Υπόθεση C-206/22
TF
κατά
Sparkasse Südpfalz
(αίτηση του Arbeitsgericht Ludwigshafen am Rhein
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 14ης Δεκεμβρίου 2023
«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Άρθρο 7 – Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών – Ιός SARS-Cov-2 – Μέτρο καραντίνας – Αδυναμία μεταφοράς της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που χορηγήθηκε για χρονικό διάστημα το οποίο συνέπιπτε με περίοδο καραντίνας»
Κοινωνική πολιτική – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών – Χορήγηση σε εργαζόμενο ημερών άδειας που συνέπιπταν με περίοδο κατά την οποία τέθηκε σε καραντίνα επειδή είχε έρθει σε επαφή με άτομο που είχε προσβληθεί από ιό – Ρύθμιση βάσει της οποίας η μεταφορά αυτών των ημερών άδειας είναι αδύνατη εφόσον δεν υπήρξε ασθένεια του εργαζομένου κατά την επίμαχη περίοδο – Επιτρέπεται
(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 31 § 2· οδηγία 2003/88 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 1)
(βλ. σκέψεις 38-46 και διατακτ.)
Σύνοψη
O TF, υπάλληλος της Sparkasse Südpfalz από το 2003, έλαβε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών για το χρονικό διάστημα από τις 3 έως τις 11 Δεκεμβρίου 2020.
Μία ημέρα πριν ξεκινήσει η άδεια, η γερμανική αρμόδια αρχή επέβαλε στον TF, δυνάμει των εθνικών υγειονομικών μέτρων για την καταπολέμηση της εξάπλωσης του ιού SARS-CoV-2, καραντίνα για την περίοδο από τις 2 έως τις 11 Δεκεμβρίου 2020 λόγω του ότι είχε έρθει σε επαφή με άτομο που είχε προσβληθεί από τον ιό.
Κατόπιν τούτου, στις 4 Μαρτίου 2021, ο TF ζήτησε από τον εργοδότη του τη μεταφορά των ημερών ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών οι οποίες του είχαν χορηγηθεί για το χρονικό διάστημα που συνέπιπτε με την περίοδο κατά την οποία βρισκόταν σε καραντίνα.
Δεδομένου ότι το αίτημα μεταφοράς των ημερών δεν ικανοποιήθηκε, ο TF άσκησε αγωγή ενώπιον του Arbeitsgericht Ludwigshafen am Rhein (δικαστηρίου εργατικών διαφορών Ludwigshafen am Rhein, Γερμανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.
Στο πλαίσιο της ένδικης αυτής διαφοράς, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η νομολογία των γερμανικών δικαστηρίων, βάσει της οποίας η καραντίνα δεν ισοδυναμεί με ανικανότητα προς εργασία που θα υποχρέωνε τον εργοδότη να μεταφέρει τις χορηγηθείσες ημέρες άδειας συνάδει με το κατοχυρωμένο από το δίκαιο της Ένωσης δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών.
Το Δικαστήριο αποφαίνεται επί της προδικαστικής παραπομπής του αιτούντος δικαστηρίου και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μια τέτοια εθνική πρακτική, που δεν επιτρέπει τη μεταφορά των ημερών άδειας οι οποίες χορηγήθηκαν σε εργαζόμενο που, χωρίς να ασθενεί, βρισκόταν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα σε καραντίνα, συμβιβάζεται με το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συγκεκριμενοποιείται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 ( 1 ).
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
Πρώτον, αφού υπενθυμίζει τον διττό σκοπό τον οποίο υπηρετεί το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, δηλαδή, αφενός, να παρέχεται στον εργαζόμενο η δυνατότητα να αναπαυθεί από την εκτέλεση των καθηκόντων που έχει αναλάβει δυνάμει της σύμβασης εργασίας του και, αφετέρου, να έχει ο εργαζόμενος στη διάθεσή του χρόνο για χαλάρωση και αναψυχή, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το μέτρο καραντίνας το οποίο προβλέπεται από το γερμανικό δίκαιο επιδιώκει διαφορετικό σκοπό. Ειδικότερα, το συγκεκριμένο μέτρο αποσκοπεί στην αποτροπή της εξάπλωσης μεταδοτικής νόσου μέσω της απομόνωσης των ατόμων που ενδέχεται να παρουσιάσουν τα συμπτώματά της.
Δεύτερον, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι ένα τέτοιο μέτρο συνιστά, όπως και η επέλευση ανικανότητας προς εργασία λόγω ασθένειας, γεγονός απρόβλεπτο και ανεξάρτητο από τη βούληση του προσώπου το οποίο αφορά.
Η περίπτωση όμως του εργαζομένου που τίθεται μεν σε καραντίνα επειδή είχε έρθει σε επαφή με άτομο το οποίο είχε προσβληθεί από τον ιό SARS-CoV-2, πλην όμως δεν βρίσκεται ο ίδιος σε κατάσταση ανικανότητας προς εργασία πιστοποιούμενης από ιατρική βεβαίωση, διαφέρει από εκείνη του εργαζομένου που τελεί σε αναρρωτική άδεια και υφίσταται σωματικούς ή ψυχολογικούς περιορισμούς οφειλόμενους στην ασθένειά του. Συνεπώς, ο σκοπός του μέτρου της καραντίνας δεν είναι, κατ’ αρχήν, συγκρίσιμος με εκείνον της αναρρωτικής άδειας. Ως εκ τούτου, η καραντίνα δεν μπορεί, αυτή καθεαυτήν, να παρακωλύσει την υλοποίηση των σκοπών της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών.
Τρίτον, κατά το Δικαστήριο, μολονότι η επιβολή καραντίνας ενδέχεται να επηρεάσει τις συνθήκες υπό τις οποίες ο εργαζόμενος διαθέτει τον ελεύθερο χρόνο του, δεν θίγει εντούτοις, από μόνη της, το δικαίωμα του εργαζομένου να κάνει πράγματι χρήση της ετήσιας άδειάς του μετ’ αποδοχών. Τούτο διότι, κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειας, ο εργαζόμενος δεν πρέπει να υπέχει, έναντι του εργοδότη του, καμία υποχρέωση ικανή να τον εμποδίσει να ασχοληθεί, ελεύθερα και αδιαλείπτως, με τα ενδιαφέροντά του προκειμένου να εξουδετερώσει τα αποτελέσματα που έχει η εργασία επί της ασφάλειας και της υγείας του.
Επομένως, ο εργοδότης δεν οφείλει να αντισταθμίσει τα μειονεκτήματα τα οποία οφείλονται σε απρόβλεπτο γεγονός, όπως η επιβολή καραντίνας από δημόσια αρχή, που εμποδίζει τον υπάλληλό του να επωφεληθεί πλήρως του δικαιώματός του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών. Πράγματι, στόχος της οδηγίας 2003/88 δεν είναι να δικαιολογείται η χορήγηση πρόσθετων αδειών στον εργαζόμενο για οποιοδήποτε γεγονός το οποίο είναι ικανό να τον εμποδίσει να απολαύσει πλήρως και με τον τρόπο που επιθυμεί μια περίοδο ανάπαυσης ή χαλάρωσης, προκειμένου να διασφαλίζεται ο σκοπός της ετήσιας άδειας.
( 1 ) Οδηγία 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ 2003, L 299, σ. 9).