23.1.2023   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 24/21


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Sąd Rejonowy w Słupsku (Πολωνία) στις 19 Σεπτεμβρίου 2022 — Ποινική διαδικασία κατά M.S., J.W. και M.P.

(Υπόθεση C-603/22)

(2023/C 24/30)

Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

Αιτούν δικαστήριο

Sąd Rejonowy w Słupsku

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

M.S., J.W., M.P., Prokurator Rejonowy w Słupsku, D.G.-δικαστικός πληρεξούσιος διορισθείς για τους M.B. και B.B.

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχουν το άρθρο 6, παράγραφοι 1, 2, 3, στοιχείο α', και παράγραφος 7, και το άρθρο 18, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 25, 26 και 27 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/800 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (1), την έννοια ότι, αφ’ ης στιγμής απαγγελθούν κατηγορίες σε ύποπτο ο οποίος δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του, οι αρχές που διεξάγουν τη διαδικασία υποχρεούνται να διασφαλίζουν αυτεπαγγέλτως στο παιδί το δικαίωμα συνδρομής από συνήγορο υπεράσπισης, εφόσον δεν έχει συνήγορο υπεράσπισης της επιλογής του (λόγω του ότι το παιδί ή ο ασκών τη γονική μέριμνα αυτού δεν έχει εξασφαλίσει τέτοια συνδρομή με ίδια μέσα) και να διασφαλίζουν τη συμμετοχή του συνηγόρου υπεράσπισης στις πράξεις της προδικασίας, όπως είναι η εξέταση του ανηλίκου υπό την ιδιότητα του υπόπτου, και την έννοια ότι απαγορεύουν την εξέταση του ανηλίκου χωρίς τη συμμετοχή συνηγόρου υπεράσπισης;

2)

Έχει το άρθρο 6, παράγραφοι 6 και 8, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 16, 30, 31 και 32 της οδηγίας 2016/800 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, την έννοια ότι η παραίτηση από το δικαίωμα συνδρομής από συνήγορο υπεράσπισης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση σε υποθέσεις σχετικές με αξιόποινες πράξεις που επισύρουν στερητική της ελευθερίας ποινή και ότι επιτρέπεται προσωρινή παρέκκλιση από την εφαρμογή του δικαιώματος συνδρομής από συνήγορο υπεράσπισης, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 8, της οδηγίας, μόνον κατά την προδικασία και μόνον υπό τις περιστάσεις που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 6, παράγραφος 8, στοιχεία α' και β', οι οποίες πρέπει να διαπιστώνονται ρητώς με την απόφαση περί διενέργειας εξέτασης χωρίς την παρουσία δικηγόρου, απόφαση η οποία πρέπει καταρχήν να είναι δεκτική προσφυγής;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης σε ένα τουλάχιστον από τα ερωτήματα των σημείων 1 και 2, έχουν οι προαναφερθείσες διατάξεις της οδηγίας την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία όπως:

α)

το άρθρο 301, δεύτερη περίοδος, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο η εξέταση του υπόπτου πραγματοποιείται με τη συμμετοχή του διορισμένου συνηγόρου υπεράσπισης μόνον κατόπιν αιτήματος του υπόπτου και η μη εμφάνιση του συνηγόρου υπεράσπισης κατά την εξέταση του υπόπτου δεν παρακωλύει την εξέταση,

β)

το άρθρο 79, παράγραφος 3, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο, στην περίπτωση προσώπου που δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του (άρθρο 79, παράγραφος 1, σημείο 1, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας), η συμμετοχή του συνηγόρου υπεράσπισης είναι υποχρεωτική μόνον κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και κατά τις συνεδριάσεις στις οποίες είναι υποχρεωτική η συμμετοχή του κατηγορουμένου, δηλαδή στο στάδιο της ένδικης διαδικασίας;

4)

Έχουν οι διατάξεις που απαριθμούνται στα ερωτήματα 1 και 2, καθώς και η αρχή της υπεροχής και η αρχή του άμεσου αποτελέσματος των οδηγιών την έννοια ότι εξουσιοδοτούν (ή υποχρεώνουν) το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται ποινικής υπόθεσης εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) 2016/800 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, καθώς και κάθε κρατική αρχή να μην εφαρμόζουν διατάξεις του εθνικού δικαίου αντίθετες προς την οδηγία, όπως αυτές που απαριθμούνται στο ερώτημα 3, και, κατά συνέπεια, δεδομένης της εκπνοής της προθεσμίας μεταφοράς, να αντικαθιστούν τον εθνικό κανόνα με τους προαναφερθέντες κανόνες άμεσου αποτελέσματος της οδηγίας;

5)

Έχουν το άρθρο 6, παράγραφοι 1, 2, 3 και 7, και το άρθρο 18, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2 και με τις αιτιολογικές σκέψεις 11, 25 και 26 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/800 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, σε συνδυασμό με το άρθρο 13 και την αιτιολογική σκέψη 50 της οδηγίας (ΕΕ) 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας (2), την έννοια ότι ένα κράτος μέλος εγγυάται αυτεπαγγέλτως νομική συνδρομή σε υπόπτους ή κατηγορουμένους σε ποινικές διαδικασίες, οι οποίοι ήταν παιδιά κατά τον χρόνο κίνησης της διαδικασίας, αλλά στη συνέχεια συμπλήρωσαν το 18ο έτος της ηλικίας τους και ότι η συνδρομή αυτή είναι υποχρεωτική μέχρι την περάτωση της διαδικασίας με την έκδοση οριστικής απόφασης;

6)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πέμπτο ερώτημα, έχουν, επομένως, οι προαναφερθείσες διατάξεις της οδηγίας την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση όπως το άρθρο 79, παράγραφος 1, σημείο 1, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, ο κατηγορούμενος πρέπει να έχει συνήγορο υπεράσπισης μόνο μέχρι τον χρόνο συμπλήρωσης του 18ου έτους της ηλικίας του;

7)

Έχουν οι διατάξεις που απαριθμούνται στο ερώτημα 5, καθώς και η αρχή της υπεροχής και η αρχή του άμεσου αποτελέσματος των οδηγιών, την έννοια ότι εξουσιοδοτούν (ή υποχρεώνουν) το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται ποινικής υπόθεσης εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) 2016/800 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, καθώς και κάθε κρατική αρχή να μην εφαρμόζουν διατάξεις του εθνικού δικαίου αντίθετες προς την οδηγία, όπως αυτές που απαριθμούνται στο ερώτημα [6], και να εφαρμόζουν διατάξεις του εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο 79, παράγραφος 2, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ερμηνεύοντάς τες κατά τρόπο σύμφωνο με την οδηγία (σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία), δηλαδή κατά τρόπο ώστε ο αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου υπεράσπισης για κατηγορούμενο που δεν είχε συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του κατά τον χρόνο απαγγελίας της κατηγορίας εναντίον του, αλλά στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του και κατά του οποίου η ποινική διαδικασία παραμένει εκκρεμής, να διατηρείται μέχρι την περάτωση της διαδικασίας με την έκδοση οριστικής απόφασης, εξυπακουομένου ότι τούτο είναι αναγκαίο λόγω των περιστάσεων που δυσχεραίνουν την υπεράσπιση, ή, δεδομένης της εκπνοής της προθεσμίας μεταφοράς, να αντικαθιστούν τον εθνικό κανόνα με τους προαναφερθέντες κανόνες άμεσου αποτελέσματος της οδηγίας;

8)

Έχουν το άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 18, 19 και 22, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/800 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, και το άρθρο 3, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 19 και 26, της οδηγίας (EE) 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (3), την έννοια ότι οι αρμόδιες αρχές (εισαγγελία, αστυνομία) οφείλουν, το αργότερο πριν από την πρώτη επίσημη εξέταση του υπόπτου από την αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή, να ενημερώνουν αμέσως τόσο τον ύποπτο όσο και, ταυτόχρονα, τον ασκούντα τη γονική μέριμνα για τα δικαιώματα αυτά, τα οποία είναι ουσιώδη για τη διασφάλιση δίκαιης διαδικασίας, καθώς και για τα επόμενα διαδικαστικά βήματα, συμπεριλαμβανομένης ιδίως της υποχρέωσης διορισμού συνηγόρου υπεράσπισης για τον ανήλικο ύποπτο και των συνεπειών του μη διορισμού συνηγόρου υπεράσπισης της επιλογής του για τον ανήλικο κατηγορούμενο (αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου υπεράσπισης), εξυπακουομένου ότι, όσον αφορά τους ανήλικους υπόπτους, οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να παρέχονται σε απλή και κατανοητή γλώσσα, ενδεδειγμένη για την ηλικία του ανηλίκου;

9)

Έχει το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (4), σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ε', και παράγραφος 2, της οδηγίας (ΕΕ) 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, την έννοια ότι οι αρχές κράτους μέλους που διεξάγουν ποινική διαδικασία στην οποία εμπλέκεται παιδί υπό την ιδιότητα του υπόπτου/κατηγορουμένου υποχρεούνται να ενημερώνουν το παιδί που έχει την ιδιότητα του υπόπτου για το δικαίωμα σιωπής και το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης κατά τρόπο κατανοητό και ενδεδειγμένο για την ηλικία του υπόπτου;

10)

Έχουν το άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 18, 19 και 22, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/800 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, και το άρθρο 3, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 19 και 26, της οδηγίας (ΕΕ) 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, την έννοια ότι οι απαιτήσεις που προβλέπονται στις προαναφερθείσες διατάξεις δεν ικανοποιούνται με την απλή παροχή γενικών πληροφοριών αμέσως πριν από την εξέταση του ανήλικου υπόπτου, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα ειδικά δικαιώματα που απορρέουν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2016/800, και, μάλιστα, με την παροχή των πληροφοριών αυτών μόνο στον ύποπτο, ο οποίος παρίσταται χωρίς συνήγορο υπεράσπισης, αποκλειομένου του ασκούντος τη γονική μέριμνα, και σε μια κατάσταση κατά την οποία οι πληροφορίες αυτές είναι διατυπωμένες σε γλώσσα μη ενδεδειγμένη για την ηλικία του υπόπτου;

11)

Έχουν τα άρθρα 18 και 19, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 26, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/800 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, και το άρθρο 12, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 50, της οδηγίας (ΕΕ) 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 10, παράγραφος 2, και την αιτιολογική σκέψη 44 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, καθώς και η αρχή της δίκαιης δίκης την έννοια ότι –όσον αφορά τις εξηγήσεις που παρέχει ο ύποπτος κατά τη διάρκεια αστυνομικής προανάκρισης διεξαγόμενης χωρίς πρόσβαση σε δικηγόρο, χωρίς ο ύποπτος να έχει λάβει τη δέουσα ενημέρωση για τα δικαιώματά του και χωρίς ο ασκών τη γονική μέριμνα να έχει λάβει ενημέρωση για τα δικαιώματα και τις γενικές πτυχές της διεξαγωγής της διαδικασίας, ενημέρωση την οποία το παιδί δικαιούται να λάβει δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας– υποχρεώνουν (ή εξουσιοδοτούν) το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται ποινικής υπόθεσης εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω οδηγιών καθώς και κάθε κρατική αρχή να εξασφαλίζουν την επαναφορά του υπόπτου/κατηγορουμένου στη θέση που θα είχε εάν δεν είχαν προσβληθεί τα δικαιώματά του, μη συνεκτιμώντας, ως εκ τούτου, τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, ιδίως όταν τα επιβαρυντικά στοιχεία που λαμβάνονται σε μια τέτοια εξέταση προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για την καταδίκη του συγκεκριμένου προσώπου;

12)

Έχουν, επομένως, οι διατάξεις που απαριθμούνται στο ερώτημα 11, καθώς και η αρχή της υπεροχής και η αρχή του άμεσου αποτελέσματος την έννοια ότι επιβάλλουν στο εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται ποινικής υπόθεσης εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω οδηγιών καθώς και σε κάθε άλλη κρατική αρχή να μην εφαρμόζουν διατάξεις του εθνικού δικαίου αντίθετες προς τις εν λόγω οδηγίες, όπως το άρθρο 168a του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο αποδεικτικό στοιχείο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί απαράδεκτο απλώς και μόνον επειδή αποκτήθηκε κατά παράβαση των δικονομικών κανόνων ή μέσω παράνομης πράξης, με τους τρόπους που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του Ποινικού Κώδικα, εκτός εάν το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο αποκτήθηκε στο πλαίσιο της άσκησης, από δημόσιο λειτουργό, των επαγγελματικών του υποχρεώσεων, κατόπιν ανθρωποκτονίας, σωματικής βλάβης ή στέρησης της ελευθερίας;

13)

Έχουν το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/800 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο 2, ΣΕΕ και η αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης την έννοια ότι ο εισαγγελέας, ως όργανο που συμμετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης, ενεργώντας ως θεματοφύλακας του κράτους δικαίου και, ταυτόχρονα, ως φορέας που διευθύνει την προδικασία, οφείλει να διασφαλίζει, κατά την προδικασία, αποτελεσματική έννομη προστασία στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της προαναφερθείσας οδηγίας και ότι, κατά την αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, οφείλει να εγγυάται τη δική του ανεξαρτησία και αμεροληψία;

14)

Σε περίπτωση θετικής απάντησης σε οποιοδήποτε από τα ερωτήματα των σημείων 1 έως 4, 5 έως 8, 9 έως 12, και ιδίως σε περίπτωση θετικής απάντησης στο ερώτημα 13, έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (αρχή της πραγματικής δικαστικής προστασίας), σε συνδυασμό με το άρθρο 2 ΣΕΕ, ιδίως σε συνδυασμό με την αρχή του σεβασμού του κράτους δικαίου, όπως ερμηνεύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C-357/19, C-379/19, C-547/19, C-811/19 και C-840/19, EU:C:2021:1034), καθώς και η αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, όπως ερμηνεύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C-64/16, EU:C:2018:117) την έννοια ότι οι αρχές αυτές, λόγω της δυνατότητας άσκησης έμμεσης πίεσης στους δικαστές και της δυνατότητας του Γενικού Εισαγγελέα να δίνει σχετικές δεσμευτικές εντολές στους ιεραρχικώς κατώτερους εισαγγελείς, αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία από την οποία προκύπτει εξάρτηση της εισαγγελίας από όργανο της εκτελεστικής εξουσίας, όπως ο Υπουργός Δικαιοσύνης, και επίσης αποκλείουν την ύπαρξη εθνικής νομοθεσίας που περιορίζει την ανεξαρτησία του δικαστηρίου και την ανεξαρτησία του εισαγγελέα κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, ειδικότερα δε:

α)

του άρθρου 130, παράγραφος 1, του νόμου της 27ης Ιουλίου 2001 περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων, το οποίο επιτρέπει στον Υπουργό Δικαιοσύνης –σε συνδυασμό με την υποχρέωση του εισαγγελέα να γνωστοποιεί τις περιπτώσεις όπου ένα δικαστήριο αποφαίνεται εφαρμόζοντας το δίκαιο της Ένωσης– να διατάξει την άμεση διακοπή της άσκησης των καθηκόντων ενός δικαστή, για διάστημα όχι μεγαλύτερο του ενός μηνός, μέχρι την έκδοση απόφασης από το πειθαρχικό δικαστήριο, εάν, λαμβανομένης υπόψη της φύσης της πράξης που τέλεσε ο δικαστής και η οποία συγκεκριμενοποιείται στην άμεση εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, ο Υπουργός Δικαιοσύνης κρίνει ότι το απαιτεί το κύρος του δικαστηρίου ή τα ουσιώδη συμφέροντα της υπηρεσίας,

β)

του άρθρου 1, παράγραφος 2, του άρθρου 3, παράγραφος 1, σημεία 1 και 3, και του άρθρου 7, παράγραφοι 1 έως 6 και 8, καθώς και του άρθρου 13, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου της 28ης Ιανουαρίου 2016 περί της Εισαγγελίας, από τη συνδυαστική ερμηνεία των οποίων προκύπτει ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος είναι συγχρόνως Γενικός Εισαγγελέας και ανώτατη εισαγγελική αρχή, μπορεί να εκδίδει εντολές δεσμευτικές για τους ιεραρχικά κατώτερους εισαγγελείς ακόμη και σε βαθμό που να περιορίζεται ή να εμποδίζεται η άμεση εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης;


(1)  ΕΕ 2016 L 132, σ. 1.

(2)  ΕΕ 2013 L 294, σ. 1.

(3)  ΕΕ 2012, L 142, σ. 1.

(4)  ΕΕ 2016, L 65, σ. 1.