Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 29ης Ιουλίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Προώθηση της χρήσεως ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές – Οδηγία 2009/28/ΕΚ – Άρθρα 17 και 18 – Οδηγία 2018/2001/ΕΚ – Άρθρα 25, 29 και 30 – Κριτήρια αειφορίας και μειώσεως των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου – Επαλήθευση της συμμορφώσεως προς τα κριτήρια αυτά – Βιοκαύσιμα κινήσεως – Παραγωγή καυσίμων σύμφωνα με τη διαδικασία της συνεπεξεργασίας – Αποδείξεις συμμορφώσεως προς τα εν λόγω κριτήρια αειφορίας – Μέθοδος ισοζυγίου μάζας – Μέθοδοι για την εκτίμηση της περιεκτικότητας σε υδρογονοκατεργασμένα φυτικά έλαια (HVO) στα καύσιμα που παράγονται με τη διαδικασία αυτή – Ρύθμιση κράτους μέλους η οποία απαιτεί φυσική ανάλυση με χρήση άνθρακα 14 – Άρθρο 34 ΣΛΕΕ – Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων»

Στην υπόθεση C‑624/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Conseil d’État (Γαλλία) με απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Σεπτεμβρίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

BP France SAS

κατά

Ministre de l’Économie, des Finances et de la Souveraineté industrielle et numérique,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του τρίτου τμήματος, N. Piçarra, N. Jääskinen και M. Gavalec (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona,

γραμματέας: N. Mundhenke, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Οκτωβρίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η BP France SAS, εκπροσωπούμενη από τους M. Dantin και A. Kourtih, avocats, επικουρούμενους από την A. Comtesse York von Wartenberg και από τον J. Lopez, εμπειρογνώμονες,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J.‑L. Carré, τον V. Depenne, τον B. Fodda, και την M. Guiresse,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman και A. Hanje,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Posch, την J. Schmoll, τον F. Koppensteiner και τον F. Werni,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B. De Meester και F. Thiran,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιανουαρίου 2024,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 17 και 18 της οδηγίας 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 140, σ. 16), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2015/1513 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015 (ΕΕ 2015, L 239, σ. 1) (στο εξής: οδηγία 2009/28), των άρθρων 25, 29 και 30 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (ΕΕ 2018, L 328, σ. 82), καθώς και του άρθρου 34 ΣΛΕΕ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της εταιρίας BP France SAS και του ministre de l’Économie, des Finances et de la Souveraineté industrielle et numérique (Γαλλία) σχετικά με τη νομιμότητα της εγκυκλίου του αρμόδιου για τα δημόσια οικονομικά αναπληρωτή Υπουργού, της 18ης Αυγούστου 2020, σχετικά με τον φόρο παροχής κινήτρων για την πρόσμειξη με βιοκαύσιμα (TIRIB) (στο εξής: επίδικη εγκύκλιος), η οποία επιβάλλει τη διενέργεια φυσικής εργαστηριακής αναλύσεως με βάση τον άνθρακα 14 για τον προσδιορισμό της πραγματικής περιεκτικότητας σε υδρογονοκατεργασμένα φυτικά έλαια (στο εξής: HVO) τύπου βενζίνης ή τύπου πετρελαίου εσωτερικής καύσεως καυσίμου παραγόμενου με τη μέθοδο της συνεπεξεργασίας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2009/28

3        Η οδηγία 2009/28 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2018/2001 με ισχύ από 1ης Ιουλίου 2021. Το άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο θʹ, της οδηγίας 2009/28 περιείχε τον ακόλουθο ορισμό:

«[…]

θ)      “βιοκαύσιμα”: υγρά ή αέρια καύσιμα κίνησης τα οποία παράγονται από βιομάζα».

4        Το άρθρο 3 της οδηγίας 2009/28 έφερε τον τίτλο «Δεσμευτικοί εθνικοί συνολικοί στόχοι και μέτρα για τη χρήση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές» και όριζε στην παράγραφο 4 τα εξής:

«Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε όλες τις μορφές μεταφορών να αντιπροσωπεύει, το 2020, ποσοστό τουλάχιστον 10 % της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στις μεταφορές στο εν λόγω κράτος μέλος.

[…]»

5        Το άρθρο 17 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Κριτήρια αειφορίας για τα βιοκαύσιμα και τα βιορευστά», όριζε στην παράγραφo 1 τα εξής:

«1      Ανεξαρτήτως του εάν οι πρώτες ύλες καλλιεργούνται εντός ή εκτός της επικράτειας της [Ευρωπαϊκής] Κοινότητας, η ενέργεια από τα βιοκαύσιμα και τα βιορευστά λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) μόνον εφόσον πληρούν τα κριτήρια αειφορίας των παραγράφων 2 έως 6 του παρόντος άρθρου:

α)      για την αξιολόγηση της τήρησης των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας ως προς τους εθνικούς στόχους·

β)      για την αξιολόγηση της τήρησης των υποχρεώσεων που αφορούν την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές·

γ)      για τον προσδιορισμό της επιλεξιμότητας για χρηματοδοτική υποστήριξη για την κατανάλωση βιοκαυσίμων και βιορευστών.

[…]»

6        Το ως άνω άρθρο 17, παράγραφοι 2 έως 5, της εν λόγω οδηγίας όριζε τα κριτήρια αειφορίας σχετικά με την παραγωγή των βιοκαυσίμων και βιορευστών.

7        Το εν λόγω άρθρο 17, παράγραφος 8, προέβλεπε τα εξής:

«Για τους σκοπούς που απαριθμούνται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη δεν αρνούνται να λάβουν υπόψη, για λοιπούς λόγους αειφορίας, τα βιοκαύσιμα και βιορευστά που λαμβάνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

[…]»

8        Το άρθρο 18 της οδηγίας 2009/28, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επαλήθευση της τήρησης των κριτηρίων αειφορίας για τα βιοκαύσιμα και τα βιορευστά», προέβλεπε τα εξής:

«1      Όταν βιοκαύσιμα και βιορευστά πρόκειται να ληφθούν υπόψη για τους σκοπούς που απαριθμούνται στα στοιχεία α), β) και γ) του άρθρου 17 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη υποχρεώνουν τους οικονομικούς φορείς να αποδείξουν ότι πληρούνται τα κριτήρια αειφορίας που καθορίζονται στο άρθρο 17 παράγραφοι 2 έως 5. Για το σκοπό αυτό, απαιτούν από τους οικονομικούς φορείς να χρησιμοποιούν ένα σύστημα ισοζυγίου μάζας το οποίο:

α)      επιτρέπει παρτίδες πρώτων υλών ή βιοκαυσίμων με διαφορετικά χαρακτηριστικά αειφορίας να αναμειγνύονται·

β)      απαιτεί οι πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά αειφορίας και τα μεγέθη των παρτίδων που αναφέρονται στο στοιχείο α) να αποδίδονται επίσης στο μείγμα και

γ)      προβλέπει ότι το σύνολο όλων των παρτίδων που αποσύρονται από το μείγμα περιγράφεται ως έχον τα ίδια χαρακτηριστικά αειφορίας, στις ίδιες ποσότητες, με το σύνολο όλων των παρτίδων που προστίθενται στο μείγμα.

[…]

3.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι οι οικονομικοί φορείς υποβάλλουν αξιόπιστες πληροφορίες και θέτουν στη διάθεση του κράτους μέλους, κατόπιν σχετικού αιτήματος, τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για τη διαμόρφωση των πληροφοριών. Τα κράτη μέλη υποχρεώνουν τους οικονομικούς φορείς να εξασφαλίζουν κατάλληλου επιπέδου ανεξάρτητο έλεγχο των πληροφοριών που υποβάλλουν, και να παρέχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν τη διενέργεια τέτοιου ελέγχου. Με τον έλεγχο επαληθεύεται ότι τα συστήματα που χρησιμοποιούνται από τους οικονομικούς φορείς είναι ακριβή, αξιόπιστα και δεν επιδέχονται απάτη. Αξιολογούνται η συχνότητα και η μεθοδολογία των δειγματοληψιών και η ορθότητα των δεδομένων.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου περιλαμβάνουν ιδίως πληροφορίες για την τήρηση των κριτηρίων αειφορίας του άρθρου 17 παράγραφοι 2 έως 5, κατάλληλες και σχετικές πληροφορίες για τα μέτρα που λαμβάνονται για την προστασία του εδάφους, του νερού και του αέρα, την αποκατάσταση των υποβαθμισμένων εδαφών, την αποφυγή υπερβολικής κατανάλωσης νερού σε περιοχές όπου το νερό σπανίζει καθώς και κατάλληλες και σχετικές πληροφορίες για τα μέτρα που λαμβάνονται για να ληφθούν υπόψη τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 7 δεύτερο εδάφιο.

[…]

4.      Η Κοινότητα επιδιώκει τη σύναψη διμερών ή πολυμερών συμφωνιών με τρίτες χώρες, οι οποίες περιλαμβάνουν διατάξεις για κριτήρια αειφορίας που αντιστοιχούν προς τα κριτήρια της παρούσας οδηγίας. Εάν η Κοινότητα έχει συνάψει συμφωνίες που περιλαμβάνουν διατάξεις οι οποίες καλύπτουν τα θέματα τα οποία καλύπτονται από τα κριτήρια αειφορίας του άρθρου 17 παράγραφοι 2 έως 5, η [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή μπορεί να αποφασίζει ότι οι συμφωνίες αυτές αποδεικνύουν ότι τα βιοκαύσιμα και βιορευστά που παράγονται από πρώτες ύλες καλλιεργούμενες στις χώρες αυτές πληρούν τα εν λόγω κριτήρια αειφορίας. […]

Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίζει ότι τα εθελοντικά εθνικά ή διεθνή συστήματα που θεσπίζουν τα πρότυπα για την παραγωγή προϊόντων βιομάζας περιέχουν ακριβή δεδομένα για τους σκοπούς του άρθρου 17 παράγραφος 2 και/ή αποδεικνύουν ότι οι παρτίδες βιοκαυσίμων ή βιορευστών πληρούν τα κριτήρια αειφορίας που καθορίζονται στο άρθρο 17 παράγραφοι 3, 4 και 5 και/ή ότι κανένα υλικό δεν έχει σκοπίμως τροποποιηθεί ή απορριφθεί ώστε η παρτίδα ή μέρος αυτής να εμπίπτει στο παράρτημα IX. […]

[…]

5.      Η Επιτροπή εκδίδει αποφάσεις σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου μόνον εάν η συγκεκριμένη συμφωνία ή το συγκεκριμένο σύστημα πληροί κατάλληλα πρότυπα αξιοπιστίας, διαφάνειας και ανεξάρτητου ελέγχου. […]

Τα εθελοντικά συστήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 4 (“εθελοντικά συστήματα”) δημοσιεύουν τακτικά και τουλάχιστον ετησίως κατάλογο των οργανισμών πιστοποίησης που χρησιμοποιούνται για τη διενέργεια ανεξάρτητου ελέγχου με μνεία του φορέα ή της εθνικής δημόσιας αρχής που ενέκρινε τον κάθε οργανισμό πιστοποίησης και ευθύνεται για την παρακολούθησή του.

Ειδικότερα για την αποτροπή περιπτώσεων απάτης, η Επιτροπή μπορεί, βάσει ανάλυσης κινδύνου ή των εκθέσεων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, να προσδιορίζει τις λεπτομερείς προδιαγραφές για τη διενέργεια του ανεξάρτητου ελέγχου και να απαιτεί την εφαρμογή αυτών των προδιαγραφών από όλα τα εθελοντικά συστήματα. Αυτό γίνεται με την έκδοση εκτελεστικών πράξεων σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 25 παράγραφος 3. Οι πράξεις αυτές ορίζουν προθεσμία για την εφαρμογή των προδιαγραφών από τα εθελοντικά συστήματα. Η Επιτροπή μπορεί να καταργεί αποφάσεις για την αναγνώριση εθελοντικών συστημάτων σε περίπτωση που τα εν λόγω συστήματα δεν εφαρμόζουν τις εν λόγω προδιαγραφές εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.

[…]

7.      Όταν ένας οικονομικός φορέας υποβάλλει αποδείξεις ή δεδομένα που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο συμφωνίας ή συστήματος για τα οποία έχει ληφθεί απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 4, στο βαθμό που καλύπτονται από την εν λόγω απόφαση, το κράτος μέλος δεν απαιτεί από τον προμηθευτή να υποβάλει περαιτέρω αποδείξεις της τήρησης των κριτηρίων αειφορίας που καθορίζονται στο άρθρο 17 παράγραφοι 2 έως 5, ή τις πληροφορίες για τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου.

[…]»

 Η οδηγία 2018/2001

9        Οι αιτιολογικές σκέψεις 94, 107 έως 110 και 126 της οδηγίας 2018/2001 διαλαμβάνουν τα εξής:

«(94)      Τα βιοκαύσιμα, τα βιορευστά και τα καύσιμα βιομάζας θα πρέπει πάντα να παράγονται με αειφόρο τρόπο. Συνεπώς, θα πρέπει να είναι υποχρεωτικό τα βιοκαύσιμα, τα βιορευστά και τα καύσιμα βιομάζας, τα οποία χρησιμοποιούνται με σκοπό τη συμμόρφωση προς τον ενωσιακό στόχο που θέτει η παρούσα οδηγία και τα οποία τυγχάνουν ενίσχυσης από καθεστώτα να πληρούν τα κριτήρια αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Η εναρμόνιση αυτών των κριτηρίων για τα βιοκαύσιμα και τα βιορευστά είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη των στόχων της ενεργειακής πολιτικής της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 194 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ. Η εν λόγω εναρμόνιση εξασφαλίζει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας και, επομένως, διευκολύνει, ιδίως όσον αφορά την υποχρέωση των κρατών μελών να μην αρνούνται να λάβουν υπόψη, για λοιπούς λόγους αειφορίας, τα βιοκαύσιμα και τα βιορευστά που λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών στον τομέα των συμμορφούμενων βιοκαυσίμων και βιορευστών. Τα θετικά αποτελέσματα της εναρμόνισης των κριτηρίων αυτών στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας και στην αποφυγή της στρέβλωσης του ανταγωνισμού στην Ένωση δεν μπορούν να ανατραπούν. Στην περίπτωση των καυσίμων βιομάζας, θα πρέπει τα κράτη μέλη να έχουν τη δυνατότητα να θέσουν πρόσθετα κριτήρια αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου.

[…]

(107)      Με βάση την πείρα από την πρακτική εφαρμογή των ενωσιακών κριτηρίων αειφορίας, είναι σκόπιμο να ενισχυθεί ο ρόλος των εθελοντικών διεθνών και εθνικών συστημάτων πιστοποίησης για την επαλήθευση της συμμόρφωσης με τα κριτήρια αειφορίας με εναρμονισμένο τρόπο.

(108)      Είναι προς το συμφέρον της Ένωσης να ενθαρρύνει την καθιέρωση εθελοντικών διεθνών ή εθνικών συστημάτων θέσπισης προτύπων για την παραγωγή αειφόρων βιοκαυσίμων, βιορευστών και καυσίμων βιομάζας και πιστοποίησης ότι η παραγωγή των βιοκαυσίμων, βιορευστών και καυσίμων βιομάζας τηρεί τα εν λόγω πρότυπα. Για τον λόγο αυτό, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι τα συστήματα θα αναγνωρίζεται ότι παρέχουν αξιόπιστες πληροφορίες και στοιχεία, εφόσον τηρούν τα κατάλληλα πρότυπα αξιοπιστίας, διαφάνειας και ανεξάρτητου ελέγχου. Για να διασφαλιστεί ότι η συμμόρφωση με τα κριτήρια αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου επαληθεύεται κατά τρόπο αξιόπιστο και εναρμονισμένο και, ιδίως, για την πρόληψη της απάτης, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να καθορίσει λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής, συμπεριλαμβανομένων κατάλληλων προτύπων αξιοπιστίας, διαφάνειας και ανεξάρτητου ελέγχου για εφαρμογή από τα εθελοντικά συστήματα.

(109)      Τα εθελοντικά συστήματα διαδραματίζουν όλο και σημαντικότερο ρόλο στην απόδειξη της συμμόρφωσης με τα κριτήρια αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου των βιοκαυσίμων, των βιορευστών και των καυσίμων βιομάζας. Είναι επομένως σκόπιμο η Επιτροπή να απαιτεί, στο πλαίσιο των εθελοντικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένων όσων ήδη έχουν αναγνωριστεί από την Επιτροπή, τακτική υποβολή εκθέσεων για τη δραστηριότητά τους. Οι εκθέσεις αυτές θα πρέπει να δημοσιοποιούνται για την αύξηση της διαφάνειας και τη βελτίωση της εποπτείας από την Επιτροπή. Επιπλέον, οι εκθέσεις αυτές θα πρέπει να παρέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε η Επιτροπή να είναι σε θέση να υποβάλει έκθεση για τη λειτουργία των εθελοντικών προγραμμάτων, με σκοπό τον προσδιορισμό βέλτιστων πρακτικών και την υποβολή, εφόσον ενδείκνυται, πρότασης για την προώθηση τέτοιων βέλτιστων πρακτικών.

(110)      Για να διευκολυνθεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, θα πρέπει να γίνονται δεκτά σε όλα τα κράτη μέλη τα αποδεικτικά στοιχεία για τα κριτήρια αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου σχετικά με τα βιοκαύσιμα, τα βιορευστά και τα καύσιμα βιομάζας τα οποία έχουν αποκτηθεί σύμφωνα με σύστημα αναγνωρισμένο από την Επιτροπή. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να συμβάλουν στη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των αρχών πιστοποίησης των εθελοντικών συστημάτων, εποπτεύοντας τη λειτουργία των οργανισμών πιστοποίησης που είναι διαπιστευμένοι από τον εθνικό οργανισμό διαπίστευσης και ενημερώνοντας τα εθελοντικά συστήματα για τυχόν σχετικές παρατηρήσεις.

[…]

(126)      Για να τροποποιηθούν ή να συμπληρωθούν ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ όσον αφορά […] τον καθορισμό της μεθόδου υπολογισμού του μεριδίου βιοκαυσίμων και βιοαερίου για μεταφορές που προκύπτει από την επεξεργασία βιομάζας με ορυκτά καύσιμα σε κοινή διαδικασία και της μεθόδου υπολογισμού της μείωσης εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από ανανεώσιμα υγρά και αέρια καύσιμα για μεταφορές μη βιολογικής προέλευσης και καύσιμα ανακυκλωμένου άνθρακα ώστε να διασφαλίζεται ότι οι πιστωτικές μονάδες μείωσης εκπομπών αερίων θερμοκηπίου δίδονται μόνο άπαξ· […]»

10      Το άρθρο 2 της οδηγίας, με τίτλο «Ορισμοί», ορίζει στο δεύτερο εδάφιο τα εξής:

«Ισχύουν επίσης οι ακόλουθοι ορισμοί και νοούνται ως:

[…]

33) “βιοκαύσιμα»: υγρά καύσιμα μεταφορών τα οποία παράγονται από βιομάζα·

[…]».

11      Το άρθρο 25 της οδηγίας, με τίτλο «Προώθηση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στον τομέα των μεταφορών», ορίζει στην παράγραφo 1 τα εξής:

«Για να προωθηθεί η χρήση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στον τομέα των μεταφορών, κάθε κράτος μέλος ορίζει υποχρέωση των προμηθευτών καυσίμων να μεριμνούν ώστε το μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας στον τομέα των μεταφορών να είναι τουλάχιστον 14 % μέχρι το 2030 (ελάχιστο μερίδιο) σύμφωνα με ενδεικτική πορεία καθοριζόμενη από το κράτος μέλος και υπολογιζόμενη σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 26 και 27. […]

[…]»

12      Το άρθρο 28 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Άλλες διατάξεις για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές στον τομέα των μεταφορών», ορίζει στην παράγραφο 5 τα εξής:

«Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021, η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 35 για τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας με τον καθορισμό της μεθοδολογίας για τον προσδιορισμό του μεριδίου βιοκαυσίμων και βιοαερίων για μεταφορές που προκύπτουν από την επεξεργασία βιομάζας με ορυκτά καύσιμα σε κοινή διαδικασία […]»

13      Το άρθρο 29 της οδηγίας 2018/2001, με τίτλο «Κριτήρια αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου για τα βιοκαύσιμα, τα βιορευστά και τα καύσιμα βιομάζας», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«1      Η ενέργεια από τα βιοκαύσιμα, τα βιορευστά και τα καύσιμα βιομάζας λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) του παρόντος εδαφίου μόνον εφόσον πληρούν τα κριτήρια αειφορίας και τα κριτήρια μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου των παραγράφων 2 έως 7 και 10:

α)      για τη συνεισφορά στον στόχο της Ένωσης του άρθρου 3 παράγραφος 1 και των μεριδίων της ανανεώσιμης ενέργειας των κρατών μελών·

β)      για την αξιολόγηση της τήρησης της υποχρέωσης χρήσης ανανεώσιμης ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης του άρθρου 25·

γ)      για τον προσδιορισμό της επιλεξιμότητας για χρηματοδοτική υποστήριξη για την κατανάλωση βιοκαυσίμων, βιορευστών και καυσίμων βιομάζας.

[…]»

14      Το ως άνω άρθρο 29, παράγραφοι 2 έως 7, ορίζει τα κριτήρια αειφορίας σχετικά με την παραγωγή των βιοκαυσίμων και των βιορευστών.

15      Το ίδιο άρθρο 29, παράγραφος 12, ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ) του παρόντος άρθρου, και με την επιφύλαξη του άρθρου 25 και του άρθρου 26, τα κράτη μέλη δεν αρνούνται να λάβουν υπόψη, για λοιπούς λόγους αειφορίας, τα βιοκαύσιμα και τα βιορευστά που λαμβάνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της δημόσιας στήριξης που χορηγείται βάσει καθεστώτων στήριξης που εγκρίνονται πριν από τις 25 Δεκεμβρίου 2018.»

16      Κατά το άρθρο 30 της οδηγίας 2018/2001, με τίτλο «Επαλήθευση της τήρησης των κριτηρίων αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου»:

«1      Όταν βιοκαύσιμα, βιορευστά και καύσιμα βιομάζας ή άλλα καύσιμα δυνάμενα να συνυπολογισθούν στον αριθμητή του άρθρου 27 παράγραφος 1 στοιχείο β) πρόκειται να ληφθούν υπόψη για τους σκοπούς που αναφέρονται στα άρθρα 23 και 25 και στο άρθρο 29 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ), τα κράτη μέλη απαιτούν από τους οικονομικούς φορείς να αποδείξουν ότι πληρούνται τα κριτήρια αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου του άρθρου 29 παράγραφοι 2 έως 7 και 10. Για τους σκοπούς αυτούς, απαιτούν από τους οικονομικούς φορείς να χρησιμοποιούν ένα σύστημα ισοζυγίου μάζας το οποίο:

α)      επιτρέπει παρτίδες πρώτων υλών ή καυσίμων βιομάζας με διαφορετικά χαρακτηριστικά αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου να αναμειγνύονται για παράδειγμα σε περιέκτη, εγκατάσταση επεξεργασίας ή εφοδιαστικής, υποδομή μεταφοράς και διανομής ή χώρο εγκαταστάσεων·

β)      επιτρέπει παρτίδες πρώτων υλών με διαφορετικό ενεργειακό περιεχόμενο να αναμειγνύονται προς περαιτέρω επεξεργασία, εφόσον το μέγεθος των παρτίδων προσαρμόζεται στο ενεργειακό περιεχόμενό τους·

γ)      απαιτεί οι πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και τα μεγέθη των παρτίδων που αναφέρονται στο στοιχείο α) να αποδίδονται επίσης και στο μείγμα· και

δ)      προβλέπει ότι το σύνολο όλων των παρτίδων που αποσύρονται από το μείγμα περιγράφεται ως έχον τα ίδια χαρακτηριστικά αειφορίας, στις ίδιες ποσότητες, με το σύνολο όλων των παρτίδων που προστίθενται στο μείγμα και απαιτεί το ισοζύγιο αυτό να επιτευχθεί στη διάρκεια κατάλληλου χρονικού διαστήματος.

Το σύστημα ισοζυγίου μάζας εξασφαλίζει ότι κάθε παρτίδα υπολογίζεται μόνο μία φορά στο άρθρο 7 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ) για τον υπολογισμό της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και περιλαμβάνει πληροφορίες ως προς την παροχή ή όχι στήριξης στην παραγωγή της παρτίδας και, αν παρέχεται στήριξη, ως προς το είδος του καθεστώτος στήριξης.

2.      Όταν μια παρτίδα υποβάλλεται σε επεξεργασία, οι πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου της παρτίδας προσαρμόζονται και αποδίδονται στο παραγόμενο προϊόν σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

α)      όταν από την επεξεργασία παρτίδας πρώτων υλών προκύπτει μόνο ένα προϊόν που προορίζεται για την παραγωγή βιοκαυσίμων, βιορευστών ή καυσίμων βιομάζας, ανανεώσιμων υγρών και αέριων καυσίμων κίνησης μη βιολογικής προέλευσης ή καυσίμων ανακυκλωμένου άνθρακα, το μέγεθος της παρτίδας και οι σχετικές ποσότητες που αντιστοιχούν στα χαρακτηριστικά αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου προσαρμόζονται με την εφαρμογή συντελεστή προσαρμογής που αντιπροσωπεύει τον λόγο της μάζας του προϊόντος που προορίζεται για παρόμοια παραγωγή προς τη μάζα των πρώτων υλών που εισέρχονται στη διαδικασία·

β)      όταν από την επεξεργασία παρτίδας πρώτων υλών προκύπτουν περισσότερα του ενός προϊόντα που προορίζονται για την παραγωγή βιοκαυσίμων, βιορευστών ή καυσίμων βιομάζας, ανανεώσιμων υγρών και αέριων καυσίμων κίνησης μη βιολογικής προέλευσης ή καυσίμων ανακυκλωμένου άνθρακα για κάθε προϊόν εφαρμόζεται χωριστός συντελεστής προσαρμογής και χωριστό ισοζύγιο μάζας.

3.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι οικονομικοί φορείς υποβάλλουν αξιόπιστες πληροφορίες όσον αφορά την τήρηση των κριτηρίων αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου του άρθρου 25 παράγραφος 2, και των κριτηρίων αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου του άρθρου 29 παράγραφοι 2 έως 7 και 10 και ότι οι οικονομικοί φορείς θέτουν στη διάθεση του οικείου κράτους μέλους, κατόπιν σχετικού αιτήματος, τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για τη διαμόρφωση των πληροφοριών. Τα κράτη μέλη υποχρεώνουν τους οικονομικούς φορείς να εξασφαλίζουν τον δέοντα ανεξάρτητο έλεγχο των πληροφοριών που υποβάλλουν, και να παρέχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν τη διενέργεια ελέγχου. Για τη συμμόρφωση με το άρθρο 29 παράγραφος 6 στοιχείο α) και το άρθρο 29 παράγραφος 7 στοιχείο α) μπορεί να διενεργείται επιθεώρηση πρώτου ή δεύτερου βαθμού μέχρι το πρώτο σημείο συγκέντρωσης της δασικής βιομάζας. Η επιθεώρηση επαληθεύει ότι τα συστήματα που χρησιμοποιούνται από τους οικονομικούς φορείς είναι ακριβή, αξιόπιστα και δεν επιδέχονται απάτη και περιλαμβάνει επίσης επαλήθευση που διασφαλίζει ότι τα υλικά δεν τροποποιούνται ούτε απορρίπτονται σκόπιμα, ούτως ώστε η παρτίδα ή μέρος αυτής να μετατραπεί ενδεχομένως σε απόβλητα ή υπολείμματα. Αξιολογούνται η συχνότητα και η μεθοδολογία των δειγματοληψιών και η ορθότητα των δεδομένων.

[…]

4.      Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει ότι εθελοντικά εθνικά ή διεθνή καθεστώτα που ορίζουν πρότυπα για την παραγωγή βιοκαυσίμων, βιορευστών ή καυσίμων βιομάζας ή άλλων καυσίμων που είναι επιλέξιμα για συνυπολογισμό στον αριθμητή του άρθρου 27 παράγραφος 1 στοιχείο β) παρέχουν ακριβή δεδομένα για τις μειώσεις εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου για τους σκοπούς του άρθρου 25 παράγραφος 2 και του άρθρου 29 παράγραφος 10, αποδεικνύουν ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου 27 παράγραφος 3 και του άρθρου 28 παράγραφοι 2 και 4 έχουν τηρηθεί ή αποδεικνύουν ότι οι παρτίδες βιοκαυσίμων, βιορευστών ή καυσίμων βιομάζας τηρούν τα κριτήρια αειφορίας του άρθρου 29 παράγραφοι 2 έως 7. Για να αποδείξουν ότι πληρούνται τα κριτήρια του άρθρου 29 παράγραφοι 6 και 7 για τη δασική βιομάζα, οι φορείς εκμετάλλευσης μπορούν να παράσχουν απευθείας τα απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία σε επίπεδο περιοχής εφοδιασμού. Η Επιτροπή μπορεί να αναγνωρίζει ζώνες για την προστασία σπάνιων, απειλούμενων ή υπό εξαφάνιση οικοσυστημάτων ή ειδών, αναγνωρισμένες από διεθνείς συμφωνίες ή περιλαμβανόμενες σε καταλόγους που καταρτίζονται από διακυβερνητικές οργανώσεις ή τη Διεθνή Ένωση για τη Διατήρηση της Φύσης και των Φυσικών Πόρων για τους σκοπούς του άρθρου 29 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ) σημείο ii).

Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει ότι τα εν λόγω καθεστώτα περιέχουν ακριβείς πληροφορίες για τα μέτρα που λαμβάνονται για την προστασία του εδάφους, του νερού και του αέρα, την αποκατάσταση των υποβαθμισμένων εδαφών, την αποφυγή της υπερκατανάλωσης νερού σε περιοχές που υποφέρουν από λειψυδρία, καθώς και για την πιστοποίηση των βιοκαυσίμων, βιορευστών και καυσίμων βιομάζας με χαμηλό κίνδυνο έμμεσης αλλαγής στη χρήση γης.

[…]

6.      Τα κράτη μέλη μπορούν να δημιουργήσουν εθνικά καθεστώτα στα οποία η συμμόρφωση με τα κριτήρια αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που ορίζονται στο άρθρο 29 παράγραφοι 2 έως 7 και 10 και με τα ελάχιστα όρια μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου για ανανεώσιμα υγρά και αέρια καύσιμα για μεταφορές μη βιολογικής προέλευσης και καύσιμα ανακυκλωμένου άνθρακα τα οποία ορίζονται και εγκρίνονται κατά το άρθρο 25 παράγραφος 2 και σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 5, επαληθεύεται σε ολόκληρη την αλυσίδα επιτήρησης με συμμετοχή των αρμόδιων εθνικών αρχών.

[…]

9.      Όταν ένας οικονομικός φορέας υποβάλλει αποδείξεις ή δεδομένα που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο καθεστώτος για το οποίο έχει ληφθεί απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 4 ή 6 του παρόντος άρθρου, στον βαθμό που καλύπτονται από την εν λόγω απόφαση, το κράτος μέλος δεν απαιτεί από τον προμηθευτή να υποβάλει περαιτέρω αποδείξεις της τήρησης των κριτηρίων αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου του άρθρου 29 παράγραφοι 2 έως 7 και 10.

[…]»

 Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2023/1640

17      Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2023/1640 της Επιτροπής, της 5ης Ιουνίου 2023, σχετικά με τη μεθοδολογία για τον προσδιορισμό του μεριδίου των βιοκαυσίμων και των βιοαερίων για μεταφορές που παράγονται από την επεξεργασία βιομάζας με ορυκτά καύσιμα σε κοινή διαδικασία (ΕΕ 2023, L 205, σ. 1), εκδόθηκε βάσει του άρθρου 28, παράγραφος 5, της οδηγίας 2018/2001. Ο εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός ορίζει στο άρθρο 2, με τίτλο «Μέθοδος του ισοζυγίου μάζας», τα εξής:

«1      Εάν χρησιμοποιείται μέθοδος ισοζυγίου μάζας, ο οικονομικός φορέας διενεργεί την ανάλυση συνολικού ισοζυγίου μάζας επί της συνολικής μάζας εισροών και εκροών. Η μέθοδος ισοζυγίου μάζας διασφαλίζει ότι το βιολογικό περιεχόμενο όλων των εκροών είναι ανάλογο προς το βιολογικό περιεχόμενο των εισροών και ότι το μερίδιο βιογενούς υλικού που προσδιορίζεται από τα αποτελέσματα των δοκιμών ραδιενεργού άνθρακα (14C) κατανέμεται σε κάθε εκροή. Εφαρμόζονται διαφορετικοί συντελεστές μετατροπής για κάθε εκροή οι οποίοι αντιστοιχούν με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια στο βιολογικό περιεχόμενο που μετράται μέσω των αποτελεσμάτων των δοκιμών ραδιενεργού άνθρακα (14C). Η εκροή λαμβάνει υπόψη την απώλεια μάζας στα απαέρια, στα υγρά βιομηχανικά λύματα και στα στερεά κατάλοιπα. Η μέθοδος ισοζυγίου μάζας περιλαμβάνει πρόσθετο αναλυτικό χαρακτηρισμό των πρώτων υλών και των προϊόντων, όπως τελικές και αδρές αναλύσεις των ροών μάζας του συστήματος.

[…]»

 Το γαλλικό δίκαιο

 Ο τελωνειακός κώδικας

18      Το άρθρο 266 quindecies του τελωνειακού κώδικα, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, όριζε τα εξής:

«I.      Οι υποκείμενοι στον εσωτερικό φόρο καταναλώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 265 οφείλουν να καταβάλλουν [TIRIB].

[…]

III.      O [TIRIB] υπολογίζεται επί του συνολικού όγκου της βενζίνης και του πετρελαίου εσωτερικής καύσεως, αντιστοίχως, για τα οποία κατέστη απαιτητός κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους.

Το ποσό του φόρου υπολογίζεται χωριστά, αφενός, για τη βενζίνη και, αφετέρου, για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως.

Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο γινόμενο της βάσεως επιβολής του φόρου η οποία καθορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου III με το ύψος του φόρου που ορίζεται στην παράγραφο IV, στο οποίο εφαρμόζεται συντελεστής ίσος με τη διαφορά μεταξύ του εθνικού ποσοστού-στόχου ενσωματώσεως ανανεώσιμης ενέργειας στις μεταφορές, που καθορίζεται στην ίδια παράγραφο IV, και της αναλογίας ανανεώσιμης ενέργειας που περιέχεται στα προϊόντα που περιλαμβάνονται στη βάση επιβολής του φόρου. Εάν η αναλογία ανανεώσιμης ενέργειας είναι μεγαλύτερη ή ίση με το εθνικό ποσοστό-στόχο ενσωματώσεως ανανεώσιμης ενέργειας στις μεταφορές, ο φόρος είναι μηδενικός.

IV.      Το ύψος του φόρου και τα εθνικά ποσοστά-στόχοι ενσωματώσεως ανανεώσιμης ενέργειας στις μεταφορές είναι τα εξής:

Έτος

2020

Από το 2021

Συντελεστής-* ([ευρώ]/hL)

101

104

Ποσοστό-στόχος του πετρελαίου εσωτερικής καύσεως

8 %

8 %

Ποσοστό-στόχος της βενζίνης

8,2 %

8,6 %


V.-Α.‑.      Η αναλογία ανανεώσιμης ενέργειας ορίζει την αναλογία, που εκτιμάται σε κατώτερη θερμογόνο δύναμη, της ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές, την οποία ο υποκείμενος στον φόρο μπορεί να δικαιολογήσει ως περιεχομένη στα καύσιμα που περιλαμβάνονται στη βάση της επιβολής του φόρου, λαμβανομένων υπόψη, κατά περίπτωση, των κανόνων υπολογισμού για ορισμένες πρώτες ύλες που προβλέπονται στα σημεία C και D της παρούσας παραγράφου V και των διατάξεων της παραγράφου VII.

Η ενέργεια που περιέχεται στα βιοκαύσιμα είναι ανανεώσιμη, όταν αυτά πληρούν τα κριτήρια αειφορίας που ορίζονται στο άρθρο 17 της [οδηγίας 2009/28].

A bis.-      Λαμβάνεται υπόψη μόνον η ενέργεια που περιέχεται στα προϊόντα των οποίων η ιχνηλασιμότητα έχει εξασφαλισθεί από τον χρόνο παραγωγής τους.

Διάταγμα καθορίζει τους τρόπους ιχνηλασιμότητας που εφαρμόζονται σε κάθε προϊόν ανάλογα με τις πρώτες ύλες από τις οποίες προέρχεται και τους κανόνες λογιστικής καταχωρίσεως της ενέργειας που εφαρμόζονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο V.

[…]»

 Το διάταγμα 2019570

19      Το διάταγμα 2019‑570, της 7ης Ιουνίου 2019, περί φόρου παροχής κινήτρων για τη χρήση ανανεώσιμης ενέργειας στις μεταφορές (JORF της 9ης Ιουνίου 2019, κείμενο αριθ. 13), ορίζει στο άρθρο 3 τα εξής:

«Τα στοιχεία διά των οποίων ο υπόχρεος του φόρου παροχής κινήτρων δικαιολογεί, για την εφαρμογή του δευτέρου εδαφίου του σημείου Α της παραγράφου V του άρθρου 266 quindecies του τελωνειακού κώδικα, το γεγονός ότι τα φορολογητέα καύσιμα περιέχουν ενέργεια παραχθείσα από ανανεώσιμες πηγές περιλαμβάνουν, εκτός, κατά περίπτωση, από τα έγγραφα κυκλοφορίας και τα λογιστικά βιβλία των αποθεμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 158 octies, παράγραφος II, στοιχείο βʹ, του ίδιου κώδικα σχετικά με τα επιλέξιμα προϊόντα και τα φορολογητέα καύσιμα:

1°      τα πιστοποιητικά ενσωματώσεως, τα οποία εκδίδονται κατά την ενσωμάτωση, σε φορολογική εναποθήκευση αποθέματος πετρελαιοειδών, επιλέξιμων προϊόντων σε φορολογητέα καύσιμα·

[…]

3°      Τα βιβλία αποθήκης για την παρακολούθηση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές·

4°      Τα πιστοποιητικά περιεκτικότητας, τα οποία εκδίδονται όταν ο φόρος παροχής κινήτρων καθίσταται απαιτητός για φορολογητέο καύσιμο που θεωρείται ότι περιέχει ενέργεια προερχόμενη από ανανεώσιμες πηγές·

[…]».

20      Το άρθρο 4, σημείο ΙΙΙ, του διατάγματος αυτού ορίζει τα ακόλουθα:

«III. -      Τα βιβλία αποθήκης για την παρακολούθηση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές τηρούνται από τα πρόσωπα που κατέχουν επιλέξιμα προϊόντα σε φορολογική αποθήκη, σε φορολογική αποθήκη ενεργειακών προϊόντων ή σε βιομηχανική μονάδα, καθώς και από τα πρόσωπα που κάνουν χρήση της επιλογής που προβλέπεται στο σημείο 3 του άρθρου 5.

Περιέχουν:

1°      Τις εισροές και εκροές ποσοτήτων επιλέξιμων προϊόντων που διακρατούνται, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των ενσωματώσεων, μεταβιβάσεων, αποκτήσεων και εκροών που διαπιστώνονται βάσει των πιστοποιητικών.

[…]»

21      Το άρθρο 7 του εν λόγω διατάγματος προβλέπει τα εξής:

«Τα πιστοποιητικά και τα βιβλία αποθήκης για την παρακολούθηση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αναφέρουν τις ονομασίες και τις ποσότητες των επιλέξιμων προϊόντων που αποτελούνται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, είτε είναι ενσωματωμένες σε φορολογητέα καύσιμα είτε όχι, διακρίνοντας:

1°      Τα προϊόντα που δεν παράγονται από βιομάζα·

2°      Τα βιοκαύσιμα·

3°      Τα προϊόντα που προέρχονται από τις πρώτες ύλες που ορίζονται στην παράγραφο 2 του σημείου Β της παραγράφου V του άρθρου 266 quindecies του τελωνειακού κώδικα·

4°      Τα προϊόντα με βάση το φοινικέλαιο·

5°      Τα προϊόντα που υπόκεινται στις ειδικές υποχρεώσεις ανιχνευσιμότητας που προβλέπονται στον τίτλο ΙΙΙ του παρόντος διατάγματος.

Περιλαμβάνουν επίσης τις αναγκαίες πληροφορίες για την παρακολούθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που προβλέπονται από την υπηρεσία τελωνείων και έμμεσων φόρων.»

22      Το άρθρο 8 του ίδιου διατάγματος έχει ως εξής:

«Η έκδοση των πιστοποιητικών και η τήρηση των βιβλίων αποθήκης για την παρακολούθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αποδεικνύεται με θεώρηση από τις αρμόδιες τελωνειακές υπηρεσίες.

[…]»

 Η επίδικη εγκύκλιος

23      Τα σημεία 109 έως 111, 114 και 115 της επίδικης εγκυκλίου, που περιλαμβάνονται στο μέρος V, παράγραφος A, του κεφαλαίου IV αυτής, το οποίο τιτλοφορείται «Λήψη υπόψη της πραγματικής περιεκτικότητας σε βιοκαύσιμα κατά την καταχώριση στα βιβλία αποθήκης που τηρούνται στο πλαίσιο του TIRIB», ορίζουν τα εξής:

«[109]      Οι όγκοι των επιλέξιμων προϊόντων που καταχωρίζονται ως εισροές στα τηρούμενα στο πλαίσιο του TIRIB βιβλία αποθήκης πρέπει να αντιστοιχούν στον όγκο που αναγνωρίζεται από τις τελωνειακές υπηρεσίες κατά την άφιξη του προϊόντος σε [βιομηχανική μονάδα] ή σε [φορολογική αποθήκη (EFS)]. Πρόκειται, κατ’ αρχήν, για τους όγκους που αναγράφονται στα συνοδευτικά έγγραφα [ενιαίο διοικητικό έγγραφο (DAU), ηλεκτρονικό διοικητικό έγγραφο (DAE), απλουστευμένο συνοδευτικό έγγραφο (DSA) ή απλουστευμένο εμπορικό συνοδευτικό έγγραφο (DSAC)].

Σε περίπτωση παραδόσεων καυσίμων που περιέχουν βιοκαύσιμα που παραλήφθηκαν στην [βιομηχανική μονάδα] ή σε EFS, θα πρέπει να διενεργηθεί εργαστηριακή ανάλυση, βάσει δείγματος που λαμβάνεται από το παραλαμβανόμενο καύσιμο κατά τον χρόνο εκφόρτωσής του, από την οποία θα προκύψει η πραγματική περιεκτικότητα σε βιοκαύσιμο του παραληφθέντος προϊόντος. Η εν λόγω ανάλυση πρέπει να διενεργείται για όλα τα είδη βιοκαυσίμων.

[110]      Τα συνοδευτικά έγγραφα παραδόσεων καυσίμου που περιέχει βιοκαύσιμα πρέπει να αναφέρουν τον πραγματικό όγκο του παραδοθέντος προϊόντος καθώς και τον πραγματικό όγκο βιοκαυσίμου που περιέχεται στο παραδοθέν καύσιμο. Εάν τα συνοδευτικά έγγραφα παραδόσεων καυσίμου ορίζουν όγκο βιοκαυσίμων μη συμβατών με τη φυσική ανάλυση που διενεργείται σε εργαστήριο, μπορεί να εγγραφεί στα λογιστικά βιβλία μόνον ο όγκος βιοκαυσίμου που περιέχεται πραγματικά στο παραληφθέν καύσιμο, όπως προσδιορίζεται κατόπιν της φυσικής αναλύσεως που διενεργείται κατά την είσοδο του προϊόντος στη φορολογική αποθήκη. Οι όγκοι που καταχωρούνται ως λογιστικές εγγραφές πρέπει επίσης να αντιστοιχούν στους όγκους βιοκαυσίμων που καλύπτονται από την πιστοποίηση αειφορίας που συντάσσει ο προμηθευτής βιοκαυσίμων.

[111]      Για τα υδρογονοκατεργασμένα φυτικά έλαια τύπου βενζίνης ή τύπου πετρελαίου εσωτερικής καύσεως, η εργαστηριακή φυσική ανάλυση 14C πρέπει να αντιστοιχεί στον όγκο που αναγράφεται στα συνοδευτικά έγγραφα με απόκλιση +/- 10 %.

[…]

[114]      Η φυσική εργαστηριακή ανάλυση είναι υποχρεωτική, την πρώτη φορά, για κάθε παραλαβή καυσίμου που περιέχει βιοκαύσιμα για το έτος 2020 για κάθε προμηθευτή και, στη συνέχεια, για κάθε νέο προμηθευτή. Εάν οι φυσικές-χημικές αναλύσεις εντοπίζουν όγκο βιοκαυσίμων συμβατών με τον όγκο που αναφέρεται στο συνοδευτικό έγγραφο, οι φυσικές αναλύσεις για τις μελλοντικές παραδόσεις από τον εν λόγω προμηθευτή δεν θα είναι πλέον υποχρεωτικές, αλλά θα μπορούν να διενεργούνται, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας τελωνειακής υπηρεσίας, με τυχαίο τρόπο.

Αυτή η εργαστηριακή ανάλυση αφορά τις εισαγωγές, τις ενδοκοινοτικές εισαγωγές καθώς και τις εθνικές παραδόσεις καυσίμων που περιέχουν βιοκαύσιμα κατά την παραλαβή τους το πρώτον σε γαλλική φορολογική αποθήκη.

[115]      Αποκλειστικός σκοπός της εν λόγω φυσικής ανάλυσης είναι ο καθορισμός των όγκων βιοκαυσίμων που παραλαμβάνονται στην [βιομηχανική μονάδα] ή στην EFS, προκειμένου ο συγκεκριμένος όγκος ύλης να καταχωριστεί λογιστικά στο πλαίσιο του TIRIB. Σκοπός της εν λόγω ανάλυσης δεν είναι να καθορισθεί η πρώτη ύλη από την οποία παρασκευάσθηκε το βιοκαύσιμο. Η πρώτη ύλη πρέπει να αναγράφεται στα έγγραφα που συνοδεύουν την αποστολή και, ειδικότερα, στην πιστοποίηση αειφορίας. Η πρώτη ύλη μπορεί να καθορισθεί με τη μέθοδο ισοζυγίου μάζας που αναγνωρίζουν τα εθελοντικά συστήματα αειφορίας.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

24      Η BP France εισάγει στη Γαλλία καύσιμα που περιέχουν HVO, τα οποία παράγονται στην Ισπανία με τη λεγόμενη διαδικασία της «συνεπεξεργασίας». Η συνεπεξεργασία συνίσταται στην πρόσμειξη, στο διυλιστήριο, πριν από το στάδιο της αποθειώσεως, φυτικών ελαίων με τα ορυκτά καύσιμα, προκειμένου τα φυτικά έλαια να μετατραπούν σε HVO υπό την επίδραση του υδρογόνου. Τα καύσιμα που παράγονται σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή συνιστούν, κατ’ ουσίαν, μείγμα ορυκτών μορίων και μορίων βιογενούς προελεύσεως.

25      Τα καύσιμα αυτά εισέρχονται στη Γαλλία σε φορολογική αποθήκη, προτού διατεθούν στην κατανάλωση.

26      Για την προώθηση της χρήσεως βιοκαυσίμων στον τομέα των μεταφορών, οι γαλλικές αρχές θέσπισαν, με το άρθρο 266 quindecies του τελωνειακού κώδικα, τον TIRIB. Ο φόρος αυτός υπολογίζεται επί του συνολικού όγκου της βενζίνης και του πετρελαίου εσωτερικής καύσεως που οι υπόχρεοι του φόρου θέτουν σε ανάλωση κατά τη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους, επί του οποίου εφαρμόζεται συντελεστής εκφραζόμενος σε ευρώ ανά εκατόλιτρο. Επί του προϊόντος της βάσεως αυτής επιβολής του φόρου εφαρμόζεται στη συνέχεια συντελεστής που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του εθνικού ποσοστού-στόχου ενσωματώσεως ανανεώσιμης ενέργειας στις μεταφορές και του ποσοστού ανανεώσιμης ενέργειας που υπάρχει στον συνολικό όγκο των εξεταζόμενων καυσίμων. Ως εκ τούτου, το ποσό του TIRIB μειώνεται κατ’ αναλογίαν προς την αύξηση του ποσοστού βιοκαυσίμων στα προϊόντα που περιλαμβάνονται στη βάση επιβολής του εν λόγω φόρου, άχρι μηδενισμού του εάν η αναλογία αυτή είναι μεγαλύτερη ή ίση με το εθνικό ποσοστό-στόχο.

27      Το διάταγμα 2019‑570 προβλέπει τις λεπτομέρειες που επιτρέπουν στον υπόχρεο του εν λόγω φόρου να αποδεικνύει ότι τα φορολογητέα καύσιμα περιέχουν βιοκαύσιμα. Σύμφωνα με τα άρθρα 3, 4 και 7 του διατάγματος αυτού, ο κάτοχος τέτοιων καυσίμων σε φορολογική αποθήκη ή εργοστάσιο τηρεί λογιστικά βιβλία υλικών παρακολούθησης της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, τα οποία καταγράφουν τις εισόδους και εξόδους από τις ποσότητες των καυσίμων αυτών, διακρίνοντας μεταξύ άλλων τα βιοκαύσιμα από τα προϊόντα που δεν παράγονται από βιομάζα.

28      Στις 18 Αυγούστου 2020 ο αναπληρωτής υπουργός για τα δημόσια οικονομικά εξέδωσε την επίμαχη εγκύκλιο, η οποία επιβάλλει, κατά την παραλαβή, στην πρώτη γαλλική φορολογική αποθήκη, καυσίμων που περιέχουν βιοκαύσιμα, όπως HVO, τη διενέργεια εργαστηριακής φυσικής αναλύσεως με άνθρακα 14 δείγματος των καυσίμων αυτών (στο εξής: ανάλυση με άνθρακα 14), προκειμένου να προσδιορισθεί η πραγματική περιεκτικότητα σε βιοκαύσιμα των εν λόγω καυσίμων ούτως ώστε να υπολογισθεί ο οφειλόμενος TIRIB.

29      Η BP France άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Conseil d’État (Γαλλία), προσφυγή με αίτημα την ακύρωση, λόγω υπερβάσεως εξουσίας, της εγκυκλίου αυτής, καθόσον επιβάλλει, για τα καύσιμα που παράγονται με τη μέθοδο της συνεπεξεργασίας, τη διενέργεια τοιαύτης φυσικής αναλύσεως με άνθρακα 14.

30      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η BP France υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η εν λόγω εγκύκλιος αντιβαίνει στους σκοπούς που επιδιώκουν τα άρθρα 17 και 18 της οδηγίας 2009/28 καθώς και τα άρθρα 28 έως 30 της οδηγίας 2018/2001, καθόσον επιβάλλει στους οικονομικούς φορείς την υποχρέωση να αποδεικνύουν την πλήρωση κριτηρίων αειφορίας διαφορετικών από τα προβλεπόμενα στα άρθρα αυτά.

31      Η BP France επισημαίνει επίσης ότι το διυλιστήριο από το οποίο προέρχονται τα επίμαχα στην κύρια δίκη καύσιμα μετέχει σε εθελοντικό σύστημα το οποίο αναγνωρίζεται από την Επιτροπή ως πλήρες σύστημα δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/28. Κατά συνέπεια, θεωρεί ότι η μέθοδος του ισοζυγίου μάζας, που προβλέπεται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής και στο άρθρο 30 της οδηγίας 2018/2001, η οποία εφαρμόζεται στο πλαίσιο αυτού του εθελοντικού συστήματος, αρκεί για να εκτιμηθεί, για τους σκοπούς της τηρήσεως, στο πλαίσιο του TIRIB, των βιβλίων αποθήκης, η ποσότητα των λεγόμενων «βιογενών» μορίων, όπως τα HVO, η οποία περιέχεται στα καύσιμα που παρέλαβε η ανωτέρω εταιρία στην πρώτη γαλλική φορολογική αποθήκη.

32      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η φυσική ανάλυση με άνθρακα 14 είναι, βάσει των σύγχρονων επιστημονικών γνώσεων, η μόνη μέθοδος που καθιστά δυνατή τη μέτρηση της πραγματικής περιεκτικότητας σε λεγόμενα «βιογενή» μόρια, όπως τα HVO, των καυσίμων που παράγονται με τη μέθοδο της συνεπεξεργασίας.

33      Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς τρία ζητήματα.

34      Κατά πρώτον, διερωτάται ως προς το αντικείμενο των άρθρων 17 και 18 της οδηγίας 2009/28, καθώς και του άρθρου 30 της οδηγίας 2018/2001. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το αν οι μηχανισμοί παρακολουθήσεως με τη μέθοδο του ισοζυγίου μάζας, καθώς και τα εθνικά ή εθελοντικά συστήματα που προβλέπουν τα άρθρα αυτά, αποσκοπούν μόνο στην εκτίμηση και αιτιολόγηση της αειφορίας των πρώτων υλών και των βιοκαυσίμων, καθώς και των προσμείξεών τους, και όχι στη ρύθμιση της εκτίμησης του μεριδίου ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, όπως είναι τα HVO, που περιέχεται στα παραγόμενα με τη μέθοδο της συνεπεξεργασίας καύσιμα και, ακολούθως, στην εναρμόνιση της συνεκτίμησης του μεριδίου αυτού για τους σκοπούς του άρθρου 17, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας 2009/28 καθώς και του άρθρου 25 και του άρθρου 29, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας 2018/2001.

35      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, κατά δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν οι ίδιες αυτές διατάξεις απαγορεύουν σε κράτος μέλος, για τον καθορισμό της ποσότητας των HVO που πρέπει να καταχωρισθεί στα βιβλία αποθήκης τα οποία οφείλουν να τηρούν οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο της επιβολής του TIRIB, να απαιτεί, κατά την παραλαβή το πρώτον στη φορολογική αποθήκη του εν λόγω κράτους μέλους, εισαγόμενων καυσίμων που περιέχουν HVO παραχθέντα σε άλλο κράτος μέλος κατόπιν συνεπεξεργασίας, τη διενέργεια φυσικής αναλύσεως με άνθρακα 14 της περιεκτικότητας των εν λόγω καυσίμων σε HVO, ακόμη και όταν η βιομηχανική μονάδα παραγωγής των καυσίμων αυτών χρησιμοποιεί σύστημα ισοζυγίου μάζας πιστοποιημένο από εθελοντικό σύστημα αναγνωρισμένο από την Επιτροπή ως πλήρες δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/28.

36      Κατά τρίτον και τελευταίον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών ασύμβατο προς το άρθρο 34 ΣΛΕΕ η υποχρέωση διενέργειας φυσικής αναλύσεως με άνθρακα 14 για τις εισαγωγές, τις ενδοκοινοτικές εισαγωγές καθώς και τις εγχώριες παραδόσεις καυσίμων που περιέχουν βιοκαύσιμα κατά την παραλαβή τους στην πρώτη γαλλική φορολογική αποθήκη, ενώ, αφενός, μια τέτοια ανάλυση δεν απαιτείται για τα καύσιμα που περιέχουν βιοκαύσιμα παραχθέντα με τη μέθοδο της συνεπεξεργασίας σε διυλιστήριο εγκατεστημένο στη Γαλλία τα οποία διατίθενται προς κατανάλωση στο εν λόγω κράτος μέλος αμέσως κατά την έξοδο από τη βιομηχανική μονάδα (χωρίς να παραλαμβάνονται σε φορολογική αποθήκη πριν από τη θέση τους στην κατανάλωση) και, αφετέρου, το εν λόγω κράτος μέλος δέχεται, για τους σκοπούς της επιβολής του συγκεκριμένου φόρου, να προσδιορίζει την περιεκτικότητα σε βιοκαύσιμα των εξαγωγών ή των ποσοτήτων που διατίθενται προς κατανάλωση σε τομείς πλην των μεταφορών, με βάση έναν μηνιαίο μέσον όρο ενσωματώσεως της επίμαχης εγκαταστάσεως ή βιομηχανικής μονάδας.

37      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Conseil d’État (Γαλλία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν οι διατάξεις των άρθρων 17 και 18 της [οδηγίας 2009/28], καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 30 της οδηγίας 2018/2001, την έννοια ότι οι μηχανισμοί παρακολουθήσεως με τη μέθοδο του ισοζυγίου μάζας, καθώς και τα εθνικά ή εθελοντικά συστήματα που αυτοί προβλέπουν, αποσκοπούν μόνο στην εκτίμηση και αιτιολόγηση της αειφορίας των πρώτων υλών και των βιοκαυσίμων, καθώς και των προσμείξεών τους, και, ως εκ τούτου, δεν προορίζονται να ρυθμίσουν την παρακολούθηση και την ιχνηλασιμότητα του μεριδίου της ανανεώσιμης ενέργειας που περιέχεται στα τελικά προϊόντα που προκύπτουν κατά τη συνεπεξεργασία και, ακολούθως, να εναρμονίσουν τη συνεκτίμηση του μεριδίου ενέργειας που περιέχεται στα εν λόγω προϊόντα για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, [πρώτο εδάφιο, στοιχεία] αʹ, βʹ και γʹ, της [οδηγίας 2009/28], καθώς και στο άρθρο 25 και στο άρθρο 29, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, [στοιχεία] αʹ [έως] γʹ, της οδηγίας 2018/2001;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, απαγορεύουν οι ίδιες αυτές διατάξεις σε κράτος μέλος το οποίο προτίθεται να καθορίσει την ποσότητα των HVO που πρέπει να καταχωρισθεί στα βιβλία αποθήκης τα οποία οφείλουν να τηρούν οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο της επιβολής φόρου παροχής κινήτρων για την πρόσμειξη με βιοκαύσιμα ο οποίος καταβάλλεται στο κράτος αυτό, όταν το μερίδιο της ανανεώσιμης ενέργειας στα καύσιμα που διατίθενται στην κατανάλωση κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους είναι μικρότερο από το εθνικό ποσοστό-στόχο ενσωματώσεως της ανανεώσιμης ενέργειας στις μεταφορές, να απαιτεί, κατά την παραλαβή το πρώτον σε εθνική φορολογική αποθήκη εισαγόμενων καυσίμων που περιέχουν HVO παραχθέντα σε άλλο κράτος μέλος κατόπιν συνεπεξεργασίας, τη διενέργεια φυσικής αναλύσεως της περιεκτικότητας των εν λόγω καυσίμων σε HVO, ακόμη και όταν η μονάδα παραγωγής των καυσίμων αυτών χρησιμοποιεί σύστημα ισοζυγίου μάζας πιστοποιημένο από εθελοντικό σύστημα αναγνωρισμένο από την Επιτροπή ως πλήρες;

3)      Αντίκειται το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως οι διατάξεις του άρθρου 34 [ΣΛΕΕ], σε μέτρο κράτους μέλους όπως αυτό που περιγράφεται [στη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως], ενώ, αφενός, τα καύσιμα που περιέχουν βιοκαύσιμα κατόπιν συνεπεξεργασίας εντός διυλιστηρίου ευρισκόμενου στο έδαφος του κράτους αυτού δεν υποβάλλονται σε τέτοια φυσική ανάλυση όταν διατίθενται προς κατανάλωση στο εν λόγω κράτος μέλος αμέσως κατά την έξοδο από τη βιομηχανική μονάδα, και, αφετέρου, το εν λόγω κράτος μέλος δέχεται, προκειμένου να προσδιορισθεί κατά την έξοδο από τη βιομηχανική μονάδα ή από την εθνική φορολογική εγκατάσταση η περιεκτικότητα των βιοκαυσίμων που μπορεί να ληφθεί υπόψη για τους σκοπούς της επιβολής του συγκεκριμένου φόρου σύμφωνα με τα πιστοποιητικά περιεκτικότητας που εκδίδονται για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, να εκτιμήσει με βάση έναν μηνιαίο μέσον όρο ενσωματώσεως της εγκαταστάσεως ή της βιομηχανικής μονάδας την περιεκτικότητα σε βιοκαύσιμα των εξαγωγών ή των ποσοτήτων που διατίθενται για κατανάλωση σε τομείς πέραν των μεταφορών;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

38      Προκαταρκτικώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι, μολονότι, με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται τυπικώς στα άρθρα 17 και 18 της οδηγίας 2009/28, τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, τα κριτήρια αειφορίας για τα βιοκαύσιμα και τα βιορευστά καθώς και την επαλήθευση της τηρήσεως των κριτηρίων αυτών, και στο άρθρο 30 της οδηγίας 2018/2001, το οποίο αφορά την επαλήθευση της τηρήσεως των κριτηρίων αειφορίας και μειώσεως των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, το αιτούν δικαστήριο επιδιώκει προδήλως την ερμηνεία και του άρθρου 29 της τελευταίας αυτής οδηγίας, το οποίο αφορά τα κριτήρια αειφορίας και μειώσεως των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου για τα βιοκαύσιμα, τα βιορευστά και τα καύσιμα βιομάζας.

39      Ως εκ τούτου, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν τα άρθρα 17 και 18 της οδηγίας 2009/28 καθώς και τα άρθρα 29 και 30 της οδηγίας 2018/2001 έχουν την έννοια ότι το σύστημα παρακολουθήσεως με τη μέθοδο του ισοζυγίου μάζας, καθώς και τα εθελοντικά εθνικά ή διεθνή συστήματα τα οποία προβλέπουν τα άρθρα αυτά έχουν ως μοναδικό σκοπό την εκτίμηση και την αιτιολόγηση της αειφορίας των πρώτων υλών και των βιοκαυσίμων καθώς και των προσμείξεών τους, και όχι τη δημιουργία ενός πλαισίου για την αξιολόγηση του μεριδίου της ανανεώσιμης ενέργειας που περιέχεται στα καύσιμα τα οποία παράγονται με τη μέθοδο της συνεπεξεργασίας.

40      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2009/28 και οι διατάξεις της οδηγίας 2018/2001, τις οποίες καλείται να ερμηνεύσει το Δικαστήριο στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, έχουν κατ’ ουσίαν παρόμοιο αντικείμενο και περιεχόμενο για τις ανάγκες της ερμηνείας την οποία καλείται να δώσει το Δικαστήριο στην υπόθεση αυτή (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2022, VD και SR, C‑339/20 και C‑397/20, EU:C:2022:703, σκέψη 64).

41      Κατά πρώτον, όπως προκύπτει από το άρθρο 17 της οδηγίας 2009/28 και το άρθρο 29 της οδηγίας 2018/2001, σε συνδυασμό με την αιτιολογική της σκέψη 94, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να εναρμονίσει τα κριτήρια αειφορίας τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να πληρούν τα βιοκαύσιμα, ώστε η ενέργεια που παράγεται από αυτά να μπορεί να συνεκτιμάται, εντός κάθε κράτους μέλους, για τους τρεις σκοπούς που αναφέρονται αντιστοίχως στο άρθρο 17, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ έως γʹ, και στο άρθρο 29, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ έως γʹ. Οι σκοποί αυτοί είναι, πρώτον, η επαλήθευση του βαθμού στον οποίο τα κράτη μέλη εκπληρώνουν τους εθνικούς στόχους τους και τον στόχο της Ένωσης που καθορίζονται αντιστοίχως στο άρθρο 3 της οδηγίας 2009/28 και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2018/2001, δεύτερον, η εκτίμηση της συμμορφώσεως προς τις υποχρεώσεις τους στον τομέα της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, συμπεριλαμβανομένης, όσον αφορά την οδηγία 2018/2001, της υποχρεώσεως σχετικά με το ελάχιστο μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην τελική κατανάλωση ενέργειας στον τομέα των μεταφορών, η οποία καθορίζεται στο άρθρο 25 της τελευταίας αυτής οδηγίας, καθώς και, τρίτον, η ενδεχόμενη χορήγηση χρηματοδοτικής ενισχύσεως για την κατανάλωση βιοκαυσίμων και βιορευστών (πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2017, E.ON Biofor Sverige, C‑549/15, EU:C:2017:490, σκέψη 28).

42      Τα εν λόγω κριτήρια αειφορίας αφορούν την προέλευση των οργανικών πρώτων υλών από τις οποίες παράγονται τα βιοκαύσιμα ή ακόμη τις συνθήκες παραγωγής των εν λόγω πρώτων υλών. Ως εκ τούτου, για παράδειγμα, τα βιοκαύσιμα που παράγονται από πρώτες ύλες προερχόμενες από εδάφη με υψηλή αξία βιοποικιλότητας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για τους σκοπούς του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/28 ή του άρθρου 29, παράγραφος 1, της οδηγίας 2018/2001.

43      Επομένως, η εναρμόνιση στην οποία προβαίνουν το άρθρο 17 της οδηγίας 2009/28 και το άρθρο 29 της οδηγίας 2018/2001 έχει έναν όλως ιδιαίτερο χαρακτήρα, καθόσον αφορά μόνον τα βιοκαύσιμα τα οποία ορίζονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, σημείο i, της οδηγίας 2009/28 και στο άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, σημείο 33, της οδηγίας 2018/2001, ως κάθε υγρό ή αέριο καύσιμο ή βιοκαύσιμο που χρησιμοποιείται για τις μεταφορές και παράγεται από βιομάζα, και καθόσον απλώς διευκρινίζει τα κριτήρια αειφορίας που πρέπει να πληρούν τα βιοκαύσιμα αυτά ώστε η παραγόμενη από αυτά ενέργεια να μπορεί να ληφθεί υπόψη από τα κράτη μέλη για τους τρεις συγκεκριμένους σκοπούς του εν λόγω άρθρου 17, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ έως γʹ, και του εν λόγω άρθρου 29, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ έως γʹ. Στο ούτως οριοθετηθέν πλαίσιο, η εν λόγω εναρμόνιση έχει, εξάλλου, εξαντλητικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι το εν λόγω άρθρο 17, παράγραφος 8, της οδηγίας 29/12 και το εν λόγω άρθρο 29, παράγραφος 12, διευκρινίζουν, συγκεκριμένα, ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν, για τους τρεις αυτούς ακριβώς σκοπούς, να αρνηθούν να λάβουν υπόψη, για λοιπούς λόγους αειφορίας, τα βιοκαύσιμα που πληρούν τα τιθέμενα στα άρθρα 17 και 29 κριτήρια αειφορίας. (πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2017, E.ON Biofor Sverige, C‑549/15, EU:C:2017:490, σκέψη 32).

44      Αφενός, το άρθρο 17 της οδηγίας 2009/28 και το άρθρο 29 της οδηγίας 2018/2001 αποσκοπούν να διασφαλίσουν, για τη διατήρηση του υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 95, παράγραφος 3, ΕΚ, νυν άρθρο 114, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, ότι τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τα βιοκαύσιμα και τα βιορευστά, για τους τρεις περιβαλλοντικούς σκοπούς που μνημονεύονται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ έως γʹ, και στο εν λόγω άρθρο 29, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ έως γʹ, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται τα κριτήρια αειφορίας που επιβάλλονται εν προκειμένω από τον νομοθέτη της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2017, E.ON Biofor Sverige, C‑549/15, EU:C:2017:490, σκέψη 33).

45      Αφετέρου, το άρθρο 17 της οδηγίας 2009/28 και το άρθρο 29 της οδηγίας 2018/2001, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών της σκέψεων 94 και 110, αποσκοπούν στη διευκόλυνση του εμπορίου αειφόρων βιοκαυσίμων μεταξύ των κρατών μελών. Η διευκόλυνση αυτή έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι, όπως υπογραμμίσθηκε στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, όταν τα βιοκαύσιμα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, πληρούν τα κριτήρια αειφορίας των άρθρων 17 και 29, η παράγραφος 8 του άρθρου 17 της οδηγίας 2009/28 και η παράγραφος 12 του άρθρου 29 της οδηγίας 2018/2001 απαγορεύουν στα κράτη μέλη να αρνηθούν να λάβουν υπόψη τα εν λόγω αειφόρα βιοκαύσιμα, για τους τρεις σκοπούς που μνημονεύονται στο εν λόγω άρθρο 17, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ έως γʹ, και στο εν λόγω άρθρο 29, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ έως γʹ, «για λοιπούς λόγους αειφορίας» πέραν εκείνων που προβλέπονται στα ως άνω άρθρα 17 και 29 (πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2017, E.ON Biofor Sverige, C‑549/15, EU:C:2017:490, σκέψη 34).

46      Μολονότι το άρθρο 17 της οδηγίας 2009/28 και το άρθρο 29 της οδηγίας 2018/2001 επιτρέπουν, στο μέτρο αυτό, μεταξύ άλλων, τη διευκόλυνση του εμπορίου αειφόρων βιοκαυσίμων, εντούτοις δεν μπορεί να συναχθεί από τα προεκτεθέντα ότι τα άρθρα αυτά έχουν ως αντικείμενο να ρυθμίσουν επίσης την εκτίμηση του μεριδίου της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που περιέχεται στα καύσιμα που παράγονται με τη μέθοδο της συνεπεξεργασίας και, κατά συνέπεια, να εναρμονίσουν τη συνεκτίμηση του μεριδίου αυτού για τους τρεις σκοπούς οι οποίοι προσδιορίζονται στο ως άνω άρθρο 17, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ έως γʹ, και στο ως άνω άρθρο 29, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ έως γʹ. Πράγματι, όπως προεκτέθηκε, σκοπός των εν λόγω άρθρων είναι μόνο να ρυθμίσουν, εναρμονίζοντάς τα, τα κριτήρια αειφορίας που πρέπει να πληρούν τα βιοκαύσιμα ώστε αυτά να μπορούν να ληφθούν υπόψη από ένα κράτος μέλος για τους τρεις αυτούς σκοπούς.

47      Υπό το πρίσμα αυτό, το άρθρο 18, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2009/28 και το άρθρο 30, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2018/2001 προβλέπουν απλώς ότι, όταν τα βιοκαύσιμα πρέπει να ληφθούν υπόψη για τους τρεις σκοπούς που αναφέρονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 17, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας 2009/28 και στο άρθρο 29, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας 2018/2001, τα κράτη μέλη υποχρεώνουν τους οικονομικούς φορείς να αποδεικνύουν ότι πληρούνται τα κριτήρια αειφορίας που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο 17, παράγραφοι 2 έως 5, και στο εν λόγω άρθρο 29, παράγραφοι 2 έως 7 (πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2017, E.ON Biofor Sverige, C‑549/15, EU:C:2017:490, σκέψη 36).

48      Προς τούτο, από το ως άνω άρθρο 18, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, και από το ως άνω άρθρο 30, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, προκύπτει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να απαιτούν από τους φορείς αυτούς να χρησιμοποιούν το λεγόμενο σύστημα «ισοζυγίου μάζας» το οποίο πρέπει να πληροί ορισμένα γενικά χαρακτηριστικά που διευκρινίζονται αντιστοίχως στα στοιχεία αʹ έως γʹ και αʹ έως δʹ των διατάξεων αυτών. Δυνάμει των στοιχείων αυτών, ένα τέτοιο σύστημα πρέπει, επομένως, πρώτον, να επιτρέπει την ανάμειξη παρτίδων πρώτων υλών ή βιοκαυσίμων με διαφορετικά χαρακτηριστικά αειφορίας, δεύτερον, να απαιτεί οι πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά αειφορίας και με τις ποσότητες των παρτίδων αυτών να αποδίδονται στο μείγμα, τρίτον, να επιτρέπει την ανάμειξη, ενόψει περαιτέρω μεταποιήσεων, παρτίδων πρώτων υλών διαφορετικού ενεργειακού περιεχομένου, υπό την προϋπόθεση ότι το μέγεθος της παρτίδας είναι προσαρμοσμένο σε συνάρτηση με το ενεργειακό περιεχόμενο, και, τέταρτον, να προβλέπει ότι το σύνολο όλων των αντληθεισών από το μείγμα παρτίδων περιγράφεται ως έχον τα ίδια χαρακτηριστικά αειφορίας, στις ίδιες ποσότητες, με το σύνολο όλων των παρτίδων που προστίθενται στο μείγμα (πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2017, E.ON Biofor Sverige, C‑549/15, EU:C:2017:490, σκέψη 37).

49      Οι εν λόγω διατάξεις, όμως, δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι έχουν επίσης ως αντικείμενο τη δημιουργία ενός πλαισίου για την αξιολόγηση του μεριδίου ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που περιέχεται στα καύσιμα τα οποία παράγονται με τη μέθοδο της συνεπεξεργασίας και, κατά συνέπεια, να εναρμονίσουν τη συνεκτίμηση του μεριδίου αυτού για τους σκοπούς του άρθρου 17, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας 2009/28 και του άρθρου 29, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας 2018/2001.

50      Πράγματι, πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λαμβανομένου υπόψη του γράμματός τους, το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/28 και το άρθρο 30, παράγραφος 1, της οδηγίας 2018/2001 έχουν ως μοναδικό σκοπό τη θέσπιση μηχανισμών επαληθεύσεως προς διασφάλιση της ορθής εφαρμογής, αντιστοίχως, του άρθρου 17 της οδηγίας 2009/28 και του άρθρου 29 της οδηγίας 2018/2001. Επομένως, οι πληροφορίες τις οποίες οι οικονομικοί φορείς οφείλουν να υποβάλλουν στα κράτη μέλη δυνάμει του ως άνω άρθρου 18, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, και του ως άνω άρθρου 30, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, αφορούν, πρωτίστως, την τήρηση των κριτηρίων αειφορίας τα οποία προσδιορίζονται στο άρθρο 17, παράγραφοι 2 έως 5, και στο άρθρο 29, παράγραφοι 2 έως 7 των δύο οδηγιών αντίστοιχα.

51      Δεύτερον, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι τα συστήματα επαληθεύσεως των εν λόγω κριτηρίων αειφορίας που επιβάλλονται, κατά περίπτωση, στους οικονομικούς φορείς από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2009/28, και το άρθρο 30, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2018/2001, αποτελούν απλώς ένα από τα μέσα που καθιστούν δυνατή τη διασφάλιση της εξακριβώσεως αυτής δυνάμει των οδηγιών αυτών. Πράγματι, όπως προκύπτει από το ως άνω άρθρο 18, παράγραφοι 4 και 5, και από το ως άνω άρθρο 30, παράγραφοι 4 και 6, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει τα αποκαλούμενα «εθελοντικά» εθνικά ή διεθνή συστήματα τα οποία περιλαμβάνουν, επίσης, μεταξύ άλλων διατάξεις περί του συστήματος ισοζυγίου μάζας, καθώς το εν λόγω άρθρο 18, παράγραφος 7, και το εν λόγω άρθρο 30, παράγραφος 9, προβλέπουν συναφώς ότι, όταν ένας οικονομικός φορέας προσκομίζει αποδείξεις ή δεδομένα που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο ενός τέτοιου συστήματος, τα κράτη μέλη δεν απαιτούν από τον οικονομικό φορέα να προσκομίσει περαιτέρω αποδείξεις περί της τηρήσεως των εν λόγω κριτηρίων αειφορίας.

52      Κατά τα λοιπά, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 107, 109 και 110 της οδηγίας 2018/2001, βάσει της εμπειρίας από την πρακτική εφαρμογή των ίδιων κριτηρίων αειφορίας, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να ενισχύσει, με εναρμονισμένο τρόπο, τον ρόλο των εθελοντικών εθνικών ή διεθνών συστημάτων πιστοποιήσεως όχι στην αξιολόγηση του μεριδίου της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που περιέχεται στα καύσιμα τα οποία παράγονται με τη διαδικασία της συνεπεξεργασίας, αλλά μόνο στην επαλήθευση της τηρήσεως των κριτηρίων αειφορίας τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 17, παράγραφοι 2 έως 5, της οδηγίας 2009/28 και στο άρθρο 29, παράγραφοι 2 έως 7, της οδηγίας 2018/2001.

53      Τέλος, από το άρθρο 28, παράγραφος 5, της οδηγίας 2018/2001, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 126 της οδηγίας αυτής, προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης ανέθεσε στην Επιτροπή την εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για τη συμπλήρωση της οδηγίας αυτής με τον καθορισμό της μεθοδολογίας για τον προσδιορισμό του μεριδίου βιοκαυσίμων και βιοαερίων για μεταφορές που προκύπτουν από την επεξεργασία βιομάζας με ορυκτά καύσιμα σε κοινή διαδικασία (αποκαλούμενη διαδικασία «συνεπεξεργασίας»).

54      Όπως, όμως, επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 51 έως 55 των προτάσεών του, το γεγονός ότι η Επιτροπή, στις 5 Ιουνίου 2023, εξέδωσε, σε εκτέλεση της διατάξεως αυτής, τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2023/1640 επιβεβαιώνει ότι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης δεν ήταν η μέθοδος του ισοζυγίου μάζας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 30, παράγραφος 1, της οδηγίας 2018/2001, να καθιστά δυνατή τη διασφάλιση της αξιολογήσεως του μεριδίου ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που περιέχεται στα καύσιμα τα οποία παράγονται με τη μέθοδο της συνεπεξεργασίας και, κατά συνέπεια, την εναρμόνιση της συνεκτιμήσεως του μεριδίου αυτού για τους σκοπούς του άρθρου 25 και του άρθρου 29, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας αυτής.

55      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα άρθρα 17 και 18 της οδηγίας 2009/28, καθώς και τα άρθρα 29 και 30 της οδηγίας 2018/2001, δεδομένου ότι δεν έχουν ως αντικείμενο τη δημιουργία ενός πλαισίου για την αξιολόγηση του μεριδίου ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που περιέχεται στα καύσιμα τα οποία παράγονται με τη μέθοδο της συνεπεξεργασίας, δεν μπορούν, επομένως, να αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία απαιτεί τη διενέργεια φυσικής αναλύσεως με βάση τον άνθρακα 14 της περιεκτικότητας των καυσίμων αυτών σε HVO, κατά την παραλαβή των καυσίμων αυτών στην πρώτη φορολογική αποθήκη του κράτους μέλους αυτού, ακόμη και αν τα εν λόγω καύσιμα παράγονται από επιχειρηματία ο οποίος χρησιμοποιεί εθελοντικό σύστημα παρακολουθήσεως με τη μέθοδο του ισοζυγίου μάζας το οποίο αναγνωρίζεται από την Επιτροπή ως πλήρες δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/28 και του άρθρου 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 2018/2001.

56      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι τα άρθρα 17 και 18 της οδηγίας 2009/28 καθώς και τα άρθρα 29 και 30 της οδηγίας 2018/2001 έχουν την έννοια ότι το σύστημα παρακολουθήσεως με τη μέθοδο του ισοζυγίου μάζας, καθώς και τα εθελοντικά εθνικά ή διεθνή συστήματα τα οποία προβλέπουν τα άρθρα αυτά έχουν ως σκοπό την εκτίμηση και την αιτιολόγηση της αειφορίας των πρώτων υλών και των βιοκαυσίμων καθώς και των προσμείξεών τους, και όχι τη δημιουργία ενός πλαισίου για την αξιολόγηση του μεριδίου ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που περιέχεται στα καύσιμα τα οποία παράγονται με τη μέθοδο της συνεπεξεργασίας.

57      Κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση του δεύτερου ερωτήματος.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

58      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 34 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία απαιτεί, για τον υπολογισμό φόρου παροχής κινήτρων για την πρόσμειξη με βιοκαύσιμα, τη διενέργεια φυσικής αναλύσεως με άνθρακα 14 της περιεκτικότητας σε HVO καυσίμων παραγόμενων με τη μέθοδο της συνεπεξεργασίας, κατά την παραλαβή των καυσίμων αυτών στην πρώτη φορολογική αποθήκη του εν λόγω κράτους μέλους, όταν τα καύσιμα αυτά παράγονται σε βιομηχανική μονάδα ευρισκόμενη σε άλλο κράτος μέλος, η οποία χρησιμοποιεί σύστημα ισοζυγίου μάζας πιστοποιημένο από εθελοντικό σύστημα αναγνωρισμένο από την Επιτροπή, βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/28 και βάσει του άρθρου 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 2018/2001, ως πλήρες, και ενώ τα καύσιμα που παράγονται με τη μέθοδο αυτή στο πρώτο κράτος μέλος δεν υποβάλλονται σε τοιαύτη ανάλυση όταν διατίθενται προς κατανάλωση αμέσως κατά την έξοδο από τη βιομηχανική μονάδα και ενώ οι αρχές του πρώτου αυτού κράτους μέλους δέχονται, για τον προσδιορισμό, κατά την έξοδο από βιομηχανική μονάδα ή από εθνική φορολογική εγκατάσταση, της περιεκτικότητας σε βιοκαύσιμα που μπορεί να ληφθεί υπόψη για τους σκοπούς της επιβολής του συγκεκριμένου φόρου, να αξιολογούν με βάση έναν μηνιαίο μέσον όρο ενσωματώσεως της οικείας εγκαταστάσεως ή βιομηχανικής μονάδας την περιεκτικότητα σε βιοκαύσιμα των εξαγωγών ή των ποσοτήτων που διατίθενται για κατανάλωση σε τομείς πέραν των μεταφορών.

59      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι κάθε εθνικό μέτρο σε τομέα που έχει αποτελέσει αντικείμενο εξαντλητικής εναρμονίσεως σε επίπεδο Ένωσης πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα των διατάξεων του συγκεκριμένου μέτρου εναρμονίσεως και όχι των διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου (αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 2017, E.ON Biofor Sverige, C‑549/15, EU:C:2017:490, σκέψη 76, και της 4ης Οκτωβρίου 2018, L.E.G.O., C‑242/17, EU:C:2018:804, σκέψη 52).

60      Όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 46 και 49 της παρούσας αποφάσεως, ούτε η οδηγία 2009/28 ούτε η οδηγία 2018/2001 εναρμόνισαν πλήρως τις μεθόδους ελέγχου για τον προσδιορισμό της περιεκτικότητας σε HVO καυσίμων παραγόμενων με τη μέθοδο της συνεπεξεργασίας, οπότε τα κράτη μέλη διατηρούν συναφώς περιθώριο εκτιμήσεως, ενώ οφείλουν εκ παραλλήλου να συμμορφώνονται προς το άρθρο 34 ΣΛΕΕ.

61      Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, πρέπει να υπομνησθεί ότι, απαγορεύοντας μεταξύ των κρατών μελών τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών, το άρθρο 34 ΣΛΕΕ καλύπτει κάθε εθνικό μέτρο ικανό να παρακωλύσει, άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, το εμπόριο εντός της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1974, Dassonville, 8/74, EU:C:1974:82, σκέψη 5, και της 22ας Ιουνίου 2017, E.ON Biofor Sverige, C‑549/15, EU:C:2017:490, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

62      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απαίτηση διενέργειας φυσικής αναλύσεως με άνθρακα 14 της περιεκτικότητας σε HVO καυσίμων παραγόμενων με τη μέθοδο της συνεπεξεργασίας, όπως η απορρέουσα από το άρθρο 266 quindecies του τελωνειακού κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του διατάγματος 2019‑570 και την επίμαχη εγκύκλιο, είναι ικανή να εμποδίσει άμεσα και πραγματικά τις εισαγωγές στη Γαλλία βιοκαυσίμων παραγομένων με τη μέθοδο αυτή από άλλα κράτη μέλη.

63      Πράγματι, όπως προκύπτει ειδικότερα από το σημείο 114 της επίδικης εγκυκλίου, η απαίτηση αυτή ισχύει μόνο για τις εισαγωγές, τις ενδοκοινοτικές εισαγωγές και τις εγχώριες παραδόσεις καυσίμων που περιέχουν βιοκαύσιμα κατά την παραλαβή τους στην πρώτη γαλλική φορολογική αποθήκη, και όχι, όπως υπογραμμίζει το αιτούν δικαστήριο, για τα βιοκαύσιμα που παρασκευάζονται με τη μέθοδο της συνεπεξεργασίας σε διυλιστήριο ευρισκόμενο στη Γαλλία και τα οποία διατίθενται απευθείας στην κατανάλωση εντός του κράτους μέλους αυτού χωρίς να παραλαμβάνονται σε φορολογική αποθήκη.

64      Η εν λόγω απαίτηση μπορεί να καταστήσει δυσχερέστερη την πρόσβαση στη γαλλική αγορά των καυσίμων που παράγονται με τη μέθοδο αυτή και προέρχονται από άλλα κράτη μέλη πλην της Γαλλίας, όπως εξάλλου παραδέχθηκε η Γαλλική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, καθόσον συνεπάγεται την επιβάρυνση των καύσιμων αυτών με πρόσθετο κόστος κατά την εισαγωγή τους στο εν λόγω κράτος μέλος, κόστος το οποίο δεν επιβαρύνει τα ομοειδή προϊόντα που παρασκευάζονται στο εν λόγω κράτος μέλος χωρίς να παραλαμβάνονται σε φορολογική αποθήκη και τα οποία διατίθενται απευθείας στην κατανάλωση στο ίδιο κράτος μέλος.

65      Κατά πάγια νομολογία, εθνικό μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς δικαιολογείται ενδεχομένως από έναν από τους λόγους γενικού συμφέροντος που απαριθμούνται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ ή από επιτακτικές ανάγκες. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, το εθνικό μέτρο πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, να είναι ικανό να διασφαλίζει την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να μη βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του ως άνω σκοπού (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, L.E.G.O., C‑242/17, EU:C:2018:804, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Συναφώς, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η απαίτηση διενέργειας φυσικής αναλύσεως με άνθρακα 14 των καυσίμων που παράγονται με τη μέθοδο της συνεπεξεργασίας καθιστά δυνατό τον υπολογισμό της βάσεως υπολογισμού του TIRIB και συμβάλλει, με τον τρόπο αυτόν, στην προώθηση της προσμείξεως με βιοκαύσιμα, καθώς και, ως εκ τούτου, της χρήσεως ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, όπερ είναι, κατ’ αρχήν, χρήσιμο για την προστασία του περιβάλλοντος. Υπό την έννοια αυτή, η απαίτηση αυτή έχει ως σκοπό, σε συνέχεια των σκοπών που καθορίζονται αντιστοίχως στο άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/28 καθώς και στα άρθρα 3 και 25 της οδηγίας 2018/2001, να διασφαλίσει την εφαρμογή in concreto της μειώσεως των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, οι οποίες περιλαμβάνονται μεταξύ των κύριων αιτιών των κλιματικών αλλαγών τις οποίες η Ένωση και τα κράτη μέλη της έχουν αναλάβει την υποχρέωση να καταπολεμήσουν (πρβλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, L.E.G.O., C‑242/17, EU:C:2018:804, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67      Ομοίως, καθόσον η εν λόγω απαίτηση αποσκοπεί, σύμφωνα με τα σημεία 109, 110, 114 και 115 της επίδικης εγκυκλίου, στον προσδιορισμό των πραγματικών ποσοτήτων των βιοκαυσίμων τα οποία περιέχονται σε καύσιμο παραγόμενο με τη μέθοδο της συνεπεξεργασίας κατά την παραλαβή τους σε φορολογική αποθήκη, προκειμένου να υπολογισθεί η βάση επιβολής του TIRIB, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως παρατήρησε η Γαλλική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η ίδια απαίτηση συμβάλλει στην πρόληψη του κινδύνου απάτης στην αλυσίδα παραγωγής των καυσίμων αυτών. Πράγματι, όπως υπογράμμισε το αιτούν δικαστήριο, ο έλεγχος αυτός καθιστά δυνατό να διαπιστωθεί με βεβαιότητα η πραγματική περιεκτικότητα σε HVO σε παρτίδα καυσίμων παραγόμενη με τη μέθοδο αυτή και, ως εκ τούτου, να υπολογισθεί επακριβώς ο TIRIB.

68      Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, οι σκοποί της προστασίας του περιβάλλοντος και της καταπολεμήσεως της απάτης μπορούν να δικαιολογήσουν εθνικά μέτρα δυνάμενα να παρακωλύσουν το εμπόριο εντός της Ένωσης υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω μέτρα είναι ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, L.E.G.O., C‑242/17, EU:C:2018:804, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη ανταποκρίνεται στις επιταγές της αρχής της αναλογικότητας, δηλαδή αν είναι κατάλληλη για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει και αν είναι αναγκαία προς τούτο (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, L.E.G.O., C‑242/17, EU:C:2018:804, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

70      Όσον αφορά την ικανότητα της φυσικής αναλύσεως με άνθρακα 14 την οποία αφορά η επίδικη εγκύκλιος να επιτύχει τους σκοπούς αυτούς, επισημαίνεται ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν υφίστανται, στο παρόν στάδιο εξελίξεως των επιστημονικών γνώσεων, άλλες μέθοδοι ελέγχου για τον προσδιορισμό της πραγματικής περιεκτικότητας σε λεγόμενα «βιογενή» μόρια, όπως τα HVO, των καυσίμων που παράγονται με τη μέθοδο της συνεπεξεργασίας.

71      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2023/1640 προβλέπει, στο άρθρο 2, ότι η φυσική ανάλυση με άνθρακα 14 συνιστά, αν όχι τη μοναδική μέθοδο για τον προσδιορισμό του βιογενούς περιεχομένου του καυσίμου που παράγεται με τη μέθοδο της συνεπεξεργασίας, τουλάχιστον τη συμπληρωματική μέθοδο επαληθεύσεως, αν ο οικείος οικονομικός φορέας χρησιμοποιεί άλλες μεθόδους.

72      Επομένως, η απαίτηση διενέργειας της αναλύσεως αυτής φαίνεται κατάλληλη για την επίτευξη των σκοπών που προσδιορίσθηκαν στις σκέψεις 66 και 67 της παρούσας αποφάσεως.

73      Εντούτοις, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι ένα περιοριστικό μέτρο μπορεί να κριθεί πρόσφορο στο πλαίσιο της προσπάθειας επιτεύξεως του επιδιωκόμενου σκοπού μόνον εφόσον ανταποκρίνεται πράγματι στην προσπάθεια αυτή κατά συνεπή και συστηματικό τρόπο (απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2015, Scotch Whisky Association κ.λπ., C‑333/14, EU:C:2015:845, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

74      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η απαίτηση διενέργειας φυσικής αναλύσεως με άνθρακα 14 εντάσσεται σε μια γενικότερη πολιτική για την προώθηση της χρήσεως ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Εντούτοις, προκύπτει, βάσει των στοιχείων που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, ότι η ανάλυση αυτή δεν απαιτείται, αφενός, όσον αφορά τα βιοκαύσιμα που παράγονται με τη μέθοδο της συνεπεξεργασίας στο πλαίσιο διυλιστηρίου ευρισκομένου στο γαλλικό έδαφος και διατίθενται προς κατανάλωση στο εν λόγω κράτος μέλος αμέσως κατά την έξοδο από τη βιομηχανική μονάδα, χωρίς να παραλαμβάνονται σε φορολογική αποθήκη, και, αφετέρου, όταν πρόκειται για την εκτίμηση με βάση έναν μηνιαίο μέσον όρο ενσωματώσεως στην οικεία εγκατάσταση ή την οικεία βιομηχανική μονάδα της περιεκτικότητας σε βιοκαύσιμα των εξαγωγών ή των ποσοτήτων που διατίθενται για κατανάλωση σε τομείς πέραν των μεταφορών.

75      Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 100 και 102 των προτάσεών του και υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, μια τέτοια απαίτηση δεν φαίνεται ικανή να διασφαλίσει την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, διότι δεν ανταποκρίνεται πραγματικά στη μέριμνα για την επίτευξή τους κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό.

76      Στο μέτρο που, τόσο με τις γραπτές παρατηρήσεις της όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Γαλλική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το γαλλικό δίκαιο δεν προβλέπει στην πραγματικότητα διαφορετική μεταχείριση των βιοκαυσίμων αναλόγως της προελεύσεώς τους, πρέπει να υπομνησθεί ότι εναπόκειται στο Δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη, στο πλαίσιο της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων, το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα προδικαστικά ερωτήματα, όπως το εξειδικεύει η απόφαση περί παραπομπής. Επομένως, η εξέταση της προδικαστικής παραπομπής δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί υπό το πρίσμα της ερμηνείας του εθνικού δικαίου την οποία επικαλείται η κυβέρνηση κράτους μέλους [απόφαση της 15ης Απριλίου 2021, État belge (Στοιχεία μεταγενέστερα της απόφασης μεταφοράς), C‑194/19, EU:C:2021:270, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

77      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 34 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία απαιτεί, για τον υπολογισμό φόρου παροχής κινήτρων για την πρόσμειξη με βιοκαύσιμα, τη διενέργεια φυσικής αναλύσεως με άνθρακα 14 της περιεκτικότητας σε βιοκαύσιμα (HVO) καυσίμων παραγόμενων με τη μέθοδο της συνεπεξεργασίας, κατά την παραλαβή των καυσίμων αυτών στην πρώτη φορολογική αποθήκη του εν λόγω κράτους μέλους, όταν τα καύσιμα αυτά παράγονται σε βιομηχανική μονάδα ευρισκόμενη σε άλλο κράτος μέλος, η οποία χρησιμοποιεί εθελοντικό σύστημα παρακολουθήσεως με τη μέθοδο του ισοζυγίου μάζας αναγνωρισμένο από την Επιτροπή, βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/28 και βάσει του άρθρου 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 2018/2001, ως πλήρες, και ενώ τα καύσιμα που παράγονται με τη μέθοδο αυτή στο πρώτο κράτος μέλος δεν υποβάλλονται σε τοιαύτη ανάλυση όταν διατίθενται προς κατανάλωση αμέσως κατά την έξοδο από τη βιομηχανική μονάδα και ενώ οι αρχές του πρώτου αυτού κράτους μέλους δέχονται, για τον προσδιορισμό, κατά την έξοδο από βιομηχανική μονάδα ή από εθνική φορολογική εγκατάσταση, της περιεκτικότητας σε βιοκαύσιμα που μπορεί να ληφθεί υπόψη για τους σκοπούς της επιβολής του εν λόγω φόρου, να αξιολογούν με βάση έναν μηνιαίο μέσον όρο ενσωματώσεως της οικείας εγκαταστάσεως ή βιομηχανικής μονάδας την περιεκτικότητα σε βιοκαύσιμα των εξαγωγών ή των ποσοτήτων που διατίθενται για κατανάλωση σε άλλους τομείς πέραν των μεταφορών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

78      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Τα άρθρα 17 και 18 της οδηγίας 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία (ΕΕ) 2015/1513 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, καθώς και τα άρθρα 29 και 30 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές,

έχουν την έννοια ότι:

το σύστημα παρακολουθήσεως με τη μέθοδο του ισοζυγίου μάζας, καθώς και τα εθελοντικά εθνικά ή διεθνή συστήματα τα οποία προβλέπουν τα άρθρα αυτά έχουν ως σκοπό την εκτίμηση και την αιτιολόγηση της αειφορίας των πρώτων υλών και των βιοκαυσίμων καθώς και των προσμείξεών τους, και όχι τη δημιουργία ενός πλαισίου για την αξιολόγηση του μεριδίου ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που περιέχεται στα καύσιμα τα οποία παράγονται με τη μέθοδο της συνεπεξεργασίας.

2)      Το άρθρο 34 ΣΛΕΕ

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία απαιτεί, για τον υπολογισμό φόρου παροχής κινήτρων για την πρόσμειξη με βιοκαύσιμα, τη διενέργεια φυσικής αναλύσεως με άνθρακα 14 της περιεκτικότητας σε βιοκαύσιμα (HVO) καυσίμων παραγόμενων με τη μέθοδο της συνεπεξεργασίας, κατά την παραλαβή των καυσίμων αυτών στην πρώτη φορολογική αποθήκη του εν λόγω κράτους μέλους, όταν τα καύσιμα αυτά παράγονται σε βιομηχανική μονάδα ευρισκόμενη σε άλλο κράτος μέλος, η οποία χρησιμοποιεί εθελοντικό σύστημα παρακολουθήσεως με τη μέθοδο του ισοζυγίου μάζας αναγνωρισμένο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/28 και βάσει του άρθρου 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 2018/2001, ως πλήρες, και ενώ τα καύσιμα που παράγονται με τη μέθοδο αυτή στο πρώτο κράτος μέλος δεν υποβάλλονται σε τοιαύτη ανάλυση όταν διατίθενται προς κατανάλωση αμέσως κατά την έξοδο από τη βιομηχανική μονάδα και ενώ οι αρχές του πρώτου αυτού κράτους μέλους δέχονται, για τον προσδιορισμό, κατά την έξοδο από βιομηχανική μονάδα ή από εθνική φορολογική εγκατάσταση, της περιεκτικότητας σε βιοκαύσιμα που μπορεί να ληφθεί υπόψη για τους σκοπούς της επιβολής του εν λόγω φόρου, να αξιολογούν με βάση έναν μηνιαίο μέσον όρο ενσωματώσεως της οικείας εγκαταστάσεως ή βιομηχανικής μονάδας την περιεκτικότητα σε βιοκαύσιμα των εξαγωγών ή των ποσοτήτων που διατίθενται για κατανάλωση σε άλλους τομείς πέραν των μεταφορών.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.