Υπόθεση C‑551/22 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 18ης Ιουνίου 2024

«Αίτηση αναιρέσεως – Οικονομική και νομισματική πολιτική – Τραπεζική ένωση – Κανονισμός (ΕΕ) 806/2014 – Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης – Διαδικασία εξυγίανσης εφαρμοστέα σε περίπτωση που οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης – Άρθρο 18, παράγραφος 7 – Έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης από το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης – Αποδοχή του καθεστώτος αυτού από την Επιτροπή – Άρθρο 86, παράγραφος 2 – Πράξη δυνάμενη να προσβληθεί με προσφυγή – Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό»

  1. Αίτηση αναιρέσεως – Παραδεκτό – Λόγος αναιρέσεως ο οποίος βάλλει κατά της εξέτασης του παραδεκτού της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου – Αναίρεση ασκηθείσα από παρεμβαίνοντα της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης – Επιτρεπτό

    (Άρθρο 256 § 1, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 56)

    (βλ. σκέψη 50)

  2. Αίτηση αναιρέσεως – Παραδεκτό – Αποφάσεις κατά των οποίων μπορεί να ασκηθεί αναίρεση – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία απορρίπτεται το απαράδεκτο προσφυγής και, εν συνεχεία, η προσφυγή απορρίπτεται ως αβάσιμη – Επιτρέπεται

    (Άρθρο 256 § 1, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 56)

    (βλ. σκέψη 51)

  3. Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άσκηση των αρμοδιοτήτων – Ανάθεση εξουσιών – Προϋποθέσεις – Ανάθεση εξουσιών λήψεως αποφάσεων σε επικουρικά όργανα – Είδη ανάθεσης και αποτελέσματα – Ανάθεση σαφώς οριοθετημένων εκτελεστικών εξουσιών – Απουσία αισθητής τροποποίησης των εξουσιών που έχουν ανατεθεί – Ανάθεση ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως η οποία συνεπάγεται ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τα θεμελιώδη ζητήματα του οικείου τομέα πολιτικής – Ενδεχόμενη μετάθεση ευθύνης

    (Άρθρο 290 ΣΛΕΕ)

    (βλ. σκέψεις 69, 73)

  4. Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άσκηση των αρμοδιοτήτων – Ανάθεση εξουσιών – Προϋποθέσεις – Ανάθεση εξουσιών λήψεως αποφάσεων στο Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ) – Έγκριση από το ΕΣΕ καθεστώτος εξυγίανσης – Ευρεία εξουσία εκτιμήσεως – Κανονιστικές διατάξεις με τις οποίες αποφεύγεται η μετάθεση ευθύνης από την Επιτροπή προς το ΕΣΕ

    (Κανονισμός 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 18 §§ 1 έως 7)

    (βλ. σκέψεις 75-81)

  5. Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Έννοια – Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα – Προπαρασκευαστικές πράξεις – Απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) σχετικά με την έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης – Θέση σε ισχύ – Μη παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων – Δεν εμπίπτει – Απόφαση περί αποδοχής από την Επιτροπή, ή και από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία καθορίζεται οριστικά το περιεχόμενο του καθεστώτος εξυγίανσης – Εμπίπτει

    (Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 18 §§ 1 έως 8 και 30 §§ 1 και 2)

    (βλ. σκέψεις 77-81, 83-86, 88, 89, 93, 94)

Σύνοψη

Το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου, επιληφθέν αιτήσεως αναιρέσεως την οποία άσκησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 1ης Ιουνίου 2022, στην υπόθεση Fundación Tatiana Pérez de Guzmán el Bueno και SFL κατά ΕΣΕ ( 1 ), δέχεται την αίτηση αναιρέσεως και, αποφαινόμενο οριστικά επί της ουσίας, απορρίπτει ως απαράδεκτη την προσφυγή που άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου το Fundación και το Stiftung für Forschung und Lehre κατά της αποφάσεως του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 7ης Ιουνίου 2017, σχετικά με την έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης για την Banco Popular Español SA ( 2 ) (στο εξής: επίμαχο καθεστώς εξυγίανσης), βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 ( 3 ).

Κατά το πέρας της αναλύσεώς του, το Δικαστήριο κρίνει ότι το επίμαχο καθεστώς εξυγίανσης δεν συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και, ως εκ τούτου, αναιρεί την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που κήρυξε παραδεκτή την προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του εν λόγω καθεστώτος εξυγίανσης. Το Δικαστήριο στηρίζει την ανάλυση αυτή, μεταξύ άλλων, στις αρχές σχετικά με την ανάθεση εξουσιών σε επικουρικά όργανα οι οποίες διατυπώθηκαν με την απόφαση της 13ης Ιουνίου 1958, Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής ( 4 ), και στις οποίες γίνεται αναφορά με την απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου ( 5 ).

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι μπορούν να προσβληθούν με προσφυγή ακυρώσεως κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το πρώτο εδάφιο αυτού, όλες οι διατάξεις ή τα μέτρα που θεσπίζονται από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, ανεξάρτητα από τη μορφή τους, και αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων, ικανών να επηρεάσουν τα συμφέροντα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση. Προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια πράξη παράγει τέτοια αποτελέσματα και είναι, ως εκ τούτου, δεκτική τέτοιας προσφυγής πρέπει να εξετάζεται η ουσία της πράξης και να εκτιμώνται τα αποτελέσματα αυτά με γνώμονα αντικειμενικά κριτήρια, όπως το περιεχόμενο της εν λόγω πράξης, λαμβανομένων ενδεχομένως υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε και των εξουσιών του θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού που την εξέδωσε.

Όσον αφορά, πρώτον, το περιεχόμενο του επίμαχου καθεστώτος εξυγίανσης, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το εν λόγω καθεστώς δεν είχε ακόμη τύχει αποδοχής κατά την έγκρισή του στη διάρκεια της εκτελεστικής συνόδου του ΕΣΕ της 7ης Ιουνίου 2017, δεδομένου ότι, εν συνεχεία, κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή προς αποδοχή, από την οποία εξαρτώνταν η θέση του σε ισχύ και, κατά συνέπεια, η παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων από αυτό.

Όσον αφορά, δεύτερον, το πλαίσιο της εγκρίσεως του επίμαχου καθεστώτος εξυγίανσης, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το εν λόγω καθεστώς έχει, όπως αναφέρεται στο προοίμιό του, ως νομική βάση τον κανονισμό ΕΜΕ ( 6 ). Το σύστημα που καθιερώνει ο ως άνω κανονισμός στηρίζεται στη διαπίστωση ( 7 ) ότι η άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης που προβλέπονται από τον κανονισμό εμπίπτει στην πολιτική εξυγίανσης των τραπεζικών ιδρυμάτων που εφαρμόζεται στην Ένωση, την οποία μόνον τα θεσμικά όργανα της Ένωσης μπορούν να καθορίσουν, και ότι εξακολουθεί να υπάρχει κάποια διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την έγκριση κάθε συγκεκριμένου καθεστώτος εξυγίανσης, λόγω, μεταξύ άλλων, του σημαντικού αντικτύπου των αποφάσεων περί εξυγίανσης στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των κρατών μελών και της Ένωσης στο σύνολό της, καθώς και στη δημοσιονομική κυριαρχία των κρατών μελών. Για τους λόγους αυτούς, ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε αναγκαίο να προβλέψει την ενδεικνυόμενη συμμετοχή του Συμβουλίου και της Επιτροπής, ήτοι μια συμμετοχή η οποία ενισχύει την απαραίτητη επιχειρησιακή ανεξαρτησία του ΕΣΕ, ενώ συγχρόνως τηρεί τις αρχές σχετικά με την ανάθεση εξουσιών σε επικουρικά όργανα.

Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, με τις αποφάσεις Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής και Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι οι συνέπειες που προκύπτουν από την ανάθεση εξουσιών είναι πολύ διαφορετικές, ανάλογα με το αν αυτή αφορά σαφώς οριοθετημένες εκτελεστικές εξουσίες, η άσκηση των οποίων, ως εκ τούτου, επιδέχεται αυστηρό έλεγχο υπό το πρίσμα αντικειμενικών κριτηρίων, καθοριζόμενων από την αρχή που προβαίνει στην ανάθεση, ή αν η ανάθεση αφορά «διακριτική εξουσία, που προϋποθέτει ευρεία ελευθερία εκτιμήσεως και μπορεί, ανάλογα με τον τρόπο ασκήσεώς της, ν’ αποτελέσει έκφραση πραγματικής οικονομικής πολιτικής». Η ανάθεση του πρώτου είδους δεν είναι ικανή να τροποποιήσει αισθητά τις συνέπειες της ασκήσεως των εξουσιών τις οποίες αφορά, ενώ η ανάθεση του δεύτερου είδους, στο πλαίσιο της οποίας οι επιλογές της αρχής που προβαίνει στην ανάθεση υποκαθίστανται από τις επιλογές της αρχής υπέρ της οποίας συντελείται, αποτελεί «πραγματική μετάθεση ευθύνης». Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής έκρινε ότι η επίμαχη ανάθεση εξουσιών, λόγω του ότι παρείχε στους οικείους οργανισμούς «ελευθερία εκτιμήσεως που προϋποθέτει ευρεία διακριτική εξουσία», δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με τις «απαιτήσεις της Συνθήκης», ενώ συγχρόνως διευκρίνισε ότι, διατηρώντας μόνον το δικαίωμα να αρνηθεί να εγκρίνει τις αποφάσεις των εν λόγω οργανισμών, η Ανώτατη Αρχή δεν διατήρησε αρκετές εξουσίες ώστε να αποφύγει μια τέτοια μετάθεση ευθύνης.

Κατά το Δικαστήριο, η νομολογία που διαμορφώθηκε με την ανωτέρω απόφαση στηρίζεται στην παραδοχή ότι η εξισορρόπηση των εξουσιών, η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό της θεσμικής δομής της Ένωσης, συνιστά θεμελιώδη εγγύηση παρεχόμενη από τις Συνθήκες και ότι η ανάθεση ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως θα έθιγε την εγγύηση αυτή, διότι η εν λόγω εξουσία θα ανετίθετο σε αρχές διαφορετικές από εκείνες τις οποίες όρισε η Συνθήκη για να εξασφαλίζουν και να ελέγχουν την άσκησή της, στο πλαίσιο των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων τους. Η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στην οποία αναφέρεται η νομολογία αυτή αφορά, μεταξύ άλλων, τα θεμελιώδη ζητήματα του οικείου τομέα πολιτικής, τα οποία προϋποθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως με σκοπό τον συμβιβασμό διαφόρων, ενίοτε αντικρουόμενων, σκοπών.

Το Δικαστήριο προσθέτει ότι από την εν λόγω νομολογία προκύπτει ειδικότερα ότι η δυνατότητα εφαρμογής των αρχών που διατυπώθηκαν με αυτήν όσον αφορά την ανάθεση εξουσιών σε επικουρικά όργανα δεν εξαρτάται από τον ατομικό ή γενικό χαρακτήρα των πράξεων τις οποίες τα επικουρικά όργανα εξουσιοδοτούνται να εκδίδουν, αλλά μόνον από το ζήτημα αν η ανάθεση αφορά ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ή, αντιθέτως, σαφώς οριοθετημένες εκτελεστικές εξουσίες.

Το σύστημα που καθιερώνει ο κανονισμός ΕΜΕ ( 8 ) αποσκοπεί στη συγκεκριμενοποίηση των αρχών οι οποίες διατυπώθηκαν με την απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής και στις οποίες γίνεται αναφορά με την απόφαση Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου.

Πράγματι, το ΕΣΕ είναι, ασφαλώς, αρμόδιο να εγκρίνει όλες τις σχετικές με την εξυγίανση αποφάσεις, μεταξύ άλλων, για χρηματοοικονομικά ιδρύματα και ομίλους που θεωρούνται σημαντικοί για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ένωση, καθώς και για άλλους διασυνοριακούς ομίλους ( 9 ). Συναφώς, το ΕΣΕ εγκρίνει καθεστώς εξυγίανσης όσον αφορά τις εν λόγω οντότητες και τους ομίλους μόνον εάν εκτιμήσει, αφού λάβει κοινοποίηση της εκτίμησης της ΕΚΤ ότι η οικεία οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης ή με δική του πρωτοβουλία ( 10 ), ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης ( 11 ), οι οποίες αφορούν το κατά πόσον η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, την απουσία εναλλακτικών μέτρων σε σχέση με την εξυγίανση, καθώς και την αναγκαιότητα της εξυγίανσης για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Στην περίπτωση αυτή, το ΕΣΕ εγκρίνει ( 12 ) καθεστώς εξυγίανσης, το οποίο θέτει την οικεία οντότητα υπό εξυγίανση και καθορίζει τον τρόπο εφαρμογής σε αυτήν των εργαλείων εξυγίανσης ( 13 ) καθώς και τη χρήση του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης.

Εντούτοις, παρά την ευρεία διακριτική ευχέρεια η οποία παρέχεται στο ΕΣΕ ως προς το αν και με ποια μέσα η οικεία οντότητα πρέπει να υπαχθεί σε διαδικασία εξυγίανσης, η ευχέρεια αυτή υπόκειται σε αντικειμενικά κριτήρια και προϋποθέσεις που οριοθετούν το πεδίο δράσης του ΕΣΕ και αφορούν τόσο τις προϋποθέσεις όσο και τα εργαλεία εξυγίανσης ( 14 ). Επιπλέον, ο κανονισμός ΕΜΕ προβλέπει τη συμμετοχή της Επιτροπής και του Συμβουλίου στη διαδικασία έγκρισης καθεστώτος εξυγίανσης, το οποίο, για να τεθεί σε ισχύ, πρέπει να τύχει της αποδοχής της Επιτροπής και, κατά περίπτωση, του Συμβουλίου.

Στο πλαίσιο αυτό, το ΕΣΕ ενημερώνει την Επιτροπή για κάθε μέτρο που λαμβάνει προκειμένου να προετοιμάσει την εξυγίανση και ανταλλάσσει, με την Επιτροπή και το Συμβούλιο, όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους ( 15 ). Εξάλλου, η Επιτροπή ορίζει εκπρόσωπο εξουσιοδοτημένο να συμμετέχει ως μόνιμος παρατηρητής στις συνεδριάσεις του ΕΣΕ, σε εκτελεστική σύνοδο και σε σύνοδο ολομέλειας, και ο εν λόγω εκπρόσωπος έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στις συζητήσεις και έχει πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα ( 16 ). Επιπλέον, το ΕΣΕ υποχρεούται να διαβιβάσει στην Επιτροπή το καθεστώς εξυγίανσης αμέσως μετά την έγκρισή του, η δε Επιτροπή, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη διαβίβαση αυτήν, είτε αποδέχεται το εν λόγω καθεστώς είτε διατυπώνει αντιρρήσεις όσον αφορά τις πτυχές του οι οποίες υπόκεινται σε διακριτική ευχέρεια, εξαιρουμένων εκείνων που αφορούν την τήρηση του κριτηρίου του δημόσιου συμφέροντος και το ποσό που προβλέπεται για τη χρήση του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης ( 17 ). Όσον αφορά τις τελευταίες αυτές πτυχές οι οποίες υπόκεινται σε διακριτική ευχέρεια, η Επιτροπή μπορεί, εντός δώδεκα ωρών από την εν λόγω διαβίβαση, να προτείνει στο Συμβούλιο να προβάλει αντιρρήσεις ( 18 ). Τέλος, το καθεστώς εξυγίανσης εφαρμόζεται μόνον εφόσον το Συμβούλιο ή η Επιτροπή δεν προβάλουν αντιρρήσεις εντός 24 ωρών μετά τη διαβίβασή του από το ΕΣΕ ( 19 ). Συνεπώς, όταν η Επιτροπή αποδέχεται ένα τέτοιο καθεστώς, οφείλει να αναλάβει πλήρως τις ευθύνες που της αναθέτουν οι Συνθήκες.

Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι διατάξεις του άρθρου 18 του κανονισμού ΕΜΕ, βάσει των οποίων εγκρίθηκε το επίμαχο καθεστώς εξυγίανσης, είναι ικανές να αποτρέψουν τη «μετάθεση ευθύνης», κατά την έννοια της νομολογίας που διαμορφώθηκε με την απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής. Πράγματι, οι εν λόγω διατάξεις αναθέτουν στο ΕΣΕ την εξουσία να εκτιμήσει αν πληρούνται, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις για την έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης και να καθορίσει τα αναγκαία εργαλεία για τους σκοπούς ενός τέτοιου καθεστώτος, ενώ συγχρόνως αναθέτουν στην Επιτροπή ή, κατά περίπτωση, στο Συμβούλιο την ευθύνη για την τελική εκτίμηση των πτυχών του καθεστώτος αυτού οι οποίες υπόκεινται σε διακριτική ευχέρεια. Οι τελευταίες εμπίπτουν στην πολιτική της Ένωσης στον τομέα της εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και απαιτούν στάθμιση διαφόρων στόχων και συμφερόντων που αφορούν τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Ένωσης και της ακεραιότητας της εσωτερικής αγοράς, τη συνεκτίμηση της δημοσιονομικής κυριαρχίας των κρατών μελών, καθώς και την προστασία των συμφερόντων των μετόχων και των πιστωτών.

Όσον αφορά, τρίτον, τις εξουσίες του ΕΣΕ, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ερμηνεία την οποία δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο, σύμφωνα με την οποία ένα καθεστώς εξυγίανσης δύναται να παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ανεξαρτήτως της απόφασης της Επιτροπής περί αποδοχής του, δεν λαμβάνει υπόψη ούτε τις εξουσίες που απονέμει στο ΕΣΕ ο κανονισμός ΕΜΕ ούτε τη νομολογία που διαμορφώθηκε με την απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής.

Πράγματι, μολονότι ο κανονισμός ΕΜΕ προβλέπει ( 20 ) ότι το ΕΣΕ είναι αρμόδιο για την εκπόνηση και την έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης, εντούτοις δεν του παρέχει την εξουσία να εκδίδει πράξη η οποία παράγει αυτοτελή έννομα αποτελέσματα. Στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης, η αποδοχή της Επιτροπής συνιστά απαραίτητο στοιχείο για τη θέση του καθεστώτος εξυγίανσης σε ισχύ.

Η αποδοχή αυτή είναι επίσης καθοριστική για το περιεχόμενο του επίμαχου καθεστώτος εξυγίανσης. Πράγματι, αφενός, αν και ο κανονισμός ΕΜΕ παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποδεχθεί ένα τέτοιο καθεστώς χωρίς να διατυπώσει αντιρρήσεις όσον αφορά τις πτυχές του οι οποίες υπόκεινται σε διακριτική ευχέρεια ή χωρίς να προτείνει στο Συμβούλιο να το πράξει, παρέχει επίσης στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο τη δυνατότητα να υποκαταστήσουν την εκτίμηση του ΕΣΕ με τη δική τους εκτίμηση όσον αφορά τις πτυχές οι οποίες υπόκεινται σε διακριτική ευχέρεια διατυπώνοντας αντιρρήσεις ως προς αυτές ( 21 ), οπότε το ΕΣΕ υποχρεούται να τροποποιήσει το καθεστώς εξυγίανσης, εντός οκτώ ωρών, σύμφωνα με τους λόγους που διατυπώθηκαν από την Επιτροπή ή από το Συμβούλιο, τούτο δε προκειμένου το εν λόγω καθεστώς να τεθεί σε ισχύ ( 22 ). Αφετέρου, η προβολή αντιρρήσεων από το Συμβούλιο για τον λόγο ότι δεν πληρούται το κριτήριο του δημοσίου συμφέροντος έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζει οριστικά τη δυνάμει του εν λόγω κανονισμού εξυγίανση της οικείας οντότητας, με συνέπεια η οντότητα αυτή να τίθεται υπό κανονική διαδικασία εκκαθάρισης σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία ( 23 ).

Στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή, όπως ρητώς υπογράμμισε με την απόφασή της περί αποδοχής του επίμαχου καθεστώτος εξυγίανσης ( 24 ), δήλωσε ότι «συμφωνεί» με το περιεχόμενο του καθεστώτος αυτού, καθώς και με «τους λόγους που προβάλλονται από το ΕΣΕ για να αιτιολογήσει ότι η εξυγίανση είναι αναγκαία για λόγους δημοσίου συμφέροντος». Πλην όμως, οι πτυχές ενός καθεστώτος εξυγίανσης οι οποίες υπόκεινται σε διακριτική ευχέρεια και οι οποίες αφορούν τόσο τη θέσπιση των προϋποθέσεων εξυγίανσης όσο και τον καθορισμό των εργαλείων εξυγίανσης συνδέονται άρρηκτα με τις πιο τεχνικές πτυχές της εξυγίανσης. Επομένως, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, δεν μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ των πτυχών οι οποίες υπόκεινται σε διακριτική ευχέρεια και των τεχνικών πτυχών, προκειμένου να καθοριστεί η δεκτική προσφυγής πράξη στο πλαίσιο καθεστώτος εξυγίανσης το οποίο η Επιτροπή αποδέχθηκε στο σύνολό του.

Ως εκ τούτου, μόνο διά της απόφασης της Επιτροπής περί αποδοχής καθορίστηκε οριστικά η δράση εξυγίανσης που ανέλαβε το ΕΣΕ με το επίμαχο καθεστώς εξυγίανσης και η δράση αυτή παρήγαγε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, με συνέπεια ότι η Επιτροπή, και όχι το ΕΣΕ, πρέπει να φέρει την ευθύνη για την εν λόγω δράση εξυγίανσης ενώπιον του δικαστή της Ένωσης

Το Δικαστήριο καταλήγει, επομένως, στο συμπέρασμα ότι από το περιεχόμενο του επίμαχου καθεστώτος εξυγίανσης, από το πλαίσιο εντός του οποίου αυτό εγκρίθηκε και από τις εξουσίες του ΕΣΕ προκύπτει ότι το εν λόγω καθεστώς δεν παρήγε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα νομικού ή φυσικού προσώπου, με συνέπεια να μη συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

Το Δικαστήριο προσθέτει ότι, πρώτον, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, από το άρθρο 86, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού ΕΜΕ δεν μπορεί να συναχθεί ότι το επίμαχο καθεστώς εξυγίανσης μπορούσε να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, παρά το ότι δεν αποτέλεσε το τελικό αποτέλεσμα της επίμαχης διαδικασίας εξυγίανσης, δεδομένου ότι το αποτέλεσμα αυτό επήλθε μόνον με την αποδοχή του εν λόγω καθεστώτος από την Επιτροπή, και παρά το ότι δεν παρήγε αυτοτελή έννομα αποτελέσματα.

Πράγματι, οι διατάξεις ενός κανονισμού δεν δύνανται να τροποποιήσουν το σύστημα ενδίκων βοηθημάτων που προβλέπει η Συνθήκη ΛΕΕ. Επιπλέον, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 86 του κανονισμού ΕΜΕ προκύπτει ότι οι προσφυγές τις οποίες προβλέπει πρέπει να ασκούνται ενώπιον του Δικαστηρίου «σύμφωνα με το άρθρο 263 [ΣΛΕΕ]», γεγονός το οποίο σημαίνει ότι πρέπει να πληρούν την προβλεπόμενη σε αυτό προϋπόθεση σχετικά με τον χαρακτήρα της προσβαλλομένης πράξεως ως δεκτικής προσφυγής.

Ασφαλώς, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, με την απόφαση της 6ης Μαΐου 2021, ABLV Bank κ.λπ. κατά ΕΚΤ ( 25 ), έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι ένα καθεστώς εξυγίανσης μπορεί, ως τελικό αποτέλεσμα της σύνθετης διαδικασίας εξυγίανσης, να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Εντούτοις, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω απόφαση, το Δικαστήριο εκλήθη να εκτιμήσει τη νομιμότητα αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία είχαν κριθεί απαράδεκτες προσφυγές ακυρώσεως βάλλουσες όχι κατά τέτοιου καθεστώτος, αλλά κατά προπαρασκευαστικών πράξεων της ΕΚΤ με τις οποίες είχε διαπιστωθεί ότι οντότητες βρίσκονταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης ( 26 ). Επομένως, οι εκτιμήσεις οι οποίες εκτίθενται στην εν λόγω απόφαση πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τις σύνθετες διαδικασίες, από την οποία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο μιας τέτοιας σύνθετης διαδικασίας οι πράξεις που εκδίδονται κατά τα προπαρασκευαστικά της εκδόσεως της οριστικής πράξεως στάδια δεν μπορούν, όταν δεν παράγουν αυτοτελή έννομα αποτελέσματα, να προσβληθούν με προσφυγή ακυρώσεως.

Δεύτερον, το Δικαστήριο κρίνει ότι εσφαλμένως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι η μη αναγνώριση του δεκτικού προσφυγής χαρακτήρα του επίμαχου καθεστώτος εξυγίανσης συνεπάγεται προσβολή του δικαιώματος των πρωτοδίκως προσφευγουσών σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.

Πράγματι, μια απόφαση της Επιτροπής περί αποδοχής, όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, έχει τα χαρακτηριστικά πράξεως δυνάμενης να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Στο δε στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά μιας τέτοιας αποφάσεως, τα ενδιαφερόμενα φυσικά ή νομικά πρόσωπα έχουν τη δυνατότητα να επικαλεστούν την έλλειψη νομιμότητας του καθεστώτος εξυγίανσης που αποδέχθηκε το εν λόγω θεσμικό όργανο προσδίδοντάς του με τον τρόπο αυτόν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, γεγονός το οποίο είναι ικανό να τους διασφαλίσει επαρκή δικαστική προστασία. Κατά τα λοιπά, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή, διά της αποδοχής, θεωρείται ότι υιοθετεί τα στοιχεία και την αιτιολογία του καθεστώτος εξυγίανσης, με συνέπεια να πρέπει να φέρει, εφόσον συντρέχει λόγος, την ευθύνη γι’ αυτό ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.


( 1 ) Απόφαση της 1ης Ιουνίου 2022, Fundación Tatiana Pérez de Guzmán el Bueno και SFL κατά ΕΣΕ, T‑481/17, EU:T:2022:311 (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση).

( 2 ) Απόφαση SRB/EES/2017/08 της εκτελεστικής συνόδου του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 7ης Ιουνίου 2017, σχετικά με την έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης για την Banco Popular Español SA.

( 3 ) Κανονισμός (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1, στο εξής: κανονισμός ΕΜΕ).

( 4 ) Απόφαση της 13ης Ιουνίου 1958, Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (9/56, EU:C:1958:7).

( 5 ) Απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (C‑270/12, EU:C:2014:18).

( 6 ) Ειδικότερα το άρθρο του 18.

( 7 ) Βλ., κατ’ ουσίαν, αιτιολογικές σκέψεις 24 και 26 του κανονισμού ΕΜΕ.

( 8 ) Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 24 και 26 του κανονισμού ΕΜΕ.

( 9 ) Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού ΕΜΕ.

( 10 ) Δυνάμει του άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 6, του κανονισμού ΕΜΕ.

( 11 ) Οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ έως γʹ, του κανονισμού ΕΜΕ.

( 12 ) Βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 6, του κανονισμού ΕΜΕ.

( 13 ) Τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 22, παράγραφος 2, του κανονισμού ΕΜΕ.

( 14 ) Σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 4 έως 6, του κανονισμού ΕΜΕ.

( 15 ) Δυνάμει του άρθρο 30, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού ΕΜΕ.

( 16 ) Δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 3, του κανονισμού ΕΜΕ.

( 17 ) Άρθρο 18, παράγραφος 7, πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του κανονισμού ΕΜΕ.

( 18 ) Άρθρο 18, παράγραφος 7, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού ΕΜΕ.

( 19 ) Άρθρο 18, παράγραφος 7, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού ΕΜΕ.

( 20 ) Βάσει των άρθρων 7 και 18 του κανονισμού ΕΜΕ.

( 21 ) Άρθρο 18, παράγραφος 7, του κανονισμού ΕΜΕ.

( 22 ) Άρθρο 18, παράγραφος 7, έβδομο εδάφιο, του κανονισμού ΕΜΕ.

( 23 ) Άρθρο 18, παράγραφος 8, του κανονισμού ΕΜΕ.

( 24 ) Απόφαση (ΕΕ) 2017/1246 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2017, για την αποδοχή του καθεστώτος εξυγίανσης για την Banco Popular Español S.A. (ΕΕ 2017, L 178, σ. 15), αιτιολογική σκέψη 4, όπως διορθώθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2017 (ΕΕ 2017, L 320, σ. 31).

( 25 ) Απόφαση της 6ης Μαΐου 2021, ABLV Bank κ.λπ. κατά ΕΚΤ (C‑551/19 P και C‑552/19 P, EU:C:2021:369, σκέψεις 56 και 66).

( 26 ) Κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού ΕΜΕ.