‑263/16 RENV και να περιλάβει στη δικογραφία της εν λόγω υποθέσεως τις γραπτές παρατηρήσεις που αυτές υπέβαλαν σχετικά με τα συμπεράσματα που πρέπει να αντληθούν από την απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International (C‑337/19 P, EU:C:2021:741), για την επίλυση της διαφοράς στην εν λόγω υπόθεση.

 

2)

Οι Atlas Copco Airpower NV, Atlas Copco AB, Magnetrol International NV και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.