Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 13ης Ιουνίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Άρθρο 18 – Αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας – Άρθρο 46 – Υποδιαίρεση σύμβασης σε τμήματα – Δυνατότητα να ανατεθεί ένα τμήμα υπό τους όρους της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς στον διαγωνιζόμενο που υπέβαλε τη δεύτερη πιο συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά»

Στην υπόθεση C‑737/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Østre Landsret (εφετείο ανατολικής περιφέρειας, Δανία) με απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Δεκεμβρίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Staten og Kommunernes Indkøbsservice A/S

κατά

BibMedia A/S,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, O. Spineanu-Matei, J.‑C. Bonichot, S. Rodin και L. S. Rossi, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Staten og Kommunernes Indkøbsservice A/S, εκπροσωπούμενη από τους J. Bødtcher-Hansen και R. Holdgaard, advokater,

–        η BibMedia A/S, εκπροσωπούμενη από τον H. Holtse, advokat,

–        η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Kriisa,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. Herranz Elizalde,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Posch και την J. Schmoll,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Gattinara, C. Vang και G. Wils,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 18 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ 2014, L 94, σ. 65, και διορθωτικό ΕΕ 2016, L 135, σ. 120).

2        Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Staten og Kommunernes Indkøbsservice A/S (στο εξής: SKI) και της BibMedia A/S, με αντικείμενο την ανάθεση δημόσιας σύμβασης για την προμήθεια υλικού βιβλιοθήκης και την παροχή συναφών προπαρασκευαστικών υπηρεσιών.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 18 της οδηγίας 2014/24 φέρει τον τίτλο «Αρχές εφαρμοζόμενες στις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων» και ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις και ενεργούν με διαφανή και αναλογικό τρόπο.

Ο σχεδιασμός των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων δεν γίνεται με σκοπό τον αποκλεισμό τ[ου]ς από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ή τον τεχνητό περιορισμό του ανταγωνισμού. Ο ανταγωνισμός θεωρείται ότι περιορίζεται τεχνητά όταν οι διαδικασίες σύναψης συμβάσεων έχουν σχεδιαστεί με σκοπό την αδικαιολόγητα ευνοϊκή ή δυσμενή μεταχείριση ορισμένων οικονομικών φορέων.»

4        Το άρθρο 27 της οδηγίας αυτής επιγράφεται «Ανοικτή διαδικασία» και προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Στις ανοικτές διαδικασίες, μπορεί να υποβάλλει προσφορά στο πλαίσιο προκήρυξης διαγωνισμού κάθε ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας.

[…]»

5        Το άρθρο 28 της εν λόγω οδηγίας τιτλοφορείται «Κλειστή διαδικασία» και έχει ως εξής:

«1.      Στις κλειστές διαδικασίες, μπορεί να υποβάλλει αίτηση συμμετοχής στο πλαίσιο προκήρυξης διαγωνισμού […] κατά περίπτωση οποιοσδήποτε οικονομικός φορέας, παρέχοντας τις πληροφορίες για την ποιοτική επιλογή που ζητούνται από την αναθέτουσα αρχή.

[…]

2.      Προσφορά μπορούν να υποβάλλουν μόνο οι οικονομικοί φορείς που προσκαλούνται από την αναθέτουσα αρχή κατόπιν της αξιολόγησης των πληροφοριών που έχουν παρασχεθεί. […]

[…]»

6        Το άρθρο 46 της ίδιας οδηγίας επιγράφεται «Υποδιαίρεση συμβάσεων σε τμήματα» και ορίζει τα εξής:

«1.      Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να αποφασίζουν να αναθέτουν μια σύμβαση υπό τη μορφή χωριστών τμημάτων και μπορούν να προσδιορίζουν το μέγεθος και το αντικείμενο των τμημάτων αυτών.

[…]

2.      Οι αναθέτουσες αρχές αναφέρουν, στην προκήρυξη σύμβασης ή στην πρόσκληση επιβεβαίωσης ενδιαφέροντος, αν οι προσφορές υποβάλλονται για ένα, περισσότερα ή για όλα τα τμήματα.

Οι αναθέτουσες αρχές δύνανται, ακόμη και εάν οι προσφορές είναι δυνατόν να υποβάλλονται για πολλά ή για όλα τα τμήματα, να περιορίζουν τον αριθμό των τμημάτων που μπορούν να ανατεθούν σε έναν προσφέροντα, υπό την προϋπόθεση ότι ο μέγιστος αριθμός των τμημάτων ανά προσφέροντα ορίζεται στην προκήρυξη σύμβασης ή στην πρόσκληση επιβεβαίωσης ενδιαφέροντος. Οι αναθέτουσες αρχές αναφέρουν στα έγγραφα της διαδικασίας σύναψης σύμβασης τα αντικειμενικά και χωρίς διακρίσεις κριτήρια ή τους κανόνες που προτίθενται να εφαρμόσουν για τον προσδιορισμό των τμημάτων που ανατίθενται, στην περίπτωση που η εφαρμογή των κριτηρίων ανάθεσης θα είχε ως αποτέλεσμα την ανάθεση σε έναν προσφέροντα τμημάτων που υπερβαίνουν τον μέγιστο αριθμό.

3.      Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, σε περίπτωση που είναι δυνατή η ανάθεση περισσότερων του ενός τμημάτων στον ίδιο προσφέροντα, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να αναθέτουν συμβάσεις συνδυάζοντας πολλά ή όλα τα τμήματα, εφόσον έχουν αναφέρει στην προκήρυξη σύμβασης ή στην πρόσκληση για επιβεβαίωση ενδιαφέροντος ότι διατηρούν το δικαίωμα να το πράξουν και αναφέρουν τον τρόπο συνδυασμού των τμημάτων ή ομάδων τμημάτων.

[…]»

 Το δανικό δίκαιο

7        Το άρθρο 2 του Udbudsloven (νόμου για τις δημόσιες συμβάσεις) έχει ως εξής:

«1.      Στις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων […], η αναθέτουσα αρχή τηρεί τις αρχές της ίσης μεταχείρισης, της διαφάνειας και της αναλογικότητας.

2.      Δεν επιτρέπεται ανοικτή διαδικασία η οποία έχει σχεδιαστεί με σκοπό τον αποκλεισμό της αντίστοιχης σύμβασης από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου ή τον τεχνητό περιορισμό του ανταγωνισμού. Θεωρείται ότι υπάρχει τεχνητός περιορισμός του ανταγωνισμού όταν ο σχεδιασμός της σύμβασης αποσκοπεί στην αδικαιολόγητα ευνοϊκή ή δυσμενή μεταχείριση ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων οικονομικών φορέων.»

8        Κατά το άρθρο 49, παράγραφος 3, του νόμου αυτού:

Στην προκήρυξη της σύμβασης, η αναθέτουσα αρχή αναφέρει:

1)      εάν ο κάθε προσφέρων μπορεί να υποβάλει προσφορά μόνον για ένα, για περισσότερα ή για όλα τα τμήματα,

2)      εάν μπορεί να ανατεθούν στον προσφέροντα μόνον ένα, περισσότερα ή όλα τα τμήματα και, ενδεχομένως, ποια τμήματα ή οι ομάδες τμημάτων είναι δυνατόν να συνδυαστούν, και

3)      τα κριτήρια ή τους κανόνες που, με αντικειμενικότητα και χωρίς να εισάγουν διακρίσεις, διέπουν την ανάθεση των τμημάτων, περιλαμβανομένου του τρόπου ανάθεσης των τμημάτων στην περίπτωση κατά την οποία η εφαρμογή των κριτηρίων ή των κανόνων θα είχε ως αποτέλεσμα να ανατεθεί στον ίδιο προσφέροντα ένας αριθμός τμημάτων που υπερέβαινε τον μέγιστο δυνατό.»

9        Το άρθρο 56 του εν λόγω νόμου προβλέπει τα εξής:

«Στις ανοικτές διαδικασίες, κάθε οικονομικός φορέας μπορεί να υποβάλει προσφορά στο πλαίσιο του προκηρυχθέντος διαγωνισμού. […]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

10      Η SKI είναι κεντρική αρχή αγορών η οποία ανήκει στο δανικό Δημόσιο και στην Kommunernes Landsforening (Ομοσπονδία δήμων του Βασιλείου της Δανίας). Ο φορέας αυτός δημιουργήθηκε για να εξορθολογίσει τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων μέσω, μεταξύ άλλων, της ανάθεσης και της διαχείρισης συμφωνιών-πλαισίων για λογαριασμό του κράτους και των δήμων.

11      Στις 4 Φεβρουαρίου 2020 η SKI προκήρυξε διαγωνισμό για τη σύναψη συμφωνίας-πλαισίου σχετικής με την προμήθεια υλικού βιβλιοθήκης και την παροχή συναφών προπαρασκευαστικών υπηρεσιών. Το κριτήριο ανάθεσης της σύμβασης ήταν εκείνο της χαμηλότερης τιμής.

12      Η σύμβαση είχε υποδιαιρεθεί σε οκτώ τμήματα. Τα τμήματα 1 και 2, τα οποία βρίσκονται στο επίκεντρο της διαφοράς της κύριας δίκης, επιγράφονταν αντιστοίχως «Δανικά βιβλία και παρτιτούρες (ανατολική Δανία)» και «Δανικά βιβλία και παρτιτούρες (δυτική Δανία)», ενώ η εκτιμώμενη αξία τους ανερχόταν σε 253 εκατομμύρια δανικές κορώνες (DKK) (περίπου 34 εκατομμύρια ευρώ) και 475 εκατομμύρια DKK (περίπου 63 εκατομμύρια ευρώ) αντιστοίχως.

13      Το σημείο 3.1 της συγγραφής υποχρεώσεων του διαγωνισμού είχε ως εξής:

«Τα τμήματα 1 και 2 είναι αλληλένδετα (βλ. σημείο 3.1.1) και εάν ένας προσφέρων υποβάλει προσφορά για ένα από τα τμήματα αυτά, θεωρείται αυτομάτως ότι υποβάλλεται προσφορά για αμφότερα αυτά τα τμήματα. […]

Υπό την επιφύλαξη των ανωτέρω, δεν υφίστανται κατώτατο ή ανώτατο όριο ως προς τον αριθμό των τμημάτων για τα οποία οι προσφέροντες μπορούν/οφείλουν να υποβάλουν προσφορά.

Η SKI προτίθεται να συνάψει σύμβαση με έναν προμηθευτή ανά τμήμα. Στον ίδιο προμηθευτή μπορούν να ανατεθούν περισσότερα τμήματα.

Η αγορά των υλικών βιβλιοθήκης χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη λίγων μόνον εξειδικευμένων προμηθευτών και δυνητικών προσφερόντων. Τα δανικά βιβλία και παρτιτούρες αποτελούν τη σπουδαιότερη κατηγορία προϊόντων από πλευράς κύκλου εργασιών και είναι σημαντικά από εμπορικής άποψης για τους δυνητικούς προσφέροντες. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι θα υπάρχει και στο μέλλον ανταγωνισμός στον συγκεκριμένο τομέα, τα δανικά βιβλία και παρτιτούρες χωρίζονται γεωγραφικά σε δύο τμήματα. Οι συμβεβλημένοι πελάτες χωρίζονται συνακόλουθα σε δύο κατηγορίες, “ανατολική” και “δυτική” αντιστοίχως. […]»

14      Το σημείο 3.1.1 της ίδιας συγγραφής υποχρεώσεων όριζε τα εξής:

«Για τις συμβάσεις που αφορούν δανικά βιβλία και παρτιτούρες, ο διαγωνισμός προκηρύχθηκε βάσει του λεγόμενου “μοντέλου ανατολής/δύσης”, όπερ σημαίνει ότι η πρόθεση είναι να υπάρξει ένας ανάδοχος προμηθευτής για την ανατολική Δανία και ένας άλλος ανάδοχος προμηθευτής για τη δυτική Δανία, πλην όμως θα ισχύουν οι ίδιες προτεινόμενες τιμές για όλους τους πελάτες, ανεξαρτήτως του αν βρίσκονται στην ανατολική ή τη δυτική Δανία.

[…]

Στον διαγωνιζόμενο που θα υποβάλει την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά θα ανατεθεί η σύμβαση για το τμήμα 2 – βιβλία και παρτιτούρες από τη Δανία (δυτική).

Στον διαγωνιζόμενο που θα υποβάλει τη δεύτερη πιο συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά, θα ανατεθεί η σύμβαση για το τμήμα 1 – βιβλία και παρτιτούρες από τη Δανία (ανατολική). Ωστόσο, ο προσφέρων αυτός πρέπει να αποδεχθεί ότι, για να του ανατεθεί η σύμβαση προμήθειας για την ανατολική Δανία, οφείλει να προμηθεύει τα προϊόντα και να παρέχει τις υπηρεσίες της συμφωνίας-πλαισίου στους πελάτες της ανατολικής Δανίας στις ίδιες ακριβώς τιμές τις οποίες πρότεινε και θα χρεώνει στη δυτική Δανία ο διαγωνιζόμενος με την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά.

Εάν ο διαγωνιζόμενος με τη δεύτερη πιο συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά αρνηθεί να αναλάβει τη σύμβαση για την ανατολική Δανία, η δυνατότητα αυτή θα δοθεί στον διαγωνιζόμενο με την τρίτη πιο συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά, ο οποίος θα πρέπει ομοίως να αποδεχθεί ότι, για να του ανατεθεί η σύμβαση προμήθειας για την ανατολική Δανία, οφείλει να προμηθεύει τα προϊόντα και να παρέχει τις υπηρεσίες της συμφωνίας-πλαισίου στους πελάτες της ανατολικής Δανίας στις ίδιες ακριβώς τιμές τις οποίες πρότεινε και θα χρεώνει στη δυτική Δανία ο διαγωνιζόμενος με την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά.

Εάν και αυτός ο προσφέρων αρνηθεί να αναλάβει τη σύμβαση για την ανατολική Δανία, η δυνατότητα αυτή θα δοθεί στον αμέσως επόμενο προσφέροντα του καταλόγου και ούτω καθεξής. Εάν ο κατάλογος των διαγωνιζομένων των οποίων οι προσφορές πληρούν τους όρους της σύμβασης εξαντληθεί και δεν βρεθεί, μεταξύ τους, προμηθευτής για την ανατολική Δανία, τότε και αυτή η σύμβαση θα ανατεθεί στον προμηθευτή στον οποίο ανατέθηκε η σύμβαση για τη δυτική Δανία. […]

[…]»

15      Κατά τη λήξη της προθεσμίας κατάθεσης των προσφορών, η SKI έλαβε προσφορές από την Audio Visionary Music A/S (στο εξής: AVM) και την BibMedia, οι οποίες υπέβαλαν, αμφότερες, προσφορά για το σύνολο των τμημάτων της σύμβασης.

16      Η SKI, θεωρώντας ότι η BibMedia είχε υποβάλει την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά, της ανέθεσε το τμήμα 2 (δυτική Δανία) και πρότεινε να ανατεθεί στην AVM το τμήμα 1 (ανατολική Δανία), υπό την προϋπόθεση ότι η εταιρία αυτή θα δεχόταν να χρεώνει, για την προμήθεια του υλικού και την παροχή των υπηρεσιών που προβλέπονταν όσον αφορά το τμήμα 1, την προταθείσα από την BibMedia τιμή, για την οποία η AVM είχε ενημερωθεί.

17      Η AVM δέχθηκε και, ως εκ τούτου, η SKI κοινοποίησε, στις 21 Απριλίου 2020, την απόφαση ανάθεσης της σχετικής σύμβασης.

18      Στις 30 Απριλίου 2020 η AVM προσέφυγε ενώπιον της Klagenævnet for Udbud (Επιτροπής προσφυγών για τις δημόσιες συμβάσεις, Δανία, στο εξής: Επιτροπή προσφυγών).

19      Στις 14 Ιανουαρίου 2021 η Επιτροπή προσφυγών έκρινε ότι η SKI είχε παραβεί το άρθρο 2, παράγραφος 1, του νόμου για τις δημόσιες συμβάσεις προκηρύσσοντας, για την ανάθεση των τμημάτων 1 και 2, έναν διαγωνισμό του οποίου οι ρυθμίσεις συνεπάγονταν, κατ’ ουσίαν, ότι ο διαγωνιζόμενος που υπέβαλε τη δεύτερη πιο συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά μπορούσε να τροποποιήσει την προσφορά του μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής προσφορών, προκειμένου να του ανατεθεί το τμήμα 1 (στο εξής: απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2021).

20      Η Επιτροπή προσφυγών αιτιολόγησε την απόφασή της εξηγώντας ότι ο διαγωνιζόμενος αυτός είχε την ευχέρεια να τροποποιήσει ουσιώδη όρο της προσφοράς του, ήτοι την τιμή, κατά τρόπο που ωφελεί την αναθέτουσα αρχή και παρέχει στον ίδιο τη δυνατότητα να βελτιώσει την προσφορά του, προκειμένου να του ανατεθεί ένα τμήμα της σύμβασης. Μια τέτοια ρύθμιση αντιβαίνει, κατά την Επιτροπή προσφυγών, στην απαγόρευση διαπραγματεύσεων, η οποία απορρέει από τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας.

21      Στις 9 Ιουλίου 2021 η SKI προσέβαλε την απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2021 ενώπιον του Retten i Glostrup (τοπικού δικαστηρίου Glostrup, Δανία).

22      Στις 7 Δεκεμβρίου 2021 η προσφυγή της παραπέμφθηκε ενώπιον του Østre Landsret (εφετείου ανατολικής περιφέρειας, Δανία), δηλαδή του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο επιλήφθηκε ως αρμόδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

23      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το Δικαστήριο έχει μεν διευκρινίσει ήδη το περιεχόμενο της απαγόρευσης διαπραγματεύσεων η οποία απορρέει από το άρθρο 18 της οδηγίας 2014/24, σε σχέση με τις επιφυλάξεις που περιέχονται τυχόν σε προσφορά, με την υπεργολαβία και με τη δυνατότητα να ληφθούν υπόψη συμπληρωματικές πληροφορίες, πλην όμως δεν έχει ακόμη αποσαφηνίσει αν, στο πλαίσιο ανοικτής διαδικασίας σχετικής με σύμβαση υποδιαιρούμενη σε τμήματα σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 46 της ίδιας οδηγίας, η απαγόρευση διαπραγματεύσεων σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται να ανατεθεί σε διαγωνιζόμενο ο οποίος δεν έχει υποβάλει την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά ένα τμήμα της σύμβασης υπό την προϋπόθεση ότι αυτός θα αποδεχθεί, στο πλαίσιο του συγκεκριμένου τμήματος, να χρεώνει για την προμήθεια του υλικού και την παροχή των υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο της σύμβασης την ίδια τιμή με εκείνη την οποία έχει προτείνει ο διαγωνιζόμενος που υπέβαλε την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά.

24      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Østre Landsret (εφετείο ανατολικής περιφέρειας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν οι αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης, οι οποίες κατοχυρώνονται στο άρθρο 18 της οδηγίας [2014/14], καθώς και η συνακόλουθη απαγόρευση διαπραγματεύσεων, την έννοια ότι δεν επιτρέπεται να παρέχεται σε διαγωνιζόμενο ο οποίος υπέβαλε τη δεύτερη πιο συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά στο πλαίσιο ανοικτής διαδικασίας για την ανάθεση τμημάτων δημόσιας σύμβασης, όπως αυτή για την οποία γίνεται λόγος στα άρθρα 27 και 46 της οδηγίας, η δυνατότητα, μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των προσφορών, και σύμφωνα με τους προκαθορισμένους όρους της συγγραφής υποχρεώσεων, να αναλάβει στο πλαίσιο του αντίστοιχου τμήματος την προμήθεια και τις υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο της σύμβασης, χρεώνοντας την ίδια τιμή με τον διαγωνιζόμενο ο οποίος είχε υποβάλει την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και στον οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, ένα άλλο τμήμα στο πλαίσιο της ίδιας σύμβασης;»

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

25      Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως υπογραμμίσει ότι η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ συνιστά έναν μηχανισμό συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, χάρη στον οποίο το μεν παρέχει στα δε τα ερμηνευτικά στοιχεία του ενωσιακού δικαίου που τους είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν, καθώς και ότι ο δικαιολογητικός λόγος της προδικαστικής παραπομπής δεν έγκειται στη διατύπωση συμβουλευτικής γνώμης επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, αλλά στην αυτονόητη ανάγκη αποτελεσματικής επίλυσης μιας ένδικης διαφοράς [απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2024, G. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στα τακτικά δικαστήρια στην Πολωνία), C‑181/21 και C‑269/21, EU:C:2024:1, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Tο Δικαστήριο έχει επίσης υπενθυμίσει ότι τόσο από το γράμμα όσο και από την οικονομία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η διαδικασία προδικαστικής αποφάσεως προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι εκκρεμεί πράγματι ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων διαφορά, στο πλαίσιο της οποίας αυτά καλούνται να εκδώσουν απόφαση που θα λαμβάνει υπόψη την προδικαστική απόφαση (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26      Εν προκειμένω, στις 13 Οκτωβρίου 2023 το Δικαστήριο απηύθυνε αίτηση παροχής πληροφοριών στο αιτούν δικαστήριο, ζητώντας του να αποσαφηνίσει αν, παρά το γεγονός στο οποίο αναφέρεται με τις γραπτές παρατηρήσεις η BibMedia, δηλαδή ότι η επίμαχη διαδικασία διαγωνισμού δεν συνεχίστηκε μετά την έκδοση της αποφάσεως της 14ης Ιανουαρίου 2021, αλλά αντικαταστάθηκε από νέα διαδικασία διαγωνισμού, η SKI διατηρεί, κατά το δανικό δίκαιο, έννομο συμφέρον στη διαφορά της κύριας δίκης.

27      Στις 27 Νοεμβρίου 2023 το αιτούν δικαστήριο απάντησε καταφατικά στο ως άνω αίτημα παροχής πληροφοριών, παραπέμποντας, μεταξύ άλλων, στη δανική νομολογία σχετικά με το έννομο συμφέρον στον τομέα του διοικητικού δικαίου.

28      Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι εξακολουθεί να υφίσταται, κατά το εθνικό δίκαιο, έννομο συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, στο πλαίσιο της οποίας το ίδιο καλείται να εκδώσει απόφαση που θα λαμβάνει υπόψη την προδικαστική απόφαση, το υποβληθέν ερώτημα δεν είναι υποθετικής φύσης και πρέπει να κριθεί παραδεκτό.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

29      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24 έχει την έννοια ότι οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας για τις οποίες γίνεται λόγος στη διάταξη αυτή, δεν επιτρέπουν, στο πλαίσιο διαδικασίας για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης υποδιαιρούμενης σε τμήματα, να ανατίθεται, σύμφωνα με τους προκαθορισμένους όρους των εγγράφων του διαγωνισμού, στον διαγωνιζόμενο που υπέβαλε τη δεύτερη πιο συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά ένα τμήμα της σύμβασης υπό την προϋπόθεση ότι αυτός αποδέχεται να χρεώνει, για τις προμήθειες των αγαθών και την παροχή των υπηρεσιών που σχετίζονται με το συγκεκριμένο τμήμα, την ίδια τιμή με την προταθείσα από τον διαγωνιζόμενο ο οποίος υπέβαλε την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και στον οποίο, κατά συνέπεια, ανατέθηκε ένα άλλο, μεγαλύτερο, τμήμα της σύμβασης.

30      Σκοπός της αρχής της ίσης μεταχείρισης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24, είναι να ευνοείται η ανάπτυξη υγιούς και πραγματικού ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων που μετέχουν σε δημόσιο διαγωνισμό, πρόκειται δε για αρχή η οποία άπτεται της ίδιας της ουσίας των ενωσιακών κανόνων που διέπουν τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Βάσεις της αρχής αυτής, στους διαγωνιζομένους πρέπει να επιφυλάσσεται ίση μεταχείριση τόσο κατά τον χρόνο της προετοιμασίας των προσφορών τους όσο και κατά τον χρόνο της αξιολόγησής τους από την αναθέτουσα αρχή (πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Rad Service κ.λπ., C‑210/20, EU:C:2021:445, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Σκοπός της αρχής της διαφάνειας, η οποία επίσης κατοχυρώνεται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24, είναι να αποκλείεται κάθε πιθανότητα να ενεργήσει η αναθέτουσα αρχή μεροληπτικά και αυθαίρετα. Η αρχή αυτή προϋποθέτει ότι οι όροι και οι ρυθμίσεις της διαδικασίας ανάθεσης πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια, ακρίβεια και χωρίς αμφισημία στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων, κατά τρόπο ώστε, αφενός, όλοι οι ευλόγως ενημερωμένοι και κανονικά επιμελείς διαγωνιζόμενοι να μπορούν να αντιληφθούν το ακριβές περιεχόμενό τους και να τις ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο και, αφετέρου, η αναθέτουσα αρχή να είναι σε θέση να ελέγξει αποτελεσματικά αν οι προσφορές των διαγωνιζομένων ανταποκρίνονται στα κριτήρια που διέπουν την επίμαχη σύμβαση (πρβλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Casertana Costruzioni, C‑223/16, EU:C:2017:685, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας απαγορεύουν κάθε διαπραγμάτευση μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και ενός διαγωνιζομένου στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης, όπερ συνεπάγεται ότι, κατ’ αρχήν, μια προσφορά δεν είναι δυνατόν μετά την κατάθεσή της να τροποποιηθεί, κατόπιν πρωτοβουλίας είτε της αναθέτουσας αρχής είτε του διαγωνιζομένου (αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Casertana Costruzioni, C‑223/16, EU:C:2017:685, σκέψη 35, και της 3ης Ιουνίου 2021, Rad Service κ.λπ., C‑210/20, EU:C:2021:445, σκέψη 43).

33      Εν προκειμένω, δεν ενέχει κανένα στοιχείο διαπραγμάτευσης, υπό την έννοια της προαναφερθείσας νομολογίας, μια ρύθμιση διαδικασίας σύναψης δημοσίων συμβάσεων όπως η προβλεπόμενη στη συγγραφή υποχρεώσεων του επίμαχου στην κύρια δίκη διαγωνισμού, σύμφωνα με την οποία η σύμβαση υποδιαιρείται σε τμήματα και το μεγαλύτερο εξ αυτών ανατίθεται στον διαγωνιζόμενο που υποβάλλει την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά, ενώ ένα τμήμα χαμηλότερης αξίας ανατίθεται κατά προτίμηση, προς διαφύλαξη του ανταγωνισμού εντός του οικείου οικονομικού τομέα, στον διαγωνιζόμενο που υποβάλλει τη δεύτερη πιο συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός αποδέχεται να εκτελέσει το συγκεκριμένο τμήμα στην τιμή την οποία προτείνει ο διαγωνιζόμενος που υποβάλλει την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά.

34      Επισημαίνεται ειδικότερα ότι μια τέτοια ρύθμιση της διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης διασφαλίζει, για την ανάθεση του συνόλου των τμημάτων της σύμβασης, την τήρηση του κριτηρίου της χαμηλότερης τιμής, χωρίς η αναθέτουσα αρχή να έχει τη δυνατότητα να παρεκκλίνει από το κριτήριο αυτό ή να καλέσει έναν διαγωνιζόμενο να τροποποιήσει την προσφορά του, δεδομένου ότι η αναθέτουσα αρχή είναι υποχρεωμένη να στηριχθεί στις τιμές που προτάθηκαν πριν από τη λήξη της προθεσμίας κατάθεσης των προσφορών και να τηρεί, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, τη σειρά κατάταξης η οποία προκύπτει από τις εν λόγω προσφορές τιμών.

35      Πράγματι, σε μια τέτοια διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης, η κατάταξη των διαγωνιζομένων καθορίζεται άμεσα και οριστικά από τις τιμές που προτάθηκαν πριν από τη λήξη της προθεσμίας κατάθεσης των προσφορών. Στην κατάταξη αυτή, ο διαγωνιζόμενος που προσέφερε τη χαμηλότερη τιμή καταλαμβάνει την πρώτη θέση και η τιμή του είναι εκείνη στην οποία θα συναφθεί, στο σύνολό της, η σύμβαση.

36      Η δυνατότητα, την οποία παρέχει η συγγραφή υποχρεώσεων, να ανατεθεί ένα τμήμα της σύμβασης στον διαγωνιζόμενο που υποβάλλει τη δεύτερη πιο συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά απορρέει αποκλειστικώς και μόνον, όπως ορίζεται ρητώς στα έγγραφα του διαγωνισμού, από το γεγονός ότι ο διαγωνιζόμενος αυτός καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση στην κατάταξη η οποία προκύπτει από τις τιμές που προτάθηκαν με τις προσφορές.

37      Το αν θα αξιοποιηθεί η ως άνω δυνατότητα εξαρτάται από την απόφαση του συγκεκριμένου διαγωνιζομένου να αποδεχθεί, ή όχι, να εκτελέσει το αντίστοιχο τμήμα στην τιμή του διαγωνιζομένου που υπέβαλε την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά. Ο όρος αυτός εντάσσεται στις ρυθμίσεις της διαδικασίας ανάθεσης οι οποίες διατυπώνονται στη συγγραφή υποχρεώσεων του διαγωνισμού. Στην περίπτωση κατά την οποία ο διαγωνιζόμενος που υπέβαλε τη δεύτερη πιο συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά δεν δεχθεί να ευθυγραμμιστεί με την τιμή αυτή, εναπόκειται στον διαγωνιζόμενο ο οποίος καταλαμβάνει την τρίτη θέση στην κατάταξη που προκύπτει από τις τιμές οι οποίες προτάθηκαν με τις προσφορές να λάβει θέση επί του ζητήματος, και ούτως καθεξής, κατά τη σειρά κατάταξης των προσφορών, όσο ουδείς εκ των διαγωνιζομένων δέχεται να ευθυγραμμιστεί με την τιμή της προσφοράς του διαγωνιζομένου που υπέβαλε την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά. Αν όλοι οι διαγωνιζόμενοι που έχουν καταταγεί από τη δεύτερη έως την τελευταία θέση αρνηθούν να εκτελέσουν το αντίστοιχο τμήμα στη συγκεκριμένη τιμή, τότε το σύνολο των τμημάτων της σύμβασης ανατίθεται στον διαγωνιζόμενο που υπέβαλε την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά.

38      Καμία από τις αποφάσεις τις οποίες ενδέχεται να λάβουν οι διαγωνιζόμενοι που κατετάγησαν από τη δεύτερη έως την τελευταία θέση δεν συνεπάγεται τροποποίηση των προσφορών που είχαν κατατεθεί πριν από τη λήξη της προβλεπόμενης προς τούτο προθεσμίας, ούτε διαπραγμάτευση με την αναθέτουσα αρχή. Πράγματι, κανένας διαγωνιζόμενος δεν έχει τη δυνατότητα να αλλάξει, με τροποποίηση της προσφοράς του ή με οποιαδήποτε διαπραγμάτευση, τη θέση του στην κατάταξη ή την τιμή σύναψης για οποιοδήποτε τμήμα της συμβάσεως.

39      Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι μια ρύθμιση διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη εμπίπτει, χωρίς να είναι αντίθετη προς τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας, στην περίπτωση στην οποία αναφέρεται το άρθρο 46 της οδηγίας 2014/24, ήτοι στην περίπτωση όπου η αναθέτουσα αρχή αποφασίζει να αναθέσει μια σύμβαση υπό τη μορφή χωριστών τμημάτων, διευκρινίζοντας στα έγγραφα του διαγωνισμού αν επιτρέπεται η υποβολή προσφοράς για ένα μόνον τμήμα, για περισσότερα τμήματα ή για όλα τα τμήματα και προσδιορίζοντας ποια αντικειμενικά και αμερόληπτα κριτήρια θα εφαρμοστούν για την ανάθεση των τμημάτων.

40      Ως προς το ζήτημα αυτό, είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι πρόκειται για ανοικτή διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης, κατά την έννοια του άρθρου 27 της οδηγίας 2014/24, δεδομένου ότι οι εκτιμήσεις οι οποίες εκτέθηκαν στις σκέψεις 33 έως 38 της παρούσας αποφάσεως ισχύουν και στο πλαίσιο κλειστής διαδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 28 της ίδιας οδηγίας, άπαξ και οι οικονομικοί φορείς που κλήθηκαν να υποβάλουν προσφορά έχουν καταθέσει τις αντίστοιχες προσφορές τιμών τους.

41      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24 έχει την έννοια ότι οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας, για τις οποίες γίνεται λόγος στην προαναφερθείσα διάταξη, επιτρέπουν, στο πλαίσιο διαδικασίας για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης υποδιαιρούμενης σε τμήματα, να ανατίθεται, σύμφωνα με τους προκαθορισμένους όρους των εγγράφων του διαγωνισμού, στον διαγωνιζόμενο που υπέβαλε τη δεύτερη πιο συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά ένα τμήμα της σύμβασης, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός αποδέχεται να χρεώνει, για τις προμήθειες των αγαθών και την παροχή των υπηρεσιών που σχετίζονται με το συγκεκριμένο τμήμα, την ίδια τιμή με την προταθείσα από τον διαγωνιζόμενο ο οποίος υπέβαλε την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και στον οποίο, κατά συνέπεια, ανατέθηκε ένα άλλο, μεγαλύτερο, τμήμα της σύμβασης.

 Επί των δικαστικών εξόδων

42      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ,

έχει την έννοια ότι:

οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας, για τις οποίες γίνεται λόγος στην προαναφερθείσα διάταξη, επιτρέπουν, στο πλαίσιο διαδικασίας για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης υποδιαιρούμενης σε τμήματα, να ανατίθεται, σύμφωνα με τους προκαθορισμένους όρους των εγγράφων του διαγωνισμού, στον διαγωνιζόμενο που υπέβαλε τη δεύτερη πιο συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά ένα τμήμα της σύμβασης, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός αποδέχεται να χρεώνει, για τις προμήθειες των αγαθών και την παροχή των υπηρεσιών που σχετίζονται με το συγκεκριμένο τμήμα, την ίδια τιμή με την προταθείσα από τον διαγωνιζόμενο ο οποίος υπέβαλε την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και στον οποίο, κατά συνέπεια, ανατέθηκε ένα άλλο, μεγαλύτερο, τμήμα της σύμβασης.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η δανική.