Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 29ης Ιουλίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Απαγόρευση των συμπράξεων – Άρθρο 101 ΣΛΕΕ – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου – Ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων – Πληροφορίες σχετικές με τους εμπορικούς όρους και τις αξίες παραγωγής – Πληροφορίες στρατηγικής σημασίας»

Στην υπόθεση C‑298/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal da Concorrência, Regulação e Supervisão (δικαστήριο υποθέσεων ανταγωνισμού, ρυθμίσεως και εποπτείας, Πορτογαλία) με απόφαση της 3ης Μαΐου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Μαΐου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Banco BPN/BIC Português SA,

Banco Bilbao Vizcaya Argentaria SA, υποκατάστημα Πορτογαλίας,

Banco Português de Investimento SA (BPI),

Banco Espírito Santo SA, υπό εκκαθάριση,

Banco Santander Totta SA,

Barclays Bank plc,

Caixa Económica Montepio Geral Caixa Económica Bancária SA,

Caixa Geral de Depósitos SA,

Unión de Créditos Inmobiliários SA, Establecimiento Financiero de Crédito, Sucursal em Portugal,

Caixa Central de Crédito Agrícola Mútuo CRL,

Banco Comercial Português SA

κατά

Autoridade da Concorrência,

παρισταμένης της:

Ministério Público,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, Z. Csehi και I. Jarukaitis, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος

γραμματέας: L. Carrasco Marco, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Ιουνίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Banco BPN/BIC Português SA, εκπροσωπούμενη από την C. Amorim και τους M. Gorjão-Henriques, F. Marques de Azevedo και A. Saavedra, advogados,

–        η Banco Português de Investimento SA (BPI), εκπροσωπούμενη από τους M. de Abreu Castelo Branco, A. Lucena e Vale και C. Pinto Correia, advogados,

–        η Banco Santander Totta SA, εκπροσωπούμενη από την T. L. Faria, την M. Lopes Martins, τον G. Neves Lima και τον N. Salazar Casanova, advogados,

–        η Barclays Bank Plc, εκπροσωπούμενη από την S. Estima Martins και τον L. Seifert Guincho, advogados,

–        η Caixa Económica Montepio Geral – Caixa Económica Bancária SA, εκπροσωπούμενη από τους D. N. Brito, P. Gouveia e Melo και J. Vieira Peres, advogados,

–        η Caixa Geral de Depósitos SA, εκπροσωπούμενη από τον G. Banha Coelho, την C. Homem Ferreira Morais, τον L. D. Silva Morais και τον L. Tomé Feteira, advogados,

–        η Unión de Créditos Inmobiliários SA, Establecimiento Financiero de Crédito, Sucursal em Portugal, εκπροσωπούμενη από την T. L. Faria, τη M. Lopes Martins και τον G. Neves Lima, advogados,

–        η Caixa Central de Crédito Agrícola Mútuo CRL, εκπροσωπούμενη από την C. Coutinho da Costa και τον N. Mimoso Ruiz, advogados,

–        η Banco Comercial Português SA, εκπροσωπούμενη από τους R. Bordalo Junqueiro, N. Carrolo dos Santos και B. de Melo Alves, advogados,

–        η Autoridade da Concorrência, εκπροσωπούμενη από τις A. Cruz Nogueira και S. Parodi, advogadas,

–        η Ministério Público, εκπροσωπούμενη από τον P. Vieira, procurador,

–        η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις P. Barros da Costa, C. Chambel Alves και S. Ramos Moura,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Κ. Μπόσκοβιτς,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Caselli, avvocato dello Stato,

–        η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Z. Fehér και τη R. Kissné Berta,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους S. Baches Opi, P. Caro de Sousa και M. Domecq,

–        η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, εκπροσωπούμενη από την M.‑M. Joséphidès, τον M. Sánchez Rydelski και την C. Simpson,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Οκτωβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 101, παράγραφοι 1 και 3, ΣΛΕΕ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ πλειόνων πιστωτικών ιδρυμάτων και της Autoridade da Concorrência (Αρχής Ανταγωνισμού, Πορτογαλία, στο εξής: AdC), σχετικά με την απόφαση της εν λόγω αρχής να επιβάλει στα συγκεκριμένα πιστωτικά ιδρύματα πρόστιμο λόγω παραβάσεως των εθνικών διατάξεων του δικαίου του ανταγωνισμού και του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, συνιστάμενης στη συμμετοχή τους σε εναρμονισμένη πρακτική με αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού εντός της αγοράς των στεγαστικών δανείων, της αγοράς των καταναλωτικών δανείων και της αγοράς των επιχειρηματικών δανείων, η οποία έλαβε τη μορφή ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τους τρέχοντες και μελλοντικούς όρους που διέπουν τις συναλλαγές, ιδίως δε σχετικά με τα περιθώρια επιτοκίων και τις μεταβλητές κινδύνου, καθώς και με τα εξατομικευμένα στοιχεία παραγωγής των συμμετεχόντων στη συγκεκριμένη ανταλλαγή.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), φέρει τον τίτλο «Σχέση μεταξύ των άρθρων [101 και 102 ΣΛΕΕ] και των εθνικών νομοθεσιών ανταγωνισμού» και ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οσάκις οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ή τα εθνικά δικαστήρια εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία ανταγωνισμού σε συμφωνίες, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένες πρακτικές κατά την έννοια του άρθρου [101], παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ], οι οποίες είναι πιθανόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εφαρμόζουν επίσης το άρθρο [101 ΣΛΕΕ] στις εν λόγω συμφωνίες, αποφάσεις ή εναρμονισμένες πρακτικές. […]»

 Το πορτογαλικό δίκαιο

4        Η πράξη αριθ. 8/2009 της Banco de Portugal δημοσιεύθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2009 (Diário da República, σειρά 2, αριθ. 197, μέρος E).

5        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της ως άνω πράξεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «Τιμολόγιο» έχει ως εξής:

«Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να διαθέτουν πλήρες τιμολόγιο, περιλαμβάνον τους έχοντες οικονομικές συνέπειες γενικούς όρους, για την εκτέλεση συναλλαγών όσον αφορά τα χρηματοοικονομικά προϊόντα και τις υπηρεσίες που διαθέτουν στο κοινό.»

6        Στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω πράξεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υποχρέωση παροχής πληροφοριών όσον αφορά τη δημοσιοποίηση του τιμολογίου», διευκρινίζονται τα ακόλουθα:

«1 – Τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία αφορά η παρούσα πράξη πρέπει να τηρούν το τιμολόγιό τους, όπως ορίζεται στο προηγούμενο άρθρο, σε όλα τα υποκαταστήματα και τους χώρους όπου εξυπηρετούν το κοινό, σε ευδιάκριτο και άμεσα προσβάσιμο σημείο, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατή την ευχερή και άμεση ανάγνωσή του, ιδίως με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων.

2 – Όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που διαθέτουν ιστότοπο οφείλουν να αναρτούν σε αυτόν το πλήρες και επικαιροποιημένο τιμολόγιο, σε σαφώς ορατό σημείο, άμεσα προσβάσιμο και ευδιάκριτο, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη εγγραφή των ενδιαφερομένων.»

7        Το άρθρο 7 της πράξεως αριθ. 8/2009, το οποίο φέρει τον τίτλο «Φυλλάδιο περί επιτοκίων», μνημονεύει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Οι πληροφορίες που περιέχονται στο Φυλλάδιο περί επιτοκίων πρέπει να επικαιροποιούνται αναλόγως των συνθηκών της αγοράς και να παρέχουν στο κοινό τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να λαμβάνει γνώση των αντιπροσωπευτικών επιτοκίων που εφαρμόζουν τα πιστωτικά ιδρύματα στις συνήθεις πράξεις τους, υπό τους όρους που θα καθορίσει με εγκύκλιο η Banco de Portugal.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

8        Στις 9 Σεπτεμβρίου 2019 η AdC εξέδωσε απόφαση με την οποία επέβαλε πρόστιμο σε ορισμένα πιστωτικά ιδρύματα (στο εξής: συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα) επειδή συμμετείχαν σε «αυτοτελή» ανταλλαγή πληροφοριών, δηλαδή ανταλλαγή για την οποία δεν υποστηρίχθηκε ότι ήταν παρεπόμενη περιοριστικής του ανταγωνισμού εναρμονισμένης πρακτικής. Η συγκεκριμένη ανταλλαγή αφορούσε τους όρους που ίσχυαν στις πιστωτικές συναλλαγές τους, ιδίως δε τα περιθώρια επιτοκίων και τις τρέχουσες και μελλοντικές μεταβλητές κινδύνου, καθώς και τα εξατομικευμένα αριθμητικά στοιχεία παραγωγής των συμμετεχόντων στην εν λόγω ανταλλαγή κατά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και διαφόρων διατάξεων του εθνικού δικαίου.

9        Προκειμένου να καταλήξει στο ως άνω συμπέρασμα, η εν λόγω αρχή εκτίμησε ότι η επίμαχη ανταλλαγή πληροφοριών συνιστούσε περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, γεγονός που την απάλλασσε από την υποχρέωση να ερευνήσει τα ενδεχόμενα αποτελέσματα της ανταλλαγής στην αγορά. Αντιθέτως, η AdC δεν προσήψε στα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα ότι συμμετείχαν σε άλλου είδους περιοριστική του ανταγωνισμού πρακτική με την οποία θα μπορούσε να συνδέεται η ανταλλαγή πληροφοριών, όπως σε συμφωνία περί τιμών ή περί κατανομής των αγορών.

10      Η πλειονότητα των συμμετεχόντων πιστωτικών ιδρυμάτων άσκησε προσφυγή κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του Tribunal da Concorrência, Regulação e Supervisão (δικαστηρίου υποθέσεων ανταγωνισμού, ρυθμίσεως και εποπτείας, Πορτογαλία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι η επίμαχη ανταλλαγή πληροφοριών δεν μπορούσε, αυτή καθεαυτήν, να θεωρηθεί αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό. Ως εκ τούτου, κατά τα εν λόγω ιδρύματα, απαιτείται εξέταση των αποτελεσμάτων της ανταλλαγής. Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι η AdC δεν έλαβε υπόψη το οικονομικό, νομικό και κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου πραγματοποιήθηκε η ανταλλαγή, μολονότι τούτο απαιτούνταν πριν η αρχή αποφανθεί ότι υφίσταται περιορισμός ως εκ του αντικειμένου.

11      Στις 28 Απριλίου 2022 το αιτούν δικαστήριο εξέδωσε παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία επισήμανε εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, μεταξύ των περιλαμβανόμενων στην απόφαση της AdC, που έπρεπε να θεωρηθούν αποδεδειγμένα.

12      Στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο εξέθεσε συνοπτικώς την ως άνω παρεμπίπτουσα απόφαση, κατανέμοντας την περιγραφή της σε πέντε επιμέρους ενότητες, οι οποίες αφορούν, αντιστοίχως, τη φύση των ανταλλασσόμενων πληροφοριών, τη μορφή του συντονισμού, τον επιδιωκόμενο με αυτόν σκοπό, το νομικό και οικονομικό πλαίσιο, καθώς και την προβαλλόμενη ύπαρξη θετικών για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων.

13      Πρώτον, όσον αφορά τη φύση των ανταλλασσόμενων πληροφοριών, οι εν λόγω πληροφορίες αφορούσαν την αγορά των στεγαστικών δανείων, την αγορά των καταναλωτικών δανείων και την αγορά των επιχειρηματικών δανείων. Σχετικά με τις αγορές αυτές, ανταλλάχθηκαν δύο είδη πληροφοριών, συγκεκριμένα δε:

–        οι τρέχοντες και μελλοντικοί εμπορικοί όροι, δηλαδή οι πίνακες των «περιθωρίων επιτοκίων», ήτοι η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που επιβάλλει το πιστωτικό ίδρυμα σε δανειολήπτη και του επιτοκίου με το οποίο αναχρηματοδοτείται, κατ’ αρχήν, το ίδρυμα, καθώς και οι μεταβλητές κινδύνου με τις οποίες συνδέεται, για κάθε επίπεδο κινδύνου «πελάτη», που καθορίζεται αναλόγως παραγόντων όπως είναι τα εισοδήματα, η χρηματοδοτική συμμετοχή του οικείου πελάτη στην αγορά του ακινήτου ή το κόστος του ακινήτου, ένα περιθώριο επιτοκίων το οποίο επιβάλλεται προς αντιστάθμιση του εν λόγω κινδύνου. Οι ανωτέρω πληροφορίες, λαμβανομένου υπόψη του βαθμού πληρότητας και συστηματοποίησης των ανταλλασσόμενων πληροφοριών, δεν ήταν δημοσιοποιημένες κατά τον χρόνο της ανταλλαγής·

–        οι «όγκοι παραγωγής», δηλαδή τα εξατομικευμένα, ανά συμμετέχον πιστωτικό ίδρυμα, αριθμητικά στοιχεία σχετικά με το ύψος των χορηγηθέντων κατά τον προηγούμενο μήνα δανείων. Τα στοιχεία αυτά γνωστοποιούνταν κατά τρόπο «αναλυτικό», δηλαδή τουλάχιστον κατανεμημένα σε λεπτομερείς υποκατηγορίες, και δεν ήταν διαθέσιμα υπό τη μορφή αυτή από άλλη πηγή ούτε κατά τον χρόνο της ανταλλαγής ούτε μεταγενέστερα.

14      Στη σύνοψη της παρεμπίπτουσας αποφάσεως διευκρινίζεται επίσης ότι οι επίμαχες ανταλλαγές πληροφοριών διοργανώνονταν ανά τακτά διαστήματα και κατά εμπιστευτικό τρόπο, έτσι ώστε μόνον τα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα να λαμβάνουν γνώση τους. Επιπλέον, οι εν λόγω ανταλλαγές αφορούσαν πληροφορίες στρατηγικής σημασίας οι οποίες δεν είχαν δημοσιοποιηθεί ή οι οποίες δυσχερώς μόνον μπορούσαν να αποκτηθούν ή να συστηματοποιηθούν. Πράγματι, οι ανταλλασσόμενες πληροφορίες ήταν διαφορετικές από εκείνες που παρείχαν στους καταναλωτές τα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις ενημερώσεως που υπείχαν συναφώς. Εξάλλου, οι εν λόγω πληροφορίες ανταλλάσσονταν κατά τρόπο αναλυτικό και εξατομικευμένο από τα συγκεκριμένα ιδρύματα, αφορούσαν δε τρέχουσες ή μελλοντικές συμπεριφορές. Αφορούσαν ιδίως τις προθέσεις μεταβολής στρατηγικής συμπεριφοράς στο εγγύς μέλλον ή τους ισχύοντες εμπορικούς όρους.

15      Δεύτερον, όσον αφορά τη διάρκεια και τη μορφή της ανταλλαγής πληροφοριών, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η ανταλλαγή πληροφοριών έλαβε χώρα από τον Μάιο του 2002 έως τον Μάρτιο του 2013. Υλοποιήθηκε μέσω διμερών ή πολυμερών επαφών, οι οποίες πραγματοποιούνταν μέσω τηλεφωνικών επικοινωνιών ή μέσω αποστολής μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, των οποίων ελάμβανε πλήρως γνώση η ιεραρχία των συμμετεχόντων πιστωτικών ιδρυμάτων.

16      Τρίτον, δεδομένου ότι η ανταλλαγή πληροφοριών παρείχε σε καθένα από τα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα τη δυνατότητα να αποκτήσει λεπτομερή, συστηματοποιημένα, επικαιροποιημένα και ακριβή στοιχεία όσον αφορά τις προσφορές των, επίσης συμμετεχόντων, ανταγωνιστών τους, το αιτούν δικαστήριο συνάγει εξ αυτού ότι η συγκεκριμένη ανταλλαγή αποσκοπούσε στη μείωση της αβεβαιότητας που σχετίζεται με τη μεταξύ τους στρατηγική συμπεριφορά και, επομένως, με τον κίνδυνο εμπορικής πιέσεως εκ μέρους των ανταγωνιστών αυτών.

17      Τέταρτον, όσον αφορά το νομικό και οικονομικό πλαίσιο της εν λόγω ανταλλαγής, στην ανταλλαγή πληροφοριών συμμετείχαν και τα έξι μεγαλύτερα πιστωτικά ιδρύματα της Πορτογαλίας. Τα ιδρύματα αυτά διαχειρίζονταν, το 2013, το 83 % του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού ολόκληρου του πορτογαλικού τραπεζικού κλάδου.

18      Από το δεύτερο εξάμηνο του 2008, αντιθέτως προς την εξέλιξη του Euribor, δηλαδή του δείκτη ο οποίος αντικατοπτρίζει τα διατραπεζικά επιτόκια εντός της ζώνης του ευρώ και ο οποίος εκείνη την περίοδο είχε παρουσιάσει μεγάλη μείωση, τα περιθώρια επιτοκίων δανείων που εφάρμοζαν τα πορτογαλικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για τα νέα στεγαστικά δάνεια σημείωσαν σημαντική αύξηση, γεγονός που μετρίασε τη μείωση των επιτοκίων για τους τελικούς πελάτες. Από το 2010 έως και, τουλάχιστον, το 2014, αντιθέτως, ο όγκος των χορηγηθέντων σε ιδιώτες στεγαστικών δανείων μειώθηκε. Παράλληλα, κατά τα έτη 2010 και 2011, το επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων αυξήθηκε εκ νέου, ταυτόχρονα με τη μεγάλη και σταθερή αύξηση των περιθωρίων επιτοκίων, τα οποία υπερέβησαν, στις αρχές του 2012, το ανώτατο όριο που σημειώθηκε το 2008. Κατά το έτος 2012, τα επιτόκια αυτά άρχισαν να μειώνονται, απηχώντας τη σταθεροποίηση των περιθωρίων επιτοκίων και τη μείωση του Euribor. Τα περιθώρια επιτοκίων που επιβάλλουν τα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα επανήλθαν, πάντως, στη συνέχεια σε επίπεδα υψηλότερα απ’ ό,τι κατά τις περιόδους προ του 2012.

19      Πέμπτον, όσον αφορά την ύπαρξη δυνητικώς θετικών ή, έστω, διφορούμενων αποτελεσμάτων για τον ανταγωνισμό, τα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν ούτε βελτίωση της αποτελεσματικότητας οφειλόμενη στην ανταλλαγή πληροφοριών ούτε ότι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας ωφέλησε τους καταναλωτές ή ότι οι επίμαχοι περιορισμοί του ανταγωνισμού ήταν απαραίτητοι. Η εν λόγω ανάλυση δεν κατέστη, ιδίως, δυνατό, κατά το αιτούν δικαστήριο, να εξομοιωθεί με ανάλυση περί ανταγωνισμού (benchmarking), το δε περιεχόμενο των συγκεκριμένων ανταλλασσόμενων πληροφοριών δεν ήταν κατάλληλο για την πρόληψη και την επίλυση του προβλήματος που συνίσταται στην ασύμμετρη πληροφόρηση στο πλαίσιο της σχέσεως μεταξύ δανειστή και δανειολήπτη (πρόβλημα της δυσμενούς επιλογής), διότι δεν αφορούσε το ατομικό προφίλ κινδύνου των πελατών, αλλά επικεντρωνόταν κυρίως στα περιθώρια επιτοκίων πιστώσεων και τον όγκο παραγωγής των δανείων, χωρίς ανάλυση ανά επιχείρηση ή σύνδεση με τον μεμονωμένο πελάτη.

20      Μολονότι το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει την εκτίμησή του ότι, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η επίμαχη ανταλλαγή πληροφοριών δύναται να συμβάλει στη μείωση της εμπορικής πιέσεως και της αβεβαιότητας που συνδέεται με τη στρατηγική συμπεριφορά των ανταγωνιστών εντός της αγοράς, ενδεχόμενο που θα είχε ως αποτέλεσμα έναν άτυπο συντονισμό περιορίζοντα τον ανταγωνισμό, κρίνει αναγκαίο να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, λόγω της ελλείψεως νομολογιακού προηγουμένου όσον αφορά τις αυτοτελείς και άτυπες ανταλλαγές πληροφοριών.

21      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal da Concorrência, Regulação e Supervisão (δικαστήριο υποθέσεων ανταγωνισμού, ρυθμίσεως και εποπτείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αντιτίθεται το άρθρο 101 ΣΛΕΕ στο να χαρακτηριστεί ως “περιορισμός του ανταγωνισμού” η ευρεία μηνιαία ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών σχετικά με τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές (ιδίως σχετικά με τα περιθώρια επιτοκίων και τις τρέχουσες και μελλοντικές μεταβλητές κινδύνου), καθώς και σχετικά με τα αριθμητικά στοιχεία παραγωγής (μηνιαία, εξατομικευμένα και αναλυτικά), στον τομέα της προσφοράς στεγαστικών, επιχειρηματικών και καταναλωτικών δανείων, η οποία λαμβάνει χώρα σε τακτική βάση και υπό όρους αμοιβαιότητας, στον κλάδο της λιανικής τραπεζικής, στο πλαίσιο συγκεντρωμένης αγοράς με φραγμούς εισόδου, με αποτέλεσμα να ενισχύεται τεχνητά η διαφάνεια και να μειώνεται η αβεβαιότητα που συνδέεται με τη στρατηγική συμπεριφορά των ανταγωνιστών;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αντιτίθεται το άρθρο 101 ΣΛΕΕ στον χαρακτηρισμό αυτόν όταν δεν έχει διαπιστωθεί ή δεν έχει καταστεί δυνατόν να προσδιοριστεί κανένα κέρδος ως προς την αποτελεσματικότητα και κανένα διφορούμενο ή επωφελές για τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα που να απορρέει από την εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών;»

 Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

22      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο την υπαγωγή της υπό κρίση υποθέσεως σε ταχεία διαδικασία κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

23      Προς στήριξη της αιτήσεώς του, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, αφενός, «[σ]ύμφωνα με μια πρώτη εκτίμηση σχετικά με τη λήξη της προθεσμίας παραγραφής, τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά στην προκειμένη περίπτωση θα παραγραφούν στις 30 Μαρτίου 2023, με την επιφύλαξη των λόγων αναστολής και διακοπής της παραγραφής, που πρέπει να αξιολογηθούν in concreto». Αφετέρου, «λόγοι γενικής και ειδικής προλήψεως καθιστούν αναγκαία τη σύντομη επίλυση της διαφοράς», δεδομένου ότι τα πραγματικά περιστατικά ανάγονται στο χρονικό διάστημα από το 2002 έως το 2013.

24      Συναφώς, από το άρθρο 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου ή, σε εξαιρετική περίπτωση, αυτεπαγγέλτως, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί, όταν η φύση της υποθέσεως απαιτεί να αποφανθεί το Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν, αφού ακούσει τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την υπαγωγή της προδικαστικής παραπομπής σε ταχεία διαδικασία κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού.

25      Στις 14 Ιουνίου 2022 ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, αφού άκουσε τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση του αιτούντος δικαστηρίου περί υπαγωγής της υπό κρίση υποθέσεως σε ταχεία διαδικασία.

26      Η αιτιολογία της ως άνω αποφάσεως συνίστατο στο ότι, κατά πρώτον, κατά το ίδιο το αιτούν δικαστήριο, ο καθορισμός της λήξεως της προθεσμίας παραγραφής στις 30 Μαρτίου 2023 ισχύει «με την επιφύλαξη των λόγων αναστολής και διακοπής της παραγραφής, που πρέπει να αξιολογηθούν in concreto». Το αιτούν δικαστήριο, όμως, επισήμανε επίσης την εκτίμησή του ότι, κατά την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, «η υπό κρίση προδικαστική παραπομπή, η οποία συνεπάγεται την αναστολή της διαδικασίας, συνιστά αιτία αναστολής της προθεσμίας παραγραφής».

27      Κατά δεύτερον, το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο, μολονότι είχε επιληφθεί της υποθέσεως της κύριας δίκης από τις 22 Οκτωβρίου 2019, αποφάσισε να υποβάλλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως μόλις στις 4 Μαΐου 2022, καθιστά σχετικό τον επείγοντα χαρακτήρα της διαφοράς της κύριας δίκης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2021, Energieversorgungscenter Dresden-Wilschdorf, C‑938/19, EU:C:2021:908, σκέψη 44).

28      Κατά τα λοιπά, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι απλώς και μόνον το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο υποχρεούται να διασφαλίσει την ταχεία επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για να δικαιολογήσει την υπαγωγή σε ταχεία διαδικασία κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 2017, Air Serbia και Kondić, C‑476/16, EU:C:2017:170, σκέψη 8).

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

29      Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης, ήτοι τα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα, αφιέρωσαν σημαντικό μέρος των γραπτών παρατηρήσεών τους στην αμφισβήτηση της εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου περιγραφής των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης πραγματικών περιστατικών, φθάνοντας μέχρις του σημείου να υποστηρίξουν ότι το Δικαστήριο έχει την υποχρέωση να τροποποιήσει το περιγραφόμενο από το αιτούν δικαστήριο πραγματικό πλαίσιο, προκειμένου να παράσχει χρήσιμη απάντηση στο δικαστήριο αυτό.

30      Υπενθυμίζεται, όμως, ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία στηρίζεται σε σαφή διαχωρισμό των λειτουργιών μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, δεν απόκειται στο Δικαστήριο, αλλά στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Consorzio Italian Management et Catania Multiservizi, C‑561/19, EU:C:2021:799, σκέψη 35).

31      Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται αποκλειστικώς επί της ερμηνείας ή του κύρους νομοθετήματος του δικαίου της Ένωσης, δεν δύναται να ελέγξει την ακρίβεια του πραγματικού πλαισίου που εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, ούτε να αποφανθεί επί του βασίμου των ισχυρισμών ορισμένων διαδίκων διά των οποίων αμφισβητείται η ορθότητα των πραγματικών περιστατικών που περιγράφει το αιτούν δικαστήριο στην αίτησή του.

32      Τούτου δοθέντος, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 20 των προτάσεών του, η ερμηνεία που καλείται να δώσει το Δικαστήριο σε διάταξη του δικαίου της Ένωσης εντός του περιγραφόμενου εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου πραγματικού πλαισίου ουδόλως συνεπάγεται την ύπαρξη τεκμηρίου περί του ότι οι περιγραφόμενες περιστάσεις είναι πράγματι αυτές της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης περιπτώσεως. Επομένως, απόκειται πάντοτε εν τέλει στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει ότι τα πραγματικά στοιχεία που διαβίβασε στο Δικαστήριο αντιστοιχούν πράγματι στην εν λόγω περίπτωση και ότι τα στοιχεία σχετικά με την εθνική νομοθεσία ήταν πλήρη και είχαν όντως εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση.

33      Το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από την υποχρέωση την οποία υπέχουν τα εθνικά δικαστήρια, και την οποία μνημονεύουν οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης, να προσδιορίζουν επακριβώς το πραγματικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα προδικαστικά ερωτήματα, υποχρέωση που ισχύει μετ’ επιτάσεως στον τομέα του ανταγωνισμού, ο οποίος χαρακτηρίζεται από περίπλοκες πραγματικές και νομικές καταστάσεις (απόφαση της 3ης Μαρτίου 2021, Poste Italiane και Agenzia delle entrate–Riscossione, C‑434/19 και C‑435/19, EU:C:2021:162, σκέψη 77).

34      Πράγματι, μολονότι η ανωτέρω υποχρέωση έχει ως σκοπό να παράσχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να βεβαιωθεί ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν είναι απαράδεκτη, εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, για να είναι απαράδεκτη μια τέτοια αίτηση πρέπει η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης να μην έχει καμία σχέση με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, το ζήτημα να είναι υποθετικής φύσεως ή το Δικαστήριο να μη διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 19ης Απριλίου 2007, Asemfo, C‑295/05, EU:C:2007:227, σκέψη 31), κάτι το οποίο δεν συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση.

35      Δεδομένου ότι ο έλεγχος του παραδεκτού των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως περιορίζεται, επομένως, αποκλειστικώς στην πρόδηλη μη τήρηση των απαιτήσεων που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, εκ της υποχρεώσεως των εθνικών δικαστηρίων να εκθέτουν επακριβώς το πραγματικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα προδικαστικά ερωτήματα δεν μπορεί να συναχθεί ότι το Δικαστήριο υποχρεούται να ελέγχει ότι η περιγραφόμενη από το αιτούν δικαστήριο περίπτωση αντιστοιχεί πράγματι στην επίμαχη της υποθέσεως της κύριας δίκης. Επιπλέον, εν προκειμένω, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει προδήλως ότι δεν τηρήθηκαν οι συγκεκριμένες απαιτήσεις.

36      Κατά συνέπεια, παρέλκει η απόφανση επί των επικρίσεων που διατύπωσαν οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης ως προς την ορθότητα του πραγματικού πλαισίου που εξετάζει το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο των προδικαστικών ερωτημάτων του ή επί των αιτημάτων αναδιατυπώσεως των προδικαστικών ερωτημάτων που αυτές υπέβαλαν, καλώντας το Δικαστήριο να τροποποιήσει το εν λόγω πραγματικό πλαίσιο.

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

37      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και από τις παρατηρήσεις των προσφευγουσών της κύριας δίκης προκύπτει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης διαφορά σχετίζεται με τον νομικό χαρακτηρισμό του περιορισμού του ανταγωνισμού «ως εκ του αποτελέσματος».

38      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν να διευκρινισθεί αν το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι μια ευρεία ανταλλαγή πληροφοριών, υπό όρους αμοιβαιότητας και επί μηνιαίας βάσεως, μεταξύ ανταγωνιστικών πιστωτικών ιδρυμάτων, η οποία λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο ιδιαιτέρως συγκεντρωμένων αγορών με φραγμούς εισόδου και η οποία αφορά τους όρους που διέπουν τις πραγματοποιούμενες εντός των εν λόγω αγορών συναλλαγές, ιδίως δε τα περιθώρια επιτοκίων πιστώσεων και τις τρέχουσες και μελλοντικές μεταβλητές κινδύνου, καθώς και τα εξατομικευμένα αριθμητικά στοιχεία παραγωγής των συμμετεχόντων στην ανταλλαγή πρέπει να χαρακτηρίζεται ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος.

 Επί των προϋποθέσεων υπό τις οποίες μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων, μια απόφαση ενώσεως ή μια εναρμονισμένη πρακτική μπορεί να χαρακτηρισθεί ως περιορισμός ως εκ του αποτελέσματος

39      Βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική οι οποίες δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και οι οποίες έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς.

40      Κατά συνέπεια, για να γίνει δεκτό, σε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συμφωνία, απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, απαιτείται, σύμφωνα με το ίδιο το γράμμα της εν λόγω διατάξεως, να αποδειχθεί είτε ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού είτε ότι η επίμαχη συμπεριφορά έχει τέτοιο αποτέλεσμα (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2023, International Skating Union κατά Επιτροπής, C‑124/21 P, EU:C:2023:1012, σκέψη 98, της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company, C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψη 158, και της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Royal Antwerp Football Club, C‑680/21, EU:C:2023:1010, σκέψη 85).

41      Συναφώς, μολονότι η ύπαρξη νομολογιακού προηγουμένου στο πλαίσιο του οποίου ανταλλαγή πληροφοριών έχουσα την ίδια μορφή και αφορώσα τον ίδιο τομέα δραστηριότητας με την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης χαρακτηρίσθηκε ως περιορισμός ως εκ του αντικειμένου δύναται να καταστήσει ευχερέστερη την απόδειξη περί του ότι και η δεύτερη ανταλλαγή επιφέρει τέτοιον περιορισμό, η έλλειψη αντίστοιχου νομολογιακού προηγουμένου, όπως, κατά το αιτούν δικαστήριο, συμβαίνει εν προκειμένω, δεν αποκλείει ενδεχομένως τον χαρακτηρισμό της επίμαχης εν προκειμένω ανταλλαγής ως περιορισμού αυτού του είδους [πρβλ. απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Generics (UK) κατά Επιτροπής, C‑588/16 P, EU:C:2021:242, σκέψη 79].

42      Πράγματι, για την εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να εξετάζεται, σε πρώτο στάδιο, το αντικείμενο της επίμαχης συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων, αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων ή εναρμονισμένης πρακτικής. Σε περίπτωση κατά την οποία, κατά το πέρας της συγκεκριμένης εξετάσεως, αποδεικνύεται ότι η εν λόγω συμφωνία, απόφαση ή πρακτική έχει αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, παρέλκει η εξέταση του αποτελέσματός της επί του ανταγωνισμού. Επομένως, μόνο σε περίπτωση κατά την οποία η επίμαχη συμφωνία, απόφαση ή πρακτική δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο απαιτείται να εξετασθεί, σε δεύτερο στάδιο, το αποτέλεσμα αυτό (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2023, International Skating Union κατά Επιτροπής, C‑124/21 P, EU:C:2023:1012, σκέψη 99, της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company, C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψη 159, και της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Royal Antwerp Football Club, C‑680/21, EU:C:2023:1010, σκέψη 86).

43      Το Δικαστήριο έχει κρίνει, όμως, ότι η έννοια του «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου», την οποία αποκλειστικώς αφορά το υπό κρίση προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικώς ως παραπέμπουσα αποκλειστικώς σε ορισμένα είδη συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων τα οποία αποδεικνύονται αρκούντως επιβλαβή για τον ανταγωνισμό ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέλκει η εξέταση των αποτελεσμάτων τους. Πράγματι, μπορεί να γίνει δεκτό ότι ορισμένες μορφές συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων παραβλάπτουν, ως εκ της φύσεώς τους, την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2023, International Skating Union κατά Επιτροπής, C‑124/21 P, EU:C:2023:1012, σκέψεις 101 και 102, της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company, C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψεις 161 και 162, και της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Royal Antwerp Football Club, C‑680/21, EU:C:2023:1010, σκέψεις 88 και 89).

44      Προκειμένου να διαπιστωθεί, σε συγκεκριμένη περίπτωση, αν μια συμφωνία, μια απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή μια εναρμονισμένη πρακτική αποτελεί μορφή συντονισμού που πρέπει να θεωρηθεί, ως εκ της φύσεώς της, αρκούντως επιβλαβής για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού, απαιτείται να εξετασθεί, πρώτον, το περιεχόμενο της επίμαχης συμφωνίας, αποφάσεως ή πρακτικής, δεύτερον, το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και, τρίτον, οι σκοποί των οποίων επιδιώκεται η επίτευξη με την εν λόγω συμφωνία, απόφαση ή πρακτική (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2023, International Skating Union κατά Επιτροπής, C‑124/21 P, EU:C:2023:1012, σκέψη 105, της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company, C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψη 165, και της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Royal Antwerp Football Club, C‑680/21, EU:C:2023:1010, σκέψη 92).

45      Κατ’ αρχάς, η εξέταση του περιεχομένου της επίμαχης συμφωνίας, αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων ή εναρμονισμένης πρακτικής προϋποθέτει την εξέταση των διαφόρων πτυχών της προκειμένου να κριθεί αν η επίμαχη συνεννόηση έχει χαρακτηριστικά τέτοια που να καθιστούν δυνατή τη σύνδεσή της με μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων η οποία πρέπει να θεωρηθεί, ως εκ της φύσεώς της, επιβλαβής για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού, κάτι που συμβαίνει ιδίως σε περίπτωση κατά την οποία κάθε μορφή συντονισμού με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά δύναται, ακριβώς λόγω αυτών, να έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού που δεν συμβαδίζουν με τις συνήθεις συνθήκες της οικείας αγοράς (πρβλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψεις 115 και 120).

46      Όσον αφορά, εν συνεχεία, το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η επίμαχη συμφωνία, απόφαση ενώσεως επιχειρήσεως ή εναρμονισμένη πρακτική, δεδομένου ότι η έννοια του περιορισμού ως εκ του αντικειμένου αφορά αποκλειστικώς τις συμφωνίες, τις αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων και τις εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες συνιστούν μορφή συντονισμού που πρέπει να θεωρηθεί, ως εκ της φύσεώς της, επιβλαβής για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού, ουδόλως απαιτείται να εξετάζονται και, κατά μείζονα λόγο, να αποδεικνύονται τα πραγματικά ή δυνητικά, αρνητικά ή θετικά αποτελέσματα της εν λόγω συμφωνίας, αποφάσεως ή πρακτικής ως προς τον ανταγωνισμό (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2023, International Skating Union κατά Επιτροπής, C‑124/21 P, EU:C:2023:1012, σκέψη 106, της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company, C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψη 166, και της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Royal Antwerp Football Club, C‑680/21, EU:C:2023:1010, σκέψη 93).

47      Αντιθέτως, τούτο δεν αποκλείει ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η φύση των επηρεαζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, καθώς και οι πραγματικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν τη λειτουργία και τη διάρθρωση του οικείου τομέα ή των οικείων τομέων ή των σχετικών αγορών (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2023, International Skating Union κατά Επιτροπής, C‑124/21 P, EU:C:2023:1012, σκέψη 106, της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company, C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψη 166, και της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Royal Antwerp Football Club, C‑680/21, EU:C:2023:1010, σκέψη 93).

48      Πράγματι, είναι πιθανό να μπορεί να τεκμαίρεται ότι ορισμένες μορφές συντονισμού και, ως εκ τούτου, οι σχετικές με αυτές συμφωνίες, αποφάσεις ενώσεων και εναρμονισμένες πρακτικές είναι επιβλαβείς για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού μόνον εφόσον πληρούνται ορισμένες ειδικές προϋποθέσεις. Ως εκ τούτου, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 43 των προτάσεών του, η εξέταση του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται οι εν λόγω μορφές συντονισμού πρέπει να καθιστά δυνατό να ελέγχεται, σε περίπτωση κατά την οποία μορφή συμφωνίας, αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων ή εναρμονισμένης πρακτικής είναι, ως εκ της φύσεώς της επιβλαβής για τον ανταγωνισμό μόνον υπό ορισμένες περιστάσεις, σχετικές μεταξύ άλλων με τη φύση των επηρεαζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, με τις πραγματικές συνθήκες της λειτουργίας της αγοράς και με τη διάρθρωσή της, αν υφίστανται οι συγκεκριμένες περιστάσεις. Η συνεκτίμηση του εν λόγω πλαισίου αποσκοπεί, επομένως, να διασφαλίσει ότι καμία ειδική περίσταση της επίμαχης συμφωνίας, αποφάσεως ή εναρμονισμένης πρακτικής δεν μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο περί επιβλαβούς για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα το οποίο συνδέεται με τη σχετική μορφή συντονισμού.

49      Τέλος, όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκονται με την επίμαχη συμφωνία, απόφαση ενώσεως επιχειρήσεως ή εναρμονισμένη πρακτική, πρέπει να προσδιορισθούν οι αντικειμενικοί σκοποί των οποίων η επίτευξη επιδιώκεται με τη συγκεκριμένη συμφωνία, απόφαση ή πρακτική όσον αφορά τον ανταγωνισμό. Αντιθέτως, το γεγονός ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ενήργησαν χωρίς να έχουν την υποκειμενική πρόθεση να παρεμποδίσουν, να περιορίσουν ή να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και το γεγονός ότι επιδίωξαν ορισμένους θεμιτούς σκοπούς δεν έχει καθοριστική σημασία για την εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2023, International Skating Union κατά Επιτροπής, C‑124/21 P, EU:C:2023:1012, σκέψη 107, της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company, C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψη 167, και της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Royal Antwerp Football Club, C‑680/21, EU:C:2023:1010, σκέψη 94).

50      Από την εξέταση του συνόλου των ως άνω στοιχείων πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να προκύπτουν οι ακριβείς λόγοι για τους οποίους η επίμαχη συμφωνία, απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική είναι αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό, ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευσή του (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2023, International Skating Union κατά Επιτροπής, C‑124/21 P, EU:C:2023:1012, σκέψη 108, της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company, C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψη 168, και της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Royal Antwerp Football Club, C‑680/21, EU:C:2023:1010, σκέψη 98).

 Επί της ερμηνείας της έννοιας του περιορισμού του ανταγωνισμού όσον αφορά τις ανταλλαγές πληροφοριών

51      Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας, στο σημείο 52 των προτάσεών του, τονίζεται ότι, ακόμη και αν δεν συνοδεύεται από συμφωνία συνεργασίας, μια ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών μπορεί να συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού, ακόμη και ως εκ του αντικειμένου, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 43 έως 49 της παρούσας αποφάσεως, απαιτείται η εν λόγω ανταλλαγή να αποτελεί μορφή συντονισμού η οποία πρέπει να θεωρείται, ως εκ της φύσεώς της, επιβλαβής για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ανταλλαγής.

52      Τούτο προϋποθέτει, όσον αφορά κατ’ αρχάς το περιεχόμενό της, ότι η ανταλλαγή πληροφοριών έχει χαρακτηριστικά τα οποία τη συνδέουν με μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων δυνάμενη να έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού που δεν συμβαδίζουν με τις συνήθεις συνθήκες της σχετικής αγοράς.

53      Υπενθυμίζεται, όμως, ότι η ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού εντός αγοράς προϋποθέτει ορισμένη διαφάνεια ως προς την κατάσταση που επικρατεί στη συγκεκριμένη αγορά. Πράγματι, μόνον εφόσον πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση μια αγορά μπορεί να είναι αποδοτική. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι, κατ’ αρχήν, η διαφάνεια μεταξύ των επιχειρήσεων δύναται, τουλάχιστον εντός μη ολιγοπωλιακής αγοράς, να συμβάλλει στην ενίσχυση του ανταγωνισμού μεταξύ των προσφερόντων αγαθά ή υπηρεσίες (πρβλ. απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, C‑194/99 P, EU:C:2003:527, σκέψη 84).

54      Αντιθέτως, προκειμένου μια αγορά να λειτουργεί υπό κανονικές συνθήκες, κάθε επιχείρηση πρέπει, αφενός, να υποχρεούται να καθορίζει αυτόνομα την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην ενιαία αγορά (πρβλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 119) και, αφετέρου, να μην είναι βέβαιη όσον αφορά, τουλάχιστον, την ημερομηνία, το εύρος και τους λεπτομερείς όρους μελλοντικής μεταβολής της συμπεριφοράς των ανταγωνιστών της στην αγορά (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2009, T‑Mobile Netherlands κ.λπ., C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψη 41, και της 12ης Ιανουαρίου 2023, HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑883/19 P, EU:C:2023:11, σκέψη 116).

55      Εν συνεχεία, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η επίμαχη ανταλλαγή πληροφοριών, εντός του εν λόγω πλαισίου απαιτείται να μην μπορεί κάθε μορφή συντονισμού με χαρακτηριστικά παρεμφερή της συγκεκριμένης ανταλλαγής να έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού που δεν συμβαδίζουν με τις κανονικές συνθήκες λειτουργίας της σχετικής αγοράς, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών, των πραγματικών συνθηκών λειτουργίας και της διαρθρώσεως της αγοράς (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Μαΐου 1998, Deere κατά Επιτροπής, C‑7/95 P, EU:C:1998:256, σκέψη 87, της 4ης Ιουνίου 2009, T-Mobile Netherlands κ.λπ., C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψη 33, και της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 120).

56      Τέλος, όσον αφορά τους «αντικειμενικούς σκοπούς» που επιδιώκονται με τη συγκεκριμένη ανταλλαγή, επισημαίνεται ότι η εν λόγω έννοια παραπέμπει, από νομικής απόψεως, στον πρωταρχικό λόγο υπάρξεως της συμφωνίας, της αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων ή της εναρμονισμένης πρακτικής, ήτοι στους άμεσους, τόσο από χρονικής όσο και ουσιαστικής απόψεως, σκοπούς οι οποίοι επιδιώκονται με τον επίμαχο συντονισμό και οι οποίοι παρακίνησαν τις οικείες επιχειρήσεις να συμμετάσχουν σε αυτόν. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αποτελεί περιορισμό ως εκ του αντικειμένου μια ανταλλαγή πληροφοριών η οποία, μολονότι τυπικώς δεν έχει αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, μπορεί να εξηγηθεί, λαμβανομένων υπόψη της μορφής της και του πλαισίου εντός του οποίου έλαβε χώρα, μόνον από την επιδίωξη της επιτεύξεως σκοπού αντίθετου προς κάποιο από τα συστατικά στοιχεία της αρχής του ελεύθερου ανταγωνισμού.

57      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, δεδομένου ότι κάθε επιχείρηση υποχρεούται να καθορίζει αυτόνομα την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει εντός της ενιαίας αγοράς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ανταλλαγή πληροφοριών έχει χαρακτηριστικά που τη συνδέουν με μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων η οποία θεωρείται, ως εκ της φύσεώς της, επιβλαβής για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού, σε περίπτωση κατά την οποία το περιεχόμενό της αφορά πληροφορίες που, ανεξαρτήτως του ευαίσθητου ή εμπιστευτικού χαρακτήρα τους, είναι τέτοιες ώστε, στο πλαίσιο εντός του οποίου λαμβάνει χώρα η συγκεκριμένη ανταλλαγή, οδηγούν κατ’ ανάγκην τους, ευλόγως ενεργούς και ορθολογικούς από οικονομικής απόψεως, συμμετέχοντες σε αυτήν να υιοθετήσουν σιωπηρά την ίδια συμπεριφορά όσον αφορά τη μία από τις παραμέτρους βάσει των οποίων αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός στη σχετική αγορά.

58      Για την εκτίμηση αυτή απαιτείται να ληφθεί υπόψη όχι μόνον η φύση των ανταλλασσόμενων πληροφοριών, αλλά και το οικονομικό πλαίσιο που περιβάλλει την ανταλλαγή. Πράγματι, μολονότι τεκμαίρεται ότι οι συμμετέχουσες στην ανταλλαγή επιχειρήσεις που εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στη σχετική αγορά λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που έχουν ανταλλάξει με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά αυτή (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1999, Hüls κατά Επιτροπής, C‑199/92 P, EU:C:1999:358, σκέψεις 161 και 162, της 4ης Ιουνίου 2009, T-Mobile Netherlands κ.λπ., C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψεις 51 και 52, και της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψεις 126 και 127), εντούτοις, ευλόγως δραστηριοποιούμενες και ενεργούσες ορθολογικώς από οικονομικής απόψεως επιχειρήσεις θα υιοθετήσουν την ίδια συμπεριφορά μόνον εφόσον, λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ άλλων, του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω συμφωνία, δεν θα φοβούνται στην περίπτωση αυτή την αντίδραση των υφιστάμενων ή δυνητικών ανταγωνιστών τους. Τούτο συμβαίνει κατ’ αρχήν εφόσον η ανταλλαγή έλαβε χώρα μεταξύ των κύριων παραγόντων ολιγοπωλιακής ή, τουλάχιστον, ιδιαιτέρως συγκεντρωμένης αγοράς και εφόσον υφίστανται φραγμοί εισόδου στη συγκεκριμένη αγορά (πρβλ. απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, C‑194/99 P, EU:C:2003:527, σκέψεις 86 και 87).

59      Επομένως, ιδίως στην τελευταία περίπτωση, το γεγονός ότι, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο στο προδικαστικό ερώτημά του, η αγορά χαρακτηρίζεται από ορισμένο βαθμό συγκεντρώσεως και από φραγμούς εισόδου πρέπει να θεωρηθεί κρίσιμο.

60      Πάντως, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι μια ανταλλαγή πληροφοριών συνιστά περιορισμό ως εκ του αντικειμένου, δεν απαιτείται πάντοτε να καταδειχθεί ότι αφορά πληροφορίες τέτοιες που, εντός του πλαισίου όπου λαμβάνει χώρα η ανταλλαγή, να οδηγούν κατ’ ανάγκην τους, ευλόγως ενεργούς και ορθολογικούς από οικονομικής απόψεως, συμμετέχοντες στη συγκεκριμένη ανταλλαγή να υιοθετήσουν σιωπηρά την ίδια συμπεριφορά όσον αφορά μία εκ των παραμέτρων βάσει των οποίων αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός στη σχετική αγορά, προσκρούοντας, επομένως, στην υποχρέωση κάθε επιχειρήσεως να καθορίζει αυτόνομα την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην ενιαία αγορά.

61      Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως, προκειμένου μια αγορά να λειτουργεί υπό κανονικές συνθήκες, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εντός αυτής δεν πρέπει μόνον να καθορίζουν αυτόνομα την πολιτική που προτίθενται να ακολουθήσουν, αλλά επίσης και εν γένει να εξακολουθούν να μην είναι βέβαιες ως προς τις μελλοντικές συμπεριφορές των λοιπόν μετεχόντων στην εν λόγω αγορά.

62      Συνεπώς, μια ανταλλαγή πληροφοριών μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων η οποία είναι, ως εκ της φύσεώς της, επιβλαβής για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού, χωρίς καν να απαιτείται να διαπιστωθεί ότι, στο πλαίσιο που περιβάλλει τη συγκεκριμένη ανταλλαγή, οι ανταλλασσόμενες πληροφορίες οδηγούν κατ’ ανάγκην τους, ευλόγως ενεργούς και ορθολογικούς από οικονομικής απόψεως, συμμετέχοντες να υιοθετήσουν σιωπηρά ίδια συμπεριφορά όσον αφορά μία εκ των παραμέτρων βάσει των οποίων αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός στη σχετική αγορά, σε περίπτωση κατά την οποία η εν λόγω ανταλλαγή καθιστά δυνατή την εξάλειψη της αβεβαιότητας αυτής. Προς τούτο, όμως, αρκεί οι ανταλλασσόμενες πληροφορίες να είναι αφενός, εμπιστευτικού χαρακτήρα, δηλαδή να μην είναι ήδη γνωστές σε κάθε επιχείρηση που δραστηριοποιείται στην οικεία αγορά, και, αφετέρου, να είναι στρατηγικής σημασίας.

63      Ως «πληροφορία εμπιστευτικού χαρακτήρα» πρέπει να χαρακτηρίζεται κάθε πληροφορία που δεν ήταν γνωστή σε όλες τις επιχειρήσεις οι οποίες δραστηριοποιούνται εντός της οικείας αγοράς, ενώ ως «πληροφορίες στρατηγικής σημασίας» πρέπει να νοούνται πληροφορίες δυνάμενες να καταδείξουν, ενδεχομένως, αφού συνδυασθούν με άλλες πληροφορίες ήδη γνωστές στους συμμετέχοντες σε ανταλλαγή πληροφοριών, τη στρατηγική την οποία ορισμένοι από τους εν λόγω συμμετέχοντες προτίθενται να θέσουν σε εφαρμογή όσον αφορά στοιχείο που συνιστά μία ή πλείονες παραμέτρους βάσει των οποίων αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός στη σχετική αγορά (πρβλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑883/19 P, EU:C:2023:11, σκέψη 117).

64      Επιπλέον, μολονότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στις σκέψεις 69 και 70 των προτάσεών του, οποιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών ως προς τις μελλοντικές τιμές ή ορισμένους εκ των παραγόντων που τις καθορίζουν είναι εγγενώς αντίθετη προς τον ανταγωνισμό, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του κινδύνου ζημίας για τον ανταγωνισμό τον οποίο συνεπάγεται, η έννοια της στρατηγικής σημασίας πληροφορίας είναι, ωστόσο, ευρύτερη και καταλαμβάνει κάθε στοιχείο το οποίο δεν είναι ήδη γνωστό στις επιχειρήσεις και το οποίο, εντός του πλαισίου της εν λόγω ανταλλαγής, μπορεί να μειώσει την αβεβαιότητα των συμμετεχόντων σε αυτήν ως προς τη μελλοντική συμπεριφορά των λοιπών συμμετεχόντων σχετικά με ό,τι συνιστά, λόγω της φύσεως των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών, των πραγματικών συνθηκών λειτουργίας της αγοράς και της διαρθρώσεώς της, μία ή πλείονες παραμέτρους βάσει των οποίων αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός στη σχετική αγορά.

65      Τέλος, σε περίπτωση κατά την οποία οι ανταλλασσόμενες πληροφορίες δεν αφορούν τις προθέσεις μεταβολής της εντός της σχετικής αγοράς συμπεριφοράς των συμμετεχόντων στην ανταλλαγή, αλλά γεγονότα σύγχρονα ή του παρελθόντος, οι εν λόγω πληροφορίες πρέπει, πάντως, να θεωρούνται στρατηγικής σημασίας αν, λόγω ιδίως της φύσεως των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών, των πραγματικών συνθηκών λειτουργίας της αγοράς, της διαρθρώσεως του κόστους ή των μεθόδων παραγωγής και διαχειρίσεως που εφαρμόζουν οι συμμετέχοντες στην ανταλλαγή, ο συγκεκριμένος συμμετέχων μπορεί να συναγάγει εξ αυτών με επαρκή ακρίβεια τη μελλοντική συμπεριφορά των λοιπών συμμετεχόντων στην ανταλλαγή ή τις αντιδράσεις τους σε ενδεχόμενη στρατηγικής σημασίας εξέλιξη εντός της αγοράς.

 Επί του αν συνιστά περιορισμό ως εκ του αντικειμένου ανταλλαγή πληροφοριών με χαρακτηριστικά όπως τα μνημονευόμενα από το αιτούν δικαστήριο στο προδικαστικό ερώτημα

66      Μολονότι απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει αν η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ανταλλαγή αποτελεί μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων που πρέπει να θεωρηθεί, ως εκ της φύσεώς της, επιβλαβής για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού και να προβεί στις αναγκαίες προς τούτο εκτιμήσεις περί των πραγματικών περιστατικών, εντούτοις, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, δύναται να παράσχει διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το αιτούν δικαστήριο στην εκ μέρους του ερμηνεία (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2024, Lietuvos notarų rūmai κ.λπ., C‑128/21, EU:C:2024:49, σκέψεις 89 και 90).

67      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο έκανε λόγο στο προδικαστικό ερώτημα για μια ευρεία ανταλλαγή πληροφοριών, υπό όρους αμοιβαιότητας και επί μηνιαίας βάσεως, μεταξύ ανταγωνιστικών πιστωτικών ιδρυμάτων, η οποία λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο ιδιαιτέρως συγκεντρωμένων αγορών με φραγμούς εισόδου και η οποία αφορά τους όρους που διέπουν τις πραγματοποιούμενες εντός των εν λόγω αγορών συναλλαγές, ιδίως δε τα περιθώρια επιτοκίων πιστώσεων και τις τρέχουσες και μελλοντικές μεταβλητές κινδύνου, καθώς και τα εξατομικευμένα αριθμητικά στοιχεία παραγωγής των συμμετεχόντων στην ανταλλαγή.

68      Αφενός, όμως, από την περιγραφή που παρέθεσε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι οι πληροφορίες σχετικά με τα περιθώρια επιτοκίων πιστώσεων, οι οποίες ανταλλάσσονταν εμπιστευτικώς μεταξύ των συμμετεχόντων πιστωτικών ιδρυμάτων, δεν είχαν δημοσιοποιηθεί με τον ίδιο βαθμό εξαντλητικότητας και συστηματικότητας κατά τον χρόνο της ανταλλαγής και ότι οι εν λόγω πληροφορίες αφορούσαν, κυρίως, ενδεχόμενες μελλοντικές ενέργειες. Ειδικότερα, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του Δικαστήριο προκύπτει ότι οι συγκεκριμένες πληροφορίες αφορούσαν τις προθέσεις τροποποιήσεως των όρων που διέπουν τις πραγματοποιούμενες εντός της σχετικής αγοράς συναλλαγές ή, τουλάχιστον, τροποποιήσεις που έχουν εγκριθεί αλλά δεν έχουν ακόμη εφαρμοσθεί.

69      Αφετέρου, δεδομένου ότι η έννοια του «περιθωρίου επιτοκίων» παραπέμπει στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που επιβάλλει στον δανειολήπτη το πιστωτικό ίδρυμα και του επιτοκίου με το οποίο, κατ’ αρχήν, αναχρηματοδοτείται το ίδρυμα αυτό, καθόσον το δεύτερο αυτό επιτόκιο είναι, κατ’ αρχήν, γνωστό, ένα περιθώριο επιτοκίων μπορεί να καταδείξει την προσφορά επιτοκίων που προτείνουν στους πελάτες τους τα πιστωτικά ιδρύματα προ διαπραγματεύσεως.

70      Καθόσον τα περιθώρια επιτοκίων που αφορούν, ως ανωτέρω, μία εκ των παραμέτρων βάσει των οποίων αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός εντός των τριών επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης αγορών, κάθε πληροφορία σχετικά με τις μελλοντικές προθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων να τροποποιήσουν τα περιθώρια αυτά πρέπει να θεωρείται στρατηγικής σημασίας πληροφορία.

71      Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη όσων διαπιστώθηκαν στη σκέψη 62 της παρούσας αποφάσεως, ανταλλαγή πληροφοριών η οποία, όπως η περιγραφόμενη από το αιτούν δικαστήριο στο προδικαστικό ερώτημα, οργανώνεται με τρόπο εμπιστευτικό και αφορά τις μελλοντικές προθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων ως προς τα περιθώρια των επιτοκίων πιστώσεων, βάσει των οποίων καθορίζεται το προτεινόμενο στους πελάτες τους επιτόκιο, αποτελεί μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων που πρέπει να θεωρείται, ως εκ της φύσεώς της, επιβλαβής για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού και, επομένως, επιβάλλουσα περιορισμό ως εκ του αντικειμένου κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

72      Το αυτό ισχύει και για τις πληροφορίες σχετικά με τις μελλοντικές τροποποιήσεις των μεταβλητών κινδύνου οι οποίες εφαρμόζονται στα περιθώρια επιτοκίων που επιβάλλονται αναλόγως του ατομικού προφίλ κινδύνου των πελατών, διότι, σε συνδυασμό με τις πληροφορίες σχετικά με τις μελλοντικές προθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων ως προς τα περιθώρια επιτοκίων πιστώσεων, μπορούν να παράσχουν στους συμμετέχοντες στην ανταλλαγή τη δυνατότητα να έχουν ακριβέστερη εικόνα ως προς τις στρατηγικές τιμολογήσεως που προτίθενται να θέσουν σε εφαρμογή οι λοιποί συμμετέχοντες.

73      Όσον αφορά τις πληροφορίες σχετικά με τους «όγκους παραγωγής», επισημαίνεται ότι, βεβαίως, το είδος αυτό πληροφοριών μπορεί, κατ’ αρχήν, να καταδεικνύει, ιδίως όταν, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι πληροφορίες αυτές διαβιβάζονται με τρόπο αναλυτικό και εξατομικευμένο από τους συμμετέχοντες, κάθε συμπεριφορά ενός εξ αυτών η οποία θα απέκλινε από μια ενδεχόμενη ισορροπία που θα επικρατούσε στην αγορά.

74      Εν συνεχεία, η ύπαρξη ανταλλαγής τέτοιων πληροφοριών θα μπορούσε να καταδείξει, υπό ορισμένες περιστάσεις, την ύπαρξη μορφής συντονισμού η οποία πρέπει να θεωρηθεί, ως εκ της φύσεώς της, επιβλαβής για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού και της οποίας συνιστώσα θα αποτελούσε η συγκεκριμένη ανταλλαγή.

75      Ωστόσο, στην υπόθεση της κύριας δίκης, από τις ενδείξεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι η AdC προσήψε στις προσφεύγουσες τη συμμετοχή σε «αυτοτελή» ανταλλαγή πληροφοριών και όχι σε ανταλλαγή παρεπόμενη εναρμονισμένης πρακτικής περιοριστικής του ανταγωνισμού.

76      Όσον αφορά, όμως, μια «αυτοτελή» ανταλλαγή πληροφοριών σε περίπτωση κατά την οποία, όπως εν προκειμένω, οι πληροφορίες αυτές αφορούν τους όγκους πωλήσεων του παρελθόντος, προκύπτει ότι είναι ελάχιστα πιθανό οι συγκεκριμένες πληροφορίες, θεωρούμενες μεμονωμένα και ελλείψει ιδιαίτερων περιστάσεων, να μπορούν να καταδείξουν τις μελλοντικές προθέσεις των οικείων πιστωτικών ιδρυμάτων ή να οδηγήσουν τους, ευλόγως ενεργούς και ορθολογικούς από οικονομικής απόψεως, συμμετέχοντες στην ανταλλαγή να υιοθετήσουν σιωπηρά ίδια συμπεριφορά όσον αφορά μία εκ των παραμέτρων βάσει των οποίων αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός σε κάποιαν από τις οικείες αγορές.

77      Τούτου δοθέντος, ο επιβλαβής χαρακτήρας ανταλλαγής πληροφοριών πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένης υπόψη της δυνατότητας διασταυρώσεως των διαφόρων κατηγοριών ανταλλασσόμενων πληροφοριών.

78      Επομένως, μια «αυτοτελής» ανταλλαγή πληροφοριών, καθόσον αφορά ιδίως τους όγκους παραγωγής, θα μπορούσε να αποτελεί μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων η οποία πρέπει να θεωρηθεί, ως εκ της φύσεώς της, επιβλαβής για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού εφόσον οι εν λόγω πληροφορίες συνδυάζονταν μεταξύ άλλων με άλλα είδη ανταλλασσόμενων πληροφοριών, καθώς και, ενδεχομένως, με άλλες πληροφορίες ελεύθερα διαθέσιμες, κατά τέτοιο τρόπο ώστε μια επιχείρηση ευλόγως ενεργή και ορθολογική από οικονομικής απόψεως να μπορεί να συναγάγει εξ αυτών, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως, των πραγματικών συνθηκών λειτουργίας των σχετικών αγορών και της διαρθρώσεώς τους, τις μελλοντικές προθέσεις των λοιπών συμμετεχόντων ή να οδηγείται να υιοθετήσει σιωπηρά, μαζί τους, την ίδια συμπεριφορά όσον αφορά μία εκ των παραμέτρων βάσει των οποίων αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός στις συγκεκριμένες αγορές.

79      Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά ανταλλαγή πληροφοριών όπως η περιγραφόμενη από το αιτούν δικαστήριο στο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ανταλλαγή αποτελεί περιορισμό ως εκ του αντικειμένου εφόσον οι ανταλλασσόμενες πληροφορίες αφορούν, μεταξύ άλλων, τις προθέσεις μελλοντικής τροποποιήσεως των περιθωρίων επιτοκίων που εφαρμόζουν οι συμμετέχοντες στην ανταλλαγή.

80      Το συμπέρασμα αυτό μπορεί να επιβεβαιωθεί από την εξέταση των αντικειμενικών σκοπών που επιδιώκονται από μια ανταλλαγή η οποία αφορά τέτοιες πληροφορίες, εξέταση που αποδεικνύεται επίσης κρίσιμη προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη περιορισμού ως εκ του αντικειμένου, όπως προκύπτει από τη σκέψη 49 της παρούσας αποφάσεως. Πράγματι, ανταλλαγή πληροφοριών που αφορά τις μελλοντικές προθέσεις των συμμετεχόντων σε αυτή σχετικά με μία εκ των παραμέτρων βάσει των οποίων αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός εντός μιας αγοράς, όπως είναι τα περιθώρια επιτοκίων πιστώσεων, δεν μπορεί να επιδιώκει την επίτευξη άλλων αντικειμενικών σκοπών πέραν της νοθεύσεως του ανταγωνισμού στη συγκεκριμένη αγορά.

81      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης επιχειρούν πάντως να καταδείξουν ότι η επίμαχη ανταλλαγή πληροφοριών δεν συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, προβάλλοντας πλείονα επιχειρήματα.

82      Κατά πρώτον, υποστηρίζουν ότι υπείχαν, βάσει του δικαίου των καταναλωτών, υποχρεώσεις διαφάνειας ως προς τις χρεώσεις και, σύμφωνα με τους ισχύοντες για αυτές κανόνες περί λογιστικής και χρηματοοικονομικών ζητημάτων, ακόμη και, ενδεχομένως, λόγω της ιδιότητάς τους ως εταιριών των οποίων οι τίτλοι γίνονται δεκτοί προς διαπραγμάτευση εντός ρυθμιζόμενης αγοράς, υποχρεώσεις γνωστοποιήσεως του όγκου πωλήσεών τους, των μεριδίων τους αγοράς και των μέσων περιθωρίων επιτοκίων τους. Λόγω, όμως, των διαφόρων αυτών νομικών υποχρεώσεων, οποιοσδήποτε δραστηριοποιούμενος εντός των σχετικών αγορών μπορούσε να λάβει γνώση των εμπορικών όρων των συμμετεχόντων πιστωτικών ιδρυμάτων μεταβαίνοντας στα ταμεία τους ή συμβουλευόμενος τον ιστότοπό τους.

83      Συναφώς, πρέπει βεβαίως να επισημανθεί ότι μια ανταλλαγή πληροφοριών της οποίας η γνωστοποίηση κατέστη άλλωστε υποχρεωτική βάσει εθνικής ρυθμίσεως δεν μπορεί να θίξει το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, στο μέτρο που η συγκεκριμένη ανταλλαγή αδυνατεί να επηρεάσει τη αγορά πέραν του ζητήματος της τηρήσεως της εν λόγω νομοθεσίας, επιρροή για την οποία άλλωστε οι οικείες επιχειρήσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1997, Επιτροπή και Γαλλία κατά Ladbroke Racing, C‑359/95 P και C‑379/95 P EU:C:1997:531, σκέψη 33, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, CIF, C‑198/01, EU:C:2003:430, σκέψεις 52 και 53).

84      Ωστόσο, οι συμμετέχοντες σε ανταλλαγή πληροφοριών δεν δύνανται να επικαλεσθούν τέτοια κατάσταση εάν οι ανταλλασσόμενες πληροφορίες βαίνουν πέραν εκείνων που πρέπει να δημοσιοποιούνται από κάθε πιστωτικό ίδρυμα το οποίο δραστηριοποιείται στις τρεις σχετικές αγορές στο πλαίσιο των κανονιστικών υποχρεώσεών του και εφόσον ανταλλάχθηκαν πριν οι εν λόγω υποχρεώσεις επιβάλουν στους συγκεκριμένους συμμετέχοντες να δημοσιοποιήσουν πληροφορίες τέτοιας φύσεως, ζήτημα το οποίο, πάντως, πρέπει να κριθεί από το αιτούν δικαστήριο.

85      Κατά δεύτερον, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης επισημαίνουν ότι μια ανταλλαγή πληροφοριών της οποίας η συχνότητα, όπως και της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης, είναι ιδιαιτέρως σποραδική, δηλαδή άπαξ ή δις ανά έτος, δεν μπορεί να συνιστά περιορισμό ως εκ του αντικειμένου. Υπενθυμίζεται πάντως ότι μια τέτοια συχνότητα δεν αποκλείει, αφ’ εαυτής, το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο μιας ανταλλαγής πληροφοριών. Πράγματι, απλώς μία επαφή μπορεί να αρκεί για να εξαλείψει τις αβεβαιότητες των ενδιαφερομένων ως προς τις μελλοντικές συμπεριφορές των λοιπών οικείων επιχειρήσεων στη σχετική αγορά (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, T-Mobile Netherlands κ.λπ., C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψεις 59 και 62).

86      Κατά τρίτον, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης αμφισβητούν ότι μια ανταλλαγή πληροφοριών όπως η περιγραφόμενη από το αιτούν δικαστήριο στο προδικαστικό ερώτημα μπορεί να αποτελεί μορφή συντονισμού η οποία είναι, ως εκ της φύσεώς της, επιβλαβής για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού, σε περίπτωση κατά την οποία η ανταλλαγή δύναται να καταστήσει ευχερέστερη την περί ανταγωνισμού ανάλυση (benchmarking) των συμμετεχόντων στην ανταλλαγή, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να συγκρίνουν τις αντίστοιχες προσφορές τους, μειώνοντας εκ παραλλήλου το κόστος μιας τέτοιας συγκρίσεως, καθόσον η ίδια ανταλλαγή μπορεί να έχει ευνοϊκά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα.

87      Βεβαίως, επισημαίνεται ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών που αφορούν τις προς εφαρμογή βέλτιστες μεθόδους διαχειρίσεως ή παραγωγής δύνανται να ευνοούν τον ανταγωνισμό και δεν μπορεί, επομένως, να γίνει δεκτό ότι επιβάλλουν περιορισμό ως εκ του αντικειμένου. Τούτο, ωστόσο, δεν συμβαίνει στην περίπτωση ανταλλαγών εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικά, ακριβώς, με τις μελλοντικές προθέσεις των συμμετεχόντων στις ανταλλαγές ως προς κάποια από τις παραμέτρους βάσει των οποίων αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός στη σχετική αγορά.

88      Κατά τέταρτον, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι τα περιθώρια επιτοκίων πιστώσεων δεν απηχούσαν το συνολικό τίμημα των προτεινόμενων υπηρεσιών πιστώσεως, αλλά μόνον μία εκ των συνιστωσών του, καθόσον ιδίως δεν μνημονευόταν το ύψος των προμηθειών και των λοιπών εξόδων. Επιπλέον, τουλάχιστον στην αγορά στεγαστικών δανείων, τα επιτόκια δανεισμού τα οποία προτείνονταν στους πελάτες και τα οποία προέκυπταν από τα εν λόγω περιθώρια δεν αντιστοιχούσαν στα τελικώς επιβαλλόμενα επιτόκια, αλλά σε ενδεικτικά, τα οποία χρησίμευαν ως αφετηρία ατομικών διαπραγματεύσεων με κάθε πελάτη αναλόγως του ειδικού του προφίλ κινδύνου. Κατά συνέπεια, μια ανταλλαγή πληροφοριών, ακόμη και σχετική με τις μελλοντικές προθέσεις των συμμετεχόντων πιστωτικών ιδρυμάτων και αφορώσα τα περιθώρια επιτοκίων πιστώσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί επιβάλλουσα περιορισμό ως εκ του αντικειμένου.

89      Ωστόσο, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 74 και 75 των προτάσεών του, προκειμένου να εμπίπτει στην έννοια του περιορισμού ως εκ του αντικειμένου, μια εναρμονισμένη πρακτική δεν απαιτείται να αφορά το σύνολο των παραμέτρων βάσει των οποίων αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός στην αγορά ή, ως προς τις πληροφορίες περί τιμολογήσεως, δεν απαιτείται αυτές να αφορούν το σύνολο των συνιστωσών της επιβαλλόμενης τελικής τιμής. Ως εκ τούτου, μια ανταλλαγή πληροφοριών μπορεί να αποτελεί μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων η οποία πρέπει να θεωρηθεί, ως εκ της φύσεώς της, επιβλαβής για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού, ακόμη κι αν αφορά μία μόνον εκ των παραμέτρων αυτών (πρβλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑883/19 P, EU:C:2023:11, σκέψη 204).

90      Το επιτόκιο, όμως, που χρησιμοποιήθηκε ως αφετηρία των ατομικών διαπραγματεύσεων με κάθε πελάτη αναλόγως του προφίλ κινδύνου του απηχεί μία εκ των παραμέτρων του ανταγωνισμού στις οικείες αγορές, καθόσον, βάσει του συγκεκριμένου επιτοκίου, οι δυνητικοί πελάτες θα προβούν σε μια αρχική επιλογή μεταξύ των προσφορών δανεισμού που προτείνουν τα πιστωτικά ιδρύματα προκειμένου να αρχίσουν διαπραγματεύσεις με ορισμένους μόνον εκ των δυνητικών πελατών.

91      Κατά πέμπτον, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης αμφισβητούν ότι, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, οι διαβιβασθείσες πληροφορίες σχετικά με τα περιθώρια επιτοκίων πιστώσεων αφορούσαν μελλοντική συμπεριφορά της οποίας η γνώση μπορούσε να παράσχει πλεονέκτημα στους συμμετέχοντες στην ανταλλαγή πληροφοριών. Κατ’ αρχάς, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι οι εν λόγω πληροφορίες αφορούσαν τροποποιήσεις που επρόκειτο να τεθούν σε ισχύ είτε αυθημερόν είτε, το αργότερο, την επόμενη εργάσιμη ημέρα, οσάκις η γνωστοποίηση ελάμβανε χώρα την Παρασκευή. Εν συνεχεία, τα επιτόκια που προτείνονταν προ διαπραγματεύσεως μνημονεύονταν στη σελίδα του ιστοτόπου και στους εξομοιωτές πιστώσεως του οικείου πιστωτικού ιδρύματος μικρό χρονικό διάστημα μετά την ανταλλαγή σχετικά με τις τροποποιήσεις περιθωρίων επιτοκίων, ενδεχομένως δε και συγχρόνως. Τέλος, απαιτούνταν, εν πάση περιπτώσει, πλείονες εβδομάδες προκειμένου ένα πιστωτικό ίδρυμα να τροποποιήσει τα περιθώρια επιτοκίων του, οπότε οι συμμετέχοντες στη συγκεκριμένη ανταλλαγή δεν μπορούσαν να αντιδράσουν αμέσως βάσει των πληροφοριών που ελάμβαναν.

92      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι απλώς και μόνον το γεγονός ότι οι πληροφορίες σχετικά με τα περιθώρια επιτοκίων πιστώσεων ανταλλάσσονταν πριν τεθούν σε εφαρμογή ή δημοσιοποιηθούν αρκεί να καταδείξει ότι η εν λόγω ανταλλαγή μπορούσε να μειώσει την αβεβαιότητα των συμμετεχόντων στην ανταλλαγή πληροφοριών ως προς τις μελλοντικές συμπεριφορές των λοιπών συμμετεχόντων πιστωτικών ιδρυμάτων, μολονότι η αβεβαιότητα των άλλων ανταγωνιστών εξαλειφόταν λίγο αργότερα. Πράγματι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι είναι αδύνατο για τους συμμετέχοντες σε τέτοια ανταλλαγή να λάβουν αμέσως υπόψη τις εν λόγω πληροφορίες για να τροποποιήσουν αμέσως τη συμπεριφορά τους στην αγορά, εντούτοις κάθε ανταλλαγή που αφορά τις μελλοντικές προθέσεις που δεν είχαν ακόμη αποκαλυφθεί παρέχει στους συμμετέχοντες αυτούς τη δυνατότητα να αντιδράσουν εν πάση περιπτώσει ταχύτερα από ό,τι θα επέτρεπε η συνήθης λειτουργία της σχετικής αγοράς.

93      Κατά έκτον, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης διατείνονται ότι στη δικογραφία την οποία έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν μνημονεύεται καμία περίπτωση κατά την οποία ένα από τα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα τροποποίησε τον πίνακα χρεώσεών του αφού πληροφορήθηκε ότι τα περιθώρια επιτοκίων πιστώσεων άλλου συμμετέχοντος επρόκειτο να τροποποιηθούν. Ωστόσο, μια τέτοια περίσταση δεν μπορεί να θεωρηθεί κρίσιμη, δεδομένου ότι η εφαρμογή της έννοιας του περιορισμού ως εκ του αντικειμένου στην περίπτωση ανταλλαγής πληροφοριών δεν απαιτεί να αποδειχθεί ούτε η ύπαρξη ενδεχόμενων συγκεκριμένων αποτελεσμάτων στην αγορά την οποία αφορά η επίμαχη ανταλλαγή πληροφοριών ούτε καν το ότι οι συμμετέχοντες στην ανταλλαγή έλαβαν πράγματι υπόψη την πληροφορία.

94      Κατά έβδομον, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι η έννοια της «μεταβλητής κινδύνου», όπως χρησιμοποιείται από το αιτούν δικαστήριο, αφορά πίνακες εκτιμήσεως όπου ένα επίπεδο κινδύνου αποδίδεται σε μια συγκεκριμένη κατηγορία πελατών, αναλόγως παραγόντων όπως είναι τα εισοδήματα, η χρηματοδοτική συμμετοχή στην αγορά του ακινήτου ή το κόστος του, με το οποίο συνδέεται ένα περιθώριο επιτοκίων πιστώσεων που επιβάλλεται σε αντιστάθμιση του εν λόγω κινδύνου. Κατά τις προσφεύγουσες της κύριας δίκης, όμως, οι παράγοντες αυτοί, που αφορούν κάθε επίπεδο κινδύνου ουδόλως γνωστοποιήθηκαν κατά την ανταλλαγή πληροφοριών, όπως προκύπτει από τις μαρτυρίες που παρατίθενται στην παρεμπίπτουσα απόφαση, οπότε η ανταλλαγή των πινάκων αυτών δεν μπορούσε να αποτελεί πληροφορία στρατηγικής σημασίας.

95      Συναφώς, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να κρίνει αν, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των πληροφοριών που είχαν στη διάθεσή τους οι συμμετέχοντες στην ανταλλαγή και της μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται εν γένει για την κατάρτιση πινάκων αυτού του είδους, οι πληροφορίες που περιείχε ένας τέτοιος πίνακας ήταν αρκούντως κατανοητές ώστε να μπορούν να παρέχουν στους εν λόγω συμμετέχοντες, αφού αυτοί τις συνδύαζαν με τα περιθώρια επιτοκίων πιστώσεων βάσει των οποίων προτεινόταν ένα επιτόκιο στους πελάτες πριν από τη διαπραγμάτευση και με τους πραγματοποιούμενους όγκους πωλήσεων, τη δυνατότητα μειώσεως της αβεβαιότητάς τους ως προς τη μελλοντική συμπεριφορά των λοιπών συμμετεχόντων στην ανταλλαγή όσον αφορά ό,τι αποτελεί, λόγω της φύσεως των επίμαχων υπηρεσιών, των πραγματικών συνθηκών λειτουργίας της αγοράς και της διαρθρώσεώς της, μία ή πλείονες εκ των παραμέτρων βάσει των οποίων αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός στις σχετικές αγορές.

96      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι μια ευρεία ανταλλαγή πληροφοριών, υπό όρους αμοιβαιότητας και επί μηνιαίας βάσεως, μεταξύ ανταγωνιστικών πιστωτικών ιδρυμάτων, η οποία λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο ιδιαιτέρως συγκεντρωμένων αγορών με φραγμούς εισόδου και η οποία αφορά τους όρους που διέπουν τις πραγματοποιούμενες εντός των εν λόγω αγορών συναλλαγές, ιδίως δε τα περιθώρια επιτοκίων πιστώσεων και τις τρέχουσες και μελλοντικές μεταβλητές κινδύνου, καθώς και τα εξατομικευμένα αριθμητικά στοιχεία παραγωγής των συμμετεχόντων στην ανταλλαγή, στο μέτρο που, τουλάχιστον, τα κατ’ αυτόν τον τρόπο ανταλλασσόμενα περιθώρια επιτοκίων είναι εκείνα που προτίθενται να εφαρμόσουν τα πιστωτικά ιδρύματα στο μέλλον, πρέπει να χαρακτηρίζεται ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

97      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

98      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι μια ευρεία ανταλλαγή πληροφοριών, υπό όρους αμοιβαιότητας και επί μηνιαίας βάσεως, μεταξύ ανταγωνιστικών πιστωτικών ιδρυμάτων, η οποία λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο ιδιαιτέρως συγκεντρωμένων αγορών με φραγμούς εισόδου και η οποία αφορά τους όρους που διέπουν τις πραγματοποιούμενες εντός των εν λόγω αγορών συναλλαγές, ιδίως δε τα περιθώρια επιτοκίων πιστώσεων και τις τρέχουσες και μελλοντικές μεταβλητές κινδύνου, καθώς και τα εξατομικευμένα αριθμητικά στοιχεία παραγωγής των συμμετεχόντων στην ανταλλαγή, στο μέτρο που, τουλάχιστον, τα κατ’ αυτόν τον τρόπο ανταλλασσόμενα περιθώρια επιτοκίων είναι εκείνα που προτίθενται να εφαρμόσουν τα πιστωτικά ιδρύματα στο μέλλον, πρέπει να χαρακτηρίζεται ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.