Προσωρινό κείμενο
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
JEAN RICHARD DE LA TOUR
της 27ης Φεβρουαρίου 2025 (1)
Υπόθεση C‑776/22 P
Studio Legale Ughi e Nunziante
κατά
Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)
« Αίτηση αναιρέσεως – Προσφυγή ακυρώσεως – Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 19 – Εκπροσώπηση των διαδίκων στις ευθείες προσφυγές ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Εκπροσώπηση δικηγορικής εταιρίας από δικηγόρο-εταίρο ο οποίος δεν είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος της εν λόγω εταιρίας – Δικηγόρος έχων την ιδιότητα του τρίτου έναντι του προσφεύγοντος – Απαίτηση περί ανεξαρτησίας – Έννομες συνέπειες της μη τηρήσεως της συγκεκριμένης απαιτήσεως – Έλλειψη δυνατότητας τακτοποίησης του δικογράφου της προσφυγής και απαράδεκτο της προσφυγής – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 47 – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Άρθρο 52, παράγραφος 1 – Περιορισμός προβλεπόμενος από τον νόμο »
I. Εισαγωγή
1. Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως εγείρει δύο ζητήματα σχετικά με την εκπροσώπηση δικηγορικών εταιριών σε περίπτωση ευθείας προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα ζητήματα αυτά είναι σημαντικά για την ενότητα, τη συνοχή και την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης (2).
2. Το πρώτο ζήτημα αφορά το κατά πόσον μια δικηγορική εταιρία μπορεί να εκπροσωπείται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης από δικηγόρο που είναι εταίρος της, πέραν του νομίμου εκπροσώπου της. Συγκεκριμένα, με τη διάταξη της 10ης Οκτωβρίου 2022, Studio Legale Ughi e Nunziante κατά EUIPO – Nunziante και Ughi (UGHI E NUNZIANTE) (3), κατά της οποίας ασκήθηκε η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο δικηγόρος‑εταίρος που εκπροσωπεί την εταιρία στην οποία δραστηριοποιείται δεν πληροί τις απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας που προβλέπονται στο άρθρο 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Οργανισμός), προκρίνοντας, ως εκ τούτου, μια ιδιαίτερα αυστηρή ερμηνεία της εντολής εκπροσώπησης, η οποία διαφοροποιείται από τους κανόνες που ισχύουν στην πλειονότητα των νομικών συστημάτων των κρατών μελών.
3. Το δεύτερο ζήτημα αφορά τις έννομες συνέπειες που συνήγαγε το Γενικό Δικαστήριο από την εκ μέρους της αναιρεσείουσας μη τήρηση της απαιτήσεως περί ανεξαρτησίας των εκπροσώπων της. Ειδικότερα, τίθεται το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη, χωρίς να παράσχει στην αναιρεσείουσα τη δυνατότητα να τακτοποιήσει την προσφυγή της, εφάρμοσε νομολογιακό κανόνα που αντιβαίνει στο δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (4) και στην αρχή της αναλογικότητας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.
4. Με τις παρούσες προτάσεις, θα προτείνω στο Δικαστήριο να δεχθεί την αίτηση αναιρέσεως, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.
5. Θα εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι οι οικείοι εκπρόσωποι δεν πληρούσαν την απαίτηση περί ανεξαρτησίας, χωρίς να εξακριβώσει σε ποιο βαθμό η ιδιότητά τους ως δικηγόρων‑εταίρων έθιγε προδήλως την ικανότητά τους να φέρουν εις πέρας το υπερασπιστικό τους έργο.
6. Επιπλέον, θα προτείνω στο Δικαστήριο να εξετάσει τον τρίτο λόγο αναιρέσεως στο μέτρο που εγείρει σημαντικό δικονομικό ζήτημα το οποίο πρέπει επί του παρόντος να επιλυθεί. Συγκεκριμένα, φρονώ ότι ο κανόνας κατά τον οποίο δεν μπορεί να τακτοποιηθεί δικόγραφο προσφυγής που ασκείται από πρόσωπο του οποίου ο εκπρόσωπος δεν πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ανεξαρτησίας, με αποτέλεσμα η προσφυγή να πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη, περιορίζει το δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντος στη δικαιοσύνη εξαρτώντας την άσκησή του από υπέρμετρα αυστηρές προϋποθέσεις οι οποίες δεν συνάδουν με τις απαιτήσεις του άρθρου 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.
II. Το νομικό πλαίσιο
Α. Ο Οργανισμός
7. Το άρθρο 19, πρώτο έως τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού, το οποίο έχει εφαρμογή στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, αυτού, ορίζει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη καθώς και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης αντιπροσωπεύονται ενώπιον του Δικαστηρίου από εκπρόσωπο που διορίζεται για κάθε υπόθεση· ο εκπρόσωπος δύναται να επικουρείται από σύμβουλο ή δικηγόρο.
Κατά τον ίδιο τρόπο εκπροσωπούνται και τα συμβαλλόμενα στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο κράτη [της 2ας Μαΐου 1992 (5)], εκτός των κρατών μελών, καθώς και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ που προβλέπεται από την εν λόγω συμφωνία.
Οι λοιποί διάδικοι εκπροσωπούνται από δικηγόρο.
Μόνον ο δικηγόρος που έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλόμενου στη [Συμφωνία ΕΟΧ], δικαιούται να εκπροσωπεί ή να επικουρεί διάδικο ενώπιον του Δικαστηρίου.»
8. Το άρθρο 21 του Οργανισμού ορίζει τα ακόλουθα:
«Το Δικαστήριο επιλαμβάνεται κατόπιν προσφυγής που κατατίθεται στον γραμματέα. Το έγγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το όνομα και την κατοικία του προσφεύγοντος και την ιδιότητα του υπογράφοντος, το διάδικο ή τους διαδίκους κατά των οποίων η προσφυγή στρέφεται, το αντικείμενο της διαφοράς, τα αιτήματα και συνοπτική έκθεση των επικαλουμένων λόγων.
Το έγγραφο της προσφυγής πρέπει να συνοδεύεται, όπου απαιτείται, από την πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση ή, στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 265 [ΣΛΕΕ], από έγγραφο που βεβαιώνει τη χρονολογία της κλήσεως που προβλέπεται σε αυτό το άρθρο. Αν τα έγγραφα αυτά δεν είναι συνημμένα στο έγγραφο της προσφυγής, ο γραμματεύς καλεί τον ενδιαφερόμενο να τα προσκομίσει εντός ευλόγου προθεσμίας, χωρίς να δύναται να του αντιταχθεί το εκπρόθεσμο, σε περίπτωση που η κατάθεση γίνει μετά την πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής.»
Β. Ο Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου
9. Το άρθρο 51 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου αφορά την «[υ]ποχρέωση εκπροσωπήσεως» στις ευθείες προσφυγές και προβλέπει τα εξής:
«1. Οι διάδικοι εκπροσωπούνται από εκπρόσωπο ή δικηγόρο σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 19 του Οργανισμού.
2. Ο δικηγόρος ο οποίος εκπροσωπεί ή επικουρεί διάδικο οφείλει να καταθέσει στη γραμματεία το αποδεικτικό έγγραφο που βεβαιώνει ότι έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους ή άλλου συμβαλλομένου στη Συμφωνία ΕΟΧ κράτους, εκτός αν τέτοιο έγγραφο έχει ήδη κατατεθεί για τις ανάγκες της δημιουργίας λογαριασμού προσβάσεως στο eCuria.
3. Οσάκις εκπροσωπούν νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, οι δικηγόροι οφείλουν να καταθέσουν στη γραμματεία εντολή του εν λόγω νομικού προσώπου.
4. Σε περίπτωση μη καταθέσεως του κατά την παράγραφο 2 ή κατά την παράγραφο 3 εγγράφου, ο γραμματέας τάσσει στον διάδικο εύλογη προθεσμία για την προσκόμισή του. Εφόσον εντός της προθεσμίας που έχει ταχθεί δεν προσκομιστούν τα στοιχεία, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση της συγκεκριμένης προϋποθέσεως συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής ή του υπομνήματος ή αν οδηγεί στη διαπίστωση ότι ο δικηγόρος δεν εκπροσωπεί ή δεν επικουρεί τον εν λόγω διάδικο.»
10. Το άρθρο 78 του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής», ορίζει στις παραγράφους 5 και 6 τα ακόλουθα:
«5. Το δικόγραφο της προσφυγής συνοδεύεται από τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 51, παράγραφοι 2 και 3.
6. Αν το δικόγραφο της προσφυγής δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στις παραγράφους 1 έως 5, ο γραμματέας τάσσει στον προσφεύγοντα εύλογη προθεσμία για την προσκόμιση των στοιχείων που αναφέρονται ανωτέρω. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής.»
11. Το άρθρο 177 του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στις διαφορές περί των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (τέταρτος τίτλος), ορίζει τα εξής:
«1. Το δικόγραφο της προσφυγής περιέχει:
[...]
β) προσδιορισμό της ιδιότητας και της διευθύνσεως του εκπροσώπου του προσφεύγοντος·
[...]
5. Το δικόγραφο της προσφυγής συνοδεύεται από τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 51, παράγραφοι 2 και 3.
6. Αν το δικόγραφο της προσφυγής δεν πληροί τις προϋποθέσεις των παραγράφων 3 έως 5, ο γραμματέας τάσσει στον προσφεύγοντα εύλογη προθεσμία για την τακτοποίηση του δικογράφου. Αν εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση των συγκεκριμένων προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής.»
III. Η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη
12. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Ιουλίου 2022, η Studio Legale Ughi e Nunziante, επαγγελματική ένωση δικηγόρων με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία) (6), άσκησε προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της απόφασης του πέμπτου τμήματος προσφυγών του EUIPO, της 8ης Απριλίου 2022, με την οποία επικυρώθηκε η έκπτωση από τα δικαιώματά της επί του ενωσιακού σήματος UGHI E NUNZIANTE για όλες τις υπηρεσίες, πλην των νομικών υπηρεσιών της κλάσης 45 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας σχετικά με τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών όσον αφορά την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί.
13. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 126 του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία επί της ουσίας, για τον λόγο ότι η προσφυγή ήταν προδήλως απαράδεκτη.
14. Η απόρριψη αυτή οφειλόταν, κατ’ ουσίαν, στο ότι, εν προκειμένω, η αναιρεσείουσα ήταν δικηγορική εταιρία η οποία είχε διορίσει, για την εκπροσώπησή της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τρεις δικηγόρους που ασκούσαν δικηγορία ως εταίροι της. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 15 έως 17 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι οι εν λόγω δικηγόροι δεν είχαν την ιδιότητα του ανεξάρτητου τρίτου έναντι της αναιρεσείουσας, ιδιότητα που απαιτείται από το άρθρο 19, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού.
15. Προς στήριξη της εκτίμησης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο προέβη, στις σκέψεις 6 και 7 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, σε γραμματική και συστηματική ερμηνεία του άρθρου 19, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού καθώς και, στις σκέψεις 9 και 10 της διάταξης αυτής, σε ανάλυση των σκοπών που επιδιώκονται με το συγκεκριμένο άρθρο.
16. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, αφενός, στη σκέψη 12 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η απαίτηση περί ανεξαρτησίας του δικηγόρου προϋποθέτει την απουσία εργασιακής σχέσης μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέα του, ακόμη και αν ο εντολέας αυτός είναι δικηγορική εταιρία, και, αφετέρου, στη σκέψη 13 της εν λόγω διάταξης, ότι δεν απαιτείται η απουσία οποιασδήποτε σχέσεως μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέα του αλλά μόνον η απουσία σχέσεως που θίγει προδήλως την ικανότητα του δικηγόρου να φέρει εις πέρας το υπερασπιστικό του έργο υπηρετώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα του εντολέα του. Επίσης, στη σκέψη 14 της εν λόγω διάταξης, επισήμανε ότι η υποχρέωση προσφυγής σε τρίτον για την εκπροσώπηση ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης συνεπάγεται ότι η άμυνα των διαδίκων χωρεί υπό τους ίδιους όρους ενώπιον των εν λόγω οργάνων.
17. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 18 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι η παράβαση της υποχρέωσης εκπροσώπησης από δικηγόρο δεν περιλαμβάνεται στις απαιτήσεις που μπορούν να τακτοποιηθούν μετά την παρέλευση της προθεσμίας άσκησης προσφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 21, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού και το άρθρο 78 παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας.
IV. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
18. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 Δεκεμβρίου 2022, η Ughi e Nunziante άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως κατά της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης. Η αναιρεσείουσα εκπροσωπείται ενώπιον του Δικαστηρίου από τέσσερις δικηγόρους, ήτοι τους τρεις δικηγόρους που την εκπροσώπησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και από έναν άλλο δικηγόρο, ο οποίος δεν ασκεί το επάγγελμα στη δικηγορική εταιρία Ughi e Nunziante.
19. Με τη διάταξη της 8ης Μαΐου 2023, Studio Legale Ughi e Nunziante κατά EUIPO (7), το Δικαστήριο ενέκρινε εν μέρει την εξέταση της υπό κρίση αίτησης αναιρέσεως, ήτοι την εξέταση του δεύτερου και τρίτου λόγου αναιρέσεως.
20. Η Ughi e Nunziante ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, κρίνοντας ότι η αναιρεσείουσα εκπροσωπήθηκε εγκύρως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας. Επικουρικώς, ζητεί από το Δικαστήριο να κρίνει ότι η αναιρεσείουσα δύναται να συνεχίσει τη διαδικασία εκπροσωπούμενη από δικηγόρο που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 19, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας. Ζητεί επίσης να καταδικαστεί το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.
21. Το EUIPO ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την Ughi e Nunziante στα δικαστικά έξοδα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην οποία επετράπη να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων του EUIPO με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2023, ζητεί επίσης να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.
V. Εκτίμηση
22. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Ughi e Nunziante υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τους κανόνες οι οποίοι διέπουν την εκπροσώπηση των μη προνομιούχων προσφευγόντων ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και οι οποίοι διατυπώνονται στο άρθρο 19 του Οργανισμού και στο άρθρο 51 του Κανονισμού Διαδικασίας καθόσον έκρινε ότι το δικόγραφο της προσφυγής της υπογράφηκε από δικηγόρους που δεν έχουν την ιδιότητα του «ανεξάρτητου τρίτου» έναντι της ίδιας.
23. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως υποστηρίζει, επιπλέον, ότι το Γενικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή της ως προδήλως απαράδεκτη, χωρίς να της παράσχει τη δυνατότητα να τακτοποιήσει το δικόγραφο της προσφυγής της, εφάρμοσε δικονομικό κανόνα που προσκρούει στο δικαίωμά της για πρόσβαση στη δικαιοσύνη το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη και στην αρχή της αναλογικότητας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.
24. Για τους λόγους που θα εκθέσω στη συνέχεια, φρονώ ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος, στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στο πλαίσιο της εκτίμησής του σχετικά με την ανεξαρτησία των δικηγόρων που είχαν εξουσιοδοτηθεί από την αναιρεσείουσα για την εκπροσώπησή της ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Φρονώ ότι η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να προβεί στην εν λόγω εκτίμηση τηρουμένης της νομολογίας του Δικαστηρίου.
25. Εκτιμώ επίσης ότι θα ήταν χρήσιμο και σκόπιμο να εξετάσει το Δικαστήριο τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, στο μέτρο που εγείρει ένα σημαντικό δικονομικό ζήτημα το οποίο, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να επιλυθεί από το Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, φρονώ ότι ο κανόνας τον οποίο εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο και κατά τον οποίο το δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορεί να τακτοποιηθεί, η δε προσφυγή απορρίπτεται ως προδήλως απαράδεκτη, στην περίπτωση που ο εκπρόσωπος του προσφεύγοντος δεν απολαύει της απαιτούμενης ανεξαρτησίας έναντι του τελευταίου, αντιβαίνει στο άρθρο 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, και στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.
Α. Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του κριτηρίου της ανεξαρτησίας του εκπροσώπου κατά την έννοια του άρθρου 19 του Οργανισμού
1. Επιχειρήματα των διαδίκων
26. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Ughi e Nunziante υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα, στις σκέψεις 16 και 17 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το άρθρο 19 του Οργανισμού και το άρθρο 51 του Κανονισμού Διαδικασίας. Συναφώς, η αναιρεσείουσα προβάλλει δύο αιτιάσεις.
27. Η πρώτη αιτίαση αφορά την εφαρμογή του άρθρου 19, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού. Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η προσφυγή δεν είχε ασκηθεί σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, δεδομένου ότι η ίδια είχε προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν ότι οι δικηγόροι τους οποίους είχε επιλέξει για την εκπροσώπησή της είχαν δικαίωμα παράστασης ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων.
28. Η δεύτερη αιτίαση αφορά τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού, ιδίως καθόσον η διάταξη απαιτεί ο διάδικος να εκπροσωπείται από τρίτον που πληροί τις προϋποθέσεις ανεξαρτησίας που θέτει η νομολογία του Δικαστηρίου.
29. Κατά πρώτον, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η επίμαχη κατάσταση δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την κατάσταση της αυτοεκπροσώπησης κατά την οποία η ίδια η δικηγορική εταιρία εκπροσωπείται μέσω του νομίμου εκπροσώπου της. Στο εν λόγω πλαίσιο, υποστηρίζει ότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου διαπίστωση, στη σκέψη 16 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, περί ομοιοτήτων μεταξύ της υπό κρίση υποθέσεως και εκείνης επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη της 5ης Οκτωβρίου 2017, Hoyng Reimann Osterrieth Köhler Haft Monégier du Sorbier κατά EUIPO (We do IP.) (8), στερείται σημασίας, καθόσον η προσφεύγουσα δικηγορική εταιρία είχε εκπροσωπηθεί από δικηγόρο ο οποίος δεν είχε μόνον την ιδιότητα του δικηγόρου-εταίρου της εταιρίας αλλά και την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της. Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη εκείνη αφορούσε, συνεπώς, το κατά πόσον ο δικηγόρος-εταίρος είχε την ιδιότητα του τρίτου και όχι την ανεξαρτησία του τελευταίου.
30. Η αναιρεσείουσα προσθέτει ότι η δικηγορική εταιρία Ughi e Nunziante έχει τη μορφή «ένωσης μη αναγνωρισμένης ως νομικού προσώπου» κατά την έννοια του άρθρου 36 του codice civile (Αστικού Κώδικα) και ότι αποτελεί υποκείμενο δικαίου ανεξάρτητο από τα μέλη της. Κατά τη νομολογία του Corte suprema di cassazione (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία), πρόκειται για συλλογική οντότητα η οποία αποτελεί αυτοτελές υποκείμενο συμφερόντων, με περιουσία διακριτή από εκείνη των επιμέρους μελών της, και η οποία, μολονότι στερείται νομικής προσωπικότητας, αποτελεί υποκείμενο δικαίου που διέπεται από τις συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ των μελών της.
31. Κατά δεύτερον, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι οι δικηγόροι‑εταίροι που επέλεξε για την εκπροσώπησή της ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης πληρούν την απαίτηση περί ανεξαρτησίας.
32. Πρώτον, υπενθυμίζει την παραδοχή ότι η νομική εκπροσώπηση έχει ως σκοπό την προστασία των συμφερόντων του εντολέα και, ειδικότερα, την πρόσβασή του στη δικαιοσύνη και ότι, στο πλαίσιο αυτό, κυρώσεις πρέπει να επιβάλλονται μόνον στις περιπτώσεις στις οποίες προκύπτει προδήλως ότι ο εκπρόσωπος δεν μπορεί να επιτελέσει τη συγκεκριμένη αποστολή.
33. Συναφώς, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η επιλογή δικηγόρου από τον νόμιμο εκπρόσωπο μιας δικηγορικής εταιρίας, ο οποίος έχει την επαγγελματική ιδιότητα του δικηγόρου, αποτελεί ιδιωτική επιλογή η οποία πραγματοποιείται μετά λόγου γνώσεως. Εν προκειμένω, η απόφαση της αναιρεσείουσας να διορίσει δικηγόρους οι οποίοι ήταν εταίροι της επαγγελματικής ένωσης Ughi e Nunziante ήταν μελετημένη και συνειδητή, δεδομένου ότι η πρόθεση της ένωσης ήταν να προστατεύσει τη συνέχεια ως προς τη νομική της εκπροσώπηση (καθόσον η εκπροσώπηση της αναιρεσείουσας ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων και των οργάνων του EUIPO ουδόλως είχε προκαλέσει δυσχέρειες) και να προκρίνει ως σημαντικότερα στοιχεία τη γνώση και τον εμπιστευτικό χαρακτήρα της δικογραφίας, ήτοι να προβεί σε επιλογές που ανταποκρίνονταν σε θεμιτά συμφέροντά της.
34. Δεύτερον, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι στήριξε την εκτίμησή του στο αξίωμα ότι δικηγόρος που είναι εταίρος δικηγορικής εταιρίας την οποία εκπροσωπεί δεν πληροί, εξ ορισμού, την απαίτηση περί ανεξαρτησίας.
35. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, μολονότι η έννοια του «δικηγόρου», κατά το άρθρο 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού, πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς, εντούτοις, τα κριτήρια για τη διαπίστωση της ανεξαρτησίας του δικηγόρου, ήτοι η απουσία εργασιακής σχέσης και η παραπομπή στους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες, πρέπει να εξετάζονται λαμβανομένης υπόψη της σχετικής εθνικής νομοθεσίας, τούτο δε κατά μείζονα λόγο ελλείψει σχετικών κανόνων του δικαίου της Ένωσης.
36. Όσον αφορά το πρώτο κριτήριο, υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται εργασιακή σχέση ή σχέση εξάρτησης μεταξύ της επαγγελματικής ένωσης την οποία αποτελεί η Ughi e Nunziante και των δικηγόρων που είναι εταίροι της. Η αναιρεσείουσα επισημαίνει ότι, στην Ιταλία, η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος είναι οργανικώς ασυμβίβαστη με τη μισθωτή εργασία. Συνεπώς, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της υπό κρίση υπόθεσης και της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη της 13ης Μαΐου 2020, Pontinova κατά EUIPO – Ponti & Partners (pontinova) (9), στην οποία ο εκπρόσωπος της Ponti & Partners, SLP, εργαζόταν ως μισθωτός στην εν λόγω δικηγορική εταιρία με αποτέλεσμα να υφίσταται εργασιακή σχέση μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέα του, η οποία δεν συνάδει με την απαίτηση περί ανεξαρτησίας. Εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του legge n. 247 – Nuova disciplina dell’ordinamento della professione forense (νόμου 247 περί ρυθμίσεως του δικηγορικού επαγγέλματος) (10), της 31ης Δεκεμβρίου 2012, ο δικηγόρος είναι αυτοαπασχολούμενος. Η εγγραφή στον δικηγορικό σύλλογο, από την οποία το άρθρο 2, παράγραφος 3, του νόμου αυτού εξαρτά την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, είναι ασυμβίβαστη με οποιαδήποτε σχέση εξαρτημένης εργασίας.
37. Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι δεν υφίσταται καμία σχέση που να θίγει προδήλως την ικανότητα των δικηγόρων της να φέρουν εις πέρας το υπερασπιστικό τους έργο. Καταρχάς, διευκρινίζει ότι η αποστολή της εκπροσώπησης που επιτέλεσαν τα μέλη της συνάδει με τη σχετική εθνική νομοθεσία καθώς και με τους κανόνες δεοντολογίας του επαγγέλματος, οι οποίοι επιβάλλουν την υποχρέωση ανεξαρτησίας.
38. Ακολούθως, επισημαίνει ότι η ύπαρξη εταιρικής σχέσεως δεν αρκεί, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να θεωρηθεί ότι οι οικείοι εκπρόσωποι τελούν σε κατάσταση που θίγει προδήλως την ικανότητά τους να υπερασπίζονται τα συμφέροντα του εντολέα τους. Συγκεκριμένα, τα μέλη της επαγγελματικής ένωσης Ughi e Nunziante δεν υπόκεινται σε έλεγχο επί των παρεχόμενων νομικών υπηρεσιών, στοιχείο που διακρίνει την επίμαχη υπόθεση από εκείνην επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 24ης Μαρτίου 2022, PJ και PC κατά EUIPO (11), όπου ο συνεργάτης δικηγόρος ήταν υφιστάμενος του ιδρυτικού εταίρου της εταιρίας και υπέκειτο στον πραγματικό έλεγχο του τελευταίου. Εξάλλου, οι ιδιότητες του συνεργάτη και του εταίρου δικηγορικής εταιρίας δεν είναι παρεμφερείς και διαφέρουν ουσιωδώς από απόψεως αυτονομίας και ανεξαρτησίας, την οποία οι εταίροι διατηρούν πλήρως, ακόμη και έναντι του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν.
39. Τέλος, η αναιρεσείουσα επισημαίνει, αφενός, ότι η ιδιότητα του μέλους της επαγγελματικής ένωσης Ughi e Nunziante ουδόλως συνεπάγεται σύγκρουση συμφερόντων και ότι χαρακτηρίζεται ιδίως από κοινότητα συμφερόντων, γεγονός που δεν επιφέρει, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ανικανότητα του εκπροσώπου να υπερασπίζεται τον εντολέα του. Αφετέρου, ουδόλως προκύπτει ότι, υπό την ιδιότητά τους ως δικηγόρων που είναι εταίροι της εν λόγω επαγγελματικής ένωσης την οποία εκπροσωπούν, οι συγκεκριμένοι εκπρόσωποι δέχθηκαν οποιαδήποτε εξωτερική πίεση ή παρέμβαση από τρίτους ικανή να επηρεάσει την αυτονομία και την ανεξαρτησία της κρίσης τους.
40. Το EUIPO, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της αναιρεσείουσας.
2. Εκτίμηση
α) Επί της πρώτης αιτίασης, με την οποία προβάλλεται εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 19, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού
41. Φρονώ ότι, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στη σκέψη 17 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης καθόσον έκρινε ότι «[..] η προσφυγή δεν ασκήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 19, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού», μολονότι δεν αμφισβητείται ότι έκαστος των εκπροσώπων της πληρούσε την προϋπόθεση που προβλέπεται στο άρθρο 19, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού. Πράγματι, οι εν λόγω εκπρόσωποι είχαν δικαίωμα παράστασης ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων και είχαν προσκομίσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τα έγγραφα που αποδεικνύουν το εν λόγω δικαίωμά τους.
42. Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, οι προϋποθέσεις που προβλέπονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 19, τρίτο εδάφιο, και στο άρθρο 19, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού είναι, βεβαίως, σωρευτικές, πλην όμως διακριτές. Η πρώτη προϋπόθεση, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού, απαιτεί οι μη προνομιούχοι διάδικοι να εκπροσωπούνται από δικηγόρο ενώ η δεύτερη προϋπόθεση, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 19, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού, απαιτεί ο δικηγόρος αυτός να έχει δικαίωμα παράστασης ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλομένου στη Συμφωνία ΕΟΧ (12).
43. Στο μέτρο που δεν αμφισβητήθηκε το δικαίωμα παράστασης των οικείων εκπροσώπων ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να στηρίξει νομίμως την απόφασή του περί απόρριψης της προσφυγής ως προδήλως απαράδεκτης στο άρθρο 19, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού.
β) Επί της δεύτερης αιτίασης, με την οποία προβάλλεται εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού
44. Η δεύτερη αιτίαση θέτει το ζήτημα της εκπροσώπησης των δικηγορικών εταιριών ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού. Το Δικαστήριο έχει διατυπώσει δύο νομολογιακές αρχές σχετικά με την αποστολή και τις προϋποθέσεις της δικαστικής εκπροσώπησης των νομικών προσώπων: την αρχή της αναγκαίας εκπροσώπησης από τρίτον και την αρχή που επιτάσσει να πληρούται το κριτήριο περί ανεξαρτησίας του δικηγόρου.
1) Οι νομολογιακές αρχές που διέπουν την εκπροσώπηση νομικών προσώπων ενώπιον του δικαστή της Ένωσης
45. Δεν θα εξετάσω εκ νέου τη γένεση της νομολογίας αυτής ή στις πολυάριθμες δυσχέρειες που προκάλεσε η εφαρμογή της, τις οποίες παρέθεσε με πληρότητα ο γενικός εισαγγελέας M. Bobek στις προτάσεις του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Uniwersytet Wrocławski και Πολωνία κατά REA (13). Με παρακίνησή του, καθώς και του γενικού εισαγγελέα Ν. Αιμιλίου, ο οποίος ανέπτυξε τις προτάσεις του στην υπόθεση Universität Bremen κατά REA (14), το Δικαστήριο προέβη σε «αναπροσαρμογή» της νομολογίας του (15).
46. Κατά την κρατούσα, επί του παρόντος, νομολογία, η εκπροσώπηση ενός διαδίκου από «δικηγόρο» κατά την έννοια του άρθρου 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις.
47. Κατά πρώτον, ο «διάδικος», ανεξαρτήτως της ιδιότητάς του, δεν επιτρέπεται να παρίσταται αυτοπροσώπως ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης, αλλά πρέπει να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες τρίτου (16). Πρόκειται για δικονομική προϋπόθεση που περιλαμβάνεται στους λόγους δημόσιας τάξης τους οποίους το Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως (17). Δεδομένου ότι δεν προβλέπεται καμία παρέκκλιση ή εξαίρεση από τη συγκεκριμένη υποχρέωση στον Οργανισμό ή τον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο κρίνει ότι δικηγόρος που έχει δικαίωμα παράστασης ενώπιον εθνικού δικαστηρίου δεν μπορεί να εκπροσωπεί τον εαυτό του (18) και, στην περίπτωση νομικού προσώπου, ότι τούτο δεν μπορεί να εκπροσωπείται από τον νόμιμο εκπρόσωπό του (19). Συνεπώς, αντιθέτως προς τους κανόνες που ισχύουν για τη νομική εκπροσώπηση δικηγορικών εταιριών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι δικηγορικές εταιρίες δεν μπορούν να εκπροσωπούνται από τον νόμιμο εκπρόσωπό τους ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης (20).
48. Όπως ορθώς υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 8 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, η εκπροσώπηση από δικηγόρο πρέπει, αφενός, να εμποδίζει τους ιδιώτες να παρίστανται αυτοπροσώπως ενώπιον δικαστηρίου χωρίς να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες ενδιάμεσου προσώπου και, αφετέρου, να διασφαλίζει ότι η υπεράσπιση των νομικών προσώπων γίνεται από εκπρόσωπο ο οποίος διαφοροποιείται επαρκώς από το νομικό πρόσωπο το οποίο εκπροσωπεί, κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης και, πρωτίστως, να επιτυγχάνεται η βέλτιστη δυνατή προστασία και υπεράσπιση των συμφερόντων του εντολέα, με πλήρη ανεξαρτησία καθώς και σύμφωνα με τον νόμο και τους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες (21).
49. Κατά δεύτερον, η εν λόγω απαίτηση περί ανεξαρτησίας καθορίζεται σε συνάρτηση με δύο προϋποθέσεις (22).
50. Η πρώτη προϋπόθεση απαιτεί να μην υφίσταται εργασιακή σχέση μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέα του («αρνητικός» ορισμός).
51. Η δεύτερη προϋπόθεση παραπέμπει στον κώδικα δεοντολογίας δικηγόρων («θετικός» ορισμός). Κατά το Δικαστήριο, η εν λόγω ανεξαρτησία δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως απουσία οποιασδήποτε σχέσεως του δικηγόρου με τον εντολέα του αλλά μόνον ως απουσία σχέσεων που θίγουν προδήλως την ικανότητα του δικηγόρου να φέρει εις πέρας το υπερασπιστικό του έργο υπηρετώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα του εντολέα του, σύμφωνα με τον νόμο και τους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες (23). Το Δικαστήριο κρίνει ότι ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να ασκεί, συναφώς, περιορισμένο έλεγχο και να κηρύσσει απαράδεκτη την προσφυγή μόνον αν προκύπτει προδήλως ότι ο δικηγόρος δεν είναι σε θέση να φέρει εις πέρας το υπερασπιστικό του έργο. Το Δικαστήριο κάνει λόγο για «μη εκπλήρωση της αποστολής της εκπροσώπησης», η οποία απαιτεί ο δικηγόρος να «απομακρύνεται» προς το συμφέρον του διαδίκου που εκπροσωπεί (24). Η νομολογία αυτή προϋποθέτει, κατά τη γνώμη μου, ότι ο δικαστής της Ένωσης διαπιστώνει αιτιολογημένα ότι υπάρχουν σοβαροί και θεμιτοί λόγοι που καθιστούν δυνατό να αμφισβητηθεί η ικανότητα του δικηγόρου να επιτελέσει την αποστολή εκπροσώπησης η οποία του ανατέθηκε. Μόνον τέτοιοι λόγοι πρέπει να καθιστούν δυνατό τον περιορισμό του δικαιώματος κάθε πολίτη να εκπροσωπείται από δικηγόρο της επιλογής του (25).
52. Το βάσιμο της δεύτερης αιτίασης της αναιρεσείουσας πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των ανωτέρω αρχών.
2) Εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση
53. Από το σκεπτικό που διατυπώνεται στη σκέψη 15 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα, επαγγελματική ένωση δικηγόρων, διόρισε για την εκπροσώπησή της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τρεις δικηγόρους, οι οποίοι είναι εταίροι της ένωσης αυτής. Η εντολή της Ughi e Nunziante υπογράφηκε από τον νόμιμο εκπρόσωπο της εν λόγω επαγγελματικής ένωσης, τον Roberto Leccese.
54. Η Ughi e Nunziante εξηγεί ότι η επιλογή της ως προς τους νομικούς εκπροσώπους της αποτελεί ιδιωτική επιλογή, στην οποία προέβησαν συνειδητά και κατόπιν ωρίμου σκέψεως επαγγελματίες του νομικού κλάδου, λαμβανομένων υπόψη των έννομων συμφερόντων της αναιρεσείουσας. Συναφώς, υποστηρίζει ότι η επιλογή αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της συνέχειας ως προς τη νομική εκπροσώπηση της εν λόγω επαγγελματικής ένωσης και ότι της παρέχει τη δυνατότητα να εκπροσωπείται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης από δικηγόρους τους οποίους θεωρεί ειδικευμένους, οι οποίοι γνωρίζουν επακριβώς τη δικογραφία των υποθέσεων στις οποίες υπερασπίστηκαν προηγουμένως την αναιρεσείουσα ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων και του τμήματος προσφυγών του EUIPO και οι οποίοι έχουν ως αποστολή την προάσπιση των ίδιων συμφερόντων. Διευκρινίζω ότι, τόσο ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων όσο και ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO, η νομιμότητα της εκπροσώπησης δικηγορικής εταιρίας από ένα εκ των μελών της θεωρείται δεδομένη (26).
55. Ωστόσο, στη σκέψη 17 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το δικόγραφο της προσφυγής υπογράφηκε από δικηγόρους οι οποίοι δεν έχουν την ιδιότητα του «ανεξάρτητου τρίτου» έναντι της Ughi e Nunziante. Το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε στην παραδοχή, η οποία διατυπώνεται στη σκέψη 16 της διάταξης αυτής, ότι «η ιδιότητα των δικηγόρων που είναι εταίροι της δικηγορικής εταιρίας, ενεργούσας εν προκειμένω ως αναιρεσείουσας, [...] δεν συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας για την εκπροσώπησή της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου».
56. Φρονώ, εντούτοις, ότι μια τόσο γενική και κατηγορηματική διαπίστωση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά αυστηρότερες τις προϋποθέσεις εκπροσώπησης των δικηγορικών εταιριών ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, δεν συνάδει με τη νομολογία του Δικαστηρίου.
57. Αφενός, μολονότι το Δικαστήριο στηρίζεται σε τεκμήριο ανεξαρτησίας του δικηγόρου (27), το Γενικό Δικαστήριο καθιερώνει εν προκειμένω τεκμήριο εξάρτησης.
58. Αφετέρου, μολονότι το Δικαστήριο απαιτεί να αποδεικνύεται η ύπαρξη σχέσεων που θίγουν προδήλως την ικανότητα του δικηγόρου να φέρει εις πέρας το υπερασπιστικό του έργο, διαπιστώνεται ότι, εν προκειμένω, τούτο δεν αποδείχθηκε από το Γενικό Δικαστήριο καθόσον αυτό στήριξε το σκεπτικό του αποκλειστικά στην ιδιότητά τους ως δικηγόρων που είναι εταίροι στο πλαίσιο της επαγγελματικής ένωσης την οποία συνιστά η Ughi e Nunziante.
59. Μολονότι το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει κατ’ αναλογίαν στη διάταξη της 5ης Οκτωβρίου 2017, Hoyng Reimann Osterrieth Köhler Haft Monégier du Sorbier κατά EUIPO (We do IP.) (28), φρονώ ότι η συγκεκριμένη παραπομπή δεν μπορεί να στηρίξει το σκεπτικό του.
60. Κατά πρώτον, με την ως άνω διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δικηγόρος ο οποίος είναι εταίρος της δικηγορικής εταιρίας που εκπροσωπεί δεν μπορεί να θεωρηθεί τρίτος ο οποίος παρέχει, με πλήρη ανεξαρτησία, τη νομική συνδρομή που χρειάζεται ο εντολέας, λαμβανομένης υπόψη της αντίληψης περί της αποστολής του δικηγόρου στην έννομη τάξη της Ένωσης (29). Το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η υποχρέωση που επιβάλλεται σε διάδικο, ακόμη και εάν έχει την ιδιότητα του δικηγόρου, να προσφεύγει σε τρίτον για την εκπροσώπησή του ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης συνεπάγεται ότι η άμυνα των διαδίκων χωρεί υπό τους ίδιους όρους ενώπιον των δικαστηρίων αυτών, ανεξαρτήτως της επαγγελματικής τους ιδιότητας, και μπορεί, ως εκ τούτου, να διασφαλίζει την αρχή της ισότητας (30).
61. Δεν συμμερίζομαι τη συλλογιστική αυτή. Μολονότι ο σκοπός τον οποίο μνημονεύει το Γενικό Δικαστήριο είναι η διασφάλιση της αρχής της ισότητας μεταξύ των «διαδίκων» και, συνεπώς, η διασφάλιση της άμυνας υπό τους ίδιους όρους ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, φρονώ ότι, στην πράξη, η θέση του είναι αυστηρότερη από εκείνη που θα υιοθετούσε έναντι οποιουδήποτε άλλου «διαδίκου» στη δίκη. Πράγματι, η συλλογιστική αυτή δεν λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δικηγορικών εταιριών τα οποία τις διακρίνουν, κατά τη γνώμη μου, από οποιοδήποτε άλλο νομικό πρόσωπο. Εκ των πραγμάτων, μια δικηγορική εταιρία δεν τελεί υπό τους ίδιους όρους άμυνας, όχι μόνο λόγω του εταιρικού της σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην διασφάλιση της υπεράσπισης των πολιτών και της νομικής εκπροσώπησης, αλλά και λόγω της δομής της, η οποία περιλαμβάνει επαγγελματίες του νομικού κλάδου και, ιδίως, δικηγόρους που έχουν δικαίωμα παράστασης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και υπόκεινται στους δικούς τους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες.
62. Κατά δεύτερον, από τα στοιχεία της δικογραφίας της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη της 5ης Οκτωβρίου 2017, Hoyng Reimann Osterrieth Köhler Haft Monégier du Sorbier κατά EUIPO (We do IP.) (31), προκύπτει ότι ο δικηγόρος που ήταν εταίρος είχε επίσης την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της δικηγορικής εταιρίας. Η νομολογία στην οποία στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο στη διάταξη εκείνη αφορά συνεπώς περιπτώσεις στις οποίες ένας μεμονωμένος δικηγόρος εκπροσωπούσε τον εαυτό του.
63. Εν προκειμένω, δεν υφίσταται τέτοια σύγχυση ιδιοτήτων, δεδομένου ότι η Ughi e Nunziante δεν εκπροσωπείται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης από τον νόμιμο εκπρόσωπό της.
64. Κατά συνέπεια, ο παραλληλισμός εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου συνεπάγεται ότι το γεγονός ότι μια δικηγορική εταιρία εκπροσωπείται από τον νόμιμο εκπρόσωπό της ή από άλλον δικηγόρο που είναι εταίρος αρκεί, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, προκειμένου να θεωρηθεί ότι η εταιρία δεν πληροί τις προϋποθέσεις εκπροσώπησης που επιβάλλει το άρθρο 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού.
65. Όπως προκύπτει από το ερευνητικό σημείωμα 24/005, μόνον η γαλλική νομοθεσία στηρίζεται σε μια τόσο αυστηρή ερμηνεία της εντολής εκπροσώπησης των δικηγορικών εταιριών. Πράγματι, οι διατάξεις του γαλλικού δικαίου απαγορεύουν σε δικηγόρο ο οποίος είναι εταίρος να εκπροσωπεί τη δικηγορική εταιρία στην οποία δραστηριοποιείται και η οποία είναι διάδικος, για τον λόγο ότι κατέχει θέση τόσο διευθυντικού στελέχους όσο και μετόχου/εταίρου στο σύνολο των νομικών μορφών που μπορεί να έχει μια δικηγορική εταιρία. Συνεπώς, η τελευταία πρέπει να εκπροσωπείται από δικηγόρο που δεν συνδέεται με την δικηγορική εταιρία. Αντιθέτως, οι γαλλικοί δικονομικοί κανόνες φαίνεται να αποτελούν εξαίρεση. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει, στην πλειονότητα των εθνικών νομικών συστημάτων, οσάκις οι δικονομικές διατάξεις επιβάλλουν στον πολίτη να εκπροσωπείται από δικηγόρο, οι δικηγορικές εταιρίες απαλλάσσονται από την υποχρέωση να εκπροσωπούνται όταν είναι διάδικοι καθόσον δεν απαιτείται πλέον να προσφεύγουν σε τρίτους για να διασφαλίζεται η υπεράσπιση των συμφερόντων τους, μπορούν δε να εκπροσωπούνται από ένα εκ των μελών τους (32).
66. Η προσέγγιση που υιοθέτησε το Γενικό Δικαστήριο αποτυπώνει μια ιδιαίτερα περιοριστική ερμηνεία των προϋποθέσεων εκπροσώπησης των δικηγορικών εταιριών ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, με τη δημιουργία τεκμηρίου εξάρτησης, καθόσον στερεί από τις εν λόγω δικηγορικές εταιρίες τη δυνατότητα να εκπροσωπούνται από έναν από τους εταίρους τους πέραν του νομίμου εκπροσώπου, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής των εν λόγω δικηγορικών εταιριών, των εθνικών κανόνων που διέπουν την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος (33) καθώς και των κανόνων συνεργασίας και συμμετοχής των δικηγόρων που είναι εταίροι στις δομές αυτές.
67. Επιπλέον, επισημαίνω ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέσχε στην Ughi e Nunziante τη δυνατότητα να ανατρέψει το τεκμήριο περί εξάρτησης των οικείων εκπροσώπων παρέχοντας στην εν λόγω δικηγορική εταιρία τη δυνατότητα να διευκρινίσει τη φύση και το περιεχόμενο των σχέσεών της με τους εκπροσώπους αυτούς, οι οποίοι, υπενθυμίζω, δεν είναι οι νόμιμοι εκπρόσωποί της. Το Γενικό Δικαστήριο θα μπορούσε να είχε λάβει μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, το οποίο εν γένει χρησιμοποιεί σε τέτοια περίπτωση (34).
68. Φρονώ ότι η παροχή τέτοιας δυνατότητας στην αναιρεσείουσα είναι, εντούτοις, ουσιώδης λαμβανομένων υπόψη των έννομων συνεπειών τις οποίες αντλεί το Γενικό Δικαστήριο από τη μη τήρηση της απαίτησης περί ανεξαρτησίας και στις οποίες θα επανέλθω στο πλαίσιο της εξέτασης του τρίτου λόγου αναιρέσεως.
69. Τούτο είναι, κατά τη γνώμη μου, εξίσου σημαντικό λαμβανομένης υπόψη της ποικιλομορφίας των εθνικών κανόνων που διέπουν την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος. Η ποικιλομορφία αυτή επισημάνθηκε από το Δικαστήριο στην απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ. (35), και υπομνήσθηκε εκ νέου προσφάτως στην απόφαση PJ και PC κατά EUIPO (36), καθώς και στις διατάξεις Kirimova κατά EUIPO (37) και της 15ης Φεβρουαρίου 2023, Fundacja Instytut na rzecz Kultury Prawnej Ordo Iuris κατά Κοινοβουλίου (38). Στις τελευταίες αυτές διατάξεις, στις οποίες κλήθηκε να αποφανθεί επί της ανεξαρτησίας των νομικών εκπροσώπων, το Δικαστήριο επισήμανε ότι «η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος μπορεί να λάβει διάφορες μορφές που εκτείνονται από την άσκηση ατομικής δικηγορίας έως την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών από μεγάλες διεθνείς δικηγορικές εταιρίες και ότι εναπόκειται στους δικηγόρους που είναι εταίροι των δικηγορικών εταιριών να καθορίζουν ελεύθερα τους κανόνες της συνεργασίας τους και των συμβατικών τους σχέσεων σύμφωνα με τον νόμο, τους εθνικούς επαγγελματικούς κανόνες και τους δεοντολογικούς κανόνες». Συνεπώς, ένας δικηγόρος μπορεί να εργάζεται υπό την ιδιότητα του έμμισθου δικηγόρου σε άλλο δικηγόρο, ένωση ή εταιρία δικηγόρων ή δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση (39). Ανάλογα με τις περιστάσεις και τη μορφή της δικηγορικής εταιρίας, ο δικηγόρος που είναι εταίρος της εταιρίας μπορεί ή όχι να ασκεί καθοριστική επιρροή επί των αποφάσεων της δικηγορικής εταιρίας λόγω της συμμετοχής του στο κεφάλαιο (κατέχοντας μετοχές ή εταιρικά μερίδια) ή στα διοικητικά της όργανα (έχοντας δικαιώματα ψήφου).
70. Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω στοιχείων, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι οι οικείοι εκπρόσωποι δεν πληρούσαν την απαίτηση περί ανεξαρτησίας, χωρίς να εξακριβώσει σε ποιο βαθμό η ιδιότητά τους ως δικηγόρων-εταίρων έθιγε προδήλως την ικανότητά τους να φέρουν εις πέρας το υπερασπιστικό τους έργο.
71. Προτείνω, συνεπώς, στο Δικαστήριο να κρίνει βάσιμο τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου το δεύτερο να διενεργήσει την εκτίμηση αυτή.
72. Στο πλαίσιο αυτό, θα απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αξιολογήσει το σύνολο των στοιχείων τα οποία παρέσχε η αναιρεσείουσα και τα οποία αφορούν όχι μόνον τη νομική της μορφή, τους εθνικούς κανόνες που διέπουν την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ιταλία καθώς και τους κανόνες συνεργασίας και συμμετοχής των δικηγόρων που είναι εταίροι στο πλαίσιο των δομών αυτών, αλλά και το αντικείμενο της διαφοράς.
73. Όσον αφορά το ζήτημα αν η επίμαχη περίπτωση συνιστά αυτοεκπροσώπηση, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η Ughi e Nunziante αποτελεί υποκείμενο δικαίου που έχει αυτοτέλεια έναντι των μελών της και δεν εκπροσωπείται από τον νόμιμο εκπρόσωπό της, τον R. Leccese, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με τη διοίκηση της ένωσης (40), αλλά από τρεις εταίρους της εν λόγω δικηγορικής εταιρίας, οι οποίοι διορίστηκαν από τον νόμιμο εκπρόσωπο και δεν είναι μισθωτοί της επαγγελματικής ένωσης Ughi e Nunziante.
74. Θα πρέπει επίσης να εξεταστεί κατά πόσον υφίσταται εργασιακή σχέση μεταξύ της αναιρεσείουσας και των εκπροσώπων της η οποία μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο ανεξαρτησίας των τελευταίων. Συναφώς, η αναιρεσείουσα επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες που ισχύουν για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ιταλία, ιδίως δε το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 3, του νόμου 247/2012, οι δικηγόροι που την εκπροσωπούν δεν είναι μισθωτοί της εν λόγω επαγγελματικής ένωσης. Πράγματι, η εγγραφή στον δικηγορικό σύλλογο δεν συμβιβάζεται με οποιαδήποτε σχέση εξαρτημένης εργασίας, οπότε οι δικηγόροι ασκούν το επάγγελμά τους ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Η αναιρεσείουσα προσθέτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του νόμου 247/2012, η συμμετοχή σε ένωση δικηγόρων δεν μπορεί να θίγει την αυτονομία, την ελευθερία και την πνευματική ανεξαρτησία ή την ανεξαρτησία λήψης αποφάσεων του δικηγόρου κατά την εκπλήρωση της αποστολής που του έχει ανατεθεί.
75. Επιπλέον, όσον αφορά το κατά πόσον η σχέση μεταξύ της αναιρεσείουσας και των εκπροσώπων της είναι προδήλως ικανή να θίξει την απαίτηση περί ανεξαρτησίας και να στοιχειοθετήσει «μη εκπλήρωση της αποστολής της εκπροσώπησης», είναι αληθές ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν είναι επαρκώς ανεξάρτητος ο δικηγόρος που έχει αναλάβει σημαντικές διοικητικές και οικονομικές αρμοδιότητες στο πλαίσιο του νομικού προσώπου που εκπροσωπεί (41) ή ο δικηγόρος που κατέχει διευθυντική θέση στο πλαίσιο του νομικού προσώπου που εκπροσωπεί (42), καθώς και ο δικηγόρος που κατέχει μετοχές της εταιρίας την οποία εκπροσωπεί και προΐσταται του διοικητικού συμβουλίου της (43).
76. Εν προκειμένω, η Ughi e Nunziante επισημαίνει ότι έχει τη μορφή επαγγελματικής ένωσης, ότι οι εκπρόσωποί της δεν είναι μισθωτοί και ότι δεν υπόκεινται σε έλεγχο των νομικών υπηρεσιών που παρέχουν. Επιπλέον, από την αίτηση αναιρέσεως της αναιρεσείουσας προκύπτει ότι στην Ιταλία ο δικηγόρος πρέπει, σύμφωνα με τον codice deontologico forense (κώδικα δεοντολογίας δικηγόρων), να απέχει από οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα εφόσον αυτή μπορεί να συνεπάγεται σύγκρουση συμφερόντων (44). Κατά την ιταλική νομολογία, η σύγκρουση συμφερόντων θίγει το κύρος της εντολής όχι μόνον στην περίπτωση που αποδεικνύεται η ύπαρξη τέτοιας συγκρούσεως, αλλά και στην περίπτωση που η σύγκρουση είναι αμιγώς δυνητική, ήτοι συνδέεται εξ ορισμού με τη φύση της σχέσης και το αντικείμενο της διαφοράς (45).
77. Τέλος, θα πρέπει να κριθεί αν η άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας των εκπροσώπων της Ughi e Nunziante στο πλαίσιο της εν λόγω επαγγελματικής ένωσης μπορεί να επηρεάσει την ανεξαρτησία τους λόγω της ύπαρξης κοινού συμφέροντος για την επίλυση της διαφοράς και του κινδύνου να επηρεαστεί η επαγγελματική τους γνώμη, έστω εν μέρει, από το επαγγελματικό τους περιβάλλον (46). Στο υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως, το EUIPO επισημαίνει πράγματι ότι η ύπαρξη κοινών συμφερόντων μεταξύ του διαδίκου σε μια ένδικη διαφορά και του δικηγόρου του δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη τη βέλτιστη προστασία των δικαιωμάτων του διαδίκου αυτού. Ωστόσο, όπως το Δικαστήριο έκρινε στην απόφαση της 14ης Ιουλίου 2022, Universität Bremen κατά REA (47), και επιβεβαίωσε στη διάταξη Kirimova κατά EUIPO (48), η ύπαρξη κοινών συμφερόντων μεταξύ του εντολέα και του εκπροσώπου του για την επίλυση μιας ένδικης διαφοράς δεν αρκεί προκειμένου να διαπιστωθεί ανικανότητα του εκπροσώπου αυτού να φέρει εις πέρας προσηκόντως την εκπροσώπηση που του έχει ανατεθεί. Εν προκειμένω, πρέπει, συνεπώς, να ληφθεί υπόψη το αντικείμενο της διαφοράς, το οποίο αφορά αίτηση για την κήρυξη έκπτωσης από τα δικαιώματα επί του ενωσιακού σήματος UGHI E NUNZIANTE που είχε αρχικά κατατεθεί από τους Giovanni Maria Ughi και Giovanni Battista Nunziante (ο πρώτος απεβίωσε, ενώ ο δεύτερος ίδρυσε άλλη δικηγορική εταιρία: τη Nunziante Magrone).
78. Φρονώ ότι απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να προβεί στην εκτίμηση αυτή λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που έχει στη διάθεσή του.
Β. Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται δυσανάλογος περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο ο οποίος αντιβαίνει στο άρθρο 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, και στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη
79. Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αφορά, κατ’ ουσίαν, το κατά πόσον είναι συμβατές με τον Χάρτη οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από τη μη τήρηση της απαίτησης περί ανεξαρτησίας του δικηγόρου κατά την εκπροσώπηση του προσφεύγοντος ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.
1. Επιχειρηματολογία των διαδίκων
80. Η Ughi e Nunziante υποστηρίζει ότι δικονομικός κανόνας κατά τον οποίο δεν μπορεί να τακτοποιηθεί δικόγραφο προσφυγής που ασκείται χωρίς να έχει τηρηθεί η απαίτηση περί ανεξαρτησίας, με αποτέλεσμα η προσφυγή να πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, προσκρούει στο δικαίωμά της για πρόσβαση στη δικαιοσύνη που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, στην αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 52, παράγραφος 1, αυτού, στις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές των κρατών μελών.
81. Η αναιρεσείουσα προσάπτει ιδίως στο Γενικό Δικαστήριο ότι υιοθέτησε υπέρμετρα αυστηρή ερμηνεία του Κανονισμού Διαδικασίας του, καθόσον δεν έλαβε υπόψη ότι η απαίτηση περί ανεξαρτησίας του δικηγόρου απορρέει από τη νομολογία και δεν προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού.
82. Επισημαίνει ότι είναι παράδοξο να υπάρχει δυνατότητα θεραπείας της μη τήρησης των κανόνων οι οποίοι διέπουν την άσκηση των προσφυγών και οι οποίοι προβλέπονται ρητώς στις συναφείς ρυθμίσεις ενώ η δυνατότητα αυτή αποκλείεται όσον αφορά ελάττωμα της εκπροσώπησης οφειλόμενο σε μη τήρηση της απαίτησης περί ανεξαρτησίας του δικηγόρου, η οποία, ωστόσο, δεν προβλέπεται ρητώς στις εν λόγω ρυθμίσεις, κατά παράβαση του άρθρου 52 του Χάρτη.
83. Το EUIPO, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της αναιρεσείουσας. Προς στήριξη των επιχειρημάτων τους, το EUIPO και η Επιτροπή παραπέμπουν κατ’ ουσίαν στην απόφαση PJ και PC κατά EUIPO, στην οποία στήριξε το σκεπτικό του το Γενικό Δικαστήριο.
2. Εκτίμηση
84. Για τους λόγους που θα παραθέσω, φρονώ ότι, κατά την τρέχουσα πρακτική, ο κανόνας σύμφωνα με τον οποίο δεν μπορεί να τακτοποιηθεί δικόγραφο προσφυγής που ασκείται από πρόσωπο του οποίου ο εκπρόσωπος δεν πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις περί ανεξαρτησίας, με αποτέλεσμα η προσφυγή να πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη, περιορίζει το δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντος στη δικαιοσύνη επιβάλλοντας προϋποθέσεις οι οποίες δεν συνάδουν με τις απαιτήσεις του άρθρου 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.
85. Συμφωνώ, συνεπώς, με τη γνώμη που έχουν ήδη διατυπώσει, συναφώς, ο γενικός εισαγγελέας M. Bobek στις προτάσεις του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Uniwersytet Wrocławski και Πολωνία κατά REA (49)και ο γενικός εισαγγελέας Ν. Αιμιλίου στις προτάσεις του στην υπόθεση Universität Bremen κατά REA (50).
86. Όπως προκύπτει από τις αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2024, Ordre des avocats du barreau de Luxembourg (51), και της 2ας Οκτωβρίου 2024, Ordre des avocats à la cour de Paris και Couturier κατά Συμβουλίου (52), οι οποίες εκδόθηκαν, αντιστοίχως, από το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο, η δικαστική εκπροσώπηση (ή μάλλον, κατά τη διατύπωση της νομολογίας, η «θεμελιώδης αποστολή σε μια δημοκρατική κοινωνία» «που ανατίθεται στους δικηγόρους») έχει ως σκοπό να συμβάλλει στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης και να διασφαλίζει την προστασία και την προάσπιση των συμφερόντων του πολίτη (53). Ο σκοπός αυτός επιτάσσει, κατά τη γνώμη μου, να παρέχεται στον πολίτη η δυνατότητα να τακτοποιήσει το δικόγραφο προσφυγής του στην περίπτωση που ο εκπρόσωπος τον οποίο επέλεξε δεν πληροί την προβλεπόμενη απαίτηση περί ανεξαρτησίας.
87. Υπενθυμίζω ότι η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης στους ιδιώτες είναι πρωταρχικής σημασίας και συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών (54). Η αρχή αυτή κατοχυρώνεται τόσο στο άρθρο 47 του Χάρτη όσο και στο άρθρο 6 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (55).
88. Η δυνατότητα κάθε προσώπου να προβάλλει αποτελεσματικά τα δικαιώματά του διά της δικαστικής οδού προϋποθέτει όχι μόνον το δικαίωμά του να συμβουλεύεται δικηγόρο, να του αναθέτει την υπεράσπισή του και να εκπροσωπείται από αυτόν, αλλά και το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη προκειμένου να προβάλει τις αξιώσεις του και να απολαύει δικαστικού ελέγχου τόσο σε αστικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις (56). Το Δικαστήριο αναγνώρισε εξάλλου ότι «η υποχρέωση του “διαδίκου” να εκπροσωπείται από δικηγόρο δεν προσβάλλει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής του προσφεύγοντος, το δικαίωμά του για πρόσβαση σε αμερόληπτο δικαστήριο και το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη» (57). Ωστόσο, η κατάληξη δεν πρέπει να είναι η παράδοξα αντίστροφη κατάσταση, στην οποία ένας διάδικος, ο οποίος υποχρεούται εκ του νόμου να εκπροσωπείται από δικηγόρο, θα στερείται οριστικά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη λόγω σφάλματος κατά την επιλογή του δικηγόρου αυτού, το οποίο δεν θα μπορεί να αποκαταστήσει. Μια τέτοια κατάσταση δεν είναι αποδεκτή.
89. Βεβαίως, το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη δεν προκύπτει ότι αποτελεί απόλυτο προνόμιο δεδομένου ότι μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς με την πρόβλεψη προϋποθέσεων παραδεκτού. Σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να προβλέπονται από τον νόμο, να σέβονται το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού και, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, να είναι κατάλληλες και αναγκαίες για την ικανοποίηση των σκοπών γενικού συμφέροντος που επιδιώκονται ή για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων (58). Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία, η απαίτηση κατά την οποία κάθε περιορισμός στην άσκηση θεμελιώδους δικαιώματος πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο συνεπάγεται ότι η πράξη που επιτρέπει την επέμβαση στο συγκεκριμένο δικαίωμα πρέπει να καθορίζει η ίδια την έκταση του περιορισμού της άσκησης του αντίστοιχου δικαιώματος (59).
90. Οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς.
91. Διαπιστώνω, όμως, ότι ο κανόνας κατά τον οποίο ένα δικόγραφο προσφυγής δεν μπορεί να τακτοποιηθεί, με αποτέλεσμα η προσφυγή να πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη, σε περίπτωση που ο εκπρόσωπος του προσφεύγοντος δεν έχει την απαιτούμενη ανεξαρτησία έναντι του δευτέρου αποτελεί περιορισμό που δεν προβλέπεται ρητώς από τον νόμο και έχει, κατά τη γνώμη μου, ουσιαστικά νομολογιακό έρεισμα.
92. Όσον αφορά, κατά πρώτον, τον Οργανισμό και τον Κανονισμό Διαδικασίας, ουδείς εξ αυτών προβλέπει την απαίτηση περί ανεξαρτησίας του δικηγόρου ή, κατά μείζονα λόγο, έννομες συνέπειες λόγω της μη τήρησης της απαίτησης αυτής.
93. Το άρθρο 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, προβλέπει απλώς ότι οι μη προνομιούχοι διάδικοι «εκπροσωπούνται από δικηγόρο». Συνεπώς, ο Οργανισμός δεν κάνει καμία αναφορά στην απαίτηση περί ανεξαρτησίας του δικηγόρου, ενώ, στην πράξη, η νομολογία την έχει καταστήσει προϋπόθεση παραδεκτού. Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να προκαλέσει κάποια σύγχυση στον πολίτη όσον αφορά τους κανόνες της νομικής του εκπροσώπησης ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Βεβαίως, το Δικαστήριο δέχεται ότι ο περιορισμός ενός θεμελιώδους δικαιώματος μπορεί να διατυπώνεται με αρκούντως ευρείς όρους ώστε να μπορεί να προσαρμόζεται σε διαφορετικές περιπτώσεις καθώς και στις μεταβολές των καταστάσεων (60). Ωστόσο, φρονώ ότι το άρθρο 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εξαρτά το παραδεκτό του δικογράφου της προσφυγής από την προϋπόθεση να διαθέτει ο εκπρόσωπος όλα τα εχέγγυα ανεξαρτησίας, διότι άλλως θα παραβιάζονταν οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, οι οποίες επιτάσσουν μια δικονομική διάταξη να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής και η εφαρμογή της να είναι αρκετά προβλέψιμη για τον πολίτη (61).
94. Επισημαίνω ότι η προϋπόθεση που αφορά το δικαίωμα παράστασης δικηγόρου ενώπιον εθνικού δικαστηρίου και η προϋπόθεση που αφορά τη νομιμότητα της εντολής του προβλέπονται ρητώς στο άρθρο 19, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού και στο άρθρο 51, παράγραφοι 2 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας M. Bobek στις προτάσεις του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Uniwersytet Wrocławski και Πολωνία κατά ERA (62), ουδόλως αποκλείεται η διαμόρφωση κριτηρίου ώστε να μπορούν οι προσφεύγοντες να προβλέψουν τις δυνητικές συνέπειες της επιλογής συγκεκριμένου νομικού εκπροσώπου (63).
95. Όσον αφορά, κατά δεύτερον, τις διατάξεις για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων σχετικών με την εκτέλεση του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, της 20ής Μαΐου 2015 (64) (στο εξής: διατάξεις για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων), όπως ίσχυαν μετά την τροποποίησή τους στις 17 Οκτωβρίου 2018 (65), οι διατάξεις αυτές διευκρίνιζαν στο σημείο 78 ότι «[ο] εκπρόσωπος που διενεργεί την κατάθεση μέσω e-Curia [όπως εν προκειμένω] πρέπει να πληροί όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 19 του Οργανισμού και, εάν πρόκειται για δικηγόρο, πρέπει να απολαύει της απαιτούμενης ανεξαρτησίας έναντι του διαδίκου τον οποίο εκπροσωπεί» (66).
96. Μολονότι, σύμφωνα με την έκτη αιτιολογική σκέψη και το σημείο 104 των διατάξεων για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων (67), οι διατάξεις αυτές περιλαμβάνονται στους κανόνες την τήρηση των οποίων πρέπει να διασφαλίζει ο Γραμματέας, από κοινού με τις διατάξεις του Οργανισμού και του Κανονισμού Διαδικασίας, δεν μπορούν εντούτοις να θεωρηθούν «νόμος» κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Πράγματι, οι εν λόγω διατάξεις για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 224 του Κανονισμού Διαδικασίας από τον Πρόεδρο και τον Γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου και έχουν ως σκοπό να επεξηγήσουν, να διευκρινίσουν και να συμπληρώσουν ορισμένες διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας για λόγους διαφάνειας, ασφάλειας δικαίου και για την ορθή εφαρμογή του Κανονισμού Διαδικασίας (68). Σύμφωνα με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη τους (69), πρέπει να ενημερώνουν τους εκπροσώπους των διαδίκων σχετικά με τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνει υπόψη του ο δικαστής της Ένωσης, ιδίως όσον αφορά την κατάθεση των διαδικαστικών εγγράφων. Τούτο καταδεικνύεται από τη χρήση του συμπλεκτικού συνδέσμου «και» στο σημείο 78 των διατάξεων για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων που προβλέπει την απαίτηση περί ανεξαρτησίας του δικηγόρου την οποία έχουν διατυπώσει το Γενικό Δικαστήριο και το Δικαστήριο στη νομολογία τους.
97. Βεβαίως, οι διατάξεις για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων καθιστούν δυνατή την ενημέρωση των πολιτών και των εκπροσώπων τους δεδομένου ότι δημοσιεύονται σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μαζί με τον Κανονισμό Διαδικασίας. Εντούτοις, φρονώ ότι η ενημέρωση αυτή δεν είναι αρκούντως διεξοδική και διαφανής. Πράγματι, η έλλειψη ανεξαρτησίας του εκπροσώπου συνιστά, κατά τη νομολογία, λόγο απαραδέκτου που δεν μπορεί να θεραπευθεί ενώ, αφενός, η έννοια της «ανεξαρτησίας» δεν είναι ευχερώς προσδιορίσιμη και, αφετέρου, δεν διευκρινίζονται οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από την έλλειψη αυτή. Συναφώς, μολονότι οι διατάξεις για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων παραθέτουν εξαντλητικά στα σημεία 101 έως 103 και στα παραρτήματα 1 έως 3 αυτών (70) τις περιπτώσεις στις οποίες τα εισαγωγικά δικόγραφα μπορούν να τακτοποιηθούν ή όχι από τον Γραμματέα, διαπιστώνεται ότι δεν γίνεται αναφορά στην περίπτωση κατά την οποία το εισαγωγικό δικόγραφο ασκήθηκε από πρόσωπο ο εκπρόσωπος του οποίου δεν πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις περί ανεξαρτησίας (71).
98. Μολονότι οι διατάξεις για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων αναδιατυπώθηκαν στις 10 Ιουλίου 2024 (72), τούτο δεν μεταβάλλει το ανωτέρω συμπέρασμα. Πράγματι, στο σημείο 73 των διατάξεων για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων προβλέπεται επί του παρόντος ότι «[ο]ι εκπρόσωποι των διαδίκων πρέπει να πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 19 του Οργανισμού και, εάν πρόκειται για δικηγόρους ή καθηγητές, πρέπει να απολαύουν της απαιτούμενης ανεξαρτησίας έναντι του διαδίκου τον οποίο εκπροσωπούν» (73). Ωστόσο, στις εν λόγω διατάξεις για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων δεν προβλέπονται οι δικονομικές συνέπειες που απορρέουν από τη μη τήρηση της προϋπόθεσης περί ανεξαρτησίας του δικηγόρου.
99. Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ως άνω στοιχείων, η εν λόγω προϋπόθεση παραδεκτού, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζεται η πρόσβαση στη δικαιοσύνη, δεν προβλέπεται από τον νόμο κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.
100. Ωστόσο, ο προσφεύγων θα πρέπει να είναι, συναφώς, πλήρως ενημερωμένος, ιδίως σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη διαφορών ως προς τις προϋποθέσεις εκπροσώπησης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων καθώς και των δευτεροβάθμιων οργάνων των εξειδικευμένων οργανισμών και λοιπών οργάνων της Ένωσης (74).
101. Οι ανωτέρω εκτιμήσεις αρκούν, καταρχήν, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, καθώς και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, λαμβανομένου υπόψη του σωρευτικού χαρακτήρα των προϋποθέσεων του τελευταίου αυτού άρθρου.
102. Εντούτοις, θα διατυπώσω δύο συμπληρωματικές παρατηρήσεις.
103. Αφενός, φρονώ ότι ο νομολογιακός κανόνας κατά τον οποίο δεν μπορεί να τακτοποιηθεί δικόγραφο προσφυγής που ασκείται από πρόσωπο του οποίου ο εκπρόσωπος δεν πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ανεξαρτησίας, με αποτέλεσμα η προσφυγή να πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη, μπορεί να θίγει το ουσιαστικό περιεχόμενο του δικαιώματος πραγματικής δικαστικής προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Δεδομένου ότι δεν παρασχέθηκε στην αναιρεσείουσα η δυνατότητα να τακτοποιήσει το δικόγραφο της προσφυγής της, η τελευταία δεν μπορεί να υποβάλει σε δικαστικό έλεγχο ενώπιον του αρμόδιου δικαστή την απόφαση που εξέδωσε το τμήμα προσφυγών του EUIPO σε βάρος της (75).
104. Αφετέρου, θεωρώ ότι ο εν λόγω κανόνας δεν είναι κατάλληλος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και ότι βαίνει πέραν του αναγκαίου για την ομαλή διεξαγωγή της δίκης.
105. Συγκεκριμένα, μολονότι η εκπροσώπηση από ανεξάρτητο δικηγόρο αποσκοπεί κυρίως στο να διασφαλίσει τη βέλτιστη δυνατή προστασία και υπεράσπιση των συμφερόντων του πολίτη (76), ένας τέτοιος κανόνας αντίκειται στον σκοπό αυτόν καθόσον συνεπάγεται αυτομάτως το απαράδεκτο της προσφυγής που άσκησε ο πολίτης χωρίς τούτο να απαιτείται για την ομαλή διεξαγωγή της δίκης. Οι αρχές που διατύπωσε το Δικαστήριο έχουν ως σκοπό να αποκλείσουν τον εκπρόσωπο προς το συμφέρον του εντολέα του και όχι να αποκλείσουν τον εντολέα από τη δικαιοσύνη. Συνεπώς, για να αποτυπώσω την κατάσταση παραστατικά, ο κανόνας αυτός αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, «θεραπεία χειρότερη από την πάθηση» δεδομένου ότι ο πολίτης, ο οποίος, και μόνον, είναι διάδικος έναντι του δικαστή, στερείται της δυνατότητας να διορθώσει ελάττωμα που επηρεάζει την εκπροσώπησή του ενώ ο δικηγόρος του προορίζεται εκ των προτέρων να ενεργήσει απλώς ως «ενδιάμεσος υπέρ [του]» (77). Φρονώ ότι ο επίμαχος περιορισμός είναι κατά μείζονα λόγο αυστηρότερος αν ληφθεί υπόψη ότι ο πολίτης στερείται κάθε δυνατότητας να αμφισβητήσει μια απόφαση και να προβάλει λυσιτελώς την άποψή του στο πλαίσιο μεταγενέστερης διαδικασίας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Μια τέτοια κατάσταση δημιουργεί σαφώς κενό ως προς τη δικαστική προστασία των φυσικών και νομικών προσώπων ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, γεγονός που θίγει την αναγκαία συνοχή του συστήματος δικαστικής προστασίας κατά το δίκαιο της Ένωσης (78).
106. Η ανάλυση αυτή συνάδει με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσον αφορά την τήρηση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ.
107. Κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το «δικαίωμα σε δίκαιη δίκη», το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, απαιτεί να διασφαλίζεται στον πολίτη αποτελεσματικό δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο ως προς τις αποφάσεις που αφορούν τα αστικής φύσης δικαιώματα και υποχρεώσεις του (79). Δέχεται, ωστόσο, ότι το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο και μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις παραδεκτού των ενδίκων βοηθημάτων (80). Στο πλαίσιο αυτό, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εξετάζει κατά πόσον ο επίμαχος δικονομικός κανόνας έχει «καταφανώς υπερβολικές συνέπειες» και συνιστά δυσανάλογο περιορισμό στο δικαίωμα πρόσβασης των προσφευγόντων σε δικαστήριο (81). Ωστόσο, στην απόφασή του της 11ης Φεβρουαρίου 2014, Maširević κατά Σερβίας (82), το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι τυχόν υπέρμετρα αυστηρή ερμηνεία των εθνικών δικονομικών κανόνων που αφορούν την υποχρεωτική εκπροσώπηση συνιστά παραβίαση του άρθρου 6 και, ειδικότερα, του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, σε περίπτωση κατά την οποία το ένδικο βοήθημα του προσφεύγοντος στη δικαιοσύνη, εν προκειμένω ενός εν ενεργεία δικηγόρου, κηρύσσεται απαράδεκτο στερώντας από τον τελευταίο τη δυνατότητα να εξεταστεί πλήρως το βάσιμο των ισχυρισμών του (83).
108. Όπως προκύπτει από τη συγκριτική ανάλυση που πραγματοποιήθηκε με το ερευνητικό σημείωμα 24/005, η πλειονότητα των κρατών μελών προβλέπει, συνεπώς, ότι είναι έγκυρες οι διαδικαστικές πράξεις που διενεργήθηκαν κατά παράβαση των κανόνων οι οποίοι αφορούν την απαίτηση περί ανεξαρτησίας κατά την εκπροσώπηση μιας δικηγορικής εταιρίας, η δε εγκυρότητα αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Μολονότι το γαλλικό αστικό και διοικητικό δίκαιο διαφοροποιούνται, εκ νέου, καθόσον προβλέπουν ότι μια τέτοια παράβαση συνιστά ουσιαστική παρατυπία που μπορεί να συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής, η παράβαση αυτή μπορεί, εντούτοις, κατά το διοικητικό δίκαιο, να θεραπευθεί κατά τη διάρκεια της δίκης (84), δεδομένου ότι το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Γαλλία) κρίνει ότι το απαράδεκτο αυτό κηρύσσεται μόνον αφότου το δικαστήριο καλέσει τον παραβάτη να θεραπεύσει την παράβαση (85).
109. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω στοιχείων, φρονώ ότι ο κανόνας κατά τον οποίο δεν μπορεί να τακτοποιηθεί δικόγραφο προσφυγής που ασκείται από πρόσωπο του οποίου ο εκπρόσωπος δεν πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις περί ανεξαρτησίας, με αποτέλεσμα η προσφυγή να πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη, περιορίζει το δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντος στη δικαιοσύνη εξαρτώντας την άσκησή του από προϋποθέσεις οι οποίες δεν συνάδουν με τις απαιτήσεις του άρθρου 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.
110. Αντιλαμβάνομαι ότι το συμπέρασμα αυτό είναι αντίθετο προς τις εκτιμήσεις του Δικαστηρίου στις σκέψεις 87 έως 90 της απόφασης PJ και PC κατά EUIPO, στις οποίες στηρίχθηκε όχι μόνον το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 18 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, αλλά και το EUIPO και η Επιτροπή στο υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως και το υπόμνημα παρεμβάσεως που κατέθεσαν αντιστοίχως.
111. Στην απόφαση εκείνη, η οποία εκδόθηκε επί υπόθεσης τα πραγματικά περιστατικά και το πλαίσιο της οποίας είναι σχετικά παρεμφερή με εκείνα της υπό κρίση υπόθεσης, το Δικαστήριο έκρινε, πράγματι, ότι ο επίμαχος δικονομικός κανόνας δεν αντέβαινε στο άρθρο 47 του Χάρτη.
112. Καταρχάς, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αποτελεσματική δικαστική προστασία ενός φυσικού προσώπου εξασφαλίζεται από το δικαίωμα του προσώπου αυτού να ασκήσει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης προσφυγή κατά της ακυρωτικής απόφασης του τμήματος προσφυγών του EUIPO (86). Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που παρατίθενται στα σημεία 87 και 88 των παρουσών προτάσεων, φρονώ ότι το Δικαστήριο υιοθέτησε, στην προκειμένη περίπτωση, μια ιδιαίτερα περιοριστική ερμηνεία του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
113. Εν συνεχεία, όσον αφορά τη δυνατότητα τακτοποίησης, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, μολονότι ο Οργανισμός και ο Κανονισμός Διαδικασίας προβλέπουν τη δυνατότητα τακτοποίησης του δικογράφου προσφυγής που δεν πληροί ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις, η μη τήρηση της υποχρέωσης εκπροσώπησης από δικηγόρο που έχει δικαίωμα παράστασης ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλόμενου στη Συμφωνία ΕΟΧ δεν περιλαμβάνεται στις υποχρεώσεις που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο τακτοποίησης μετά τη λήξη της προθεσμίας άσκησης προσφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 21, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού και το άρθρο 78, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας (87). Εξάλλου, συναφώς, το Δικαστήριο παρέπεμψε απλώς σε δύο προγενέστερες αποφάσεις, ήτοι τις διατάξεις της 27ης Νοεμβρίου 2007, Diy-Mar Insaat Sanayi ve Ticaret και Akar κατά Επιτροπής (88), και της 20ής Φεβρουαρίου 2008, Comunidad Autónoma de Valencia κατά Επιτροπής (89), οι οποίες αφορούσαν πρόδηλες περιπτώσεις στις οποίες δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις που προβλέπονται ρητώς στο άρθρο 19, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού. Πράγματι, στην πρώτη υπόθεση το δικόγραφο προσφυγής είχε υπογραφεί από δύο Τούρκους δικηγόρους, οι οποίοι, δεν είχαν, ως εκ τούτου, δικαίωμα παράστασης ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή κράτους συμβαλλόμενου στη Συμφωνία ΕΟΧ (90), και στη δεύτερη υπόθεση το δικόγραφο προσφυγής είχε υπογραφεί από πρόσωπο το οποίο, μολονότι ήταν μέλος νομικής υπηρεσίας, δεν είχε την ιδιότητα του δικηγόρου.
114. Τέλος, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, μολονότι, δυνάμει του άρθρου 55, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας (91), ο πολίτης μπορεί να αντικαταστήσει τον αρχικώς διορισθέντα εκπρόσωπο με νέο σε περίπτωση αποκλεισμού του πρώτου από το Γενικό Δικαστήριο λόγω συμπεριφοράς που δεν συνάδει προς το κύρος του Γενικού Δικαστηρίου ή προς τις απαιτήσεις της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, καμία διάταξη του Οργανισμού ή του Κανονισμού Διαδικασίας δεν υποχρεώνει το Γενικό Δικαστήριο ή το Δικαστήριο να προειδοποιήσουν τον πολίτη για τη μη τήρηση της απαίτησης περί ανεξαρτησίας ή να του παράσχουν τη δυνατότητα να διορίσει νέο εκπρόσωπο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας (92).
115. Μολονότι είναι αληθές ότι καμία διάταξη του Οργανισμού ή του Κανονισμού Διαδικασίας δεν υποχρεώνει το Δικαστήριο ή το Γενικό Δικαστήριο να προειδοποιήσουν τον πολίτη για τη μη τήρηση της απαίτησης περί ανεξαρτησίας ή να του παράσχουν τη δυνατότητα να διορίσει νέο εκπρόσωπο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, τούτο οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι η απαίτηση αυτή δεν προβλέπεται σε κανένα από τα κείμενα αυτά.
116. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για υπερβολικά τυπολατρική ερμηνεία των δικονομικών κανόνων την οποία συνόψισε ο γενικός εισαγγελέας M. Bobek στα σημεία 75 και 76 των προτάσεών του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Uniwersytet Wrocławski και Πολωνία κατά REA (93) ως εξής:
«[τ]ούτο σημαίνει ότι η μη συμμόρφωση με σχετικώς σαφώς αναφερόμενες απαιτήσεις είναι θεραπεύσιμη. Αντιθέτως, η μη συμμόρφωση με απαίτηση που δεν προβλέπεται ρητώς στους δικονομικούς κανόνες, ήτοι την προϋπόθεση να είναι “ανεξάρτητος” ο δικηγόρος σύμφωνα με το άρθρο 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού, προκαλεί την απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο επιμένει ότι η έλλειψη ανεξαρτησίας εκ μέρους του νομικού εκπροσώπου συνιστά λόγο απαραδέκτου της δίκης [...] Οι (διαδικαστικές) προϋποθέσεις οι οποίες αναφέρονται ρητώς (και ως εκ τούτου, με τις οποίες είναι αναμενόμενο ότι θα συμμορφωθεί ένας ευλόγως επιμελής δικηγόρος) είναι θεραπεύσιμες, ενώ οι (επίσης διαδικαστικές) προϋποθέσεις οι οποίες δεν αναφέρονται ρητώς (και επομένως πιο δύσκολα αναμένει κανείς ότι θα συμμορφωθούν με αυτές ακόμη και οι ευλόγως επιμελείς δικηγόροι), δεν είναι θεραπεύσιμες.»
117. Θα ολοκληρώσω την ανάλυσή μου επισημαίνοντας ότι ο γενικός εισαγγελέας K. Roemer, στις προτάσεις του στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 1965, Barge κατά Ανωτάτης Αρχής (94), είχε ήδη καταλήξει στην ίδια διαπίστωση: «δεν συνεπάγεται κάθε παράβαση των ρητών τυπικών κανόνων του Κανονισμού Διαδικασίας το απαράδεκτο της προσφυγής. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση παραβίασης των διαδικαστικών αρχών, οι οποίες δεν ρυθμίζονται ρητώς στον Κανονισμό Διαδικασίας» (95). Ο γενικός εισαγγελέας K. Roemer παρέθεσε, συνεπώς, τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν θεμιτή, «για την ομαλή διεξαγωγή της δίκης», η εφαρμογή στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου των αυστηρών αρχών που προέβαλε η Ανώτατη Αρχή και προτίμησε να συναγάγει από τον Κανονισμό Διαδικασίας επιχειρήματα υπέρ μιας «φιλελεύθερης προσέγγισης» (96).
118. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον εφάρμοσε τον κανόνα κατά τον οποίο δεν μπορεί να τακτοποιηθεί δικόγραφο προσφυγής με αποτέλεσμα η προσφυγή να πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη σε περίπτωση που ο εκπρόσωπος του προσφεύγοντος δεν διαθέτει την απαιτούμενη ανεξαρτησία έναντι του τελευταίου, δεδομένου ότι ο κανόνας αυτός αντιβαίνει στο άρθρο 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, και στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.
119. Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει βάσιμο τον τρίτο λόγο αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.
120. Κατόπιν της ανάλυσής μου, προτείνω στο Δικαστήριο να δεχθεί τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως και να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη.
VI. Επί της αναπομπής της υπόθεσης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου
121. Σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού, σε περίπτωση αναίρεσης της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει.
122. Εν προκειμένω, εκτιμώ ότι το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί οριστικά επί της ουσίας της προσφυγής, καθόσον τούτο προϋποθέτει την εξέταση στοιχείων τα οποία ούτε εκτιμήθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη ούτε συζητήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου.
123. Συνεπώς, φρονώ ότι είναι απαραίτητο να αναπεμφθεί η υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, επιφυλασσομένου του Δικαστηρίου ως προς τα δικαστικά έξοδα, προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της διαφοράς στο σύνολό της.
VII. Πρόταση
124. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:
1) Αναιρεί τη διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 10ης Οκτωβρίου 2022, Studio Legale Ughi e Nunziante κατά EUIPO – Nunziante και Ughi (UGHI E NUNZIANTE) (T‑389/22, EU:T:2022:662).
2) Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3) Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.
1 Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.
2 Βλ. διάταξη της 8ης Μαΐου 2023, Studio Legale Ughi e Nunziante κατά EUIPO (C‑776/22 P, EU:C:2023:441).
3 T‑389/22, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, EU:T:2022:662.
4 Στο εξής: Χάρτης.
5 ΕΕ 1994, L 1, σ. 3, στο εξής: Συμφωνία ΕΟΧ.
6 Στο εξής: αναιρεσείουσα ή Ughi e Nunziante.
7 C‑776/22 P, EU:C:2023:441.
8 T‑345/17, EU:T:2017:710.
9 T‑76/19, EU:T:2020:212.
10 GURI αριθ. 15, της 18ης Ιανουαρίου 2013, σ. 1, στο εξής: νόμος 247/2012.
11 C‑529/18 P και C‑531/18 P, στο εξής: απόφαση PJ και PC κατά EUIPO, EU:C:2022:218.
12 Βλ. διάταξη της 15ης Φεβρουαρίου 2023, Fundacja Instytut na rzecz Kultury Prawnej Ordo Iuris κατά Κοινοβουλίου (C‑546/21 P, EU:C:2023:123, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
13 C‑515/17 P και C‑561/17 P, EU:C:2019:774, σημεία 31 έως 78.
14 C‑110/21 P, EU:C:2022:133, σημεία 44 έως 69.
15 Βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2022, Universität Bremen κατά REA (C‑110/21 P, EU:C:2022:555, σκέψη 67).
16 Βλ. διάταξη της 21ης Απριλίου 2023, Kirimova κατά EUIPO (C‑306/22 P, στο εξής: διάταξη Kirimova κατά EUIPO, EU:C:2023:338, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
17 Βλ. απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2024, Pilatus Bank κατά ΕΚΤ (C‑256/22 P, EU:C:2024:125, σκέψεις 36 και 38).
18 Βλ. διάταξη της 10ης Οκτωβρίου 2017, Mladenova κατά Κοινοβουλίου (C‑405/17 P, EU:C:2017:747, σκέψεις 12 έως 15 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
19 Βλ. διάταξη Kirimova κατά EUIPO (σκέψεις 29 και 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
20 Βλ., συναφώς, ερευνητικό σημείωμα 24/005 που συνέταξε η Διεύθυνση «Έρευνας και Τεκμηρίωσης» του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Δεκέμβριο του 2024 σχετικά με την εκπροσώπηση των δικηγορικών εταιριών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (στο εξής: ερευνητικό σημείωμα 24/005), από το οποίο προκύπτει ότι, στην πλειονότητα των κρατών μελών, μια δικηγορική εταιρία μπορεί να εκπροσωπείται ενώπιον των δικαστηρίων από δικηγόρο που είναι μέλος της εταιρίας αυτής, ανεξαρτήτως της ιδιότητάς του ως εταίρου, συνεργάτη ή υπαλλήλου.
21 Βλ. διάταξη Kirimova κατά EUIPO (σκέψεις 30 και 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και αποφάσεις της 4ης Φεβρουαρίου 2020, Uniwersytet Wrocławski και Πολωνία κατά REA (C‑515/17 P και C‑561/17 P, EU:C:2020:73, σκέψεις 61 και 62), και της 14ης Ιουλίου 2022, Universität Bremen κατά REA (C‑110/21 P, EU:C:2022:555, σκέψεις 46 και 47).
22 Βλ. διάταξη Kirimova κατά EUIPO (σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
23 Βλ. διατάξεις Kirimova κατά EUIPO (σκέψη 33) και της 15ης Φεβρουαρίου 2023, Fundacja Instytut na rzecz Kultury Prawnej Ordo Iuris κατά Κοινοβουλίου (C‑546/21 P, EU:C:2023:123, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), καθώς και απόφαση της 14ης Ιουλίου 2022, Universität Bremen κατά REA (C‑110/21 P, EU:C:2022:555, σκέψεις 52 και 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
24 Βλ. διατάξεις Kirimova κατά EUIPO (σκέψη 34) και της 15ης Φεβρουαρίου 2023, Fundacja Instytut na rzecz Kultury Prawnej Ordo Iuris κατά Κοινοβουλίου (C‑546/21 P, EU:C:2023:123, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας Ν. Αιμιλίου στις προτάσεις του στην υπόθεση Universität Bremen κατά REA (C‑110/21 P, EU:C:2022:133, σημείο 67), το δεύτερο αυτό κριτήριο αφορά προφανείς καταστάσεις, στις οποίες δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο εκπρόσωπος μπορεί να μην ενεργεί προς το συμφέρον του διαδίκου τον οποίο εκπροσωπεί.
25 Σε ποινικές υποθέσεις, βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του ΕΔΔΑ της 20ής Οκτωβρίου 2015, Dvorski κατά Κροατίας (CE:ECHR:2015:1020JUD002570311, § 76 έως 82).
26 Όσον αφορά την εκπροσώπηση ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων, βλ. άρθρο 86 του codice di procedura civile (Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), καθώς και αποφάσεις του Corte suprema di cassazione (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) 22439/2009, της 22ας Οκτωβρίου 2009, και 4628/1997, της 23ης Μαΐου 1997. Όσον αφορά την εκπροσώπηση ενώπιον του EUIPO, το άρθρο 119, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1), προβλέπει ότι «κανένας δεν έχει υποχρέωση να ορίσει αντιπρόσωπο ενώπιον του [EUIPO]». Ωστόσο, από τη συνδυασμένη εφαρμογή του άρθρου 119, παράγραφος 3, και του άρθρου 120, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι νομικό πρόσωπο που έχει την έδρα ή την εγκατάστασή του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) μπορεί να εκπροσωπείται ενώπιον του EUIPO από υπάλληλό του υπό την προϋπόθεση ότι ο τελευταίος είναι δικηγόρος ο οποίος δικαιούται να ασκεί δικηγορία στο έδαφος κράτους μέλους του ΕΟΧ και έχει την επαγγελματική του κατοικία εντός του ΕΟΧ.
27 Το Δικαστήριο πράγματι εκτιμά ότι ένας δικηγόρος, ο οποίος δραστηριοποιείται ως ελεύθερος επαγγελματίας ή ως συνεργάτης ή εταίρος δικηγορικής εταιρίας, πληροί τις ίδιες απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας (βλ. διάταξη της 15ης Φεβρουαρίου 2023, Fundacja Instytut na rzecz Kultury Prawnej Ordo Iuris κατά Κοινοβουλίου, C‑546/21 P, EU:C:2023:123, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
28 T‑345/17, EU:T:2017:710.
29 Βλ. διάταξη της 5ης Οκτωβρίου 2017, Hoyng Reimann Osterrieth Köhler Haft Monégier du Sorbier κατά EUIPO (We do IP.) [T‑345/17, EU:T:2017:710, σκέψη 9, η οποία παραπέμπει στην απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej και Πολωνία κατά Επιτροπής (C‑422/11 P και C‑423/11 P, EU:C:2012:553), και σκέψη 11].
30 Βλ. διάταξη της 5ης Οκτωβρίου 2017, Hoyng Reimann Osterrieth Köhler Haft Monégier du Sorbier κατά EUIPO (We do IP.) (T‑345/17, EU:C:2017:710, σκέψη 10).
31 T‑345/17, EU:T:2017:710.
32 Τούτο προβλέπουν, μεταξύ άλλων, η γερμανική, η ισπανική, η ιταλική, η αυστριακή, η πολωνική, η ρουμανική καθώς και η σλοβακική νομοθεσία. Για παράδειγμα, το άρθρο 86 του ιταλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει ότι, «ακόμη και στις διαδικασίες στις οποίες απαιτείται τεχνικής φύσεως υπεράσπιση, εάν ο διάδικος ή ο εκπρόσωπός του έχουν την ιδιότητα του δικηγόρου, μπορούν να παρασταθούν αυτοπροσώπως χωρίς να είναι απαραίτητο να διορίσουν άλλον δικηγόρο».
33 Από το ερευνητικό σημείωμα 24/005 προκύπτει ότι, για παράδειγμα, στην Αυστρία, όπου δεν υφίσταται απαίτηση περί ανεξαρτησίας του δικηγόρου, ορισμένοι κανόνες που διέπουν την οργάνωση της άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος με τη μορφή εταιριών, ιδίως την εκπροσώπηση των δικηγορικών εταιριών, αποσκοπούν ακριβώς στο να συμβιβάσουν τη λειτουργία των εταιριών αυτών με τη γενική απαίτηση περί ανεξαρτησίας του δικηγόρου.
34 Πράγματι, από τη μελέτη της νομολογίας του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, εντός εξαιρετικά σύντομων προθεσμιών, να ζητήσει από τον προσφεύγοντα να διευκρινίσει τη φύση και το περιεχόμενο των σχέσεων που τηρεί με τον εκπρόσωπό του. Βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη της 9ης Μαρτίου 2022, Kirimova κατά EUIPO (T‑727/20, EU:T:2022:136), στην οποία το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την προσφεύγουσα να αναφέρει τυχόν εργασιακή σχέση της με τη δικηγόρο της εντός πολύ σύντομης προθεσμίας (δικόγραφο προσφυγής της 7ης Δεκεμβρίου 2020, απάντηση της 20ής Ιανουαρίου 2021 σε αίτημα παροχής πληροφοριών και διάταξη απαραδέκτου της 9ης Μαρτίου 2022). Βλ., επίσης, διάταξη της 25ης Ιουλίου 2023, Malmendier κατά Συμβουλίου (T‑832/22, EU:T:2023:448, σκέψη 8), στην οποία ο προσφεύγων παραδέχθηκε, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ότι η υπογραφή του δικογράφου της προσφυγής από τον ίδιο συνιστούσε σφάλμα λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων του άρθρου 19 του Οργανισμού.
35 C‑309/99, EU:C:2002:98, σκέψη 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.
36 Βλ. σκέψη 79.
37 Βλ. σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.
38 C‑546/21 P, EU:C:2023:123, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.
39 Βλ., για παράδειγμα, άρθρο 8 της οδηγίας 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος (ΕΕ 1998, L 77, σ. 36).
40 Βλ. παραρτήματα της προσφυγής.
41 Βλ. διάταξη της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, EREF κατά Επιτροπής (C‑74/10 P και C‑75/10 P, EU:C:2010:557, σκέψεις 50 και 51).
42 Πρβλ. διάταξη της 6ης Απριλίου 2017, PITEE κατά Επιτροπής (C‑464/16 P, EU:C:2017:291, σκέψεις 25 και 35).
43 Βλ. διάταξη της 4ης Δεκεμβρίου 2014, ADR Center κατά Επιτροπής (C‑259/14 P, EU:C:2014:2417, σκέψη 27).
44 Βλ., συναφώς, άρθρο 24, παράγραφος 1, του κώδικα δεοντολογίας δικηγόρων.
45 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Corte suprema di cassazione (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) 28427/2023, της 11ης Οκτωβρίου 2023.
46 Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2020, Uniwersytet Wrocławski και Πολωνία κατά REA (C‑515/17 P και C‑561/17 P, EU:C:2020:73, σκέψη 68).
47 C‑110/21 P, EU:C:2022:555, σκέψη 66. Η απόφαση αυτή σηματοδοτεί μεταστροφή της νομολογίας. Πράγματι, στην απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej και Πολωνία κατά Επιτροπής (C‑422/11 P και C‑423/11 P, EU:C:2012:553), οι δικηγόροι είχαν προσληφθεί από οντότητα που συνδεόταν με τον διάδικο που εκπροσωπούσαν. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εργασιακή σχέση των δικηγόρων αυτών με την εν λόγω οντότητα, μολονότι η τελευταία διακρινόταν τυπικώς από τον διάδικο που εκπροσωπούσαν, μπορούσε να επηρεάσει την ανεξαρτησία τους, δεδομένου ότι τα συμφέροντα της εν λόγω οντότητας ήταν σε μεγάλο βαθμό κοινά με τα συμφέροντα της προσφεύγουσας. Κατά το Δικαστήριο, υφίστατο ο κίνδυνος η επαγγελματική γνώμη των εν λόγω δικηγόρων να επηρεαστεί, έστω εν μέρει, από το επαγγελματικό τους περιβάλλον (σκέψη 25).
48 Βλ. διάταξη Kirimova κατά EUIPO (σκέψη 41).
49 C‑515/17 P και C‑561/17 P, EU:C:2019:774, σημεία 77 και 78.
50 C‑110/21 P, EU:C:2022:133, σημεία 91 έως 115.
51 C‑432/23, EU:C:2024:791.
52 T‑798/22, EU:T:2024:671.
53 Βλ. αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2024, Ordre des avocats du barreau de Luxembourg (C‑432/23, EU:C:2024:791, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 2ας Οκτωβρίου 2024, Ordre des avocats à la cour de Paris και Couturier κατά Συμβουλίου (T‑798/22, EU:T:2024:671, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
54 Βλ. αποφάσεις της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka κ.λπ. (C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, EU:C:2019:923, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika (C‑896/19, EU:C:2021:311, σκέψη 51).
55 Υπογραφείσα στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, στο εξής: ΕΣΔΑ.
56 Βλ. απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2022, Orde van Vlaamse Balies κ.λπ. (C‑694/20, EU:C:2022:963, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
57 Βλ. διάταξη της 6ης Οκτωβρίου 2011, Campailla κατά Επιτροπής (C‑265/11 P, EU:C:2011:644, σκέψη 9).
58 Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2024, Ordre des avocats du barreau de Luxembourg (C‑432/23, EU:C:2024:791, σκέψη 67).
59 Βλ. απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2022, Orde van Vlaamse Balies κ.λπ. (C‑694/20, EU:C:2022:963, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
60 Βλ. απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2022, Orde van Vlaamse Balies κ.λπ. (C‑694/20, EU:C:2022:963, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
61 Βλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, Călin (C‑676/17, EU:C:2019:700), σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής της προθεσμίας για την άσκηση αίτησης αναθεώρησης τελεσίδικης δικαστικής απόφασης (σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
62 C‑515/17 P και C‑561/17 P, EU:C:2019:774.
63 Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Uniwersytet Wrocławski και Πολωνία κατά REA (C‑515/17 P και C‑561/17 P, EU:C:2019:774, σημείο 65).
64 ΕΕ 2015, L 152, σ. 1.
65 ΕΕ 2018, L 294, σ. 23.
66 Η υπογράμμιση δική μου.
67 Όπως ίσχυαν το 2015.
68 Βλ. πρώτη και τέταρτη αιτιολογική σκέψη των διατάξεων για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων όπως ίσχυαν το 2015.
69 Όπως ίσχυαν το 2015.
70 Όπως ίσχυαν το 2018.
71 Σύμφωνα με τα σημεία 101 έως 103, το παράρτημα 1 αφορούσε τις «[π]ροϋποθέσεις των οποίων η μη πλήρωση δικαιολογεί τη μη επίδοση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης», το παράρτημα 2 αφορούσε τους «[τυπικούς] κανόνες των οποίων η μη τήρηση δικαιολογεί αναβολή της επιδόσεως» και, τέλος, το παράρτημα 3 αφορούσε τους «[τυπικούς] κανόνες των οποίων η μη τήρηση δεν εμποδίζει την επίδοση».
72 ΕΕ L, 2024/2097.
73 Η υπογράμμιση δική μου.
74 Συγκεκριμένα, μολονότι η Ughi e Nunziante εξηγεί ότι προέκρινε τη συνέχεια ως προς την εκπροσώπησή της εξουσιοδοτώντας τους τρεις δικηγόρους, εταίρους αυτής, οι οποίοι την εκπροσώπησαν ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων και του τμήματος προσφυγών του EUIPO, η μη διακοπή αυτή προσκρούει στο καθεστώς νομικής εκπροσώπησης των δικηγορικών εταιριών το οποίο δεν είναι ομοιόμορφο ως προς τους παράγοντες αυτούς.
75 Βλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2021, Etat luxembourgeois (Πληροφορίες για μια ομάδα φορολογουμένων) (C‑437/19, EU:C:2021:953, σκέψη 94), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι το ουσιαστικό περιεχόμενο του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα του κατόχου του συγκεκριμένου δικαιώματος να έχει πρόσβαση σε αρμόδιο δικαστήριο για τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων που του εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης.
76 Ενδεικτικώς, το άρθρο 55, παράγραφοι 1 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποκλείσει εκπρόσωπο η συμπεριφορά του οποίου δεν συνάδει προς το κύρος του Γενικού Δικαστηρίου ή προς τις απαιτήσεις της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, καθιστώντας ταυτόχρονα δυνατό στον διάδικο να διορίσει άλλον εκπρόσωπο.
77 Βλ. διάταξη της 8ης Ιουνίου 2005, Nuova Agricast κατά Επιτροπής (T‑151/03, EU:T:2005:204, σκέψη 29).
78 Βλ. στο ίδιο πνεύμα, κατά τη γνώμη μου, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής (C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
79 Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 23ης Οκτωβρίου 1996, Levages Prestations Services κατά Γαλλίας (CE:ECHR:1996:1023JUD002192093, § 40 και 44).
80 Κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να εφαρμόζονται με κάποια ευελιξία και χωρίς υπερβολική τυπολατρία, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου και του σκοπού τους, δεν πρέπει να θίγουν την ίδια την ουσία του δικαιώματος αυτού, αλλά να επιδιώκουν θεμιτό σκοπό και να είναι ανάλογες προς αυτόν. Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του ΕΔΔΑ της 14ης Νοεμβρίου 2000, Annoni di Gussola κ.λπ. κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2000:1114JUD003181996, § 48 και 53).
81 Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 14 Νοεμβρίου 2000, Annoni di Gussola κ.λπ. κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2000:1114JUD003181996, § 53).
82 CE:ECHR:2014:0211JUD003067108.
83 Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 11ης Φεβρουαρίου 2014, Maširević κατά Σερβίας (CE:ECHR:2014:0211JUD003067108, § 47 έως 51). Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, το Ανώτατο Δικαστήριο της Σερβίας είχε πράγματι απορρίψει την εξέταση της αίτησης αναιρέσεως που άσκησε ο αναιρεσείων, ο οποίος είχε την επαγγελματική ιδιότητα του δικηγόρου, για τον λόγο ότι ο τελευταίος δεν μπορούσε να εκπροσωπήσει τον εαυτό του. Σύμφωνα με τους εφαρμοστέους δικονομικούς κανόνες, ο αναιρεσείων είχε απολέσει τη νομική δυνατότητα άσκησης αίτησης αναιρέσεως.
84 Βλ. άρθρο R612-1 του κώδικα διοικητικής δικονομίας.
85 Βλ. απόφαση αριθ. 68448 του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας), της 27ης Ιανουαρίου 1989. Ελλείψει τέτοιας πρόσκλησης, η απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το απαράδεκτο υπόκειται σε ακύρωση τόσο κατ’ έφεση όσο και κατ’ αναίρεση (βλ. απόφαση αριθ.° 46103 του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας), της 21ης Σεπτεμβρίου 1990).
86 Βλ. απόφαση PJ και PC κατά EUIPO (σκέψη 87).
87 Βλ. απόφαση PJ και PC κατά EUIPO (σκέψη 88).
88 C‑163/07 P, EU:C:2007:717, σκέψη 26.
89 C‑363/06 P, EU:C:2008:99, σκέψη 34.
90 Βλ. διάταξη της 17ης Ιανουαρίου 2007, Diy-Mar Insaat Sanayi ve Ticaret και Akar κατά Επιτροπής (T‑129/06, EU:T:2007:11, σκέψεις 43 και 44), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι προϋποθέσεις που αφορούν την εκπροσώπηση φυσικών και νομικών προσώπων ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης μπορούσαν να αντιταχθούν στους προσφεύγοντες και στους συμβούλους τους στο μέτρο που αυτοί είχαν τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των εν λόγω προϋποθέσεων μέσω της δημοσίευσής τους στη Συλλογή Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην Επίσημη Εφημερίδα.
91 Το άρθρο 55 του Κανονισμού Διαδικασίας, με τίτλο «Αποκλεισμός από τη διαδικασία», προβλέπει, στις παραγράφους 1 έως 3, ότι, αν το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η συμπεριφορά δικηγόρου ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, του προέδρου, δικαστή ή του γραμματέα δεν συνάδει προς το κύρος του Γενικού Δικαστηρίου ή προς τις απαιτήσεις της ορθής απονομής της δικαιοσύνης ή ότι ο δικηγόρος αυτός κάνει χρήση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το λειτούργημά του για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους του έχουν παρασχεθεί, ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο· για τους ίδιους λόγους, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον ενδιαφερόμενο, να αποκλείσει, με αιτιολογημένη διάταξη, έναν δικηγόρο από τη διαδικασία και σε περίπτωση αποκλεισμού δικηγόρου, η πρόοδος της δίκης αναστέλλεται μέχρις ότου εκπνεύσει η προθεσμία που τάσσει ο πρόεδρος, προκειμένου ο ενδιαφερόμενος διάδικος να διορίσει άλλον δικηγόρο.
92 Βλ. απόφαση PJ και PC κατά EUIPO (σκέψεις 89 και 90).
93 C‑515/17 P και C‑561/17 P, EU:C:2019:774.
94 14/64, EU:C:1965:13. Στην υπόθεση εκείνη, η Ανώτατη Αρχή είχε προβάλει ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής για τον λόγο ότι ο δικηγόρος του προσφεύγοντος δεν είχε προσκομίσει δικαστικό πληρεξούσιο κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής αυτής, καθόσον το Δικαστήριο απαιτεί, στην πράξη, το εν λόγω δικαστικό πληρεξούσιο να κατατίθεται ταυτόχρονα με το δικόγραφο προσφυγής. Το Δικαστήριο ακολούθησε τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, επισημαίνοντας ότι, σύμφωνα με τον Κανονισμό Διαδικασίας, ο δικηγόρος που επικουρεί ή εκπροσωπεί διάδικο υποχρεούταν μόνον να αποδείξει την ιδιότητά του ως δικηγόρου με αποτέλεσμα ο τελευταίος να μην υποχρεούται να αποδείξει ότι έχει νομότυπη πληρεξουσιότητα για την άσκηση προσφυγής (σ. 10).
95 Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα K. Roemer στην υπόθεση Barge κατά Ανωτάτης Αρχής (14/64, EU:C:1965:1, σ. 16). Η υπογράμμιση δική μου.
96 Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα K. Roemer στην υπόθεση Barge κατά Ανωτάτης Αρχής (14/64, EU:C:1965:1, σ. 15 και 16). Ο γενικός εισαγγελέας K. Roemer στήριξε τον συλλογισμό του στο άρθρο 38, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο προέβλεπε ότι, στην περίπτωση που ορισμένα έγγραφα δεν προσκομίζονται με το δικόγραφο της προσφυγής (για παράδειγμα, το καταστατικό νομικού προσώπου), ο γραμματέας καλεί τον προσφεύγοντα να τα προσκομίσει εντός εύλογης προθεσμίας. Αν δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Δικαστήριο κρίνει «κατά πόσον η μη τήρηση των προϋποθέσεων αυτών συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής».