ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 22ας Ιουνίου 2023 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας – Κύρος του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1194/2013 – Παραδεκτό – Μη άσκηση προσφυγής ακυρώσεως από την προσφεύγουσα της κύριας δίκης – Εισαγωγέας – Καθορισμός του ντάμπινγκ – Παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη»

Στην υπόθεση C‑268/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Nederlandstalige rechtbank van eerste aanleg Brussel (ολλανδόφωνο πρωτοδικείο Βρυξελλών, Βέλγιο) με απόφαση της 14ης Μαρτίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Απριλίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Vitol SA

κατά

Belgische Staat,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. L. Arastey Sahún, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen και N. Wahl (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Vitol SA, εκπροσωπούμενη από τον P. De Baere και την J. Van den Bon, advocaten,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον S. Baeyens, τον J.‑C. Halleux και την C. Pochet,

η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Β. Μπαρούτα και τη Μ. Τασσοπούλου,

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον B. Driessen και την P. Mahnič, επικουρούμενους από τη N. Tuominen, avocată,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους P.‑J. Loewenthal, G. Luengo και J. Zieliński,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά το κύρος του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1194/2013 του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2013, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές βιοντίζελ, καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας (ΕΕ 2013, L 315, σ. 2) (στο εξής: επίμαχος κανονισμός), όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2017/1578 της Επιτροπής, της 18ης Σεπτεμβρίου 2017 (ΕΕ 2017, L 239, σ. 9).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Vitol SA και του Belgische Staat (Βελγικού Δημοσίου) σχετικά με την επιστροφή στην εν λόγω εταιρία των δασμών αντιντάμπινγκ που κατέβαλε στο πλαίσιο της εισαγωγής βιοντίζελ από την Αργεντινή.

Το νομικό πλαίσιο

Ο βασικός κανονισμός

3

Κατά τον χρόνο έκδοσης του επίμαχου κανονισμού, η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ από την Ένωση ρυθμιζόταν από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής [Ένωσης] (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51) (στο εξής: βασικός κανονισμός).

4

Το άρθρο 1 του βασικού κανονισμού όριζε τα εξής:

«1.   Δασμός αντιντάμπινγκ είναι δυνατό να επιβάλλεται σε κάθε προϊόν που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, όταν η θέση του σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της [Ένωσης] προκαλεί ζημία.

2.   Ένα προϊόν θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ όταν η τιμή εξαγωγής του στην [Ένωση] είναι χαμηλότερη από μια συγκρίσιμη τιμή του ομοειδούς προϊόντος, όπως έχει καθοριστεί για τη χώρα εξαγωγής κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις.

3.   Ως χώρα εξαγωγής θεωρείται κατά κανόνα η χώρα καταγωγής. Εντούτοις, χώρα εξαγωγής ενδέχεται να είναι κάποια ενδιάμεση χώρα, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες, επί παραδείγματι, τα εκάστοτε προϊόντα απλώς διαμετακομίζονται μέσω της χώρας αυτής ή δεν παράγονται σε αυτήν ή δεν υφίσταται γι’ αυτά κάποια συγκρίσιμη τιμή στην εν λόγω χώρα.

4.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής το[υ] παρόντος κανονισμού, ως “ομοειδές προϊόν” νοείται ένα πανομοιότυπο προϊόν, δηλαδή όμοιο από κάθε άποψη με το εξεταζόμενο προϊόν ή, ελλείψει τούτου, ένα άλλο προϊόν το οποίο, αν και όχι όμοιο από κάθε άποψη, έχει χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν σημαντική ομοιότητα προς εκείνα του υπό εξέταση προϊόντος.»

5

Το άρθρο 2 του βασικού κανονισμού αφορά τον καθορισμό του ντάμπινγκ. Οι παράγραφοι 3 και 5 του άρθρου αυτού, οι οποίες αφορούν την κανονική αξία, προέβλεπαν τα εξής:

«3.   Όταν δεν υπάρχουν πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων ή όταν αυτές δεν είναι επαρκείς ή όταν οι πωλήσεις αυτές δεν επιτρέπουν τη διεξαγωγή ορθής σύγκρισης εξαιτίας των ειδικών συνθηκών που επικρατούν στην αγορά, η κανονική αξία του ομοειδούς προϊόντος υπολογίζεται με βάση το κόστος παραγωγής στη χώρα καταγωγής συν ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και τα κέρδη ή με βάση τις τιμές εξαγωγής, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, προς μια κατάλληλη τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι οι τιμές αυτές είναι αντιπροσωπευτικές.

Οι ειδικές συνθήκες της αγοράς για το υπό εξέταση προϊόν κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου θεωρείται ότι επικρατούν, μεταξύ άλλων, όταν οι τιμές είναι τεχνητά χαμηλές, όταν ασκείται σημαντικό αντισταθμιστικό εμπόριο, ή όταν υπάρχουν καθεστώτα τελειοποίησης μη εμπορικού χαρακτήρα.

[…]

5.   Το κόστος υπολογίζεται κατ’ αρχήν με βάση τα στοιχεία που τηρεί το μέρος σε σχέση με το οποίο διεξάγεται έρευνα, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία αυτά ανταποκρίνονται στις γενικώς παραδεδεγμένες αρχές της λογιστικής που ισχύουν στην οικεία χώρα και ότι αποδεικνύεται πως τα στοιχεία αντανακλούν σε ικανοποιητικό βαθμό τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και πώληση του υπό εξέταση προϊόντος.

Αν οι δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος δεν αντανακλώνται ευλόγως στα στοιχεία του εν λόγω μέρους, αυτές προσαρμόζονται ή καθορίζονται με βάση το κόστος άλλων παραγωγών ή εξαγωγέων στην ίδια χώρα, ή, όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμα τέτοια στοιχεία ή δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν, πάνω σε κάθε άλλη εύλογη βάση, περιλαμβανομένων των στοιχείων από άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές.

Τυχόν αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προσκομισθεί σε σχέση με το θέμα της ορθής κατανομής του κόστους λαμβάνονται υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται πως η εκάστοτε κατανομή του κόστους ανταποκρίνεται σε πάγια πρακτική. Εφόσον δεν υπάρχει καταλληλότερη μέθοδος, προκρίνεται η κατανομή του κόστους με βάση τον κύκλο εργασιών. Το κόστος αναπροσαρμόζεται καταλλήλως, προκειμένου να ληφθούν υπόψη μη επαναλαμβανόμενα στοιχεία του κόστους που ευνοούν τη μελλοντική ή/και την τρέχουσα παραγωγή, εκτός αν αυτά αντικατοπτρίζονται ήδη στην κατανομή του κόστους βάσει του παρόντος εδαφίου.

Σε περίπτωση που το κόστος που αντιστοιχεί σε τμήμα της περιόδου κάλυψης του κόστους επηρεάζεται από τη χρήση νέων παραγωγικών εγκαταστάσεων, οι οποίες προϋποθέτουν σημαντικές πρόσθετες επενδύσεις και χαμηλά ποσοστά χρησιμοποίησης ικανότητας, ως αποτέλεσμα της έναρξης λειτουργίας της επιχείρησης που λαμβάνει χώρα κατά την έρευνα ή κατά τη διάρκεια ενός τμήματος αυτής, ως μέσο κόστος του σταδίου έναρξης λειτουργίας θεωρείται εκείνο που ισχύει, βάσει των προαναφερθέντων κανόνων κατανομής, κατά τη λήξη του εν λόγω σταδίου· το μέσο αυτό κόστος, στην τιμή που έχει προκύψει γι’ αυτό συνυπολογίζεται, για την οικεία χρονική περίοδο, στο μέσο σταθμισμένο κόστος για το οποίο γίνεται λόγος στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4. Η διάρκεια του σταδίου έναρξης λειτουργίας καθορίζεται με βάση τα δεδομένα που ισχύουν για τον εκάστοτε παραγωγό ή εξαγωγέα, αλλά δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει ένα ενδεδειγμένο αρχικό τμήμα της περιόδου κάλυψης του κόστους. Για τους σκοπούς της αναπροσαρμογής του κόστους που ισχύει κατά την περίοδο έρευνας, λαμβάνονται υπόψη τυχόν πληροφορίες που αφορούν το στάδιο έναρξης λειτουργίας πέραν της ως άνω καθοριζόμενης περιόδου, κατά το μέτρο που τα στοιχεία αυτά έχουν υποβληθεί πριν από την πραγματοποίηση επιτόπιων επαληθεύσεων και εντός τριών μηνών από την έναρξη της έρευνας.»

6

Το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού, το οποίο αφορά τον προσδιορισμό της ζημίας, όριζε, στις παραγράφους 4, 6 και 7, τα εξής:

«4.   Όταν διεξάγονται ταυτοχρόνως έρευνες αντιντάμπινγκ σε σχέση με τις εισαγωγές δεδομένου προϊόντος από περισσότερες της μίας χώρες, οι επιπτώσεις των εισαγωγών αυτών αξιολογούνται σωρευτικώς μόνον εφόσον διαπιστώνεται ότι:

α)

το περιθώριο ντάμπινγκ που προκύπτει για τις εισαγωγές από κάθε χώρα ξεχωριστά υπερβαίνει το ελάχιστο όριο που ορίζει το άρθρο 9 παράγραφος 3 και ότι ο όγκος των εισαγωγών από κάθε χώρα ξεχωριστά δεν είναι αμελητέος, καθώς και ότι

β)

η σωρευτική αξιολόγηση των επιπτώσεων των επίμαχων εισαγωγών είναι η ενδεδειγμένη, ενόψει των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων, όπως επίσης των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων και του ομοειδούς [ενωσιακού] προϊόντος.

[…]

6.   Πρέπει να αποδεικνύεται, με βάση το σύνολο των συναφών αποδεικτικών στοιχείων που έχουν υποβληθεί σε σχέση με την παράγραφο 2, ότι οι εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ προκαλούν ζημία κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται ότι ο όγκος ή/και το επίπεδο των τιμών, όπως αυτά έχουν καθοριστεί βάσει της παραγράφου 3, ευθύνονται για τις συνέπειες επί της […] βιομηχανία [της Ένωσης], κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5, όπως επίσης ότι οι συνέπειες αυτές είναι τέτοιας έκτασης, ώστε να είναι δυνατό να θεωρηθούν σημαντικές.

7.   Άλλοι γνωστοί παράγοντες πλην των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι οποίοι προξενούν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ζημία στη […] βιομηχανία [της Ένωσης], εξετάζονται ομοίως, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η προκαλούμενη από τους εν λόγω άλλους παράγοντες ζημία δεν αποδίδεται στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 6. Στους παράγοντες που είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη εν προκειμένω περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο όγκος και οι τιμές εισαγωγών πωλούμενων σε τιμές που δεν απορρέουν από πρακτικές ντάμπινγκ, η τυχόν συρρίκνωση της ζήτησης ή μεταβολές των δεδομένων κατανάλωσης, τυχόν περιοριστικές εμπορικές πρακτικές που εφαρμόζουν οι παραγωγοί τρίτων χωρών και [της Ένωσης] και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός, οι τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς και οι εξαγωγικές επιδόσεις και η παραγωγικότητα της […] βιομηχανίας [της Ένωσης].»

Ο προσωρινός κανονισμός

7

Στις 27 Μαΐου 2013 η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 490/2013 για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας (ΕΕ 2013, L 141, σ. 6) (στο εξής: προσωρινός κανονισμός). Με τον κανονισμό αυτόν, διαπίστωσε μεταξύ άλλων ότι οι εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, πράγμα που ήταν επιζήμιο για τη βιομηχανία της Ένωσης, και έκρινε ότι η επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ επί των εν λόγω εισαγωγών ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης.

8

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού όριζε τα εξής:

«Επιβάλλεται προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές μονοαλκυλεστέρων λιπαρών οξέων και/ή παραφινικών πετρελαίων εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση και/ή υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, σε καθαρή μορφή ή εντός μείγματος, που υπάγονται επί του παρόντος στους κωδικούς […], καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας.»

Ο επίμαχος κανονισμός

9

Στις 19 Νοεμβρίου 2013, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επέβαλε, με τον επίμαχο κανονισμό, οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας.

10

Πρώτον, όσον αφορά την κανονική αξία του ομοειδούς προϊόντος σε σχέση με την Αργεντινή, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα του προσωρινού κανονισμού κατά τα οποία η αξία αυτή έπρεπε να υπολογιστεί σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι η αγορά βιοντίζελ της Αργεντινής ρυθμίζεται σε μεγάλο βαθμό από το κράτος (αιτιολογική σκέψη 28 του επίμαχου κανονισμού).

11

Ως προς το κόστος παραγωγής, το Συμβούλιο δέχθηκε την πρόταση της Επιτροπής να μεταβάλει τα συμπεράσματα του προσωρινού κανονισμού και να αποκλίνει από τις δαπάνες των κύριων πρώτων υλών που είχαν καταχωριστεί στα βιβλία των ελεγχθέντων Αργεντινών παραγωγών-εξαγωγέων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού. Κατά την άποψή του, τα δεδομένα αυτά δεν αποτύπωναν με εύλογο τρόπο τις συνδεόμενες με την παραγωγή βιοντίζελ στην Αργεντινή δαπάνες, εκ του λόγου ότι το σύστημα διαφοροποιημένης φορολογήσεως των εξαγωγών προκαλούσε στρέβλωση των τιμών των κύριων πρώτων υλών στην εγχώρια αγορά της Αργεντινής. Ως εκ τούτου, τις αντικατέστησε με τον μέσο όρο των τιμών αναφοράς της σόγιας που είχε δημοσιεύσει το Υπουργείο Γεωργίας της Αργεντινής για εξαγωγή FOB (ελεύθερο επί του μεταφορικού μέσου) κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας (αιτιολογικές σκέψεις 35 έως 40 του επίμαχου κανονισμού).

12

Δεύτερον, επιβεβαιώνοντας την πλειονότητα των συμπερασμάτων που παρατίθεντο στον προσωρινό κανονισμό, το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι η βιομηχανία της Ένωσης είχε υποστεί σημαντική ζημία κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού (αιτιολογικές σκέψεις 105 έως 142 του επίμαχου κανονισμού) και ότι η ζημία αυτή είχε προκληθεί από τις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής που αποτελούσαν το αντικείμενο ντάμπινγκ (αιτιολογικές σκέψεις 144 έως 157 του επίμαχου κανονισμού). Στη συνάφεια αυτή, διαπίστωσε ότι και άλλοι παράγοντες, όπως, μεταξύ άλλων, οι εισαγωγές που είχε πραγματοποιήσει η βιομηχανία της Ένωσης (αιτιολογικές σκέψεις 151 έως 160 του επίμαχου κανονισμού), η ισχνή χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας της βιομηχανίας της Ένωσης (αιτιολογικές σκέψεις 161 έως 171 του επίμαχου κανονισμού) και το σύστημα του διπλού υπολογισμού του παραγόμενου από χρησιμοποιημένα λάδια βιοντίζελ που υφίσταται σε ορισμένα κράτη μέλη (αιτιολογικές σκέψεις 173 έως 179 του επίμαχου κανονισμού) δεν ήταν σε θέση να διαρρήξουν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ζημίας και των εισαγωγών βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής που αποτελούσαν το αντικείμενο ντάμπινγκ.

13

Τρίτον, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε ότι η λήψη των επίμαχων μέτρων αντιντάμπινγκ εξακολουθούσε να είναι προς το συμφέρον της Ένωσης (αιτιολογικές σκέψεις 190 έως 201 του επίμαχου κανονισμού).

14

Λαμβανομένων υπόψη των περιθωρίων ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν και του επιπέδου της ζημίας που προκλήθηκε στη βιομηχανία της Ένωσης, το Συμβούλιο αποφάσισε μεταξύ άλλων ότι τα ποσά τα οποία είχαν κατατεθεί έναντι των επιβληθέντων με τον προσωρινό κανονισμό προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ έπρεπε να εισπραχθούν οριστικά (αιτιολογική σκέψη 228 και άρθρο 2 του επίμαχου κανονισμού) και ότι έπρεπε να επιβληθεί οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής (άρθρο 1, παράγραφος 1, του επίμαχου κανονισμού).

15

Με τις αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, PT Musim Mas κατά Συμβουλίου (T‑80/14, EU:T:2016:504), Unitec Bio κατά Συμβουλίου (T‑111/14, EU:T:2016:505), Molinos Río de la Plata κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T‑112/14 έως T‑116/14 και T‑119/14, EU:T:2016:509), Cargill κατά Συμβουλίου (T‑117/14, EU:T:2016:503), LDC Argentina κατά Συμβουλίου (T‑118/14, EU:T:2016:502), PT Ciliandra Perkasa κατά Συμβουλίου (T‑120/14, EU:T:2016:501), και PT Pelita Agung Agrindustri κατά Συμβουλίου (T‑121/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:500) (στο εξής, από κοινού: αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2016), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τα άρθρα 1 και 2 του επίμαχου κανονισμού κατά το μέτρο που αφορούσαν τις προσφεύγουσες στις υποθέσεις αυτές.

16

Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, κατ’ ουσίαν, ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν απέδειξαν επαρκώς κατά νόμον ότι υπήρχε αισθητή στρέβλωση των τιμών των κύριων πρώτων υλών που χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγή βιοντίζελ στην Αργεντινή και την Ινδονησία ως αποτέλεσμα ενός συστήματος διαφοροποιημένης φορολόγησης των εξαγωγών βάσει του οποίου εφαρμόζονταν διαφορετικοί φορολογικοί συντελεστές στις πρώτες ύλες και στο βιοντίζελ. Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν θα έπρεπε να είχαν υιοθετήσει την άποψη ότι τα λογιστικά βιβλία των Αργεντινών και Ινδονησίων παραγωγών-εξαγωγέων δεν αποτύπωναν κατά τρόπο εύλογο την τιμή των πρώτων υλών και δεν θα έπρεπε να αγνοήσουν τα εν λόγω βιβλία κατά τον υπολογισμό της κανονικής αξίας του βιοντίζελ που παραγόταν στην Αργεντινή και την Ινδονησία.

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/476

17

Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/476 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2015, για τα μέτρα που μπορεί να λάβει η Ένωση μετά από έκθεση που εγκρίνει το Όργανο Επίλυσης Διαφορών του ΠΟΕ σχετικά με μέτρα αντιντάμπινγκ και αντεπιδοτήσεις (ΕΕ 2015, L 83, σ. 6), ορίζει τα εξής:

«1.   Όποτε το [όργανο επίλυσης διαφορών (DSB)] εγκρίνει έκθεση σχετικά με ενωσιακό μέτρο που έχει θεσπιστεί δυνάμει του [βασικού] κανονισμού […] (“αμφισβητούμενο μέτρο”), η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα, όποιο κρίνει σκόπιμο, σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 4 παράγραφος 3:

α)

κατάργηση ή τροποποίηση του αμφισβητούμενου μέτρου· ή

β)

θέσπιση κάθε άλλου ειδικού εκτελεστικού μέτρου που κρίνεται κατάλληλο υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις για να επιτύχει τη συμμόρφωση της Ένωσης προς τις συστάσεις και τις αποφάσεις που περιλαμβάνονται στην έκθεση.

[…]

3.   Αν κριθεί σκόπιμο να διενεργηθεί επανεξέταση, πριν ή κατά τη λήψη οποιουδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, την επανεξέταση αυτή την ξεκινά η Επιτροπή. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη εφόσον αποφασίσει να αρχίσει έρευνα.»

18

Το άρθρο 3 του ως άνω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό αρχίζουν να παράγουν αποτελέσματα από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος τους και δεν χρησιμεύουν ως βάση για την επιστροφή δασμών που έχουν εισπραχθεί πριν από την ημερομηνία αυτή, εκτός αν άλλως ορίζεται.»

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/1578

19

Στις 18 Σεπτεμβρίου 2017 η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2017/1578 για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1194/2013 του Συμβουλίου για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές βιοντίζελ, καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας (ΕΕ 2017, L 239, σ. 9).

20

Ο εκτελεστικός κανονισμός 2017/1578 εκδόθηκε μεταξύ άλλων σε συνέχεια της εγκριθείσας στις 26 Οκτωβρίου 2016 από το DSB του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) στη διαφορά ΕΕ – Βιοντίζελ (Αργεντινή) έκθεσης της ειδικής ομάδας, η οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η Ένωση, επιβάλλοντας δασμούς αντιντάμπινγκ στο βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής, είχε ενεργήσει κατά τρόπο ασυμβίβαστο με το δίκαιο του ΠΟΕ. Ο εν λόγω εκτελεστικός κανονισμός, όπως προκύπτει από την αιτιολογική του σκέψη 12, «επιδιώκει να διορθώσει τις πτυχές του [επίμαχου] κανονισμού που δεν συνάδουν με τους κανόνες του ΠΟΕ και να επιτύχει τη συμμόρφωσή του με [την έκθεση της ειδικής ομάδας και την έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου].

21

Οι αιτιολογικές σκέψεις 130, 134 και 135 του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού είχαν ως εξής:

«(130)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η παρούσα επανεξέταση κινήθηκε βάσει του εξουσιοδοτικού κανονισμού του ΠΟΕ για τον σκοπό της εφαρμογής των πορισμάτων και των συστάσεων της ειδικής ομάδας και του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου στη διαφορά Ευρωπαϊκή Ένωση — Μέτρα αντιντάμπινγκ για το βιοντίζελ από την Αργεντινή (WT/DS 473/15). Η επανεξέταση περιορίζεται, συνεπώς, στα ζητήματα ενώπιον του ΠΟΕ και πιθανές συνακόλουθες και/ή τεχνικές αλλαγές που απορρέουν από αυτές. Για τον λόγο αυτό, κανένας από τους ισχυρισμούς της Wilmar[, παραγωγού-εξαγωγέα από την Ινδονησία,] δεν είναι παραδεκτός. Επιπλέον, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι ένας παρόμοιος ισχυρισμός σχετικά με το περιθώριο κέρδους είχε γίνει από την Wilmar ήδη κατά την αρχική έρευνα και απορρίφθηκε σε αυτήν (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 43 έως 46 του [επίμαχου] κανονισμού […]). Μετά την κοινοποίηση, ο συνεργαζόμενος αργεντινός παραγωγός-εξαγωγέας COFCO Argentina SA (παλαιότερα γνωστός ως Noble Argentina SA) υπέβαλε αίτηση ώστε η εταιρεία να θεωρηθεί “νέα” και να συμπεριληφθεί στον κατάλογο των εταιρειών με ατομικούς δασμολογικούς συντελεστές στις “άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες”.

[…]

(134)

Με βάση την παραπάνω επανεκτίμηση [η οποία άρχισε βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/476], η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι επιβεβαιώθηκε το επιζήμιο ντάμπινγκ που προσδιορίστηκε στην αρχική έρευνα.

(135)

Τα εφαρμοστέα μέτρα αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας που επιβλήθηκαν με τον [επίμαχο] κανονισμό […] θα πρέπει, συνεπώς, να διατηρηθούν και τα αναθεωρημένα περιθώρια ντάμπινγκ για την Αργεντινή θα πρέπει να υπολογιστούν εκ νέου, όπως αναφέρεται ανωτέρω.»

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/1570

22

Οι αιτιολογικές σκέψεις 89 έως 94 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/1570 της Επιτροπής, της 18ης Οκτωβρίου 2018, για την περάτωση της διαδικασίας σχετικά με τις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας και την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1194/2013 (ΕΕ 2018, L 262, σ. 40) έχουν ως εξής:

«(89)

Η Επιτροπή συμπεραίνει ότι δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί ότι υπάρχει πραγματική και ουσιαστική αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών από την Αργεντινή που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, δεδομένης της σημασίας των άλλων παραγόντων που συνέβαλαν στην πρόκληση της ζημίας.

(90)

Μία εταιρεία, η COFCO Argentina […], παρουσιάστηκε μετά τη δημοσίευση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2017/1578, υποστηρίζοντας ότι πληροί και τα τρία κριτήρια για νέους παραγωγούς-εξαγωγείς που ορίζονται στο άρθρο 3 του [επίμαχου] κανονισμού και παρέσχε αποδεικτικά στοιχεία. Η Επιτροπή ανέλυσε το αίτημα και τα στοιχεία. Ωστόσο, υπό το πρίσμα των αποτελεσμάτων της έρευνας που επανεκκινήθηκε, το αίτημα κατέστη άνευ αντικειμένου.

[…]

(91)

Η έρευνα θα πρέπει να περατωθεί i) δεδομένου ότι τα περιθώρια ντάμπινγκ από την Ινδονησία είναι ελάχιστα και ii) λόγω του ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι υφίσταται πραγματική και ουσιαστική αιτιώδης σχέση μεταξύ των εισαγωγών από την Αργεντινή που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, όπως απαιτείται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 7 του […] κανονισμού [(ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21)]. Αυτό σημαίνει ότι τα υφιστάμενα μέτρα που εξακολουθούν να ισχύουν για τους παραγωγούς-εξαγωγείς από την Αργεντινή και την Ινδονησία που δεν είχαν προσβάλει με επιτυχία τα μέτρα αντιντάμπινγκ ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου θα πρέπει να καταργηθούν. Συνεπώς, για λόγους σαφήνειας και ασφάλειας δικαίου, θα πρέπει να καταργηθεί ο [επίμαχος] κανονισμός […].

(92)

Οι οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ που καταβλήθηκαν δυνάμει του [επίμαχου] κανονισμού […] στις εισαγωγές βιοντίζελ από την Αργεντινή και την Ινδονησία και οι προσωρινοί δασμοί που έχουν εισπραχθεί οριστικά σύμφωνα με το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού θα πρέπει να επιστραφούν ή να διαγραφούν στον βαθμό που αφορούν εισαγωγές βιοντίζελ που πωλήθηκαν προς εξαγωγή στην Ένωση από τις εταιρείες που προσέβαλαν επιτυχώς τον εν λόγω κανονισμό ενώπιον του Δικαστηρίου, δηλαδή, τους Αργεντινούς παραγωγούς-εξαγωγείς Unitec Bio SA, Molinos Rio de la Plata SA, Oleaginosa Moreno Hermanos SACIFI y A, Vicentin SAIC, Aceitera General Deheza SA, Bunge Argentina SA, Cargill SACI, Louis Dreyfus Commodities SA (LDC Argentina SA) και τους Ινδονήσιους παραγωγούς-εξαγωγείς PT Pelita Agung Agrindustri, PT Ciliandra Perkasa, PT Wilmar Bioenergi Indonesia, PT Wilmar Nabati Indonesia, PT Perindustrian dan Perdagangan Musim Semi Mas (PT Musim Mas). Για την επιστροφή ή τη διαγραφή υποβάλλεται αίτηση από τις εθνικές τελωνειακές αρχές σύμφωνα με την ισχύουσα τελωνειακή νομοθεσία.

(93)

Μετά την κοινοποίηση, η PT Cermerlang Energi Perkasa ισχυρίστηκε ότι η επιστροφή και η διαγραφή των δασμών αντιντάμπινγκ θα πρέπει να προσφερθούν σε όλες τις εταιρείες στις οποίες είχαν επιβληθεί τέτοιοι δασμοί και όχι μόνο στις εταιρείες εκείνες που είχαν επιτυχώς προσφύγει στο Δικαστήριο κατά του [επίμαχου] κανονισμού. Υποστηρίζει επίσης ότι θα πρέπει να καταργηθούν όχι μόνο ο [επίμαχος] κανονισμός […] αλλά και ο εκτελεστικός κανονισμός 2017/1578.

(94)

Πρώτον, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι ο εκτελεστικός κανονισμός 2017/1578 τροποποίησε μόνο τον [επίμαχο] κανονισμό […]. Επειδή καταργείται ο τελευταίος κανονισμός, ο τροποποιητικός κανονισμός παύει να έχει νομικό αποτέλεσμα. Συνεπώς, δεν υπάρχει ανάγκη να καταργηθεί ρητώς και ο εν λόγω κανονισμός. Δεύτερον, η ακύρωση του [επίμαχου] κανονισμού […] από το Γενικό Δικαστήριο εφαρμόζεται μόνο στις εταιρείες εκείνες που προσέφυγαν κατά του κανονισμού ενώπιον του Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, οι δασμοί αντιντάμπινγκ που έχουν επιβληθεί σε άλλες εταιρείες έχουν εισπραχθεί νομίμως βάσει του ενωσιακού δικαίου. […]»

23

Το άρθρο 1 του κανονισμού 2018/1570 ορίζει ότι «[π]ερατώνεται η διαδικασία αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές μονοαλκυλεστέρων λιπαρών οξέων και/ή παραφινικών πετρελαίων εσωτερικής καύσης (gas oils) που προέρχονται από σύνθεση και/ή υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, σε καθαρή μορφή ή σε μορφή μείγματος καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας, που επί του παρόντος υπάγονται στους κωδικούς […] (“βιοντίζελ”)».

24

Το άρθρο 3 του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι «[ο] [επίμαχος] κανονισμός […] καταργείται».

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

25

Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης Vitol είναι ελβετική εταιρία η οποία είναι ανεξάρτητος εισαγωγέας βιοντίζελ. Ούτε στον επίμαχο κανονισμό ούτε στον εκτελεστικό κανονισμό 2017/1578 γίνεται μνεία της εταιρίας αυτής. Ωστόσο, η αργεντινή εταιρία COFCO Argentina η οποία προμηθεύει βιοντίζελ την προσφεύγουσα της κύριας δίκης μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 130 του εκτελεστικού κανονισμού 2017/1578 και συμπεριλήφθηκε, στον κατάλογο εταιριών με ατομικούς δασμολογικούς συντελεστές, στις «άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες».

26

Στις 6 Μαρτίου 2018 η βελγική εταιρία BVBA Vandevyver υπέβαλε στο όνομα της προσφεύγουσας της κύριας δίκης δύο διασαφήσεις για την εισαγωγή βιοντίζελ από την Αργεντινή, εκ των οποίων μόνο μία είναι επίδικη στη διαφορά της κύριας δίκης. Στο πλαίσιο της επίδικης διασάφησης, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης κατέβαλε, βάσει του επίμαχου κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 2017/1578, δασμούς αντιντάμπινγκ ποσού 1272023,58 ευρώ.

27

Στις 3 Απριλίου 2018 η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υπέβαλε στις αρμόδιες εθνικές αρχές αίτηση επιστροφής των δασμών αντιντάμπινγκ που είχε καταβάλει. Με απόφαση της 22ας Ιουνίου 2018, η αίτηση αυτή απορρίφθηκε. Στις 20 Σεπτεμβρίου 2018 η προσφεύγουσα της κύριας δίκης άσκησε κατά της απόφασης της 22ας Ιουνίου 2018 διοικητική ένσταση η οποία απορρίφθηκε με απόφαση της 21ης Μαΐου 2019. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης η προσφεύγουσα άσκησε διοικητική προσφυγή ενώπιον του adviseur-generaal (γενικού συμβούλου, Βέλγιο) η οποία επίσης απορρίφθηκε στις 25 Αυγούστου 2020.

28

Στις 13 Νοεμβρίου 2020 η προσφεύγουσα της κύριας δίκης άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Στο πλαίσιο αυτό, ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο σχετικά με τη συμβατότητα του επίμαχου κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 2017/1578, με τον τότε ισχύοντα βασικό κανονισμό.

29

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι μόνον στην περίπτωση κατά την οποία μπορεί να θεωρηθεί ότι ένα πρόσωπο θα μπορούσε, πέραν πάσης αμφιβολίας, να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή κατά ορισμένης πράξης, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το πρόσωπο αυτό εμποδίζεται να επικαλεστεί το ανίσχυρο της πράξης αυτής ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου. Μολονότι το Δικαστήριο προβαίνει κατ’ αρχήν στον έλεγχο αυτό στο πλαίσιο της προδικαστικής απόφασης, ουδόλως κωλύεται το αιτούν δικαστήριο να προβεί σε οριακό έλεγχο εξετάζοντας το ζήτημα της αναγκαιότητας υποβολής προδικαστικού ερωτήματος. Πλην όμως, βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή του, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι δεν μπορεί να διαπιστωθεί ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης θα μπορούσε, πέραν πάσης αμφιβολίας, να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά του επίμαχου κανονισμού δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

30

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, δεύτερον, ότι το αν είναι ακόμη δυνατή η αμφισβήτηση του κύρους του επίμαχου κανονισμού, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 2017/1578, και το κατά πόσον μπορεί ενδεχομένως να τεθεί ζήτημα κύρους έχουν σημασία για την έκδοση απόφασης επί της υποθέσεως της κύριας δίκης. Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι, εν προκειμένω και βάσει όσων εκθέτει η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, πιθανολογείται η αντίθεση προς τον βασικό κανονισμό των δασμών αντιντάμπινγκ που προβλέπει ο επίμαχος κανονισμός. Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει συναφώς στις αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2016 και επισημαίνει ότι η τυχόν αντίθεση του επίμαχου κανονισμού προς τον βασικό κανονισμό δεν αναιρείται ούτε από τον εκτελεστικό κανονισμό 2017/1578, που μείωσε τους δασμούς αντιντάμπινγκ, ούτε από τον εκτελεστικό κανονισμό 2018/1570, που κατάργησε τον επίμαχο κανονισμό.

31

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Nederlandstalige rechtbank van eerste aanleg Brussel (ολλανδόφωνο πρωτοδικείο Βρυξελλών, Βέλγιο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιβαίνει στον βασικό κανονισμό […] ο [επίμαχος] κανονισμός […], όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 2017/1578, μεταξύ άλλων λόγω του ότι:

δεν διαπιστώθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις προκειμένου, κατά τον υπολογισμό της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος, να μη ληφθούν υπόψη, βάσει του κανόνα του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, οι δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και πώληση του εν λόγω προϊόντος, όπως αυτές αποτυπώνονταν στα λογιστικά βιβλία των ελεγχθέντων Αργεντινών παραγωγών-εξαγωγέων,

οι επιπτώσεις των εισαγωγών εσφαλμένως αξιολογήθηκαν σωρευτικώς σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού και κατά συνέπεια δεν αποδείχθηκε επαρκώς, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού, η ύπαρξη εισαγωγών οι οποίες αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και προξένησαν ζημία,

και ως εκ τούτου δεν υφίστατο πρακτική ντάμπινγκ και δεν ήταν δυνατό να επιβληθεί δασμός αντιντάμπινγκ δυνάμει του άρθρου 1 του βασικού κανονισμού;»

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

32

Το παραδεκτό της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, η οποία έχει ως αντικείμενο την εκτίμηση του κύρους του επίμαχου κανονισμού, αμφισβητείται από δύο απόψεις. Αφενός, λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων της Βελγικής και της Ελληνικής Κυβέρνησης, καθώς και του Συμβουλίου, τίθεται το ζήτημα αν η προσφεύγουσα της κύριας δίκης μπορεί να αμφισβητήσει τον επίμαχο κανονισμό, μολονότι δεν άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά αυτού. Αφετέρου, λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων που διατύπωσε ειδικά η Επιτροπή, πρέπει να κριθεί αν το αιτούν δικαστήριο εκθέτει επαρκώς τους λόγους για τους οποίους το ζήτημα του κύρους του επίμαχου κανονισμού είναι κρίσιμο εν προκειμένω.

Επί της ενεργητικής νομιμοποίησης για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά του επίμαχου κανονισμού, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ

33

Με τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν στο Δικαστήριο, η Βελγική και η Ελληνική Κυβέρνηση καθώς και το Συμβούλιο διατυπώνουν αμφιβολίες σχετικά με το παραδεκτό της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως υπό το πρίσμα των αποφάσεων της 9ης Μαρτίου 1994, TWD Textilwerke Deggendorf (C‑188/92, EU:C:1994:90), και της 15ης Φεβρουαρίου 2001, Nachi Europe (C‑239/99, EU:C:2001:101), για τον λόγο ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης θα μπορούσε, πέραν πάσης αμφιβολίας, να έχει ασκήσει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης προσφυγή ακυρώσεως κατά του επίμαχου κανονισμού, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

34

Ως προς το ζήτημα αυτό, κατά τη νομολογία, η δυνατότητα διαδίκου να προβάλει, στο πλαίσιο προσφυγής ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, την ακυρότητα διατάξεων που περιέχονται σε πράξη της Ένωσης η οποία αποτελεί το έρεισμα εθνικής διοικητικής αποφάσεως που εκδόθηκε εις βάρος του, προϋποθέτει είτε ότι άσκησε επίσης, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω πράξεως της Ένωσης εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας είτε ότι δεν άσκησε τέτοια προσφυγή διότι δεν είχε, πέραν πάσης αμφιβολίας, το σχετικό δικαίωμα (αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2018, Georgsmarienhütte κ.λπ., C‑135/16, EU:C:2018:582, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Vítkovice Steel, C‑524/20, EU:C:2021:1048, σκέψη 59).

35

Συνεπώς, μόνον στην περίπτωση κατά την οποία μπορεί να θεωρηθεί ότι ένα πρόσωπο θα μπορούσε, πέραν πάσης αμφιβολίας, να ασκήσει παραδεκτώς, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, ευθεία προσφυγή ακυρώσεως ορισμένης πράξης της Ένωσης, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το πρόσωπο αυτό εμποδίζεται να επικαλεστεί το ανίσχυρο της πράξης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και, κατά συνέπεια, να ζητήσει από αυτά να υποβάλουν στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα, βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Επομένως, εάν υπάρχουν αμφιβολίες ως προς το αν οι επίμαχες διατάξεις αφορούν άμεσα και ατομικά τον συγκεκριμένο διάδικο, δεν μπορεί να προβληθεί η ένσταση απαραδέκτου βάσει της νομολογίας που μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης.

36

Εν προκειμένω, όσον αφορά, κατ’ αρχάς, το ζήτημα αν η προσφεύγουσα της κύριας δίκης είχε προδήλως τη δυνατότητα να ασκήσει, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, προσφυγή βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τελευταίο σκέλος της περιόδου, ΣΛΕΕ, κατά του επίμαχου κανονισμού, καθόσον αυτός αποτελούσε κανονιστική πράξη η οποία την αφορούσε άμεσα και για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνταν εκτελεστικά μέτρα κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, αρκεί η διαπίστωση ότι η καταβολή των δασμών αντιντάμπινγκ της επιβλήθηκε με την απόφαση της 22ας Ιουνίου 2018. Πράγματι, το αν τα μέτρα που λαμβάνονται στο εθνικό επίπεδο έχουν διεκπεραιωτικό χαρακτήρα δεν έχει σημασία όσον αφορά τη διαπίστωση του αν για την εφαρμογή ορισμένης πράξης απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα (πρβλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2018, Internacional de Productos Metálicos κατά Επιτροπής, C‑145/17 P, EU:C:2018:839, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι πρόδηλο ότι για την εφαρμογή του επίμαχου κανονισμού δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης (πρβλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2021, Von Aschenbach & Voss, C‑708/19, EU:C:2021:190, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37

Υπό τις συνθήκες αυτές, ένας εισαγωγέας, όπως η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, δεν θα έχει τη δυνατότητα να προβάλει το ανίσχυρο του επίμαχου κανονισμού ενώπιον εθνικού δικαστηρίου μόνον εφόσον μπορεί να θεωρηθεί ότι ο εν λόγω κανονισμός τον αφορά, πέραν πάσης αμφιβολίας, άμεσα και ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

38

Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι κανονισμοί περί επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ έχουν κανονιστικό χαρακτήρα, καθόσον εφαρμόζονται στο σύνολο των ενδιαφερόμενων επιχειρηματιών (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2021, Von Aschenbach & Voss, C‑708/19, EU:C:2021:190, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39

Εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ένας κανονισμός με τον οποίο επιβάλλεται δασμός αντιντάμπινγκ μπορεί να αφορά ορισμένο επιχειρηματία άμεσα και ατομικά (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2021, Von Aschenbach & Voss, C‑708/19, EU:C:2021:190, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40

Όσον αφορά, πρώτον, το ζήτημα αν ο επίμαχος κανονισμός αφορούσε άμεσα την προσφεύγουσα της κύριας δίκης, δεν αμφισβητείται ότι ο κανονισμός αυτός επηρέασε άμεσα τη νομική της κατάσταση, καθόσον αποτέλεσε τη νομική βάση του επιβληθέντος σε βάρος της δασμού αντιντάμπινγκ.

41

Όσον αφορά, δεύτερον, το ζήτημα αν ο επίμαχος κανονισμός αφορούσε ατομικά την προσφεύγουσα της κύριας δίκης, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει προσδιορίσει ορισμένες κατηγορίες επιχειρηματιών τους οποίους μπορεί να αφορά ατομικά ένας κανονισμός περί επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ, με την επιφύλαξη ότι ο εν λόγω κανονισμός μπορεί να αφορά ατομικά και άλλους επιχειρηματίες, λόγω ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους τα οποία τους εξατομικεύουν σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2021, Von Aschenbach & Voss, C‑708/19, EU:C:2021:190, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42

Ειδικότερα, ένας κανονισμός περί επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ μπορεί να αφορά ατομικά, πρώτον, τους παραγωγούς και τους εξαγωγείς του επίμαχου προϊόντος στους οποίους καταλογίζονται οι πρακτικές ντάμπινγκ βάσει στοιχείων της εμπορικής τους δραστηριότητας, δεύτερον, τους εισαγωγείς του εν λόγω προϊόντος των οποίων οι τιμές μεταπωλήσεως ελήφθησαν υπόψη για την κατασκευή των τιμών εξαγωγής και τους οποίους, επομένως, αφορούν οι διαπιστώσεις σχετικά με την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ και, τρίτον, τους εισαγωγείς που συνδέονται με εξαγωγείς του επίμαχου προϊόντος, ιδίως στην περίπτωση που η τιμή εξαγωγής έχει υπολογιστεί βάσει των τιμών μεταπωλήσεως στην αγορά της Ένωσης που εφαρμόζουν οι εισαγωγείς αυτοί και στην περίπτωση που ο ίδιος ο δασμός αντιντάμπινγκ έχει υπολογιστεί σε συνάρτηση με αυτές τις τιμές μεταπωλήσεως (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2021, Von Aschenbach & Voss, C‑708/19, EU:C:2021:190, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43

Επομένως, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι ορισμένο πρόσωπο έχει την ιδιότητα του εισαγωγέα δεν αρκεί, αυτό καθεαυτό, για να θεωρηθεί ότι ένας κανονισμός περί επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ το αφορά ατομικά. Πράγματι, ένας εισαγωγέας, ακόμη και όταν αυτός συνδέεται με τους εξαγωγείς του επίμαχου προϊόντος, θίγεται ατομικώς μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι στοιχεία που αφορούν την εμπορική δραστηριότητά του ελήφθησαν υπόψη για να διαπιστωθούν οι πρακτικές του ντάμπινγκ ή, αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, εφόσον έχει άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία τον εξατομικεύουν σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2021, Von Aschenbach & Voss, C‑708/19, EU:C:2021:190, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44

Επίσης, μολονότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ένας κανονισμός περί επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ να θεωρηθεί ότι αφορά ατομικά έναν εισαγωγέα του επίμαχου προϊόντος, εντούτοις ο εισαγωγέας θα πρέπει επιπλέον να αποδείξει την ύπαρξη ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τα οποία τον εξατομικεύουν σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο.

45

Πλην όμως, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή του, δεν μπορεί να διαπιστωθεί ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης είχε, πέραν πάσης αμφιβολίας, το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

46

Πράγματι, εν προκειμένω, κατ’ αρχάς, δεν αποδείχθηκε ότι στοιχεία που αφορούν την εμπορική δραστηριότητα της προσφεύγουσας της κύριας δίκης ελήφθησαν υπόψη για να διαπιστωθούν πρακτικές ντάμπινγκ. Μεταξύ άλλων δεν αποδείχθηκε ότι οι τιμές μεταπωλήσεως που ενδεχομένως εφάρμοζε η προσφεύγουσα της κύριας δίκης ελήφθησαν υπόψη για την κατασκευή των τιμών εξαγωγής και ότι, επομένως, την αφορούν οι διαπιστώσεις σχετικά με την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ.

47

Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν συμμετείχε στη διοικητική διαδικασία που κατέληξε στην επιβολή του δασμού αντιντάμπινγκ, όπως μεταξύ άλλων συνέβαινε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 10ης Μαρτίου 2021, Von Aschenbach & Voss (C‑708/19, EU:C:2021:190).

48

Τέλος, μολονότι είναι ακριβές ότι στον εκτελεστικό κανονισμό 2017/1578 (αιτιολογική σκέψη 130) και στον εκτελεστικό κανονισμό 2018/1570 (αιτιολογική σκέψη 90) γίνεται ονομαστική μνεία της αργεντίνικης εταιρίας που προμήθευε βιοντίζελ την προσφεύγουσα της κύριας δίκης, ήτοι της COFCO Argentina, οι μνείες αυτές δεν είναι εντούτοις ικανές να εξατομικεύσουν την προσφεύγουσα της κύριας δίκης κατά τρόπον ώστε να θεωρηθεί, όπως απαιτεί η νομολογία, ότι, πέραν πάσης αμφιβολίας, νομιμοποιούνταν ενεργητικώς για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

49

Ως προς το ζήτημα αυτό, δεν έχει σημασία ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης θα μπορούσε, ενδεχομένως, να έχει παρέμβει υπέρ της προσφυγής ακυρώσεως που άσκησε ο συνδεδεμένος με αυτήν παραγωγός. Πράγματι, η ύπαρξη της δυνατότητας αυτής δεν αποδεικνύει ότι ο επίμαχος κανονισμός αφορά, πέραν πάσης αμφιβολίας, ατομικά την προσφεύγουσα της κύριας δίκης.

50

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Vitol νομιμοποιούνταν, πέραν πάσης αμφιβολίας, να ασκήσει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης προσφυγή ακυρώσεως κατά του επίμαχου κανονισμού, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

Επί του ζητήματος αν τα εκτιθέμενα στην απόφαση περί παραπομπής στοιχεία αρκούν για να αμφισβητηθεί το κύρος του επίμαχου κανονισμού

51

Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως υποστηρίζοντας ότι το αιτούν δικαστήριο δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους διερωτάται ως προς το κύρος του επίμαχου κανονισμού.

52

Υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το πνεύμα συνεργασίας το οποίο πρέπει να πρυτανεύει στη λειτουργία της προδικαστικής παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εκθέτει, με την απόφαση περί παραπομπής, τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους κρίνει ότι είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς η απάντηση στα ερωτήματά του ως προς την ερμηνεία ή το κύρος ορισμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 4ης Μαΐου 2016, Philip Morris Brands κ.λπ., C‑547/14, EU:C:2016:325, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53

Συνεπώς, είναι σημαντικό το αιτούν δικαστήριο να παραθέτει ειδικότερα τους ακριβείς λόγους για τους οποίους διερωτάται ως προς το κύρος ορισμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης και να εκθέτει τους λόγους ανισχύρου οι οποίοι, συνακόλουθα, θεωρεί ότι μπορούν να γίνουν δεκτοί (απόφαση της 4ης Μαΐου 2016, Philip Morris Brands κ.λπ., C‑547/14, EU:C:2016:325, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η απαίτηση αυτή απορρέει και από το άρθρο 94, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

54

Στο ως άνω πλαίσιο πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις αποφάσεις περί παραπομπής πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα όχι μόνο στο Δικαστήριο να δίδει λυσιτελείς απαντήσεις, αλλά και στις κυβερνήσεις των κρατών μελών και στους λοιπούς ενδιαφερομένους να υποβάλλουν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο Δικαστήριο απόκειται να μεριμνά για τη διασφάλιση της δυνατότητας αυτής, λαμβανομένου υπόψη ότι, δυνάμει της προαναφερθείσας διατάξεως, μόνον οι αποφάσεις περί παραπομπής κοινοποιούνται στους ενδιαφερομένους (απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, Universiteit Antwerpen κ.λπ., C‑265/20, EU:C:2022:361, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει, αφενός, ότι, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, το Δικαστήριο εξετάζει το κύρος πράξης της Ένωσης ή ορισμένων διατάξεων αυτής υπό το πρίσμα των λόγων ανισχύρου που παρατίθενται στην απόφαση περί παραπομπής. Αφετέρου, η παντελής έλλειψη μνείας των συγκεκριμένων λόγων για τους οποίους το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις ως προς το κύρος της οικείας πράξης ή των οικείων διατάξεων συνεπάγεται το απαράδεκτο των ερωτημάτων που αφορούν το κύρος τους (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 4ης Μαΐου 2016, Philip Morris Brands κ.λπ., C‑547/14, EU:C:2016:325, σκέψη 50).

56

Εν προκειμένω, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιέχει επαρκείς ενδείξεις όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους το αιτούν δικαστήριο ζήτησε διευκρινίσεις από το Δικαστήριο σχετικά με το κύρος του επίμαχου κανονισμού. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται ειδικότερα στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο στις αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, σύμφωνα με τα οποία, κατά τον υπολογισμό στο πλαίσιο του επίμαχου κανονισμού της κανονικής αξίας του βιοντίζελ που παραγόταν στην Αργεντινή και την Ινδονησία, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν θα έπρεπε να είχαν υιοθετήσει την άποψη ότι τα λογιστικά βιβλία των Αργεντινών και Ινδονησίων παραγωγών-εξαγωγέων δεν αποτύπωναν κατά τρόπο εύλογο την τιμή των πρώτων υλών και δεν θα έπρεπε, συνεπώς, να αγνοήσουν τα εν λόγω λογιστικά βιβλία κατά τον υπολογισμό της κανονικής αξίας. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στο ότι ο εκτελεστικός κανονισμός 2017/1578 δεν διόρθωσε τα νομικώς εσφαλμένα συμπεράσματα που βάρυναν εξαρχής τον επίμαχο κανονισμό όσον αφορά τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ.

57

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα. Εξάλλου, οι ανωτέρω ενδείξεις έδωσαν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να λάβει λυσιτελώς θέση επί της ουσίας του προδικαστικού ερωτήματος που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο.

58

Το γεγονός ότι το ερώτημα προκύπτει, κατά τη διατύπωση που χρησιμοποίησε η Επιτροπή, λόγω παρανόησης όσον αφορά το περιεχόμενο των αποφάσεων της 15ης Σεπτεμβρίου 2016 αφορά το ουσιαστικό ζήτημα της εκτίμησης του κύρους του επίμαχου κανονισμού.

59

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

60

Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν ο επίμαχος κανονισμός, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 2017/1578, είναι ανίσχυρος λόγω παραβάσεως του βασικού κανονισμού.

61

Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν ο επίμαχος κανονισμός, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 2017/1578, πρώτον, αντιβαίνει στο άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού κατά το μέτρο που, στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος, δεν διαπιστώθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις προκειμένου να μη ληφθούν υπόψη οι δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και πώληση του επίμαχου προϊόντος, όπως αυτές αποτυπώνονται στα λογιστικά βιβλία των ελεγχθέντων Αργεντινών παραγωγών-εξαγωγέων. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, δεύτερον, αν ο επίμαχος κανονισμός, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 2017/1578, αντιβαίνει στον βασικό κανονισμό κατά το μέτρο που οι επιπτώσεις των εισαγωγών αξιολογήθηκαν σωρευτικώς, κατά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, και, κατά συνέπεια, δεν αποδείχθηκε επαρκώς ότι οι εισαγωγές αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ που προξένησε ζημία στη βιομηχανία της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού.

62

Εισαγωγικά, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών και πολιτικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάσουν (απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2021, eurocylinder systems, C‑324/19, EU:C:2021:94, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

63

Ο δικαστικός έλεγχος της ασκήσεως μιας τέτοιας εξουσίας πρέπει, τόσο στο πλαίσιο προσφυγής βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ όσο και στο πλαίσιο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως για την εκτίμηση του κύρους η οποία υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, να περιορίζεται στην εξακρίβωση ότι τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας, ότι είναι ακριβή τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων πραγματοποιήθηκε η αμφισβητούμενη επιλογή και ότι δεν υφίσταται πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή κατάχρηση εξουσίας (απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2021, eurocylinder systems, C‑324/19, EU:C:2021:94, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

64

Η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που έχουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στον τομέα της εμπορικής πολιτικής δεν θίγεται από έλεγχο που περιορίζεται στην εξέταση του αν τα στοιχεία επί των οποίων τα θεσμικά όργανα στηρίζουν τις διαπιστώσεις τους δύνανται να τεκμηριώσουν τα εντεύθεν αντλούμενα συμπεράσματα (πρβλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 68).

65

Εν προκειμένω, οι λόγοι για τους οποίους το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σχετικά με το κύρος του επίμαχου κανονισμού, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 2017/1578, στηρίζονται κατ’ ουσίαν στις κρίσεις που διέλαβε το Γενικό Δικαστήριο στις αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2016 και στις διαπιστώσεις που έγιναν μετά από την επανέναρξη, τον Μάιο του 2018, της έρευνας αντιντάμπινγκ σχετικά με τα επίμαχα προϊόντα.

66

Όσον αφορά, πρώτον, το ζήτημα αν ο επίμαχος κανονισμός, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 2017/1578, αντιβαίνει στο άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, υπενθυμίζεται ότι η διάταξη αυτή επιτρέπει να μη ληφθούν υπόψη οι δαπάνες που αποτυπώνονται στα λογιστικά βιβλία των ελεγχθέντων παραγωγών-εξαγωγέων για τον υπολογισμό της «κανονικής αξίας» του ομοειδούς προϊόντος, βάσει της οποίας διαπιστώνεται αν υπάρχει ντάμπινγκ κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.

67

Πλην όμως, όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, δεν αποδείχθηκε με τον επίμαχο κανονισμό, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 2017/1578, ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος.

68

Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται ιδίως από τις αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, οι οποίες εκδόθηκαν επί προσφυγών ακυρώσεως που ασκήθηκαν από ορισμένους Αργεντινούς και Ινδονήσιους παραγωγούς-εξαγωγείς. Αφού εξέτασε τις υποθέσεις, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, κατ’ ουσίαν, ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν απέδειξαν επαρκώς κατά νόμον ότι υπήρχε αισθητή στρέβλωση των τιμών των κύριων πρώτων υλών που χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγή βιοντίζελ στην Αργεντινή και την Ινδονησία ως αποτέλεσμα ενός συστήματος διαφοροποιημένης φορολόγησης των εξαγωγών βάσει του οποίου εφαρμόζονταν διαφορετικοί φορολογικοί συντελεστές στις πρώτες ύλες και στο βιοντίζελ.

69

Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα θεσμικά όργανα δεν θα έπρεπε να είχαν υιοθετήσει την άποψη ότι τα λογιστικά βιβλία των Αργεντινών και Ινδονησίων παραγωγών-εξαγωγέων δεν αποτύπωναν κατά τρόπο εύλογο την τιμή των πρώτων υλών και δεν θα έπρεπε να αγνοήσουν τα εν λόγω βιβλία κατά τον υπολογισμό της κανονικής αξίας του βιοντίζελ που παραγόταν στην Αργεντινή και την Ινδονησία. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τα άρθρα 1 και 2 του επίμαχου κανονισμού κατά το μέτρο που αφορούσαν τις εταιρίες που προσέβαλαν τον επίμαχο κανονισμό ενώπιόν του ασκώντας προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

70

Κατόπιν της απόφασης του Συμβουλίου να παραιτηθεί από τις αιτήσεις αναιρέσεως που άσκησε, στις υποθέσεις C‑602/16 P έως C‑609/16 P, κατά των αποφάσεων της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, οι εν λόγω υποθέσεις διαγράφηκαν από το πρωτόκολλο του Δικαστηρίου με διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 15ης και της 16ης Φεβρουαρίου 2018. Κατά συνέπεια, οι αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2016 κατέστησαν αμετάκλητες και έχουν ισχύ δεδικασμένου από την ημερομηνία δημοσίευσής τους, με τη διευκρίνιση ότι το απόλυτο δεδικασμένο που περιβάλλει την ακυρωτική απόφαση ενός δικαστηρίου της Ένωσης καλύπτει τόσο το διατακτικό της αποφάσεως όσο και το σκεπτικό που αποτελεί την απαραίτητη βάση του (απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017, British Airways κατά Επιτροπής, C‑122/16 P, EU:C:2017:861, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71

Μολονότι με τις αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2016 ο επίμαχος κανονισμός ακυρώθηκε μόνον κατά το μέτρο που αφορά τις προσφεύγουσες στις συγκεκριμένες υποθέσεις, σύμφωνα με την αρχή ότι το δεδικασμένο το οποίο παράγεται από αιτιολογία ακυρωτικής απόφασης δεν μπορεί να ισχύσει στην περίπτωση προσώπων που δεν ήταν διάδικοι στη δίκη και έναντι των οποίων ουδέν κρίθηκε με την απόφαση (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, Επιτροπή κατά AssiDomän Kraft Products κ.λπ., C‑310/97 P, EU:C:1999:407, σκέψη 55), πρέπει εντούτοις να συναχθούν όλες οι συνέπειες των διαπιστώσεων στις οποίες προέβησαν τόσο το Γενικό Δικαστήριο όσο και η ίδια η Επιτροπή κατόπιν ιδίως της επανέναρξης, τον Μάιο του 2018, της έρευνας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας.

72

Είναι σαφές ότι η ενέργεια του Συμβουλίου να μη λάβει υπόψη, στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος, το κόστος των κύριων πρώτων υλών που είχαν καταχωριστεί στα λογιστικά βιβλία των ελεγχθέντων παραγωγών-εξαγωγέων, λόγω της στρεβλώσεως των τιμών των εν λόγω πρώτων υλών που προκάλεσε το σύστημα διαφοροποιημένης φορολόγησης των εξαγωγών, και να το αντικαταστήσει με την τιμή αναφοράς, δεν ήταν σύμφωνη με το άρθρο 2, παράγραφος 5, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού.

73

Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 94 του εκτελεστικού κανονισμού 2018/1570, «η ακύρωση του [επίμαχου] κανονισμού […] από το Γενικό Δικαστήριο εφαρμόζεται μόνο στις εταιρείες εκείνες που προσέφυγαν κατά του κανονισμού ενώπιον του Δικαστηρίου [και] οι δασμοί αντιντάμπινγκ που έχουν επιβληθεί σε άλλες εταιρείες έχουν εισπραχθεί νομίμως βάσει του ενωσιακού δικαίου». Μια τέτοια διαπίστωση δεν επηρεάζει τη δυνατότητα ενός εθνικού δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου προσβάλλονται ατομικές πράξεις που έχουν εκδοθεί από τις εθνικές αρχές κατ’ εφαρμογήν του επίμαχου κανονισμού, να αμφισβητήσει το κύρος του επίμαχου κανονισμού στο πλαίσιο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, εφόσον δεν διαπιστώνεται ότι ο ενδιαφερόμενος θα μπορούσε, πέραν πάσης αμφιβολίας, να ασκήσει προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του επίμαχου κανονισμού.

74

Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα αν ο επίμαχος κανονισμός, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 2017/1578, αντιβαίνει στον βασικό κανονισμό για τον λόγο ότι οι επιπτώσεις των εισαγωγών εσφαλμένως αξιολογήθηκαν σωρευτικώς σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού και κατά συνέπεια δεν αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμον, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού, η ύπαρξη εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και προξένησαν ζημία κατά την έννοια του βασικού κανονισμού, πρέπει να ληφθεί υπόψη η επανέναρξη της έρευνας αντιντάμπινγκ για τα επίμαχα προϊόντα που κατέληξε στην έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού 2018/1570 και στην κατάργηση του επίμαχου κανονισμού, οι οποίες αμφότερες είναι μεταγενέστερες των επίμαχων πραγματικών περιστατικών στην κύρια δίκη.

75

Με τον εκτελεστικό κανονισμό 2018/1570, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, κατόπιν της επανέναρξης της έρευνας ιδίως σε συνέχεια των αποφάσεων της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, ότι όχι μόνον τα περιθώρια ντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές από την Ινδονησία ήταν ασήμαντα, αλλά επίσης ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι υφίσταται πραγματική και ουσιαστική αιτιώδης σχέση μεταξύ των εισαγωγών από την Αργεντινή που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της σημαντικής ζημίας που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης όπως απαιτείται δυνάμει του βασικού κανονισμού (αιτιολογικές σκέψεις 81 έως 89). Πράγματι, όταν το αποτέλεσμα των εισαγωγών από την Αργεντινή εξετάζεται ανεξάρτητα από εκείνο των εισαγωγών από την Ινδονησία, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη τέτοιας αιτιώδους σχέσης.

76

Υπό τις συνθήκες αυτές, προκύπτει ότι ο επίμαχος κανονισμός, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 2017/1578, είναι ανίσχυρος επειδή αντιβαίνει στον βασικό κανονισμό, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμον ότι οι εισαγωγές αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ που προξένησε ζημία στη βιομηχανία της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού.

77

Συνεπώς, πρέπει να συναχθούν όλες οι συνέπειες από τη διαπίστωση, που εκτίθεται ιδίως στη αιτιολογική σκέψη 91 του εκτελεστικού κανονισμού 2018/1570, ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι υφίσταται πραγματική και ουσιαστική αιτιώδης σχέση μεταξύ των εισαγωγών από την Αργεντινή που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της σημαντικής ζημίας που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης όπως απαιτείται δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού. Εξ αυτού συνάγεται κατ’ ανάγκην ότι δεν αποδείχθηκε δεόντως η ύπαρξη ζημίας που προκλήθηκε από ντάμπινγκ και ότι, κατά συνέπεια, δεν ήταν δυνατή η επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ, κατά την έννοια του άρθρου 1 του βασικού κανονισμού.

78

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι ο επίμαχος κανονισμός, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 2017/1578, είναι ανίσχυρος καθόσον δεν συνάδει προς τις απαιτήσεις του άρθρου 2, παράγραφος 5, και του άρθρου 3, παράγραφοι 4, 6 και 7, του βασικού κανονισμού.

Επί των δικαστικών εξόδων

79

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 1194/2013 του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2013, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές βιοντίζελ, καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2017/1578 της Επιτροπής, της 18ης Σεπτεμβρίου 2017, είναι ανίσχυρος καθόσον δεν συνάδει προς τις απαιτήσεις του άρθρου 2, παράγραφος 5, και του άρθρου 3, παράγραφοι 4, 6 και 7, του κανονισμού (ΕΕ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής [Ένωσης].

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.