ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 20ής Απριλίου 2023 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις οι οποίες συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Άρθρα 3 έως 6 – Κριτήρια εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας – Απαίτηση διαφάνειας – Σύμβαση ομαδικής ασφαλίσεως – Μόνιμη αναπηρία του καταναλωτή – Υποχρέωση ενημερώσεως – Μη γνωστοποίηση ρήτρας περιορισμού ή αποκλεισμού από την κάλυψη του ασφαλιζομένου κινδύνου»

Στην υπόθεση C‑263/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Supremo Tribunal de Justiça (Ανώτατο Δικαστήριο, Πορτογαλία) με απόφαση της 8ης Απριλίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Απριλίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Ocidental – Companhia Portuguesa de Seguros de Vida SA

κατά

LP,

παρισταμένης της:

Banco Comercial Português SA,

Banco de Investimento Imobiliário SA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. S. Rossi, πρόεδρο τμήματος, S. Rodin και O. Spineanu‑Matei (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η LP, εκπροσωπούμενη από την E. Abreu, advogada,

η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις P. Barros da Costa, L. Medeiros, A. Pimenta και A. Rodrigues,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις I. Melo Sampaio, I. Rubene και N. Ruiz García,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 3, του άρθρου 4, παράγραφος 2, και του άρθρου 5 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Ocidental – Companhia Portuguesa de Seguros de Vida SA (στο εξής: Ocidental), ασφαλιστικής εταιρίας με έδρα την Πορτογαλία, και της LP, καταναλώτριας, σχετικά με την άρνηση της πρώτης να καταβάλλει τις δόσεις συμβάσεως δανείου λόγω μόνιμης αναπηρίας της LP, ως ασφαλισμένης, λόγω της προβαλλόμενης ακυρότητας ή μη ισχύος της ασφαλιστικής συμβάσεως μεταξύ της Ocidental και της LP.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Κατά τη δέκατη έκτη και την εικοστή αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13:

«[εκτιμώντας ότι] κατά την εκτίμηση της καλής πίστης, πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στη διαπραγματευτική δύναμη εκατέρου των συμβαλλομένων, στο αν ο καταναλωτής παρακινήθηκε κατά οποιοδήποτε τρόπο να αποδεχθεί τη ρήτρα και αν η παροχή των αγαθών ή των υπηρεσιών έγινε κατόπιν ειδικής παραγγελίας του καταναλωτή· ότι αυτή η απαίτηση μπορεί να ικανοποιηθεί από τον επαγγελματία όταν συναλλάσσεται με έντιμο και δίκαιο τρόπο με τον αντισυμβαλλόμενο του οποίου οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα νόμιμα συμφέροντα·

[…]

[…] οι συμβάσεις πρέπει να συντάσσονται με σαφή και κατανοητό τρόπο· […] ο καταναλωτής πρέπει να έχει πράγματι την ευκαιρία να λάβει γνώση όλων των ρητρών και ότι σε περίπτωση αμφιβολίας πρέπει να υπερισχύσει η πιο ευνοϊκή ερμηνεία για τον καταναλωτή».

4

Το άρθρο 3 της οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.   Ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση.

[…]

3.   Το παράρτημα περιέχει ενδεικτικό και μη εξαντλητικό κατάλογο ρητρών που είναι δυνατόν να κηρυχθούν καταχρηστικές.»

5

Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας έχει ως ακολούθως:

«1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες οι κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.

2.   Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.»

6

Το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Στην περίπτωση συμβάσεων των οποίων όλες ή μερικές ρήτρες που προτείνονται στον καταναλωτή έχουν συνταχθεί εγγράφως, οι ρήτρες αυτές πρέπει να συντάσσονται πάντοτε με σαφή και κατανοητό τρόπο. Σε περίπτωση αμφιβολίας για την έννοια μιας ρήτρας, επικρατεί η ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή ερμηνεία. Αυτός ο ερμηνευτικός κανόνας δεν εφαρμόζεται στα πλαίσια των διαδικασιών που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2.»

7

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

8

Το παράρτημα της οδηγίας, με τίτλο «Ρήτρες που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 3», έχει ως εξής:

«1.   Ρήτρες που έχουν σκοπό ή αποτέλεσμα:

[…]

θ)

να συνάγουν αμετάκλητα την εκ μέρους του καταναλωτή αποδοχή ρητρών τις οποίες δεν είχε καμία πραγματική δυνατότητα να γνωρίζει πριν συνάψει τη σύμβαση·

[…]

[…]».

Το πορτογαλικό δίκαιο

Το νομοθετικό διάταγμα 176/95

9

Με τίτλο «Ομαδική ασφάλιση», το άρθρο 4 του Decreto-Lei no 176/95 (Estabelece regras de transparência para a opérdade seguradora e disposições relativas ao regime jurídico do contrato de seguro) (νομοθετικού διατάγματος 176/95 για τη θέσπιση κανόνων διαφάνειας στην ασφαλιστική δραστηριότητα και διατάξεων σχετικά με την ασφαλιστική σύμβαση), της 26ης Ιουλίου 1995 (Diário da República I, σειρά I-A, αριθ. 171, της 26ης Ιουλίου 1995, σ. 4740), ορίζει τα εξής:

«1.   Στην περίπτωση ομαδικής ασφαλίσεως, ο λήπτης της ασφαλίσεως υποχρεούται να ενημερώνει τους ασφαλισμένους για τις καλύψεις και τις εξαιρέσεις που έχουν συμφωνηθεί, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα σε περίπτωση επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου και για κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση που επέρχεται στον τομέα αυτόν, σύμφωνα με υπόδειγμα που καταρτίζει ο ασφαλιστής.

2.   Εναπόκειται στον λήπτη της ασφαλίσεως να αποδείξει ότι έχει παράσχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο.

3.   Στην περίπτωση ομαδικής ασφαλίσεως με συνεισφορά του ασφαλισμένου, εάν ο λήπτης της ασφαλίσεως παραβεί την υποχρέωση της παραγράφου 1, υποχρεούται να καταβάλει, με δικά του έξοδα, το μέρος του ασφαλίστρου που αντιστοιχεί στον ασφαλισμένο, χωρίς ο τελευταίος να χάνει κανένα είδος καλύψεως, μέχρις ότου αποδειχθεί η συμμόρφωση προς την ανωτέρω υποχρέωση.

4.   Η σύμβαση μπορεί να προβλέπει ότι ο ασφαλιστής αναλαμβάνει την υποχρέωση να ενημερώνει τους ασφαλισμένους της παραγράφου 1.

5.   Στην περίπτωση ομαδικής ασφαλίσεως, ο ασφαλιστής οφείλει να παρέχει στους ασφαλισμένους, εφόσον του ζητηθεί, όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την κατανόηση του πραγματικού περιεχομένου της συμβάσεως».

Το νομοθετικό διάταγμα 446/85

10

Με τίτλο «Γνωστοποίηση», το άρθρο 5 του Decreto-Lei no 446/85 (Institui o regime jurídico das cláusulas contratuais gerais) (νομοθετικού διατάγματος 446/85 για τη θέσπιση του νομικού καθεστώτος των γενικών συμβατικών ρητρών), της 25ης Οκτωβρίου 1985 (Diário da República I, σειρά I-A, αριθ. 246, της 25ης Οκτωβρίου 1985, σ. 3533), προβλέπει τα εξής:

«1.   Το πλήρες κείμενο των γενικών όρων πρέπει να γνωστοποιείται στους προσχωρούντες στη σύμβαση οι οποίοι απλώς τους υπογράφουν ή τους αποδέχονται.

2.   Η γνωστοποίηση των γενικών όρων πρέπει να λαμβάνει χώρα με κατάλληλα μέσα και εγκαίρως, ώστε να μπορεί κάθε πρόσωπο το οποίο επιδεικνύει τη συνήθη επιμέλεια να λάβει πραγματική και πλήρη γνώση αυτών, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της συμβάσεως και της εκτάσεως και πολυπλοκότητας των ρητρών,

3.   Το βάρος αποδείξεως της επαρκούς και πραγματικής γνωστοποιήσεως φέρει το συμβαλλόμενο μέρος το οποίο προτείνει στο έτερο μέρος τους γενικούς όρους της συμβάσεως».

11

Κατά το άρθρο 8 του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος:

«Λογίζονται ως μη περιλαμβανόμενες στις ατομικές συμβάσεις:

a)

ρήτρες οι οποίες δεν έχουν γνωστοποιηθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5·

[…]».

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12

Η LP και ο σύζυγός της συνήψαν σύμβαση δανείου με την Banco de Investimento Imobiliário SA (στο εξής: τράπεζα). Στο πλαίσιο αυτό, προσχώρησαν σε σύμβαση ομαδικής ασφαλίσεως (στο εξής: ασφαλιστική σύμβαση), συμφωνηθείσα μεταξύ της τράπεζας, ως λήπτριας της ασφαλίσεως, και της Ocidental, ασφαλιστικής εταιρίας, δυνάμει της οποίας η τελευταία θα υποχρεούτο να καταβάλλει τις δόσεις της εν λόγω συμβάσεως δανείου σε περίπτωση μόνιμης ανικανότητας της LP προς εργασία.

13

Κατά τη διάρκεια της εκτελέσεως της εν λόγω συμβάσεως δανείου, η LP περιήλθε σε κατάσταση μόνιμης ανικανότητας προς εργασία. Εντούτοις, η Ocidental αρνήθηκε να εκτελέσει την ασφαλιστική σύμβαση με την αιτιολογία ότι ήταν άκυρη λόγω ανακριβών και/ή ελλιπών δηλώσεων σχετικά με την κατάσταση της υγείας της LP κατά τον χρόνο συνάψεώς της. Η Ocidental επικαλέσθηκε επίσης τη δυνατότητα εφαρμογής των ρητρών της ασφαλιστικής συμβάσεως οι οποίες προβλέπουν τον αποκλεισμό από την κάλυψη του κινδύνου μόνιμης ανικανότητας προς εργασία του ασφαλισμένου λόγω ασθενειών προγενέστερων της συνάψεως της ίδιας συμβάσεως ασφαλίσεως.

14

Η LP άσκησε αγωγή με αίτημα, κατ’ ουσίαν, να υποχρεωθεί η Ocidental να καταβάλει στην τράπεζα το οφειλόμενο ποσό του δανείου μετά την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώθηκε η μόνιμη ανικανότητά της προς εργασία, καθώς και να της καταβάλλει τις δόσεις του δανείου που η ίδια και ο σύζυγός της όφειλαν να καταβάλλουν στην τράπεζα από την ημερομηνία αυτή. Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, προς στήριξη του αιτήματός της, η LP υποστήριξε ότι οι ιατρικές πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στην προσφορά προσχωρήσεως στην ασφαλιστική σύμβαση είχαν συμπληρωθεί από τον υπάλληλο της τράπεζας που της είχε παρουσιάσει τη σύμβαση αυτή προς υπογραφή, ότι δεν συμπλήρωσε κανένα ερωτηματολόγιο σχετικά με την κατάσταση της υγείας της και ότι υπέγραψε την εν λόγω προσφορά προσχωρήσεως. Ουδεμία ρήτρα περί αποκλεισμού από την κάλυψη του ασφαλιζομένου κινδύνου της ανεγνώσθη ούτε της παρασχέθηκαν εξηγήσεις περί αυτής. Ως εκ τούτου, οι ρήτρες αποκλεισμού πρέπει να θεωρηθούν ανυπόστατες και στερούμενες εννόμων αποτελεσμάτων.

15

Στην τράπεζα επετράπη να παρέμβει στη διαδικασία υπέρ της LP.

16

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η ασφαλιστική σύμβαση ήταν άκυρη λόγω ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων της LP και απέρριψε την αγωγή της.

17

Η έφεση της LP κατά της ανωτέρω απορριπτικής αποφάσεως έγινε εν μέρει δεκτή από το Tribunal da Relação do Porto (εφετείο του Πόρτο, Πορτογαλία), το οποίο, εφαρμόζοντας το νομοθετικό διάταγμα 446/85, χωρίς όμως να έχει εξετάσει το ζήτημα υπό το πρίσμα των ειδικών ρυθμίσεων περί ομαδικών ασφαλίσεων, που θεσπίσθηκαν με το νομοθετικό διάταγμα 176/95, έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η ασφαλιστική σύμβαση ήταν έγκυρη, αλλά ότι οι ρήτρες αποκλεισμού από την κάλυψη του ασφαλιζομένου κινδύνου έπρεπε να θεωρηθούν ανυπόστατες εφόσον δεν είχαν γνωστοποιηθεί στην LP.

18

Η Ocidental άσκησε αναίρεση κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του Supremo Tribunal de Justiça (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πορτογαλία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.

19

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το βασικό ζήτημα στην υπόθεση της κύριας δίκης είναι αν, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η ασφαλιστική εταιρία υποχρεούται να γνωστοποιήσει στο μέρος το οποίο προσχωρεί σε ασφαλιστική σύμβαση τις ρήτρες της εν λόγω συμβάσεως, περιλαμβανομένων των σχετικών με την ακυρότητά της, καθώς και τις ρήτρες οι οποίες αφορούν τον αποκλεισμό ή τον περιορισμό της καλύψεως του ασφαλιζομένου κινδύνου. Εξάλλου, θα πρέπει επίσης να διευκρινισθεί, στην περίπτωση που ο λήπτης της ασφαλίσεως υπέχει την υποχρέωση γνωστοποιήσεως, αν η παράβαση της συγκεκριμένης υποχρεώσεως από αυτόν, εν προκειμένω από την τράπεζα, μπορεί να αντιταχθεί στην ασφαλιστική εταιρία.

20

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η νομολογία των πορτογαλικών δικαστηρίων δεν είναι ομόφωνη. Κατά μία προσέγγιση, το νομοθετικό καθεστώς περί ομαδικών ασφαλίσεων, το οποίο θεσπίσθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 176/95, συνιστά ειδικό καθεστώς που αποκλείει την εφαρμογή των γενικών ρυθμίσεων περί των προβλεπόμενων από το νομοθετικό διάταγμα 446/85 ρητρών οι οποίες δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως. Εντεύθεν συνάγεται, κατά το αιτούν δικαστήριο, ότι δεν υφίστανται για τον ασφαλιστή οι υποχρεώσεις ενημερώσεως και γνωστοποιήσεως των γενικών ρητρών συμβάσεως ομαδικής ασφαλίσεως –τις οποίες υπέχει δυνάμει του άρθρου 4 του νομοθετικού διατάγματος 176/95 ο λήπτης της ασφαλίσεως– και ότι, συνεπώς, ο ασφαλισμένος δεν μπορεί να αντιτάξει στον ασφαλιστή τυχόν παράβαση των εν λόγω υποχρεώσεων.

21

Δυνάμει διαφορετικής νομολογιακής προσεγγίσεως, το εν λόγω ειδικό καθεστώς δεν αποκλείει την εφαρμογή των γενικών ρυθμίσεων του νομοθετικού διατάγματος 446/85. Κατά την ανωτέρω νομολογιακή προσέγγιση, τούτο επιβάλλει την υποχρέωση γνωστοποιήσεως των γενικών όρων της συμβάσεως ομαδικής ασφαλίσεως σε όσους προσχωρούν σε αυτήν και τον αποκλεισμό τους στην περίπτωση παραβάσεως της εν λόγω υποχρεώσεως. Επομένως, κατά το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να γίνει δεκτό είτε ότι ο ασφαλιστής υπέχει τις εν λόγω υποχρεώσεις ενημερώσεως και γνωστοποιήσεως είτε ότι η μη τήρηση των ίδιων υποχρεώσεων από τον λήπτη της ασφαλίσεως μπορεί να αντιταχθεί στον ασφαλιστή.

22

Παραπέμποντας στη νομολογία του Δικαστηρίου, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η πρώτη προσέγγιση, η οποία εκτέθηκε στη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως, συνάδει με την πρακτική αποτελεσματικότητα την οποία πρέπει να προσδίδει ο εθνικός δικαστής στην προστασία του καταναλωτή κατά την οδηγία 93/13, λαμβανομένης υπόψη, ειδικότερα, της υποχρεώσεώς του να εκφέρει εκτίμηση ως προς τη διαφάνεια και τον καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών.

23

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Supremo Tribunal de Justiça (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 5 της οδηγίας [93/13], το οποίο ορίζει ότι οι “ρήτρες που προτείνονται στον καταναλωτή […] πρέπει να συντάσσονται πάντοτε με σαφή και κατανοητό τρόπο”, την έννοια ότι, υπό το πρίσμα της εικοστής αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας αυτής, ο καταναλωτής πρέπει να έχει πάντοτε τη δυνατότητα να λαμβάνει γνώση όλων των ρητρών;

2)

Έχει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας [93/13], το οποίο, για τον αποκλεισμό του ελέγχου των ρητρών που αφορούν το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως, θέτει ως προϋπόθεση όπως “οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό”, την έννοια ότι ο καταναλωτής πρέπει να έχει πάντοτε τη δυνατότητα να λαμβάνει γνώση των εν λόγω ρητρών;

3)

Στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας η οποία επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών οι οποίες δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως και αφορούν τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της συμβάσεως: i) απαγορεύει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας [93/13], ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το στοιχείο θʹ του ενδεικτικού καταλόγου που αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, στον ασφαλιστή, στο πλαίσιο συμβάσεως ομαδικής ασφαλίσεως με συνεισφορά του ασφαλισμένου, να αντιτάξει στον ασφαλισμένο ρήτρα εξαιρέσεως από την ασφαλιστική κάλυψη ή περιορισμού του ασφαλιστικού κινδύνου, η οποία δεν έχει γνωστοποιηθεί στον ασφαλισμένο και την οποία δεν είχε, επομένως, τη δυνατότητα να γνωρίζει, ii) τούτο δε ακόμη και στην περίπτωση που η εθνική νομοθεσία προβλέπει ταυτοχρόνως, σε περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως και ενημερώσεως σχετικά με τις ρήτρες, την ευθύνη του λήπτη της ασφαλίσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στον ασφαλισμένο, όπερ, ωστόσο, δεν θέτει τον ασφαλισμένο στην κατάσταση στην οποία θα ευρισκόταν εάν όντως καλυπτόταν από την ασφάλεια;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

24

Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της εικοστής αιτιολογικής σκέψεώς της, έχουν την έννοια ότι ο καταναλωτής πρέπει πάντοτε να έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει γνώση, πριν από τη σύναψη συμβάσεως, των ρητρών που αφορούν το κύριο αντικείμενό της, ή ακόμη και όλων των ρητρών της εν λόγω συμβάσεως.

25

Κατά το άρθρο 5, πρώτη περίοδος, της οδηγίας, οι ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται εγγράφως με τον καταναλωτή πρέπει να συντάσσονται πάντοτε με σαφή και κατανοητό τρόπο. Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η συγκεκριμένη απαίτηση έχει το ίδιο περιεχόμενο με εκείνο του άρθρου 4, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο εξαρτά την εξαίρεση, την οποία προβλέπει η εν λόγω διάταξη, από τον μηχανισμό ελέγχου, εκ μέρους του εθνικού δικαστή, του καταχρηστικού χαρακτήρα των συγκεκριμένων ρητρών, ιδίως εκείνων οι οποίες αφορούν το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως, από την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω ρήτρες είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai, C‑26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 69, και της 3ης Μαρτίου 2020, Gómez del Moral Guasch, C‑125/18, EU:C:2020:138, σκέψη 46).

26

Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η απαίτηση περί διαφάνειας των συμβατικών ρητρών, όπως απορρέει από τις διατάξεις αυτές, πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικώς και δεν μπορεί να περιορίζεται απλώς στον κατανοητό χαρακτήρα των ρητρών αυτών από τυπικής και γραμματικής απόψεως. Η ανωτέρω απαίτηση επιβάλλει να παρέχεται στον μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως επιμελής και συνετός, η δυνατότητα να κατανοήσει τη συγκεκριμένη λειτουργία μιας τέτοιας ρήτρας και, συνεπώς, να αξιολογήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες της ρήτρας για τις υποχρεώσεις του (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance,C‑609/19, EU:C:2021:469, σκέψεις 42 και 43, και της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψεις 63 και 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27

Όσον αφορά το χρονικό σημείο κατά το οποίο τα στοιχεία αυτά πρέπει να περιέλθουν σε γνώση του καταναλωτή, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η παροχή, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, της πληροφορήσεως σχετικά με τους συμβατικούς όρους και τις συνέπειες της συνάψεως της συμβάσεως είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τους καταναλωτές, δεδομένου ότι ο καταναλωτής αποφασίζει επί τη βάσει, ιδίως, της πληροφορήσεως αυτής αν επιθυμεί να δεσμευθεί από τους όρους που έχει διατυπώσει προηγουμένως ο επαγγελματίας [πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 12ης Ιανουαρίου 2023, D.V. (Δικηγορική αμοιβή – Αρχή της ωριαίας αμοιβής), C‑395/21, EU:C:2023:14, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

28

Συνεπώς, κρίνοντας επί περιπτώσεως στην οποία, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο καταναλωτής είχε προσχωρήσει σε σύμβαση ομαδικής ασφαλίσεως κατά τη σύναψη συμβάσεως δανείου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι για τον καταναλωτή έχουν κεφαλαιώδη σημασία, ενόψει της απαιτήσεως περί διαφάνειας των συμβατικών ρητρών, η πληροφόρηση που δόθηκε πριν συναφθεί η σύμβαση σχετικά με τις προϋποθέσεις της δεσμεύσεως καθώς και, μεταξύ άλλων, το αν στη σύμβαση εκτίθενται οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού αναλήψεως της υποχρεώσεως καταβολής των δόσεων του δανείου που οφείλονται στον δανειστή σε περίπτωση πλήρους ανικανότητας του δανειολήπτη προς εργασία, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να προβλέψει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις ως προς αυτόν οικονομικές συνέπειες. Πράγματι, η πληροφόρηση αυτή και η έκθεση των εν λόγω ιδιαιτεροτήτων είναι αναγκαίες προκειμένου ο καταναλωτής να κατανοήσει το περιεχόμενο της οικείας ρήτρας, δεδομένου ότι δεν μπορεί να απαιτείται από τον καταναλωτή, κατά τη σύναψη συνδεομένων μεταξύ τους συμβάσεων, ο ίδιος βαθμός προσοχής ως προς το εύρος των κινδύνων που καλύπτει η ασφαλιστική σύμβαση με τον βαθμό προσοχής που θα έπρεπε να επιδείξει στην περίπτωση κατά την οποία θα συνήπτε χωριστά την ασφαλιστική σύμβαση και τη σύμβαση δανείου (πρβλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Van Hove, C‑96/14, EU:C:2015:262, σκέψεις 41 και 48).

29

Δεδομένου πάντως ότι η απαίτηση περί διαφάνειας των συμβατικών ρητρών, όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο, συνεπάγεται την υποχρέωση παροχής στον καταναλωτή, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, όλων των πληροφοριών που είναι αναγκαίες προκειμένου να είναι σε θέση να κατανοήσει τις οικονομικές συνέπειες των εν λόγω ρητρών και να αποφασίσει με πλήρη επίγνωση αν θα αναλάβει συμβατική δέσμευση, η συγκεκριμένη απαίτηση προϋποθέτει κατ’ ανάγκην ότι ο καταναλωτής μπορεί να λάβει γνώση όλων των ρητρών μιας συμβάσεως πριν από τη σύναψή της.

30

Το αν οι ρήτρες αυτές αφορούν ή όχι το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως δεν ασκεί συναφώς επιρροή. Πράγματι, για να μπορεί ο καταναλωτής, σύμφωνα με τον σκοπό που επιδιώκεται με την εν λόγω απαίτηση περί διαφάνειας, να αποφασίζει με πλήρη επίγνωση αν επιθυμεί να δεσμευθεί από τους όρους που έχει διατυπώσει εκ των προτέρων ο επαγγελματίας, πρέπει κατ’ ανάγκην, πριν λάβει μια τέτοια απόφαση, να έχει λάβει γνώση του συνόλου της συμβάσεως, δεδομένου ότι το σύνολο των ρητρών της συμβάσεως είναι εκείνο που θα καθορίσει, μεταξύ άλλων, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που υπέχει ο καταναλωτής από τη σύμβαση. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η ίδια απαίτηση περί διαφάνειας εφαρμόζεται και στην περίπτωση κατά την οποία η ρήτρα αφορά το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως (πρβλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2020, Gómez del Moral Guasch, C‑125/18, EU:C:2020:138, σκέψεις 46 και 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31

Η εν λόγω απαίτηση προηγούμενης γνώσεως του συνόλου των ρητρών της συμβάσεως υπογραμμίζεται εξάλλου στην εικοστή αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13, κατά την οποία όχι μόνον οι συμβάσεις πρέπει να συντάσσονται με σαφή και κατανοητό τρόπο, αλλά ο καταναλωτής πρέπει να έχει πράγματι την ευκαιρία να λάβει γνώση όλων των ρητρών. Ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέδειξε επομένως τη σημασία της εκ των προτέρων γνώσεως όλων των ρητρών της συμβάσεως προκειμένου να παρασχεθεί στον καταναλωτή η δυνατότητα να αποφασίσει, έχοντας πλήρη επίγνωση των δεδομένων, αν επιθυμεί να δεσμευθεί από τις εν λόγω ρήτρες.

32

Εξάλλου, στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η πορτογαλική νομοθεσία περί ομαδικών ασφαλίσεων συνιστά, σύμφωνα με ορισμένη νομολογιακή ερμηνεία, lex specialis που αποκλείει την εφαρμογή των γενικών ρυθμίσεων σχετικά με τις ρήτρες που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, υπενθυμίζεται ότι η απαίτηση περί διαφάνειας των συμβατικών ρητρών την οποία προβλέπει η οδηγία 93/13 δεν μπορεί να αποκλεισθεί για τον λόγο ότι υφίσταται ειδικό νομικό καθεστώς που έχει εφαρμογή σε ορισμένο είδος συμβάσεων. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, η ιδιότητα των συμβαλλομένων είναι ο γνώμονας βάσει του οποίου η οδηγία 93/13 ορίζει τις συμβάσεις επί των οποίων έχει εφαρμογή (πρβλ. απόφαση της 21ης Μαρτίου 2019, Pouvin και Dijoux, C‑590/17, EU:C:2019:232, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και διάταξη της 10ης Ιουνίου 2021, X Bank, C‑198/20, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:481, σκέψη 24).

33

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας επιβάλλει επίσης στα εθνικά δικαστήρια να πράττουν ό,τι είναι δυνατόν εντός των ορίων της αρμοδιότητάς τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας τις αναγνωρισμένες από το δίκαιο αυτό μεθόδους ερμηνείας, προκειμένου να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της οικείας οδηγίας και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που αυτή επιδιώκει (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Max-Planck-Gesellschaft zur Förderung der Wissenschaften, C‑684/16, EU:C:2018:874, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της εικοστής αιτιολογικής σκέψεώς της, έχουν την έννοια ότι ο καταναλωτής πρέπει πάντοτε να έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει γνώση, πριν από τη σύναψη συμβάσεως, όλων των ρητρών τις οποίες περιέχει η συγκεκριμένη σύμβαση.

Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

35

Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, στο Δικαστήριο εναπόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα να επιλύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να αναδιατυπώνει τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί και, στο πλαίσιο αυτό, να ερμηνεύει όλες τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που έχουν ανάγκη τα εθνικά δικαστήρια προκειμένου να αποφαίνονται επί των διαφορών που υποβάλλονται στην κρίση τους, έστω και αν οι ανωτέρω διατάξεις δεν μνημονεύονται ρητώς στα ερωτήματα που του υποβάλλουν τα δικαστήρια αυτά (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Kamenova, C‑105/17, EU:C:2018:808, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36

Συναφώς, διαπιστώνεται, κατά πρώτον, ότι, με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με το παράρτημά της, σημείο 1, στοιχείο θʹ, και ως προς τις συνέπειες της ερμηνείας αυτής επί της δυνατότητας μιας ασφαλιστικής εταιρίας να αντιτάξει στον καταναλωτή, στο πλαίσιο συμβάσεως ομαδικής ασφαλίσεως, ρήτρα αποκλεισμού ή περιορισμού της καλύψεως του ασφαλιζομένου κινδύνου της οποίας ο καταναλωτής δεν είχε την ευκαιρία να λάβει γνώση πριν από τη σύναψη της ως άνω συμβάσεως. Μολονότι από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, εν προκειμένω, ο καταναλωτής δεν μπόρεσε να λάβει γνώση των οικείων ρητρών πριν από τη σύναψη της επίμαχης στην κύρια δίκη ασφαλιστικής συμβάσεως, το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρει ότι η συγκεκριμένη σύμβαση περιέχει ρήτρα η οποία, όπως αναφέρεται στο εν λόγω παράρτημα, σημείο 1, στοιχείο θʹ, έχει ως σκοπό ή αποτέλεσμα «να συνάγ[εται] αμετάκλητα η εκ μέρους του καταναλωτή αποδοχή ρητρών τις οποίες δεν είχε καμία πραγματική δυνατότητα να γνωρίζει πριν συνάψει τη σύμβαση». Επομένως, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αυτού είτε υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας είτε του εν λόγω παραρτήματος.

37

Κατά δεύτερον, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, με το εν λόγω προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί, αφενός, ποιες είναι οι συνέπειες από τη μη γνωστοποίηση, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, ρητρών σχετικών με το κύριο αντικείμενό της, όπως είναι οι ρήτρες περί αποκλεισμού ή περιορισμού της καλύψεως του ασφαλιζομένου κινδύνου, επί της εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα των εν λόγω ρητρών, καθώς και, αφετέρου, αν τέτοιες ρήτρες, όταν δεν έχουν γνωστοποιηθεί προηγουμένως στον καταναλωτή, μπορούν να του αντιταχθούν στην περίπτωση κατά την οποία δεν μπόρεσε να λάβει γνώση αυτών, και επίσης αν το γεγονός ότι ο λήπτης της ασφαλίσεως θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος για τη μη γνωστοποίηση των ρητρών αποτελεί παράγοντα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την εν λόγω εκτίμηση.

38

Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, και τα άρθρα 4 έως 6 της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι μπορεί να αντιταχθεί στον καταναλωτή ρήτρα ασφαλιστικής συμβάσεως περί αποκλεισμού ή περιορισμού της καλύψεως του ασφαλιζομένου κινδύνου, της οποίας ο καταναλωτής δεν μπόρεσε να λάβει γνώση πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, τούτο δε ακόμη και όταν υπεύθυνος για τη μη γνωστοποίησή της μπορεί να θεωρηθεί ο λήπτης της συμβάσεως και μολονότι η ευθύνη του δεν περιάγει τον καταναλωτή στην ίδια κατάσταση με εκείνη στην οποία θα ευρισκόταν εάν είχε τύχει της καλύψεως αυτής.

39

Κατά πάγια νομολογία, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να εξετάζει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, αφορά την ερμηνεία των κριτηρίων τα οποία ο εθνικός δικαστής μπορεί ή πρέπει να εφαρμόζει κατά την εξέταση της ρήτρας υπό το πρίσμα των διατάξεων της ανωτέρω οδηγίας. Συνεπώς, στον εθνικό δικαστή απόκειται να αποφανθεί, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων αυτών, επί του ενδεδειγμένου χαρακτηρισμού συγκεκριμένης συμβατικής ρήτρας βάσει των περιστάσεων της κάθε περιπτώσεως. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο πρέπει να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο απλώς και μόνον ενδεικτικά στοιχεία τα οποία οφείλει να λάβει υπόψη του κατά την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα της επίμαχης ρήτρας (πρβλ. απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Profi Credit Polska, C‑84/19, C‑222/19 και C‑252/19, EU:C:2020:631, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40

Συναφώς, υπενθυμίζεται, κατά πρώτον, ότι, όσον αφορά το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13, ο διαφανής χαρακτήρας συμβατικής ρήτρας αποτελεί ένα από τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα της εν λόγω ρήτρας, στην οποία οφείλει να προβεί ο εθνικός δικαστής δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας [απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, D.V. (Δικηγορική αμοιβή – Αρχή της ωριαίας αμοιβής), C‑395/21, EU:C:2023:14, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

41

Πάντως, εάν ο αδιαφανής χαρακτήρας συμβατικής ρήτρας, που οφείλεται σε έλλειψη σαφήνειας ή σε αδυναμία κατανοήσεώς της, μπορεί να αποτελεί στοιχείο κρίσιμο για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα της, η έλλειψη διαφάνειας λόγω αδυναμίας του καταναλωτή να λάβει γνώση της ρήτρας πριν από τη σύναψη της επίμαχης συμβάσεως μπορεί κατά μείζονα λόγο να συνιστά τέτοιο στοιχείο.

42

Κατά δεύτερον, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας η οποία πρέπει να διενεργείται από τον εθνικό δικαστή δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να αξιολογήσει, εν πρώτοις, την ενδεχόμενη μη συμμόρφωση προς την απαίτηση περί καλής πίστεως και, εν συνεχεία, την ύπαρξη ενδεχόμενης σημαντικής ανισορροπίας εις βάρος του καταναλωτή, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως (πρβλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Kiss και CIB Bank, C‑621/17, EU:C:2019:820, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, ο εθνικός δικαστής οφείλει να προβεί στην εκτίμηση αυτή λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως και όλες τις περιστάσεις που περιέβαλαν τη σύναψή της.

43

Όσον αφορά, αφενός, την απαίτηση περί καλής πίστεως, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τη δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13, στο πλαίσιο της σχετικής εκτιμήσεως ο εθνικός δικαστής πρέπει να λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, την ισχύ της αντίστοιχης διαπραγματευτικής θέσεως των μερών και το κατά πόσον ο καταναλωτής ενθαρρύνθηκε με οποιονδήποτε τρόπο να παράσχει τη συναίνεσή του για την οικεία ρήτρα.

44

Εν προκειμένω, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες θα πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, η LP υποστήριξε συναφώς, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι «απαιτήθηκε» από την ιδία και τον σύζυγό της να συνάψουν την ασφαλιστική σύμβαση προκειμένου να λάβουν το επίμαχο τραπεζικό δάνειο με σκοπό την αγορά αγαθού. Με την ευκαιρία αυτή, υπέγραψαν απλώς την προσφορά προσχωρήσεως στην ασφαλιστική σύμβαση η οποία τους υποβλήθηκε από την τράπεζα, χωρίς ποτέ να έχουν ενημερωθεί για το σύνολο του περιεχομένου της. Η εν λόγω προσφορά προσχωρήσεως συμπληρώθηκε από τον υπάλληλο της τράπεζας ο οποίος τους υπέβαλε την ασφαλιστική σύμβαση προς υπογραφή. Η LP υπέγραψε την προσφορά προσχωρήσεως χωρίς να της αναγνωσθεί καμία ρήτρα αποκλεισμού από τη συμφωνηθείσα κάλυψη του ασφαλιζομένου κινδύνου.

45

Αφετέρου, όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον μια συμβατική ρήτρα δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή, παρά την απαίτηση περί καλής πίστεως, σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, απορρέουσα από τη σύμβαση, ο εθνικός δικαστής οφείλει, κατά πάγια νομολογία, να εξακριβώσει αν ο επαγγελματίας, έχοντας συμβληθεί νομίμως και θεμιτώς με τον καταναλωτή, μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι ο καταναλωτής θα δεχθεί μια τέτοια ρήτρα κατόπιν ατομικής διαπραγματεύσεως (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Profi Credit Polska, C‑84/19, C‑222/19 και C‑252/19, EU:C:2020:631, σκέψη 93 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 98 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46

Ως εκ τούτου, για να εκτιμηθεί αν ρήτρες συμβάσεως όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης δημιουργούν εις βάρος του καταναλωτή τέτοια ανισορροπία πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των περιστάσεων τις οποίες ο επαγγελματίας ή ο αντιπρόσωπός του μπορούσε να γνωρίζει κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως και οι οποίες μπορούσαν να επηρεάσουν τη μεταγενέστερη εκτέλεσή της. Ως εκ τούτου, ο εθνικός δικαστής θα πρέπει να καθορίσει αν ο καταναλωτής έλαβε όλες τις πληροφορίες που μπορούσαν να επηρεάσουν την έκταση των υποχρεώσεών του από την ίδια σύμβαση και να του παράσχουν τη δυνατότητα να εκτιμήσει, μεταξύ άλλων, τις εξ αυτής απορρέουσες συνέπειες.

47

Συναφώς, το γεγονός ότι ο καταναλωτής δεν μπόρεσε να λάβει γνώση ορισμένης συμβατικής ρήτρας πριν από τη σύναψη της επίμαχης συμβάσεως συνιστά ουσιώδες στοιχείο για την εκτίμηση του ενδεχόμενου καταχρηστικού χαρακτήρα της εν λόγω ρήτρας, στο μέτρο που η περίσταση αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει τον καταναλωτή να αναλάβει υποχρεώσεις τις οποίες δεν θα είχε αποδεχθεί διαφορετικά και, κατά συνέπεια, θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντική ανισορροπία μεταξύ των αμοιβαίων υποχρεώσεων των συμβαλλομένων στην εν λόγω σύμβαση.

48

Εν προκειμένω, η LP δεν είχε την ευκαιρία ούτε να λάβει γνώση των ρητρών της ασφαλιστικής συμβάσεως περί αποκλεισμού ή περιορισμού της καλύψεως του ασφαλιζομένου κινδύνου ούτε να ενημερώσει την Ocidental για την κατάσταση της υγείας της κατά τον χρόνο συνάψεως της ανωτέρω συμβάσεως, δεδομένου ότι δεν συμπλήρωσε κανένα ερωτηματολόγιο σχετικά με την κατάσταση της υγείας της κατά την προσχώρηση στην εν λόγω σύμβαση.

49

Υπό τις συνθήκες αυτές, οι οποίες πρέπει να ελεγχθούν από το αιτούν δικαστήριο, η εφαρμογή τέτοιων ρητρών περί αποκλεισμού ή περιορισμού της καλύψεως του ασφαλιζομένου κινδύνου έχει ως συνέπεια ο καταναλωτής να μην τυγχάνει πλέον της καλύψεως αυτής σε περίπτωση επελεύσεως του ασφαλιζομένου κινδύνου και να πρέπει, κατ’ αρχήν, από την ημερομηνία της διαπιστώσεως της μόνιμης ανικανότητας προς εργασία λόγω προϋφιστάμενου προβλήματος υγείας, για το οποίο δεν είχε την ευκαιρία να ενημερώσει τον ασφαλιστή, να καταβάλλει ο ίδιος τις ληξιπρόθεσμες δόσεις του δανείου. Ενδέχεται δε να κληθεί να καταβάλει μέρος τουλάχιστον των δόσεων, όταν, δυνάμει εφαρμοστέας εθνικής ρυθμίσεως όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η τράπεζα ευθύνεται για τη ζημία που προκλήθηκε από τη μη γνωστοποίηση των ρητρών αυτών, χωρίς ωστόσο να περιάγει τον καταναλωτή στην ίδια κατάσταση με εκείνη στην οποία θα ευρισκόταν εάν είχε τύχει της εν λόγω καλύψεως. Επομένως, ο καταναλωτής μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος με κατάσταση στην οποία, λαμβανομένης υπόψη της απώλειας εισοδημάτων λόγω της μόνιμης ανικανότητάς του προς εργασία, να του είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να αποπληρώσει τις δόσεις, ενώ ακριβώς κατά του κινδύνου αυτού θέλησε να εξασφαλισθεί με την προσχώρηση σε ασφαλιστική σύμβαση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

50

Μη παρέχοντας στον καταναλωτή τη δυνατότητα να λάβει γνώση, πριν από τη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως, των εν λόγω συμβατικών ρητρών και όλων των συνεπειών της συνάψεως της συμβάσεως, ο επαγγελματίας επιρρίπτει συνεπώς, εν όλω ή τουλάχιστον εν μέρει, τον κίνδυνο από ενδεχόμενη μόνιμη ανικανότητα προς εργασία στον ίδιο τον καταναλωτή.

51

Αν το αιτούν δικαστήριο κρίνει, κατόπιν εκτιμήσεως των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, ότι εν προκειμένω, παρά την απαίτηση περί καλής πίστεως, η Ocidental δεν μπορούσε ευλόγως να αναμένει, συμμορφούμενη προς την απαίτηση διαφάνειας έναντι της LP, ότι η τελευταία θα δεχόταν, κατόπιν ατομικής διαπραγματεύσεως, τις επίμαχες συμβατικές ρήτρες, τότε το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει ότι οι συγκεκριμένες ρήτρες είναι καταχρηστικές.

52

Κατά πάγια νομολογία, άπαξ και μια ρήτρα κριθεί καταχρηστική και, ως εκ τούτου, άκυρη, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, να αφήσει ανεφάρμοστη τη ρήτρα αυτή ώστε να μην παράγει πλέον δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή, εκτός και εάν αντιτίθεται σε αυτό ο καταναλωτής (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Caixabank και Banco Bilbao Vizcaya Argentaria, C‑224/19 και C‑259/19, EU:C:2020:578, σκέψη 50).

53

Εν προκειμένω, τούτο θα σήμαινε ότι η ρήτρα αποκλεισμού ή περιορισμού της καλύψεως του ασφαλιζομένου κινδύνου δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί στην LP. Το εντεύθεν συναγόμενο συμπέρασμα δεν αναιρείται από εθνική ρύθμιση, όπως η μνημονευθείσα από το αιτούν δικαστήριο, δυνάμει της οποίας ο λήπτης της ασφαλίσεως, ο οποίος παρέβη την υποχρέωση γνωστοποιήσεως των συμβατικών ρητρών την οποία υπέχει από τη ρύθμιση αυτή, μπορεί να υποχρεωθεί να αποκαταστήσει τη ζημία που απορρέει από τη μη γνωστοποίηση, χωρίς ωστόσο τούτο να καθιστά δυνατή την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής καταστάσεως στην οποία θα ευρισκόταν ο καταναλωτής εάν είχε τύχει της ασφαλιστικής καλύψεως. Η εν λόγω ρύθμιση, η οποία αφορά τις συνέπειες, στον τομέα της αστικής ευθύνης, οι οποίες απορρέουν από τη μη γνωστοποίηση, δεν μπορεί να επηρεάσει το μη αντιτάξιμο συμβατικής ρήτρας η οποία κρίνεται καταχρηστική έναντι του καταναλωτή, κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 93/13.

54

Κατά τα λοιπά, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας περιλαμβανόμενης σε σύμβαση πρέπει να επιτρέπει την επαναφορά της νομικής και πραγματικής καταστάσεως στην οποία θα ευρισκόταν ο καταναλωτής ελλείψει αυτής της καταχρηστικής ρήτρας [απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, D.V. (Δικηγορική αμοιβή – Αρχή της ωριαίας αμοιβής), C‑395/21, EU:C:2023:14, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

55

Το μη αντιτάξιμο μιας τέτοιας συμβατικής ρήτρας η οποία κρίνεται καταχρηστική έναντι του καταναλωτή δεν θίγει πάντως τις ενδεχόμενες συνέπειες, όσον αφορά την αστική ευθύνη του λήπτη της ασφαλίσεως έναντι του ασφαλιστή, από τη μη γνωστοποίηση στον καταναλωτή, εκ μέρους του λήπτη της ασφαλίσεως, της εν λόγω ρήτρας.

56

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, και τα άρθρα 4 έως 6 της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι, όταν ρήτρα ασφαλιστικής συμβάσεως περί αποκλεισμού ή περιορισμού της καλύψεως του ασφαλιζομένου κινδύνου, της οποίας ο οικείος καταναλωτής δεν μπόρεσε να λάβει γνώση πριν από τη σύναψη της εν λόγω συμβάσεως, κρίνεται καταχρηστική από το εθνικό δικαστήριο, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να αφήσει ανεφάρμοστη τη συγκεκριμένη ρήτρα προκειμένου να μην παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή.

Επί των δικαστικών εξόδων

57

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της εικοστής αιτιολογικής σκέψεώς της,

έχουν την έννοια ότι:

ο καταναλωτής πρέπει πάντοτε να έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει γνώση, πριν από τη σύναψη συμβάσεως, όλων των ρητρών τις οποίες περιέχει η συγκεκριμένη σύμβαση.

 

2)

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, και τα άρθρα 4 έως 6 της οδηγίας 93/13

έχουν την έννοια ότι:

όταν ρήτρα ασφαλιστικής συμβάσεως περί αποκλεισμού ή περιορισμού της καλύψεως του ασφαλιζομένου κινδύνου, της οποίας ο οικείος καταναλωτής δεν μπόρεσε να λάβει γνώση πριν από τη σύναψη της εν λόγω συμβάσεως, κρίνεται καταχρηστική από το εθνικό δικαστήριο, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να αφήσει ανεφάρμοστη τη συγκεκριμένη ρήτρα προκειμένου να μην παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.