Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΡΑΝΤΟΥ

της 7ης Μαρτίου 2024 (1)

Υπόθεση C-701/22

SC AA SRL

κατά

MFE

[αίτηση του Curtea de Apel Cluj (εφετείου του Cluj, Ρουμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή – Διαρθρωτικά ταμεία – Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) – Κανονισμός (ΕΚ) 1083/2006 – Άρθρο 60 – Καθήκοντα της διαχειριστικής αρχής – Αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης – Υποχρέωση επιστροφής επιλέξιμων δαπανών – Καταγγελία συμβάσεως χρηματοδοτήσεως στο πλαίσιο του ΕΤΠΑ λόγω παρατυπιών κατά την εκτέλεσή της – Ακύρωση της καταγγελίας – Καθυστέρηση πληρωμής – Τόκοι υπερημερίας – Αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας – Παρατυπίες κατά την εκτέλεση της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως – Συνέπειες»






 Εισαγωγή

1.        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της SC AA SRL, εταιρίας περιορισμένης ευθύνης του ρουμανικού δικαίου (στο εξής: ΑΑ), και του Ministerul Fondurilor Europene (Υπουργείου ευρωπαϊκών πόρων, Ρουμανία, στο εξής: MFE), σχετικά με την καταβολή τόκων υπερημερίας λόγω καθυστερημένης απόδοσης από το MFE επιλέξιμων δαπανών, στο πλαίσιο συμβάσεως χρηματοδοτήσεως που συνήψε το MFE με την ΑΑ για την υλοποίηση προγράμματος συγχρηματοδοτούμενου από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ).

2.        Οι παρούσες προτάσεις εστιάζουν, κατ’ ουσίαν, σε δύο ζητήματα. Αφενός, τίθεται το ζήτημα αν η αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, η οποία μνημονεύεται στο άρθρο 60 του κανονισμού (ΕΚ) 1083/2006 (2), σε συνδυασμό με την αρχή της ισοδυναμίας, επιβάλλει ή αποκλείει την καταβολή σε νομικό πρόσωπο, από την αρμόδια εθνική αρχή, τόκων υπερημερίας λόγω καθυστερημένης απόδοσης δαπανών επιλέξιμων από ευρωπαϊκά Ταμεία, για την περίοδο κατά την οποία ίσχυε διοικητική πράξη καταγγελίας της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως η οποία ακυρώθηκε στη συνέχεια από το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο. Αφετέρου, σε περίπτωση που επιτρέπεται η είσπραξη τέτοιων τόκων, τίθεται το ζήτημα αν το αιτούν δικαστήριο δύναται να περιορίσει το ποσό των τόκων αυτών λόγω παρατυπιών εκ μέρους του δικαιούχου κατά την εκτέλεση της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως, έστω και αν δεν έγιναν δημοσιονομικές διορθώσεις εκ μέρους της αρμόδιας εθνικής αρχής.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο κανονισμός (ΕΚ) 1080/2006

3.        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1080/2006 (3), το οποίο επιγράφεται «Επιλεξιμότητα δαπανών», ορίζει τα εξής:

«Οι ακόλουθες δαπάνες δεν είναι επιλέξιμες για συνεισφορά του ΕΤΠΑ:

α)      τόκοι επί χρεών.»

 Ο κανονισμός 1083/2006

4.        Το άρθρο 14 του κανονισμού 1083/2006, το οποίο επιγράφεται «Επιμερισμένη διαχείριση», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ο προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορά τα Ταμεία εκτελείται στα πλαίσια επιμερισμένης διαχείρισης μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 1 στοιχείο β) του [κανονισμού (EΚ, Eυρατόμ) 1605/2002 (4)], εξαιρουμένων των μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 36α του παρόντος κανονισμού και της τεχνικής βοήθειας που αναφέρεται στο άρθρο 45 του παρόντος κανονισμού.

Η αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 2 του [κανονισμού 1605/2002].»

5.        Το άρθρο 60 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Καθήκοντα της διαχειριστικής αρχής», προβλέπει τα ακόλουθα:

«Η διαχειριστική αρχή είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση και την υλοποίηση του επιχειρησιακού προγράμματος σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και ιδίως με στόχο:

α)      τη διασφάλιση της επιλογής των προς χρηματοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα κριτήρια που εφαρμόζονται στο επιχειρησιακό πρόγραμμα καθώς και της συμμόρφωσής τους με τους ισχύοντες κοινοτικούς και εθνικούς κανόνες, καθ’ όλη την περίοδο υλοποίησής τους·

β)      την επαλήθευση της παράδοσης των συγχρηματοδοτούμενων προϊόντων και υπηρεσιών και της πραγματικής πραγματοποίησης των δαπανών που δηλώνουν οι δικαιούχοι για τις διάφορες πράξεις καθώς και της συμμόρφωσής τους προς τους κοινοτικούς και τους εθνικούς κανόνες· είναι δυνατό να πραγματοποιούνται δειγματοληπτικά επιτόπου επαληθεύσεις επιμέρους πράξεων, σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες που θεσπίζει η Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 103 παράγραφος 3·

[...]».

6.        Το άρθρο 70 του κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Διαχείριση και έλεγχος», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη είναι αρμόδια για τη διαχείριση και τον έλεγχο των επιχειρησιακών προγραμμάτων, ιδίως λαμβάνοντας τα ακόλουθα μέτρα:

α)      διασφαλίζουν ότι τα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου για τα επιχειρησιακά προγράμματα έχουν οργανωθεί σύμφωνα με τα άρθρα 58 έως 62 και λειτουργούν ουσιαστικά·

β)      προλαμβάνουν, εντοπίζουν και διορθώνουν παρατυπίες και ανακτούν αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά μαζί με τους τόκους υπερημερίας, ανάλογα με την περίπτωση. Ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή και την τηρούν ενήμερη σχετικά με την πρόοδο των διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών.

2.      Στην περίπτωση που είναι αδύνατη η ανάκτηση ποσών καταβληθέντων αχρεωστήτως σε δικαιούχο, το κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την επιστροφή των απολεσθέντων ποσών στο γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν αποδεικνύεται ότι η απώλεια προκλήθηκε λόγω παρατυπίας ή αμέλειάς του.

3.      Οι κανόνες εφαρμογής των παραγράφων 1 και 2 θεσπίζονται από την Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 103 παράγραφος 3.»

7.        Το άρθρο 80 του κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Πλήρης πληρωμή στους δικαιούχους», έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι υπεύθυνοι για τη διενέργεια των πληρωμών φορείς να διασφαλίζουν ότι οι δικαιούχοι εισπράττουν το συντομότερο δυνατόν και πλήρως το συνολικό ποσό της δημόσιας συνεισφοράς. Κανένα ποσό δεν αφαιρείται ούτε παρακρατείται, ούτε εισπράττεται οποιαδήποτε ειδική επιβάρυνση ή άλλο τέλος ισοδύναμου αποτελέσματος, το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των ποσών αυτών για τους δικαιούχους.»

8.        Το άρθρο 98 του κανονισμού 1083/2006, το οποίο επιγράφεται «Δημοσιονομικές διορθώσεις από τα κράτη μέλη», ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα ακόλουθα:

«1.      Τα κράτη μέλη φέρουν την πρωταρχική ευθύνη για τη διερεύνηση των παρατυπιών, ενεργώντας βάσει στοιχείων για οποιαδήποτε μείζονος σημασίας μεταβολή η οποία επηρεάζει τη φύση ή τους όρους υλοποίησης ή τον έλεγχο πράξεων ή επιχειρησιακών προγραμμάτων καθώς και για τη διενέργεια των απαιτούμενων δημοσιονομικών διορθώσεων.

2.      Το κράτος μέλος προβαίνει στις απαιτούμενες δημοσιονομικές διορθώσεις όσον αφορά τις μεμονωμένες ή συστημικές παρατυπίες που διαπιστώνονται σε πράξεις ή επιχειρησιακά προγράμματα. Οι διορθώσεις που διενεργούνται από το κράτος μέλος συνίστανται στην ακύρωση του συνόλου ή μέρους της δημόσιας συνεισφοράς του επιχειρησιακού προγράμματος. Το κράτος μέλος λαμβάνει υπόψη τη φύση και τη σοβαρότητα των παρατυπιών καθώς και την οικονομική απώλεια του Ταμείου.

[...]»

 Το ρουμανικό δίκαιο

 Ο νόμος 554/2004

9.        Το άρθρο 28, παράγραφος 1, του legea 554/2004 (5) προβλέπει τα εξής: 

«Οι διατάξεις του παρόντος νόμου συμπληρώνονται από τις διατάξεις του κώδικα πολιτικής δικονομίας, στο μέτρο που οι τελευταίες δεν είναι ασυμβίβαστες, αφενός, προς την ιδιαίτερη φύση της σχέσης εξουσίας μεταξύ των δημόσιων αρχών και των προσώπων των οποίων τα δικαιώματα ή τα έννομα συμφέροντα έχουν θιγεί και, αφετέρου, προς τη διαδικασία που διέπεται από τον παρόντα νόμο. Το δικαστήριο κρίνει αν είναι συμβατή η εφαρμογή των κανόνων του κώδικα πολιτικής δικονομίας όταν αποφαίνεται επί των ενστάσεων.»

 Ο αστικός κώδικας

10.      Το άρθρο 1535 του αστικού κώδικα (6), το οποίο επιγράφεται «Τόκοι υπερημερίας επί χρηματικών οφειλών», ορίζει τα εξής:

«(1)      Όταν ένα χρηματικό ποσό δεν καταβάλλεται κατά την ημερομηνία που κατέστη ληξιπρόθεσμο, ο δανειστής δικαιούται να απαιτήσει τόκους υπερημερίας από την ημερομηνία αυτή μέχρι την ημερομηνία καταβολής, υπολογιζόμενους με το επιτόκιο που συμφωνήθηκε από τα μέρη ή, ελλείψει συμφωνίας, με το προβλεπόμενο από τον νόμο επιτόκιο, χωρίς να υποχρεούται να αποδείξει οποιαδήποτε ζημία. Στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης δεν δικαιούται να αποδείξει ότι η ζημία που υπέστη ο δανειστής λόγω της καθυστέρησης πληρωμής θα ήταν μικρότερη.

(2)      Εάν, πριν από την ημερομηνία κατά την οποία η οφειλή κατέστη ληξιπρόθεσμη, ο οφειλέτης όφειλε τόκους με επιτόκιο υψηλότερο από το εκ του νόμου προβλεπόμενο, οι τόκοι υπερημερίας καταβάλλονται με το επιτόκιο που ίσχυε πριν από την ημερομηνία αυτή.

(3)      Εάν το επιτόκιο υπερημερίας δεν είναι υψηλότερο από το εκ του νόμου προβλεπόμενο, ο δανειστής δικαιούται, πλέον των τόκων με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας, και αποζημίωση για την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη.»

 Το OG 13/2011

11.      Το άρθρο 1 του OG 13 /2011 (7) έχει ως εξής:

«(1)      Τα μέρη είναι ελεύθερα να καθορίζουν στη σύμβαση το ισχύον επιτόκιο για την αποπληρωμή δανείου ορισμένου χρηματικού ποσού και για την καθυστέρηση της πληρωμής χρηματικής οφειλής.

(2)      Οι τόκοι που οφείλονται από τον οφειλέτη που πρέπει να εκπληρώσει χρηματική παροχή εντός ορισμένης προθεσμίας και οι οποίοι υπολογίζονται για το χρονικό διάστημα πριν από τη λήξη της προθεσμίας πληρωμής καλούνται ανταποδοτικοί τόκοι.

(3)      Οι τόκοι τους οποίους οφείλει να καταβάλει ο οφειλέτης λόγω μη εκπληρώσεως ληξιπρόθεσμης χρηματικής παροχής καλούνται τόκοι υπερημερίας.

[...]»

12.      Το άρθρο 3 του διατάγματος αυτού, όπως τροποποιήθηκε, ορίζει τα ακόλουθα:

«(1)      Το επιτόκιο των νόμιμων τόκων ανταποδοτικού χαρακτήρα ορίζεται στο ύψος του επιτοκίου αναφοράς της εθνικής τράπεζας της Ρουμανίας, το οποίο είναι το βασικό επιτόκιο που καθορίζεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της εθνικής τράπεζας της Ρουμανίας.

(2)      Ως επιτόκιο των νόμιμων τόκων υπερημερίας ορίζεται το επιτόκιο αναφοράς προσαυξημένο κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες.

(2 bis)      Στις σχέσεις μεταξύ επαγγελματιών καθώς και μεταξύ επαγγελματιών και αναθετουσών αρχών, οι νόμιμοι τόκοι υπερημερίας καθορίζονται βάσει του επιτοκίου αναφοράς προσαυξημένου κατά οκτώ ποσοστιαίες μονάδες.

(3)      Στις έννομες σχέσεις που δεν απορρέουν από τη λειτουργία κερδοσκοπικής επιχείρησης κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, [του αστικού κώδικα] [...] το νόμιμο επιτόκιο καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 και της παραγράφου 2 αντίστοιχα, μειωμένο κατά 20 %.

[...]»

13.      Κατά το άρθρο 10 του εν λόγω διατάγματος, «[σ]τους τόκους υπερημερίας εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 1535 και των άρθρων 1538 έως 1543 [του αστικού κώδικα] [...]».

 Το OUG 66/2011

14.      Το άρθρο 42, παράγραφοι 1 και 2, του OUG 66/2011 (8), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, όριζε τα εξής:

«(1)      Οι δημοσιονομικές απαιτήσεις που απορρέουν από παρατυπίες καθίστανται απαιτητές κατά τη λήξη της προθεσμίας πληρωμής η οποία καθορίζεται στον τίτλο που ενσωματώνει την απαίτηση ή εντός 30 ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης του τίτλου αυτού.

(2)      Σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν εκπληρώσει εμπρόθεσμα τις υποχρεώσεις που υπέχει από τον ως άνω τίτλο, οφείλει τόκους οι οποίοι υπολογίζονται με εφαρμογή του ισχύοντος επιτοκίου επί του υπόλοιπου ποσού της δημοσιονομικής απαίτησης το οποίο παραμένει ανεξόφλητο και εκφράζεται σε [ρουμανικά λέι (RON)], από την πρώτη ημέρα μετά τη λήξη της προθεσμίας πληρωμής που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, έως την ημερομηνία απόσβεσης της απαίτησης, εκτός εάν οι κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του διεθνούς χρηματοδοτικού φορέα προβλέπουν διαφορετικά.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

15.      Στις 22 Απριλίου 2015 το MFE, η διαχειριστική αρχή του τομεακού επιχειρησιακού προγράμματος του ΕΤΠΑ «Ενίσχυση της οικονομικής ανταγωνιστικότητας 2007-2013», και η ΑΑ, εταιρία περιορισμένης ευθύνης του ρουμανικού δικαίου, συνήψαν, στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος, σύμβαση χρηματοδοτήσεως (στο εξής: σύμβαση χρηματοδοτήσεως) για την υλοποίηση του έργου με τίτλο «Αγορά εξοπλισμού για την ενίσχυση της παραγωγικής ικανότητας της εταιρίας ΑΑ» (στο εξής: επίμαχο έργο). Βάσει της συμβάσεως αυτής, το MFE ανέλαβε την υποχρέωση να χορηγήσει στην ΑΑ μη επιστρεπτέα χρηματοδότηση ύψους 3 334 257,20 ρουμανικών λέι (RON) (περίπου 753 000 ευρώ) για την υλοποίηση του επίμαχου έργου (9).

16.      Προκειμένου να κινήσει τις διαδικασίες για την αγορά εξοπλισμού στο πλαίσιο του ως άνω έργου, η ΑΑ έλαβε από τραπεζικό ίδρυμα δάνειο το οποίο αντιστοιχούσε στο ποσό της χρηματοδότησης για την κάλυψη των επιλέξιμων προς απόδοση δαπανών.

17.      Η εκτέλεση της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως αποτέλεσε αντικείμενο δύο αγωγών, στο πλαίσιο της πρώτης εκ των οποίων υποβλήθηκε η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως.

18.      Η πρώτη αγωγή ερείδεται στο γεγονός ότι, μετά την ολοκλήρωση του επίμαχου έργου, η AA υπέβαλε αίτηση απόδοσης επιλέξιμων δαπανών, στην οποία δεν δόθηκε συνέχεια (10), με αποτέλεσμα την επιβάρυνσή της με πρόσθετες δαπάνες συνδεόμενες με την παράταση του δανείου (11). Ως εκ τούτου, στις 18 Απριλίου 2016, η AA άσκησε αγωγή ενώπιον του Curtea de Apel Cluj (εφετείου του Cluj, Ρουμανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, ζητώντας να υποχρεωθεί το MFE, πρώτον, να εκδώσει απόφαση δεχόμενη την αίτηση επιστροφής, δεύτερον, να της αποδώσει τις επιλέξιμες δαπάνες που ανέρχονταν στο ποσό της μη επιστρεπτέας χρηματοδοτικής συνδρομής βάσει της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως, τρίτον, να της καταβάλει νόμιμους τόκους επί του ποσού αυτού από την ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής και, τέταρτον, επικουρικώς, να της καταβάλει αποζημίωση για την υλική ζημία που υπέστη.

19.      Η δεύτερη αγωγή ερείδεται στο γεγονός ότι, κατά το διάστημα αυτό, και δη στις 29 Αυγούστου 2016, το MFE κατήγγειλε τη σύμβαση χρηματοδοτήσεως λόγω ορισμένων παρατυπιών (12). Ως εκ τούτου, στις 27 Απριλίου 2017, η AA άσκησε αγωγή ενώπιον του Curtea de Apel Cluj (εφετείου του Cluj, Ρουμανία) κατά του MFE, ζητώντας, αυτή τη φορά, την ακύρωση της καταγγελίας της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως. Με απόφαση που κατέστη τελεσίδικη στις 10 Μαρτίου 2021 (13), το δικαστήριο αυτό έκανε δεκτή την αγωγή με το σκεπτικό ότι, παρά τη διαπίστωση ορισμένων παρατυπιών που διέπραξε η ΑΑ κατά την εκτέλεση της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως, η καταγγελία της σύμβασης αυτής συνιστούσε δυσανάλογο μέτρο λόγω της ήσσονος σημασίας των παρατυπιών. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το MFE θα μπορούσε να εφαρμόσει λιγότερο αυστηρά μέτρα, ήτοι να επιβάλει δημοσιονομικές διορθώσεις (14).

20.      Κατόπιν της αποφάσεως αυτής και της συνακόλουθης καταβολής από το MFE του ποσού των επιλέξιμων δαπανών (15), το αιτούν δικαστήριο παραμένει ακόμη αρμόδιο να αποφανθεί, στο πλαίσιο της πρώτης αγωγής, αποκλειστικά επί των αιτημάτων που αφορούν, πρώτον, την καταβολή τόκων υπερημερίας επί του ποσού που κατέβαλε το MFE σε εκτέλεση της ως άνω δικαστικής αποφάσεως και, δεύτερον, την καταβολή αποζημιώσεως λόγω υλικής ζημίας (16).

21.      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, πιο συγκεκριμένα, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, η αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης αντιτίθενται σε ρύθμιση του εθνικού δικαίου η οποία προβλέπει την καταβολή, στον δικαιούχο χρηματοδοτικής συμβάσεως, τόκων υπερημερίας επί του ποσού των επιλέξιμων δαπανών που βαρύνουν το ΕΤΠΑ, οι οποίες αποδόθηκαν εκπρόθεσμα από τη διαχειριστική αρχή μετά την ακύρωση της καταγγελίας της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως, για το χρονικό διάστημα ισχύος της καταγγελίας η οποία στη συνέχεια ακυρώθηκε δικαστικώς.

22.      Ελλείψει ειδικών διατάξεων στο δίκαιο της Ένωσης και στο εθνικό δίκαιο και λαμβανομένης υπόψη της αντιφατικής εθνικής νομολογίας επί του θέματος, το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι εναπόκειται στο εθνικό δίκαιο να καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις που ισχύουν για τους τόκους, σύμφωνα με την αρχή της δικονομικής αυτονομίας (17). Διερωτάται, ωστόσο, αν, σε μια τέτοια περίπτωση, η καταβολή τόκων υπερημερίας κατ’ εφαρμογήν της εθνικής νομοθεσίας, σύμφωνα με την αρχή της ισοδυναμίας, συμβιβάζεται με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και, ιδίως, με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης ή αν, αντιθέτως, η αρχή αυτή του επιβάλλει να εφαρμόσει κατ’ αναλογίαν τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που διέπουν την ανάκληση, σε περίπτωση παρατυπιών, του οικονομικού πλεονεκτήματος και οι οποίες δεν προβλέπουν την καταβολή τόκων (18). Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν εθνικό δικαστήριο μπορεί να περιορίσει το τυχόν οφειλόμενο ποσό των τόκων υπερημερίας, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι παρατυπίες που διέπραξε ο δικαιούχος κατά την εκτέλεση της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως, σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή, όπως εν προκειμένω, δεν έχει επιβάλει συναφώς καμία δημοσιονομική διόρθωση.

23.      Στο πλαίσιο αυτό, το Curtea de Apel Cluj (εφετείο του Cluj) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα, εκ των οποίων τα ακόλουθα τρία αποτελούν αντικείμενο των παρουσών προτάσεων:

«1)      Έχει η αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, σε συνδυασμό με την αρχή της ισοδυναμίας, την έννοια ότι απαγορεύει σε νομικό πρόσωπο, το οποίο έχει επιχείρηση κερδοσκοπικού χαρακτήρα και είναι δικαιούχος μη επιστρεπτέας χρηματοδότησης από το ΕΤΠΑ, να λάβει από τη δημόσια αρχή κράτους μέλους τόκους υπερημερίας για την καθυστερημένη πληρωμή επιλέξιμων δαπανών, για χρονικό διάστημα κατά το οποίο ίσχυε διοικητική πράξη η οποία απέκλειε την απόδοσή τους και η οποία στη συνέχεια ακυρώθηκε με δικαστική απόφαση;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, ασκεί η υπαιτιότητα του δικαιούχου της χρηματοδότησης, η οποία διαπιστώθηκε με την εν λόγω απόφαση, επιρροή στον υπολογισμό του ποσού των τόκων υπερημερίας, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η ίδια αυτή δημόσια αρχή που είναι αρμόδια για τη διαχείριση των ευρωπαϊκών πόρων έκρινε, εντέλει, μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης, ότι όλες οι δαπάνες ήταν επιλέξιμες;

3)      Πρέπει να γίνει δεκτό, στο πλαίσιο της ερμηνείας της αρχής της ισοδυναμίας σε σχέση με το χρονικό σημείο από το οποίο χορηγούνται τόκοι υπερημερίας στον δικαιούχο μη επιστρεπτέας χρηματοδότησης από το ΕΤΠΑ, ότι είναι κρίσιμος ο κανόνας εθνικού δικαίου ο οποίος προβλέπει ότι, σε περίπτωση που διαπιστωθούν παρατυπίες, η μοναδική συνέπεια είναι η μη χορήγηση του σχετικού οικονομικού πλεονεκτήματος ή, κατά περίπτωση, η ανάκλησή του (επιστροφή των μη οφειλόμενων ποσών στο ύψος στο οποίο χορηγήθηκαν), χωρίς είσπραξη τόκων, καίτοι ο δικαιούχος των εν λόγω ποσών επωφελήθηκε από τη χρήση τους μέχρι την επιστροφή τους, και μόνο σε περίπτωση που τα ποσά αυτά δεν επιστραφούν εντός της προβλεπόμενης εκ του νόμου προθεσμίας, ήτοι εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση του τίτλου που ενσωματώνει την απαίτηση, οι διατάξεις του άρθρου 42, παράγραφοι 1 και 2, του OUG 66/2011 επιτρέπουν την είσπραξη τόκων μετά τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας;» (19)

24.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν στο Δικαστήριο το MFE, η Ρουμανική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

 Εκτίμηση

25.      Με το πρώτο έως και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία και μόνον αποτελούν αντικείμενο των παρουσών προτάσεων, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν η ΑΑ δικαιούται, εν προκειμένω, να απαιτήσει την καταβολή τόκων υπερημερίας (πρώτο και τρίτο ερώτημα) και αν το ύψος των τόκων αυτών μπορεί να περιοριστεί λόγω των παρατυπιών που διέπραξε η εν λόγω εταιρία (δεύτερο ερώτημα).

26.      Ως εκ τούτου, θα εξετάσω, κατ’ αρχάς, το πρώτο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα από κοινού και, εν συνεχεία, το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

 Επί του πρώτου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

27.      Όσον αφορά το πρώτο και το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν, σύμφωνα με τις αρχές της Ένωσης, και ειδικότερα τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και της ισοδυναμίας, ένα νομικό πρόσωπο δικαιούται να απαιτήσει την καταβολή τόκων υπερημερίας λόγω καθυστερημένης καταβολής δαπανών επιλέξιμων από ενωσιακά κονδύλια, για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ίσχυε πράξη με την οποία ανακλήθηκε το πλεονέκτημα αυτό, η οποία ακυρώθηκε στη συνέχεια από το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο.

28.      Ελλείψει ρητών διατάξεων στο δίκαιο της Ένωσης και στο εθνικό δίκαιο, το αιτούν δικαστήριο εξετάζει δύο πιθανές λύσεις:

–        αφενός (πρώτο προδικαστικό ερώτημα), η καταβολή τόκων υπερημερίας θα μπορούσε να δικαιολογηθεί βάσει των κανόνων του κοινού δικαίου (20), υπό την προϋπόθεση ότι οι κανόνες αυτοί είναι συμβατοί με τις αρχές της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης·

–        αφετέρου (τρίτο προδικαστικό ερώτημα), η καταβολή των τόκων αυτών θα μπορούσε να αποκλειστεί με την αναλογική εφαρμογή των ειδικών διατάξεων του εθνικού δικαίου που διέπουν την ανάκληση του οικονομικού πλεονεκτήματος σε περίπτωση παρατυπιών (21), και οι οποίες προβλέπουν την καταβολή τόκων υπερημερίας μόνον από την εκπνοή της προθεσμίας για την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών (22).

29.      Συναφώς, το MFE υπογραμμίζει ότι η αρχή της ισοδυναμίας δεν μπορεί να δικαιολογήσει, στην προκειμένη περίπτωση, την υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας λόγω, κατ’ ουσίαν, της άνισης θέσης στην οποία βρίσκονται τα μέρη (23), ιδίως δεδομένου ότι η ΑΑ δεν είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της (24), και ότι ούτε η αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης μπορεί να δικαιολογήσει μια τέτοια υποχρέωση, η οποία θα προκαλούσε σημαντική ζημία στον προϋπολογισμό του οικείου κράτους μέλους προς όφελος των δικαιούχων των κονδυλίων, χωρίς καμία συμβατική ή νομική βάση. Επομένως, το MFE τάσσεται υπέρ της εφαρμογής της διατάξεως του εθνικού δικαίου που διέπει την ανάκληση του οικονομικού πλεονεκτήματος σε περίπτωση παρατυπιών (25). Ομοίως, η Ρουμανική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση αποκλείουν τη χορήγηση τόκων υπερημερίας στην προκειμένη περίπτωση βάσει της αρχής της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης (26) και της αρχής της ισοδυναμίας, ελλείψει εθνικών διατάξεων που να διέπουν παρόμοιες καταστάσεις (27), και υπογραμμίζουν την ύπαρξη ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που παρέχεται στα κράτη μέλη σε μια τέτοια περίπτωση.

30.      Η Επιτροπή εκτιμά ότι, ελλείψει ειδικών διατάξεων (28), εναπόκειται στην έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους να ρυθμίσει το ζήτημα σύμφωνα με την αρχή της δικονομικής αυτονομίας, τηρουμένων των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, εξυπακουομένου ότι η καταβολή τόκων υπερημερίας δεν αντίκειται στην αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης (29). Όσον αφορά, ειδικότερα, την εφαρμογή της αρχής της ισοδυναμίας, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να προσδιορίσει παρόμοιες διαδικασίες στο εθνικό δίκαιο, διευκρινίζοντας συγχρόνως ότι η διάταξη του εθνικού δικαίου που διέπει την ανάκληση του οικονομικού πλεονεκτήματος σε περίπτωση παρατυπιών (30) δεν ασκεί συναφώς επιρροή, καθόσον πρόκειται για είδος προσφυγής η οποία στηρίζεται επίσης στο δίκαιο της Ένωσης.

31.      Επισημαίνω, προκαταρκτικώς, ότι η εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ένωσης δυνάμει του κανονισμού 1083/2006 (31) υπόκειται σε επιμερισμένη διαχείριση, στο πλαίσιο της οποίας, αφενός, η Επιτροπή είναι υπεύθυνη, μεταξύ άλλων, για τον σχεδιασμό και την έγκριση των προγραμμάτων και, αφετέρου, τα κράτη μέλη, μέσω των διαχειριστικών αρχών τους, είναι υπεύθυνα για τη διαχείριση και την υλοποίηση των επιχειρησιακών προγραμμάτων (32), ιδίως έναντι των δικαιούχων, οι οποίοι δικαιούνται να λάβουν το πλήρες ποσό της δημόσιας συνεισφοράς το συντομότερο δυνατό και στο ακέραιο (33). Ως εκ τούτου, το οικείο κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση και τον έλεγχο του επιχειρησιακού προγράμματος και, ιδίως, για την πρόληψη, τον εντοπισμό και τη διόρθωση των παρατυπιών και για την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, προσαυξημένων, κατά περίπτωση, με τόκους υπερημερίας (34).

32.      Πιο συγκεκριμένα, η διαχειριστική αρχή είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση και την υλοποίηση του επιχειρησιακού προγράμματος σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης (35). Με βάση την αρχή αυτή, η εκτέλεση του προϋπολογισμού πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις αρχές της οικονομίας, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας (36), όπερ συνεπάγεται ότι τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά και επενδυτικά ταμεία χρησιμοποιούνται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις νομικές αρχές και απαιτήσεις στις οποίες στηρίζεται η τομεακή νομοθεσία της Ένωσης (37).

33.      Ωστόσο, οι τομεακοί κανονισμοί της Ένωσης, ερμηνευόμενοι υπό το πρίσμα της αρχής της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, δεν περιέχουν καμία αρχή που να προβλέπει ότι οι τόκοι υπερημερίας για καθυστερημένες αποδόσεις ή ανακτήσεις στις οποίες εμπλέκονται κράτη μέλη και δικαιούχοι πρέπει ή δεν πρέπει να καταβάλλονται επιπλέον της απόδοσης ή της ανάκτησης αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών (38). Οι κανονισμοί αυτοί και η αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης παρέχουν απλώς στα κράτη μέλη την εξουσία να απαιτούν τόκους επί των ποσών που ανακτώνται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, χωρίς να καθορίζουν τη φύση ή τον τρόπο είσπραξης των τόκων αυτών (39).

34.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων των υποκειμένων δικαίου, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, υπό τον όρο ωστόσο ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευμενείς από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (40).

35.      Εν προκειμένω, όσον αφορά, πρώτον, την αρχή της ισοδυναμίας, το δίκαιο της Ένωσης ουδόλως εμποδίζει, κατά τη γνώμη μου, το αιτούν δικαστήριο να υιοθετήσει μία από τις δύο λύσεις που εκτίθενται στο σημείο 28 των παρουσών προτάσεων, δεδομένου ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει ποια διάταξη θα εφαρμοζόταν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, σε παρόμοια κατάσταση. Ειδικότερα, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν είναι κρίσιμος ο κανόνας του εθνικού δικαίου που μνημονεύεται στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα (41), κατά τον οποίο οι τόκοι οφείλονται μόνον όταν η επιστροφή του αδικαιολόγητου οικονομικού οφέλους δεν πραγματοποιείται εντός της προβλεπόμενης από τον νόμο προθεσμίας.

36.      Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής και υπό την επιφύλαξη των επαληθεύσεων για τις οποίες είναι αρμόδιο το αιτούν δικαστήριο, επισημαίνω ότι, κατά το δίκαιο των κρατών μελών, οι τόκοι υπερημερίας προορίζονται κανονικά να αντισταθμίσουν την καθυστέρηση στην εκπλήρωση μιας υποχρέωσης, χωρίς να λειτουργούν stricto sensu ως «αποζημίωση» (42) και συνήθως έπονται οχλήσεως του οφειλέτη από τον δανειστή (43). Εντούτοις, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες οι τόκοι υπερημερίας επιβάλλονται ακόμη και όταν δεν συντρέχει πραγματική καθυστέρηση πληρωμής και τείνουν, κατ’ ουσίαν, να αντισταθμίσουν απλώς τη στέρηση του παρανόμως καταβληθέντος ποσού (44).

37.      Όσον αφορά, δεύτερον, την αρχή της αποτελεσματικότητας, ελλείψει κοινής προσέγγισης στη νομοθεσία της Ένωσης καθώς και στη νομολογία της Ένωσης και των κρατών μελών, φρονώ ότι, καταρχήν, η καταβολή τόκων υπερημερίας από τη διαχειριστική αρχή σε περίπτωση καθυστέρησης της απόδοσης των δαπανών που είναι επιλέξιμες από ενωσιακά κονδύλια, μολονότι δεν προβλέπεται ρητώς στη νομοθεσία της Ένωσης, δεν θα εμπόδιζε την επίτευξη των σκοπών των εφαρμοστέων κανόνων και δεν θα ήταν αντίθετη προς τις νομικές αρχές και απαιτήσεις στις οποίες στηρίζεται η τομεακή νομοθεσία της Ένωσης και, ιδίως, προς την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης (45).

38.      Επιπλέον, η επιδίκαση τόκων υπερημερίας στην προκειμένη περίπτωση δεν θα μπορούσε να θίξει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, δεδομένου ότι οι δαπάνες αυτές δεν είναι επιλέξιμες για επιστροφή στο κράτος μέλος από την Επιτροπή (46).

39.      Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω να δοθεί στο πρώτο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι η αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, σε συνδυασμό με την αρχή της ισοδυναμίας, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας ο δικαιούχος μη επιστρεπτέας χρηματοδοτήσεως εκ μέρους του ΕΤΠΑ μπορεί να λάβει, από τη διαχειριστική αρχή κράτους μέλους, τόκους υπερημερίας λόγω καθυστερημένης καταβολής επιλέξιμων δαπανών, για περίοδο κατά την οποία ίσχυε διοικητική πράξη η οποία απέκλειε την απόδοση των δαπανών αυτών αλλά στη συνέχεια ακυρώθηκε με δικαστική απόφαση, και ότι, στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, σύμφωνα με την αρχή της ισοδυναμίας, αν είναι κρίσιμος κανόνας του εθνικού δικαίου κατά τον οποίο οι τόκοι οφείλονται μόνον όταν η επιστροφή αδικαιολόγητου οικονομικού οφέλους δεν πραγματοποιείται εντός της προβλεπόμενης από τον νόμο προθεσμίας.

 Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

40.      Όσον αφορά το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το ποσό των τόκων υπερημερίας μπορεί να περιοριστεί λόγω παρατυπιών που διέπραξε ο δικαιούχος κατά την εκτέλεση της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως, όταν η αρμόδια αρχή δεν έχει επιβάλει καμία σχετική δημοσιονομική διόρθωση.

41.      Το MFE και η Ρουμανική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ουσιαστικά ότι, καθόσον με τη δικαστική απόφαση με την οποία ακυρώθηκε η καταγγελία της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως διαπιστώθηκε επίσης ότι η ΑΑ είχε διαπράξει παρατυπίες κατά την εκτέλεση της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως, οι παρατυπίες αυτές αποκλείουν την καταβολή τόκων υπερημερίας, τουλάχιστον εν μέρει. Κατά την άποψη της Επιτροπής, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν οι παρατυπίες αυτές μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό του ύψους των τόκων υπερημερίας, με βάση το εθνικό δίκαιο που εφαρμόζεται σε παρόμοιες εθνικές διαφορές και σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και ιδίως την αρχή της αναλογικότητας.

42.      Κατά τη γνώμη μου, ελλείψει εφαρμοστέων, εν προκειμένω, κανόνων του δικαίου της Ένωσης, εναπόκειται και στην περίπτωση αυτή στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων που απονέμονται στους ιδιώτες, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, τηρουμένων των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (47). Επιπλέον, στο μέτρο που η εξεταζόμενη στην κύρια δίκη διαδικασία, η οποία αφορά τη χορήγηση χρηματοδοτήσεων από τον προϋπολογισμό της Ένωσης, συνιστά μέτρο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, υπόκειται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η αρχή της αναλογικότητας (48).

43.      Συνεπώς, κατ’ αρχάς, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει, σύμφωνα με την αρχή της ισοδυναμίας, αν οι παρατυπίες που διέπραξε ο δικαιούχος πρέπει να ληφθούν υπόψη δυνάμει του δικαίου που εφαρμόζεται σε παρόμοιες εθνικές διαφορές και αν οι σχετικοί κανόνες εφαρμογής που προβλέπει το εθνικό δίκαιο είναι σύμφωνοι με το δίκαιο της Ένωσης.

44.      Εν προκειμένω, χωρίς να θέλω να υπεισέλθω σε εκτιμήσεις για τις οποίες αρμόδιο είναι το αιτούν δικαστήριο, θεωρώ ότι θα ήταν σκόπιμο να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, του ζητήματος της ενδεχόμενης επιβολής δημοσιονομικών διορθώσεων λόγω της αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους του δικαιούχου, το οποίο πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των κανόνων της Ένωσης και των εθνικών κανόνων που αφορούν τη χορήγηση κονδυλίων της Ένωσης, και, αφετέρου, του ζητήματος της καταβολής τόκων υπερημερίας λόγω καθυστερήσεως στη χορήγηση κονδυλίων, το οποίο πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των εθνικών διατάξεων που διέπουν την καταβολή τόκων υπερημερίας σε παρόμοιες καταστάσεις. Συνεπώς, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξακριβώσει σε ποιον βαθμό το εθνικό δίκαιο τού επιτρέπει να λάβει υπόψη τις παρατυπίες που διαπράχθηκαν κατά την εκτέλεση του έργου προκειμένου να δικαιολογήσει την άρνηση καταβολής ή τη μείωση μόνον του ποσού των τόκων υπερημερίας (49).

45.      Όσον αφορά, δεύτερον, την αρχή της αποτελεσματικότητας, πρέπει να υπομνησθεί ότι είναι ευθύνη του οικείου κράτους μέλους να λαμβάνει υπόψη την τήρηση των κανόνων της Ένωσης και, ως εκ τούτου, να εντοπίζει και να διορθώνει τυχόν παρατυπίες ακυρώνοντας το σύνολο ή μέρος της δημόσιας συνεισφοράς στο επιχειρησιακό πρόγραμμα, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τη σοβαρότητα των παρατυπιών και την εξ αυτών προκύπτουσα οικονομική ζημία για το Ταμείο (50).

46.      Εν προκειμένω, το MFE απέδωσε πλήρως τις επιλέξιμες δαπάνες, χωρίς να προβεί σε διορθώσεις (51). Υπό τις ιδιαίτερες αυτές περιστάσεις, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν και σε ποιον βαθμό το εθνικό δίκαιο τού επιτρέπει να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης σχετικά με την απαίτηση καταβολής τόκων υπερημερίας, ενδεχομένως αυτεπαγγέλτως (52), τις παρατυπίες που διαπιστώθηκαν με την απόφαση που εκδόθηκε στο πλαίσιο της δεύτερης αγωγής, λαμβανομένου επίσης υπόψη του γεγονότος ότι οι δαπάνες αυτές αποδόθηκαν από το MFE σε εκτέλεση της τελεσίδικης αποφάσεως που εκδόθηκε στο πλαίσιο της δεύτερης αγωγής (53). Δεν είναι σαφές αν και σε ποιον βαθμό η εθνική αρχή είχε τη δυνατότητα να επιβάλει δημοσιονομικές διορθώσεις κατά την επιστροφή του ποσού των επιλέξιμων δαπανών, διότι αρχικώς είχε λάβει, ανεπιτυχώς, ένα αυστηρότερο μέτρο, όπως η καταγγελία της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως (54). Επομένως, το δίκαιο της Ένωσης δεν εμποδίζει το αιτούν δικαστήριο να εξετάσει και το ίδιο, εφόσον το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία, το ζήτημα της επιρροής των διαπιστωθεισών παρατυπιών στο ύψος των τόκων υπερημερίας που ενδεχομένως οφείλονται. Ειδάλλως, οι παρατυπίες αυτές θα παρέμεναν χωρίς συνέπειες, προς όφελος του δικαιούχου.

47.      Όσον αφορά, τέλος, την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν προκύπτει κανένα στοιχείο για τυχόν παρατυπίες που μπορούν να αποδοθούν στην ΑΑ κατά την εκτέλεση της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, αφού διαπιστώσει ότι είναι αρμόδιο υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, να εκτιμήσει εάν εν προκειμένω τέτοιες παρατυπίες, εφόσον υπάρχουν, δικαιολογούν τη μη καταβολή ή τη μείωση του ποσού τυχόν οφειλόμενων τόκων, λαμβάνοντας υπόψη ότι, οσάκις υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων εξίσου κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται, δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας, το λιγότερο επαχθές (55).

48.      Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω να δοθεί στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι, σε περίπτωση που ο δικαιούχος μη επιστρεπτέας χρηματοδοτήσεως από το ΕΤΠΑ πρέπει να λάβει, από τη δημόσια αρχή κράτους μέλους, τόκους υπερημερίας λόγω της καθυστερημένης πληρωμής επιλέξιμων δαπανών για περίοδο κατά την οποία ίσχυε διοικητική πράξη η οποία απέκλειε την απόδοσή τους και η οποία ακυρώθηκε στη συνέχεια με δικαστική απόφαση, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να αποφασίσει, σύμφωνα με την αρχή της δικονομικής αυτονομίας, εάν οι παρατυπίες που διαπράχθηκαν από τον δικαιούχο της χρηματοδοτήσεως μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό του ύψους των τόκων υπερημερίας δυνάμει του εθνικού δικαίου που εφαρμόζεται σε παρόμοιες εθνικές διαφορές, υπό την επιφύλαξη της τήρησης των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, καθώς και των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης και ιδίως της αρχής της αναλογικότητας.

 Πρόταση

49.      Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο, δεύτερο και τρίτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Curtea de Apel Cluj (εφετείο του Cluj, Ρουμανία) ως εξής:

1)      Η αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, σε συνδυασμό με την αρχή της ισοδυναμίας,

έχει την έννοια ότι

δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας ο δικαιούχος μη επιστρεπτέας χρηματοδοτήσεως εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) μπορεί να λάβει, από τη διαχειριστική αρχή κράτους μέλους, τόκους υπερημερίας λόγω καθυστερημένης καταβολής επιλέξιμων δαπανών, για περίοδο κατά την οποία ίσχυε διοικητική πράξη η οποία απέκλειε την απόδοση των δαπανών αυτών αλλά στη συνέχεια ακυρώθηκε με δικαστική απόφαση, και ότι, στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, σύμφωνα με την αρχή της ισοδυναμίας, αν είναι κρίσιμος κανόνας του εθνικού δικαίου κατά τον οποίο οι τόκοι οφείλονται μόνον όταν η επιστροφή αδικαιολόγητου οικονομικού οφέλους δεν πραγματοποιείται εντός της προβλεπόμενης από τον νόμο προθεσμίας.

2)      Σε περίπτωση που ο δικαιούχος μη επιστρεπτέας χρηματοδοτήσεως από το ΕΤΠΑ πρέπει να λάβει, από τη δημόσια αρχή κράτους μέλους, τόκους υπερημερίας λόγω της καθυστερημένης πληρωμής επιλέξιμων δαπανών, για περίοδο κατά την οποία ίσχυε διοικητική πράξη η οποία απέκλειε την απόδοσή τους και η οποία ακυρώθηκε στη συνέχεια με δικαστική απόφαση, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να αποφασίσει, σύμφωνα με την αρχή της δικονομικής αυτονομίας, εάν οι παρατυπίες που διαπράχθηκαν από τον δικαιούχο της χρηματοδοτήσεως μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό του ύψους των τόκων υπερημερίας δυνάμει του εθνικού δικαίου που εφαρμόζεται σε παρόμοιες εθνικές διαφορές, υπό την επιφύλαξη της τήρησης των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, καθώς και των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης και ιδίως της αρχής της αναλογικότητας.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2006, περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Ταμείο Συνοχής και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 (ΕΕ 2006, L 210, σ. 25), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 423/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012 (ΕΕ 2012, L 133, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 1083/2006).


3      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1783/1999 (ΕΕ 2006, L 210, σ. 1). 


4      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 248, σ. 1). 


5      Legea nr. 554/2004 a contenciosului administrativ (νόμος 554/2004 για τις διοικητικές διαφορές), της 2ας Δεκεμβρίου 2004 (Monitorul Oficial al României, αριθ. 1154 της 7ης Δεκεμβρίου 2004, στο εξής: νόμος 554/2004). 


6      Legea nr. 287/2009 privind Codul civil al României (νόμος 287/2009 περί του ρουμανικού αστικού κώδικα), της 17ης Ιουλίου 2009 (Monitorul Oficial al României, μέρος Ι, αριθ. 505 της 15ης Ιουλίου 2011, στο εξής: αστικός κώδικας).


7      Ordonanța Guvernului nr. 13 privind dobânda legală remuneratorie și penalizatoare pentru obligații bănești, precum și pentru reglementarea unor măsuri financiar fiscale în domeniul bancar (κυβερνητικό διάταγμα 13 για τους νόμιμους τόκους ανταποδοτικού χαρακτήρα και τους τόκους υπερημερίας επί χρηματικών οφειλών, καθώς και για τη λήψη ορισμένων οικονομικών και φορολογικών μέτρων στον τραπεζικό τομέα), της 24ης Αυγούστου 2011 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 607 της 29ης Αυγούστου 2011, στο εξής: OG 13/2011). 


8      Ordonanța de urgență a Guvernului nr. 66/2011 privind prevenirea, constatarea și sancționarea neregulilor apărute în obținerea și utilizarea fondurilor europene și/sau a fondurilor publice naționale aferente acestora (έκτακτο κυβερνητικό διάταγμα 66/2011 για την πρόληψη και τη διαπίστωση παρατυπιών και την επιβολή κυρώσεων λόγω παρατυπιών κατά την είσπραξη και τη χρήση ευρωπαϊκών και/ή συναφών εθνικών δημόσιων πόρων), της 29ης Ιουνίου 2011 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 461, της 30ής Ιουνίου 2011, στο εξής: OUG 66/2011). 


9      Επιπλέον, η ΑΑ ανέλαβε την υποχρέωση να συγχρηματοδοτήσει το εν λόγω έργο με συνεισφορά στις επιλέξιμες δαπάνες και με μη επιλέξιμες δαπάνες.


10      Βάσει των εφαρμοστέων συμβατικών και νομικών διατάξεων, η υποχρέωση απόδοσης την οποία υπείχε το MFE κατέστη ληξιπρόθεσμη 20 ημέρες μετά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως απόδοσης. Με έγγραφο της 22ας Σεπτεμβρίου 2015, η ΑΑ ζήτησε την απόδοση των επιλέξιμων δαπανών. Η εν λόγω αίτηση απόδοσης συμπληρώθηκε με τα έγγραφα της 2ας και της 22ας Οκτωβρίου 2015, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως, δεν είχε καταβληθεί πλήρως το τίμημα αγοράς μέρους του εξοπλισμού.


11      Το δάνειο αυτό θα έπρεπε να αποπληρωθεί με τη χρηματοδότηση που χορηγήθηκε από το MFE.


12      Ειδικότερα, λόγω μη τήρησης, εκ μέρους της ΑΑ, της υποχρέωσης δημοσιεύσεως της πρόσκλησης για την υποβολή προσφορών ή της προκήρυξης διαγωνισμού και λόγω άλλων παρατυπιών κατά την εκτέλεση της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως.


13      Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για την ημερομηνία απόρριψης του ενδίκου μέσου από το Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ρουμανία).


14      Το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ειδικότερα ότι, έστω και αν η ΑΑ δεν είχε τηρήσει τις διατάξεις της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως που αφορούσαν τη δημοσίευση της πρόσκλησης για την υποβολή προσφορών ή της προκήρυξης διαγωνισμού για τον εξοπλισμό, οι αγορές είχαν εντούτοις πραγματοποιηθεί σύμφωνα με την προβλεπόμενη σε απόφαση του MFE διαδικασία, είχαν καταρτιστεί σημειώματα σχετικά με τον καθορισμό των εκτιμώμενων ποσών και είχαν καθοριστεί τα κριτήρια επιλογής της διαδικασίας.


15      Συναφώς, το MFE προέβη σε πλήρη εξόφληση χωρίς να επιβληθεί καμία δημοσιονομική διόρθωση, παρά τις παρατυπίες που διαπιστώθηκαν με την απόφαση του Curtea de Apel Cluj (εφετείου του Cluj).


16      Στην προκειμένη περίπτωση, η ζημία συνίσταται στα πρόσθετα έξοδα ύψους 28 983,65 RON (περίπου 6 500 ευρώ) για τόκους και προμήθειες που προέκυψαν από την παράταση της συμβάσεως δανείου.


17      Το αιτούν δικαστήριο σημειώνει, επίσης, ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τη θέσπιση των ελεγκτικών διαδικασιών που αποσκοπούν στη διασφάλιση της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.


18      Στην προκειμένη περίπτωση, θα εφάρμοζε το άρθρο 42 του OUG 66/2011, κατά το οποίο, όταν ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει, εντός της προβλεπόμενης από τον νόμο προθεσμίας των 30 ημερών, τις υποχρεώσεις του για την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων σε αυτόν ποσών, οφείλει να καταβάλει τόκους υπερημερίας μόνον από την πρώτη ημέρα μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής.


19      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης, με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, να διευκρινιστεί αν μια σύμβαση χρηματοδοτήσεως όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/7/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές (ΕΕ 2011, L 48, σ. 1), για τον καθορισμό του εφαρμοστέου επιτοκίου υπερημερίας.


20      Κατά το αιτούν δικαστήριο, πρόκειται για το άρθρο 1535 του αστικού κώδικα και για τα άρθρα 1 και 3 του OG 13/2011, δεδομένου ότι το άρθρο 28 του νόμου 554/2004 επιτρέπει τη συμπλήρωση των διατάξεων του νόμου αυτού με διατάξεις του κοινού δικαίου που προβλέπονται στον αστικό κώδικα. Επισημαίνω, ωστόσο, ότι το εν λόγω άρθρο 28, όπως παρατίθεται στη διάταξη περί παραπομπής, παραπέμπει στον κώδικα πολιτικής δικονομίας.


21      Κατά το αιτούν δικαστήριο, πρόκειται για το άρθρο 42 του OUG 66/2011.


22      Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει επίσης ότι η εθνική νομολογία διίσταται ως προς το ζήτημα αυτό. Πράγματι, ορισμένα δικαστήρια έχουν επιδικάσει τόκους υπερημερίας κατ’ εφαρμογή των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ισοδυναμίας, ενώ άλλα έχουν αρνηθεί την επιδίκαση τέτοιου είδους τόκων με το σκεπτικό ότι τούτο δεν προβλέπεται ρητά από την εθνική νομοθεσία.


23      Κατά το MFE, ο δικαιούχος των κονδυλίων επωφελήθηκε από τη δωρεάν χορήγηση ποσών από τον προϋπολογισμό της Ένωσης χωρίς υποχρέωση επιστροφής, έχοντας ως μόνη υποχρέωση την εκτέλεση του έργου σύμφωνα με τη σύμβαση χρηματοδοτήσεως, ενώ η διαχειριστική αρχή δεν αποκόμισε κανένα περιουσιακό όφελος από τη χορηγηθείσα ενίσχυση.


24      Αντιθέτως, το MFE επικαλείται την καλή του πίστη υποστηρίζοντας ότι ενήργησε επί της αιτήσεως επιστροφής αμέσως μετά την έκδοση της τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως που ακύρωσε την καταγγελία της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως.


25      Δηλαδή, του άρθρου 42 του OUG 66/2011. Πιο συγκεκριμένα, κατά το MFE, η τήρηση της αρχής της ισοδυναμίας μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με την εφαρμογή, έναντι της αναθέτουσας αρχής, του ίδιου κανόνα σχετικά με τους τόκους υπερημερίας που ισχύει και για τους τόκους υπερημερίας τους οποίους οφείλει να καταβάλει ο δικαιούχος της χρηματοδοτήσεως.


26      Η Ρουμανική Κυβέρνηση τονίζει ότι μια τέτοια περίπτωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, δεδομένου ότι τυχόν καταβολές τόκων θα χρηματοδοτούνταν από τον προϋπολογισμό του κράτους μέλους.


27      Η Ρουμανική Κυβέρνηση παραπέμπει επίσης στο άρθρο 42 του OUG 66/2011, ενώ η Πορτογαλική Κυβέρνηση υπογραμμίζει τον αρνητικό αντίκτυπο που θα είχε ενδεχόμενη επιβολή τόκων υπερημερίας στο δύσκολο έργο του ελέγχου που έχει ανατεθεί στις εθνικές αρχές.


28      Ειδικότερα, επισημαίνει ότι το άρθρο 70, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1083/2006 παρέχει απλώς στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να ζητούν τόκους επί των ποσών που ανακτώνται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, χωρίς να καθορίζει τη φύση και τις διαδικασίες είσπραξης των τόκων αυτών.


29      Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θίγονται τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού 1080/2006 και το άρθρο 56, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1083/2006, οι δαπάνες αυτές δεν είναι επιλέξιμες για επιστροφή στο κράτος μέλος από την Επιτροπή.


30      Δηλαδή, του άρθρου 42 του OUG 66/2011.


31      Για λόγους σαφήνειας, υπενθυμίζω ότι ο κανονισμός 1083/2006 καταργήθηκε μεν από 1ης Ιανουαρίου 2014 με το άρθρο 153 του κανονισμού (ΕΕ) 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί καθορισμού κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1083/2006 (ΕΕ 2013, L 347, σ. 320), πλην όμως, σύμφωνα με το άρθρο 152 του κανονισμού 1303/2013, ο κανονισμός αυτός δεν επηρεάζει τη συνέχιση ή την τροποποίηση συνδρομής που έχει εγκριθεί από την Επιτροπή βάσει του κανονισμού 1083/2006.


32      Βλ. άρθρο 14 του κανονισμού 1083/2006.


33      Βλ. άρθρο 80 του κανονισμού 1083/2006.


34      Βλέπε άρθρο 70, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1083/2006.


35      Βλ. άρθρο 60 του κανονισμού 1083/2006. Η αρχή αυτή μνημονεύεται επίσης, γενικότερα, στο άρθρο 317 ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι, όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ένωσης, «[τ]α κράτη μέλη συνεργάζονται με την Επιτροπή για να εξασφαλίσουν ότι οι πιστώσεις χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης».


36      Βλ. ιδίως τον ορισμό στο άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, για τη θέσπιση των δημοσιονομικών κανόνων που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 298, σ. 1), καθώς και στο άρθρο 2, παράγραφος 59, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ 2018, L 193, σ. 1).


37      Απόφαση της 14ης Απριλίου 2021, Ρουμανία κατά Επιτροπής (T-543/19, EU:T:2021:193, σκέψη 50), η οποία επικυρώθηκε, κατ’ αναίρεση, με την απόφαση της 14ης Ιουλίου 2022, Ρουμανία κατά Επιτροπής (C-401/21 P, EU:C:2022:564).


38      Τούτο δεν ισχύει σε άλλους τομείς του δικαίου της Ένωσης. Για παράδειγμα, το άρθρο 232, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1992, L 302, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1791/2006 του Συμβουλίου της 20ής Νοεμβρίου 2006 (ΕΕ 2006, L 363, σ. 1), προβλέπει τόκους υπερημερίας για τις τελωνειακές οφειλές, οι οποίοι αποσκοπούν στην άρση των συνεπειών που έχει η υπέρβαση της προθεσμίας πληρωμής και, κυρίως, στην αποφυγή του ενδεχομένου να αποκομίσει ο οφειλέτης των δασμών αδικαιολόγητο όφελος από το γεγονός ότι τα ποσά που αφορά η τελωνειακή αυτή οφειλή παραμένουν στη διάθεσή του ακόμη και μετά τη λήξη της προθεσμίας εξόφλησης της οφειλής του (βλ. απόφαση της 31ης Μαρτίου 2011, Aurubis Balgaria, C-546/09, EU:C:2011:199, σκέψη 29). Εξάλλου, στον τομέα του ΦΠΑ, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν το πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ δεν επιστρέφεται στον υποκείμενο στον φόρο εντός εύλογης προθεσμίας, η αρχή της ουδετερότητας του φορολογικού συστήματος ΦΠΑ επιτάσσει την αντιστάθμιση της χρηματικής ζημίας που υπέστη ο υποκείμενος στον φόρο λόγω του γεγονότος ότι δεν είχε στη διάθεσή του το επίμαχο χρηματικό ποσό μέσω της καταβολής τόκων υπερημερίας (βλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2013, Rafinăria Steaua Română, C-431/12, EU:C:2013:686, σκέψη 23). Οι εκτιμήσεις αυτές θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι, όταν ο νομοθέτης της Ένωσης είχε τη βούληση να επιβάλει τη χορήγηση τόκων, το έπραξε ρητώς ενώ, στην προκειμένη περίπτωση, φαίνεται ότι κατέλιπε στα κράτη μέλη πλήρη εξουσία εκτιμήσεως.


39      Βλ., ιδίως, άρθρο 70, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1083/2006. Σε παρόμοιο πλαίσιο, σχετικά με το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ), το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπει την είσπραξη τόκων σε κράτος μέλος, συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης η εκ μέρους κράτους μέλους είσπραξη τόκων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, όταν ανακτάται όφελος το οποίο αποκτήθηκε αδικαιολόγητα από τον προϋπολογισμό της Ένωσης, ακόμη και όταν οι τόκοι αυτοί πιστώνονται στον προϋπολογισμό του οικείου κράτους μέλους (βλ. απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, Pfeifer & Langen, C-564/10, EU:C:2012:190, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που οι τόκοι, των οποίων η είσπραξη δεν απαιτείται από το δίκαιο της Ένωσης, αποδίδονται στον προϋπολογισμό της Ένωσης στο πλαίσιο μέτρων χρηματοδοτούμενων από το ΕΓΤΕ (βλ. απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, Pfeifer & Langen, C-564/10, EU:C:2012:190, σκέψη 47).


40      Πρβλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2017, Aquino (C-3/16, EU:C:2017:209, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


41      Δηλαδή, του άρθρου 42 του OUG 66/2011.


42      Επισημαίνω, εξάλλου, ότι στην προκειμένη περίπτωση η ΑΑ πρέπει να έχει επίσης τη δυνατότητα να αποδείξει, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, την ύπαρξη οικονομικής ζημίας που προκλήθηκε από την καθυστέρηση της επιστροφής, όπερ θα απαιτούσε, μεταξύ άλλων, την απόδειξη της ζημίας αυτής (μάλλον με το σκέλος της αγωγής της κύριας δίκης που αφορά την αποζημίωση).


43      Βλ., για παράδειγμα, στο ελληνικό δίκαιο, τα άρθρα 340 και 355 του αστικού κώδικα, στο γαλλικό δίκαιο, το άρθρο 1344-1 του code civil [γαλλικού αστικού κώδικα] και στο ιταλικό δίκαιο, το άρθρο 1224 του codice civile [ιταλικού αστικού κώδικα]. Υπό την ίδια οπτική γωνία, εξάλλου, το άρθρο 99 του κανονισμού 2018/1046, το οποίο επιγράφεται «Τόκοι υπερημερίας», προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι, με την επιφύλαξη τυχόν ειδικών διατάξεων που απορρέουν από την εφαρμογή ειδικών κανόνων, κάθε οφειλή που δεν εξοφλείται εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο χρεωστικό σημείωμα επιβαρύνεται με τόκους υπερημερίας (η διάταξη αυτή, η οποία μνημονεύεται διευκρινιστικά, δεν εφαρμόζεται, ωστόσο, ratione temporis στη διαφορά της κύριας δίκης).


44      Τούτο ισχύει, για παράδειγμα, σε περιπτώσεις επιστροφής παράνομου προστίμου. Βλ. ιδίως, στο ελληνικό δίκαιο, άρθρο 21 του διατάγματος της 26.6/10.7.1944 «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» (ΦΕΚ Αʹ 139) και, στο ιταλικό δίκαιο, άρθρο 44, παράγραφος 1, του decreto del Presidente della Repubblica n. 602 del 1973 [διατάγματος. 602 του Προέδρου της Δημοκρατίας, της 29ης Σεπτεμβρίου 1973, περί θεσπίσεως διατάξεων σχετικών με την είσπραξη του φόρου εισοδήματος (GURI αριθ. 268 της 16ης Οκτωβρίου 1973)]. Παρόμοια λύση φαίνεται να υιοθετείται στο γαλλικό δίκαιο με το άρθρο L. 208 του livre des procédures fiscales (κώδικα φορολογικών διαδικασιών). 


45      Αντιθέτως, η υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας σε αυτήν την περίπτωση θα μπορούσε ενδεχομένως να διευκολύνει την άσκηση του δικαιώματος των δικαιούχων να λάβουν τη δημόσια συνεισφορά «το συντομότερο δυνατόν» και στο ακέραιο, εφόσον πληρούνται τα κριτήρια επιλεξιμότητας (βλ. άρθρο 80 του κανονισμού 1083/2006)


46      Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού 1080/2006 και το άρθρο 56, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1083/2006, οι τόκοι δεν είναι επιλέξιμοι για συνεισφορά του ΕΤΠΑ και δεν θεωρούνται δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί για πράξεις οι οποίες έχουν αποφασιστεί από τη διαχειριστική αρχή. Εξάλλου, εν προκειμένω, οι τόκοι δεν εμπίπτουν καν στο χρονικό πεδίο επιλεξιμότητας που καθορίζει το άρθρο 56, παράγραφος 1, του κανονισμού 1083/2006, το οποίο προβλέπει ότι οι δαπάνες αυτές είναι επιλέξιμες μόνον εάν έχουν όντως καταβληθεί πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2015.


47      Βλ. σημείο 34 των παρουσών προτάσεων.


48      Πρβλ. απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2022, Zinātnes parks (C-347/20, EU:C:2022:59, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


49      Πράγματι, στην απόφαση περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι, μετά την έκδοση αποφάσεως επί της δεύτερης αγωγής και την επακόλουθη επιστροφή όλων των επιλέξιμων δαπανών, το αίτημα επιστροφής των επιλέξιμων δαπανών στο πλαίσιο της κύριας δίκης κατέστη άνευ αντικειμένου.


50      Βλ., ιδίως, άρθρο 98, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1083/2006.


51      Βλ. υποσημείωση 15 των παρουσών προτάσεων.


52      Από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει σαφώς αν το αιτούν δικαστήριο προτίθεται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το ζήτημα της «αντιστάθμισης» των τυχόν τόκων υπερημερίας με τις δημοσιονομικές διορθώσεις ή αν το MFE προέβαλε τον συγκεκριμένο λόγο. Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το MFE υποστήριξε ότι, παρά το γεγονός ότι έκρινε επιλέξιμες όλες τις επίμαχες δαπάνες, τούτο δεν ισοδυναμεί με αναδρομική αναγνώριση των απαιτήσεων της ΑΑ, αλλά απλώς επιβεβαιώνει την καλή πίστη της εταιρίας αυτής.


53      Δηλαδή, της αποφάσεως που ακύρωσε την καταγγελία της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως (βλ. σημεία 19 και 20 των παρουσών προτάσεων). Κατά συνέπεια, η εφαρμογή τυχόν δημοσιονομικών διορθώσεων δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την επιστροφή ολόκληρου του ποσού των επιλέξιμων δαπανών στην οποία προέβη το MFE, με κίνδυνο να ανακύψει ακολούθως το λεπτό ζήτημα ενδεχόμενης παραβιάσεως της αρχής του δεδικασμένου. Μολονότι το ζήτημα αυτό δεν αποτελεί αντικείμενο των προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, υπενθυμίζω ότι, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της αρχής του δεδικασμένου τόσο στην έννομη τάξη της Ένωσης όσο και στις εθνικές έννομες τάξεις, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο να μην εφαρμόσει τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες που προσδίδουν ισχύ δεδικασμένου σε δικαστική απόφαση, έστω και αν τούτο θα καθιστούσε δυνατή την άρση εσωτερικής καταστάσεως μη συνάδουσας προς το δίκαιο της Ένωσης, εκτός εάν οι εφαρμοστέοι εθνικοί δικονομικοί κανόνες προβλέπουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να αναθεωρήσει απόφαση έχουσα ισχύ δεδικασμένου, προκειμένου να δημιουργήσει κατάσταση συμβατή με το εθνικό δίκαιο, κατά την οποία περίπτωση η δυνατότητα αυτή πρέπει, σύμφωνα με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, να υπερισχύσει, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, προκειμένου να αποκατασταθεί το συμβατό της επίμαχης στην κύρια δίκη κατάστασης με το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2023, Right to Know, C-84/22, EU:C:2023:910, σκέψεις 62, 63 και 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


54      Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν είχε τη δυνατότητα να ασκήσει την αρμοδιότητά της να προβεί σε ενδεχόμενη μείωση του βασικού ποσού βάσει των παρατυπιών που διαπιστώθηκαν.


55      Πρβλ. απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2022, Agenzia delle dogane e dei monopoli και Ministero dell'Economia e delle Finanze (C-452/20, EU:C:2022:111, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).