Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 11ης Ιουλίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 49 ΣΛΕΕ – Παραχωρήσεις δημόσιων παραθαλάσσιων εκτάσεων – Λήξη και ανανέωση – Εθνική ρύθμιση που προβλέπει την άνευ ανταλλάγματος περιέλευση στην ιδιοκτησία του Δημοσίου των σταθερών εγκαταστάσεων που έχουν κατασκευαστεί σε δημόσια έκταση – Περιορισμός – Δεν υφίσταται»

Στην υπόθεση C‑598/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) με απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Σεπτεμβρίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Società Italiana Imprese Balneari Srl

κατά

Comune di Rosignano Marittimo,

Ministero dell’Economia e delle Finanze,

Agenzia del demanio – Direzione regionale Toscana e Umbria,

Regione Toscana,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, εκτελούντα καθήκοντα δικαστή του τρίτου τμήματος, N. Piçarra, N. Jääskinen και M. Gavalec (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Società Italiana Imprese Balneari Srl, εκπροσωπούμενη από τον E. Nesi και τον R. Righi, avvocati,

–        ο Comune di Rosignano Marittimo, εκπροσωπούμενος από τον R. Grassi, avvocato,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την P. Palmieri και τη L. Delbono, avvocati dello Stato,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τη L. Armati, τον L. Malferrari και τον M. Mataija,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 8ης Φεβρουαρίου 2024,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Società Italiana Imprese Balneari Srl (στο εξής: SIIB) και του Comune Rosignano Marittimo (Δήμου Rosignano Marittimo, Ιταλία, στο εξής: δήμος), σχετικά με αποφάσεις με τις οποίες ο δήμος έκρινε ότι, μετά τη λήξη ισχύος της παραχώρησης στη SIIB δικαιώματος χρήσης δημόσιας παραθαλάσσιας έκτασης, οι σταθερές εγκαταστάσεις που είχαν προηγουμένως κατασκευαστεί επί της έκτασης αυτής είχαν περιέλθει άνευ ανταλλάγματος στην ιδιοκτησία του ιταλικού Δημοσίου και, συνακόλουθα, επέβαλε αυξημένα τέλη για τη χρήση της έκτασης.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ 2006, L 376, σ. 36), προβλέπει στο άρθρο 44, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία πριν από τις 28 Δεκεμβρίου 2009.»

 Το ιταλικό δίκαιο

4        Ο Codice della Navigazione (κώδικας ναυσιπλοΐας), ο οποίος εγκρίθηκε με το βασιλικό διάταγμα 327, της 30ής Μαρτίου 1942 (GURI αριθ. 93, της 18ης Απριλίου 1942), ορίζει στο άρθρο 49, παράγραφος 1, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μεταβίβαση των σταθερών εγκαταστάσεων», τα εξής:

«Εάν δεν ορίζεται διαφορετικά στην πράξη παραχώρησης, κατά τη λήξη της παραχώρησης, οι σταθερές εγκαταστάσεις που έχουν κατασκευαστεί σε δημόσια έκταση περιέρχονται στην ιδιοκτησία του Δημοσίου άνευ αποζημίωσης ή ανταλλάγματος, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας της παραχωρούσας αρχής να διατάξει την κατεδάφισή τους προς επαναφορά της δημόσιας έκτασης στην προτέρα κατάσταση».

5        Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 251, του legge n. 296 – Disposizioni per la formazione del bilancio annuale e pluriennale dello Stato (legge finanziaria 2007) [νόμου 296 περί διατάξεων για την κατάρτιση του ετήσιου και πολυετούς κρατικού προϋπολογισμού (δημοσιονομικός νόμος του 2007)], της 27ης Δεκεμβρίου 2006 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 299, της 27ης Δεκεμβρίου 2006), η περιέλευση στο Δημόσιο των εγκαταστάσεων που έχει κατασκευάσει ο παραχωρησιούχος συνεπάγεται αύξηση των οφειλόμενων τελών, αφ’ ης στιγμής οι εγκαταστάσεις αυτές θεωρούνται συστατικά μέρη της δημόσιας έκτασης.

6        Το άρθρο 1 της απόφασης αριθ. 52/R του προέδρου του περιφερειακού συμβουλίου Τοσκάνης, της 24ης Σεπτεμβρίου 2013, τροποποίησε την απόφαση 18/R, του 2001, του προέδρου του περιφερειακού συμβουλίου Τοσκάνης, προσθέτοντας, στην τροποποιούμενη απόφαση, το άρθρο 44α, το οποίο έχει ως εξής:

«Θεωρείται ότι μπορούν να αφαιρεθούν και να απομακρυνθούν ευχερώς οι χρησιμοποιούμενες για την άσκηση τουριστικών-ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων κατασκευές και εγκαταστάσεις οι οποίες βρίσκονται είτε στο έδαφος είτε στο υπέδαφος της δημόσιας παραθαλάσσιας έκτασης και οι οποίες μπορούν να αφαιρεθούν πλήρως με τη χρήση των συνήθων μεθόδων που προσφέρει η τεχνολογία, με συνακόλουθη επαναφορά της έκτασης στην προτέρα κατάσταση, εντός διαστήματος όχι μεγαλύτερου των ενενήντα ημερών».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

7        Η SIIB διαχειρίζεται αδιαλείπτως από το 1928 παραθαλάσσιο θέρετρο κείμενο, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, σε δημόσια παραθαλάσσια έκτασης εντός των ορίων του δήμου. Η SIIB ισχυρίζεται ότι έχει νομίμως κατασκευάσει στην έκταση αυτή σειρά εγκαταστάσεων, μέρος των οποίων περιλήφθηκε στην απογραφή του 1958. Μεταγενέστερα, μεταξύ των ετών 1964 και 1995, κατασκεύασε στην ίδια έκταση άλλες εγκαταστάσεις.

8        Με απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2007, ο δήμος χαρακτήρισε ως συστατικά μέρη της δημόσιας παραθαλάσσιας έκτασης πλείονες εγκαταστάσεις κείμενες επ’ αυτής, τις οποίες θεώρησε ως κατασκευές που δεν μπορούσαν να αφαιρεθούν ευχερώς. Οι εν λόγω εγκαταστάσεις περιήλθαν νομίμως στην ιδιοκτησία του δήμου κατά τη λήξη ισχύος της υπ’ αριθ. 36/2002 άδειας παραχώρησης, η οποία κάλυπτε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1999 έως την 31η Δεκεμβρίου 2002 και ανανεώθηκε, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2008, με την υπ’ αριθ. 27/2003 άδεια παραχώρησης.

9        Στις 23 Σεπτεμβρίου 2008 ο δήμος κοινοποίησε στη SIIB την κίνηση διαδικασίας περιέλευσης στο Δημόσιο των συστατικών μερών της δημόσιας έκτασης των οποίων δεν είχε αποκτήσει ακόμη την κυριότητα, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει τη διαδικασία αυτήν.

10      Εν συνεχεία, χορήγησε στην ίδια εταιρία την υπ’ αριθ. 181/2009 άδεια παραχώρησης δημόσιας παραθαλάσσιας έκτασης, εξαετούς διάρκειας, από την 1η Ιανουαρίου 2009 έως την 31η Δεκεμβρίου 2014 (στο εξής: άδεια του 2009).

11      Επικαλούμενη το άρθρο 1 της απόφασης αριθ. 52/R του προέδρου του περιφερειακού συμβουλίου Τοσκάνης, της 24ης Σεπτεμβρίου 2013, η SIIB υπέβαλε δήλωση ισχυριζόμενη ότι όλες οι εγκαταστάσεις επί της δημόσιας έκτασης μπορούσαν να αφαιρεθούν εντός 90 ημερών, οπότε έπρεπε να θεωρηθούν ως δυνάμενες να αφαιρεθούν ευχερώς.

12      Με απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2014, ο δήμος έκανε αρχικώς δεκτό τον χαρακτηρισμό αυτόν των επίμαχων εγκαταστάσεων, ωστόσο, εν συνεχεία, τον ανακάλεσε με απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2014, με την αιτιολογία ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις επί της συγκεκριμένης έκτασης είχαν ήδη περιέλθει στην ιδιοκτησία του Δημοσίου δυνάμει του άρθρου 49 του κώδικα ναυσιπλοΐας.

13      Η SIIB άσκησε προσφυγή κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per la Toscana (διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Τοσκάνης, Ιταλία).

14      Με απόφαση της 16ης Απριλίου 2015, ο δήμος επικύρωσε την απόφαση ότι οι εγκαταστάσεις που είχαν κατασκευαστεί επί της παραχωρηθείσας έκτασης αποτελούσαν συστατικά μέρη δημόσιας έκτασης. Κατά συνέπεια, επέβαλε αυξημένο τέλος για την περίοδο από το 2009 έως το 2015, στηριζόμενος στο άρθρο 1, παράγραφος 251, του νόμου 296 της 27ης Δεκεμβρίου 2006. Στο πλαίσιο άλλων πράξεων, ο δήμος καθόρισε τα ποσά που οφείλονταν για τα έτη που έπονταν.

15      Η SIIB προσέβαλε επίσης ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου τις αποφάσεις που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη. Το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε όλες τις προσφυγές με απόφαση της 10ης Μαρτίου 2021, κατά της οποίας η SIIB άσκησε έφεση ενώπιον του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία), αιτούντος δικαστηρίου.

16      Το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) επισημαίνει ότι το άρθρο 49 του κώδικα ναυσιπλοΐας έχει την έννοια ότι η περιέλευση των οικείων αγαθών στην ιδιοκτησία του Δημοσίου λαμβάνει χώρα αυτοδικαίως με τη λήξη της παραχώρησης, ακόμη και αν αυτή ανανεωθεί, δεδομένου ότι η ανανέωση συνεπάγεται διακοπή της συνέχειας των τίτλων χρήσης της δημόσιας έκτασης. Αντιθέτως, σε περίπτωση παράτασης της παραχώρησης πριν από την προβλεπόμενη λήξη της, οι εγκαταστάσεις τις οποίες κατασκευάζουν οι παραχωρησιούχοι επί της δημόσιας έκτασης παραμένουν στην αποκλειστική κυριότητα του παραχωρησιούχου μέχρι την πραγματική λήξη ή την πρόωρη ανάκληση της παραχώρησης, χωρίς να οφείλεται τέλος για τις εγκαταστάσεις αυτές.

17      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το Tribunale amministrativo regionale per la Toscana (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Τοσκάνης) έκρινε σε πρώτο βαθμό ότι τόσο η απογραφή του 1958 όσο και η άδεια του 2009 είχαν παραγάγει αποτελέσματα τα οποία δεν μπορούσαν να ανατραπούν ελλείψει εμπρόθεσμης αμφισβήτησής τους από τη SIIB. Το ίδιο δικαστήριο τόνισε επίσης ότι ο χαρακτηρισμός των εγκαταστάσεων που είχε κατασκευάσει η SIIB επί της δημόσιας παραθαλάσσιας έκτασης ως εγκαταστάσεων που δεν μπορούσαν να αφαιρεθούν ευχερώς και ως συστατικών μερών της έκτασης αυτής δεν ήταν απότοκος μονομερούς απόφασης του δήμου, αλλά συμφωνημένης αναγνώρισης, με τον τίτλο παραχώρησης της εν λόγω έκτασης, τον οποίον έχουν υπογράψει αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι.

18      Απέκλεισε δε, μεταξύ άλλων, το ενδεχόμενο η εφαρμογή του άρθρου 49 του κώδικα ναυσιπλοΐας να συνεπάγεται de facto απαλλοτρίωση περιουσίας του παραχωρησιούχου χωρίς καταβολή αποζημίωσης. Συγκεκριμένα, η άνευ ανταλλάγματος περιέλευση στην ιδιοκτησία του Δημοσίου των σταθερών εγκαταστάσεων που έχουν κατασκευαστεί σε δημόσια έκταση λαμβάνει χώρα, κατά την ανωτέρω διάταξη, μόνον εφόσον δεν προβλέπεται κάτι άλλο στην πράξη παραχώρησης. Κατά συνέπεια, ο κανόνας περί κτήσεως άνευ ανταλλάγματος έχει εφαρμογή μόνο με τη συναίνεση των μερών.

19      Απεναντίας, η SIIB υποστηρίζει ότι, σε περίπτωση ανανέωσης της παραχώρησης, η χωρίς αποζημίωση περιέλευση στο Δημόσιο των εγκαταστάσεων τις οποίες έχει κατασκευάσει ο παραχωρησιούχος στη δημόσια παραθαλάσσια έκταση και οι οποίες δεν μπορούν να αφαιρεθούν ευχερώς αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε στα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ, όπως ερμηνεύθηκαν στο πλαίσιο της απόφασης της 28ης Ιανουαρίου 2016, Laezza (C‑375/14, EU:C:2016:60). Κατά τη νομολογία του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας), η άνευ ανταλλάγματος περιέλευση στο Δημόσιο δικαιολογείται από την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι οι σταθερές κατασκευές που πρόκειται να παραμείνουν στην έκταση βρίσκονται στην πλήρη διάθεση του παραχωρούντος. Πλην όμως, όταν η ισχύς της παραχώρησης δεν λήγει αλλά ανανεώνεται αδιαλείπτως, δεν φαίνεται να δικαιολογείται η μεταβολή της κυριότητας που προβλέπεται στο άρθρο 49 του κώδικα ναυσιπλοΐας. Επιπλέον, η εν λόγω μεταβολή της κυριότητας καθιστά λιγότερο ελκυστική την εγκατάσταση επιχειρηματιών άλλων κρατών μελών που ενδιαφέρονται για το συγκεκριμένο αγαθό και υποχρεώνει τον παραχωρησιούχο να προβεί σε δυσανάλογη θυσία όσον αφορά τα δικαιώματά του, δεδομένου ότι οφείλει να μεταβιβάσει τα περιουσιακά του στοιχεία στο Δημόσιο άνευ ανταλλάγματος.

20      Ο δήμος, από πλευράς του, υπενθυμίζει ότι, στο πλαίσιο της ανανέωσης της άδειας παραχώρησης αριθ. 27/2003, η άδεια του 2009 δεν είχε χορηγηθεί αυτομάτως, αλλά κατόπιν διεξαγωγής συγκεκριμένου ελέγχου στη διάρκεια του οποίου έκανε χρήση της διακριτικής του ευχέρειας. Είχε τότε προβλεφθεί ότι η νέα παραχώρηση διακρινόταν σαφώς από την προηγούμενη. Επιπλέον, η έλλειψη αντίθετης πρόβλεψης στην πράξη παραχώρησης αποδεικνύει ότι ο παραχωρησιούχος είχε εκτιμήσει ότι η απώλεια της κυριότητας επί των επίμαχων εγκαταστάσεων ήταν συμβατή με τη γενική οικονομική ισορροπία της εν λόγω σύμβασης.

21      Απαντώντας σε αίτημα του Δικαστηρίου για παροχή πληροφοριών, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε, στις 8 Σεπτεμβρίου 2023, ότι η SIIB εξακολουθούσε να έχει έννομο συμφέρον να αντιταχθεί στην περιέλευση στο Δημόσιο των σταθερών εγκαταστάσεων που είχε κατασκευάσει επί της δημόσιας παραθαλάσσιας έκτασης, συμφέρον το οποίο δύναται, μεταξύ άλλων, να προβάλει στο πλαίσιο προσφυγής κατά της αποφάσεως του παραχωρούντος περί επιβολής υποχρέωσης καταβολής αυξημένων τελών. Το εν λόγω δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι η μεταβίβαση στο Δημόσιο της κυριότητας επί τέτοιων εγκαταστάσεων λαμβάνει χώρα αυτοδικαίως με τη λήξη ισχύος της παραχώρησης χρήσης της οικείας έκτασης. Η ενδεχόμενη αναγνώριση, διά της διοικητικής ή δικαστικής οδού, του δικαιώματος κυριότητας του Δημοσίου επί των εγκαταστάσεων αυτών έχει απλώς δηλωτικό χαρακτήρα και συνεπάγεται τη δυνατότητα του παραχωρούντος να αυξήσει το ποσό του οφειλόμενου τέλους.

22      Το ίδιο δικαστήριο τόνισε ότι, εν προκειμένω, οι σταθερές εγκαταστάσεις που είχε κατασκευάσει η SIIB περιήλθαν στο Δημόσιο στις 31 Δεκεμβρίου 2008, κατά τη λήξη ισχύος της υπ’ αριθ. 27/2003 παραχώρησης. Λόγω της περιέλευσης των εγκαταστάσεων αυτών στο Δημόσιο επιβλήθηκε στη SIIB υποχρέωση καταβολής αυξημένου τέλους από το 2009.

23      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε, κατ’ ουσίαν, ότι ο κώδικας ναυσιπλοΐας εφαρμόζεται αδιακρίτως στους Ιταλούς επιχειρηματίες και στους επιχειρηματίες που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη.

24      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιτίθενται τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ και οι αρχές που απορρέουν από την απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2016, Laezza (C‑375/14, EU:C:2016:60), κατά το μέρος που έχουν εφαρμογή εν προκειμένω, στην ερμηνεία εθνικής διάταξης όπως το άρθρο 49 [του Codice della navigazione (κώδικα ναυσιπλοΐας)] υπό την έννοια ότι η διάταξη αυτή επιβάλλει ο παραχωρησιούχος να μεταβιβάσει άνευ ανταλλάγματος ή αντισταθμίσματος, κατά τη λήξη της παραχώρησης, στην περίπτωση που η εν λόγω παραχώρηση έχει ανανεωθεί χωρίς να προηγηθεί διακοπή, έστω και δυνάμει νέας απόφασης, την κυριότητα επί των κτισμάτων τα οποία έχουν κατασκευαστεί επί εκτάσεως του Δημοσίου και περιλαμβάνονται στα πράγματα που είναι οργανωμένα ως σύνολο με σκοπό τη λειτουργία επιχείρησης εκμετάλλευσης παραθεριστικού θερέτρου, λαμβανομένου υπόψη ότι η έννομη συνέπεια της άμεσης περιέλευσης στην ιδιοκτησία του Δημοσίου συνιστά ενδεχομένως περιορισμό ο οποίος υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού τον οποίον επιδιώκει πραγματικά ο εθνικός νομοθέτης και είναι, ως εκ τούτου, δυσανάλογος προς τον σκοπό αυτόν;»

 Επί του αιτήματος για επανάληψη της προφορικής διαδικασίας

25      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 17 Απριλίου 2024, η SIIB ζήτησε να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

26      Προς στήριξη του αιτήματός της, η SIIB υποστηρίζει ότι η γενική εισαγγελέας, στο σημείο 103 των προτάσεών της, υπερέβη τα όρια του αντικειμένου του προδικαστικού ερωτήματος, καταλήγοντας, εμμέσως πλην σαφώς, στο συμπέρασμα ότι δεν συντρέχει παράβαση του άρθρου 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) λαμβανομένης υπόψη της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής ρύθμισης.

27      Υπό τις συνθήκες αυτές, η SIIB ζητεί τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζήτησης, προκειμένου το ζήτημα της επιρροής που ασκεί 17 του Χάρτη στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης να αποτελέσει αντικείμενο κατ’ αντιμωλίαν συζήτησης.

28      Συναφώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Κανονισμός Διαδικασίας δεν προβλέπουν δυνατότητα των κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού ενδιαφερομένων να διατυπώνουν παρατηρήσεις σε απάντηση των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα (διάταξη της 4ης Φεβρουαρίου 2000, Emesa Sugar, C‑17/98, EU:C:2000:69, σκέψη 2, και απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, Préfet du Gers και Institut national de la statistique et des études économiques, C‑673/20, EU:C:2022:449, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Αφετέρου, δυνάμει του άρθρου 252, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο γενικός εισαγγελέας διατυπώνει δημοσίως, με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία, αιτιολογημένες προτάσεις επί των υποθέσεων οι οποίες, σύμφωνα με τον Οργανισμό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτούν την παρέμβασή του. Επομένως, δεν πρόκειται για διατύπωση γνώμης απευθυνόμενης προς τους δικαστές ή τους διαδίκους η οποία προέρχεται από αρχή εκτός του Δικαστηρίου, αλλά για ατομική και αιτιολογημένη γνώμη, την οποία διατυπώνει δημοσίως ένα μέλος του ίδιου του θεσμικού οργάνου. Υπό τις συνθήκες αυτές, επί των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα δεν διεξάγεται συζήτηση μεταξύ των διαδίκων. Εξάλλου, το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται ούτε από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα ούτε από την αιτιολογία βάσει της οποίας αυτός καταλήγει στις εν λόγω προτάσεις. Κατά συνέπεια, η διαφωνία οποιουδήποτε ενδιαφερομένου με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, όποια και αν είναι τα ζητήματα που εξετάζει ο γενικός εισαγγελέας με τις προτάσεις του, δεν μπορεί να συνιστά, αυτή καθεαυτήν, λόγο που να δικαιολογεί την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας (απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, Préfet du Gers και Institut national de la statistique et des études économiques, C‑673/20, EU:C:2022:449, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Τούτου λεχθέντος, κατά το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς ή, ακόμη, όταν, προς επίλυση της διαφοράς, το Δικαστήριο χρειάζεται να στηριχθεί σε επιχείρημα επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των ενδιαφερομένων κατά την έννοια του άρθρου 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

31      Πλην όμως, δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση εν προκειμένω.

32      Πρώτον, σημειώνεται ότι το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορά την ερμηνεία των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ, τα οποία κατοχυρώνουν, αντιστοίχως, την ελευθερία εγκαταστάσεως και το δικαίωμα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Το αιτούν δικαστήριο δεν υπέβαλε ειδικώς ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 17 του Χάρτη, το οποίο αφορά το δικαίωμα ιδιοκτησίας.

33      Δεύτερον, η γενική εισαγγελέας, στο σημείο 103 των προτάσεών της, μνημόνευσε απλώς την υφιστάμενη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η εξέταση υπό το πρίσμα του άρθρου 49 ΣΛΕΕ ενός περιορισμού τον οποίο θεσπίζει μια εθνική νομοθετική ρύθμιση καλύπτει και τους τυχόν περιορισμούς της άσκησης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που κατοχυρώνονται στα άρθρα 15 έως 17 του Χάρτη, με συνέπεια να μη χρειάζεται χωριστή εξέταση του δικαιώματος ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Χάρτη (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Global Starnet, C‑322/16, EU:C:2017:985, σκέψη 50, και της 7ης Σεπτεμβρίου 2022, Cilevičs κ.λπ., C‑391/20, EU:C:2022:638, σκέψη 56).

34      Στον βαθμό που, με την αίτηση για επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, η SIIB επιδιώκει, στην πραγματικότητα, να αντικρούσει την τελευταία αυτή εκτίμηση, αρκεί να υπομνησθεί ότι από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η διαφωνία οποιουδήποτε ενδιαφερομένου με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, όποια και αν είναι τα ζητήματα που εξετάζει ο γενικός εισαγγελέας με τις προτάσεις του, δεν μπορεί να συνιστά, αυτή καθεαυτήν, λόγο που να δικαιολογεί την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

35      Τρίτον, εν προκειμένω, το Δικαστήριο εκτιμά ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που του έχει υποβληθεί.

36      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

37      Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει ένσταση απαραδέκτου της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως για τον λόγο ότι το υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα δεν είναι λυσιτελές για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

38      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων την οποία καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Επομένως, προδικαστικό ερώτημα που αφορά το δίκαιο της Ένωσης καλύπτεται από τεκμήριο λυσιτέλειας, το οποίο είναι δυνατόν να ανατραπεί, μεταξύ άλλων, όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία ή κρίση επί του κύρους του οικείου κανόνα δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1981, Foglia, 244/80, EU:C:1981:302, σκέψεις 15 και 18, της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, Beck και Bergdorf, C‑355/97, EU:C:1999:391, σκέψη 22, καθώς και της 7ης Σεπτεμβρίου 2022, Cilevičs κ.λπ., C‑391/20, EU:C:2022:638, σκέψη 42).

39      Εν προκειμένω, απαντώντας σε αίτημα του Δικαστηρίου για παροχή πληροφοριών, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι η SIIB εξακολουθούσε να έχει έννομο συμφέρον να αντιταχθεί στην περιέλευση στο Δημόσιο των σταθερών εγκαταστάσεων που είχε κατασκευάσει σε δημόσια παραθαλάσσια έκταση, στον βαθμό που η περιέλευση των εγκαταστάσεων αυτών στο Δημόσιο συνεπαγόταν αύξηση του τέλους χρήσης της έκτασης το οποίο όφειλε να καταβάλει. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η SIIB μπορεί να προσβάλει την περιέλευση στο Δημόσιο στο πλαίσιο προσφυγής κατά της αποφάσεως με την οποία ο παραχωρών τής επέβαλε, στηριζόμενος στο άρθρο 1, παράγραφος 251, του νόμου 296 της 27ης Δεκεμβρίου 2006, την υποχρέωση καταβολής αυξημένου τέλους.

40      Επομένως, η απάντηση του Δικαστηρίου στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα είναι χρήσιμη για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

41      Επιπλέον, μολονότι η συγκεκριμένη διαφορά είναι αμιγώς εσωτερικής φύσεως, αρκεί, εντούτοις, να επισημανθεί ότι, όπως τόνισε και η Επιτροπή, ο κώδικας ναυσιπλοΐας εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στους Ιταλούς επιχειρηματίες όσο και στους επιχειρηματίες που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη. Επομένως, κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο επιχειρηματίες εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη να έχουν ενδιαφερθεί ή να ενδιαφέρονται να κάνουν χρήση της ελευθερίας εγκαταστάσεως και του δικαιώματος της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών με σκοπό την άσκηση δραστηριότητας στην ιταλική επικράτεια και, ως εκ τούτου, να είναι δυνατόν η ρύθμιση αυτή να παραγάγει αποτελέσματα που δεν περιορίζονται στη συγκεκριμένη επικράτεια.

42      Υπό τις συνθήκες αυτές, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή κατά το μέρος που αφορά το άρθρο 49 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2016, Ullens de Schooten, C‑268/15, EU:C:2016:874, σκέψη 50).

43      Επομένως, το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

44      Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο κάνει μνεία, στο πλαίσιο του προδικαστικού ερωτήματός του, των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ, τα οποία κατοχυρώνουν, αντιστοίχως, την ελευθερία εγκαταστάσεως και το δικαίωμα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κρίνεται σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι η παραχώρηση της χρήσης δημόσιας παραθαλάσσιας έκτασης συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την πρόσβαση του παραχωρησιούχου στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής προς τον σκοπό της σταθερής και διαρκούς συμμετοχής, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, στην οικονομική ζωή του κράτους αυτού. Επομένως, μια τέτοια παραχώρηση εμπίπτει στο δικαίωμα εγκατάστασης που προβλέπεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Νοεμβρίου 1995, Gebhard, C‑55/94, EU:C:1995:411, σκέψη 25, της 11ης Μαρτίου 2010, Attanasio Group, C‑384/08, EU:C:2010:133, σκέψη 39, και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, ΑΓΕΤ Ηρακλής, C‑201/15, EU:C:2016:972, σκέψη 50).

45      Επιπλέον, βάσει του άρθρου 57, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι διατάξεις της Συνθήκης που αφορούν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών έχουν εφαρμογή μόνον, μεταξύ άλλων, εφόσον δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι σχετικές με την ελευθερία εγκαταστάσεως διατάξεις. Επομένως, δεν απαιτείται να ληφθεί υπόψη το άρθρο 56 ΣΛΕΕ.

46      Περαιτέρω, δεδομένου ότι από το άρθρο 44, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/123 προκύπτει ότι η οδηγία αυτή δεν έχει εφαρμογή ratione temporis στη διαφορά της κύριας δίκης, το προδικαστικό ερώτημα πρέπει να εξεταστεί μόνον υπό το πρίσμα του άρθρου 49 ΣΛΕΕ.

47      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικό κανόνα ο οποίος προβλέπει ότι, κατά τη λήξη ισχύος της παραχώρησης χρήσης δημόσιας έκτασης και εφόσον δεν ορίζεται άλλως στην πράξη παραχώρησης, ο παραχωρησιούχος υποχρεούται να μεταβιβάσει πάραυτα, χωρίς αντάλλαγμα ή αποζημίωση, τις σταθερές εγκαταστάσεις που έχει κατασκευάσει επί της οικείας έκτασης, ακόμη και σε περίπτωση ανανέωσης της παραχώρησης.

48      Το άρθρο 49, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ απαγορεύει τα μέτρα που περιορίζουν την εγκατάσταση των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους. Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να θεωρείται ότι περιορίζουν την ελευθερία αυτή όλα τα μέτρα τα οποία, ακόμη και αν εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, απαγορεύουν, παρακωλύουν ή καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελευθερίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2004, CaixaBank France, C‑442/02, EU:C:2004:586, σκέψη 11, της 21ης Δεκεμβρίου 2016, ΑΓΕΤ Ηρακλής, C‑201/15, EU:C:2016:972, σκέψη 48, καθώς και της 7ης Σεπτεμβρίου 2022, Cilevičs κ.λπ., C‑391/20, EU:C:2022:638, σκέψη 61).

49      Πάντως, δεν αντιβαίνει στην απαγόρευση του άρθρου 49 ΣΛΕΕ εθνική νομοθεσία η οποία έχει εφαρμογή σε όλους τους επιχειρηματίες που ασκούν δραστηριότητες επί του εθνικού εδάφους και δεν έχει σκοπό να ρυθμίσει τις προϋποθέσεις που αφορούν την εγκατάσταση των οικείων επιχειρηματιών, τα δε τυχόν περιοριστικά για την ελευθερία εγκαταστάσεως αποτελέσματα είναι σε τέτοιο βαθμό αβέβαια και έμμεσα, ώστε η επιτασσόμενη από τη ρύθμιση υποχρέωση να μπορεί να θεωρηθεί ικανή να παρεμποδίσει την ελευθερία αυτή (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Ιουνίου 1996, Semeraro Casa Uno κ.λπ., C‑418/93 έως C‑421/93, C‑460/93 έως C‑462/93, C‑464/93, C‑9/94 έως C‑11/94, C‑14/94, C‑15/94, C‑23/94, C‑24/94 και C‑332/94, EU:C:1996:242, σκέψη 32, και της 6ης Οκτωβρίου 2022, Contship Italia, C‑433/21 και C‑434/21, EU:C:2022:760, σκέψη 45).

50      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως, δεν αμφισβητείται ότι το άρθρο 49, παράγραφος 1, του κώδικα ναυσιπλοΐας έχει εφαρμογή σε όλους τους επιχειρηματίες που ασκούν δραστηριότητα στην ιταλική επικράτεια. Συνακόλουθα, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 51 των προτάσεών της, όλοι οι οικονομικοί φορείς αντιμετωπίζουν τον ίδιο προβληματισμό, ήτοι κατά πόσον είναι οικονομικά βιώσιμη η συμμετοχή σε διαγωνισμό για την ανάθεση σύμβασης παραχώρησης, λαμβανομένου υπόψη ότι, κατά τη λήξη της παραχώρησης, οι σταθερές εγκαταστάσεις που έχουν κατασκευαστεί στην παραχωρούμενη έκταση θα περιέλθουν στην ιδιοκτησία του Δημοσίου.

51      Επιπλέον, η διάταξη αυτή δεν αφορά, αυτή καθεαυτήν, τις προϋποθέσεις εγκατάστασης των παραχωρησιούχων στους οποίους έχει χορηγηθεί άδεια άσκησης τουριστικής-ψυχαγωγικής δραστηριότητας σε δημόσιες παραθαλάσσιες εκτάσεις στην Ιταλία. Συγκεκριμένα, η εν λόγω διάταξη προβλέπει μόνον ότι, κατά τη λήξη της παραχώρησης και ελλείψει αντίθετης συμφωνίας στην πράξη παραχώρησης, οι σταθερές εγκαταστάσεις που έχει κατασκευάσει ο παραχωρησιούχος περιέρχονται πάραυτα και χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα στην περιουσία του Δημοσίου.

52      Επομένως, μολονότι το άρθρο 49 του κώδικα ναυσιπλοΐας δεν έχει σκοπό να ρυθμίσει τις προϋποθέσεις εγκατάστασης των οικείων επιχειρήσεων, εντούτοις πρέπει να εξακριβωθεί περαιτέρω ότι δεν συνεπάγεται, παρά ταύτα, περιοριστικά αποτελέσματα κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 49 της παρούσας αποφάσεως.

53      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 49 του κώδικα ναυσιπλοΐας αποτυπώνει απλώς τις συνέπειες των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τη δημόσια περιουσία. Συγκεκριμένα, όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 47 των προτάσεών της, η απόκτηση από τον παραχωρούντα φορέα, χωρίς αντάλλαγμα ή αποζημίωση, των σταθερών εγκαταστάσεων που έχουν κατασκευαστεί από τον παραχωρησιούχο επί της δημόσιας έκτασης συνιστά την ίδια την ουσία του αναπαλλοτρίωτου της δημόσιας περιουσίας.

54      Η αρχή του αναπαλλοτρίωτου συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι η δημόσια περιουσία παραμένει ιδιοκτησία του οικείου δημόσιου φορέα και ότι οι άδειες χρήσης δημόσιου πράγματος είναι προσωρινές, υπό την έννοια ότι έχουν ορισμένη διάρκεια, και είναι, επιπλέον, ανακλητές.

55      Σύμφωνα με την αρχή αυτή, το κανονιστικό πλαίσιο που έχει εφαρμογή, εν προκειμένω, στην παραχώρηση χρήσης δημόσιας έκτασης καθορίζει, χωρίς καμία αμφισημία, τη λήξη ισχύος της χορηγούμενης άδειας χρήσης. Επομένως, η SIIB δεν δικαιολογούνταν να αγνοεί, ήδη από τη σύναψη της σύμβασης παραχώρησης, ότι η άδεια χρήσης έκτασης που της είχε χορηγηθεί ήταν πρόσκαιρη και ανακλητή.

56      Περαιτέρω, προκύπτει ότι τα ενδεχόμενα περιοριστικά αποτελέσματα του άρθρου 49, παράγραφος 1, του κώδικα ναυσιπλοΐας επί της ελευθερίας εγκαταστάσεως είναι σε τέτοιο βαθμό αβέβαια και έμμεσα, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 49 της παρούσας αποφάσεως, ώστε να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι η εν λόγω διάταξη παρακωλύει την άσκηση της συγκεκριμένης ελευθερίας.

57      Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το ως άνω άρθρο 49, παράγραφος 1, προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα συμβατικής παρέκκλισης από την αρχή της άμεσης περιέλευσης στο Δημόσιο, χωρίς αποζημίωση ή αντάλλαγμα, των σταθερών εγκαταστάσεων που έχει κατασκευάσει ο παραχωρησιούχος σε δημόσια παραθαλάσσια έκταση, η διάταξη αυτή τονίζει τη συμβατική και, επομένως, συναινετική, διάσταση της παραχώρησης χρήσης δημόσιας έκτασης. Επομένως, η άμεση και χωρίς αντάλλαγμα ή αποζημίωση περιέλευση στο Δημόσιο των σταθερών εγκαταστάσεων που έχει κατασκευάσει ο παραχωρησιούχος στην οικεία έκταση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αναγκαστική μεταβίβαση των εγκαταστάσεων αυτών.

58      Τέλος, το αν πρόκειται για ανανέωση ή για πρώτη ανάθεση σύμβασης παραχώρησης δεν ασκεί καμία επιρροή στην εκτίμηση σχετικά με το άρθρο 49, παράγραφος 1, του κώδικα ναυσιπλοΐας. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι η ανανέωση σύμβασης παραχώρησης χρήσης δημόσιας έκτασης συνεπάγεται ότι ο νέος τίτλος χρήσης της έκτασης διαδέχεται τον πρώτο και δεν ανανεώνει ούτε παρατείνει την ισχύ του πρώτου. Κατά τα λοιπά, η ερμηνεία αυτή εξασφαλίζει ότι η ανάθεση σύμβασης παραχώρησης λαμβάνει χώρα μόνον μετά το πέρας διαδικασίας διαγωνισμού που θέτει όλους τους υποψηφίους και τους προσφέροντες σε ίση βάση.

59      Επιβάλλεται επίσης να διευκρινιστεί ότι η ερμηνεία του άρθρου 49 ΣΛΕΕ που εκτίθεται στις σκέψεις 50 έως 58 της παρούσας αποφάσεως δεν αναιρείται από «τις αρχές που απορρέουν από την απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2016, Laezza (C‑375/14, EU:C:2016:60)», τις οποίες αναφέρει το αιτούν δικαστήριο στο ερώτημά του.

60      Στην υπόθεση εκείνη, η οποία αφορούσε τον τομέα των τυχερών παιγνίων, οι παραχωρησιούχοι χρησιμοποιούσαν, για την άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας τους, αγαθά των οποίων ήταν πράγματι κύριοι. Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση, όπως υποστήριξε και η Ιταλική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η άδεια χρήσης της δημόσιας παραθαλάσσιας έκτασης που είχε χορηγηθεί στη SIIB παρείχε απλώς σε αυτή μεταβατικού χαρακτήρα δικαίωμα επιφανείας επί των σταθερών εγκαταστάσεων που είχε κατασκευάσει στην εν λόγω έκταση.

61      Επιπλέον, από τη σκέψη 43 της αποφάσεως της 28ης Ιανουαρίου 2016, Laezza (C‑375/14, EU:C:2016:60), προκύπτει ότι μέτρο με το οποίο διατάσσεται η δωρεάν μεταβίβαση της χρήσης αγαθών που είναι αναγκαία για την εκμετάλλευση τυχερών παιγνίων συνιστά κύρωση, εφόσον επιβάλλεται στον παραχωρησιούχο και δεν επιδέχεται διαπραγμάτευση. Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση, το ζήτημα αν οι εγκαταστάσεις που έχουν κατασκευαστεί σε δημόσια έκταση από τον παραχωρησιούχο κατά τη διάρκεια της παραχώρησης πρέπει να ενσωματωθούν άνευ ανταλλάγματος στη δημόσια περιουσία αποτελεί αντικείμενο συμβατικής διαπραγμάτευσης μεταξύ του παραχωρούντος δημοσίου φορέα και του παραχωρησιούχου. Συγκεκριμένα, το άρθρο 49, παράγραφος 1, του κώδικα ναυσιπλοΐας προβλέπει, όλως συμπληρωματικώς («Εάν δεν ορίζεται διαφορετικά στην πράξη παραχώρησης»), ότι, «κατά τη λήξη της παραχώρησης, οι σταθερές εγκαταστάσεις που έχουν κατασκευαστεί σε δημόσια έκταση περιέρχονται στην ιδιοκτησία του Δημοσίου άνευ αποζημίωσης ή ανταλλάγματος, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας της παραχωρούσας αρχής να διατάξει την κατεδάφισή τους προς επαναφορά της δημόσιας έκτασης στην προτέρα κατάσταση».

62      Κατά συνέπεια, στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνικό κανόνα ο οποίος προβλέπει ότι, κατά τη λήξη της παραχώρησης χρήσης δημόσιας έκτασης και εφόσον δεν ορίζεται άλλως στην πράξη παραχώρησης, ο παραχωρησιούχος υποχρεούται να μεταβιβάσει πάραυτα, χωρίς αντάλλαγμα ή αποζημίωση, τις σταθερές εγκαταστάσεις που έχει κατασκευάσει επί της παραχωρηθείσας έκτασης, ακόμη και σε περίπτωση ανανέωσης της παραχώρησης.

 Επί των δικαστικών εξόδων

63      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι:

δεν αντιτίθεται σε εθνικό κανόνα ο οποίος προβλέπει ότι, κατά τη λήξη της παραχώρησης χρήσης δημόσιας έκτασης και εφόσον δεν ορίζεται άλλως στην πράξη παραχώρησης, ο παραχωρησιούχος υποχρεούται να μεταβιβάσει πάραυτα, χωρίς αντάλλαγμα ή αποζημίωση, τις σταθερές εγκαταστάσεις που έχει κατασκευάσει επί της παραχωρηθείσας έκτασης, ακόμη και σε περίπτωση ανανέωσης της παραχώρησης.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.