Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

LAILA MEDINA

της 21ης Σεπτεμβρίου 2023(1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C414/22 και C584/22

DocLX Travel Events GmbH

κατά

Verein für Konsumenteninformation

[αίτηση του Oberster Gerichtshof
(Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

και

QM

κατά

Kiwi Tours GmbH

[αίτηση του Bundesgerichtshof
(Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Οργανωμένα ταξίδια και συνδεδεμένοι ταξιδιωτικοί διακανονισμοί – Οδηγία (ΕΕ) 2015/2302 – Καταγγελία της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού – Αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις – Περιστατικά που συμβαίνουν μετά την καταγγελία της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού αλλά πριν από την εκτέλεσή της– Προβλεψιμότητα κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης ταξιδιού»






I.      Εισαγωγή

1.        Στις 11 Μαρτίου 2020, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) κήρυξε τον κορονοϊό της νόσου COVID‑19 πανδημία και προειδοποίησε ότι ο κόσμος δεν είχε «ποτέ στο παρελθόν αντιμετωπίσει μια πανδημία που να προκλήθηκε από κορονοϊό» (2). Ο «αιφνίδιος χαρακτήρας, η κλίμακα και η σοβαρότητα» (3) της πανδημίας αποτυπώθηκαν στη θέσπιση πρωτοφανών περιοριστικών μέτρων σε παγκόσμια κλίμακα, τα οποία έπληξαν σοβαρά όλους τους τομείς κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας. Ο κλάδος των ταξιδιωτικών υπηρεσιών ήταν ένας από τους τομείς που επηρεάστηκαν σοβαρότερα.

2.        Στο πλαίσιο αυτό, πολλοί ταξιδιώτες άσκησαν το δικαίωμα να καταγγείλουν αζημίως τις συμβάσεις οργανωμένου ταξιδιού που είχαν συνάψει. Τούτο το έπραξαν ακόμη και πριν από την επίσημη κήρυξη της πανδημίας και το κλείσιμο των συνόρων, επικαλούμενοι την ύπαρξη «αναπόφευκτων και έκτακτων» περιστάσεων κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2302 (4). Οι υπό κρίση συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, καθώς και η υπόθεση C‑299/22, Tez Tour, στην οποία επίσης αναπτύσσω σήμερα τις προτάσεις μου, εγείρουν διάφορα ζητήματα σχετικά με την ερμηνεία της διάταξης αυτής. Ένα από τα ζητήματα αυτά αφορά τον προσδιορισμό του χρονικού σημείου που είναι καθοριστικό για τη θεμελίωση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού αζημίως. Οι υπό κρίση υποθέσεις γεννούν προβληματισμό σχετικά με τον βέλτιστο τρόπο επίτευξης της επιδιωκόμενης από την οδηγία 2015/2302 κατάλληλης ισορροπίας μεταξύ ενός υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, καθώς ο κόσμος γίνεται πιο αβέβαιος και απρόβλεπτος.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

3.        Η αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας 2015/2302 έχει ως εξής:

«(31)      Οι ταξιδιώτες θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να λύουν τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού ανά πάσα στιγμή πριν από την έναρξη του πακέτου, έναντι καταβολής εύλογης και δικαιολογημένης χρέωσης καταγγελίας, στην οποία συνυπολογίζεται η αναμενόμενη εξοικονόμηση κόστους και τα έσοδα από την εναλλακτική αξιοποίηση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Θα πρέπει επίσης να έχουν το δικαίωμα να λύουν τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού χωρίς χρέωση καταγγελίας όταν αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του πακέτου. Αυτό μπορεί να αφορά, για παράδειγμα, πόλεμο, άλλα σοβαρά προβλήματα ασφάλειας, όπως η τρομοκρατία, σημαντικούς κίνδυνους για την ανθρώπινη υγεία, όπως η εκδήλωση κρουσμάτων σοβαρής ασθένειας στον ταξιδιωτικό προορισμό, ή φυσικές καταστροφές όπως πλημμύρες, σεισμοί ή καιρικές συνθήκες που καθιστούν αδύνατη την ασφαλή μετάβαση στον προορισμό κατά τα συμφωνηθέντα στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού.»

4.        Το άρθρο 3 της οδηγίας 2015/2302, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει στο σημείο 12 ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

12)      ως “αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις” νοούνται καταστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχο του μέρους που επικαλείται τέτοια κατάσταση, και οι συνέπειες της οποίας δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα[.]»

5.        Το άρθρο 12 της οδηγίας 2015/2302, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καταγγελία της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού και δικαίωμα υπαναχώρησης πριν από την έναρξη του οργανωμένου ταξιδιού», προβλέπει στις παραγράφους 1 έως 3 τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο ταξιδιώτης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού ανά πάσα στιγμή πριν από την έναρξη του πακέτου. Αν ο ταξιδιώτης καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού δυνάμει της παρούσας παραγράφου, μπορεί να του ζητηθεί η καταβολή εύλογης και δικαιολογημένης χρέωσης καταγγελίας στον διοργανωτή. Η σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού μπορεί να καθορίζει εύλογη τυποποιημένη χρέωση καταγγελίας της σύμβασης με βάση τον χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης πριν από την έναρξη του πακέτου και την αναμενόμενη εξοικονόμηση κόστους και τα αναμενόμενα έσοδα από την εναλλακτική αξιοποίηση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Εάν δεν προβλέπεται τυποποιημένη χρέωση καταγγελίας, το ποσό της χρέωσης καταγγελίας αντιστοιχεί στην τιμή του πακέτου μείον την εξοικονόμηση κόστους και τα έσοδα από την εναλλακτική αξιοποίηση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Κατόπιν αιτήματος του ταξιδιώτη, ο διοργανωτής αιτιολογεί το ποσό που χρεώνει για την καταγγελία της σύμβασης.

2.      Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, ο ταξιδιώτης έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού πριν από την έναρξη του πακέτου χωρίς την καταβολή οποιασδήποτε χρέωσης καταγγελίας σε περίπτωση αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων στον τόπο προορισμού ή πολύ κοντά σε αυτόν, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του πακέτου ή επηρεάζουν σημαντικά τη μεταφορά των επιβατών στον προορισμό. Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, ο ταξιδιώτης δικαιούται την πλήρη επιστροφή όλων των ποσών που κατέβαλε για το πακέτο, αλλά δεν δικαιούται πρόσθετη αποζημίωση.

3.      Ο διοργανωτής δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού και να επιστρέψει στον ταξιδιώτη το σύνολο των ποσών που κατέβαλε για το πακέτο, αλλά δεν υποχρεούται να καταβάλει πρόσθετη αποζημίωση, εάν:

[…]

β)      ο διοργανωτής δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τη σύμβαση λόγω αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων και κοινοποιήσει στον ταξιδιώτη την καταγγελία της σύμβασης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση πριν από την έναρξη του πακέτου.»

6.        Το άρθρο 23 της οδηγίας 2015/2302, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αναγκαστικός χαρακτήρας της παρούσας οδηγίας», ορίζει στις παραγράφους 2 και 3 τα εξής:

«2.      Οι ταξιδιώτες δεν μπορούν να παραιτηθούν των δικαιωμάτων που τους αναγνωρίζουν τα εθνικά μέτρα για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας.

3.      Οποιαδήποτε συμβατική ρύθμιση ή δήλωση του ταξιδιώτη με την οποία, άμεσα ή έμμεσα, παραιτείται των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει στους ταξιδιώτες ή περιορίζονται τα δικαιώματα που του παρέχονται από την παρούσα οδηγία ή η οποία έχει ως στόχο την καταστρατήγηση της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας δεν είναι δεσμευτική για τον ταξιδιώτη.»

Β.      Η εθνική νομοθεσία

1.      Το αυστριακό δίκαιο

7.        Το άρθρο 3 του Pauschalreisegesetz (νόμου περί οργανωμένων ταξιδιών, BGBl. I, 2017/50) ορίζει τα εξής:

«Οι συμφωνίες που αποβαίνουν εις βάρος του ταξιδιώτη είναι ανίσχυρες στο μέτρο που αποκλίνουν από τις διατάξεις του παρόντος ομοσπονδιακού νόμου.»

8.        Το άρθρο 10, παράγραφος 2, του νόμου περί οργανωμένων ταξιδιών ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη του δικαιώματος υπαναχώρησης σύμφωνα με την παράγραφο 1, ο ταξιδιώτης έχει το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού πριν από την έναρξη του οργανωμένου ταξιδιού χωρίς την καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης σε περίπτωση αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων στον τόπο προορισμού ή πολύ κοντά σε αυτόν, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του οργανωμένου ταξιδιού ή επηρεάζουν σημαντικά τη μεταφορά των επιβατών στον προορισμό. Σε περίπτωση υπαναχώρησης από τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, ο ταξιδιώτης δικαιούται την πλήρη επιστροφή όλων των ποσών που κατέβαλε για το οργανωμένο ταξίδι, αλλά δεν δικαιούται πρόσθετη αποζημίωση.»

2.      Το γερμανικό δίκαιο

9.        Το άρθρο 651h του Bürgerliches Gesetzbuch (αστικού κώδικα), το οποίο φέρει τον τίτλο «Υπαναχώρηση πριν από την έναρξη του ταξιδιού», ορίζει τα εξής:

«1.      Ο ταξιδιώτης μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ανά πάσα στιγμή πριν από την έναρξη του ταξιδιού. Αν ο ταξιδιώτης υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, ο διοργανωτής παύει να έχει αξίωση να λάβει το συμφωνηθέν για το ταξίδι τίμημα. Ωστόσο, ο διοργανωτής μπορεί να απαιτήσει εύλογη αποζημίωση.

2.      Στη σύμβαση μπορούν να καθορίζονται, ακόμη και μέσω προδιατυπωμένων συμβατικών όρων, εύλογα κατ’ αποκοπήν ποσά αποζημίωσης, τα οποία υπολογίζονται με βάση τα εξής:

1.      το χρονικό διάστημα μεταξύ της δήλωσης υπαναχώρησης και της έναρξης του ταξιδιού·

2.      την αναμενόμενη εξοικονόμηση κόστους εκ μέρους του διοργανωτή· και

3.      τα αναμενόμενα έσοδα από την εναλλακτική αξιοποίηση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών.

Αν στη σύμβαση δεν έχουν προβλεφθεί κατ’ αποκοπήν ποσά αποζημίωσης, το ύψος της αποζημίωσης αντιστοιχεί στην τιμή του ταξιδιού μείον την αξία της εξοικονόμησης κόστους εκ μέρους του διοργανωτή, καθώς και τα έσοδα από την εναλλακτική αξιοποίηση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Κατόπιν αιτήματος του ταξιδιώτη, ο διοργανωτής αιτιολογεί το ποσό της αποζημίωσης.

3.      Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τρίτη περίοδος, ο διοργανωτής δεν μπορεί να ζητήσει αποζημίωση σε περίπτωση αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων στον τόπο προορισμού ή πολύ κοντά σε αυτόν, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του οργανωμένου ταξιδιού ή επηρεάζουν σημαντικά τη μεταφορά των επιβατών στον προορισμό. Οι περιστάσεις είναι αναπόφευκτες και έκτακτες κατά την έννοια της παρούσας παραγράφου, εάν εκφεύγουν από τον έλεγχο του μέρους που επικαλείται τέτοια κατάσταση και οι συνέπειές τους δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα.»

III. Συνοπτική έκθεση των πραγματικών περιστατικών και της πορείας της διαδικασίας στις υποθέσεις των κύριων δικών και προδικαστικά ερωτήματα

Α.      Η υπόθεση C414/22

10.      Τον Ιανουάριο του 2020, ένας καταναλωτής, ο FM, πραγματοποίησε κράτηση για σχολική εκδρομή αποφοίτησης με προορισμό την Κροατία, μέσω της εναγόμενης εταιρίας DocLX που είναι πρακτορείο ταξιδιών. Η εκδρομή επρόκειτο να πραγματοποιηθεί από τις 27 Ιουνίου έως τις 3 Ιουλίου 2020. Περιελάμβανε τη μεταφορά προς τον προορισμό και την επιστροφή στον τόπο αναχώρησης και προοριζόταν να αποτελέσει εκδρομή εορταστικού χαρακτήρα, με μεγάλο αριθμό νεαρών συμμετεχόντων και ζωηρούς εορτασμούς.

11.      Η συνολική τιμή του οργανωμένου ταξιδιού ήταν 787 ευρώ, τα οποία ο FM προκατέβαλε εξ ολοκλήρου.

12.      Στις 13 Μαρτίου 2020, το αυστριακό Υπουργείο Εξωτερικών εξέδωσε ταξιδιωτική προειδοποίηση επιπέδου 4 για όλες τις χώρες του κόσμου, απευθύνοντας στους πολίτες ισχυρή σύσταση να αναβάλουν τα μη απολύτως απαραίτητα ταξίδια ή να κάνουν χρήση των δυνατοτήτων ακύρωσης.

13.      Στις 21 Απριλίου 2020, η DocLX ενημέρωσε τον FM ότι σε εκείνο το χρονικό σημείο δεν ήταν δυνατόν να καταγγελθεί το ταξίδι αζημίως, παρά μόνο λόγω εξωγενών περιστάσεων, όπως, παραδείγματος χάριν, σε περίπτωση ταξιδιωτικής προειδοποίησης επιπέδου 6, αλλά και σε αυτήν ακόμη την περίπτωση το νωρίτερο επτά ημέρες πριν από την προγραμματισμένη έναρξη του οργανωμένου ταξιδιού. Ωστόσο, η DocLX πρότεινε την καταγγελία της σύμβασης ταξιδιού έναντι μειωμένης χρέωσης καταγγελίας και ο FM το αποδέχθηκε. Στη συνέχεια, η DocLX επέστρεψε στον FM την προκαταβολή που είχε πληρώσει, παρακρατώντας το ποσό των 227,68 ευρώ ως χρέωση ακύρωσης.

14.      Το οργανωμένο ταξίδι δεν πραγματοποιήθηκε τελικά.

15.      Στην αυστριακή ένωση καταναλωτών με την επωνυμία Verein für Konsumenteninformation (ένωση για την ενημέρωση των καταναλωτών, στο εξής: Verein) εκχωρήθηκε η αξίωση του FM για επιστροφή της χρέωσης καταγγελίας. Η ένωση αυτή ζήτησε από τον διοργανωτή την καταβολή του παρακρατηθέντος ποσού των 227,68 ευρώ, υποστηρίζοντας ότι, κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας για την ακύρωση, ο FM είχε δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης ταξιδιού αζημίως. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι η συμφωνία βάσει της οποίας ο ταξιδιώτης ακύρωσε το ταξίδι του με μειωμένη χρέωση καταγγελίας θα πρέπει να θεωρηθεί ανίσχυρη δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 2, του αυστριακού νόμου περί οργανωμένων ταξιδιών, επειδή ήταν δυσμενέστερη για τον ταξιδιώτη.

16.      Η DocLX αντέτεινε στον ισχυρισμό αυτόν ότι, τον Απρίλιο του 2020, δεν μπορούσε ακόμα να προβλεφθεί εάν αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις θα καθιστούσαν πράγματι αδύνατη την εκτέλεση του οργανωμένου ταξιδιού τον Ιούνιο του 2020. Ως εκ τούτου, ισχυρίστηκε ότι δεν υφίστατο δυνατότητα καταγγελίας αζημίως κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας σχετικά με το ποσό της χρέωσης καταγγελίας (ή κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης καταγγελίας).

17.      Μολονότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της Verein, συντασσόμενο κατ’ ουσίαν με τα επιχειρήματα της DocLX, το εφετείο μεταρρύθμισε την εν λόγω απόφαση και το έκανε δεκτό, κρίνοντας ότι, κατά τον χρόνο της καταγγελίας, σχολική εκδρομή αποφοίτησης δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί κατά τον συμφωνημένο τρόπο εξαιτίας της πανδημίας της νόσου COVID‑19.

18.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η έκβαση της διαφοράς της κύριας δίκης εξαρτάται από την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302. Ειδικότερα, εξαρτάται από το αν για τη θεμελίωση δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού αζημίως αρκεί να έχουν πράγματι επέλθει αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις μετά την καταγγελία της σύμβασης, τούτου κρινομένου εκ των υστέρων κατά τον χρόνο έναρξης του οργανωμένου ταξιδιού (ήτοι κατά τον απώτατο δυνατό χρόνο καταγγελίας της σύμβασης) ή καθοριστική σημασία έχει το να ήταν οι περιστάσεις αυτές, κρινόμενες εκ των προτέρων, πιθανές ή αναμενόμενες.

19.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η οδηγία 2015/2302 δεν προβλέπει συγκεκριμένο βαθμό πιθανολόγησης της επέλευσης «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων» ή προθεσμίες σε σχέση με το δικαίωμα του ταξιδιώτη να καταγγείλει τη σύμβαση αζημίως. Το δικαστήριο αυτό εκτιμά ότι τόσο η εκ των υστέρων όσο και η εκ των προτέρων εκτίμηση των περιστάσεων αυτών θα μπορούσε να θεωρηθεί δυνατή. Στο πλαίσιο της εκ των υστέρων εκτίμησης, ο ταξιδιώτης πρέπει να έχει πάντοτε δικαίωμα να καταγγείλει αζημίως τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού, εάν οι εν λόγω περιστάσεις επέλθουν πράγματι μεταγενέστερα και θα είχαν επηρεάσει σημαντικά ή θα είχαν καταστήσει αδύνατο το οργανωμένο ταξίδι το οποίο κατήγγειλε ο ταξιδιώτης λόγω των περιστάσεων αυτών. Υπό την εκδοχή αυτή, δεν ασκεί επιρροή το αν ο ταξιδιώτης πραγματοποίησε εσφαλμένη εκ των προτέρων εκτίμηση της κατάστασης και κατήγγειλε τη σύμβαση «πολύ νωρίς». Αντιθέτως, στο πλαίσιο της εκ των προτέρων εκτίμησης, καθοριστική είναι μόνον η αντικειμενική κατάσταση που υπήρχε κατά τον χρόνο δήλωσης της καταγγελίας. Υπό την εκδοχή αυτή, κάθε τυχόν μεταγενέστερη βελτίωση της κατάστασης επικινδυνότητας δεν επηρεάζει το δικαίωμα καταγγελίας. Ωστόσο, η εσφαλμένη («υπερβολικά προσεκτική») εκτίμηση της κατάστασης επικινδυνότητας από τον ταξιδιώτη κατά τον χρόνο καταγγελίας συνεπάγεται, ακόμη και σε περίπτωση που η εκτέλεση του οργανωμένου ταξιδιού καταστεί μεταγενέστερα πραγματικά μη ανεκτή ή αδύνατη, τη διατήρηση της υποχρέωσής του να καταβάλει χρέωση ακύρωσης.

20.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.      Έχει το άρθρο 12, παράγραφος 2, της [οδηγίας 2015/2302] την έννοια ότι το δικαίωμα καταγγελίας χωρίς χρέωση αναγνωρίζεται στον ταξιδιώτη –ανεξαρτήτως του χρόνου δήλωσης της καταγγελίας– σε κάθε περίπτωση όταν οι αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις που επηρεάζουν σημαντικά το οργανωμένο ταξίδι έχουν επέλθει πράγματι κατά την (προγραμματισμένη) έναρξη του ταξιδιού;

2.      Έχει το άρθρο 12, παράγραφος 2, της [οδηγίας 2015/2302] την έννοια ότι το δικαίωμα καταγγελίας χωρίς χρέωση αναγνωρίζεται ήδη στον ταξιδιώτη, στην περίπτωση που, κατά τον χρόνο δήλωσης της καταγγελίας, είναι αναμενόμενη η επέλευση αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων;»

21.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η ενάγουσα της κύριας δίκης, η Αυστριακή και η Ελληνική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η απόφαση για ένωση των διαδικασιών δυνάμει του άρθρου 54 του Κανονισμού Διαδικασίας, στην παρούσα υπόθεση και στην υπόθεση C‑584/22, ελήφθη στις 28 Μαρτίου 2023. Οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Ελληνική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την κοινή επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη για τις υποθέσεις C‑414/22 και C‑584/22, καθώς και για την υπόθεση C‑299/22, Tez Tour, στις 7 Ιουνίου 2023.

Β.      Η υπόθεση C584/22

22.      Τον Ιανουάριο του 2020, ο QM πραγματοποίησε κράτηση ταξιδιού για τον ίδιο και τη σύζυγό του με προορισμό την Ιαπωνία, από τις 3 έως τις 12 Απριλίου 2020, μέσω του πρακτορείου ταξιδιών Kiwi Tours. Η συνολική τιμή του οργανωμένου ταξιδιού ανήλθε σε 6 148 ευρώ, εκ των οποίων ο QM προκατέβαλε ποσό 1 230 ευρώ.

23.      Κατόπιν μιας σειράς μέτρων που έλαβαν οι ιαπωνικές αρχές σε σχέση με τον κορονοϊό, ο QM, με επιστολή της 1ης Μαρτίου 2020, κατήγγειλε τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού λόγω του κινδύνου για την υγεία που εγκυμονούσε ο κορονοϊός.

24.      Κατόπιν τούτου, η Kiwi Tours εξέδωσε τιμολόγιο χρέωσης καταγγελίας για επιπλέον ποσό ύψους 307 ευρώ, το οποίο και κατέβαλε ο QM.

25.      Στις 26 Μαρτίου 2020, η Ιαπωνία επέβαλε απαγόρευση εισόδου στη χώρα. Ο QM τότε ζήτησε να του επιστραφούν τα καταβληθέντα ποσά, αλλά η Kiwi Tours δεν το δέχθηκε.

26.      Ενώ το Amtsgericht (ειρηνοδικείο, Γερμανία) υποχρέωσε την Kiwi Tours, δεχόμενο το σχετικό αίτημα του QM, να επιστρέψει τα καταβληθέντα ποσά, το Landgericht (περιφερειακό δικαστήριο, Γερμανία), ενώπιον του οποίου άσκησε έφεση η Kiwi Tours, απέρριψε το αίτημα αυτό. Το Landgericht (περιφερειακό δικαστήριο) επισήμανε ότι, κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνέτρεχαν αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις. Ως εκ τούτου, βάσει μιας εκ των προτέρων εκτίμησης, ο QM δεν είχε δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση αζημίως.

27.      Ο QM άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης του Landgericht (περιφερειακού δικαστηρίου) ενώπιον του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία). Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ορθώς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι οι προϋποθέσεις θεμελίωσης δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης αζημίως πληρούνται όταν είναι δυνατό να αξιολογηθεί, ακόμη και πριν την έναρξη του οργανωμένου ταξιδιού, ότι συντρέχουν αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις. Η αξιολόγηση αυτή περιλαμβάνει την εκτίμηση του κατά πόσον οι έκτακτες περιστάσεις καθιστούν ιδιαίτερα πιθανό να επηρεαστεί σημαντικά το οργανωμένο ταξίδι ή η μετάβαση των επιβατών στον τόπο προορισμού. Κατά το αιτούν δικαστήριο, σημαντική επίδραση μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίσταται όταν η εκτέλεση του οργανωμένου ταξιδιού θα συνεπαγόταν σημαντικούς και μη αποδεκτούς κινδύνους για έννομα συμφέροντα του ταξιδιώτη.

28.      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η εκτίμηση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ως προς την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου στην υπό κρίση υπόθεση πάσχει πλάνη περί το δίκαιο. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο όφειλε να εξετάσει το ζήτημα εάν ο έκτακτος χαρακτήρας και ο ασυνήθιστος αριθμός των περιοριστικών μέτρων έπρεπε να αποτελέσουν, ήδη κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης, επαρκή ένδειξη ότι συνέτρεχε σημαντικός κίνδυνος μόλυνσης από τον ιό. Επομένως, εάν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είχε εκτιμήσει ορθά τον εν λόγω κίνδυνο, δεν αποκλείεται να είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης, το ταξίδι στην Ιαπωνία εγκυμονούσε σοβαρούς και μεγάλους κινδύνους για την υγεία, τους οποίους ο μέσος συνετός ταξιδιώτης δεν θα ήταν διατεθειμένος να διατρέξει.

29.      Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, βάσει της γερμανικής δικονομίας, το ίδιο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επί της ουσίας ως προς το ζήτημα αυτό και θα πρέπει κατ’ αρχήν να αναπέμψει την υπόθεση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Αντιθέτως, το ίδιο θα μπορεί να αποφανθεί επί της έφεσης χωρίς περαιτέρω διαπιστώσεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά και να απορρίψει την έφεση, σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι περιστάσεις που προέκυψαν το πρώτον μετά την καταγγελία ασκούν επίσης επιρροή για την εκτίμηση του δικαιώματος καταγγελίας αζημίως. Τούτο δε διότι δεν αμφισβητείται ότι το ταξίδι προς τον ταξιδιωτικό προορισμό δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί εξαιτίας της απαγόρευσης εισόδου την οποία επέβαλε η Ιαπωνία στις 26 Μαρτίου 2020 λόγω της διάδοσης του κορονοϊού.

30.      Το αιτούν δικαστήριο κλίνει προς την άποψη ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι περιστάσεις που προκύπτουν μετά την καταγγελία. Συναφώς, το δικαστήριο αυτό επισημαίνει, πρώτον, ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302 προβλέπει τυπικώς μια διακριτή περίπτωση καταγγελίας σε σχέση με αυτήν της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, η οποία έχει εφαρμογή οσάκις, παρά την εκτίμηση του ταξιδιώτη, δεν υφίστανται αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις κατά τον χρόνο της καταγγελίας οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του οργανωμένου ταξιδιού. Το άρθρο 12, παράγραφος 2, είναι κρίσιμο, κατ’ ουσίαν, μόνον όσον αφορά τις έννομες συνέπειες της καταγγελίας, οι οποίες δεν εξαρτώνται από τους λόγους τους οποίους επικαλέστηκε ο ταξιδιώτης για να καταγγείλει τη σύμβαση, αλλά εξαρτώνται αποκλειστικά από το αν πράγματι συντρέχουν περιστάσεις οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του ταξιδιού.

31.      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η συνεκτίμηση του σκοπού της χρέωσης καταγγελίας οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα, ανεξαρτήτως του αν η χρέωση καταγγελίας πρέπει να εκληφθεί ως παροχή προσομοιάζουσα με την αποζημίωση ή ως υποκατάσταση του αντιτίμου του ταξιδιού. Σε περίπτωση που η χρέωση καταγγελίας θεωρηθεί ως παροχή προσομοιάζουσα με την αποζημίωση, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, κατά τον υπολογισμό της προς αποκατάσταση ζημίας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, κατά κανόνα, η συνολική εξέλιξη της ζημίας από τότε που προέκυψε το γενεσιουργό γεγονός της αξίωσης προς αποζημίωση μέχρι την οριστική απόφαση επί της προβαλλόμενης αξίωσης. Τούτο συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι ο διοργανωτής δεν υφίσταται ζημία όταν, μετά την καταγγελία της σχετικής σύμβασης, προκύπτει ότι η εκτέλεση του ταξιδιού έχει επηρεαστεί σημαντικά και για τον λόγο αυτόν ο διοργανωτής θα υποχρεούταν να επιστρέψει ολόκληρο το τίμημα του ταξιδιού, ακόμη και αν ο ταξιδιώτης δεν είχε καταγγείλει τη σύμβαση. Σε περίπτωση που η χρέωση καταγγελίας θεωρηθεί ως υποκατάσταση του αρχικώς οφειλόμενου αντιτίμου του ταξιδιού, ομοίως δεν είναι δυνατόν να μη λαμβάνονται υπόψη μεταγενέστερες εξελίξεις οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια της αξίωσης του διοργανωτή για είσπραξη του αντιτίμου του ταξιδιού. Συγκεκριμένα, κατά το αιτούν δικαστήριο, αξίωση για την καταβολή του υποκατάστατου του τιμήματος θα υφίσταται μόνον εφόσον η αξίωση για καταβολή του αντιτίμου του ταξιδιού θα παρέμενε αν δεν είχε λάβει χώρα καταγγελία της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού.

32.      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι υπέρ της συνεκτίμησης των μεταγενέστερων εξελίξεων φαίνεται να συνηγορούν και λόγοι αναγόμενοι στην προστασία των καταναλωτών. Κατά την άποψη του δικαστηρίου αυτού, για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, απαιτείται ο ταξιδιώτης, ακόμη και σε περίπτωση πρόωρης καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, να μην υποχρεούται να πληρώσει για έναν ταξιδιωτικό διακανονισμό του οποίου η εκτέλεση στην πορεία επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό. Σε διαφορετική περίπτωση, όποτε επικρατούν συνθήκες αβεβαιότητας, θα υπήρχε το ενδεχόμενο οι ταξιδιώτες να αποθαρρύνονται από την έγκαιρη άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, μολονότι η πρόωρη καταγγελία προσφέρει τη δυνατότητα η οφειλόμενη χρέωση καταγγελίας να είναι στην πραγματικότητα μειωμένη. Κατά το αιτούν δικαστήριο, με τον τρόπο αυτόν δεν περιορίζεται μόνον ο κίνδυνος τον οποίο φέρει ο ταξιδιώτης, αλλά και ο κίνδυνος τον οποίον φέρει ο διοργανωτής, ο οποίος επωφελείται από την έγκαιρη αποσαφήνιση της κατάστασης και διαθέτει περισσότερο χρόνο για την εξοικονόμηση δαπανών ή την εναλλακτική αξιοποίηση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Αντιθέτως, η εξάρτηση του δικαιώματος καταγγελίας αζημίως από το χρονικό σημείο της καταγγελίας θα ενθάρρυνε την κερδοσκοπική συμπεριφορά του διοργανωτή ειδικότερα. Κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, ο διοργανωτής θα μπορούσε να παρακινηθεί σε καθυστέρηση της ακύρωσης του ταξιδιού μέχρι λίγο πριν από την έναρξή του, προκειμένου τελικά να εξωθήσει όσο το δυνατόν περισσότερους ταξιδιώτες σε καταγγελία της σύμβασης η οποία θα ήταν οικονομικά πιο συμφέρουσα για τον ίδιο.

33.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι τα ανωτέρω συμπεράσματα δεν κλονίζονται από το ότι η ανώτατη προθεσμία επιστροφής του τιμήματος ανέρχεται σε 14 ημέρες μετά την καταγγελία της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, όπως προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2015/2302. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι από τη διάταξη αυτή δεν συνάγεται ότι το ύψος της χρέωσης καταγγελίας πρέπει ήδη κατά το ως άνω χρονικό σημείο να είναι οριστικώς καθορισμένο και ότι αποκλείονται μεταγενέστερες αξιώσεις για πρόσθετες καταβολές ή επιστροφές γενόμενων καταβολών.

34.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 12, παράγραφος 2, της [οδηγίας 2015/2302] την έννοια ότι, προκειμένου να κριθεί ο δικαιολογημένος χαρακτήρας της καταγγελίας, κρίσιμες είναι μόνον οι αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις που έχουν ήδη εμφανισθεί κατά το χρονικό σημείο της καταγγελίας ή την έννοια ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις οι οποίες εμφανίζονται πράγματι μετά την καταγγελία αλλά πριν από την προγραμματισμένη έναρξη του ταξιδιού;»

35.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο QM, η Ελληνική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Ελληνική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την κοινή επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη για τις υποθέσεις C‑414/22 και C‑584/22, καθώς και για την υπόθεση C‑299/22, Tez Tour, στις 7 Ιουνίου 2023.

IV.    Εκτίμηση

36.      Με τα δύο προδικαστικά ερωτήματα στην υπόθεση C‑414/22 και με το μοναδικό προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑584/22, τα αιτούντα δικαστήρια ζητούν, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302 έχει την έννοια ότι η εκτίμηση της επέλευσης αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του οργανωμένου ταξιδιού και παρέχουν στον ταξιδιώτη δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού αζημίως πρέπει να πραγματοποιείται μόνον κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης ή η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψη οι αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις που επέρχονται πράγματι μετά την καταγγελία της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, αλλά πριν από την έναρξη του ταξιδιού.

37.      Το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑414/22 εκτιμά ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302 μπορεί ενδεχομένως να υποδηλώνει ότι δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού αζημίως πρέπει να υφίσταται πάντοτε αν οι αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις επέλθουν πράγματι μεταγενέστερα και θα επηρέαζαν σημαντικά ή θα καθιστούσαν αδύνατη την εκτέλεση του οργανωμένου ταξιδιού. Ωστόσο, το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι μπορεί εξίσου να υποστηριχθεί ότι καθοριστική είναι μόνον η αντικειμενική κατάσταση που επικρατούσε κατά τον χρόνο δήλωσης της καταγγελίας. Κατά το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑584/22, η εκτίμηση της ύπαρξης σημαντικών και μη αποδεκτών κινδύνων που αφορούν την υγεία ή άλλα έννομα συμφέροντα του ταξιδιώτη προϋποθέτει πρόβλεψη και ο κρίσιμος χρόνος για τη διενέργεια της πρόβλεψης αυτής είναι πριν από την έναρξη της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού. Ωστόσο, το δικαστήριο αυτό εκτιμά ότι οι περιστάσεις που προκύπτουν μετά την καταγγελία της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, αλλά πριν από το προγραμματισμένο ταξίδι, μπορούν επίσης να ασκήσουν επιρροή στην εκτίμηση αυτή.

38.      Από τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το κύριο ζήτημα που τίθεται είναι αν υπάρχει αυτοτελές δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού το οποίο βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στην πραγματική επέλευση των αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων που επηρεάζουν σημαντικά το οργανωμένο ταξίδι κατά την ημερομηνία πραγματοποίησης του ταξιδιού.

39.      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί προκαταρκτικά ότι το άρθρο 12 της οδηγίας 2015/2302, όπως υποδηλώνει ο τίτλος του, ρυθμίζει την «[κ]αταγγελία της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού και [το] δικαίωμα υπαναχώρησης πριν από την έναρξη του [οργανωμένου ταξιδιού]». Το άρθρο 12, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει το δικαίωμα του ταξιδιώτη να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού «ανά πάσα στιγμή πριν από την έναρξη του [οργανωμένου ταξιδιού]». Στην περίπτωση αυτή, βάσει της εν λόγω διάταξης, «μπορεί να του ζητηθεί η καταβολή εύλογης και δικαιολογημένης χρέωσης καταγγελίας στον διοργανωτή». Το άρθρο 12, παράγραφος 2, αναγνωρίζει στον ταξιδιώτη δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού αζημίως σε περίπτωση «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων στον τόπο προορισμού ή πολύ κοντά σε αυτόν, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του [οργανωμένου ταξιδιού] ή επηρεάζουν σημαντικά τη μεταφορά των επιβατών στον προορισμό».

40.      Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης επιβάλλεται η συνεκτίμηση όχι μόνον του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και των σκοπών που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, του ιστορικού της θέσπισής της. Προς τον σκοπό αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι αιτιολογικές σκέψεις της επίμαχης πράξης της Ένωσης, στο μέτρο που είναι ικανές να αποσαφηνίσουν τη βούληση του συντάκτη της και να αποτελέσουν σημαντικά ερμηνευτικά στοιχεία ως προς τη συγκεκριμένη πράξη (5).

41.      Μια δυνατή ερμηνεία του γράμματος του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302 είναι ότι, προκειμένου ο ταξιδιώτης να έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού αζημίως, η σημαντική επίδραση στην εκτέλεση του οργανωμένου ταξιδιού πρέπει να υλοποιείται ή να συνεχίζεται κατά την ημερομηνία του οργανωμένου ταξιδιού. Η διάταξη αυτή αναφέρεται σε αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις που επέρχονται «στον τόπο προορισμού» και «επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του [οργανωμένου ταξιδιού]» χρησιμοποιώντας ενεστώτα χρόνο. Η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισήμαναν πάντως ότι η αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας χρησιμοποιεί, στην απόδοση της οδηγίας στην αγγλική γλώσσα, μελλοντικό χρόνο, αναφέροντας ότι το δικαίωμα καταγγελίας αζημίως γεννάται «όταν αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις [θα] επηρεά[σ]ουν σημαντικά την εκτέλεση του [οργανωμένου ταξιδιού]» [where unavoidable and extraordinary circumstances will significantly affect the performance of the package] (η υπογράμμιση δική μου). Τούτο μπορεί να θεωρηθεί ότι υποδηλώνει ότι το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού αζημίως εξαρτάται από μια εκτίμηση της κατάστασης για το μέλλον, την οποία πραγματοποιεί ο ταξιδιώτης κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης.

42.      Ανεξαρτήτως του χρόνου που χρησιμοποιείται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302 και στην αιτιολογική σκέψη 31 της ίδιας οδηγίας, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως εκθέτω στις σημερινές μου προτάσεις στην υπόθεση C‑299/22, το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού αζημίως γεννάται «πριν από την έναρξη του [οργανωμένου ταξιδιού]». Η χρήση της πρόθεσης «πριν» υποδηλώνει ότι μεσολαβεί χρονικό διάστημα μεταξύ της απόφασης καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού και της έναρξης του ταξιδιού. Επομένως, η απόφαση καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 2, αφορά το μέλλον. Βασίζεται σε μια πρόβλεψη ή εκ των προτέρων εκτίμηση της επέλευσης «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων» και της σημαντικής επίδρασής τους στην εκτέλεση του οργανωμένου ταξιδιού ή, σε περίπτωση που οι περιστάσεις αυτές έχουν ήδη επέλθει, σε μια πρόβλεψη για διατήρηση της σημαντικής επίδρασης στο οργανωμένο ταξίδι. Όπως υποστήριξε η Αυστριακή Κυβέρνηση, ακόμη και αν, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, έχει ήδη αποδειχθεί, κατά την ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης, ότι οι περιστάσεις αυτές θα επέλθουν κατά την ημερομηνία του ταξιδιού, θα εξακολουθεί να πρέπει να εκτιμηθεί σε ποιον ακριβώς βαθμό οι περιστάσεις αυτές θα επηρεάσουν την εκτέλεση του οργανωμένου ταξιδιού.

43.      Επομένως, η ex ante αξιολόγηση στην οποία προβαίνει ο ταξιδιώτης κατά την ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού περιλαμβάνει την εκτίμηση της πιθανότητας οι «αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις» να έχουν σημαντική επίδραση στην εκτέλεση του οργανωμένου ταξιδιού. Η εκτίμηση αυτή πρέπει να πραγματοποιείται υπό το πρίσμα του εξαιρετικού χαρακτήρα του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού αζημίως. Κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, ο ταξιδιώτης πρέπει να αναμένει εύλογα ότι υπάρχει αρκούντως μεγάλη πιθανότητα η εκτέλεση του οργανωμένου ταξιδιού να επηρεαστεί σημαντικά από «αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις».

44.      Εξ αυτού συνάγεται ότι το δικαίωμα του ταξιδιώτη να καταγγείλει τη σύμβαση αζημίως, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302, μπορεί να γεννηθεί πριν από την έναρξη του οργανωμένου ταξιδιού, κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, βασιζόμενο στην εύλογη προβλεψιμότητα της σημαντικής επίδρασης στο οργανωμένο ταξίδι. Το κεκτημένο αυτό δικαίωμα δεν μπορεί να απολεσθεί λόγω μεταγενέστερων γεγονότων. Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, θα ήταν παράλογο να μπορεί ο ταξιδιώτης να καταγγείλει τη σύμβαση λόγω αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων, αλλά στη συνέχεια να πρέπει να αναμείνει την πραγματική επέλευση των περιστάσεων αυτών κατά την ημερομηνία του ταξιδιού, προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής της χρέωσης καταγγελίας. Αντιστρόφως, αν ο ταξιδιώτης δεν έχει δικαίωμα καταγγελίας αζημίως, το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να αποκτηθεί αναδρομικά μετά την καταγγελία της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού λόγω μεταγενέστερων γεγονότων.

45.      Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302. Συναφώς, από τις προεκτεθείσες προκαταρκτικές παρατηρήσεις (6) προκύπτει ότι το άρθρο αυτό αναγνωρίζει δύο διακριτά δικαιώματα καταγγελίας στον ταξιδιώτη. Αφενός, βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, της οδηγίας, ο ταξιδιώτης μπορεί «να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού ανά πάσα στιγμή πριν από την έναρξη του [οργανωμένου ταξιδιού]». Δεδομένου ότι η άσκηση του δικαιώματος αυτού δεν υπόκειται σε υποχρέωση αιτιολόγησης της καταγγελίας, ο ταξιδιώτης μπορεί να υποχρεωθεί, ομοίως δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 1, της οδηγίας, σε καταβολή «εύλογης και δικαιολογημένης χρέωσης καταγγελίας». Αφετέρου, το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302 αναγνωρίζει δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού αζημίως «πριν από την έναρξη του [οργανωμένου ταξιδιού] [...] σε περίπτωση αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων στον τόπο προορισμού [...], οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του [οργανωμένου ταξιδιού]».

46.      Αν γινόταν δεκτό ότι η πραγματική επέλευση των αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων αποτελεί αυτοτελή προϋπόθεση για την αναγνώριση του δικαιώματος καταγγελίας αζημίως, ανεξάρτητα από την εκτίμηση που πραγματοποιήθηκε κατά την ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, τούτο θα είχε ως συνέπεια την αναγνώριση νέου δικαιώματος πλήρους επιστροφής του αντιτίμου σε όλους τους ταξιδιώτες, ανεξαρτήτως των λόγων που επικαλέστηκαν για την καταγγελία της σύμβασης. Συγκεκριμένα, εάν αυτό που έχει σημασία δεν είναι ποια ήταν η κατάσταση την ημερομηνία χ (ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης), αλλά το τι πραγματικά συνέβη σε μεταγενέστερη ημερομηνία ψ (ημερομηνία πραγματοποίησης του ταξιδιού), τότε ένας ταξιδιώτης που θα κατήγγειλε τη σύμβαση για προσωπικούς λόγους σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2303 θα έπρεπε επίσης να έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την επιστροφή της ήδη καταβληθείσας χρέωσης καταγγελίας, σε περίπτωση μη πραγματοποίησης του ταξιδιού λόγω αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων.

47.      Όπως υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, η Ελληνική Κυβέρνηση, η αναγνώριση στον ταξιδιώτη της δυνατότητας να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού αζημίως σε περίπτωση πραγματικής επέλευσης των αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων ανεξαρτήτως της κατάστασης που επικρατούσε κατά τον χρόνο της καταγγελίας θα αντέβαινε στην πλήρη εναρμόνιση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών της σύμβασης ταξιδιού, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2015/2302.

48.      Συγκεκριμένα, η λύση της εκ των υστέρων εκτίμησης δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να εκτιμηθούν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των δύο συμβαλλόμενων μερών. Όπως υποστήριξε η Ελληνική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η συμβατική σχέση λύεται για αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη όταν ο ταξιδιώτης καταγγείλει τη σύμβαση.  Δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν προέβλεψε ρητώς ότι μελλοντικά γεγονότα μεταγενέστερα της καταγγελίας της σύμβασης μπορούν να επηρεάσουν τη συμβατική σχέση, η καταγγελία της σύμβασης πρέπει να είναι καθοριστική για την κρίση αν η πρόβλεψη στην οποία προβαίνει ο ταξιδιώτης είναι εύλογη. Στο χρονικό αυτό σημείο ακριβώς πρέπει να εκτιμηθούν οι έννομες συνέπειες της άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού. Σε περίπτωση που πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 12, παράγραφος 2, η έννομη συνέπεια της άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης συνίσταται στην υποχρέωση του διοργανωτή να επιστρέψει το πλήρες αντίτιμο το αργότερο εντός 14 ημερών από την καταγγελία της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας.

49.      H ταχύτητα με την οποία πρέπει να πραγματοποιηθεί η πλήρης επιστροφή του αντιτίμου, βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 4, επιρρωννύει, όπως υποστήριξε η Ελληνική Κυβέρνηση, την ερμηνεία κατά την οποία το χρονικό σημείο της καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού είναι καθοριστικό για τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών. Ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι ο προσδιορισμός του ακριβούς ποσού της χρέωσης καταγγελίας διαφέρει από τον προσδιορισμό του δικαιώματος του ταξιδιώτη να καταγγείλει τη σύμβαση αζημίως. Ο ταξιδιώτης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση άπαξ και κατά τη στιγμή ακριβώς της καταγγελίας πρέπει να υπάρχει βεβαιότητα ως προς το αν δικαιούται ή όχι πλήρη επιστροφή των καταβληθέντων ποσών.

50.      Επιπλέον, το δικαίωμα του ταξιδιώτη να καταγγείλει τη σύμβαση λόγω αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων συνδέεται άρρηκτα με τη μη υποχρέωση καταβολής χρέωσης καταγγελίας. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούν χρονικά τα ουσιώδη στοιχεία του δικαιώματος που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302 και να γίνει δεκτό ότι ο ταξιδιώτης δύναται μεν να καταγγέλλει τη σύμβαση επικαλούμενος αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις, αλλά ότι το δικαίωμά του για πλήρη επιστροφή του τιμήματος εξαρτάται από μεταγενέστερα γεγονότα.

51.      Η εκ των υστέρων εκτίμηση των αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων θα είχε, επίσης, αντίκτυπο στην ερμηνεία των αντίστοιχων δικαιωμάτων του διοργανωτή. Η υποχρέωση του ταξιδιώτη να καταβάλει χρέωση καταγγελίας σε περίπτωση μη πλήρωσης των απαιτήσεων του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302 αντιστοιχεί σε σχετική αξίωση του διοργανωτή. Όπως υποστήριξε η Kiwi Tours κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αν το δικαίωμα του ταξιδιώτη να καταγγείλει αζημίως εξαρτιόταν από μεταγενέστερα γεγονότα, τούτο θα συνεπαγόταν τη γέννηση ή την απώλεια του δικαιώματος του διοργανωτή να λάβει τη χρέωση καταγγελίας ανάλογα με την εξέλιξη της κατάστασης μεταξύ του χρόνου καταγγελίας και του χρόνου πραγματοποίησης του προγραμματισμένου ταξιδιού.

52.      Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/2302, ο διοργανωτής δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού και να επιστρέψει στον ταξιδιώτη το σύνολο των καταβληθέντων ποσών χωρίς να υποχρεούται να καταβάλει πρόσθετη αποζημίωση, εάν ο διοργανωτής «δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τη σύμβαση λόγω αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων και κοινοποιήσει στον ταξιδιώτη [...] πριν από την έναρξη του [οργανωμένου ταξιδιού]» (η υπογράμμιση δική μου). Αν τα μεταγενέστερα της καταγγελίας γεγονότα είχαν αυτοτελή σημασία για τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι ο διοργανωτής δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση πριν από την έναρξη του οργανωμένου ταξιδιού, αλλά η υποχρέωσή του να καταβάλει πρόσθετη αποζημίωση εξαρτάται από το αν, κατά την ημερομηνία πραγματοποίησης του σχεδιαζόμενου ταξιδιού, η πρόβλεψή του επιβεβαιώθηκε πράγματι. Το αποτέλεσμα αυτό θα καθιστούσε αβέβαιη την απαλλαγή του διοργανωτή από την ευθύνη. Επιπλέον, θα αντέβαινε στην προμνησθείσα πλήρη εναρμόνιση από τον νομοθέτη της Ένωσης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών, συμπεριλαμβανομένου του ζητήματος της ευθύνης του διοργανωτή να καταβάλει πρόσθετη αποζημίωση.

53.      Επομένως, η εκ των υστέρων εκτίμηση θα καθιστούσε αβέβαιη τη νομική κατάσταση των συμβαλλόμενων μερών της σύμβασης ταξιδιού κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης και θα μπορούσε ενδεχομένως να κλονίσει το σύστημα προσδιορισμού των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 12 της οδηγίας 2015/2302. Αντιθέτως, το να θεωρηθεί η εκ των προτέρων εκτίμηση της κατάστασης κινδύνου κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης ως το μοναδικό καθοριστικό κριτήριο παρέχει ασφάλεια δικαίου όσον αφορά τις συνέπειες της καταγγελίας. Με άλλα λόγια, τα μελλοντικά γεγονότα που συμβαίνουν πριν από το προγραμματισμένο ταξίδι αλλά μετά την καταγγελία της σύμβασης δεν πρέπει να είναι ικανά να ανατρέψουν μια διαμορφωμένη νομική κατάσταση κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης.

54.      Όσον αφορά δε τον σκοπό της οδηγίας 2015/2302, η διάταξη αυτή απονέμει στον ταξιδιώτη το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού αζημίως ήδη πριν από την έναρξη του οργανωμένου ταξιδιού, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η εν λόγω διάταξη. Όπως εξηγείται ανωτέρω, προκειμένου ο ταξιδιώτης να είναι σε θέση να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού πριν από την έναρξη του ταξιδιού, πρέπει να πραγματοποιήσει, κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης, πρόβλεψη της κατάστασης όσον αφορά τον αντίκτυπο των αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων στην εκτέλεση του οργανωμένου ταξιδιού. Αν ήταν δυνατόν να εκτιμηθεί εκ των υστέρων η ύπαρξη δικαιώματος καταγγελίας, λαμβανομένου υπόψη του τι πράγματι συνέβη κατά την ημερομηνία πραγματοποίησης του ταξιδιού, δεν θα μπορούσε να θεμελιωθεί δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης αζημίως πριν από την έναρξη του οργανωμένου ταξιδιού. Το δικαίωμα αυτό θα έπρεπε να ανασταλεί μέχρι την ημερομηνία πραγματοποίησης του ταξιδιού. Ωστόσο, τούτο θα αντέβαινε σε όσα προβλέπονται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας.

55.      Κατά τη γνώμη μου, η εκ των υστέρων προσέγγιση, στο πλαίσιο της οποίας καθοριστική σημασία όσον αφορά το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης έχουν τα γεγονότα που συμβαίνουν μετά την καταγγελία της σύμβασης, αλλά πριν από την έναρξη του οργανωμένου ταξιδιού, δεν ερείδεται σε λόγους που ανάγονται στο υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2015/2302, σκοπός της οδηγίας αυτής είναι να επιτύχει «τη σωστή ισορροπία μεταξύ μιας υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων». Η εκ των υστέρων προσέγγιση δεν είναι επωφελέστερη για τον ταξιδιώτη από την προσέγγιση που περιλαμβάνει εκ των προτέρων εκτίμηση. Συναφώς, είναι δυνατή η περίπτωση ο ταξιδιώτης να εκτιμήσει ευλόγως και δικαιολογημένα τους κινδύνους που εγκυμονεί η πραγματοποίηση του ταξιδιού κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης, αλλά στη συνέχεια, παρά την αρχική πρόβλεψη της επικινδυνότητας της κατάστασης, η κατάσταση τελικά να βελτιωθεί. Η εκ των υστέρων προσέγγιση θα ήταν επωφελέστερη για τον ταξιδιώτη μόνον αν γινόταν δεκτό ότι τα μεταγενέστερα γεγονότα μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνο στην περίπτωση που επιβεβαιώνουν την εκτίμηση του ταξιδιώτη και όχι όταν δεν συμβαδίζουν με την εκτίμηση αυτή. Ωστόσο, είναι σαφές, κατά τη γνώμη μου, ότι τυχόν ερμηνεία του εν λόγω κανόνα προς μία μόνον και ευνοϊκή για τον ταξιδιώτη κατεύθυνση, χωρίς ταυτόχρονα να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο δυσμενές αποτέλεσμα της ερμηνείας αυτής, θα αντέβαινε σε όσα ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε στο άρθρο 12, παράγραφος 2.

56.      Το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑584/22 έκρινε ότι ο σκοπός της χρέωσης καταγγελίας, ειδικότερα, συνηγορεί υπέρ της συνεκτίμησης των περιστάσεων που προκύπτουν μετά την καταγγελία της σύμβασης. Κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, τούτο θα μπορούσε να ισχύει ανεξαρτήτως του αν η χρέωση καταγγελίας πρέπει να θεωρηθεί ως παροχή προσομοιάζουσα με την αποζημίωση ή ως υποκατάσταση του αντιτίμου του ταξιδιού. Η άποψη την οποία κατ’ ουσίαν εκφράζει το αιτούν δικαστήριο είναι ότι, αν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι μεταγενέστερες εξελίξεις, ο διοργανωτής θα είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει το σύνολο του αντιτίμου στον ταξιδιώτη, ακόμη και αν αυτός δεν έχει καταγγείλει τη σύμβαση. Υπό την εκδοχή αυτή, ο διοργανωτής δεν θα πρέπει να δικαιούται χρέωση καταγγελίας εάν αποδεικνύεται εκ των υστέρων ότι δεν υπάρχει «ζημία» ή δικαίωμα είσπραξης τέτοιας χρέωσης, δεδομένου ότι οι αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις έχουν πράγματι επέλθει.

57.      Όσον αφορά τη συλλογιστική αυτή, πρέπει να υπομνησθεί ότι η χρέωση καταγγελίας οφείλεται από τον ταξιδιώτη όταν ασκεί το δικαίωμά του για υπαναχώρηση πριν από την έναρξη του οργανωμένου ταξιδιού «ανά πάσα στιγμή», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302, και για οποιονδήποτε λόγο. Ο όρος «χρέωση καταγγελίας» είναι ουδέτερος σε σχέση με τον όρο «αποζημίωση» (ο γερμανικός όρος είναι «Entschädigung»), ο οποίος χρησιμοποιήθηκε κατά τη μεταφορά της εν λόγω διάταξης της οδηγίας στις εθνικές έννομες τάξεις. Κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302, η σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού μπορεί να καθορίζει εύλογη χρέωση καταγγελίας της σύμβασης με βάση «τον χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης πριν από την έναρξη του [οργανωμένου ταξιδιού] και την αναμενόμενη εξοικονόμηση κόστους και τα αναμενόμενα έσοδα από την εναλλακτική αξιοποίηση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών». Η περιγραφή του τι συνιστά η χρέωση καταγγελίας προσομοιάζει με αντιστάθμισμα στο δικαίωμα του ταξιδιώτη να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ανά πάσα στιγμή. Όπως υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή, πρόκειται για ακόμη ένα παράδειγμα της ισορροπίας την οποία επιδιώκει να επιτύχει η οδηγία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, τα οποία καθορίζονται στη σύμβαση ταξιδιού.

58.      Όπως επισήμανα ανωτέρω, ανεξαρτήτως της νομικής φύσης της χρέωσης καταγγελίας, το να γίνει δεκτό ότι τέτοια χρέωση δεν οφείλεται αν στη συνέχεια προκύψει ότι το ταξίδι δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί δημιουργεί μεγάλη έλλειψη ασφάλειας δικαίου και θα υπονόμευε την εναρμόνιση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, τα οποία καθορίζονται στη σύμβαση ταξιδιού.

59.      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑584/22 προειδοποίησε για τον κίνδυνο να υπάρξουν αρνητικές συνέπειες αν η υποχρέωση καταβολής χρέωσης καταγγελίας δεν εξαρτάται από το αν το οργανωμένο ταξίδι εκτελέστηκε εν τέλει. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι, σε συνθήκες αβεβαιότητας, θα υπήρχε το ενδεχόμενο οι ταξιδιώτες να αποθαρρύνονταν από την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης ταξιδιού σε πρώιμο στάδιο και να ήταν υποχρεωμένοι να τηρήσουν στάση αναμονής, έως ότου προκύψουν περαιτέρω στοιχεία ή ο διοργανωτής ακυρώσει το ταξίδι με δική του πρωτοβουλία.

60.      Συναφώς, αναγνωρίζω μεν ότι μια απόφαση για το μέλλον την οποία καλείται να λάβει ο ταξιδιώτης λόγω της επέλευσης αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων συνδέεται, εξ ορισμού, με μια κατάσταση αβεβαιότητας. Ωστόσο, ο βαθμός αβεβαιότητας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία των προϋποθέσεων άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης ταξιδιού δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302. Το δικαίωμα αυτό δεν απαιτεί, όπως υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, η Αυστριακή Κυβέρνηση, να μπορεί ο ταξιδιώτης να ισχυριστεί με απόλυτη βεβαιότητα ότι θα επέλθουν οπωσδήποτε αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις και ότι οι περιστάσεις αυτές θα έχουν σημαντική επίδραση. Όπως επισημάνθηκε ήδη, κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, αρκεί ο ταξιδιώτης να πρέπει να αναμένει εύλογα ότι υπάρχει αρκούντως μεγάλη πιθανότητα η εκτέλεση του οργανωμένου ταξιδιού να επηρεαστεί σημαντικά από αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις. Επιπλέον, όπως προτείνω, κατ’ ουσίαν, στις σημερινές μου προτάσεις στην υπόθεση C‑299/22, Tez Tour, ο μεγάλος βαθμός αβεβαιότητας και η εξαιρετικά ταχέως εξελισσόμενη κατάσταση κατά την έναρξη της πανδημίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, προκειμένου να προσδιοριστεί το τι γνώριζε ο μέσος ταξιδιώτης και το πώς αυτός θα εκτιμούσε την πιθανότητα σημαντικής επίδρασης στην εκτέλεση της σύμβασης.

61.      Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι το γράμμα, το πλαίσιο και ο σκοπός της οδηγίας 2015/2302 συνηγορούν υπέρ της ερμηνείας του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής υπό την έννοια ότι το καθοριστικό χρονικό σημείο για τη διαπίστωση της ύπαρξης δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης αζημίως βασίζεται σε εκ των προτέρων εκτίμηση κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης.

62.      Τούτου λεχθέντος, το άρθρο 12, παράγραφος 2, δεν εμποδίζει τα εθνικά δικαστήρια να δέχονται τα μεταγενέστερα περιστατικά ως αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία πρέπει να εκτιμώνται ελεύθερα σύμφωνα με την εθνική δικονομία. Όπως υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, η Ελληνική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αν, κατά τον χρόνο της καταγγελίας, ο ταξιδιώτης επικαλέστηκε αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις και η κατάσταση που επικαλέστηκε επιδεινώθηκε, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί σημαντικά η εκτέλεση του οργανωμένου ταξιδιού, τούτο ενισχύει την πρόβλεψή του κατά τον χρόνο της καταγγελίας. Ωστόσο, αν η καταγγελία της σύμβασης από τον ταξιδιώτη κατά τον χρόνο της καταγγελίας δεν ήταν δικαιολογημένη, τα μεταγενέστερα γεγονότα δεν μπορούν αφ’ εαυτών να γεννήσουν δικαίωμα καταγγελίας αζημίως το οποίο ο ταξιδιώτης δεν διαθέτει. Ομοίως, η βελτίωση της κατάστασης δεν μπορεί να θίξει αναδρομικά το δικαίωμα του ταξιδιώτη να λάβει πλήρη επιστροφή του αντιτίμου, εάν, κατά τον χρόνο της καταγγελίας, πραγματοποίησε εύλογη πρόβλεψη ως προς τον αντίκτυπο των αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων στο οργανωμένο ταξίδι.

63.      Όσον αφορά τις υποθέσεις των κύριων δικών, στην υπόθεση C‑414/22, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εκτιμήσει αν, κατά την ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης, τον Απρίλιο του 2020, ο μέσος ταξιδιώτης μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι η πανδημία θα είχε σημαντική επίδραση στην εκτέλεση του οργανωμένου ταξιδιού που είχε προγραμματιστεί ως ταξίδι εορταστικού χαρακτήρα για το καλοκαίρι του 2020. Από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, λαμβανομένης υπόψη της ισχυρής σύστασης των εθνικών αρχών να αναβληθούν όλα τα μη απαραίτητα ταξίδια και να γίνει χρήση των δυνατοτήτων καταγγελίας των συμβάσεων ταξιδιού, φαίνεται εύλογο ένας μέσος ταξιδιώτης να προέβλεπε, τον Απρίλιο του 2020, ότι ένα τέτοιο ταξίδι (του οποίου ο σκοπός συνίστατο ακριβώς στη συγκέντρωση μεγάλου αριθμού νέων για εορταστικούς λόγους) δεν θα πραγματοποιούνταν. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να προβεί στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τις παραμέτρους που αναλύω στις σημερινές μου προτάσεις στην υπόθεση C‑299/22, Tez Tour.

64.      Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι, σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι ο ταξιδιώτης είχε δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302, ο ταξιδιώτης θα απολαύει του δικαιώματος αυτού χωρίς να δεσμεύεται από οποιαδήποτε συμφωνία καταβολής μειωμένης χρέωσης καταγγελίας την οποία αποδέχθηκε λόγω άγνοιας των δικαιωμάτων του. Τούτο δε διότι η συμφωνία αυτή συνεπάγεται περιορισμό των δικαιωμάτων του, ο οποίος, βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 3, της οδηγίας 2015/2302, δεν είναι δεσμευτικός για τον ταξιδιώτη.

65.      Στην υπόθεση C‑584/22, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο όφειλε να εξετάσει το ζήτημα αν, κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης, την 1η Μαρτίου 2020, ένα ταξίδι στην Ιαπωνία εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους για την υγεία τους οποίους ο μέσος συνετός ταξιδιώτης δεν θα ήταν διατεθειμένος να διατρέξει. Για τους λόγους που ανέλυσα ανωτέρω, ο χρόνος καταγγελίας της σύμβασης είναι ο μόνος καθοριστικός για την πραγματοποίηση της κρίσης αυτής.

66.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302 έχει την έννοια ότι η εκτίμηση της επέλευσης αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση της σύμβασης και παρέχουν στον ταξιδιώτη δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού αζημίως, πρέπει να πραγματοποιείται μόνον κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης. Το δικαίωμα αυτό γεννάται ανεξάρτητα από το αν οι εν λόγω περιστάσεις επήλθαν πράγματι μετά την καταγγελία της σύμβασης.

V.      Πρόταση

67.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλαν το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) και το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) ως εξής:

Το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2302, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, η οποία τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καταργεί την οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου,

έχει την έννοια ότι η εκτίμηση της επέλευσης αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση της σύμβασης και παρέχουν στον ταξιδιώτη δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού αζημίως, πρέπει να πραγματοποιείται μόνον κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης. Το δικαίωμα αυτό γεννάται ανεξάρτητα από το αν οι εν λόγω περιστάσεις επήλθαν πράγματι μετά την καταγγελία της σύμβασης.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Εναρκτήριες παρατηρήσεις του Γενικού Διευθυντή του ΠΟΥ κατά την ενημέρωση των μέσων ενημέρωσης σχετικά με τη νόσο COVID‑19, 11 Μαρτίου 2020.


3      Βλ. «Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με το δικαίωμα των ταξιδιωτών να καταγγείλουν τις συμβάσεις οργανωμένου ταξιδιού λόγω έκτακτων περιστάσεων που προκλήθηκαν από τη νόσο COVID‑19», τις οποίες εξέδωσε η Ιρλανδική Κυβέρνηση, Υπουργείο Επιχειρηματικότητας, Εμπορίου και Απασχόλησης, στις 26 Μαρτίου 2020, σ. 5.


4      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, η οποία τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καταργεί την οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2015, L 326, σ. 1).


5      Απόφαση της 8ης Ιουνίου 2023, VB (Ενημέρωση του ερήμην καταδικασθέντος) (C‑430/22 και C‑468/22, EU:C:2023:458, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


6      Βλ. σημείο 39 των παρουσών προτάσεων.