ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 11ης Μαΐου 2023 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Αεροπορικές μεταφορές – Κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 – Αποζημίωση των επιβατών αεροπορικών μεταφορών σε περίπτωση ματαιώσεως πτήσεως – Άρθρο 5, παράγραφος 3 – Απαλλαγή από την υποχρέωση αποζημιώσεως – Έννοια των “εκτάκτων περιστάσεων” – Αιφνίδια απουσία, λόγω ασθενείας ή θανάτου, μέλους του πληρώματος χωρίς το οποίο είναι αδύνατη η εκτέλεση της πτήσεως»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑156/22 έως C‑158/22,

με αντικείμενο τρεις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, οι οποίες υποβλήθηκαν από το Landgericht Stuttgart (πρωτοδικείο Στουτγάρδης, Γερμανία), με αποφάσεις της 3ης Φεβρουαρίου 2022, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 17 Φεβρουαρίου 2022, στις δίκες

TAP Portugal

κατά

flightright GmbH (C‑156/22),

Myflyright GmbH (C‑157/22 και C‑158/22),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο τμήματος, M. Safjan (εισηγητή), N. Piçarra, N. Jääskinen και M. Gavalec, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: L. Medina

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η TAP Portugal, εκπροσωπούμενη από τους K. Brecke, B. Liebert και U. Steppler, Rechtsanwälte,

η flightright GmbH, εκπροσωπούμενη από τους M. Michel και R. Weist, Rechtsanwälte,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις P. Barros da Costa, C. Chambel Alves, L. Guerreiro, καθώς και από τον P. Pisco Santos,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Braun και G. Wilms, καθώς και από την N. Yerrell,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 9ης Φεβρουαρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 (ΕΕ 2004, L 46, σ. 1).

2

Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ, αφενός, της TAP Portugal (στο εξής: TAP) και, αφετέρου, της flightright GmbH (υπόθεση C‑156/22) και της Myflyright GmbH (υποθέσεις C‑157/22 και C‑158/22), σχετικά με το δικαίωμα αποζημιώσεως των επιβατών δυνάμει του κανονισμού 261/2004, κατόπιν ματαιώσεως πτήσεως λόγω του αιφνίδιου θανάτου του συγκυβερνήτη του αεροσκάφους λίγο πριν από την προγραμματισμένη αναχώρηση της πτήσεως.

Το νομικό πλαίσιο

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 14 και 15 του κανονισμού 261/2004 έχουν ως εξής:

«(1)

Η ανάληψη δράσης από την [Ευρωπαϊκή] Κοινότητα στο πεδίο των αερομεταφορών θα πρέπει να αποβλέπει, μεταξύ άλλων, στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του επιβατικού κοινού. Θα πρέπει εξάλλου να ληφθούν πλήρως υπόψη οι απαιτήσεις προστασίας των καταναλωτών.

[…]

(14)

[…] [Ο]ι υποχρεώσεις των πραγματικών αερομεταφορέων θα πρέπει να περιορίζονται ή και να μην ισχύουν όταν η ευθύνη τους έχει προκληθεί από έκτακτες περιστάσεις οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα. Τέτοιες περιστάσεις μπορούν ειδικότερα να προκύψουν σε περιπτώσεις πολιτικής αστάθειας, καιρικών συνθηκών που δεν επιτρέπουν την πραγματοποίηση της συγκεκριμένης πτήσης, κινδύνων για την ασφάλεια των επιβατών, απροσδόκητων ελλείψεων στην ασφάλεια της πτήσης και απεργιών που επηρεάζουν τη λειτουργία του πραγματικού αερομεταφορέα.

(15)

Θα πρέπει να θεωρείται ότι υπάρχουν έκτακτες περιστάσεις εάν μια απόφαση διαχείρισης της εναέριας κυκλοφορίας σε σχέση με συγκεκριμένο αεροσκάφος σε συγκεκριμένη ημέρα έχει ως αποτέλεσμα μακρά καθυστέρηση, ολονύκτια καθυστέρηση ή ματαίωση μιας ή περισσότερων πτήσεων του εν λόγω αεροσκάφους ακόμη και αν ο συγκεκριμένος αερομεταφορέας είχε λάβει όλα τα εύλογα μέτρα για να αποφύγει τις καθυστερήσεις ή τις ματαιώσεις.»

4

Το άρθρο 5 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ματαίωση», προβλέπει τα εξής:

«1.   Σε περίπτωση ματαίωσης μιας πτήσης, οι επιβάτες δικαιούνται:

[…]

γ)

αποζημίωση από τον πραγματικό αερομεταφορέα σύμφωνα με το άρθρο 7, εκτός αν:

i)

έχουν πληροφορηθεί τη ματαίωση δύο εβδομάδες τουλάχιστον πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης, ή

ii)

έχουν πληροφορηθεί τη ματαίωση μία έως δύο εβδομάδες πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και τους προσφέρεται μεταφορά με εναλλακτική πτήση, που τους επιτρέπει να φύγουν όχι περισσότερο από δύο ώρες νωρίτερα από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό λιγότερο από τέσσερις ώρες μετά την προγραμματισμένη ώρα άφιξης, ή

iii)

έχουν πληροφορηθεί τη ματαίωση λιγότερο από επτά ημέρες πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και τους προσφέρεται μεταφορά με άλλη πτήση, που τους επιτρέπει να φύγουν όχι περισσότερο από μία ώρα νωρίτερα από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό λιγότερο από δύο ώρες μετά την προγραμματισμένη ώρα άφιξης.

[…]

3.   Ο πραγματικός αερομεταφορέας δεν υποχρεούται να πληρώσει αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 7 αν μπορεί να αποδείξει ότι η ματαίωση έχει προκληθεί από έκτακτες περιστάσεις οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα.

[…]»

5

Το άρθρο 7 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα αποζημίωσης», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Όταν γίνεται παραπομπή στο παρόν άρθρο, ο επιβάτης λαμβάνει αποζημίωση ύψους:

α)

250 ευρώ για όλες τις πτήσεις έως και 1500 χιλιομέτρων·

β)

400 ευρώ για όλες τις ενδοκοινοτικές πτήσεις άνω των 1500 χιλιομέτρων και όλες τις άλλες πτήσεις μεταξύ 1500 και 3500 χιλιομέτρων·

γ)

600 ευρώ για όλες τις πτήσεις που δεν εμπίπτουν στα στοιχεία α) ή β).

Για τον προσδιορισμό της σχετικής απόστασης, λαμβάνεται ως βάση ο τελευταίος προορισμός στον οποίο ο επιβάτης θα φθάσει καθυστερημένα μετά την προγραμματισμένη ώρα εξαιτίας της άρνησης επιβίβασης ή της ματαίωσης.»

Οι διαφορές της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

6

Οι τρεις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αφορούν τη ματαίωση μίας και της αυτής πτήσεως, οι δε ενδιαφερόμενοι επιβάτες έχουν εκχωρήσει τα δικαιώματά τους που απορρέουν από την εν λόγω ματαίωση, αντιστοίχως, στις εταιρίες flightright (υπόθεση C‑156/22) και Myflyright (υποθέσεις C‑157/22 και C‑158/22), οι οποίες παρέχουν νομική συνδρομή στους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών.

7

Στις 17 Ιουλίου 2019 η TAP, ως πραγματικός αερομεταφορέας, έπρεπε να εκτελέσει πτήση από τη Στουτγάρδη (Γερμανία) στη Λισσαβώνα (Πορτογαλία), με προγραμματισμένη αναχώρηση στις 6.05 π.μ.

8

Την ίδια ημέρα, και συγκεκριμένα στις 4.15 π.μ., ο συγκυβερνήτης του σκάφους που επρόκειτο να εκτελέσει την προαναφερθείσα πτήση βρέθηκε νεκρός στο ξενοδοχείο του. Σοκαρισμένο από το εν λόγω γεγονός, το σύνολο του πληρώματος δήλωσε ότι αδυνατούσε να εκτελέσει την πτήση. Δεδομένου ότι δεν υπήρχε κανένα διαθέσιμο εφεδρικό μέλος του προσωπικού εκτός της βάσεως της TAP, η πτήση των 6.05 π.μ. ματαιώθηκε. Στη συνέχεια, αναχώρησε εφεδρικό πλήρωμα από τη Λισσαβώνα με προορισμό τη Στουτγάρδη στις 11.25 π.μ., όπου και αφίχθη στις 15.20. Κατόπιν τούτου, οι επιβάτες μεταφέρθηκαν στη Λισσαβώνα με εναλλακτική πτήση, η οποία προγραμματίστηκε για τις 16.40.

9

Η TAP αρνήθηκε να καταβάλει στη flightright και στη Myflyright την αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 261/2004, προβάλλοντας ότι ο αιφνίδιος θάνατος του συγκυβερνήτη του αεροσκάφους συνιστά έκτακτη περίσταση κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού.

10

Στις τρεις υπό κρίση υποθέσεις, το Amtsgericht Nürtingen (ειρηνοδικείο Nürtingen, Γερμανία) υποχρέωσε την TAP να καταβάλει τη ζητηθείσα αποζημίωση για τον λόγο ότι, ακριβώς όπως και η απροσδόκητη και αιφνίδια ασθένεια, ο απρόβλεπτος και αιφνίδιος θάνατος μέλους του πληρώματος (στο εξής: αιφνίδιες ασθένειες ή θάνατοι) δεν συνιστά εξωτερικό γεγονός που πλήττει τον αερομεταφορέα, διότι συνιστά κίνδυνο που συνδέεται αναπόσπαστα με τις δραστηριότητές του.

11

Η TAP άσκησε έφεση ενώπιον του του αιτούντος δικαστηρίου, Landgericht Stuttgart (πρωτοδικείου Στουτγάρδης, Γερμανία). Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι κατόπιν έρευνας διαπίστωσε ότι η προσέγγιση του Amtsgericht Nürtingen (ειρηνοδικείου Nürtingen), συνάδει με μέρος της νομολογίας των γερμανικών δικαστηρίων, όπως και με τη νομολογία του γαλλικού Cour de cassation. Αντιθέτως, ένα ολλανδικό δικαστήριο έκρινε πρόσφατα ότι η αιφνίδια ασθένεια μέλους του πληρώματος πρέπει να εξομοιώνεται με εξωτερικό γεγονός που εκφεύγει του ελέγχου του αερομεταφορέα.

12

Το αιτούν δικαστήριο, ναι μεν εκτιμά ότι ο αερομεταφορέας πρέπει, καταρχήν, να εγγυάται την ικανότητα προς πτήση και τη διαθεσιμότητα του προσωπικού του και ότι, ως εκ τούτου, υποχρεούται επίσης, καταρχήν, να διαθέτει ορισμένο εφεδρικό προσωπικό, πλην όμως επισημαίνει ότι το επίμαχο ζήτημα είναι αμφιλεγόμενο τόσο στην ευρωπαϊκή νομολογία όσο και στη θεωρία.

13

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landgericht Stuttgart (πρωτοδικείο Στουτγάρδης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο, και στις τρεις υποθέσεις των οποίων έχει επιληφθεί, το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 5, παράγραφος 3, του […] κανονισμού 261/2004 την έννοια ότι κατά τη συγκεκριμένη διάταξη συντρέχουν έκτακτες περιστάσεις όταν πτήση από αεροδρόμιο ευρισκόμενο εκτός της βάσεως του πραγματικού αερομεταφορέα ματαιώνεται λόγω του γεγονότος ότι, λίγο πριν από την έναρξή της, μέλος του πληρώματος (εν προκειμένω ο συγκυβερνήτης), το οποίο είχε υποβληθεί επιτυχώς και χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα στις προβλεπόμενες τακτικές ιατρικές εξετάσεις, απεβίωσε αιφνιδίως, ο δε θάνατός του δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί από τον αερομεταφορέα, ή ασθένησε τόσο σοβαρά ώστε να μην είναι σε θέση να εκτελέσει την πτήση;»

14

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 4ης Απριλίου 2022, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑156/22 έως C‑158/22 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

15

Με το προδικαστικό ερώτημα, το οποίο είναι το ίδιο και στις τρεις υποθέσεις των οποίων έχει επιληφθεί, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004 έχει την έννοια ότι η αιφνίδια απουσία, λόγω ασθένειας ή θανάτου, μέλους του πληρώματος χωρίς το οποίο είναι αδύνατη η εκτέλεση πτήσεως, απουσία η οποία προέκυψε λίγο πριν από την προγραμματισμένη αναχώρηση της πτήσεως αυτής, εμπίπτει στην έννοια των «έκτακτων περιστάσεων» κατά την εν λόγω διάταξη.

16

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 261/2004, σε περίπτωση ματαιώσεως μιας πτήσεως, οι επιβάτες δικαιούνται αποζημίωση από τον πραγματικό αερομεταφορέα σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού, εκτός αν έχουν προηγουμένως ενημερωθεί για την εν λόγω ματαίωση εντός των προθεσμιών του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημεία i έως iii, του κανονισμού.

17

Ωστόσο, το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών του σκέψεων 14 και 15, απαλλάσσει τον πραγματικό αερομεταφορέα από την ανωτέρω υποχρέωση αποζημιώσεως εφόσον αυτός είναι σε θέση να αποδείξει ότι η ματαίωση έχει προκληθεί από «έκτακτες περιστάσεις» οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα.

18

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μπορούν να χαρακτηριστούν ως «έκτακτες περιστάσεις» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004, τα γεγονότα εκείνα τα οποία, ως εκ της φύσεως ή των αιτίων τους, δεν συνδέονται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του οικείου αερομεταφορέα και επί των οποίων αυτός δεν έχει πραγματικό έλεγχο, οι δύο δε αυτές προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς και να εξετάζονται κατά περίπτωση [αποφάσεις της 23ης Μαρτίου 2021, Airhelp, C‑28/20, EU:C:2021:226, σκέψη 23, και της 7ης Ιουλίου 2022, SATA International – Azores Airlines (Βλάβη του συστήματος ανεφοδιασμού με καύσιμα), C‑308/21, EU:C:2022:533, σκέψη 20].

19

Παρά ταύτα, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, του σκοπού του κανονισμού 261/2004, ο οποίος εξαγγέλλεται στην αιτιολογική σκέψη 1 και συνίσταται στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των επιβατών, και, αφετέρου, του ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού αποτελεί παρέκκλιση από την αρχή του δικαιώματος αποζημιώσεως των επιβατών σε περίπτωση ματαιώσεως της πτήσεώς τους, η έννοια των «έκτακτων περιστάσεων» κατά την εν λόγω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται στενά (απόφαση της 23ης Μαρτίου 2021, Airhelp, C‑28/20, EU:C:2021:226, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

20

Καταρχάς, πρέπει να εξεταστεί αν η αιφνιδιαστική απουσία, λόγω ασθένειας ή θανάτου, μέλους του πληρώματος χωρίς το οποίο είναι αδύνατη η εκτέλεση πτήσεως, απουσία η οποία προέκυψε λίγο πριν από την προγραμματισμένη αναχώρηση της πτήσεως, δύναται να συνιστά, ως εκ της φύσεως ή των αιτίων της, γεγονός που δεν συνδέεται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του πραγματικού αερομεταφορέα.

21

Συναφώς, διαπιστώνεται ότι τα μέτρα που αφορούν το προσωπικό του πραγματικού αερομεταφορέα εμπίπτουν στην κανονική άσκηση των δραστηριοτήτων του τελευταίου. Τούτο ισχύει στην περίπτωση των μέτρων που αφορούν τους όρους εργασίας και αμοιβής του προσωπικού ενός τέτοιου μεταφορέα (απόφαση της 23ης Μαρτίου 2021, Airhelp, C‑28/20, EU:C:2021:226, σκέψη 29), στα οποία εμπίπτουν τα μέτρα σχετικά με τον προγραμματισμό των πληρωμάτων και των ωραρίων εργασίας του προσωπικού.

22

Ως εκ τούτου, οι πραγματικοί αερομεταφορείς ενδέχεται να έρχονται αντιμέτωποι τακτικά, κατά την άσκηση της δραστηριότητάς τους, με αιφνιδιαστική απουσία, λόγω ασθένειας ή θανάτου, ενός ή περισσοτέρων μελών του προσωπικού χωρίς τα οποία είναι αδύνατη εκτέλεση μιας πτήσεως, ακόμη δε και λίγο πριν από την αναχώρησή της. Ως εκ τούτου, η διαχείριση αυτής της απουσίας εξακολουθεί να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το ζήτημα του προγραμματισμού του πληρώματος και των ωραρίων εργασίας του προσωπικού, με αποτέλεσμα ένα τέτοιο αιφνίδιο γεγονός να συνδέεται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του πραγματικού αερομεταφορέα.

23

Πρέπει να διευκρινιστεί ότι, όταν, όπως εν προκειμένω, η απουσία οφείλεται στον αιφνίδιο θάνατο μέλους του προσωπικού χωρίς το οποίο είναι αδύνατη η εκτέλεση πτήσεως, απουσία η οποία προέκυψε λίγο πριν από την αναχώρηση της συγκεκριμένης πτήσεως, μια τέτοια κατάσταση, όσο τραγική και αμετάκλητη και αν είναι, δεν διαφέρει, από νομικής απόψεως, από εκείνη στην οποία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μια πτήση λόγω του ότι ένα τέτοιο μέλος του προσωπικού ασθένησε αιφνιδίως λίγο πριν από την αναχώρηση της πτήσεως. Επομένως, η απουσία καθεαυτήν, λόγω ασθένειας ή θανάτου, ενός ή περισσοτέρων μελών του πληρώματος, έστω και αιφνιδιαστικά, και όχι η ακριβής ιατρική αιτία της απουσίας αυτής, συνιστά γεγονός αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του αερομεταφορέα και, κατά συνέπεια, ο αερομεταφορέας πρέπει να αναμένει την επέλευση τέτοιων απρόβλεπτων γεγονότων στο πλαίσιο του προγραμματισμού των πληρωμάτων και των ωραρίων εργασίας του προσωπικού του.

24

Εξάλλου, το ότι μια τέτοια αιφνιδιαστική απουσία προέκυψε παρά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο μέλος του πληρώματος είχε υποβληθεί επιτυχώς στις περιοδικές ιατρικές εξετάσεις που επιβάλλει η εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση δεν δύναται να ανατρέψει το συμπέρασμα που εκτέθηκε στη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως. Πράγματι, οποιοσδήποτε, ακόμη και κάποιος που υποβλήθηκε επιτυχώς σε τακτικές ιατρικές εξετάσεις, μπορεί να ασθενήσει ή να αποβιώσει αιφνιδίως ανά πάσα στιγμή.

25

Δεδομένου ότι δεν πληρούται η πρώτη από τις δύο σωρευτικές προϋποθέσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο να διερευνηθεί το κατά πόσον πληρούται η δεύτερη εξ αυτών.

26

Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο είναι το ίδιο και στις τρεις υποθέσεις της κύριας δίκης, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004 έχει την έννοια ότι η αιφνίδια απουσία, λόγω ασθένειας ή θανάτου, μέλους του πληρώματος χωρίς το οποίο είναι αδύνατη η εκτέλεση πτήσεως, απουσία η οποία προέκυψε λίγο πριν από την προγραμματισμένη αναχώρηση της πτήσεως αυτής, δεν εμπίπτει στην έννοια των «έκτακτων περιστάσεων» κατά την εν λόγω διάταξη.

Επί των δικαστικών εξόδων

27

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

 

Το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91,

 

έχει την έννοια ότι:

 

η αιφνίδια απουσία, λόγω ασθένειας ή θανάτου, μέλους του πληρώματος χωρίς το οποίο είναι αδύνατη η εκτέλεση πτήσεως, απουσία η οποία προέκυψε λίγο πριν από την προγραμματισμένη αναχώρηση της πτήσεως αυτής, δεν εμπίπτει στην έννοια των «έκτακτων περιστάσεων» κατά την εν λόγω διάταξη.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.