ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 14ης Δεκεμβρίου 2023 ( *1 )

«Περιβάλλον – Οδηγία 1999/31/ΕΚ – Υγειονομική ταφή αποβλήτων – Υποχρέωση παύσης λειτουργίας των χώρων υγειονομικής ταφής που δεν έχουν λάβει την απαιτούμενη άδεια – Διαδικασία παύσης της λειτουργίας – Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται παράβαση – Μη εκτέλεση – Άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ – Χρηματικές κυρώσεις – Χρηματική ποινή – Κατ’ αποκοπήν ποσό»

Στην υπόθεση C‑109/22,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η οποία ασκήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2022,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις L. Nicolae και E. Sanfrutos Cano,

προσφεύγουσα,

κατά

Ρουμανίας, εκπροσωπούμενης από τις L.‑E. Baţagoi, E. Gane, O.‑C. Ichim και L. Liţu,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, P. G. Xuereb και I. Ziemele, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι η Ρουμανία, μη λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί με την απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2018, Επιτροπή κατά Ρουμανίας (C‑301/17, στο εξής: απόφαση Επιτροπή κατά Ρουμανίας, EU:C:2018:846), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ,

να υποχρεώσει τη Ρουμανία, σύμφωνα με το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, να καταβάλει, λόγω μη λήψεως των αναγκαίων μέτρων για την εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ρουμανίας, χρηματική ποινή ύψους 29781,30 ευρώ ανά ημέρα καθυστέρησης από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως στην υπό κρίση υπόθεση και μέχρι τη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ρουμανίας,

να υποχρεώσει τη Ρουμανία, σύμφωνα με το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, να καταβάλει κατ’ αποκοπήν ποσό που αντιστοιχεί σε ημερήσιο ποσό 3311,50 ευρώ πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμό των ημερών που μεσολάβησαν από την επομένη της δημοσιεύσεως της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ρουμανίας μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία η Ρουμανία θα έχει λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με την εν λόγω απόφαση ή, σε περίπτωση που η Ρουμανία δεν λάβει τα εν λόγω μέτρα, μέχρι την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση, με ελάχιστο κατ’ αποκοπήν ποσό 1643000 ευρώ, και

να καταδικάσει τη Ρουμανία στα δικαστικά έξοδα.

Το νομικό πλαίσιο

Η οδηγία 1999/31/ΕΚ

2

Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων (ΕΕ 1999, L 182, σ. 1) στόχος της οδηγίας είναι ο καθορισμός μέτρων, διαδικασιών και κατευθύνσεων για την κατά το δυνατόν πρόληψη ή μείωση των αρνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ειδικότερα δε της ρύπανσης των επιφανειακών και των υπογείων υδάτων, του εδάφους και της ατμόσφαιρας και των επιπτώσεων σε όλο το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένου του φαινομένου του θερμοκηπίου, καθώς και οποιουδήποτε κινδύνου προκύπτει για την υγεία του ανθρώπου από την υγειονομική ταφή των αποβλήτων καθ’ όλο τον κύκλο ζωής του χώρου υγειονομικής ταφής.

3

Το άρθρο 2, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

ζ)

“χώρος υγειονομικής ταφής”: κάθε χώρος διάθεσης αποβλήτων για την απόθεση των αποβλήτων επί ή εντός του εδάφους ή υπογείως, συμπεριλαμβανομένων:

των εσωτερικών χώρων διάθεσης των αποβλήτων (δηλαδή των χώρων υγειονομικής ταφής στους οποίους ένας παραγωγός αποβλήτων πραγματοποιεί τη διάθεσή τους στον τόπο παραγωγής)

και

κάθε μόνιμος (δηλαδή χρησιμοποιούμενος άνω του έτους) χώρος προσωρινής εναποθήκευσης αποβλήτων,

αλλά εξαιρουμένων:

των εγκαταστάσεων στις οποίες εκφορτώνονται τα απόβλητα με σκοπό την προετοιμασία τους για περαιτέρω μεταφορά τους προς ανάκτηση χρήσιμων υλών, επεξεργασία ή διάθεση αλλού

και

της εναποθήκευσης των αποβλήτων πριν από την ανάκτηση χρήσιμων υλών ή την επεξεργασία για διάστημα μικρότερο των τριών ετών κατά γενικό κανόνα

και

της εναποθήκευσης αποβλήτων πριν από τη διάθεση για διάστημα μικρότερο του έτους».

4

Το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας χώρου υγειονομικής ταφής. Το άρθρο 13 της οδηγίας διέπει τη διαδικασία παύσης της λειτουργίας και μετέπειτα φροντίδας.

5

Το άρθρο 14 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υφιστάμενοι χώροι υγειονομικής ταφής», ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να διασφαλίζουν ότι η συνέχιση της λειτουργίας χώρων υγειονομικής ταφής για τους οποίους έχει χορηγηθεί άδεια ή οι οποίοι λειτουργούν ήδη κατά το χρόνο ενσωμάτωσης της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο επιτρέπεται μόνον εφόσον ληφθούν τα παρακάτω μέτρα το ταχύτερο δυνατόν και το αργότερο εντός οκτώ ετών μετά την ημερομηνία που ορίζεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1.

[…]

β)

μετά την υποβολή του σχεδίου διευθέτησης, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν οριστική απόφαση σχετικά με τη συνέχιση της λειτουργίας βάσει του εν λόγω σχεδίου και της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την παύση της λειτουργίας το συντομότερο δυνατόν, βάσει του άρθρου 7 στοιχείο στʹ, και του άρθρου 13, των χώρων ταφής που δεν έχουν λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 8, άδεια συνέχισης της λειτουργίας.

γ)

βάσει του εγκεκριμένου σχεδίου διευθέτησης του χώρου, οι αρμόδιες αρχές χορηγούν άδεια για την εκτέλεση των αναγκαίων έργων και καθορίζουν μεταβατική περίοδο για την ολοκλήρωση του σχεδίου. Όλοι ανεξαιρέτως οι υφιστάμενοι χώροι υγειονομικής ταφής αποβλήτων τηρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, εξαιρουμένων των απαιτήσεων του παραρτήματος I σημείο 1, εντός οκτώ ετών μετά την ημερομηνία που ορίζεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1·

[…]».

6

Το άρθρο 18 της οδηγίας 1999/31, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο δύο έτη μετά την έναρξη ισχύος της. Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

[…]»

7

Το άρθρο 19 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Έναρξη ισχύος», προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.»

Η πράξη προσχώρησης του 2005

8

Κατά το άρθρο 52 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Δημοκρατίας της Ρουμανίας και των προσαρμογών των συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2005, L 157, σ. 203), «[α]πό την προσχώρησή [της], […] η Ρουμανία [θεωρείται] αποδέκτ[ης] των οδηγιών και αποφάσεων κατά την έννοια του άρθρου 249 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 161 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, εφόσον οι εν λόγω οδηγίες και αποφάσεις απευθύνονται σε όλα τα παρόντα κράτη μέλη».

9

Σύμφωνα με το άρθρο 53, παράγραφος 1, της ανωτέρω Πράξεως, η Ρουμανία θέτει σε ισχύ τα μέτρα που απαιτούνται για να συμμορφωθεί, από την ημερομηνία προσχώρησής της, προς τις διατάξεις των οδηγιών και αποφάσεων κατά την έννοια του άρθρου 249 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 161 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, εκτός εάν η εν λόγω Πράξη προβλέπει άλλη προθεσμία.

10

Σύμφωνα με το παράρτημα VII, τμήμα 9, Β, σημείο 3, στοιχείο α), της ίδιας Πράξεως, προβλέφθηκε παρέκκλιση από το άρθρο 14, στοιχείο γ), της οδηγίας 1999/31 και από το παράρτημα Ι, σημεία 2 έως 4 και 6, της οδηγίας, όσον αφορά 101 υφιστάμενους δημοτικούς χώρους υγειονομικής ταφής στη Ρουμανία μέχρι τις 16 Ιουλίου 2017.

Η απόφαση Επιτροπή κατά Ρουμανίας

11

Με την απόφαση Επιτροπή κατά Ρουμανίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ρουμανία, καθόσον δεν συμμορφώθηκε, όσον αφορά τους 68 χώρους υγειονομικής ταφής τους οποίους αφορούσε η προσφυγή της Επιτροπής, με την υποχρέωση θέσπισης όλων των αναγκαίων μέτρων προκειμένου να παύσει το συντομότερο δυνατόν, σύμφωνα με τα άρθρο 7, στοιχείο ζʹ, και το άρθρο 13 της οδηγίας 1999/31, η λειτουργία των χώρων που δεν έλαβαν, σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας, άδεια συνέχισης της λειτουργίας τους, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 14, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 1999/31, σε συνδυασμό με το άρθρο 13 της οδηγίας.

Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

12

Κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ρουμανίας, η Επιτροπή ζήτησε από τη Ρουμανία, με έγγραφο της 25ης Οκτωβρίου 2018, πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έλαβε το εν λόγω κράτος μέλος για την εκτέλεση της ως άνω αποφάσεως.

13

Με την από 14 Ιανουαρίου 2019 απάντησή της, η Ρουμανία ανέφερε ότι μόνον 19 από τους επίμαχους 68 χώρους υγειονομικής ταφής είχαν παύσει να λειτουργούν.

14

Με έγγραφο της 1ης Απριλίου 2019, η Επιτροπή ζήτησε από τη Ρουμανία να της προσκομίσει χρονοδιάγραμμα σχετικά με την παύση λειτουργίας των υπόλοιπων 49 χώρων υγειονομικής ταφής, καθώς και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.

15

Με έγγραφο της 28ης Μαΐου 2019, η Ρουμανία ενημέρωσε την Επιτροπή για την παύση λειτουργίας ενός επιπλέον χώρου υγειονομικής ταφής. Με έγγραφο της 9ης Ιανουαρίου 2020, το εν λόγω κράτος μέλος ενημέρωσε την Επιτροπή ότι ο αριθμός των χώρων υγειονομικής ταφής που δεν είχαν παύσει τη λειτουργία τους μέχρι την ημερομηνία αυτή ανερχόταν σε 48.

16

Στις 14 Μαΐου 2020 η Επιτροπή απηύθυνε στη Ρουμανία προειδοποιητική επιστολή δυνάμει του άρθρου 260 ΣΛΕΕ, επισημαίνοντας ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν είχε λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ρουμανίας, στο μέτρο που 48 από τους 68 χώρους υγειονομικής ταφής τους οποίους αφορούσε η ως άνω απόφαση δεν είχαν ακόμη παύσει τη λειτουργία τους, κατά την έννοια της οδηγίας 1999/31, και κάλεσε το εν λόγω κράτος μέλος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την παραλαβή της επιστολής αυτής, η οποία, στη συνέχεια, παρατάθηκε έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2020.

17

Στις 29 Σεπτεμβρίου 2020 η Ρουμανία απάντησε στην εν λόγω επιστολή ενημερώνοντας για την παύση λειτουργίας ενός επιπλέον χώρου υγειονομικής ταφής. Επιπλέον, η Ρουμανία διαβίβασε στην Επιτροπή χρονοδιάγραμμα συμμόρφωσης προς την εν λόγω οδηγία, το οποίο προέβλεπε ότι οι εργασίες παύσεως λειτουργίας των περισσοτέρων χώρων υγειονομικής ταφής επικίνδυνων και μη επικίνδυνων βιομηχανικών αποβλήτων θα είχαν ολοκληρωθεί τον Δεκέμβριο του 2023.

18

Κατόπιν διμερούς συνάντησης που πραγματοποιήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2021 και αφορούσε το ανωτέρω χρονοδιάγραμμα, η Επιτροπή ενημερώθηκε για την παύση λειτουργίας τριών επιπλέον χώρων υγειονομικής ταφής.

19

Με έγγραφο της 20ής Αυγούστου 2021, η Ρουμανία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι οι εναπομείναντες 44 χώροι υγειονομικής ταφής δεν είχαν ακόμη παύσει να λειτουργούν. Το εν λόγω κράτος μέλος ενημέρωσε επίσης την Επιτροπή ότι η πραγματοποίηση διαγνωστικών αναλύσεων σχετικά με την παύση λειτουργίας είχε καθυστερήσει, γεγονός που σήμαινε ότι το εν λόγω χρονοδιάγραμμα δεν θα τηρηθεί.

20

Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η Ρουμανία δεν είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ρουμανίας όσον αφορά τους εν λόγω 44 χώρους υγειονομικής ταφής και ότι δεν θα τηρούσε τις προθεσμίες που προβλέπονταν στο χρονοδιάγραμμα συμμόρφωσης που η ίδια είχε υποβάλει, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

21

Με έγγραφο της 14ης Σεπτεμβρίου 2023, η Επιτροπή ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι, μεταξύ της ημερομηνίας ασκήσεως της εν λόγω προσφυγής και της 14ης Σεπτεμβρίου 2023, η Ρουμανία συμμορφώθηκε προς την απόφαση Επιτροπή κατά Ρουμανίας όσον αφορά δεκατρείς επιπλέον χώρους υγειονομικής ταφής.

Επί του παραδεκτού της προσφυγής

Επιχειρήματα των διαδίκων

22

Η Ρουμανία υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη, για τον λόγο, πρώτον, ότι η Επιτροπή παρέλειψε να της χορηγήσει εύλογη προθεσμία για να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 14 της οδηγίας 1999/31 και ότι η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση συνέπεσε με την πανδημία COVID‑19, η οποία, χωρίς να εμποδίσει τη Ρουμανία να συμμορφωθεί προς τις εν λόγω υποχρεώσεις, εντούτοις, καθυστέρησε τη διαδικασία συμμόρφωσης προς την ως άνω οδηγία.

23

Δεύτερον, η Ρουμανία προσάπτει στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον έταξε σε αυτή προθεσμία συμμόρφωσης προς την εν λόγω οδηγία η οποία, κατά το οικείο κράτος μέλος, είναι συντομότερη από εκείνη η οποία χορηγήθηκε σε άλλα κράτη μέλη σε παρόμοιες περιπτώσεις.

24

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Ρουμανίας και φρονεί ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

25

Όσον αφορά το επιχείρημα της Ρουμανίας ότι η Επιτροπή δεν της χορήγησε εύλογη προθεσμία για να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 14 της οδηγίας 1999/31, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, σκοπός της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας είναι να παρασχεθεί στο οικείο κράτος μέλος η δυνατότητα, αφενός, να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης και, αφετέρου, να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς του ισχυρισμούς κατά των αιτιάσεων που διατυπώνει η Επιτροπή. Ο διττός αυτός σκοπός επιβάλλει στην Επιτροπή να χορηγεί εύλογη προθεσμία στα κράτη μέλη για να απαντήσουν στην προειδοποιητική επιστολή και για να συμμορφωθούν με την αιτιολογημένη γνώμη ή, εν ανάγκη, για να προετοιμάσουν την άμυνά τους. Για την εκτίμηση του ευλόγου της ταχθείσας προθεσμίας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη περίπτωση (απόφαση Επιτροπή κατά Ρουμανίας, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26

Συναφώς, υπενθυμίζεται επίσης ότι, δυνάμει του άρθρου 14 της οδηγίας 1999/31, τα κράτη μέλη όφειλαν να λάβουν τα μέτρα που προβλέπονται στο λόγω άρθρο το ταχύτερο δυνατόν και το αργότερο εντός οκτώ ετών από την ημερομηνία που ορίζεται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, τα κράτη μέλη όφειλαν να μεταφέρουν την εν λόγω οδηγία στην εσωτερική έννομη τάξη τους το αργότερο δύο έτη μετά την έναρξη ισχύος της. Δεδομένου ότι η οδηγία 1999/31 τέθηκε σε ισχύ στις 16 Ιουλίου 1999, σύμφωνα με το άρθρο της 19, η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 14 της οδηγίας, έληξε στις 16 Ιουλίου 2009 (πρβλ. απόφαση Επιτροπή κατά Ρουμανίας, σκέψεις 23 και 29).

27

Κατά συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, κατά την ημερομηνία αποστολής της προειδοποιητικής επιστολής της Επιτροπής, ήτοι στις 14 Μαΐου 2020, η Ρουμανία όφειλε, από δεκαετίας και πλέον, να έχει συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 14 της οδηγίας 1999/31, ενώ σε βάρος της είχε κινηθεί διαδικασία λόγω παραβάσεως η οποία κατέληξε στην έκδοση, στις 18 Οκτωβρίου 2018, της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ρουμανίας. Εξάλλου, παρατείνοντας την προθεσμία απαντήσεως στην προειδοποιητική αυτή επιστολή μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2020, η Επιτροπή έταξε στο εν λόγω κράτος μέλος προθεσμία άνω των τεσσάρων μηνών από την παραλαβή της ως άνω επιστολής, προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις εν λόγω υποχρεώσεις και να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς ισχυρισμούς του. Επιπλέον, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή μόλις στις 15 Φεβρουαρίου 2022, ήτοι ένα έτος και εννέα μήνες μετά την αποστολή της προειδοποιητικής επιστολής.

28

Υπό τις συνθήκες αυτές, η Ρουμανία δεν απέδειξε ότι δεν της χορηγήθηκε εύλογη προθεσμία κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως. Στο πλαίσιο αυτό, ούτε το επιχείρημα του εν λόγω κράτους μέλους περί του αντικτύπου που είχε η πανδημία COVID‑19 στην εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων μπορεί να ευδοκιμήσει. Πράγματι, η ανεπάρκεια των μέτρων που έπρεπε να έχουν ληφθεί και εφαρμοστεί από τις 16 Ιουλίου 2009 δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από μια πανδημία που ενέσκηψε το 2020 [βλ. κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2023, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Οριακές τιμές – NO2), C‑220/22, EU:C:2023:521, σκέψη 101].

29

Όσον αφορά το επιχείρημα της Ρουμανίας ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως καθόσον έταξε σε αυτή προθεσμία συμμόρφωσης προς την οδηγία 1999/31 συντομότερη από εκείνη την οποία φέρεται να έταξε σε άλλα κράτη μέλη σε παρόμοιες περιπτώσεις, υπενθυμίζεται ότι κατά πάγια νομολογία η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια προκειμένου να κρίνει κατά πόσον είναι σκόπιμο να στραφεί κατά κράτους μέλους, να προσδιορίσει τις διατάξεις που αυτό παραβαίνει και να επιλέξει το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα κινήσει τη διαδικασία λόγω παραβάσεως κατά του κράτους αυτού, οι δε λόγοι που καθορίζουν την επιλογή αυτή δεν ασκούν επιρροή επί του παραδεκτού της προσφυγής. Το Δικαστήριο έχει κρίνει, επομένως, ότι, λαμβανομένης υπόψη της διακριτικής αυτής ευχέρειας, το γεγονός ότι δεν ασκήθηκε προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά κάποιου κράτους μέλους είναι άνευ σημασίας ως προς την κρίση επί του παραδεκτού τυχόν αντίστοιχης προσφυγής η οποία ασκήθηκε κατά άλλου κράτους μέλους [απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας, Ουγγαρίας και Τσεχικής Δημοκρατίας (Προσωρινός μηχανισμός μετεγκατάστασης αιτούντων διεθνή προστασία), C‑715/17, C‑718/17 και C‑719/17, EU:C:2020:257, σκέψεις 75 και 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

30

Εν προκειμένω, η Ρουμανία δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της διακριτικής ευχέρειας περί της οποίας γίνεται λόγος στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως. Συναφώς, επισημαίνεται ότι το θεσμικό αυτό όργανο αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή όταν κατέστη προφανές ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν θα τηρούσε την προθεσμία που προέβλεπε το χρονοδιάγραμμα συμμόρφωσης που μνημονεύεται στη σκέψη 17 της παρούσας αποφάσεως και η οποία τοποθετείτο στον Δεκέμβριο του 2023, ήτοι πέντε και πλέον έτη μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ρουμανίας.

31

Επομένως, η προσφυγή της Επιτροπής στηριζόταν σε ουδέτερο και αντικειμενικό κριτήριο, σχετικό με την εξακολούθηση της παραβάσεως που προσάπτεται στη Ρουμανία [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας, Ουγγαρίας και Τσεχικής Δημοκρατίας (Προσωρινός μηχανισμός μετεγκατάστασης αιτούντων διεθνή προστασία), C‑715/17, C‑718/17 και C‑719/17, EU:C:2020:257, σκέψη 81].

32

Επομένως, το γεγονός ότι σε υποτιθέμενες παρόμοιες περιπτώσεις μεσολάβησε, όσον αφορά κράτη μέλη άλλα από τη Ρουμανία, μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας της προειδοποιητικής επιστολής και της ημερομηνίας της ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου ουδόλως ασκεί επιρροή επί του παραδεκτού της υπό κρίση προσφυγής.

33

Κατά συνέπεια, η προσφυγή της Επιτροπής είναι παραδεκτή.

Επί της παραβάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

34

Υπό το πρίσμα του διατακτικού της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ρουμανίας, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, δυνάμει του άρθρου 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η Ρουμανία όφειλε να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να παύσει, το συντομότερο δυνατόν, η λειτουργία των επίμαχων στην εν λόγω απόφαση 68 χώρων υγειονομικής ταφής.

35

Η Ρουμανία αναγνωρίζει ότι κατά την ημερομηνία λήξεως της ταχθείσας με την προειδοποιητική επιστολή προθεσμίας, όπως αυτή παρατάθηκε, ήτοι στις 30 Σεπτεμβρίου 2020, δεν είχε λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς την εν λόγω απόφαση, όσον αφορά την παύση λειτουργίας 47 εκ των ανωτέρω χώρων υγειονομικής ταφής.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

36

Κατά το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή, εφόσον κρίνει ότι το οικείο κράτος μέλος δεν έχει λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου, αφού προηγουμένως παράσχει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, υποδεικνύοντας το ύψος του καταβλητέου από το εν λόγω κράτος μέλος κατ’ αποκοπήν ποσού ή προστίμου το οποίο κρίνει κατάλληλο για την περίσταση.

37

Συναφώς, ο κρίσιμος χρόνος για την εκτίμηση του ζητήματος αν υπήρξε παράβαση κατά την έννοια του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ είναι η ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που τάχθηκε με την προειδοποιητική επιστολή η οποία απεστάλη κατ’ εφαρμογήν της ως άνω διατάξεως [πρβλ. αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Βελγίου (Αλλοδαπά εισοδήματα από ακίνητα),C‑842/19, EU:C:2020:915, σκέψη 12, και της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων – Σιδηρονικέλιο), C‑51/20, EU:C:2022:36, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

38

Εν προκειμένω, όπως παραδέχθηκε η Ρουμανία με το υπόμνημα αντικρούσεως και με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, δεν αμφισβητείται ότι, κατά την ημερομηνία λήξεως της ταχθείσας με την προειδοποιητική επιστολή προθεσμίας, όπως αυτή παρατάθηκε, ήτοι στις 30 Σεπτεμβρίου 2020, το εν λόγω κράτος μέλος δεν είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί προς την απόφαση Επιτροπή κατά Ρουμανίας όσον αφορά την παύση λειτουργίας 47 εκ των 68 χώρων υγειονομικής ταφής τους οποίους αφορούσε η εν λόγω απόφαση.

39

Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ρουμανία, παραλείποντας να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ρουμανίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

Επί των χρηματικών κυρώσεων

Επί της χρηματικής ποινής

Επιχειρήματα των διαδίκων

40

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσαπτόμενη στη Ρουμανία παράβαση εξακολουθεί να υφίσταται κατά την ημερομηνία εξέτασης των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο και προτείνει να επιβληθεί ως κύρωση για τη μη εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ρουμανίας η καταβολή χρηματικής ποινής από το εν λόγω κράτος μέλος, επικαλούμενη, μεταξύ άλλων, την ανακοίνωσή της SEC(2005) 1658, της 12ης Δεκεμβρίου 2005, με τίτλο «Εφαρμογή του άρθρου [260 ΣΛΕΕ]» (στο εξής: ανακοίνωση του 2005), καθώς και την ανακοίνωσή της με τίτλο «Προσαρμογή του υπολογισμού των κατ’ αποκοπήν ποσών και των ημερήσιων χρηματικών ποινών που προτείνονται από την Επιτροπή σε διαδικασίες επί παραβάσει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου» (ΕΕ 2021, C 129, σ. 1). Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, σύμφωνα με τον μαθηματικό τύπο που προβλέπεται στην ανακοίνωση του 2005, το ύψος της ημερήσιας χρηματικής ποινής ισούται με το ενιαίο βασικό κατ’ αποκοπήν ποσό πολλαπλασιαζόμενο επί έναν συντελεστή σοβαρότητας, έναν συντελεστή διάρκειας και έναν συντελεστή «n», λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, την ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους.

41

Όσον αφορά τον συντελεστή σοβαρότητας, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, μολονότι κάθε παράβαση που απορρέει από τη μη εκτέλεση μιας αποφάσεως του Δικαστηρίου είναι αφ’ εαυτής σοβαρή, εντούτοις, η μη συμμόρφωση προς την υποχρέωση διαθέσεως των αποβλήτων χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ανθρώπινη υγεία και χωρίς να βλάπτεται το περιβάλλον πρέπει να χαρακτηριστεί ως ιδιαιτέρως σοβαρή. Όσον αφορά το ζήτημα της συνδρομής ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών περιστάσεων, η Επιτροπή παρατηρεί, αφενός, ότι η συνεργασία της Ρουμανίας στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 260 ΣΛΕΕ, καθώς και η πρόοδος που σημείωσε το εν λόγω κράτος μέλος όσον αφορά τη μείωση του αριθμού των χώρων υγειονομικής ταφής που πρέπει να παύσουν να λειτουργούν και τη θέσπιση εσωτερικών ρυθμίσεων για τη διευκόλυνση της απαλλοτρίωσης των χώρων αυτών δύνανται να συνιστούν ελαφρυντικές περιστάσεις. Αφετέρου, το γεγονός ότι η Ρουμανία δεν συμμορφώθηκε προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 1999/31 από τις 16 Ιουλίου 2009 συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή προτείνει να εφαρμοστεί συντελεστής σοβαρότητας 5 στην κλίμακα από το 1 έως το 20 την οποία προβλέπει η ανακοίνωση του 2005.

42

Όσον αφορά τον συντελεστή διάρκειας, δεδομένου ότι παρήλθαν περισσότεροι από 36 μήνες μεταξύ της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ρουμανίας και της ημερομηνίας κατά την οποία η Επιτροπή έλαβε την απόφαση να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου, το εν λόγω θεσμικό όργανο προτείνει ο συντελεστής αυτός να καθοριστεί στο ανώτατο επίπεδο που προβλέπει η ανακοίνωση του 2005, ήτοι 3 σε κλίμακα από το 1 έως το 3.

43

Τέλος, όσον αφορά τον συντελεστή «n», αν και η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τα διδάγματα της αποφάσεως της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων – Σιδηρονικέλιο) (C‑51/20, EU:C:2022:36), από την οποία προκύπτει ότι το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕγχΠ) του οικείου κράτους μέλους συνιστά το κυριότερο στοιχείο, ενώ η συνεκτίμηση της θεσμικής βαρύτητας του κράτους μέλους δεν είναι απαραίτητη, ωστόσο, το θεσμικό αυτό όργανο στηρίζει το αίτημά του στις παραμέτρους που προβλέπονται στις ανακοινώσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, οι οποίες δεν έχουν ακόμη προσαρμοστεί κατόπιν της αποφάσεως της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων – Σιδηρονικέλιο) (C‑51/20, EU:C:2022:36). Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή προτείνει ο συντελεστής «n» να καθοριστεί για τη Ρουμανία σε 0,74.

44

Κατά την Επιτροπή, δεδομένου ότι το ενιαίο βασικό κατ’ αποκοπήν ποσό καθορίστηκε σε 2683 ευρώ, η χρηματική ποινή θα πρέπει να ανέρχεται σε 29781,30 ευρώ ημερησίως. Προκειμένου να διασφαλισθεί η σταδιακή μείωση του ποσού αυτού σε συνάρτηση με την πρόοδο που θα έχει σημειώσει η Ρουμανία όσον αφορά τη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις της, η Επιτροπή προτείνει να επιβληθούν φθίνουσες χρηματικές ποινές, διαιρώντας το ανωτέρω ποσό με τον αριθμό των χώρων υγειονομικής ταφής που μνημονεύεται στο δικόγραφο της προσφυγής, ήτοι 44, ούτως ώστε το ποσό που προκύπτει με τον τρόπο αυτόν και το οποίο ανέρχεται σε 676,85 ευρώ ημερησίως να αφαιρεθεί από το ποσό της ημερήσιας χρηματικής ποινής για κάθε χώρο υγειονομικής ταφής για τον οποίο η Ρουμανία θα έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς την απόφαση Επιτροπή κατά Ρουμανίας.

45

Η Ρουμανία ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει το αίτημα της Επιτροπής περί επιβολής χρηματικής ποινής ή, επικουρικώς, να μειώσει το ύψος της, λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο που πραγματοποίησε το εν λόγω κράτος μέλος όσον αφορά τη συμμόρφωσή του προς την οδηγία 1999/31.

46

Όσον αφορά τον συντελεστή σοβαρότητας, η Ρουμανία υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατό κάθε παράβαση της οδηγίας 1999/31 να θεωρείται ιδιαιτέρως σοβαρή και ότι, εν προκειμένω, πρέπει να ληφθεί υπόψη η πρόοδος που έχει σημειωθεί όσον αφορά την παύση λειτουργίας των οικείων χώρων υγειονομικής ταφής.

47

Πέραν των ελαφρυντικών περιστάσεων που επισήμανε η Επιτροπή, η Ρουμανία υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν έχει καταδικαστεί ποτέ στο παρελθόν για μη εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου συνιστά επίσης ελαφρυντική περίσταση. Εξάλλου, κατά το εν λόγω κράτος μέλος, η διάρκεια της παραβάσεως δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως επιβαρυντική περίσταση.

48

Όσον αφορά τον συντελεστή διάρκειας, η Ρουμανία υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι η Επιτροπή, καθόσον επικαλέστηκε την ημερομηνία κατά την οποία αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο, στηρίχθηκε σε ένα στοιχείο το οποίο δεν εξαρτάται από τη βούληση του οικείου κράτους μέλους, αλλά από τη μέθοδο και τον φόρτο εργασίας των υπηρεσιών του θεσμικού αυτού οργάνου.

49

Τέλος, όσον αφορά τον συντελεστή «n», η Ρουμανία φρονεί ότι η αναφορά στη θεσμική βαρύτητα του οικείου κράτους μέλους δεν είναι σύμφωνη με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως. Η Ρουμανία ζητεί επίσης από το Δικαστήριο να λάβει υπόψη την εξέλιξη του ΑΕγχΠ της κατά την περίοδο μεταξύ 2020 και 2022.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

50

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι η διαδικασία του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ έχει ως σκοπό να παροτρύνει το μη συμμορφούμενο προς τις υποχρεώσεις του κράτος μέλος να εκτελέσει απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση και, ως εκ τούτου, να εξασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, καθώς και ότι τα προβλεπόμενα από τη διάταξη αυτή μέτρα, ήτοι η χρηματική ποινή και το κατ’ αποκοπήν ποσό, επιδιώκουν αμφότερα τον ίδιο αυτόν σκοπό [απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων – Σιδηρονικέλιο), C‑51/20, EU:C:2022:36, σκέψη 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

51

Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι απόκειται στο Δικαστήριο να επιβάλλει, σε κάθε υπόθεση και ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της ενώπιόν του διαφοράς, καθώς και ανάλογα με τον βαθμό πειθούς και αποτροπής που κρίνει απαραίτητο, τις κατάλληλες χρηματικές κυρώσεις, προκειμένου ιδίως να προλάβει την επανάληψη ανάλογων παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης [απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων – Σιδηρονικέλιο), C‑51/20, EU:C:2022:36, σκέψη 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

52

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η επιβολή χρηματικής ποινής δικαιολογείται κατ’ αρχήν μόνον εφόσον, κατά τον χρόνο εξέτασης των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο, η παράβαση που συνίσταται στη μη εκτέλεση προηγούμενης απόφασης εξακολουθεί να υφίσταται [απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων – Σιδηρονικέλιο), C‑51/20, EU:C:2022:36, σκέψη 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

53

Προκειμένου να διαπιστωθεί αν η παράβαση που προσάπτεται στο καθού εξακολουθεί να υφίσταται κατά τον χρόνο εξέτασης των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υπόθεσης από το Δικαστήριο, πρέπει να εκτιμηθούν τα μέτρα τα οποία, κατά το καθού, ελήφθησαν μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την προειδοποιητική επιστολή [απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων – Σιδηρονικέλιο), C‑51/20, EU:C:2022:36, σκέψη 88 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

54

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων που μνημονεύονται στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως, η Ρουμανία εξακολουθεί να μην έχει εκτελέσει την απόφαση Επιτροπή κατά Ρουμανίας όσον αφορά 31 χώρους υγειονομικής ταφής, με αποτέλεσμα ότι η προσαπτόμενη στη Ρουμανία παράβαση συνεχίστηκε μέχρι την εξέταση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως από το Δικαστήριο.

55

Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιβολή στη Ρουμανία χρηματικής ποινής συνιστά πρόσφορο οικονομικής φύσεως μέσο ώστε το εν λόγω κράτος μέλος να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να παύσει τη διαπιστωθείσα παράβαση και να εξασφαλίσει την πλήρη εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ρουμανίας [απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων – Σιδηρονικέλιο), C‑51/20, EU:C:2022:36, σκέψη 92].

56

Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, η χρηματική ποινή πρέπει να είναι ανάλογη προς τον βαθμό πίεσης που απαιτείται ώστε το κράτος μέλος που δεν εκτέλεσε απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση να μεταβάλει τη συμπεριφορά του και να παύσει την προσαπτόμενη συμπεριφορά [απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων – Σιδηρονικέλιο), C‑51/20, EU:C:2022:36, σκέψη 93 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

57

Στο Δικαστήριο εναπόκειται, κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει συναφώς, να καθορίζει το ύψος της χρηματικής ποινής κατά τρόπον ώστε να είναι, αφενός, προσαρμοσμένο στις περιστάσεις και, αφετέρου, ανάλογο τόσο προς τη διαπιστωθείσα παράβαση όσο και προς την ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους [απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων – Σιδηρονικέλιο), C‑51/20, EU:C:2022:36, σκέψη 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

58

Οι προτάσεις της Επιτροπής σχετικά με τη χρηματική ποινή δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο και συνιστούν απλώς χρήσιμη βάση αναφοράς. Το Δικαστήριο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει ελευθέρως χρηματική ποινή σε ύψος και με τη μορφή που ενδείκνυται κατά την κρίση του, προκειμένου να παρακινηθεί το οικείο κράτος μέλος να παύσει τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης [απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Βελγίου (Αλλοδαπά εισοδήματα από ακίνητα), C‑842/19, EU:C:2020:915, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

59

Για τους σκοπούς του προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ποινής, τα βασικά κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να εξασφαλίζεται ο χαρακτήρας της ως μέτρου εξαναγκασμού με σκοπό την ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης είναι, κατ’ αρχήν, η σοβαρότητα της παράβασης, η διάρκειά της και η ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους. Για την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ιδίως οι συνέπειες της μη εκτέλεσης επί των ιδιωτικών και δημοσίων συμφερόντων, καθώς και ο βαθμός επείγοντος της συμμόρφωσης του οικείου κράτους μέλους προς τις υποχρεώσεις του [αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Βελγίου (Αλλοδαπά εισοδήματα από ακίνητα), C‑842/19, EU:C:2020:915, σκέψη 65, και της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων – Σιδηρονικέλιο), C‑51/20, EU:C:2022:36, σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

60

Όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 1999/31, σκοπός της οδηγίας είναι, μεταξύ άλλων, η κατά το δυνατόν πρόληψη ή μείωση των αρνητικών συνεπειών της υγειονομικής ταφής των αποβλήτων για το περιβάλλον, καθώς και οποιουδήποτε κινδύνου προκύπτει για την υγεία του ανθρώπου.

61

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όταν μια παράβαση και, ιδίως, η παράλειψη εκτελέσεως αποφάσεως του Δικαστηρίου είναι ικανή να βλάψει το περιβάλλον και να θέσει σε κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία, η παράβαση αυτή πρέπει να θεωρείται ιδιαίτερα σοβαρή (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑121/07, EU:C:2008:695, σκέψη 77, και της 22ας Φεβρουαρίου 2018, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑328/16, EU:C:2018:98, σκέψη 93 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

62

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την ενώπιον του Δικαστηρίου υποβληθείσα δικογραφία, η μη πλήρης εφαρμογή της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ρουμανίας συνεπάγεται σημαντικό κίνδυνο ρυπάνσεως και σοβαρές συνέπειες για την ανθρώπινη υγεία, ιδίως διά της απελευθέρωσης επιβλαβών χημικών ουσιών στο έδαφος, τον αέρα και τα ύδατα. Τούτο ισχύει, ιδίως, για τους χώρους υγειονομικής ταφής επικίνδυνων βιομηχανικών αποβλήτων των οποίων η λειτουργία δεν έχει ακόμη παύσει.

63

Συναφώς, πρέπει, ασφαλώς, να ληφθούν υπόψη, ως ελαφρυντικές περιστάσεις, η συνεργασία της Ρουμανίας στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 260 ΣΛΕΕ, καθώς και η πρόοδος που σημειώθηκε όσον αφορά τη μείωση του αριθμού των χώρων υγειονομικής ταφής των οποίων η λειτουργία πρέπει να παύσει και τη θέσπιση εσωτερικών ρυθμίσεων για τη διευκόλυνση της απαλλοτρίωσης των χώρων υγειονομικής ταφής που πρέπει να παύσουν να λειτουργούν. Ομοίως, πρέπει να ληφθεί υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση το γεγονός ότι η Ρουμανία ουδέποτε παρέλειψε στο παρελθόν να εκτελέσει απόφαση του Δικαστηρίου εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, Επιτροπή κατά Σουηδίας, C‑270/11, EU:C:2013:339, σκέψη 55).

64

Ωστόσο, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη, ως επιβαρυντική περίσταση, το γεγονός ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν είχε την πρόθεση να συμμορφωθεί πλήρως προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 1999/31 πριν από τον Δεκέμβριο του 2023, ήτοι δεκατέσσερα και πλέον έτη μετά τη λήξη της προθεσμίας που μνημονεύεται στη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως, οπότε η μη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις αυτές έχει ιδιαιτέρως μακρά διάρκεια (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2016, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C‑557/14, EU:C:2016:471, σκέψη 74).

65

Όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία διαπιστώθηκε η πρώτη παράβαση και του χρονικού σημείου κατά το οποίο το Δικαστήριο εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά [πρβλ. αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Βελγίου (Αλλοδαπά εισοδήματα από ακίνητα), C‑842/19, EU:C:2020:915, σκέψη 56, και της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων – Σιδηρονικέλιο), C‑51/20, EU:C:2022:36, σκέψη 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η παράβαση εξακολουθεί να υφίσταται πλέον των τεσσάρων ετών από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ρουμανίας και, επομένως, η διάρκειά της είναι σημαντική [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων – Σιδηρονικέλιο), C‑51/20, EU:C:2022:36, σκέψη 106].

67

Ειδικότερα, μολονότι το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν διασαφηνίζει εντός ποιου χρονικού διαστήματος πρέπει να χωρήσει η εκτέλεση μιας αποφάσεως, το συμφέρον προς άμεση και ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η εκτέλεση αυτή να αρχίσει αμέσως και να ολοκληρωθεί το συντομότερο δυνατόν [απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, (Αιολικό πάρκο Derrybrien), C‑261/18, EU:C:2019:955, σκέψη 123 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

68

Συναφώς, όσον αφορά το επιχείρημα της Ρουμανίας ότι η διάρκεια της παραβάσεως την οποία επικαλείται η Επιτροπή εξαρτάται από τη μέθοδο ή τον φόρτο εργασίας των υπηρεσιών του θεσμικού αυτού οργάνου, αρκεί η επισήμανση ότι η εν λόγω διάρκεια οφείλεται αποκλειστικώς στη συμπεριφορά του οικείου κράτους μέλους, το οποίο παρέλειψε να συμμορφωθεί πλήρως με την οικεία απόφαση, οπότε το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

69

Όσον αφορά την ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους, πρέπει να ληφθεί υπόψη το ΑΕγχΠ του εν λόγω κράτους ως κυριότερο στοιχείο, χωρίς να ληφθεί υπόψη η θεσμική του βαρύτητα. Συναφώς, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η πρόσφατη εξέλιξη του ΑΕγχΠ του εν λόγω κράτους μέλους, ως έχει κατά τον χρόνο της εξέτασης των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο [πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων – Σιδηρονικέλιο), C‑51/20, EU:C:2022:36, σκέψεις 107 και 116].

70

Τέλος, όσον αφορά την περιοδικότητα της χρηματικής ποινής, όπως προτείνει η Επιτροπή, το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να καθορίσει ένα ποσό ανά χώρο υγειονομικής ταφής και ανά ημέρα καθυστέρησης, προκειμένου να καταστεί δυνατό να ληφθεί υπόψη η πρόοδος της Ρουμανίας όσον αφορά την παύση της λειτουργίας των οικείων χώρων υγειονομικής ταφής.

71

Κατόπιν των ανωτέρω και βάσει της εξουσίας εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στο Δικαστήριο από το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, πρέπει να επιβληθεί στη Ρουμανία η υποχρέωση καταβολής στην Επιτροπή χρηματικής ποινής ύψους 600 ευρώ ανά χώρο υγειονομικής ταφής και ανά ημέρα καθυστέρησης στην εφαρμογή των μέτρων που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς την απόφαση Επιτροπή κατά Ρουμανίας, από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως και έως την ημερομηνία πλήρους εκτελέσεως της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ρουμανίας.

Επί του κατ’ αποκοπήν ποσού

Επιχειρήματα των διαδίκων

72

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η παρατεταμένη μη εκτέλεση μιας αποφάσεως του Δικαστηρίου συνιστά από μόνη της σοβαρή παραβίαση της αρχής της νομιμότητας και της ασφάλειας δικαίου σε μια Ένωση δικαίου.

73

Εν προκειμένω, κατά την Επιτροπή, η επιβολή στη Ρουμανία υποχρεώσεως καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού δικαιολογείται από τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν οι εν λόγω χώροι υγειονομικής ταφής για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία, καθώς και από την ανάγκη αποτελεσματικής αποτροπής ανάλογων παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης.

74

Όσον αφορά το ύψος του κατ’ αποκοπήν ποσού, η Επιτροπή προτείνει την εφαρμογή επί του ενιαίου βασικού κατ’ αποκοπήν ποσού των 895 ευρώ, το οποίο προβλέπεται από τις ανακοινώσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, του ίδιου συντελεστή σοβαρότητας και του ίδιου συντελεστή «n» με εκείνους οι οποίοι ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό της χρηματικής ποινής, ενώ η διάρκεια της παραβάσεως έχει ληφθεί υπόψη με τον καθορισμό ενός ημερήσιου ποσού πολλαπλασιαζόμενου επί τον αριθμό των ημερών εξακολούθησης της παραβάσεως.

75

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να υποχρεώσει τη Ρουμανία να καταβάλει ημερήσιο κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 3311,50 ευρώ πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμό των ημερών που θα έχουν μεσολαβήσει από την επομένη της δημοσιεύσεως της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ρουμανίας μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία η Ρουμανία θα έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως ή, σε περίπτωση που η Ρουμανία δεν έχει λάβει τα μέτρα αυτά, μέχρι την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση, με ελάχιστο κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 1643000 ευρώ. Ο καθορισμός ενός ελάχιστου κατ’ αποκοπήν ποσού δικαιολογείται από την ανάγκη επιβολής πραγματικής και αποτρεπτικής κυρώσεως σε κάθε περίπτωση κατά την οποία η μη εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου εξακολουθεί.

76

Η Ρουμανία φρονεί για τους ίδιους, κατ’ ουσίαν, λόγους με εκείνους τους οποίους προέβαλε σε σχέση με το αίτημα επιβολής χρηματικής ποινής ότι πρέπει να μειωθεί το ύψος του κατ’ αποκοπήν ποσού που ζητεί η Επιτροπή. Υποστηρίζει επίσης ότι το αίτημα καθορισμού ελάχιστου κατ’ αποκοπήν ποσού πρέπει να απορριφθεί, καθόσον το ποσό αυτό δεν λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της παραβάσεως για την οποία επιβάλλονται κυρώσεις.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

77

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που του απονέμεται στον συγκεκριμένο τομέα, το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια επιβολής, σωρευτικώς, χρηματικής ποινής και κατ’ αποκοπήν ποσού [απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων – Σιδηρονικέλιο), C‑51/20, EU:C:2022:36, σκέψη 128 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

78

Η επιβολή της υποχρέωσης καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού και ο καθορισμός του ύψους του ποσού αυτού πρέπει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, να αποφασίζονται βάσει του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων που συνδέονται τόσο με τα χαρακτηριστικά της διαπιστωθείσας παράβασης όσο και με τη συμπεριφορά του κράτους μέλους το οποίο αφορά η διαδικασία που κινήθηκε δυνάμει του άρθρου 260 ΣΛΕΕ. Συναφώς, το άρθρο αυτό παρέχει στο Δικαστήριο ευρεία εξουσία εκτιμήσεως προκειμένου να κρίνει αν πρέπει να επιβάλει μια τέτοια κύρωση και, σε καταφατική περίπτωση, ποιο πρέπει να είναι το ύψος αυτής [απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων – Σιδηρονικέλιο), C‑51/20, EU:C:2022:36, σκέψη 129 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

79

Εν προκειμένω, όπως επισήμανε η Επιτροπή, τα στοιχεία τα οποία συνιστούν την παράβαση που διαπιστώνεται με την παρούσα απόφαση δικαιολογούν, λαμβανομένου υπόψη ότι τα εν λόγω στοιχεία ενέχουν κίνδυνο για το περιβάλλον και την υγεία του ανθρώπου και λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης για την αποτελεσματική πρόληψη ανάλογων μελλοντικών παραβάσεων των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, τη λήψη ενός αποτρεπτικού μέτρου, όπως η επιβολή της υποχρεώσεως καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Ιουλίου 2018, Επιτροπή κατά Σλοβακίας,C‑626/16, EU:C:2018:525, σκέψη 99).

80

Υπό τις περιστάσεις αυτές, εναπόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, να καθορίσει το ύψος του κατ’ αποκοπήν ποσού ώστε αυτό να είναι, αφενός, προσαρμοσμένο στις περιστάσεις και, αφετέρου, ανάλογο προς τη διαπραχθείσα παράβαση [απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων – Σιδηρονικέλιο), C‑51/20, EU:C:2022:36, σκέψη 131 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

81

Οι περιστάσεις της υπό κρίση περίπτωσης που πρέπει να ληφθούν υπόψη προκύπτουν ιδίως από το σκεπτικό που εκτίθεται στις σκέψεις 59 έως 69 της παρούσας αποφάσεως σχετικά με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης καθώς και με την ικανότητα πληρωμής του συγκεκριμένου κράτους μέλους [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων – Σιδηρονικέλιο), C‑51/20, EU:C:2022:36, σκέψη 133 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

82

Κατόπιν των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμη την επιβολή ενός κατ’ αποκοπήν ποσού ύψους 1500000 ευρώ.

83

Κατά συνέπεια, η Ρουμανία πρέπει να υποχρεωθεί στην καταβολή προς στην Επιτροπή κατ’ αποκοπήν ποσού ύψους 1500000 ευρώ.

Επί των δικαστικών εξόδων

84

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί η Ρουμανία στα δικαστικά έξοδα και διαπιστώθηκε η ύπαρξη παράβασης, η Ρουμανία πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Η Ρουμανία, καθόσον δεν έλαβε τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως της 18ης Οκτωβρίου 2018, Επιτροπή κατά Ρουμανίας (C‑301/17, EU:C:2018:846), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

 

2)

Υποχρεώνει τη Ρουμανία να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρηματική ποινή ύψους 600 ευρώ ανά χώρο υγειονομικής ταφής και ανά ημέρα καθυστέρησης στην εφαρμογή των μέτρων που απαιτούνται για τη συμμόρφωσή της προς την απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2018, Επιτροπή κατά Ρουμανίας (C‑301/17, EU:C:2018:846), από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως και έως την ημερομηνία πλήρους εκτελέσεως της αποφάσεως της 18ης Οκτωβρίου 2018, Επιτροπή κατά Ρουμανίας (C‑301/17, EU:C:2018:846).

 

3)

Υποχρεώνει τη Ρουμανία να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατ’ αποκοπήν ποσόν ύψους 1500000 ευρώ.

 

4)

Καταδικάζει τη Ρουμανία στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική.