ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 1ης Αυγούστου 2022 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία 2010/64/ΕΕ – Δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση – Άρθρο 2, παράγραφος 1, και άρθρο 3, παράγραφος 1 – Έννοια του “ουσιώδους εγγράφου” – Οδηγία 2012/13/ΕΕ – Δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών – Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ– Πεδίο εφαρμογής – Μη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο – Άμεσο αποτέλεσμα – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 47 και άρθρο 48, παράγραφος 2 – Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών – Άρθρο 6 – Καταδίκη σε ποινή φυλάκισης με αναστολή εκτέλεσης υπό όρους – Μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το καθεστώς αναστολής υπό όρους – Παράλειψη μετάφρασης ουσιώδους εγγράφου και μη ορισμός διερμηνέα κατά την κατάρτιση του εγγράφου αυτού – Ανάκληση της αναστολής – Έλλειψη μετάφρασης των διαδικαστικών πράξεων που αφορούν την ανάκληση – Συνέπειες επί του κύρους της εν λόγω ανάκλησης – Διαδικαστική πλημμέλεια συνεπαγόμενη σχετική ακυρότητα»

Στην υπόθεση C‑242/22 PPU,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal da Relação de Évora (εφετείο Évora, Πορτογαλία) με απόφαση της 8ης Μαρτίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Απριλίου 2022, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης κατά

TL,

παρισταμένης της:

Ministério Público,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντες καθήκοντα δικαστών του πρώτου τμήματος, I. Ziemele (εισηγήτρια) και A. Kumin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Ιουνίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο TL, εκπροσωπούμενος από τον L. C. Esteves, advogado,

η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον P. Almeida και τις P. Barros da Costa και C. Chambel Alves,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B. Rechena και M. Wasmeier,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιουλίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 1 έως 3 της οδηγίας 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία (ΕΕ 2010, L 280, σ. 1), καθώς και του άρθρου 3 της οδηγίας 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ 2012, L 142, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του TL και της Ministério Público (εισαγγελικής αρχής, Πορτογαλία), με αντικείμενο τις συνέπειες της μη συνδρομής διερμηνέα και της παράλειψης της μετάφρασης διαφόρων εγγράφων σχετικών με την ποινική διαδικασία που κινήθηκε κατά του TL.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 2010/64

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 5 έως 7, 9, 14, 17, 22 και 33 της οδηγίας 2010/64 έχουν ως εξής:

«(5)

Το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών[, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ)] και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [(στο εξής: Χάρτης)] κατοχυρώνουν το δικαίωμα στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης. Το άρθρο 48 παράγραφος 2 του Χάρτη διασφαλίζει τον σεβασμό των δικαιωμάτων της υπεράσπισης. Η παρούσα οδηγία σέβεται τα ανωτέρω δικαιώματα και θα πρέπει να εφαρμόζεται αναλόγως.

(6)

Μολονότι όλα τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη της ΕΣΔΑ, η παρελθούσα πείρα καταδεικνύει ότι το γεγονός αυτό από μόνο του δεν παρέχει πάντοτε επαρκή βαθμό εμπιστοσύνης στα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης των άλλων κρατών μελών.

(7)

Η ενίσχυση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης απαιτεί συνεπέστερη εφαρμογή των δικαιωμάτων και των εγγυήσεων που ορίζονται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Απαιτεί επίσης την περαιτέρω ανάπτυξη στο πλαίσιο της Ένωσης, μέσω της παρούσας οδηγίας και άλλων μέτρων, των ελάχιστων προδιαγραφών που ορίζονται στην ΕΣΔΑ και στον Χάρτη.

[…]

(9)

Οι κοινοί ελάχιστοι κανόνες θα πρέπει να οδηγήσουν στην τόνωση της εμπιστοσύνης στα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης όλων των κρατών μελών και, κατ’ επέκταση, στην αύξηση της αποτελεσματικότητας της δικαστικής συνεργασίας, σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Τέτοιου είδους ελάχιστοι κοινοί κανόνες είναι σκόπιμο να θεσπίζονται στους τομείς της διερμηνείας και της μετάφρασης σε ποινικές διαδικασίες.

[…]

(14)

Το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση για τα πρόσωπα που δεν ομιλούν ή κατανοούν τη γλώσσα της διαδικασίας θεσπίζεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η παρούσα οδηγία διευκολύνει την εφαρμογή του δικαιώματος αυτού στην πράξη. Προς τον σκοπό αυτόν, ο στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να διασφαλίσει το δικαίωμα των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία, ώστε να διαφυλάσσεται το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη.

[…]

(17)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να διασφαλίζει την ύπαρξη δωρεάν και επαρκούς γλωσσικής συνδρομής, η οποία θα επιτρέπει στους υπόπτους ή τους κατηγορουμένους που δεν ομιλούν ή δεν κατανοούν τη γλώσσα διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας να ασκήσουν πλήρως το δικαίωμά τους υπεράσπισης και θα διασφαλίζει τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης.

[…]

(22)

Η διερμηνεία και η μετάφραση στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να παρέχεται στη μητρική γλώσσα των υπόπτων ή των κατηγορουμένων ή σε όποια άλλη γλώσσα ομιλούν ή καταλαβαίνουν, ώστε να τους επιτρέπεται να ασκήσουν πλήρως το δικαίωμά τους υπεράσπισης και να διασφαλίζεται ταυτόχρονα η διεξαγωγή δίκαιης δίκης.

[…]

(33)

Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας που αφορούν δικαιώματα αντίστοιχα με εκείνα τα οποία εγγυάται η ΕΣΔΑ ή ο Χάρτης θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται σύμφωνα με τα δικαιώματα αυτά, όπως έχουν ερμηνευθεί στη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

4

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2010/64, το οποίο επιγράφεται «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής», ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία καθορίζει κανόνες σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία και τη διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

2.   Το δικαίωμα της παραγράφου 1 ισχύει για πρόσωπα από τη στιγμή κατά την οποία ενημερώνονται από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, με επίσημη κοινοποίηση ή με άλλο τρόπο, ότι είναι ύποπτα ή κατηγορούνται για την τέλεση αξιόποινης πράξης έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας, που συνίσταται στον τελικό προσδιορισμό του κατά πόσον έχουν διαπράξει το αδίκημα, συμπεριλαμβανομένων, εφόσον απαιτείται, της καταδίκης και της απόφασης επί ενδεχόμεν[ου ενδίκου μέσου].»

5

Το άρθρο 2 της οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Δικαίωμα σε διερμηνεία», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε στους υπόπτους ή κατηγορουμένους που δεν ομιλούν ή δεν κατανοούν τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας να παρέχεται χωρίς καθυστέρηση διερμηνεία κατά τη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας ενώπιον ανακριτικών και δικαστικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών ανακρίσεων, όλων των ακροαματικών διαδικασιών ενώπιον δικαστηρίου και τυχόν αναγκαίων ενδιάμεσων ακροάσεων.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της διεξαγωγής δίκαιης δίκης, διατίθεται διερμηνεία για την επικοινωνία μεταξύ των υπόπτων ή κατηγορουμένων και των συνηγόρων τους, όταν αυτή σχετίζεται άμεσα με ανακρίσεις ή ακροάσεις στη διάρκεια της διαδικασίας ή με την άσκηση προσφυγής ή την υποβολή άλλων δικονομικών αιτημάτων.

[…]

5.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο, οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι να έχουν το δικαίωμα να αντικρούσουν απόφαση σύμφωνα με την οποία δεν χρειάζονται διερμηνεία και, όταν έχει παρασχεθεί διερμηνεία, να έχουν τη δυνατότητα να διαμαρτυρηθούν ότι η ποιότητα της διερμηνείας δεν είναι επαρκής προκειμένου να διασφαλιστεί η διεξαγωγή δίκαιης δίκης.

[…]»

6

Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα μετάφρασης ουσιωδών εγγράφων», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν, ώστε στους υπόπτους ή στους κατηγορουμένους που δεν κατανοούν τη γλώσσα της σχετικής ποινικής διαδικασίας να παρέχεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος γραπτή μετάφραση όλων των εγγράφων που είναι ουσιώδη, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι είναι σε θέση να ασκήσουν το δικαίωμα υπεράσπισής τους και προκειμένου να διασφαλιστεί η διεξαγωγή δίκαιης δίκης.

2.   Τα ουσιώδη έγγραφα περιλαμβάνουν οποιαδήποτε απόφαση συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση.

3.   Οι αρμόδιες αρχές αποφασίζουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εάν κάποιο άλλο έγγραφο είναι ουσιώδες. Οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι ή οι συνήγοροί τους δύνανται να υποβάλουν αιτιολογημένο αίτημα προς τον σκοπό αυτό.

[…]

5.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο, οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι να έχουν το δικαίωμα να αντικρούσουν απόφαση σύμφωνα με την οποία δεν χρειάζεται η μετάφραση εγγράφων ή χωρίων εγγράφων και, όταν έχει παρασχεθεί μετάφραση, να έχουν τη δυνατότητα να διαμαρτυρηθούν ότι η ποιότητα της μετάφρασης δεν είναι επαρκής, προκειμένου να διασφαλιστεί η διεξαγωγή δίκαιης δίκης.

[…]»

H οδηγία 2012/13

7

Στις αιτιολογικές σκέψεις 5, 7, 8, 10, 19, 25, 40 έως 42 της οδηγίας 2012/13 αναφέρονται τα εξής:

«(5)

Το άρθρο 47 του [Χάρτη] και το άρθρο 6 της [ΕΣΔΑ] κατοχυρώνουν το δικαίωμα στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης. Το άρθρο 48 παράγραφος 2 του Χάρτη διασφαλίζει τον σεβασμό των δικαιωμάτων της υπεράσπισης.

[…]

(7)

Μολονότι όλα τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη της ΕΣΔΑ, η εμπειρία έχει δείξει ότι το γεγονός αυτό από μόνο του δεν παρέχει πάντοτε επαρκή βαθμό εμπιστοσύνης στα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης των άλλων κρατών μελών.

(8)

Η ενδυνάμωση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης προϋποθέτει την ύπαρξη λεπτομερών κανόνων για την προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων που απορρέουν από τον Χάρτη και την ΕΣΔΑ.

[…]

(10)

Οι κοινοί ελάχιστοι κανόνες θα πρέπει να οδηγήσουν στην τόνωση της εμπιστοσύνης στα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης όλων των κρατών μελών και, κατ’ επέκταση, στην αύξηση της αποτελεσματικότητας της δικαστικής συνεργασίας, σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Τέτοιοι κοινοί ελάχιστοι κανόνες θα πρέπει να θεσπίζονται στον τομέα της ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών.

[…]

(19)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ενημερώνουν άμεσα τον ύποπτο ή κατηγορούμενο σχετικά με τα [δικαιώματά τους] […] γραπτώς ή προφορικώς […] Για την πρακτική και αποτελεσματική άσκηση αυτών των δικαιωμάτων, η ενημέρωση θα πρέπει να παρέχεται εγκαίρως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και το αργότερο πριν από την πρώτη επίσημη εξέταση του υπόπτου ή κατηγορουμένου […]

[…]

(25)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν, κατά την ενημέρωση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ότι διατίθενται, κατά περίπτωση, στον ύποπτο ή κατηγορούμενο μετάφραση ή διερμηνεία σε γλώσσα που κατανοεί, σύμφωνα με τις προδιαγραφές της οδηγίας [2010/64].

[…]

(40)

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ελάχιστους κανόνες. Τα κράτη μέλη δύνανται να επεκτείνουν τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, προκειμένου να παρέχεται υψηλότερο επίπεδο προστασίας και σε περιστάσεις που δεν ρυθμίζει ρητώς η παρούσα οδηγία. Το επίπεδο προστασίας δεν θα πρέπει ποτέ να υπολείπεται των προδιαγραφών που προβλέπει η ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύονται στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

(41)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην προαγωγή του δικαιώματος στην ελευθερία, του δικαιώματος για δίκαιη δίκη και των δικαιωμάτων υπεράσπισης. Θα πρέπει να εφαρμόζεται αναλόγως.

(42)

Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας που αφορούν δικαιώματα αντίστοιχα με εκείνα τα οποία εγγυάται η ΕΣΔΑ θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται σύμφωνα με τα δικαιώματα αυτά, όπως έχουν ερμηνευθεί στη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.»

8

Το άρθρο 1 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Αντικείμενο», έχει ως εξής:

«Η παρούσα οδηγία ορίζει κανόνες σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης των υπόπτων ή κατηγορουμένων, σχετικά με τα δικαιώματά τους στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας και τις εναντίον τους κατηγορίες […]».

9

Το άρθρο 2 της ως άνω οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται από τη στιγμή που ένα πρόσωπο ενημερώνεται από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, ότι θεωρείται ύποπτο ή κατηγορείται για την τέλεση αξιόποινης πράξης μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας, ήτοι τον τελικό προσδιορισμό του εάν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την αξιόποινη πράξη, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της επιμέτρησης της ποινής και της εκδίκασης τυχόν [ενδίκου μέσου].»

10

Κατά το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με τα δικαιώματα»:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την άμεση ενημέρωση του υπόπτου ή κατηγορούμενου όσον αφορά τουλάχιστον τα ακόλουθα δικονομικά δικαιώματα, όπως ισχύουν δυνάμει του εθνικού τους δικαίου, προκειμένου να διασφαλίσουν την αποτελεσματική άσκησή τους:

[…]

δ) το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης·

[…]

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ενημέρωση σύμφωνα με την παράγραφο 1 παρέχεται σε απλή και κατανοητή γλώσσα, προφορικώς ή εγγράφως, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών αναγκών των υπόπτων ή κατηγορουμένων που είναι ευάλωτα πρόσωπα.»

Το πορτογαλικό δίκαιο

11

Το επιγραφόμενο «Γλώσσα των πράξεων και ορισμός διερμηνέα» άρθρο 92 του Código do processo penal (κώδικα ποινικής δικονομίας, στο εξής: CPP) ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.   Η πορτογαλική γλώσσα χρησιμοποιείται, επί ποινή ακυρότητας, στις έγγραφες και προφορικές διαδικαστικές πράξεις.

2.   Όταν πρέπει να συμμετάσχει στη διαδικασία πρόσωπο το οποίο δεν γνωρίζει ή δεν χειρίζεται την πορτογαλική γλώσσα, ορίζεται κατάλληλος διερμηνέας χωρίς χρηματική επιβάρυνση του εν λόγω προσώπου […]».

12

Δυνάμει του άρθρου 120 του CPP:

«1.   Κάθε ακυρότητα πλην των διαλαμβανομένων στο προηγούμενο άρθρο πρέπει να προτείνεται από τους ενδιαφερομένους και υπόκειται στους κανόνες που προβλέπονται στο παρόν και στο επόμενο άρθρο.

2.   Πέραν των περιπτώσεων για τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις με άλλες νομοθετικές διατάξεις, οι κατωτέρω μνημονευόμενες περιπτώσεις επισύρουν ακυρότητα η οποία πρέπει να προταθεί:

[…]

c)

ο μη ορισμός διερμηνέα στις περιπτώσεις στις οποίες ο ορισμός του είναι κατά τον νόμο υποχρεωτικός.

[…]

3.   Οι ακυρότητες που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους πρέπει να προτείνονται:

a)

σε περίπτωση ακυρότητας πράξης στην οποία παρίσταται ο ενδιαφερόμενος πριν από την ολοκλήρωση της πράξης·

[…]».

13

Το τιτλοφορούμενο «Συνέπειες της ακυρότητας» άρθρο 122 του CPP προβλέπει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Οι ακυρότητες συνεπάγονται το ανίσχυρο της πράξης σε σχέση με την οποία διαπιστώθηκαν, καθώς και των εξαρτώμενων από αυτήν πράξεων που μπορούν να επηρεαστούν από την ακυρότητα.»

14

Το άρθρο 196 του CPP, το οποίο σχετίζεται με τη «δήλωση ταυτότητας και κατοικίας» («Termo de Identidade e Residência», στο εξής: ΔΤΚ), έχει ως εξής:

«1.   Στο πλαίσιο της διαδικασίας, η δικαστική αρχή ή το όργανο της δικαστικής αστυνομίας υποβάλλει κάθε κατηγορούμενο στην κατάρτιση [ΔΤΚ], ακόμη και αν το εν λόγω πρόσωπο έχει ήδη ταυτοποιηθεί […].

2.   Ο κατηγορούμενος δηλώνει […] τον τόπο κατοικίας του, τον τόπο εργασίας του ή άλλη διεύθυνση διαμονής της επιλογής του.

3.   Στη δήλωση πρέπει να επισημαίνεται ότι οι ακόλουθες πληροφορίες και υποχρεώσεις έχουν γνωστοποιηθεί στο πρόσωπο του οποίου η ποινική ευθύνη δεν έχει ακόμη στοιχειοθετηθεί:

a)

η υποχρέωση να εμφανίζεται ενώπιον της αρμόδιας αρχής ή να παραμένει στη διάθεσή της όποτε το ορίζει ο νόμος ή όταν κλητεύεται προς τούτο·

b)

η υποχρέωση να μην αλλάξει κατοικία ή να μην απουσιάσει από αυτήν για περισσότερες από πέντε ημέρες χωρίς να γνωστοποιήσει τη νέα του διεύθυνση ή τον τόπο όπου μπορεί να εντοπισθεί·

c)

οι μεταγενέστερες επιδόσεις θα πραγματοποιούνται με απλή επιστολή στη διεύθυνση που μνημονεύεται στην παράγραφο 2, εκτός εάν το πρόσωπο του οποίου η ποινική ευθύνη δεν έχει ακόμη στοιχειοθετηθεί γνωστοποιήσει άλλη διεύθυνση με αίτηση που παραδίδεται ή αποστέλλεται με συστημένη ταχυδρομική επιστολή στη γραμματεία του δικαστηρίου στην οποία βρίσκεται τη δεδομένη χρονική στιγμή η δικογραφία της υπόθεσης·

d)

η μη τήρηση των διατάξεων των προηγούμενων στοιχείων νομιμοποιεί την εκπροσώπηση του εν λόγω προσώπου από συνήγορο σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις στις οποίες δικαιούται ή υποχρεούται να παρίσταται αυτοπροσώπως, καθώς και τη διεξαγωγή της επ’ ακροατηρίου συζήτησης ερήμην του […]·

e)

σε περίπτωση καταδίκης, η [ΔΤΚ] παύει να ισχύει μόνο με την εξάλειψη της ποινής.

[…]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

15

Στις 10 Ιουλίου 2019 απαγγέλθηκαν κατηγορίες στην Πορτογαλία εις βάρος του TL, Μολδαβού υπηκόου ο οποίος δεν ομιλεί την πορτογαλική γλώσσα, για αντίσταση έναντι υπαλλήλου και άσκηση καταναγκασμού σε βάρος του, για επικίνδυνη οδήγηση οδικού οχήματος και για οδήγηση χωρίς νόμιμη άδεια. Η έκθεση κατηγορητηρίου μεταφράστηκε στα ρουμανικά, την επίσημη γλώσσα της Μολδαβίας.

16

Την ίδια ημέρα, οι αρμόδιες αρχές κατήρτισαν τη ΔΤΚ χωρίς την παρέμβαση διερμηνέα και δίχως το έγγραφο να μεταφραστεί στη ρουμανική γλώσσα.

17

Με απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, η οποία απέκτησε ισχύ δεδικασμένου στις 26 Σεπτεμβρίου 2019, ο TL καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών, με ίσης διάρκειας αναστολή εκτέλεσης υπό όρους, σε παρεπόμενη ποινή απαγόρευσης οδήγησης μηχανοκίνητων οχημάτων για δωδεκάμηνη περίοδο και σε πρόστιμο 80 ημερών ανερχόμενο σε 6 ευρώ ημερησίως, ήτοι σε συνολικό ποσό 480 ευρώ. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στον TL παρασχέθηκε η συνδρομή συνηγόρου και διερμηνέα.

18

Για την εφαρμογή του οριζόμενου στην απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019 καθεστώτος αναστολής υπό όρους, οι αρμόδιες αρχές επιχείρησαν ανεπιτυχώς να έρθουν σε επαφή με τον TL στην αναγραφόμενη στη ΔΤΚ διεύθυνση.

19

Κατόπιν τούτου, ο TL κλητεύθηκε να εμφανιστεί με διάταξη του Tribunal Judicial da Comarca de Beja (πρωτοδικείου Beja, Πορτογαλία) της 7ης Ιανουαρίου 2021, η οποία επιδόθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2021 στην αναγραφόμενη στη ΔΤΚ διεύθυνση, προκειμένου να τύχει ακροάσεως σχετικά με τη μη τήρηση των οριζόμενων στην απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019 υποχρεώσεων που απέρρεαν από το καθεστώς αναστολής υπό όρους. Στις 6 Απριλίου 2021, η ανωτέρω διάταξη επιδόθηκε εκ νέου στην ίδια διεύθυνση. Οι δύο αυτές επιδόσεις έγιναν στην πορτογαλική γλώσσα.

20

Δεδομένου ότι ο TL δεν εμφανίστηκε κατά την προσδιοριζόμενη ημερομηνία, το ανωτέρω δικαστήριο ανακάλεσε, με διάταξη της 9ης Ιουνίου 2021, την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης. Η εν λόγω διάταξη, η οποία κοινοποιήθηκε στις 25 Ιουνίου 2021, στην πορτογαλική γλώσσα, στον TL στην αναγραφόμενη στη ΔΤΚ διεύθυνση καθώς και στον συνήγορό του, απέκτησε ισχύ δεδικασμένου στις 20 Σεπτεμβρίου 2021.

21

Στις 30 Σεπτεμβρίου 2021, ο TL συνελήφθη στη νέα του διεύθυνση προκειμένου να εκτίσει την ποινή του. Έκτοτε κρατείται.

22

Αφού όρισε νέο συνήγορο στις 11 Οκτωβρίου 2021, ο TL άσκησε, προσφυγή στις 18 Νοεμβρίου 2021, με αίτημα να διαπιστωθεί η ακυρότητα, μεταξύ άλλων, της ΔΤΚ, της διάταξης της 7ης Ιανουαρίου 2021 με την οποία κλητεύθηκε να εμφανιστεί και της διάταξης της 9ης Ιουνίου 2021 περί ανάκλησης της αναστολής.

23

Προς στήριξη της προσφυγής του, ο TL ισχυρίστηκε ότι, δεδομένου ότι άλλαξε κατοικία μετά την κατάρτιση της ΔΤΚ, δεν ήταν δυνατή η επικοινωνία μαζί του στην αναγραφόμενη σε αυτή διεύθυνση και, κατά συνέπεια, δεν μπόρεσε να παραλάβει τις επιδόσεις των ως άνω διατάξεων. Διευκρίνισε ότι δεν γνωστοποίησε την αλλαγή της κατοικίας του διότι αγνοούσε τη σχετική υποχρέωσή του καθώς και τις συνέπειες της μη τήρησης της εν λόγω υποχρέωσης, καθώς η ΔΤΚ, στην οποία ορίζονταν η εν λόγω υποχρέωση και οι συνέπειες, δεν είχε μεταφραστεί για αυτόν στη ρουμανική γλώσσα. Επιπλέον, δεν του είχε παρασχεθεί συνδρομή διερμηνέα ούτε κατά την κατάρτιση της ανωτέρω πράξης ούτε κατά τη σύνταξη του κατηγορητηρίου. Τέλος, ούτε η διάταξη της 7ης Ιανουαρίου 2021 με την οποία κλητεύθηκε να εμφανιστεί συνεπεία των παραβάσεων των υποχρεώσεων που απέρρεαν από το καθεστώς αναστολής υπό όρους ούτε η διάταξη περί ανάκλησης της αναστολής της 9ης Ιουνίου 2021 είχαν μεταφραστεί σε γλώσσα την οποία ομιλεί ή κατανοεί.

24

Το Tribunal Judicial da Comarca de Beja (πρωτοδικείο Beja), το οποίο επιλήφθηκε πρωτοδίκως της εν λόγω προσφυγής, την απέρριψε με το σκεπτικό ότι, μολονότι οι διαδικαστικές πλημμέλειες τις οποίες επικαλούνταν ο TL είχαν αποδειχθεί, οι εν λόγω πλημμέλειες είχαν θεραπευθεί, καθώς ο ενδιαφερόμενος δεν τις είχε προβάλει εντός των προβλεπόμενων στο άρθρο 120, παράγραφος 3, του CPP προθεσμιών.

25

Το αιτούν δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε έφεση κατά της απόφασης που εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό, διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της εν λόγω εθνικής διάταξης προς τις οδηγίες 2010/64 και 2012/13, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.

26

Κατά πρώτον, το ανωτέρω δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι προαναφερθείσες οδηγίες δεν έχουν ακόμη μεταφερθεί στο πορτογαλικό δίκαιο, μολονότι οι προθεσμίες μεταφοράς έχουν παρέλθει. Εκτιμά, ωστόσο, ότι στις σχετικές διατάξεις των ως άνω οδηγιών πρέπει να αναγνωριστεί άμεσο αποτέλεσμα και ότι οι εν λόγω διατάξεις έχουν επομένως άμεση εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης, δεδομένου ότι είναι απαλλαγμένες αιρέσεων, αρκούντως σαφείς και ακριβείς και παρέχουν στους ιδιώτες το δικαίωμα σε διερμηνεία, μετάφραση και ενημέρωση στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών.

27

Κατά δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι επίμαχες στην κύρια δίκη πράξεις, δηλαδή η ΔΤΚ καθώς και η διάταξη της 7ης Ιανουαρίου 2021 με την οποία ο TL κλητεύθηκε να εμφανιστεί και η διάταξη της 9ης Ιουνίου 2021 περί ανάκλησης της αναστολής, εμπίπτουν στην έννοια των «ουσιωδών εγγράφων» κατά το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2010/64, λόγω της σημασίας τέτοιου είδους πράξεων για τα δικαιώματα υπεράσπισης των προσώπων των οποίων η ποινική ευθύνη δεν έχει ακόμη στοιχειοθετηθεί και λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που παρέχονται με αυτές σχετικά με τη διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζει ειδικότερα ότι μέσω της ΔΤΚ κοινοποιούνται στον ενδιαφερόμενο οι πληροφορίες σχετικά με τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την κατοικία και, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση να κοινοποιεί στις αρχές κάθε αλλαγή διεύθυνσης.

28

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν οφείλει να μην εφαρμόσει την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία, καθόσον αυτή προβλέπει, όπως εν προκειμένω, ότι οι διαδικαστικές πλημμέλειες που συνδέονται με τη μη παροχή διερμηνείας και με την παράλειψη μετάφρασης ουσιωδών εγγράφων σε γλώσσα κατανοητή από τον ενδιαφερόμενο πρέπει να προβάλλονται εντός οριζόμενων αποκλειστικών προθεσμιών.

29

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal da Relação de Évora (εφετείο Évora, Πορτογαλία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν τα άρθρα 1 έως 3 της οδηγίας [2010/64] και το άρθρο 3 της οδηγίας [2012/13], θεωρούμενα μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με το άρθρο 6 της [ΕΣΔΑ], την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε διάταξη εθνικού δικαίου η οποία, αφενός, όσον αφορά τον μη ορισμό διερμηνέα και την παράλειψη μετάφρασης ουσιωδών διαδικαστικών πράξεων για πρόσωπο του οποίου η ποινική ευθύνη δεν έχει ακόμη στοιχειοθετηθεί και το οποίο δεν κατανοεί τη γλώσσα της διαδικασίας, προβλέπει σχετική ακυρότητα η οποία πρέπει να προταθεί και, αφετέρου, καθιστά δυνατή την κάλυψη του είδους αυτού ακυρότητας μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου;»

Επί του αιτήματος εφαρμογής της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας

30

Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εξεταστεί η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 23α, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

31

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για την εφαρμογή της εν λόγω διαδικασίας.

32

Συγκεκριμένα, αφενός, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως έχει ως αντικείμενο την ερμηνεία των διατάξεων των οδηγιών 2010/64 και 2012/13, οι οποίες άπτονται των τομέων τους οποίους αφορά ο τίτλος V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, σχετικά με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, η αίτηση αυτή μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας.

33

Αφετέρου, όσον αφορά το κριτήριο του επείγοντος, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το κριτήριο αυτό πληρούται όταν ο ενδιαφερόμενος στην υπόθεση της κύριας δίκης στερείται της ελευθερίας του κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως και η συνέχιση της κράτησής του εξαρτάται από την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης [απόφαση της 28ης Απριλίου 2022, C και CD (Νομικά εμπόδια ως προς την εκτέλεση αποφάσεως περί παραδόσεως), C‑804/21 PPU, EU:C:2022:307, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

34

Εν προκειμένω, από την περιγραφή των πραγματικών περιστατικών την οποία παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι ο TL, ενδιαφερόμενος στην υπόθεση της κύριας δίκης, στερούνταν πράγματι της ελευθερίας του κατά την ημερομηνία υποβολής της εν λόγω αίτησης.

35

Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινιστεί αν είναι συμβατή προς το δίκαιο της Ένωσης η εφαρμογή, υπό συνθήκες όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, εθνικής νομοθεσίας η οποία εξαρτά από την τήρηση καθορισμένων προθεσμιών τη δυνατότητα επίκλησης ορισμένων πλημμελειών ποινικής διαδικασίας οι οποίες οδήγησαν, μεταξύ άλλων, στην ανάκληση της αναστολής εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης στην οποία καταδικάστηκε ο ενδιαφερόμενος, όπερ συνεπάγεται ότι το εν λόγω δικαστήριο θα μπορούσε, ανάλογα με την απάντηση του Δικαστηρίου στο υποβληθέν ερώτημα, να υποχρεωθεί να ακυρώσει τις πλημμελείς πράξεις και, επομένως, να διατάξει την απόλυση του TL.

36

Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε στις 12 Μαΐου 2022, κατόπιν πρότασης της εισηγήτριας δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να δεχθεί το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου περί υπαγωγής της υπό κρίση αίτησης προδικαστικής αποφάσεως στην επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

37

Στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας, μολονότι τυπικά το αιτούν δικαστήριο οριοθέτησε το ερώτημά του στο ζήτημα της ερμηνείας ορισμένης διάταξης του δικαίου της Ένωσης, τούτο δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα στοιχεία περί ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμα για την εκδίκαση της υπόθεσης της οποίας έχει επιληφθεί, ανεξαρτήτως του αν το αιτούν δικαστήριο τα μνημονεύει ρητώς στα ερωτήματά του ή όχι. Απόκειται συναφώς στο Δικαστήριο να προσδιορίσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που του παρέσχε το εθνικό δικαστήριο, ιδίως δε το σκεπτικό της απόφασης περί παραπομπής, τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, DocMorris, C‑190/20, EU:C:2021:609, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38

Δεδομένου ότι το προδικαστικό ερώτημα αφορά τα άρθρα 1 έως 3 της οδηγίας 2010/64 και το άρθρο 3 της οδηγίας 2012/13, θεωρούμενα μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι η διάταξη αυτή εγγυάται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και τον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης, όπερ καλύπτει, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, το δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου να πληροφορηθεί λεπτομερώς το συντομότερο δυνατόν και σε γλώσσα την οποία μιλάει ή κατανοεί τη φύση και τον λόγο της εναντίον του κατηγορίας καθώς και να τύχει δωρεάν συνδρομής διερμηνέα, εάν δεν κατανοεί ή δεν μιλάει τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο δικαστήριο.

39

Αφετέρου, στο άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη διευκρινίζεται ότι, στον βαθμό που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα τα οποία αντιστοιχούν σε εκείνα τα οποία διασφαλίζονται στην ΕΣΔΑ, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση. Επιπλέον, σύμφωνα με τις επεξηγήσεις σχετικά με το άρθρο 47 και το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, οι οποίες, όπως προκύπτει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ και από το άρθρο 52, παράγραφος 7, του Χάρτη, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την ερμηνεία του, οι εν λόγω διατάξεις αντιστοιχούν στο άρθρο 6, παράγραφος 1, και στο άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, της ΕΣΔΑ [πρβλ. απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2021, IS (Μη σύννομο της διατάξεως περί παραπομπής), C‑564/19, EU:C:2021:949, σκέψη 101].

40

Εξάλλου, όσον αφορά την ερμηνεία των επίμαχων στην υπό κρίση υπόθεση οδηγιών, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει των αιτιολογικών σκέψεων 5 έως 7, 9 και 33 και του άρθρου 1 της οδηγίας 2010/64, καθώς και των αιτιολογικών σκέψεων 5, 7, 8, 10 και 42 και του άρθρου 1 της οδηγίας 2012/13, οι εν λόγω οδηγίες αποσκοπούν στη θέσπιση ελάχιστων κοινών κανόνων για την προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων που απορρέουν από το άρθρο 47 και το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη καθώς και από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, ιδίως δε στους τομείς της διερμηνείας, της μετάφρασης και της ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, και ότι οι εν λόγω κανόνες θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τρόπο σύμφωνο με τα ανωτέρω δικαιώματα και τις εν λόγω εγγυήσεις, προκειμένου να ενισχυθεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη στα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης των κρατών μελών ώστε να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της δικαστικής συνεργασίας σχετικώς.

41

Συνακόλουθα, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/64 απαιτεί από τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε στους υπόπτους ή κατηγορουμένους που δεν ομιλούν ή δεν κατανοούν τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας να παρέχεται χωρίς καθυστέρηση διερμηνεία κατά τη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας ενώπιον ανακριτικών και δικαστικών αρχών, ενώ, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας, τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν ώστε στους υπόπτους ή στους κατηγορουμένους που δεν κατανοούν τη γλώσσα αυτή να παρέχεται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος γραπτή μετάφραση όλων των εγγράφων που είναι ουσιώδη, προκειμένου, αφενός, να διασφαλιστεί ότι είναι σε θέση να ασκήσουν το δικαίωμά τους υπεράσπισης και, αφετέρου, να διασφαλιστεί η διεξαγωγή δίκαιης δίκης. Το δε άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2012/13 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διασφαλίζουν την άμεση ενημέρωση του υπόπτου ή κατηγορουμένου όσον αφορά το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση, προκειμένου να διασφαλίσουν την αποτελεσματική άσκησή του.

42

Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται, αφενός, ότι επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης είναι ιδίως το άρθρο 2, παράγραφος 1, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/64 καθώς και το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2012/13 και, αφετέρου, ότι οι ανωτέρω διατάξεις συγκεκριμενοποιούν τα θεμελιώδη δικαιώματα σε δίκαιη δίκη και στον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης, όπως κατοχυρώνονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 47 και το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, και πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα των τελευταίων αυτών άρθρων.

43

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, παράγραφος 1, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/64, καθώς και το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2012/13, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 47 και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, αφενός, μόνον ο δικαιούχος των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με τις εν λόγω διατάξεις των οδηγιών μπορεί να προβάλει λυσιτελώς την προσβολή τους και, αφετέρου, η εν λόγω προσβολή πρέπει να προβληθεί εντός καθορισμένης αποκλειστικής προθεσμίας.

44

Συναφώς, επισημαίνεται καταρχάς ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι στον TL δεν παρασχέθηκε συνδρομή διερμηνέα κατά την κατάρτιση της ΔΤΚ και ότι το έγγραφο αυτό δεν μεταφράστηκε για αυτόν σε γλώσσα την οποία ομιλεί ή κατανοεί. Επιπλέον, ούτε η διάταξη της 7ης Ιανουαρίου 2021 με την οποία κλητεύθηκε να εμφανιστεί συνεπεία των προβαλλόμενων παραβάσεων των υποχρεώσεων που απέρρεαν από το καθεστώς αναστολής υπό όρους ούτε η διάταξη της 9ης Ιουνίου 2021 περί ανάκλησης της αναστολής μεταφράστηκαν σε γλώσσα κατανοητή από τον TL.

45

Περαιτέρω, μολονότι στην απόφαση περί παραπομπής δεν μνημονεύεται ρητώς το γεγονός ότι ο TL δεν ενημερώθηκε, κατά την εις βάρος του απαγγελία κατηγοριών, ως προς το δικαίωμά του να του παρασχεθεί διερμηνεία και μετάφραση των ουσιωδών εγγράφων της εις βάρος του διεξαγόμενης ποινικής διαδικασίας, προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο εκκινεί από τη σιωπηρή παραδοχή ότι δεν παρασχέθηκε τέτοια ενημέρωση, λόγος για τον οποίο ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις όχι μόνον ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 2010/64, αλλά και της οδηγίας 2012/13.

46

Τέλος, στην ίδια απόφαση διευκρινίζεται ότι το άρθρο 92, παράγραφος 2, του CPP, το οποίο έχει εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της κύριας δίκης, επιβάλλει τον ορισμό διερμηνέα στις διαδικασίες που αφορούν πρόσωπο το οποίο δεν γνωρίζει ή δεν ομιλεί την πορτογαλική γλώσσα και ότι, σύμφωνα με το άρθρο 120 του CPP, ο μη ορισμός διερμηνέα κατά την κατάρτιση πράξης στην οποία παρίσταται ο ενδιαφερόμενος μπορεί να επιφέρει την ακυρότητα της πράξης υπό τη διττή προϋπόθεση, αφενός, το αίτημα για την κήρυξη ακυρότητας να υποβάλλεται από τον ενδιαφερόμενο και, αφετέρου, το αίτημα να υποβάλλεται πριν από την ολοκλήρωση της εν λόγω πράξης.

47

Ως εκ τούτου, το ερώτημα, όπως αναδιατυπώθηκε στη σκέψη 43 της παρούσας απόφασης, πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του ανωτέρω πλαισίου.

48

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα, επιβάλλεται η διαπίστωση, πρώτον, ότι, ακόμη και σε περίπτωση μη μεταφοράς ή ελλιπούς μεταφοράς στην πορτογαλική έννομη τάξη του άρθρου 2, παράγραφος 1, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/64, καθώς και του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2012/13, περίπτωση την οποία το αιτούν δικαστήριο θεωρεί δεδομένη ενώ η Πορτογαλική Κυβέρνηση φαίνεται να αμφισβητεί, ο TL μπορεί να επικαλεστεί δικαιώματα που απορρέουν από τις ανωτέρω διατάξεις, δεδομένου ότι, όπως παρατηρούν τόσο το ανωτέρω δικαστήριο όσο και το σύνολο των μετεχόντων στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, αυτές έχουν άμεσο αποτέλεσμα.

49

Πράματι, υπενθυμίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση που οι διατάξεις μιας οδηγίας είναι, από άποψη περιεχομένου, απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως ακριβείς, οι ιδιώτες δικαιούνται να τις επικαλούνται έναντι του οικείου κράτους μέλους ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, είτε όταν το κράτος αυτό παρέλειψε να μεταφέρει εμπροθέσμως την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο είτε όταν προέβη σε πλημμελή μεταφορά της (απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2021, RTS infra και Aannemingsbedrijf Norré-Behaegel, C‑387/19, EU:C:2021:13, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50

Συναφώς το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι μια διάταξη του δικαίου της Ένωσης είναι, αφενός, απαλλαγμένη αιρέσεων όταν θεσπίζει υποχρέωση η οποία δεν συνοδεύεται από καμία επιφύλαξη και δεν απαιτείται για την εκτέλεσή της ή την επαγωγή των αποτελεσμάτων της η έκδοση κάποιας πράξεως, είτε των οργάνων της Ένωσης είτε των κρατών μελών, και, αφετέρου, αρκούντως ακριβής ώστε να μπορούν να την επικαλεστούν οι ιδιώτες και να την εφαρμόσει το δικαστήριο, όταν θεσπίζει υποχρέωση χωρίς αμφίσημη διατύπωση (απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2021, RTS infra και Aannemingsbedrijf Norré-Behaegel, C‑387/19, EU:C:2021:13, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51

Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι, ακόμη και αν μια οδηγία αφήνει στα κράτη μέλη ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως κατά τη θέσπιση των λεπτομερειών εφαρμογής της, μια διάταξη της οδηγίας αυτής μπορεί να θεωρείται ότι έχει ανεπιφύλακτο και συγκεκριμένο χαρακτήρα εφόσον επιβάλλει στα κράτη μέλη, χωρίς αμφίσημη διατύπωση, συγκεκριμένη υποχρέωση επιτεύξεως αποτελέσματος και δεν συνοδεύεται από καμία αίρεση όσον αφορά την εφαρμογή του κανόνα τον οποίο θεσπίζει (απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2021, RTS infra και Aannemingsbedrijf Norré-Behaegel, C‑387/19, EU:C:2021:13, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

52

Δεδομένου ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/64 καθώς και το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2012/13 προβλέπουν, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 58 έως 62 των προτάσεών του, κατά τρόπο συγκεκριμένο και ανεπιφύλακτο τοπεριεχόμενο και την έκταση των δικαιωμάτων κάθε υπόπτου ή κατηγορουμένου να λαμβάνει υπηρεσίες διερμηνείας και τη μετάφραση των ουσιωδών εγγράφων καθώς και να ενημερώνεται ως προς τα δύο προαναφερθέντα δικαιώματα, οι ανωτέρω διατάξεις πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν άμεσο αποτέλεσμα, με συνέπεια κάθε πρόσωπο το οποίο είναι δικαιούχος των εν λόγω δικαιωμάτων να μπορεί να τα αντιτάξει έναντι του κράτους μέλους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

53

Δεύτερον, επισημαίνεται ότι οι τρεις επίμαχες στην κύρια δίκη διαδικαστικές πράξεις, ήτοι η ΔΤΚ, η διάταξη της 7ης Ιανουαρίου 2021 με την οποία ο TL κλητεύθηκε να εμφανιστεί και η διάταξη της 9ης Ιουνίου 2021 περί ανάκλησης της αναστολής, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών 2010/64 και 2012/13 και αποτελούν, ιδίως, ουσιώδη έγγραφα των οποίων η γραπτή μετάφραση θα έπρεπε, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της πρώτης από τις ανωτέρω οδηγίες, να έχει παρασχεθεί στον TL.

54

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/64 και το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/13, τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στα ανωτέρω άρθρα ισχύουν από τη στιγμή που τα πρόσωπα ενημερώνονται από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους ότι είναι ύποπτα ή κατηγορούνται για την τέλεση αξιόποινης πράξης έως την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας, ήτοι τον τελικό προσδιορισμό του κατά πόσον ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει διαπράξει το αδίκημα που του προσάπτεται, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της καταδίκης και της απόφασης επί τυχόν ενδίκου μέσου.

55

Επομένως, από τις μνημονευόμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις προκύπτει ότι οι εν λόγω οδηγίες έχουν εφαρμογή στις ποινικές διαδικασίες στο μέτρο που αυτές αποσκοπούν στο να προσδιοριστεί αν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος διέπραξε ποινικό αδίκημα [πρβλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2021, AB κ.λπ. (Ανάκληση αμνηστίας), C‑203/20, EU:C:2021:1016, σκέψη 69].

56

Αντιθέτως, διαδικασία η οποία δεν έχει ως αντικείμενο τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης ενός προσώπου, όπως είναι διαδικασία νομοθετικής φύσης σχετικά με την ανάκληση αμνηστίας ή δικαστική διαδικασία που έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της συνταγματικότητας της ανάκλησης, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2012/13 [πρβλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2021, AB κ.λπ. (Ανάκληση αμνηστίας), C‑203/20, EU:C:2021:1016, σκέψεις 70 και 71].

57

Ομοίως, ειδική διαδικασία όπως αυτή που έχει ως αντικείμενο την αναγνώριση δικαστικής απόφασης με ισχύ δεδικασμένου εκδοθείσας από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, της οποίας ο ενδιαφερόμενος είχε λάβει μετάφραση σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2010/64, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, καθόσον, αφενός, η διαδικασία αυτή διεξάγεται εξ ορισμού αφού προσδιοριστεί τελικώς κατά πόσον ο ύποπτος ή κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη που του προσάπτεται και, ενδεχομένως, αφού το πρόσωπο αυτό καταδικαστεί και, αφετέρου, νέα μετάφραση της εν λόγω δικαστικής απόφασης δεν είναι απαραίτητη για την προστασία των δικαιωμάτων υπεράσπισης ή του δικαιώματος για αποτελεσματική δικαστική προστασία του ενδιαφερομένου και, επομένως, δεν δικαιολογείται βάσει των επιδιωκόμενων με την εν λόγω οδηγία σκοπών (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh, C‑25/15, EU:C:2016:423, σκέψεις 37 έως 40).

58

Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι, όπως συνάγεται, μεταξύ άλλων, από τις αιτιολογικές σκέψεις 14, 17 και 22 της οδηγίας 2010/64, σκοπός της είναι να διασφαλίζει στα πρόσωπα τα οποία είναι ύποπτα ή κατηγορούνται και δεν ομιλούν ή δεν κατανοούν τη γλώσσα διαδικασίας το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση, διευκολύνοντας την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, ώστε να διασφαλίζεται εν τέλει για τα πρόσωπα αυτά η διεξαγωγή δίκαιης δίκης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της ανωτέρω οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να παρέχεται στα πρόσωπα αυτά, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, γραπτή μετάφραση όλων των εγγράφων που είναι ουσιώδη, στα οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οποιαδήποτε απόφαση συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας τους, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση εκδοθείσα εις βάρος τους, ώστε να είναι σε θέση να ασκήσουν τα δικαιώματά τους υπεράσπισης και να διασφαλιστεί η διεξαγωγή δίκαιης δίκης (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh, C‑25/15, EU:C:2016:423, σκέψη 38).

59

Διαπιστώνεται όμως ότι, αντιθέτως προς τις περιπτώσεις για τις οποίες επρόκειτο στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2021, AB κ.λπ. (Ανάκληση αμνηστίας) (C‑203/20, EU:C:2021:1016), και της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh (C‑25/15, EU:C:2016:423), οι τρεις επίμαχες στην κύρια δίκη διαδικαστικές πράξεις αποτελούν, όπως επισήμαναν κατ’ ουσίαν τόσο το αιτούν δικαστήριο όσο και το σύνολο των μετεχόντων στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας με την οποία διαπιστώθηκε η ποινική ευθύνη του TL και η εφαρμογή των οδηγιών 2010/64 και 2012/13 επί των εν λόγω πράξεων δικαιολογείται πλήρως από τους επιδιωκόμενους από τις οδηγίες σκοπούς.

60

Επομένως, όσον αφορά, αφενός, τη ΔΤΚ, από την απόφαση περί παραπομπής καθώς και από το άρθρο 196 του CPP προκύπτει ότι η εν λόγω δήλωση, η οποία καταρτίζεται από τη στιγμή της απαγγελίας κατηγοριών ως σταδίου της ποινικής διαδικασίας, συνιστά προκαταρκτικό περιοριστικό μέτρο συνεπαγόμενο την πρόβλεψη σειράς υποχρεώσεων για το εν λόγω πρόσωπο καθώς και δικονομικές συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των εν λόγω υποχρεώσεων και παρέχει ιδίως στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να λάβουν γνώση της διεύθυνσης όπου υποτίθεται ότι θα παραμένει στη διάθεση των αρχών το οικείο πρόσωπο, το οποίο οφείλει, μεταξύ άλλων, να δηλώσει οποιαδήποτε αλλαγή της διεύθυνσής του. Το εν λόγω περιοριστικό μέτρο παραμένει σε ισχύ έως την εξάλειψη της ποινής στην οποία το πρόσωπο αυτό έχει ενδεχομένως καταδικαστεί. Επομένως, η μη τήρηση του περιοριστικού μέτρου μπορεί να επιφέρει την ανάκληση της αναστολής της επιβληθείσας ποινής. Λαμβανομένων υπόψη των υποχρεώσεων και των σημαντικών συνεπειών που απορρέουν από τη ΔΤΚ για τον ενδιαφερόμενο καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας και του γεγονότος ότι ο ενδιαφερόμενος ενημερώνεται ως προς την εν λόγω υποχρέωση και τις συνέπειες με την ως άνω δήλωση, ένα τέτοιο έγγραφο συνιστά, όπως ορθώς εκτιμά το αιτούν δικαστήριο, «ουσιώδες έγγραφο» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2010/64, διευκρινιζομένου εξάλλου στην παράγραφο 3 της ανωτέρω διάταξης ότι «[ο]ι αρμόδιες αρχές αποφασίζουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εάν κάποιο άλλο έγγραφο είναι ουσιώδες».

61

Ως εκ τούτου, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/64, ο TL είχε δικαίωμα σε γραπτή μετάφραση της ΔΤΚ, καθώς και σε συνδρομή διερμηνέα κατά την κατάρτιση της ανωτέρω δήλωσης. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2012/13, ο TL είχε το δικαίωμα να ενημερωθεί ως προς τα ανωτέρω δικαιώματα. Ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, από την αιτιολογική σκέψη 19 της τελευταίας οδηγίας συνάγεται ότι η οριζόμενη στην οδηγία ενημέρωση θα πρέπει να παρέχεται εγκαίρως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και το αργότερο πριν από την πρώτη επίσημη εξέταση του υπόπτου ή του κατηγορουμένου ώστε να είναι δυνατόν να ασκηθούν στην πράξη και κατά τρόπο αποτελεσματικό τα δικονομικά του δικαιώματα.

62

Μολονότι η Πορτογαλική Κυβέρνηση εξέθεσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι, κατά γενικό κανόνα, τα δικαιώματα που προβλέπουν οι μνημονευόμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις γίνονται σεβαστά στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών που διεξάγονται στην Πορτογαλία κατά προσώπων που δεν κατανοούν την πορτογαλική γλώσσα, εντούτοις από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι τούτο δεν συνέβη στην περίπτωση την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης, δεδομένου ότι ο TL δεν ενημερώθηκε ως προς την προβλεπόμενη από το άρθρο 196 του CPP υποχρέωση να μην αλλάξει κατοικία χωρίς να γνωστοποιήσει τη νέα του διεύθυνση και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπόρεσε να εκπληρώσει την ανωτέρω υποχρέωση. Συνεπεία αυτού, οι αρχές που είναι αρμόδιες για το ζήτημα της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που απορρέουν από το καθεστώς αναστολής υπό όρους επιχείρησαν ανεπιτυχώς να έρθουν σε επαφή μαζί του στην αναγραφόμενη στη ΔΤΚ διεύθυνση. Ομοίως, η διάταξη της 7ης Ιανουαρίου 2021 με την οποία ο TL κλήθηκε να εμφανιστεί συνεπεία των παραβάσεων των εν λόγω υποχρεώσεων και η διάταξη της 9ης Ιουνίου 2021 περί ανάκλησης της αναστολής επιδόθηκαν στην ανωτέρω διεύθυνση και όχι στη διεύθυνση της νέας του κατοικίας, με αποτέλεσμα την αδυναμία του TL να λάβει γνώση των ανωτέρω διατάξεων.

63

Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι, όπως παρατήρησαν η Πορτογαλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, οι εν λόγω διατάξεις συνιστούν διαδικαστικές πράξεις οι οποίες είναι συμπληρωματικές της καταδίκης του ενδιαφερομένου και εξακολουθούν να αποτελούν μέρος της ποινικής διαδικασίας, κατά την έννοια των οδηγιών 2010/64 και 2012/13.

64

Συναφώς, υπό το πρίσμα του σκοπού των εν λόγω οδηγιών, ο οποίος έγκειται στη διασφάλιση του σεβασμού του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη και του σεβασμού των δικαιωμάτων υπεράσπισης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, καθώς και στην ενδυνάμωση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης στα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης των κρατών μελών ώστε να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της δικαστικής συνεργασίας στον εν λόγω τομέα, είναι αναγκαία η εφαρμογή των οδηγιών 2010/64 και 2012/13 στις διαδικαστικές πράξεις που αφορούν ενδεχόμενη ανάκληση της αναστολής της ποινής φυλάκισης στην οποία καταδικάστηκε ο ενδιαφερόμενος χωρίς να του έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να κατανοήσει τα ουσιώδη έγγραφα που καταρτίστηκαν κατά την ποινική διαδικασία.

65

Συγκεκριμένα, τα θεμελιώδη αυτά δικαιώματα θα παραβιάζονταν αν ένα πρόσωπο το οποίο καταδικάστηκε για ποινικό αδίκημα σε ποινή φυλάκισης με αναστολή εκτέλεσης υπό όρους στερούνταν, λόγω της παράλειψης μετάφρασης της κλήτευσης ή λόγω του μη ορισμού διερμηνέα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με την ενδεχόμενη ανάκληση της αναστολής, της δυνατότητας να τύχει ακροάσεως σχετικά, μεταξύ άλλων, με τους λόγους για τους οποίους παρέβη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το καθεστώς αναστολής υπό όρους. Συνακόλουθα, μια τέτοια δυνατότητα προϋποθέτει, αφενός, ότι ο ενδιαφερόμενος παραλαμβάνει την κλήση για την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που αφορά την ενδεχόμενη ανάκληση της αναστολής σε γλώσσα την οποία ομιλεί ή κατανοεί, άλλως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει κλητευθεί δεόντως και ότι έχει ενημερωθεί ως προς τους λόγους για τους οποίους κλητεύθηκε, και, αφετέρου, ότι μπορεί να του παρασχεθεί, εφόσον είναι αναγκαίο, η συνδρομή διερμηνέα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προκειμένου να είναι πράγματι σε θέση να εξηγήσει τους λόγους της μη τήρησης των υποχρεώσεων που απορρέουν από το καθεστώς αναστολής υπό όρους, οι οποίοι μπορεί ενδεχομένως να είναι θεμιτοί και να δικαιολογούν τη διατήρηση της αναστολής εκτέλεσης της ποινής.

66

Επιπροσθέτως, καθόσον η απόφαση περί ανάκλησης της αναστολής συνεπάγεται την εκτέλεση της επιβληθείσας στον ενδιαφερόμενο ποινής φυλάκισης, η εν λόγω απόφαση πρέπει επίσης να μεταφραστεί εφόσον ο ενδιαφερόμενος δεν ομιλεί ή δεν κατανοεί τη γλώσσα διαδικασίας, τούτο δε προκειμένου να του παρασχεθεί η δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να κατανοήσει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η απόφαση και, ενδεχομένως, να την προσβάλει.

67

Τέτοια ερμηνεία επιρρωννύεται από την οικονομία της οδηγίας 2010/64. Πράγματι, μολονότι, αφενός, σύμφωνα με το άρθρο της 1, παράγραφος 2, αυτή αφορά ρητώς την «καταδίκη» και μολονότι, αφετέρου, κατά το άρθρο της 3, παράγραφος 2, η έννοια των «ουσιωδών εγγράφων» καλύπτει ρητώς «οποιαδήποτε απόφαση συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου», θα ήταν ασυνεπές να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας οι πράξεις που αφορούν την ενδεχόμενη ανάκληση της αναστολής εκτέλεσης της ποινής, δεδομένου ότι οι εν λόγω πράξεις μπορούν εν τέλει να οδηγήσουν στην πραγματική φυλάκιση του ενδιαφερομένου και, συνεπώς, στη μεγαλύτερη επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματά του κατά την ποινική διαδικασία.

68

Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι όταν διαδικαστική πράξη απευθύνεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο μόνον στη γλώσσα της σχετικής διαδικασίας καίτοι το πρόσωπο αυτό δεν είναι γνώστης της συγκεκριμένης γλώσσας, το εν λόγω πρόσωπο δεν είναι σε θέση να κατανοήσει τις σε βάρος του κατηγορίες και δεν μπορεί, συνεπώς, να ασκήσει λυσιτελώς τα δικαιώματα υπερασπίσεώς του, εάν δεν του παρασχεθεί μετάφραση της εν λόγω πράξης σε γλώσσα την οποία ομιλεί ή κατανοεί (πρβλ. απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2017, Sleutjes, C‑278/16, EU:C:2017:757, σκέψη 33).

69

Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής συνάγεται όμως ότι ούτε η διάταξη της 7ης Ιανουαρίου 2021 με την οποία ο TL κλήθηκε να εμφανιστεί ούτε η διάταξη της 9ης Ιουνίου 2021 περί ανάκλησης της αναστολής μεταφράστηκαν στη ρουμανική γλώσσα. Επιπλέον, προκύπτει ότι ο TL δεν ενημερώθηκε ως προς το δικαίωμα να λάβει μετάφραση των ανωτέρω διατάξεων. Τέλος, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν συνάγεται αν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με τις παραβάσεις των υποχρεώσεων που απορρέουν από το καθεστώς αναστολής υπό όρους, είχε παρασχεθεί στον TL συνδρομή διερμηνέα ή και αν είχε ενημερωθεί ως προς το δικαίωμα αυτό.

70

Υπό τις συνθήκες αυτές, και όπως συνάγεται από τις σκέψεις 61 και 69 της παρούσας απόφασης, στο πλαίσιο της επίμαχης στην κύρια δίκη ποινικής διαδικασίας παραβιάστηκαν τα δικαιώματα του TL τα οποία στηρίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/64 καθώς και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2012/13.

71

Τρίτον, όσον αφορά τις συνέπειες των ανωτέρω παραβιάσεων, από τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι η προσβολή του δικαιώματος σε διερμηνεία συνιστά, στην πορτογαλική έννομη τάξη, διαδικαστική πλημμέλεια συνεπαγόμενη, σύμφωνα με το άρθρο 120 του CPP, τη σχετική ακυρότητα των αντίστοιχων διαδικαστικών πράξεων. Εντούτοις, αφενός, δυνάμει της παραγράφου 2, στοιχείο γʹ, του εν λόγω άρθρου, εναπόκειται στον ενδιαφερόμενο να προβάλει την προσβολή του ως άνω δικαιώματος. Αφετέρου, κατά την παράγραφο 3, στοιχείο αʹ, του ίδιου άρθρου, η διαδικαστική πλημμέλεια πρέπει, επί ποινή απώλειας του σχετικού δικαιώματος, να προβάλλεται, στην περίπτωση αιτήματος για την κήρυξη ακυρότητας πράξης στην κατάρτιση της οποίας παρίστατο ο ενδιαφερόμενος, πριν από την ολοκλήρωση της πράξης.

72

Απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Πορτογαλική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε ότι το άρθρο 120 του CPP έχει επίσης εφαρμογή όσον αφορά την προβολή πλημμελειών στηριζόμενων σε προσβολή του δικαιώματος σε μετάφραση των ουσιωδών εγγράφων της ποινικής διαδικασίας, στοιχείο του οποίου η εξακρίβωση απόκειται στο αιτούν δικαστήριο, όπως επίσης απόκειται στο εν λόγω δικαστήριο και η εξακρίβωση της δυνατότητας εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης στην προσβολή του δικαιώματος ενημέρωσης του ενδιαφερομένου ως προς τα δικαιώματά του σε διερμηνεία και μετάφραση των ουσιωδών εγγράφων.

73

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 5, και το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας 2010/64 επιβάλλουν στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο, οι ενδιαφερόμενοι να έχουν το δικαίωμα να προσβάλουν απόφαση σύμφωνα με την οποία η διερμηνεία ή η μετάφραση δεν είναι απαραίτητες.

74

Εντούτοις, ούτε η ανωτέρω οδηγία ούτε η οδηγία 2012/13 διευκρινίζουν τις συνέπειες που πρέπει να έχει η προσβολή των προβλεπόμενων σε αυτές δικαιωμάτων, ιδίως δε σε περίπτωση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος δεν ενημερώθηκε ούτε ως προς την ύπαρξη τέτοιας απόφασης ούτε ως προς το δικαίωμά του να του παρασχεθεί συνδρομή διερμηνέα και μετάφραση των επίμαχων εγγράφων, και μάλιστα ούτε ως προς την κατάρτιση ορισμένων από τα εν λόγω έγγραφα.

75

Κατά πάγια νομολογία, ελλείψει σχετικής ειδικής νομοθεσίας, οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας τους. Εντούτοις, οι κανόνες αυτοί δεν μπορούν να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις εσωτερικής φύσης (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να διαμορφώνονται κατά τρόπο που να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

76

Όσον αφορά την αρχή της ισοδυναμίας, με την επιφύλαξη των εξακριβώσεων τις οποίες οφείλει να πραγματοποιήσει το αιτούν δικαστήριο, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η εν λόγω αρχή παραβιάστηκε λόγω της εφαρμογής του άρθρου 120 του CCP στην περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων που αντλούνται από τις οδηγίες 2010/64 και 2012/13. Πράγματι, το ανωτέρω άρθρο διέπει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να προταθεί ακυρότητα, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η εν λόγω ακυρότητα προκύπτει από την παράβαση κανόνα ο οποίος στηρίζεται σε διατάξεις του εθνικού δικαίου ή σε διατάξεις του δικαίου της Ένωσης.

77

Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι οι οδηγίες 2010/64 και 2012/13 δεν ρυθμίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής των δικαιωμάτων που προβλέπουν, οι εν λόγω λεπτομέρειες δεν μπορούν να θίγουν τον επιδιωκόμενο από τις ανωτέρω οδηγίες σκοπό περί διασφάλισης της διεξαγωγής δίκαιης ποινικής διαδικασίας καθώς και τον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης των υπόπτων και των κατηγορουμένων κατά την εν λόγω διαδικασία (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 2015, Covaci, C‑216/14, EU:C:2015:686, σκέψη 63, και της 22ας Μαρτίου 2017, Tranca κ.λπ., C‑124/16, C‑188/16 και C‑213/16, EU:C:2017:228, σκέψη 38).

78

Αφενός, η υποχρέωση την οποία το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2012/13 επιβάλλει στις εθνικές αρχές να ενημερώνουν τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο όσον αφορά τα δικαιώματά του σε διερμηνεία και μετάφραση που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/64 έχει ουσιώδη σημασία για την αποτελεσματική κατοχύρωση των εν λόγω δικαιωμάτων και, επομένως, για την τήρηση του άρθρου 47 και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Χάρτη. Πράγματι, χωρίς την εν λόγω ενημέρωση, ο ενδιαφερόμενος δεν θα μπορούσε να γνωρίζει την ύπαρξη και το περιεχόμενο των προαναφερθέντων δικαιωμάτων ούτε να ζητήσει τον σεβασμό τους, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματά του υπεράσπισης και να τύχει δίκαιης δίκης.

79

Επομένως, το να απαιτείται από το πρόσωπο το οποίο αφορά ποινική διαδικασία διεξαχθείσα σε γλώσσα την οποία δεν ομιλεί ή δεν κατανοεί να προβάλει, εντός συγκεκριμένης αποκλειστικής προθεσμίας, το γεγονός ότι δεν ενημερώθηκε ως προς τα δικαιώματά του σε διερμηνεία και μετάφραση, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/64, θα είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί κενό περιεχομένου το δικαίωμα ενημέρωσης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2012/13, και θα έθιγε, ως εκ τούτου, τα δικαιώματα του εν λόγω προσώπου σε δίκαιη δίκη και στον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης που κατοχυρώνονται αντιστοίχως στο άρθρο 47 και στο άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη. Πράγματι, ελλείψει τέτοιας ενημέρωσης, το εν λόγω πρόσωπο δεν θα μπορούσε να γνωρίζει ότι έχει προσβληθεί το δικαίωμά του ενημέρωσης και, ως εκ τούτου, θα αδυνατούσε να προβάλει την εν λόγω προσβολή.

80

Επιπλέον, το ανωτέρω συμπέρασμα επιβάλλεται για τον ίδιο λόγο και όσον αφορά τα δικαιώματα σε διερμηνεία και μετάφραση που προβλέπονται αντιστοίχως στο άρθρο 2, παράγραφος 1, και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/64, όταν ο ενδιαφερόμενος δεν έχει ενημερωθεί για την ύπαρξη και το περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών.

81

Εν προκειμένω, καθόσον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 45 της παρούσας απόφασης, στην απόφαση περί παραπομπής δεν μνημονεύεται ρητώς ότι ο TL δεν ενημερώθηκε, κατά την εις βάρος του απαγγελία κατηγοριών, ως προς το δικαίωμά του σε συνδρομή διερμηνέα και σε μετάφραση των ουσιωδών εγγράφων της εις βάρος του ποινικής διαδικασίας, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, ενδεχομένως, αν η εν λόγω ενημέρωση του παρασχέθηκε όντως ή όχι.

82

Αφετέρου, ακόμη και όταν ο ενδιαφερόμενος έχει πράγματι λάβει εγκαίρως τέτοια ενημέρωση, πρέπει επιπλέον, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 83 έως 87 των προτάσεών του, να έχει λάβει γνώση της ύπαρξης και του περιεχομένου του επίμαχου ουσιώδους εγγράφου, καθώς και των συνεπειών που συνδέονται με αυτό, προκειμένου να είναι σε θέση να επικαλεστεί προσβολή του δικαιώματός του σε μετάφραση του εγγράφου ή του δικαιώματός του σε διερμηνεία κατά την κατάρτισή του, τα οποία κατοχυρώνονται από το άρθρο 2, παράγραφος 1, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/64, και να μπορέσει συνεπώς να τύχει δίκαιης δίκης στην οποία, όπως απαιτείται από το άρθρο 47 και το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, γίνονται σεβαστά τα δικαιώματά του υπεράσπισης.

83

Ως εκ τούτου, θα παραβιαζόταν η αρχή της αποτελεσματικότητας αν η προθεσμία εντός της οποίας είναι, βάσει εθνικής δικονομικής διάταξης δυνατή η επίκληση προσβολής των δικαιωμάτων που παρέχουν το άρθρο 2, παράγραφος 1, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/64, καθώς και το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2012/13 άρχιζε να τρέχει πριν ακόμη ο ενδιαφερόμενος ενημερωθεί, σε γλώσσα την οποία ομιλεί ή κατανοεί, αφενός, ως προς την ύπαρξη και το περιεχόμενο του δικαιώματός του σε διερμηνεία και μετάφραση και, αφετέρου, ως προς την ύπαρξη και το περιεχόμενο του επίμαχου ουσιώδους εγγράφου και τις συνέπειες που συνδέονται με αυτό (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2015,Covaci, C‑216/14, EU:C:2015:686, σκέψεις 66 και 67).

84

Εν προκειμένω όμως από τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο να ερμηνεύσει τις διατάξεις του εθνικού του δικαίου, συνάγεται ότι η απλή και μόνον εφαρμογή του άρθρου 120 του CPP στην επίμαχη στην κύρια δίκη κατάσταση, όπως αυτή στην οποία φαίνεται να προέβη το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν ήταν ικανή να διασφαλίσει την τήρηση των απαιτήσεων που απορρέουν από την προηγούμενη σκέψη.

85

Ειδικότερα, από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 120, παράγραφος 3, στοιχείο a, του CPP, η ακυρότητα πράξης κατά την κατάρτιση της οποίας παρίσταται ο ενδιαφερόμενος πρέπει, επί ποινή απώλειας του σχετικού δικαιώματος, να προτείνεται πριν από την ολοκλήρωση της πράξης.

86

Τούτο συνεπάγεται, ιδίως για πράξη όπως η ΔΤΚ, ότι ένα πρόσωπο ευρισκόμενο σε κατάσταση όπως αυτή του TL στερείται de facto της δυνατότητας να προτείνει την ακυρότητα. Πράγματι, όταν το εν λόγω πρόσωπο, το οποίο δεν γνωρίζει τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας, δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τη σημασία της διαδικαστικής πράξης και των συνεπειών της, δεν διαθέτει επαρκείς πληροφορίες για να εκτιμήσει την ανάγκη για συνδρομή διερμηνέα κατά την κατάρτισή της ή για γραπτή μετάφραση της πράξης, η οποία μπορεί να φαίνεται ότι αποτελεί αμιγώς τυπική διατύπωση. Επιπλέον, η δυνατότητα επίκλησης της ακυρότητας της εν λόγω πράξης θίγεται εν συνεχεία, αφενός, από την έλλειψη ενημέρωσης ως προς το δικαίωμα σε τέτοια μετάφραση και σε συνδρομή διερμηνέα και, αφετέρου, από το γεγονός ότι η προθεσμία για την πρόταση της ακυρότητας εκπνέει κατ’ ουσίαν αμέσως, απλώς και μόνον λόγω της ολοκλήρωσης της επίμαχης πράξης.

87

Υπό τις συνθήκες αυτές, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν μπορεί να προβεί σε ερμηνεία της εθνικής ρύθμισης η οποία να καθιστά δυνατή την τήρηση των απαιτήσεων που απορρέουν από τη σκέψη 83 της παρούσας απόφασης και, ως εκ τούτου, να διασφαλίσει την άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης στο πλαίσιο δίκαιης δίκης.

88

Σε περίπτωση κατά την οποία το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι τέτοια ερμηνεία της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής ρύθμισης δεν είναι δυνατή, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της υπεροχής επιβάλλει στον εθνικό δικαστή στον οποίο έχει ανατεθεί, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης την υποχρέωση, σε περίπτωση που είναι αδύνατη η σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας, να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων του δικαίου της Ένωσης στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί, αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε εθνική ρύθμιση ή πρακτική, έστω και μεταγενέστερη, η οποία αντιβαίνει σε διάταξη του δικαίου της Ένωσης που έχει άμεσο αποτέλεσμα, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνιση της εθνικής ρύθμισης ή πρακτικής είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας [απόφαση της 8ης Μαρτίου 2022, Bezirkshauptmannschaft Hartberg-Fürstenfeld (Άμεσο αποτέλεσμα), C‑205/20, EU:C:2022:168, σκέψη 37].

89

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/64, καθώς και το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2012/13, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 47 και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Χάρτη καθώς και της αρχής της αποτελεσματικότητας, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας η προσβολή των προβλεπομένων στις ανωτέρω διατάξεις των οδηγιών δικαιωμάτων πρέπει να προβάλλεται από τον δικαιούχο τους εντός καθορισμένης αποκλειστικής προθεσμίας, εφόσον η προθεσμία αρχίζει να τρέχει πριν καν ο ενδιαφερόμενος ενημερωθεί σε γλώσσα την οποία ομιλεί ή κατανοεί, αφενός, ως προς την ύπαρξη και το περιεχόμενο του δικαιώματός του σε διερμηνεία και μετάφραση και, αφετέρου, ως προς την ύπαρξη και το περιεχόμενο του επίμαχου ουσιώδους εγγράφου καθώς και ως προς τις συνέπειες που συνδέονται με αυτό.

Επί των δικαστικών εξόδων

90

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία, καθώς και το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 47 και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και της αρχής της αποτελεσματικότητας, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας η προσβολή των προβλεπομένων στις ανωτέρω διατάξεις των οδηγιών δικαιωμάτων πρέπει να προβάλλεται από τον δικαιούχο τους εντός καθορισμένης αποκλειστικής προθεσμίας, εφόσον η προθεσμία αρχίζει να τρέχει πριν καν ο ενδιαφερόμενος ενημερωθεί σε γλώσσα την οποία ομιλεί ή κατανοεί, αφενός, ως προς την ύπαρξη και το περιεχόμενο του δικαιώματός του σε διερμηνεία και μετάφραση και, αφετέρου, ως προς την ύπαρξη και το περιεχόμενο του επίμαχου ουσιώδους εγγράφου καθώς και ως προς τις συνέπειες που συνδέονται με αυτό.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.