ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 7ης Σεπτεμβρίου 2023 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Πρόσβαση στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση – Εξαίρεση από το δικαίωμα πρόσβασης – Προστασία των εμπορικών συμφερόντων – Πρόγραμμα-πλαίσιο έρευνας και καινοτομίας “Ορίζων 2020” (2014-2020) – Έγγραφα σχετικά με το ερευνητικό έργο “iBorderCtrl: Intelligent Portable Border Control System” – Απόφαση του Ευρωπαϊκού Εκτελεστικού Οργανισμού Έρευνας (REA) με την οποία απορρίπτεται η πρόσβαση σε ορισμένες πληροφορίες – Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον»

Στην υπόθεση C‑135/22 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2022,

Patrick Breyer, κάτοικος Κιέλου (Γερμανία), εκπροσωπούμενος από τον J. Breyer, Rechtsanwalt,

αναιρεσείων,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι ο:

Ευρωπαϊκός Εκτελεστικός Οργανισμός Έρευνας (REA), εκπροσωπούμενος από τις V. Canetti και S. Payan‑Lagrou, επικουρούμενες από τους R. van der Hout και C. Wagner, Rechtsanwälte,

καθού πρωτοδίκως,

υποστηριζόμενος από την:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον F. Erlbacher, την A.‑C. Simon και τον A. Spina,

παρεμβαίνουσα στη διαδικασία αναιρέσεως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič και I. Jarukaitis (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez‑Bordona

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτησή του αναιρέσεως, ο Patrick Breyer ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 15ης Δεκεμβρίου 2021, Breyer κατά REA (T‑158/19, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2021:902), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε εν μέρει την προσφυγή του με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Εκτελεστικού Οργανισμού Έρευνας (REA) της 17ης Ιανουαρίου 2019 [ARES (2019) 266593] (στο εξής: επίμαχη απόφαση) περί αρνήσεως παροχής προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα σχετικά με το έργο «iBorderCtrl: Intelligent Portable Control System» (στο εξής: έργο iBorderCtrl), το οποίο εντάσσεται στο πλαίσιο του προγράμματος-πλαισίου έρευνας και καινοτομίας «Ορίζων 2020» (2014-2020) (στο εξής: πρόγραμμα «Ορίζων 2020»).

Το νομικό πλαίσιο

Ο κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001

2

Ο κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43), καθορίζει τις αρχές, τους όρους και τους περιορισμούς που διέπουν το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα των εν λόγω θεσμικών οργάνων.

3

Η αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού έχει ως εξής:

«Η διαφάνεια εξασφαλίζει μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και, παράλληλα, εγγυάται μεγαλύτερη νομιμότητα, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα της διοίκησης έναντι του πολίτη σε ένα δημοκρατικό σύστημα. Η διαφάνεια συμβάλλει στην ενίσχυση των αρχών της δημοκρατίας και του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως θεσπίζονται από το άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΕ και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [(στο εξής: Χάρτης)].»

4

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι κάθε πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα των θεσμικών οργάνων, υπό την επιφύλαξη των αρχών, όρων και περιορισμών που καθορίζονται στον ίδιο κανονισμό.

5

Το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εξαιρέσεις», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σ’ ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία:

των εμπορικών συμφερόντων ενός συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της πνευματικής ιδιοκτησίας,

[…]

εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.»

6

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού προβλέπει ότι «[ο] αιτών δεν υποχρεούται να δικαιολογήσει την αίτηση».

Ο κανονισμός (ΕΚ) 58/2003

7

Το άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΚ) 58/2003 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2002, περί θεσπίσεως του καταστατικού των εκτελεστικών οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με ορισμένα καθήκοντα σχετικά με τη διαχείριση κοινοτικών προγραμμάτων (ΕΕ 2003, L 11, σ. 1), ορίζει στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, τα εξής:

«Ο εκτελεστικός οργανισμός υπόκειται στις διατάξεις του κανονισμού [1049/2001] όταν του ζητείται πρόσβαση σε έγγραφο υπό την κατοχή του.»

Ο κανονισμός (ΕΕ) 1290/2013

8

Ο κανονισμός (ΕΕ) 1290/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με τη θέσπιση των κανόνων συμμετοχής και διάδοσης του «Ορίζων 2020 – Πρόγραμμα-πλαίσιο έρευνας και καινοτομίας (2014-2020)» και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1906/2006 (ΕΕ 2013, L 347, σ. 81), καταργήθηκε από 1ης Ιανουαρίου 2021, ήτοι μετά την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως, με τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/695 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Απριλίου 2021, για τη θέσπιση του προγράμματος-πλαισίου έρευνας και καινοτομίας «Ορίζων Ευρώπη», τον καθορισμό των κανόνων συμμετοχής και διάδοσής του, και για την κατάργηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1290/2013 και (ΕΕ) αριθ. 1291/2013 (ΕΕ 2021, L 170, σ. 1). Επομένως, ο ανωτέρω πρώτος κανονισμός εξακολουθεί, εν πάση περιπτώσει, να έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

9

Το άρθρο 3 του κανονισμού 1290/2013 όριζε τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων των συμφωνιών εφαρμογής, αποφάσεων ή συμβάσεων, κάθε είδους δεδομένα, γνώσεις και πληροφορίες που ανακοινώνονται στο πλαίσιο δράσης ως εμπιστευτικού χαρακτήρα τηρούνται εμπιστευτικά, λαμβανόμενης δεόντως υπόψη της νομοθεσίας της Ένωσης που αφορά την προστασία και την πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες.»

10

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού προέβλεπε τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 3, εφόσον ζητηθεί, η [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή καθιστά διαθέσιμες στα θεσμικά όργανα, φορείς ή οργανισμούς της Ένωσης, σε κάθε κράτος μέλος ή συνδεδεμένη χώρα όλες τις πρόσφορες πληροφορίες που έχει στην κατοχή της όσον αφορά αποτελέσματα που παράγει συμμετέχων σε μια δράση ο οποίος έχει χρηματοδοτηθεί από την Ένωση, εφόσον πληρούνται οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι συγκεκριμένες πληροφορίες είναι σχετικές με τη δημόσια πολιτική·

β)

οι συμμετέχοντες δεν έχουν προβάλει βάσιμους και επαρκείς λόγους απόκρυψης των συγκεκριμένων πληροφοριών.

[…]»

11

Το άρθρο 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού όριζε τα εξής:

«2.   Με την επιφύλαξη περιορισμών λόγω προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας, κανόνων ασφαλείας ή νόμιμων συμφερόντων, κάθε συμμετέχων διαδίδει με τα κατάλληλα μέσα το ταχύτερο δυνατό τα αποτελέσματα που κατέχει. Η συμφωνία επιχορήγησης μπορεί να καθορίζει εν προκειμένω χρονικά όρια.

Στη συμφωνία επιχορήγησης ορίζονται τυχόν επιπλέον υποχρεώσεις σχετικά με τη διάδοση[, οι οποίες μνημονεύονται στο πρόγραμμα εργασίας ή στο σχέδιο εργασίας].

Όσον αφορά τη διάδοση αποτελεσμάτων μέσω επιστημονικών δημοσιεύσεων, ισχύει η ανοικτή πρόσβαση υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται στη συμφωνία επιχορήγησης. […]

Όσον αφορά τη διάδοση δεδομένων έρευνας, η συμφωνία επιχορήγησης μπορεί, στο πλαίσιο της ανοικτής πρόσβασης και της διατήρησης των δεδομένων έρευνας, να καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις υπό τους οποίους παρέχεται ανοικτή πρόσβαση στα εν λόγω αποτελέσματα, ειδικότερα για έρευνα αιχμής του [Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας (ΕΣΕ)] και για ΜΝΤ (μελλοντικές και νεωτεριστικές τεχνολογίες) ή σε άλλους πρόσφορους τομείς, λαμβανομένων υπόψη των εννόμων συμφερόντων των συμμετεχόντων και τυχόν περιορισμών λόγω κανόνων προστασίας των δεδομένων, κανόνων ασφαλείας ή δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Στην περίπτωση αυτή, το πρόγραμμα εργασίας ή το σχέδιο εργασίας αναφέρουν αν απαιτείται η διάδοση δεδομένων έρευνας μέσω ανοικτής πρόσβασης.

Πριν από κάθε δραστηριότητα διάδοσης ειδοποιούνται οι άλλοι συμμετέχοντες. Μετά την ειδοποίηση, κάθε συμμετέχων μπορεί να αντιταχθεί, εφόσον αποδείξει ότι με την προκειμένη διάδοση θίγονται σοβαρά τα έννομα συμφέροντά του σε σχέση με τα αποτελέσματά του ή το κεκτημένο του. Στην περίπτωση αυτή, η δραστηριότητα διάδοσης δύναται να πραγματοποιηθεί μόνο εφόσον ληφθούν κατάλληλα μέτρα διασφάλισης των εν λόγω εννόμων συμφερόντων. Η συμφωνία επιχορήγησης καθορίζει εν προκειμένω χρονικά όρια.

3.   Για τους σκοπούς της παρακολούθησης και της διάδοσης από την Επιτροπή ή τον αρμόδιο φορέα χρηματοδότησης, οι συμμετέχοντες παρέχουν κάθε απαραίτητη πληροφορία σχετικά με τις δραστηριότητές τους που αφορούν την εκμετάλλευση και τη διάδοση και παρέχουν τυχόν αναγκαία έγγραφα υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στη συμφωνία επιχορήγησης. Με την επιφύλαξη των εννόμων συμφερόντων των συμμετεχόντων που έχουν παράσχει τις πληροφορίες, οι εν λόγω πληροφορίες δημοσιοποιούνται. Η συμφωνία επιχορήγησης καθορίζει, μεταξύ άλλων, χρονικά όρια όσον αφορά τις υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων.»

Το ιστορικό της διαφοράς

12

Το ιστορικό της διαφοράς και το περιεχόμενο της επίμαχης αποφάσεως παρατίθενται στις σκέψεις 1 έως 8 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως.

13

Στις 19 Απριλίου 2016 ο REA συνήψε, στο πλαίσιο του προγράμματος «Ορίζων 2020», τη συμφωνία επιχορήγησης υπ’ αριθ. 700626 (στο εξής: συμφωνία επιχορήγησης) με τα μέλη κοινοπραξίας για τη χρηματοδότηση του έργου iBorderCtrl για διάστημα 36 μηνών από 1ης Σεπτεμβρίου 2016.

14

Το έργο αυτό αποσκοπούσε στη δοκιμή νέων τεχνολογιών για την αύξηση της αποτελεσματικότητας της διαχείρισης των ελέγχων στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, εξασφαλίζοντας ταχύτερη διαχείριση των ταξιδιωτών και ταχύτερο εντοπισμό των παράνομων δραστηριοτήτων.

15

Στις 5 Νοεμβρίου 2018, ο νυν αναιρεσείων (στο εξής: αναιρεσείων) υπέβαλε στην Επιτροπή, βάσει του κανονισμού 1049/2001, αίτηση πρόσβασης σε πλείονα έγγραφα σχετικά τόσο με την έγκριση του έργου όσο και με την εξέλιξή του. Η αίτηση αυτή διαβιβάστηκε στον REA στις 7 Νοεμβρίου του ίδιου έτους.

16

Στις 23 Νοεμβρίου 2018, ο REA ενημέρωσε τον αναιρεσείοντα ότι έκανε εν όλω δεκτή την αίτησή του πρόσβασης όσον αφορά ένα από τα ζητηθέντα έγγραφα, δεδομένου ότι αυτό ήταν προσβάσιμο στο κοινό, και εν μέρει δεκτή όσον αφορά ένα άλλο ζητηθέν έγγραφο. Τον ενημέρωσε επίσης ότι απέρριψε την αίτησή του πρόσβασης όσον αφορά τα λοιπά έγγραφα που συντάχθηκαν κατά τη διάρκεια του έργου, για λόγους, αφενός, προστασίας της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, στο μέτρο που ορισμένα από τα εν λόγω έγγραφα περιείχαν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα φυσικών προσώπων που συμμετείχαν στο έργο, και, αφετέρου, προστασίας των εμπορικών συμφερόντων των μελών της κοινοπραξίας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του ως άνω κανονισμού.

17

Στις 26 Νοεμβρίου 2018, ο αναιρεσείων υπέβαλε επιβεβαιωτική αίτηση πρόσβασης, επισημαίνοντας ότι δεχόταν να αποκρυβούν τα ονόματα των φυσικών προσώπων που εμπλέκονταν στο έργο.

18

Με την επίμαχη απόφαση, ο REA παρέσχε μερική πρόσβαση σε ορισμένα ζητηθέντα έγγραφα και απέρριψε την αίτηση πρόσβασης κατά τα λοιπά.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

19

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Μαρτίου 2019, ο P. Breyer άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως, προσάπτοντας στον REA, αφενός, όσον αφορά τα έγγραφα που σχετίζονται με την έγκριση του έργου iBorderCtrl, ότι παρέλειψε να αποφανθεί επί της αιτήσεώς του πρόσβασης και, αφετέρου, όσον αφορά τα έγγραφα που σχετίζονται με την εξέλιξη του έργου, ότι του παρέσχε μερική μόνον πρόσβαση σε μια πρώτη σειρά εγγράφων και ότι του αρνήθηκε την πρόσβαση σε μια δεύτερη σειρά εγγράφων, για λόγους προστασίας των εμπορικών συμφερόντων των μελών της κοινοπραξίας.

20

Προς στήριξη της εν λόγω προσφυγής, ο αναιρεσείων είχε προβάλει δύο λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων μόνον ο πρώτος είναι κρίσιμος για την εξέταση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

21

Ο λόγος αυτός, με τον οποίο προσαπτόταν στον REA ότι αρνήθηκε να παράσχει πρόσβαση ή ότι παρέσχε μερική μόνον πρόσβαση στα σχετικά με την εξέλιξη του έργου έγγραφα, περιλάμβανε δύο σκέλη, με το πρώτο εκ των οποίων προβαλλόταν ότι δεν υφίστατο προσβολή της προστασίας των εμπορικών συμφερόντων, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, και με το δεύτερο ότι υφίστατο υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογούσε τη γνωστοποίηση των επίμαχων εγγράφων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταίο σκέλος περιόδου, του εν λόγω κανονισμού.

22

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε εν μέρει την επίμαχη απόφαση και απέρριψε την προσφυγή του P. Breyer κατά τα λοιπά.

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων στο πλαίσιο της αναιρετικής δίκης

23

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2022, επετράπη στην Επιτροπή να παρέμβει υπέρ του REA.

24

Με την αίτησή του αναιρέσεως, ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της,

να ακυρώσει την επίμαχη απόφαση και

να καταδικάσει τον REA στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

25

Ο REA, υποστηριζόμενος από την Επιτροπή, ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

να καταδικάσει τον P. Breyer στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

26

Προς στήριξη της αιτήσεώς του αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει έναν και μοναδικό λόγο αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων, καθόσον εσφαλμένως του αρνήθηκε πλήρη πρόσβαση στα έγγραφα που αφορούν την υλοποίηση του έργου iBorderCtrl, ενώ το δημόσιο συμφέρον για πρόσβαση στις πληροφορίες υπερισχύει των εμπορικών συμφερόντων των συμμετεχόντων στο έργο.

27

Ο REA αμφισβητεί το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως στο σύνολό της.

Επί του παραδεκτού

Επιχειρήματα των διαδίκων

28

Ο REA υποστηρίζει, καταρχάς, ότι, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε εν μέρει τα αιτήματα του αναιρεσείοντος, ο τελευταίος δεν μπορεί να αντλήσει όφελος από την αναίρεση της εν λόγω αποφάσεως στο σύνολό της.

29

Εν συνεχεία, ο REA εκθέτει ότι τα επιχειρήματα του αναιρεσείοντος δεν αφορούν το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αλλά το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η αίτηση αναιρέσεως, ότι στηρίζονται σε γενικές εκτιμήσεις και ότι δεν προσδιορίζουν σαφώς τα νομικά σφάλματα στα οποία υπέπεσε, κατά τον αναιρεσείοντα, το Γενικό Δικαστήριο. Κατά τον REA, ο αναιρεσείων απλώς επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα, ως επί το πλείστον ουσιαστικού χαρακτήρα, που είχε ήδη προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, επικαλούμενος επιπλέον πραγματικές πτυχές μη διαπιστωθείσες από το Γενικό Δικαστήριο και χωρίς να προσδιορίζει με ακρίβεια, σύμφωνα με το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, τους λόγους αναιρέσεως και τα νομικά επιχειρήματα.

30

Τέλος, ο REA υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της αιτήσεως αναιρέσεως διευρύνθηκε παρανόμως, στο μέτρο που ο αναιρεσείων περιορίστηκε να επικρίνει τις σκέψεις 181 έως 205 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να προσδιορίσει τους λόγους αναιρέσεως και τα νομικά επιχειρήματα που προτίθετο να προβάλει κατά των λοιπών τμημάτων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

31

Ο αναιρεσείων αντιτείνει ότι δεν βάλλει κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέρος που δέχεται την προσφυγή του, ότι η αίτησή του αναιρέσεως προσδιορίζει τα σφάλματα στα οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, χωρίς να περιορίζεται σε επανάληψη των πρωτοδίκως προβληθέντων επιχειρημάτων, και ότι η ορθή στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων δεν αποτελεί πραγματικό, αλλά νομικό ζήτημα, το οποίο υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

32

Πρώτον, επισημαίνεται εξαρχής ότι, μολονότι είχε αρχικώς ζητήσει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στο σύνολό της, ο αναιρεσείων διευκρίνισε, με το σημείο 2 των παρατηρήσεών του επί του υπομνήματος παρεμβάσεως της Επιτροπής, ότι ζητούσε την αναίρεση της εν λόγω αποφάσεως μόνον καθόσον απέρριψε την προσφυγή του.

33

Εξάλλου, από το άρθρο 56, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως μπορεί να ασκηθεί μόνον από διάδικο που ηττήθηκε εν όλω ή εν μέρει.

34

Δεδομένου ότι ο αναιρεσείων ηττήθηκε εν μέρει, η αίτησή του αναιρέσεως κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι παραδεκτή κατά το μέτρο που η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίπτει εν μέρει την προσφυγή του κατά της επίμαχης αποφάσεως.

35

Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι από το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και από το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας συνάγεται ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζει με ακρίβεια τα επίμαχα σημεία της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό, άλλως η αίτηση αναιρέσεως ή ο οικείος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτα (απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2021, Συμβούλιο κατά Hamas,C‑833/19 P, EU:C:2021:950, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36

Επομένως, δεν πληροί τις επιταγές περί αιτιολογήσεως που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑475/19 P και C‑688/19 P, EU:C:2020:1036, σκέψη 33).

37

Εντούτοις, σε περίπτωση που ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την εξέταση αιτήσεως αναιρέσεως. Πράγματι, εάν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτό, την αίτησή του αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η αναιρετική διαδικασία θα καθίστατο εν μέρει άνευ νοήματος (αποφάσεις της 3ης Δεκεμβρίου 2015, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑280/14 P, EU:C:2015:792, σκέψη 43, και της 10ης Νοεμβρίου 2022, Επιτροπή κατά Valencia Club de Fútbol,C‑211/20 P, EU:C:2022:862, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38

Συναφώς διαπιστώνεται ότι, με την αίτησή του αναιρέσεως, η οποία προσδιορίζει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο αναιρεσείων δεν επιδιώκει απλώς την επανεξέταση του δικογράφου της προσφυγής που άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, αλλά βάλλει κατά του σκεπτικού που περιλαμβάνεται σε συγκεκριμένες σκέψεις της εν λόγω αποφάσεως, προβάλλοντας νομικά επιχειρήματα προκειμένου να αποδείξει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των δημοσίων συμφερόντων που αυτός επικαλέστηκε προς στήριξη του αιτήματος γνωστοποιήσεως και τη στάθμιση των εν λόγω συμφερόντων.

39

Δεν αμφισβητείται ότι ο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου νομικός χαρακτηρισμός ενός πραγματικού περιστατικού ή μιας πράξεως αποτελεί νομικό ζήτημα το οποίο μπορεί να προβληθεί κατ’ αναίρεση (απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Klein κατά Επιτροπής, C‑430/20 P, EU:C:2022:377, σκέψη 41). Εν προκειμένω, τούτο ισχύει όσον αφορά το ζήτημα αν τα συμφέροντα που επικαλείται ο αναιρεσείων πρέπει να θεωρηθούν ότι αποτελούν περιπτώσεις υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταίο σκέλος περιόδου, του κανονισμού 1049/2001.

40

Τρίτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του REA με το οποίο προβάλλεται ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη για τον λόγο ότι το αντικείμενό της διευρύνθηκε παρανόμως. Όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως, με το τελευταίο δικόγραφό του, ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως μόνον κατά το μέρος που με αυτή απορρίφθηκε εν μέρει η προσφυγή του. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο αναιρεσείων βάλλει κατά ορισμένων μόνο σκέψεων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν δύναται να αποτελέσει λόγο απαραδέκτου της αιτήσεώς του αναιρέσεως ή του προβληθέντος λόγου αναιρέσεως.

41

Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή.

Επί της ουσίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

42

Ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως που προβάλλει ο αναιρεσείων, με τον οποίο υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον του αρνήθηκε πλήρη πρόσβαση στα έγγραφα που αφορούν την υλοποίηση του έργου iBorderCtrl, μολονότι υφίστατο υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογούσε τη γνωστοποίησή τους, περιλαμβάνει δύο σκέλη.

43

Κατά πρώτον, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι δεν είχε αποδείξει την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταίο σκέλος περιόδου, του κανονισμού 1049/2001, αν και επικαλέστηκε διάφορα συμφέροντα τα οποία, κατά την άποψή του, ανταποκρίνονταν στον ως άνω χαρακτηρισμό.

44

Πρώτον, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι υφίσταται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον το οποίο δικαιολογεί την πρόσβαση στα έγγραφα που αφορούν ένα έργο χρηματοδοτούμενο εξ ολοκλήρου από δημόσια κονδύλια.

45

Το δημόσιο συμφέρον για τη δυνατότητα διεξαγωγής συζήτησης όσον αφορά τη σκοπιμότητα της δημόσιας χρηματοδότησης ενός τόσο επεμβατικού και αμφιλεγόμενου έργου όσο το έργο iBorderCtrl είναι ακόμη μεγαλύτερο καθόσον η δημόσια χρηματοδότηση θα μπορούσε να διατεθεί σε άλλα, λιγότερο αμφιλεγόμενα, ερευνητικά έργα.

46

Δεύτερον, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι υφίσταται δημόσιο συμφέρον για την εξέταση της επιστημονικής βάσεως και της αξιοπιστίας της τεχνολογίας που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο του έργου iBorderCtrl, η οποία υποτίθεται ότι καθιστά δυνατή την αυτοματοποιημένη ανίχνευση ψεύδους μέσω της ανάλυσης των μικροεκφράσεων του προσώπου των ταξιδιωτών κατά την απάντησή τους σε ερωτήσεις που τους υποβάλλονται πριν από την είσοδό τους την Ένωση.

47

Τρίτον, ο αναιρεσείων επικαλείται την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος το οποίο σχετίζεται με τον αντίκτυπο που ενδέχεται να έχουν επί των θεμελιωδών δικαιωμάτων οι τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του έργου iBorderCtrl.

48

Στο μέτρο που οι εν λόγω τεχνολογίες απαιτούν δοκιμές και πειραματισμούς, συνεπάγονται τη χρήση βιομετρικών δεδομένων και ενδέχεται να εισάγουν διακρίσεις, ιδίως έναντι ευάλωτων προσώπων, η διαφάνεια παρίσταται επιβεβλημένη.

49

Επιπλέον, κατά τον αναιρεσείοντα, ο πειραματικός χαρακτήρας του έργου iBorderCtrl συνεπάγεται, όπως και στον τομέα των κλινικών δοκιμών, την ενημέρωση του κοινού ήδη από το στάδιο της έρευνας, προκειμένου να είναι δυνατή η έναρξη δημόσιας συζήτησης σχετικά με την καταλληλότητα των χρησιμοποιούμενων τεχνολογιών και η εξέταση των ζητημάτων δεοντολογίας και προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

50

Τέταρτον, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι υφίσταται υπέρτερο επιστημονικό, δημοσιογραφικό, πολιτικό και δημοκρατικό συμφέρον για τη γνωστοποίηση των εγγράφων του έργου.

51

Σύμφωνα με την «αρχή της καθολικότητας της επιστήμης», υφίσταται επιστημονικό συμφέρον για τη γνωστοποίηση του συνόλου των αποτελεσμάτων της έρευνας, προκειμένου αυτά να μπορούν να καταστούν αντικείμενο συζήτησης και κριτικής, δεδομένης μάλιστα της υφιστάμενης επιστημονικής συζήτησης σχετικά με το κατά πόσον η εξαιρετικά αμφιλεγόμενη τεχνολογία οπτικής ανίχνευσης ψεύδους καταλήγει σε αποτελέσματα με αποδεικτική αξία.

52

Συνακόλουθα, η ύπαρξη πλειόνων μελετών που αφορούν τις εν λόγω τεχνολογίες καταδεικνύει τόσο το αυξημένο ενδιαφέρον που προκαλούν στην επιστημονική κοινότητα όσο και την μικρή αποδεικτική αξία των αποτελεσμάτων των εν λόγω τεχνολογιών. Ο δε μεγάλος αριθμός ρεπορτάζ που είναι αφιερωμένα στο έργο iBorderCtrl αποδεικνύει το έντονο ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης για το εν λόγω είδος έργου, ενώ οι εργασίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καταδεικνύουν το πολιτικό ενδιαφέρον που προκαλεί.

53

Επιπλέον, η χρησιμοποιούμενη τεχνολογία, η οποία αρχικά προοριζόταν για τους συνοριακούς ελέγχους, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και σε άλλους τομείς, με σκοπό τη διενέργεια ερευνών σχετικά με τα πρόσωπα και τον έλεγχο των δηλώσεών τους. Ως εκ τούτου, υφίσταται δημοκρατικό και πολιτικό συμφέρον να προσδιοριστεί κατά πόσον είναι επιθυμητή η χρήση των εν λόγω τεχνολογιών μαζικού ελέγχου, οι οποίες, επί του παρόντος, απαγορεύονται, και κατά πόσον θα πρέπει να τους αναγνωριστεί νομική βάση.

54

Ο αναιρεσείων επισημαίνει, εξάλλου, ότι πολλές πληροφορίες σχετικά με το έργο iBorderCtrl είχαν ήδη γνωστοποιηθεί, μεταξύ άλλων, και από συμμετέχοντες στο έργο. Κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, η κατ’ αυτόν τον τρόπο διάδοση επιλεκτικών πληροφοριών, χωρίς δυνατότητα αντικειμενικών εξακριβώσεων από ανεξάρτητο τρίτο, δεν συνάδει προς το δημόσιο συμφέρον.

55

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο αναιρεσείων φρονεί ότι, κατά τη στάθμιση των εμπλεκόμενων συμφερόντων, τα εμπορικά συμφέροντα των μελών της κοινοπραξίας «δεν έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα» και θα έπρεπε να υποχωρήσουν σε δεύτερη μοίρα έναντι του συμφέροντος του κοινού για διαφάνεια.

56

Ειδικότερα, το δημόσιο συμφέρον υπερισχύει σημαντικά όσον αφορά τα έγγραφα τα οποία ελάχιστη σχέση έχουν με επιχειρηματικά απόρρητα, όπως οι δεοντολογικές και νομικές αξιολογήσεις της τεχνολογίας, τα σχέδια δημόσιας επικοινωνίας, η έκθεση σχετικά με τη διαχείριση της ποιότητας ή τα έγγραφα που αφορούν την έγκριση του ερευνητικού έργου.

57

Κατά δεύτερον, ο αναιρεσείων εκθέτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον, με τις σκέψεις 194 έως 200 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι οι διατάξεις του κανονισμού 1290/2013 και του κανονισμού (ΕΕ) 1291/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση του προγράμματος-πλαισίου «Ορίζων 2020» για την έρευνα και την καινοτομία (2014-2020) και την κατάργηση της απόφασης αριθ. 1982/2006/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 347, σ. 104), καθώς και οι όροι της συμφωνίας επιχορήγησης αρκούσαν για την ικανοποίηση του ως άνω συμφέροντος, δεδομένου ότι οι συμμετέχοντες στο έργο είχαν την υποχρέωση να διαδίδουν τα αποτελέσματά του, μεταξύ άλλων, μέσω ελευθέρως προσβάσιμων επιστημονικών δημοσιεύσεων, ότι ο REA προέβαινε σε ενέργειες στον τομέα της επικοινωνίας και της δημοσιότητας για τις οποίες μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν συνόψεις εκθέσεων, ότι τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης καθώς και τα κράτη μέλη είχαν δικαίωμα πρόσβασης στις πληροφορίες, ότι ασκείτο έλεγχος επί της νομιμότητας της ανάπτυξης του εν λόγω έργου και, τέλος, ότι η δεοντολογική και η νομική αξιολόγηση του έργου υποβάλλονταν σε ανεξάρτητο σύμβουλο σε θέματα δεοντολογίας.

58

Καταρχάς, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η υποχρέωση δημοσιεύσεως την οποία υπέχουν οι συμμετέχοντες στο εν λόγω ερευνητικό έργο δεν ικανοποιεί το δημόσιο συμφέρον για πρόσβαση στις πληροφορίες, δεδομένου ότι όλα τα σχετικά με το εν λόγω έργο έγγραφα θα έπρεπε να δημοσιευθούν, συμπεριλαμβανομένων εκείνων τα οποία αφορούν την κατάσταση της έρευνας και τα χρησιμοποιούμενα υλικά και μεθόδους, και ότι η υποχρέωση αυτή δεν εκτείνεται στις εμπορικού χαρακτήρα πληροφορίες που θεωρούνται άξιες προστασίας.

59

Κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, το κοινό, το οποίο χρηματοδοτεί το έργο, θα έπρεπε να έχει εγκαίρως πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες ήδη από το στάδιο της έρευνας και ανάπτυξης. Η προσέγγιση αυτή συνάδει, εξάλλου, με την πρακτική της Επιτροπής για τα επιστημονικά άρθρα που σχετίζονται με έργα χρηματοδοτούμενα στο πλαίσιο του προγράμματος «Ορίζων 2020» και με την οικονομία του κανονισμού 1290/2013, του οποίου το άρθρο 43, παράγραφος 2, προβλέπει ότι κάθε συμμετέχων στο πρόγραμμα διαδίδει με τα κατάλληλα μέσα το ταχύτερο δυνατό τα αποτελέσματα που κατέχει. Ο αναιρεσείων παρατηρεί επίσης συναφώς ότι ο κανονισμός 1049/2001 δεν προβλέπει εξαίρεση από το δικαίωμα πρόσβασης στις πληροφορίες για τα εν εξελίξει έργα έρευνας και ανάπτυξης και ότι οι επιταγές περί προστασίας των εμπορικών συμφερόντων των συμμετεχόντων δεν είναι ισχυρότερες κατά τη διάρκεια του έργου απ’ ό,τι μετά την ολοκλήρωσή του.

60

Στο πλαίσιο αυτό, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε ότι οι συμμετέχοντες στο έργο iBorderCtrl μπορούσαν να κρατήσουν απόρρητες όλες τις πληροφορίες που αφορούσαν ειδικώς το σύστημα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούσαν τη νομιμότητα και τον αποδεκτό από δεοντολογικής απόψεως χαρακτήρα του, καθώς και όλους τους κινδύνους και τα μειονεκτήματα που παρουσιάζει.

61

Εν συνεχεία, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι ούτε οι δραστηριότητες του REA στον τομέα της επικοινωνίας και της δημοσιότητας είναι ικανές να ικανοποιήσουν το δημόσιο συμφέρον για πρόσβαση στις πληροφορίες, δεδομένου ότι ο ως άνω οργανισμός υποχρεούται να τηρεί το απόρρητο των εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών και ότι οι πληροφορίες που δημοσιεύει, συχνά «διαφημιστικού» χαρακτήρα, δεν καθιστούν δυνατή την ανεξάρτητη ή με κριτικό πνεύμα συζήτηση.

62

Τέλος, ο αναιρεσείων φρονεί ότι το δικαίωμα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης καθώς και των κρατών μελών για πρόσβαση στις πληροφορίες δεν δύναται να ικανοποιήσει το συμφέρον του κοινού για ενημέρωση, διότι δεν πρόκειται για δημόσια πρόσβαση στις πληροφορίες.

63

Ο REA, υποστηριζόμενος από την Επιτροπή, υποστηρίζει, αφενός, ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς διαπίστωσε και αιτιολόγησε ότι ο αναιρεσείων δεν απέδειξε την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που θα δικαιολογούσε τη γνωστοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων και, αφετέρου, ότι ο αναιρεσείων δεν κατόρθωσε να προσδιορίσει τα νομικά σφάλματα στα οποία υπέπεσε, κατά την άποψή του, το Γενικό Δικαστήριο και τα οποία είναι ικανά να κλονίσουν την ορθότητα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

64

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι ο αναιρεσείων βάλλει κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως μόνον κατά το μέρος που με αυτή δεν αναγνωρίστηκε η ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος ικανού να δικαιολογήσει τη γνωστοποίηση ορισμένων εγγράφων ή τμημάτων εγγράφων ως προς τα οποία ο REA είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ενέπιπταν στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

65

Επομένως, στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, της οποίας ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως πρέπει να εξεταστεί, ο αναιρεσείων δεν βάλλει κατά των περιλαμβανόμενων στις σκέψεις 117, 135, 146, 152, 164, 172 και 178 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου, κατά τις οποίες ο REA δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η γνωστοποίηση των πληροφοριών που περιέχονται σε ορισμένα έγγραφα ή τμήματα εγγράφων ήταν ικανή να θίξει τα εμπορικά συμφέροντα των μελών της κοινοπραξίας.

66

Όπως ρητώς προβλέπει το άρθρο 23 του κανονισμού 58/2003, οι εκτελεστικοί οργανισμοί, όπως ο REA, υποχρεούνται να τηρούν τους κανόνες του κανονισμού 1049/2001.

67

Σύμφωνα με την αιτιολογική του σκέψη 1, ο τελευταίος αυτός κανονισμός εντάσσεται στο πλαίσιο της εκφραζόμενης στο άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ βούλησης του νομοθέτη της Ένωσης να διανοιχθεί νέα φάση στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης, στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά και όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες (απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2021, Leino-Sandberg κατά Κοινοβουλίου, C‑761/18 P, EU:C:2021:52, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68

Ο θεμελιώδης αυτός στόχος της Ένωσης αντικατοπτρίζεται επίσης, αφενός, στο άρθρο 15, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης διεξάγουν τις εργασίες τους όσο το δυνατόν πιο ανοιχτά, αρχή η οποία επιβεβαιώνεται επίσης στο άρθρο 10, παράγραφος 3, ΣΕΕ και στο άρθρο 298, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθώς και, αφετέρου, στο άρθρο 42 του Χάρτη, με την κατοχύρωση του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα (απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2021, Leino-Sandberg κατά Κοινοβουλίου, C‑761/18 P, EU:C:2021:52, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69

Περαιτέρω, από την αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 1049/2001 προκύπτει ότι η διαφάνεια προσδίδει στα θεσμικά όργανα της Ένωσης μεγαλύτερη νομιμότητα, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα έναντι των πολιτών της Ένωσης σε ένα δημοκρατικό σύστημα. Παρέχοντας τη δυνατότητα ανοικτού διαλόγου επί των διάφορων διιστάμενων απόψεων, συμβάλλει, επιπλέον, στην αύξηση της εμπιστοσύνης των εν λόγω πολιτών (απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, ClientEarth κατά Επιτροπής, C‑57/16 P, EU:C:2018:660, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

70

Προς τούτο, το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι σκοπός του κανονισμού είναι να παράσχει στο κοινό το δικαίωμα της ευρύτερης δυνατής πρόσβασης στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, υπό την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων, για λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος, οι οποίες, ως απόκλιση από την αρχή που θεσπίζει το εν λόγω άρθρο, πρέπει να ερμηνεύονται στενά και να εφαρμόζονται αυστηρά (πρβλ. απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, ClientEarth κατά Επιτροπής, C‑57/16 P, EU:C:2018:660, σκέψεις 76 έως 78).

71

Μεταξύ των εξαιρέσεων από το δικαίωμα πρόσβασης καταλέγεται και εκείνη του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, κατά το οποίο τα θεσμικά όργανα της Ένωσης αρνούνται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία «των εμπορικών συμφερόντων ενός συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της πνευματικής ιδιοκτησίας», εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.

72

Ως εκ τούτου, το καθεστώς των εξαιρέσεων που προβλέπεται στο άρθρο 4 στηρίζεται σε στάθμιση των αντιτιθέμενων σε δεδομένη περίπτωση συμφερόντων, δηλαδή, αφενός, των συμφερόντων που θα ικανοποιούντο από τη δημοσιοποίηση των οικείων εγγράφων και, αφετέρου, των συμφερόντων που θα θίγονταν από τη δημοσιοποίηση αυτή, οπότε η απόφαση επί αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα εξαρτάται από το ζήτημα ποιο είναι το υπέρτερο στη συγκεκριμένη περίπτωση συμφέρον (αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN και Φινλανδία κατά Επιτροπής, C‑514/11 P και C‑605/11 P, EU:C:2013:738, σκέψη 42, και της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά EnBW,C‑365/12 P, EU:C:2014:112, σκέψη 63).

73

Εν προκειμένω, πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον το Γενικό Δικαστήριο, διενεργώντας την ως άνω στάθμιση και αρνούμενο να χαρακτηρίσει τα συμφέροντα που επικαλέστηκε ο αναιρεσείων ως περιπτώσεις υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος το οποίο δικαιολογεί τη γνωστοποίηση των επίμαχων εγγράφων, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

74

Συναφώς, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 187 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι απόκειται στον προβάλλοντα την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος να επικαλεστεί κατά τρόπο συγκεκριμένο περιστάσεις που δικαιολογούν τη γνωστοποίηση των οικείων εγγράφων (πρβλ. απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN και Φινλανδία κατά Επιτροπής, C‑514/11 P και C‑605/11 P, EU:C:2013:738, σκέψη 94).

75

Ομοίως ορθώς το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, με τη σκέψη 188 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, μολονότι το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον το οποίο δύναται να δικαιολογήσει τη γνωστοποίηση ενός εγγράφου δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην να διαφοροποιείται από τις αρχές που διέπουν τον κανονισμό 1049/2001, εντούτοις, οι γενικές εκτιμήσεις δεν αρκούν, αφ’ εαυτών, για να αποδείξουν ότι η αρχή της διαφάνειας είναι ιδιαιτέρως επιτακτική, ώστε να κατισχύει των λόγων που δικαιολογούν την άρνηση γνωστοποίησης των επίμαχων εγγράφων (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN και Φινλανδία κατά Επιτροπής, C‑514/11 P και C‑605/11 P, EU:C:2013:738, σκέψεις 92 και 93, της 16ης Ιουλίου 2015, ClientEarth κατά Επιτροπής, C‑612/13 P, EU:C:2015:486, σκέψεις 92 και 93, καθώς και της 14ης Ιουλίου 2016, Sea Handling κατά Επιτροπής, C‑271/15 P, EU:C:2016:557, σκέψη 95).

76

Κατά πρώτον, διαπιστώνεται ότι ο λόγος αναιρέσεως στηρίζεται εν μέρει σε γενικές εκτιμήσεις όσον αφορά, αφενός, την ανάγκη δημοσιεύσεως του συνόλου των πληροφοριών σχετικά με έργα που τυγχάνουν δημόσιας χρηματοδότησης και, αφετέρου, το επιστημονικό συμφέρον που συνδέεται με τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων τεχνολογικής έρευνας σύμφωνα με την «αρχή της καθολικότητας της επιστήμης».

77

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι ένα ερευνητικό έργο χρηματοδοτείται από κονδύλια της Ένωσης και αποσκοπεί στην ανάπτυξη μιας νέας τεχνολογίας μπορεί καταρχήν να αναδεικνύει την ύπαρξη πραγματικού συμφέροντος του κοινού για πρόσβαση στα σχετικά με το εν λόγω έργο έγγραφα. Εντούτοις, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 75 της παρούσας αποφάσεως, η επίκληση ενός τέτοιου γενικού λόγου δεν αρκεί προκειμένου να αποδειχθεί ότι το συμφέρον αυτό πρέπει κατ’ ανάγκην να κατισχύει των λόγων που δικαιολογούν την άρνηση γνωστοποίησης των εν λόγω εγγράφων.

78

Κατά δεύτερον, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αρνήθηκε ότι υφίσταται επιστημονικό συμφέρον καθώς και συμφέρον των μέσων ενημέρωσης και εν γένει του κοινού για τη γνωστοποίηση των πληροφοριών σχετικά με το έργο iBorderCtrl, αλλά, με τις σκέψεις 193, 197 και 200 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι το εν λόγω συμφέρον ικανοποιείται χάρη στο σύστημα δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων που προβλέπεται από τον κανονισμό 1290/2013 και από τη συμφωνία επιχορήγησης.

79

Το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε, αφενός, με τις σκέψεις 194 και 195 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις υποχρεώσεις δημοσιεύσεως των αποτελεσμάτων που βαρύνουν τους συμμετέχοντες στο έργο και, αφετέρου, με τη σκέψη 196 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στα δικαιώματα πρόσβασης των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και των κρατών μελών στις πληροφορίες όσον αφορά τα αποτελέσματα του έργου.

80

Όσον αφορά τις υποχρεώσεις που βαρύνουν τους συμμετέχοντες στο έργο, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε καταρχάς ότι το άρθρο 43, παράγραφος 2, του κανονισμού 1290/2013 και το άρθρο 29.1 της συμφωνίας επιχορήγησης προέβλεπαν υποχρέωση των εν λόγω συμμετεχόντων να διαδίδουν με κατάλληλα μέσα τα αποτελέσματα του έργου, με την επιφύλαξη ενδεχόμενων περιορισμών που επιβάλλονται, μεταξύ άλλων, λόγω προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας, κανόνων ασφαλείας ή νομίμων συμφερόντων.

81

Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η έκταση της υποχρεώσεως των συμμετεχόντων να διαδίδουν τα αποτελέσματα της έρευνας προσδιοριζόταν στη συμφωνία επιχορήγησης. Το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε στο άρθρο 29.2 της εν λόγω συμφωνίας, το οποίο όριζε ότι πρέπει να διασφαλίζεται ελεύθερη πρόσβαση στις επιστημονικές δημοσιεύσεις των αποτελεσμάτων που αξιολογούνται από ομοτίμους, και στο άρθρο 38.2.1 της εν λόγω συμφωνίας, το οποίο προέβλεπε ότι ο REA μπορούσε, τηρουμένης της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών, να χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που σχετίζονται με το έργο και τα έγγραφα, ιδίως τις συνόψεις που προορίζονται για δημοσίευση και τα παραδοτέα στο κοινό στοιχεία, για τις δραστηριότητές του στον τομέα της επικοινωνίας και της δημοσιότητας. Το Γενικό Δικαστήριο αναφέρθηκε επίσης στο άρθρο 20.3, στοιχείο a, σημείο iii, και στο άρθρο 20.4, στοιχείο a, της συμφωνίας επιχορήγησης, κατά τα οποία οι συμμετέχοντες όφειλαν να υποβάλλουν στον REA, μαζί με τις περιοδικές τεχνικές και χρηματοοικονομικές εκθέσεις, τις συνόψεις που περιέχουν, μεταξύ άλλων, επισκόπηση των αποτελεσμάτων και της διάδοσής τους, με σκοπό τη δημοσίευσή τους από τον REA.

82

Όσον αφορά τα δικαιώματα πρόσβασης στις πληροφορίες σχετικά με τα αποτελέσματα του έργου, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, αφενός, ότι το άρθρο 4 του κανονισμού 1290/2013 και το άρθρο 36.1 της συμφωνίας επιχορήγησης προβλέπουν, υπό τις προϋποθέσεις που τίθενται σε αυτά, την πρόσβαση των θεσμικών και λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης καθώς και των κρατών μελών στις πληροφορίες όσον αφορά αποτελέσματα που παράγει συμμετέχων ο οποίος έχει χρηματοδοτηθεί από την Ένωση και, αφετέρου, ότι το άρθρο 49 του ως άνω κανονισμού διασφαλίζει στα ως άνω θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης καθώς και στα κράτη μέλη δικαιώματα πρόσβασης, για τους σκοπούς της ανάπτυξης, της εφαρμογής και της παρακολούθησης των πολιτικών ή προγραμμάτων της Ένωσης, στα εν λόγω αποτελέσματα.

83

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εξακριβωθεί αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι τα δημόσια συμφέροντα που επικαλέστηκε ο αναιρεσείων προς στήριξη της αιτήσεώς του γνωστοποίησης ικανοποιούνταν από το σύστημα δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων που προβλέπεται από τον κανονισμό 1290/2013 και από τη συμφωνία επιχορήγησης.

84

Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 79 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε καταρχάς στις υποχρεώσεις δημοσίευσης των αποτελεσμάτων που υπέχουν οι συμμετέχοντες στο έργο.

85

Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, το Γενικό Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι μπορούσε να παραμείνει απόρρητο το σύνολο των πληροφοριών που αφορούσαν ειδικώς το έργο iBorderCtrl, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών σχετικά με τη νομιμότητα και τον αποδεκτό από δεοντολογικής απόψεως χαρακτήρα του.

86

Υπό το πρίσμα της σκέψεως 194 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε απλώς ότι η προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας, κανόνες ασφάλειας ή νόμιμα συμφέροντα θέτουν όρια στην υποχρέωση των συμμετεχόντων στο έργο να διαδίδουν τα αποτελέσματα της έρευνας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 43, παράγραφος 2, του κανονισμού 1290/2013 και στο άρθρο 29.1 της συμφωνίας επιχορήγησης.

87

Όσον αφορά ειδικότερα τα έγγραφα σχετικά με τις συνέπειες του έργου από δεοντολογικής και νομικής απόψεως, από τις σκέψεις 113 έως 118 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε την επίμαχη απόφαση μόνον όσον αφορά τα έγγραφα που περιείχαν πληροφορίες σχετικά με τα εργαλεία και τις τεχνολογίες που είχαν συγκεκριμένα αναπτύξει τα μέλη της κοινοπραξίας στο πλαίσιο του έργου iBorderCtrl. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίμαχη απόφαση κατά το μέρος που με αυτή απορρίφθηκε η αίτηση πρόσβασης στις πληροφορίες που αφορούσαν τη γενική δεοντολογική και νομική αξιολόγηση συστημάτων τα οποία χρησιμοποιούν καινοτόμα τεχνολογικά μέσα, όπως η αυτοματοποιημένη ανίχνευση ψεύδους.

88

Όσον αφορά το επιχείρημα του αναιρεσείοντος ότι τα κριτήρια που ανέπτυξε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση θα είχαν ως αποτέλεσμα το απόρρητο μιας ολόκληρης σειράς εγγράφων που αφορούν τα αποτελέσματα του έργου, μεταξύ των οποίων, ειδικότερα, των σχετικών με τα αποτελέσματα των πιλοτικών δοκιμών εγγράφων, το εν λόγω επιχείρημα στηρίζεται σε αδικαιολόγητη προβολή των διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου σε έγγραφα άλλα από εκείνα που αποτέλεσαν το αντικείμενο της αίτησης γνωστοποίησης και, ως εκ τούτου, της επίμαχης αποφάσεως.

89

Δεύτερον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε το επιχείρημα του αναιρεσείοντος ότι η υποχρέωση γνωστοποίησης που υπέχουν οι συμμετέχοντες στο έργο δεν δύναται να ικανοποιήσει το δημόσιο συμφέρον, δεδομένου ότι η εν λόγω υποχρέωση δεν επιτρέπει τη δημοσίευση εμπορικών πληροφοριών που θεωρούνται άξιες προστασίας. Πράγματι, αν γινόταν δεκτό το ανωτέρω επιχείρημα, τούτο θα ισοδυναμούσε με παραδοχή της υπεροχής των δημοσίων συμφερόντων των οποίων γίνεται επίκληση προς στήριξη της αίτησης πρόσβασης έναντι των συμφερόντων που δικαιολογούν την άρνηση γνωστοποίησης, μολονότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 74 της παρούσας αποφάσεως, απόκειται σε εκείνον που προβάλλει την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος να το αποδείξει.

90

Τρίτον, η σύγκριση στην οποία προβαίνει ο αναιρεσείων με προηγούμενα «παρόμοια» έργα έρευνας και ανάπτυξης, που, κατ’ αυτόν, επιβεβαιώνουν ότι οι δημοσιεύσεις των συμμετεχόντων σε τέτοια έργα δεν καθιστούν δυνατή τη διεξαγωγή δημόσιου διαλόγου, στηρίζεται σε μια γενική εκτίμηση, σχετιζόμενη με άλλα έργα, η οποία δεν δύναται να αποδείξει, όσον αφορά ειδικώς το έργο iBorderCtrl, την ανεπάρκεια, υπό το πρίσμα της απαίτησης διαφάνειας, των πληροφοριών που δημοσιοποιούνται βάσει του κανονισμού 1290/2013 και της συμφωνίας επιχορήγησης.

91

Τέταρτον, ο αναιρεσείων δεν αποδεικνύει για ποιον λόγο ενέχει πλάνη περί το δίκαιο η ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία ήταν δυνατή η διεξαγωγή τεκμηριωμένης δημόσιας συζήτησης σχετικά με τις διάφορες πτυχές του υπό εξέλιξη έργου iBorderCtrl βάσει των αποτελεσμάτων που διαδόθηκαν κατ’ εφαρμογήν του ως άνω κανονισμού και της συμφωνίας επιχορήγησης.

92

Συναφώς, επιβάλλεται καταρχάς η διαπίστωση ότι από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο κανονισμός 1049/2001 προβλέπει γενική εξαίρεση από το δικαίωμα πρόσβασης σε πληροφορίες για τα υπό εξέλιξη έργα έρευνας και ανάπτυξης.

93

Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι, με το επιχείρημά του, ο αναιρεσείων επικαλείται, κατ’ ουσίαν, την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταίο σκέλος περιόδου, του κανονισμού 1049/2001, για γνώση του συνόλου των πληροφοριών που αφορούν όλα τα στάδια ενός χρηματοδοτούμενου από δημόσια κονδύλια έργου τεχνολογικής έρευνας, συμφέροντος το οποίο υπερισχύει συστηματικά των εμπορικών συμφερόντων των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στο εν λόγω έργο. Το επιχείρημα αυτό θα μπορούσε να ευδοκιμήσει μόνον εφόσον υφίστατο τεκμήριο κατά το οποίο οι εν λόγω πληροφορίες θεωρούνται ότι εξυπηρετούν υπέρτερο δημόσιο συμφέρον. Ελλείψει τέτοιου τεκμηρίου, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 74 και 89 της παρούσας αποφάσεως, απόκειται στον αναιρεσείοντα να επικαλεστεί κατά τρόπο συγκεκριμένο τις περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούν τη γνωστοποίηση των οικείων εγγράφων.

94

Συναφώς, διαπιστώνεται ότι από κανένα στοιχείο του λόγου αναιρέσεως δεν αποδεικνύεται ότι είναι νομικώς εσφαλμένη η περιλαμβανόμενη στη σκέψη 202 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία ο αναιρεσείων δεν απέδειξε ότι η αρχή της διαφάνειας είχε, εν προκειμένω, τόσο επιτακτικό χαρακτήρα, ώστε να κατισχύει του εννόμου συμφέροντος προστασίας των εμπορικών συμφερόντων των μελών της κοινοπραξίας που συμμετείχαν στο έργο.

95

Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι τα δημόσια συμφέροντα που επικαλέστηκε ο αναιρεσείων μπορούσαν να ικανοποιηθούν από τις υποχρεώσεις δημοσιεύσεως των αποτελεσμάτων του έργου iBorderCtrl τις οποίες υπέχουν οι συμμετέχοντες στο έργο από το άρθρο 43, παράγραφος 2, του κανονισμού 1290/2013 καθώς και από το άρθρο 20.3, στοιχείο a, σημείο iii, το άρθρο 20.4, στοιχείο a, και τα άρθρα 29.1, 29.2 και 38.2.1 της συμφωνίας επιχορήγησης.

96

Αντιθέτως, εσφαλμένως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 196 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα συμφέροντα αυτά διασφαλίζονταν από το δικαίωμα για διαθεσιμότητα των πληροφοριών και από το δικαίωμα πρόσβασης που προβλέπονται υπέρ των θεσμικών και λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης καθώς και υπέρ των κρατών μελών από τα άρθρα 4 και 49 του κανονισμού 1290/2013, καθώς και από το άρθρο 36.1 της συμφωνίας επιχορήγησης, ενώ, αφενός, τα εν λόγω δικαιώματα και, αφετέρου, το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα, το οποίο προβλέπεται από τον κανονισμό 1049/2001, δεν έχουν ούτε τους ίδιους δικαιούχους ούτε τον ίδιο σκοπό.

97

Πράγματι, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 2, του κανονισμού 1290/2013, το δικαίωμα για διαθεσιμότητα των πληροφοριών που έχει στην κατοχή της η Επιτροπή όσον αφορά αποτελέσματα που παράγει συμμετέχων σε μια δράση ο οποίος έχει χρηματοδοτηθεί από την Ένωση επιφυλάσσεται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, καθώς και στα κράτη μέλη. Το εν λόγω δικαίωμα τους επιτρέπει να έχουν πρόσβαση, κατόπιν αιτήσεως, μόνο σε πληροφορίες που είναι σχετικές με τους σκοπούς της δημόσιας πολιτικής, οι οποίες, μετά τη γνωστοποίησή τους, παραμένουν εμπιστευτικές, εκτός εάν δημοσιοποιηθούν ή τεθούν στη διάθεση του κοινού από τους συμμετέχοντες. Ομοίως, από το άρθρο 49, παράγραφος 1, του κανονισμού 1290/2013 προκύπτει ότι τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης απολαύουν δικαιωμάτων πρόσβασης στα αποτελέσματα συμμετέχοντος που έχει χρηματοδοτηθεί από την Ένωση αποκλειστικά και μόνο για «τους δεόντως αιτιολογημένους σκοπούς της ανάπτυξης, εφαρμογής και παρακολούθησης των πολιτικών ή προγραμμάτων της Ένωσης».

98

Αντιθέτως, το προβλεπόμενο από τον κανονισμό 1049/2001 δικαίωμα πρόσβασης αναγνωρίζεται, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, σε κάθε πολίτη της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος. Επιπλέον, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του εν λόγω κανονισμού, ο αιτών δεν υποχρεούται να δικαιολογήσει την αίτηση πρόσβασης.

99

Επομένως, όπως ορθώς υποστηρίζει ο αναιρεσείων, το δικαίωμα για διαθεσιμότητα των πληροφοριών που προβλέπεται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1290/2013 δεν δύναται να ικανοποιήσει το δημόσιο συμφέρον που προβάλλεται προς στήριξη αίτησης πρόσβασης στα έγγραφα η οποία υποβάλλεται βάσει του κανονισμού 1049/2001 από πολίτη της Ένωσης ή από φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος.

100

Εντούτοις, τα στοιχεία αιτιολογίας που εκθέτει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 196 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παρατίθενται ως εκ περισσού σε σχέση με τα εκτιθέμενα στις σκέψεις 194 και 195 αυτής, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 84 έως 95 της παρούσας αποφάσεως, ότι τα δημόσια συμφέροντα που επικαλέστηκε ο αναιρεσείων μπορούσαν να ικανοποιηθούν από τις υποχρεώσεις δημοσιεύσεως που υπέχουν οι συμμετέχοντες στα ερευνητικά έργα από το άρθρο 43, παράγραφος 2, του κανονισμού 1290/2013 και από το άρθρο 20.3, στοιχείο a, σημείο iii, το άρθρο 20.4, στοιχείο a, καθώς και από τα άρθρα 29.1, 29.2 και 38.2.1 της συμφωνίας επιχορήγησης. Πράγματι, οι ως άνω υποχρεώσεις, οι οποίες επιβάλλονται άμεσα στους εν λόγω συμμετέχοντες, καθιστούν δυνατή τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών που αφορούν τα αποτελέσματα των ερευνών, ανεξάρτητα από τυχόν ενέργειες διάδοσης που μπορεί να αναλάβουν η Ένωση ή τα κράτη μέλη κατόπιν ασκήσεως του δικαιώματός τους πρόσβασης στις εν λόγω πληροφορίες.

101

Επομένως, το επιχείρημα που προέβαλε συναφώς ο αναιρεσείων πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στην αναιρετική διαδικασία, λόγος αναιρέσεως ο οποίος βάλλει κατά αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, της οποίας το διατακτικό στηρίζεται επαρκώς κατά νόμον σε άλλους λόγους, είναι αλυσιτελής και, ως εκ τούτου, απορριπτέος (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2003, T. Port κατά Επιτροπής, C‑122/01 P, EU:C:2003:259, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 6ης Οκτωβρίου 2021, Banco Santander κατά Επιτροπής, C‑52/19 P, EU:C:2021:794, σκέψη 127).

102

Κατά τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα του αναιρεσείοντος περί υπάρξεως υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος το οποίο απορρέει από τυχόν προσβολές των θεμελιωδών δικαιωμάτων που θα μπορούσε να προκαλέσει το έργο iBorderCtrl, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το εν λόγω επιχείρημα κρίνοντας, με τη σκέψη 198 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι σχετικές διατάξεις που έχουν εφαρμογή στα έργα έρευνας και καινοτομίας που χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο του προγράμματος «Ορίζων 2020» επιβάλλουν στους μεν συμμετέχοντες την υποχρέωση να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα και να τηρούν τις αρχές που κατοχυρώνονται, ειδικότερα, στον Χάρτη, στη δε Επιτροπή την υποχρέωση να διασφαλίζει τον σεβασμό των εν λόγω δικαιωμάτων και την τήρηση των εν λόγω αρχών. Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε περαιτέρω ότι οι ως άνω απαιτήσεις προκύπτουν, εξάλλου, από το γεγονός ότι οι νομικές και δεοντολογικές αξιολογήσεις του έργου iBorderCtrl περιλαμβάνονται ρητώς στα υποχρεωτικά στάδια της ανάπτυξης του εν λόγω έργου, τη δε εποπτεία επί των δεοντολογικών ζητημάτων ασκεί ανεξάρτητος σύμβουλος σε θέματα δεοντολογίας.

103

Το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 19 του κανονισμού 1291/2013, στο άρθρο 14 του κανονισμού 1290/2013, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής του σκέψεως 9, και στο άρθρο 34 της συμφωνίας επιχορήγησης.

104

Κρίνοντας κατά τα ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα.

105

Συγκεκριμένα, από το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες στο έργο iBorderCtrl υποχρεούνται να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα και να τηρούν τις αρχές που κατοχυρώνονται, ειδικότερα, στον Χάρτη και ότι η Επιτροπή υποχρεούται να διασφαλίζει τον σεβασμό των εν λόγω δικαιωμάτων και την τήρηση των εν λόγω αρχών δεν είναι δυνατόν να συναχθεί τεκμήριο περί μη προσβολής των εν λόγω δικαιωμάτων και αρχών και να αποκλειστεί η ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος για τη γνωστοποίηση των εγγράφων που αφορούν το ως άνω έργο λόγω των πιθανών επιπτώσεων των χρησιμοποιούμενων τεχνικών στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

106

Μολονότι η υπενθύμιση της υποχρέωσης των συμμετεχόντων στο έργο να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα και της υποχρέωσης της Επιτροπής να διασφαλίζει τον σεβασμό των εν λόγω δικαιωμάτων αντικατοπτρίζει τη σημασία που αποδίδει στην προστασία τους ο νομοθέτης της Ένωσης, εντούτοις δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη στέρηση από τους τρίτους της δυνατότητας να ζητήσουν πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα, προκειμένου, ιδίως, να εξακριβωθεί ότι οι συμμετέχοντες στο έργο και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχουν τηρήσει τις αντίστοιχες υποχρεώσεις τους.

107

Ωστόσο, η αιτιολογία που περιλαμβάνεται στη σκέψη 198 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παρατίθεται επαλλήλως.

108

Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, με τη σκέψη 199 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, ότι ο αναιρεσείων δεν προέβαλε ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα των προσώπων που μετείχαν στις πιλοτικές δοκιμές στο πλαίσιο του έργου iBorderCtrl δεν έγιναν σεβαστά και, αφετέρου, ότι το δημόσιο συμφέρον που επικαλέστηκε ο αναιρεσείων, το οποίο αφορούσε, στην πραγματικότητα, ενδεχόμενη μελλοντική ανάπτυξη, υπό πραγματικές συνθήκες, των συστημάτων που βασίζονται σε τεχνικές και τεχνολογίες που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του εν λόγω έργου, θα ικανοποιείτο από τη διάδοση των αποτελεσμάτων υπό τις συνθήκες που καθορίζονται στον κανονισμό 1290/2013 και στη συμφωνία επιχορήγησης.

109

Ο αναιρεσείων, ωστόσο, δεν προβάλλει παραμόρφωση των επιχειρημάτων που προέβαλε πρωτοδίκως.

110

Εξάλλου, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 84 έως 95 της παρούσας αποφάσεως, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι, στο μέτρο που το έργο iBorderCtrl ήταν απλώς ένα ερευνητικό έργο σε εξέλιξη, το οποίο είχε ως μόνο αντικείμενο τη δοκιμή τεχνολογιών, το δημόσιο συμφέρον που επικαλέστηκε ο αναιρεσείων μπορούσε να ικανοποιηθεί από τη διάδοση των αποτελεσμάτων του έργου υπό τις συνθήκες που καθορίζονται στον κανονισμό 1290/2013 και στη συμφωνία επιχορήγησης.

111

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αλυσιτελής και εν μέρει αβάσιμος.

112

Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

113

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

114

Δεδομένου ότι ο αναιρεσείων ηττήθηκε, πρέπει να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο REA, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του τελευταίου.

115

Σύμφωνα με το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή, η οποία παρενέβη στη δίκη, φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Ο Patrick Breyer φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο Ευρωπαϊκός Εκτελεστικός Οργανισμός Έρευνας (REA).

 

3)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.