Προσωρινό κείμενο
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
TAMARA ĆAPETA
της 11ης Απριλίου 2024 (1)
Υπόθεση C‑579/22 P
Anglo Austrian AAB AG, υπό εκκαθάριση,
κατά
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ),
Belegging-Maatschappij «Far-East» BV
«Αίτηση αναιρέσεως – Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οδηγία 2013/36/ΕΕ – Προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων – Ειδικά καθήκοντα εποπτείας που έχουν ανατεθεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) – Απόφαση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος – Ερμηνεία του εθνικού δικαίου»
I. Εισαγωγή
1. Ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (στο εξής: ΕΕΜ) (2) αποτελεί τον πρώτο πυλώνα της Τραπεζικής Ένωσης, που δημιουργήθηκε το 2014 (3) για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Έχει ως σκοπό «την κατοχύρωση της ασφάλειας και της ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση καθώς και στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, και την ενότητα και ακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς» (4).
2. Συνοπτικά, η προληπτική εποπτεία ασκείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία επικουρείται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές (5), στο πλαίσιο του καταμερισμού εργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 6 του κανονισμού ΕΕΜ (6).
3. Η οργάνωση του ΕΕΜ είναι, σε ορισμένο βαθμό, «ειδική» σε σύγκριση με τον συνήθη τρόπο λειτουργίας της έννομης τάξης της Ένωσης (7). Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ «εφαρμόζει όλη την οικεία νομοθεσία και, αν το σχετικό ενωσιακό δίκαιο αποτελείται από οδηγίες, την εθνική νομοθεσία μεταφοράς των οδηγιών στην εσωτερική έννομη τάξη. Αν η σχετική ενωσιακή νομοθεσία αποτελείται από κανονισμούς και αυτοί οι κανονισμοί παρέχουν ρητώς επιλογές στα κράτη μέλη, η ΕΚΤ πρέπει να εφαρμόζει επίσης και την εθνική νομοθεσία διά της οποίας ασκούνται αυτές οι επιλογές».
4. Η ανωτέρω διάταξη βρίσκεται στο επίκεντρο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως. Η Anglo Austrian AAB AG, πρώην Anglo Austrian AAB Bank AG (στο εξής: AAB Bank), αναιρεσείουσα στην υπό κρίση υπόθεση, αποτελούσε εγκατεστημένο στην Αυστρία λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα. Μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος από την ΕΚΤ, η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή κατά της οικείας απόφασης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι η ΕΚΤ ανακάλεσε την εν λόγω άδεια χωρίς να πληρούνταν οι σχετικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο δίκαιο της Ένωσης, όπως αυτό έχει μεταφερθεί στο αυστριακό δίκαιο.
5. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω προσφυγή με την απόφαση της 22ας Ιουνίου 2022, Anglo Austrian AAB και Belegging-Maatschappij «Far‑East» κατά ΕΚΤ (T‑797/19, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2022:389). Η αναιρεσείουσα στην υπό κρίση υπόθεση ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα το εθνικό δίκαιο.
II. Το σχετικό εθνικό δίκαιο
6. Δύο αυστριακοί νόμοι είναι σχετικοί στην υπό κρίση υπόθεση. Πρώτον, ο Bundesgesetz über das Bankwesen (Bankwesengesetz) (τραπεζικός νόμος, στο εξής: BWG)· και, δεύτερον, ο Bundesgesetz zur Verhinderung der Geldwäsche und Terrorismusfinanzierung im Finanzmarkt (ομοσπονδιακός νόμος σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στη χρηματοπιστωτική αγορά, στο εξής: FM-GwG).
7. Το άρθρο 39 του BWG φέρει τον τίτλο «Γενικές υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας». Οι παράγραφοι 2 και 2b του εν λόγω άρθρου προβλέπουν τα εξής:
«2. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις που έχουν την ευθύνη βάσει του άρθρου 30, παράγραφος 6, οφείλουν να εφαρμόζουν διοικητικές, λογιστικές και ελεγκτικές διαδικασίες για τον εντοπισμό, την εκτίμηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση των τραπεζικών και συναφών κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απορρέουν από το μακροοικονομικό τους περιβάλλον, λαμβάνοντας υπόψη το στάδιο του σχετικού επιχειρηματικού κύκλου, τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και τις πολιτικές και πρακτικές αμοιβών τους, και οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι οι προσήκουσες με βάση τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των ασκούμενων τραπεζικών δραστηριοτήτων. Επίσης, οι διοικητικές, λογιστικές και ελεγκτικές διαδικασίες πρέπει να καλύπτουν, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, τους τραπεζικούς και λειτουργικούς κινδύνους, καθώς και τους απορρέοντες από τις πολιτικές και τις πρακτικές αποδοχών κινδύνους που ενδέχεται να προκύψουν. Η οργανωτική διάρθρωση και οι διοικητικές, λογιστικές και ελεγκτικές διαδικασίες πρέπει να τεκμηριώνονται εγγράφως και με κατανοητό τρόπο. Η οργανωτική διάρθρωση πρέπει να αποφεύγει τις συγκρούσεις συμφερόντων και αρμοδιοτήτων μέσω οργανωτικών και διαδικαστικών οριοθετήσεων που είναι προσήκουσες με βάση την ασκούμενη επιχειρηματική δραστηριότητα. Ο προσήκων χαρακτήρας των διαδικασιών αυτών και της εφαρμογής τους εξετάζονται από την υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου τουλάχιστον μία φορά ετησίως.
[…]
2b. Οι διαδικασίες της παραγράφου 2 πρέπει να λαμβάνουν ιδίως υπόψη τα εξής:
1. τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο αθέτησης των υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου·
2. τον κίνδυνο συγκέντρωσης·
3. τον κίνδυνο αγοράς·
4. τον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης·
5. τον λειτουργικό κίνδυνο·
6. τον κίνδυνο τιτλοποίησης·
7. τον κίνδυνο ρευστότητας·
8. τον κίνδυνο επιτοκίου για όλες τις συναλλαγές που δεν καλύπτονται ήδη από το σημείο 3·
9. τον υπολειπόμενο κίνδυνο που απορρέει από τις τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου·
10. την τοποθεσία των ανοιγμάτων κινδύνου ενός πιστωτικού ιδρύματος·
11. τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·
12. τον κίνδυνο που απορρέει από το επιχειρηματικό μοντέλο ενός ιδρύματος, λαμβανομένου υπόψη του αντίκτυπου των στρατηγικών διαφοροποίησης·
13. τα αποτελέσματα των δοκιμών αντοχής για τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές προσεγγίσεις, και
14. τα πλαίσια εταιρικού λογιστικού και γενικού ελέγχου των πιστωτικών ιδρυμάτων και των φορέων που έχουν την ευθύνη βάσει του άρθρου 30, παράγραφος 6, την εταιρική τους νοοτροπία και την ικανότητα του διοικητικού οργάνου να εκπληρώνει τα καθήκοντά του.»
8. Το άρθρο 70, παράγραφος 4, του BWG ρυθμίζει τις ελεγκτικές εξουσίες της Finanzmarktaufsichtsbehörde (αυστριακής αρχής εποπτείας χρηματοπιστωτικών αγορών, στο εξής: FMA) και ορίζει, ειδικότερα, ότι, αν ένα πιστωτικό ίδρυμα παραβαίνει τις διατάξεις του BWG ή τους λοιπούς νόμους που απαριθμούνται στη διάταξη αυτήν (8), η FMA:
«1. υποχρεώνει το πιστωτικό ίδρυμα, τη χρηματοδοτική εταιρία συμμετοχών, τη μικτή χρηματοοικονομική εταιρία συμμετοχών ή τη μικτή εταιρία συμμετοχών, επ’ απειλή κυρώσεων, να αποκαταστήσει τη νομιμότητα εντός εύλογης προθεσμίας, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης·
2. σε περίπτωση επανάληψης ή συνέχισης της παράβασης, απαγορεύει στους διευθυντές να διευθύνουν την εταιρία εν όλω ή εν μέρει, εκτός εάν τούτο θα ήταν παράλογο λαμβανομένης υπόψη της φύσης και της σοβαρότητας της παράβασης και εφόσον αναμένεται η αποκατάσταση της νομιμότητας με τη λήψη συμπληρωματικών μέτρων σύμφωνα με το σημείο 1· στην περίπτωση αυτή, εκτελείται η διοικητική κύρωση που επιβλήθηκε πρώτα και η διαταγή επαναλαμβάνεται επ’ απειλή αυστηρότερης διοικητικής κύρωσης·
3. ανακαλεί την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος αν η λειτουργία του πιστωτικού ιδρύματος δεν μπορεί να διασφαλιστεί με άλλα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα ομοσπονδιακό νόμο […]».
9. Όσον αφορά δε τον FM-GwG, το άρθρο 31, παράγραφος 3, σημείο 2, του εν λόγω νόμου προβλέπει ότι, «στις περιπτώσεις παράβασης των υποχρεώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 34, παράγραφοι 2 και 3, [του FM-GwG], η FMA μπορεί […] να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας που χορηγείται από την FMA […]».
10. Τέλος, το άρθρο 34, παράγραφοι 2 και 3, του FM-GwG μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο τις διατάξεις της οδηγίας 2005/60/ΕΚ σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (9) και μνημονεύει, ειδικότερα, τις σοβαρές, επαναλαμβανόμενες ή συστηματικές παραβάσεις του άρθρου 6, παράγραφοι 1, 2 έως 4, 6 και 7, του άρθρου 7, παράγραφος 7, του άρθρου 9, και του άρθρου 23, παράγραφος 3, του FM-GwG.
III. Τα πραγματικά περιστατικά που προηγήθηκαν της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου
11. Τα σχετικά με την υπό κρίση υπόθεση πραγματικά περιστατικά συνοψίζονται ως εξής.
12. Η αναιρεσείουσα, AAB Bank, αποτελούσε εγκατεστημένο στην Αυστρία λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα. Η Belegging-Maatschappij «Far-East» BV (στο εξής: μέτοχος) είναι εταιρία συμμετοχών η οποία κατείχε το 99,99 % των μετοχών της AAB Bank.
13. Στις 26 Απριλίου 2019 η FMA υπέβαλε στην ΕΚΤ σχέδιο απόφασης για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της AAB Bank ως πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με το άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ (10).
14. Με απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2019, η ΕΚΤ ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας της AAB Bank ως πιστωτικού ιδρύματος, με ισχύ από την ημερομηνία κοινοποίησης της εν λόγω απόφασης.
15. Η ΕΚΤ έκρινε ότι, με βάση τις διαπιστώσεις της FMA όσον αφορά τη συνεχή και επαναλαμβανόμενη μη τήρηση των απαιτήσεων σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και σχετικά με την εσωτερική εταιρική διακυβέρνηση της AAB Bank, η AAB Bank δεν ήταν σε θέση να διασφαλίσει την ορθή διαχείριση των κινδύνων της.
16. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ έκρινε ότι πληρούνταν τα κριτήρια που δικαιολογούν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της AAB Bank για την ανάληψη δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 18, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2013/36 (11) και έχουν μεταφερθεί στο αυστριακό δίκαιο, διότι η AAB Bank παρέβη το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχεία δʹ και ιεʹ, της εν λόγω οδηγίας, όπως έχει μεταφερθεί στο αυστριακό δίκαιο, καθώς και ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας.
17. Επίσης, η ΕΚΤ αρνήθηκε να αναστείλει τα αποτελέσματα της προσβαλλομένης απόφασης για χρονικό διάστημα 30 ημερών, με την αιτιολογία ότι οι παρατηρήσεις της AAB Bank δεν μπορούσαν να θέσουν εν αμφιβόλω τη νομιμότητα της απόφασης αυτής, η εν λόγω δε απόφαση δεν μπορούσε να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία, ενώ το δημόσιο συμφέρον για την προστασία των καταθετών, των επενδυτών και των λοιπών επιχειρηματικών εταίρων της AAB Bank, καθώς και της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δικαιολογούσε την άμεση εφαρμογή της.
IV. Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
18. Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Νοεμβρίου 2019, η AAB Bank και η μέτοχος άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
19. Το Γενικό Δικαστήριο, στηριζόμενο στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση ΕΚΤ κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka (12), απέρριψε την προσφυγή της μετόχου ως απαράδεκτη. Επίσης, απέρριψε την προσφυγή της AAB Bank επί της ουσίας στο σύνολό της.
V. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
20. Με την αναίρεση που άσκησε την 1η Σεπτεμβρίου 2022, η AAB Bank ζητεί από το Δικαστήριο:
– να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·
– να ακυρώσει την απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2019, με την οποία η ΕΚΤ ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας της αναιρεσείουσας ως πιστωτικού ιδρύματος·
– επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στο μέτρο που το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν μπορεί να αποφανθεί επί της ουσίας, και
– να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας καθώς και της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.
21. Η ΕΚΤ ζητεί από το Δικαστήριο:
– να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της, και
– να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.
22. Η μέτοχος παρενέβη υπέρ της αναιρεσείουσας.
VI. Ανάλυση
23. Η αναιρεσείουσα προβάλλει επτά λόγους αναιρέσεως.
24. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητάς του, παραβίασε το δίκαιο της Ένωσης και παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται παράβαση του δικαίου της Ένωσης εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, καθόσον δέχτηκε την αρμοδιότητα της ΕΚΤ στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως υποστηρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα το δίκαιο της Ένωσης και το εθνικό δίκαιο και, εν πάση περιπτώσει, παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως προσάπτεται στο Γενικό Δικαστήριο σφάλμα κατά την ερμηνεία του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/36 και του εθνικού δικαίου. Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τα επιχειρήματα σχετικά με την αρχή της αναλογικότητας. Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της αναιρεσείουσας. Τέλος, ο έβδομος λόγος αναιρέσεως προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο διαδικαστικά σφάλματα τα οποία βλάπτουν τα συμφέροντα της αναιρεσείουσας.
25. Δεδομένου ότι τα ζητήματα που αφορούν τον προσήκοντα ρόλο και την ορθή ερμηνεία του εθνικού δικαίου εγείρονται σε πολλούς από τους λόγους αναιρέσεως της αναιρεσείουσας, στην ανάλυση που ακολουθεί, θα εξετάσω καταρχάς τη θέση που κατέχει το εθνικό δίκαιο εντός του νομικού πλαισίου του ΕΕΜ (τμήμα Α). Στη συνέχεια, θα εξετάσω τον κάθε επιμέρους λόγο αναιρέσεως διαδοχικά και θα καταδείξω τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο πρέπει να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της (τμήμα Β).
Α. Το εθνικό δίκαιο ως μέρος του νομικού πλαισίου του ΕΕΜ
26. Ο κανονισμός EEM διακρίνει μεταξύ ρύθμισης και εποπτείας των τραπεζών. Αφορά κυρίως, αν και όχι αποκλειστικά, την εποπτεία.
27. Στο πλαίσιο της ρύθμισης της τραπεζικής εποπτείας, ο κανονισμός ΕΕΜ δεν εναρμονίζει τους εθνικούς κανόνες του ουσιαστικού δικαίου που διέπουν τα πιστωτικά ιδρύματα. Αντιθέτως, βασίζεται στις ποικίλες εθνικές επιλογές σχετικά με το περιεχόμενο των εφαρμοστέων κανόνων και εστιάζει στους «τρόπους εποπτείας» και στην «αλληλεπίδραση μεταξύ των εποπτικών αρχών» (13).
28. Η από κοινού ρύθμιση ενός τομέα δικαίου εκ μέρους της Ένωσης και των κρατών μελών αποτελεί τη συνήθη μέθοδο ρύθμισης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αλληλεπίδραση μεταξύ του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου αποτελεί σύνηθες χαρακτηριστικό της έννομης τάξης της Ένωσης. Το αποτέλεσμα αυτό προκύπτει, κατά κανόνα, όταν η ρύθμιση πραγματοποιείται μέσω οδηγιών. Ωστόσο, το ίδιο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται συχνά και με τη χρήση κανονισμών οι οποίοι επιτρέπουν ή απαιτούν πρόσθετες ρυθμιστικές επιλογές από τα κράτη μέλη.
29. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο εν λόγω συνδυασμός ενωσιακού και εθνικού δικαίου εφαρμόζεται από τις αρχές των κρατών μελών. Ο δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων των εθνικών οργάνων ασκείται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία ερμηνεύουν και εφαρμόζουν το εθνικό δίκαιο και μπορούν να υποβάλλουν στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με το δίκαιο της Ένωσης.
30. Ο ΕΕΜ παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα ότι αποτελεί την πρώτη περίπτωση στο δίκαιο της Ένωσης κατά την οποία ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης, και όχι ένα εθνικό όργανο, υπέχει άμεση υποχρέωση να εφαρμόζει το εθνικό δίκαιο (14).
31. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η προληπτική εποπτεία αποτελεί καθήκον το οποίο εκτελούν η ΕΚΤ και οι αρμόδιες εθνικές αρχές από κοινού (15). Τα περισσότερα εποπτικά καθήκοντα κατανέμονται μεταξύ των δύο αυτών μερών ανάλογα με το αν πρόκειται για σημαντικά και λιγότερο σημαντικά ιδρύματα (16).
32. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τη διάκριση μεταξύ σημαντικών και μη σημαντικών ιδρυμάτων, η ΕΚΤ διαθέτει δύο αποκλειστικές αρμοδιότητες για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα: πρώτον, να χορηγεί ή να ανακαλεί άδειες λειτουργίας τραπεζών και, δεύτερον, να αξιολογεί τις γνωστοποιήσεις σχετικά με την απόκτηση και τη διάθεση ειδικών συμμετοχών σε πιστωτικά ιδρύματα (πλην της περίπτωσης της εξυγίανσης των τραπεζών) (17). Η πρώτη ως άνω εξουσία παρουσιάζει ενδιαφέρον στην υπό κρίση υπόθεση.
33. Κατά τη λήψη απόφασης για τη χορήγηση ή την ανάκληση άδειας λειτουργίας, η ΕΚΤ καλείται να εφαρμόζει τους κανόνες τόσο του δικαίου της Ένωσης όσο και του δικαίου του κράτους μέλους του οικείου πιστωτικού ιδρύματος. Βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού ΕΕΜ, η εθνική νομοθεσία είναι ρητώς κρίσιμη όταν η ΕΚΤ εκδίδει ορισμένες αποφάσεις (18).
34. Τίθεται, επομένως, το ερώτημα ποιος και βάσει ποιου δικαίου ελέγχει την άσκηση της εν λόγω εξουσίας από την ΕΚΤ.
35. Το ερώτημα «ποιος» έχει ήδη απαντηθεί από το Δικαστήριο στην απόφαση Berlusconi: το άρθρο 263 ΣΛΕΕ απονέμει στα δικαστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης την αποκλειστική αρμοδιότητα να ελέγχουν τη νομιμότητα των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Κατά συνέπεια, έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα και επί των αποφάσεων της ΕΚΤ (19).
36. Το ερώτημα «βάσει ποιου δικαίου» είναι αρκετά πιο περίπλοκο.
37. Δεδομένου ότι η ΕΚΤ δεν εφαρμόζει μόνο το δίκαιο της Ένωσης, αλλά και τους κανόνες του εθνικού δικαίου όταν αποφασίζει για τη χορήγηση ή την ανάκληση άδειας λειτουργίας, τα δικαστήρια της Ένωσης εφαρμόζουν αναπόφευκτα εθνικό δίκαιο ως βάση για τον δικαστικό έλεγχο των εν λόγω αποφάσεων της ΕΚΤ.
38. Ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης, το εθνικό δίκαιο μπορεί να αντιμετωπιστεί με δύο τρόπους: είτε ως πραγματικό περιστατικό είτε ως δίκαιο (20).
39. Η λογική των προσφυγών λόγω παραβάσεως, των προδικαστικών παραπομπών (21) και, ενίοτε, των προσφυγών ακυρώσεως (22) συνεπάγεται συνήθως την αντιμετώπιση του εθνικού δικαίου ως πραγματικού ζητήματος (23). Στις περιπτώσεις αυτές, ο έλεγχος των διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το εθνικό δίκαιο θα συνιστά έλεγχο της διαδικασίας εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο, πράγμα που μπορεί να πράττει το Δικαστήριο κατ’ αναίρεση μόνον στις περιπτώσεις που οι διάδικοι υποστηρίζουν ότι υπήρξε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο (24).
40. Ωστόσο, στο δίκαιο της Ένωσης υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες τα ζητήματα που αφορούν το εθνικό δίκαιο αντιμετωπίζονται ως νομικά ζητήματα. Συναφώς, ο ΕΕΜ δεν αποτελεί τη μοναδική περίπτωση που το δίκαιο της Ένωσης παραπέμπει ρητώς στο εθνικό δίκαιο ως σχετικό δίκαιο.
41. Το πιο γνωστό παράδειγμα αποτελεί ο κανονισμός για το σήμα (25), ο οποίος περιλαμβάνει εκτεταμένες ρητές παραπομπές στο εθνικό δίκαιο (26). Ο γενικός εισαγγελέας P. Mengozzi (27) έχει αναφέρει, επίσης, τους τομείς των δημοσίων συμβάσεων, στους οποίους τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ενίοτε οφείλουν να συμμορφώνονται προς τη σχετική διάταξη του εθνικού δικαίου της χώρας στην οποία πρόκειται να εκτελεστεί η δημόσια σύμβαση, καθώς και την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, βάσει του οποίου το εθνικό δίκαιο μπορεί να καθίσταται εφαρμοστέο δυνάμει συμβατικής ρήτρας διαιτησίας.
42. Ο γενικός εισαγγελέας P. Mengozzi υποστήριξε ότι, στις περιπτώσεις στις οποίες το εθνικό δίκαιο περιλαμβάνεται στο σχετικό νομικό πλαίσιο, «με κάθε επιφύλαξη, [...] τα δικαιοδοτικά όργανα της Ενώσεως δεν μπορούν να απεκδυθούν της υποχρεώσεως να εξετάσουν το σύνολο των διοικητικών πράξεων που υπόκεινται στον έλεγχο τους, συμπεριλαμβανομένου του μέρους εκείνου των πράξεων αυτών με το οποίο αξιολογείται το εθνικό δίκαιο» (28).
43. Ο γενικός εισαγγελέας Y. Bot έχει επισημάνει, στον τομέα του δικαίου των σημάτων, ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορεί «να εξετάζει προς τον σκοπό αυτόν, εν ανάγκη και αυτεπαγγέλτως, το περιεχόμενο, καθώς και τις προϋποθέσεις και την έκταση της εφαρμογής των κανόνων εθνικού δικαίου που επικαλούνται οι διάδικοι προς στήριξη των αιτημάτων τους» (29).
44. Είμαι της γνώμης ότι το εθνικό δίκαιο πρέπει να αντιμετωπίζεται ως δίκαιο και στον τομέα της τραπεζικής εποπτείας, όταν η νομοθεσία της Ένωσης απαιτεί από την ΕΚΤ να εφαρμόζει τους κανόνες του εθνικού δικαίου. Κατά την εξακρίβωση και την εφαρμογή του εθνικού δικαίου στο πλαίσιο του ΕΕΜ, τα δικαστήρια της Ένωσης πρέπει, συνεπώς, να χρησιμοποιούν τη μεθοδολογία νομικής ερμηνείας που εφαρμόζουν συνήθως, εξετάζοντας παράλληλα το εθνικό δίκαιο εντός του κατάλληλου εθνικού του πλαισίου, το οποίο μπορεί να διαφέρει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν τα δικαστήρια της Ένωσης να θέτουν σε εφαρμογή τη ρυθμιστική πολυμορφία η οποία επικρατεί μεταξύ των κρατών μελών και που έχει ενσωματωθεί στο σύστημα του ΕΕΜ (30), λειτουργώντας ως κατευθυντήρια αρχή για την ΕΚΤ κατά την άσκηση των εποπτικών της εξουσιών (31).
45. Για τον σκοπό της κατανόησης της έννοιας του εθνικού δικαίου στο πλαίσιο του ΕΕΜ, συντάσσομαι με την άποψη των γενικών εισαγγελέων P. Mengozzi και Y. Bot ότι το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη, ενδεχομένως αυτεπαγγέλτως, τόσο το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο όσο και την εθνική νομολογία που είναι κρίσιμη για την ορθή ερμηνεία των αντίστοιχων εθνικών κανόνων (32).
46. Δεδομένου ότι το εθνικό δίκαιο αντιμετωπίζεται ως νομικό ζήτημα, το Δικαστήριο έχει την εξουσία να ελέγχει, κατ' αναίρεση, τον τρόπο με τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε το εν λόγω δίκαιο.
47. Απομένει να κριθεί ποιο κριτήριο ελέγχου πρέπει να χρησιμοποιεί το Δικαστήριο κατά την εκτίμηση των επιχειρημάτων που προβάλλονται κατ’ αναίρεση ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.
48. Στο πλαίσιο του δικαίου των σημάτων (33), το Δικαστήριο έχει καθιερώσει ένα κριτήριο ελέγχου το οποίο φαίνεται να επικεντρώνεται στην αναζήτηση διαστρέβλωσης του νοήματος κατά την παράθεση του εθνικού δικαίου από το Γενικό Δικαστήριο, λαμβανομένου υπόψη του τρόπου με τον οποίο το δίκαιο αυτό παρατέθηκε από τους διαδίκους. Τούτο μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι το Δικαστήριο ουδέποτε επιβεβαίωσε ρητά ότι το εθνικό δίκαιο στον τομέα αυτό έχει τον ρόλο δικαίου και όχι πραγματικού περιστατικού (34).
49. Συμφωνώ ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει κατ’ αναίρεση να ερμηνεύει εκ νέου το εθνικό δίκαιο, αλλά να εκτιμά ποια στοιχεία έλαβε υπόψη του το Γενικό Δικαστήριο κατά την ερμηνεία του εν λόγω δικαίου για να καταλήξει στο συμπέρασμά του.
50. Ωστόσο, φρονώ ότι η επικέντρωση στο νόημα του γράμματος των σχετικών εθνικών διατάξεων, ακόμη και αν οι διατάξεις αυτές αντιμετωπιστούν ως νομικό ζήτημα, μπορεί να είναι υπερβολικά στενή στο πλαίσιο του ΕΕΜ, όπου, όπως καταδείχθηκε ανωτέρω, η εθνική ρυθμιστική ποικιλομορφία αποτελεί τον κανόνα.
51. Επομένως, ο έλεγχος του Δικαστηρίου πρέπει να επικεντρώνεται στην εξακρίβωση της υποχρέωσης επιμέλειας την οποία εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο για να εξακριβώσει την ορθή σημασία του εθνικού δικαίου. Το Δικαστήριο πρέπει να εστιάζει στους παράγοντες που έλαβε υπόψη του το Γενικό Δικαστήριο κατά την εκτίμηση της σημασίας του εθνικού δικαίου, καθώς και στη σαφήνεια του σκεπτικού του που δικαιολογεί την προτίμηση μιας πιθανής ερμηνείας έναντι μιας άλλης.
Β. Ανάλυση των λόγων αναιρέσεως
52. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, θα εξετάσω ακολούθως τους επτά λόγους αναιρέσεως της αναιρεσείουσας. Στην ανάλυσή μου, θα αντιστρέψω τη σειρά του πρώτου και του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, και στη συνέχεια θα εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους αναιρέσεως με τη σειρά με την οποία προβλήθηκαν.
1. Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως: η αρμοδιότητα της ΕΚΤ
53. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η AAB Bank υποστηρίζει, πρώτον, ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε αυτεπαγγέλτως την αρμοδιότητα της ΕΚΤ στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή το ενδεχόμενο εφαρμογής εκ μέρους της του εθνικού δικαίου στον τομέα αυτόν· δεύτερον, η ΕΚΤ έχει απλώς την εξουσία να επιβάλλει κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης του άμεσα εφαρμοστέου δικαίου της Ένωσης· και τρίτον, η ΕΚΤ είναι αρμόδια μόνο για την άσκηση προληπτικής εποπτείας όσον αφορά τις δραστηριότητες καταθέσεων και πιστώσεων.
54. Αντιλαμβάνομαι ότι με τον λόγο αυτόν υποστηρίζεται ότι η ΕΚΤ δεν ενήργησε σε υπόθεση που αφορούσε την ανάκληση άδειας λειτουργίας τράπεζας (για την οποία έχει αποκλειστική αρμοδιότητα), αλλά σε υπόθεση που αφορούσε την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (εξουσία η οποία έχει ανατεθεί στις αρμόδιες εθνικές αρχές).
55. Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, η αναιρεσείουσα επικαλείται την αιτιολογική σκέψη 28 του κανονισμού ΕΕΜ, ερμηνεύοντάς την υπό την έννοια ότι απονέμεται αποκλειστική αρμοδιότητα στην FMA στον τομέα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε καθόσον διαχώρισε τη λήψη αποφάσεων στον εν λόγω τομέα σε δύο σκέλη: πρώτον, στη διαπίστωση των παραβάσεων, η οποία εναπόκειται στην FMA, και, δεύτερον, στην εξουσία επιβολής κυρώσεων υπό τη μορφή της ανάκλησης άδειας λειτουργίας τράπεζας, η οποία ανήκει στην ΕΚΤ.
56. Προς στήριξη του ανωτέρω επιχειρήματος, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται, επίσης, ότι τυχόν διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού ΕΕΜ θα συνεπαγόταν τον παράνομο χαρακτήρα της διάταξης αυτής, δεδομένου ότι θα προσέκρουε στη διάκριση των εξουσιών.
57. Όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 28 του κανονισμού ΕΕΜ, το Δικαστήριο έχει ήδη απορρίψει την ερμηνεία που προτείνεται από την αναιρεσείουσα στην υπό κρίση υπόθεση.
58. Στην απόφαση Versobank κατά ΕΚΤ, το Δικαστήριο τόνισε ότι αποκλειστική αρμοδιότητα για την ανάκληση άδειας λειτουργίας έχει η ΕΚΤ (35). Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 5, του κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ μπορεί να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας, μεταξύ άλλων, κατόπιν πρότασης αρμόδιας εθνικής αρχής (36). Τέλος, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η εν λόγω αρμοδιότητα της ΕΚΤ παραμένει αποκλειστική ακόμη και όταν οι λόγοι ανάκλησης της άδειας αφορούν, για παράδειγμα, υποχρεώσεις εταιρικής διακυβέρνησης και υποχρεώσεις καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (37).
59. Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα όσον αφορά την εξουσία της ΕΚΤ να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της AAB Bank λόγω των διαπιστωθεισών από την FMA παραβάσεων, βάσει του άρθρου 18, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχεία δʹ και ιεʹ, της οδηγίας 2013/36 (38).
60. Από τα προεκτεθέντα συνάγω το συμπέρασμα ότι το πρώτο επιχείρημα του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.
61. Με το δεύτερο επιχείρημά της, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, με βάση την αιτιολογική σκέψη 36 και το άρθρο 18 του κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις μόνο δυνάμει του άμεσα εφαρμοστέου δικαίου της Ένωσης και όχι για παραβάσεις που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο.
62. Ωστόσο, για τους ίδιους λόγους που εκτέθηκαν κατά την εξέταση του πρώτου επιχειρήματος του λόγου αναιρέσεως αυτού, το Δικαστήριο έχει επιβεβαιώσει κατηγορηματικά ότι η ΕΚΤ εφαρμόζει επίσης το σχετικό εθνικό δίκαιο. Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 34, παράγραφοι 2 και 3, του FM-GwG συνιστούν μεταφορά των σχετικών διατάξεων της οδηγίας 2005/60 στο εσωτερικό δίκαιο και ότι, ως εκ τούτου, οι παραβάσεις των υποχρεώσεων αυτών εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 31, παράγραφος 3, σημείο 2, του FM-GwG, το οποίο έχει προβλέψει ως συνέπεια την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ως πιστωτικού ιδρύματος (39). Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η ΕΚΤ, η οποία έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για την ανάκληση άδειας λειτουργίας δυνάμει του κανονισμού ΕΕΜ, μπορούσε να στηρίξει την εν λόγω απόφαση σε παραβιάσεις του εθνικού δικαίου (40).
63. Το επιχείρημα σχετικά με την έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού ΕΕΜ δεν συζητήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ως επιχείρημα που προβάλλεται το πρώτον κατ’ αναίρεση και είναι, ως εκ τούτου, απαράδεκτο (41).
64. Τέλος, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ είναι αρμόδια αποκλειστικά για την άσκηση προληπτικής εποπτείας όσον αφορά τις δραστηριότητες καταθέσεων και πιστώσεων.
65. Το επιχείρημα αυτό προβάλλεται το πρώτον κατ’ αναίρεση και είναι, ως εκ τούτου, απαράδεκτο.
66. Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι, όπως εξήγησα σε σχέση με το πρώτο επιχείρημα του λόγου αναιρέσεως αυτού, η ΕΚΤ έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να ανακαλεί τις άδειες λειτουργίας των τραπεζών, χωρίς κανέναν περιορισμό όσον αφορά τις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται σε μια τέτοια άδεια, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.
67. Εν κατακλείδι, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, στο μέτρο που είναι παραδεκτός, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
2. Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως: η αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου
68. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη την αρμοδιότητά του και παρέβη το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, καθόσον εξέτασε ζητήματα σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή του αυστριακού δικαίου στον τομέα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Επικουρικώς, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η εν λόγω ερμηνεία και εφαρμογή του εθνικού δικαίου ήταν εσφαλμένη. Τέλος, σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι το εθνικό δίκαιο πρέπει να αντιμετωπιστεί ως πραγματικό ζήτημα, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο διαστρέβλωσε το νόημά του.
69. Προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει τα ανωτέρω επιχειρήματα αβάσιμα. Ειδικότερα, όπως αναλύθηκε στο προηγούμενο τμήμα, το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού ΕΕΜ έχει εντάξει το εθνικό δίκαιο στο σχετικό νομικό πλαίσιο του εν λόγω κανονισμού.
70. Συνεπώς, η ΕΚΤ είναι υποχρεωμένη να λαμβάνει αποφάσεις βασιζόμενη και στο εθνικό δίκαιο.
71. Όπως επιβεβαιώνεται από την απόφαση Berlusconi, στον δικαστή της Ένωσης εναπόκειται να ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων της Ένωσης επί τη βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (42). Στο πλαίσιο αυτό, όπως επισημάνθηκε στο σημείο 44 των παρουσών προτάσεων, οφείλει να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο ως δίκαιο. Δεδομένου ότι ο BWG, ο οποίος αφορά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, μνημονεύει τον FM-GwG, ο οποίος αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ο FM-GwG έχει περιληφθεί στο εθνικό δίκαιο που εφαρμόζεται από το Γενικό Δικαστήριο κατά τον έλεγχο της απόφασης της ΕΚΤ περί ανάκλησης της άδειας λειτουργίας.
72. Επίσης, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε τις αρχές του διοικητικού δικαίου της Ένωσης, κατ’ αναλογίαν, επί του ζητήματος του απρόσβλητου χαρακτήρα των αποφάσεων εθνικών διοικητικών αρχών (εν προκειμένω της FMA) σχετικά με την παράβαση του άρθρου 31, παράγραφος 3, σημείο 2, και του άρθρου 34, παράγραφοι 2 και 3, του FM-GwG (43).
73. Η αναιρεσείουσα ορθώς υποστηρίζει ότι, κατά την εκτίμηση του απρόσβλητου χαρακτήρα εθνικής διοικητικής πράξης, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη του τις αρχές του αυστριακού διοικητικού δικαίου. Ωστόσο, η αναιρεσείουσα δεν διευκρινίζει ως προς τι διαφέρουν οι αρχές που εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο από τους αυστριακούς διοικητικούς κανόνες. Ως εκ τούτου, προτείνω να απορριφθεί το επιχείρημα ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέφερε κατ’ ουσίαν εσφαλμένη κρίση (44).
74. Τέλος, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου είναι αντιφατικό, διότι το εν λόγω δικαστήριο, αφενός, εκτιμά ότι ο καθορισμός των προϋποθέσεων για την ανάκληση άδειας ανήκει στην αρμοδιότητα των εθνικών διοικητικών οργάνων, ενώ, αφετέρου, το ίδιο ασκεί δικαστικό έλεγχο επί των αποφάσεων αυτών.
75. Κατά τη γνώμη μου, η ανωτέρω κρίση του Γενικού Δικαστηρίου δεν ενέχει αντιφάσεις. Το δίκαιο της Ένωσης (ο κανονισμός ΕΕΜ) απαιτεί από τα κράτη μέλη να καθορίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας σε πιστωτικά ιδρύματα. Ωστόσο, οι προϋποθέσεις αυτές, μετά τον καθορισμό τους, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από το ίδρυμα που χορηγεί (ή ανακαλεί) την άδεια αυτή, ήτοι από την ΕΚΤ. Δεδομένου ότι τα δικαστήρια της Ένωσης είναι αρμόδια να ελέγχουν την απόφαση της ΕΚΤ, το μόνο δυνατό συμπέρασμα είναι ότι οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους τις προϋποθέσεις που επιβάλλει το εθνικό δίκαιο.
76. Εν κατακλείδι, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, στο μέτρο που είναι παραδεκτός, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
3. Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως: η ερμηνεία και η εφαρμογή του εθνικού δικαίου
77. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος υποδιαιρείται σε εννέα σκέλη, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 31, παράγραφος 3, σημείο 2, του FM-GwG, το άρθρο 67, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36, καθώς και εθνικές διοικητικές και δικαστικές αποφάσεις.
α) Πρώτο σκέλος: το άρθρο 31, παράγραφος 3, σημείο 2, του FM-GwG
78. Στο πρώτο σκέλος, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα το άρθρο 31, παράγραφος 3, σημείο 2, του FM-GwG, καθόσον έκρινε, στη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι δεν ήταν αναγκαίο να αναμείνει να καταστούν οι σχετικές εθνικές αποφάσεις απρόσβλητες, πριν αποφανθεί ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την ανάκληση άδειας. Επιπλέον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε «ριζοσπαστική» ερμηνεία του αυστριακού δικαίου, καθόσον δεν εντόπισε πρόβλημα στην έκδοση δύο διακριτών αποφάσεων με αντικείμενο την ίδια παράβαση, ήτοι μίας (εθνικής) που διαπίστωσε την παράβαση και μίας άλλης (της ΕΚΤ) με την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις για την παράβαση αυτή υπό τη μορφή της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας.
79. Επιπλέον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη, στη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθόσον ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 70, παράγραφος 4, του BWG, το οποίο έχει τεθεί σε εφαρμογή ρητώς με το άρθρο 31, παράγραφος 3, σημείο 2, του FM-GwG.
80. Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, δεν είναι απολύτως σαφές ότι το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε πράγματι το συμπέρασμα που του προσάπτει η αναιρεσείουσα. Το Γενικό Δικαστήριο απάντησε στο επιχείρημα ότι η διάπραξη σοβαρής παράβασης μπορεί να στοιχειοθετείται μόνο βάσει του διοικητικού ποινικού δικαίου ή του ποινικού δικαίου και πρέπει να διαπιστώνεται στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας, με απόφαση η οποία έχει ισχύ δεδικασμένου (45).
81. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο απάντησε ότι, σε περίπτωση που το εθνικό δίκαιο απονέμει σε διοικητική αρχή δικαιοδοσία για τη διαπίστωση παράβασης των σχετικών διατάξεων (άρθρο 34, παράγραφος 2, του FM-GwG) και την επιβολή σχετικής κύρωσης, η απαίτηση ενός δεδικασμένου θα σήμαινε ότι η εφαρμογή της εν λόγω κύρωσης θα εξαρτάτο από το αν το ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης της εν λόγω αρχής.
82. Φρονώ, επομένως, ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε ότι απόφαση διοικητικής αρχής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των σχετικών διατάξεων δεν απαιτείται να έχει καταστεί απρόσβλητη. Το εν λόγω δικαστήριο απλώς επισήμανε ότι, σε περίπτωση μη άσκησης ένδικου βοηθήματος, η απόφαση αυτή καθίσταται απρόσβλητη.
83. Όσον αφορά το επιχείρημα της αναιρεσείουσας περί «ριζοσπαστικής» ερμηνείας του εθνικού δικαίου, βάσει του οποίου η διαπίστωση παράβασης και η επιβολή κυρώσεων δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν με δύο διαφορετικές αποφάσεις, φρονώ ότι το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, διότι η αποκλειστική εξουσία ανάκλησης άδειας λειτουργίας ανήκει, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού ΕΕΜ, στην ΕΚΤ.
84. Μπορεί βεβαίως να είναι αληθές ότι η εν λόγω κατανομή αρμοδιοτήτων μεταβάλλει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε το διοικητικό δίκαιο στα κράτη μέλη πριν από τη δημιουργία της Τραπεζικής Ένωσης. Ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εσφαλμένη ερμηνεία του εθνικού δικαίου.
85. Τέλος, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη, στη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθόσον ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 70, παράγραφος 4, του BWG. Κατά την αναιρεσείουσα, η εν λόγω διάταξη του εθνικού δικαίου, η οποία εφαρμόζεται ρητώς δυνάμει του άρθρου 31, παράγραφος 3, σημείο 2, του FM-GwG, απαιτεί τη βαθμιαία επιβολή κυρώσεων σύμφωνα με τρία διαδοχικά επίπεδα κυρώσεων.
86. Ωστόσο, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν διατυπώνει τέτοια κρίση στη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Στη σκέψη αυτήν, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι οι παραβάσεις, ακόμη και αν έχουν εν τω μεταξύ αποκατασταθεί, δικαιολογούν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας λόγω του σκοπού της διασφάλισης του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος.
87. Κρίσιμες είναι εν προκειμένω και οι σκέψεις 79 έως 92 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, κατά τη γνώμη μου, ότι η ΕΚΤ εφάρμοσε ορθώς την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ως κύρωση λόγω συστηματικών, σοβαρών και συνεχών παραβάσεων.
88. Όπως εκτέθηκε στο σημείο 45 των παρουσών προτάσεων, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, επίσης, να λάβει υπόψη τη σχετική εθνική νομολογία που ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο (46). Συναφώς, η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου μια απόφαση του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία) (47) με την οποία το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι οι παραβάσεις δεν ήταν ούτε σοβαρές ούτε συστηματικές.
89. Το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το εν λόγω επιχείρημα, αλλά εστίασε στους λόγους τους οποίους παρέθεσε η ΕΚΤ βασιζόμενη στις διαπιστώσεις της FMA που της υποβλήθηκαν. Επίσης, το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε στον κατάλογο των αποφάσεων στις οποίες βασίστηκαν η σύσταση της FMA και η απόφαση της ΕΚΤ περί ανάκλησης της άδειας, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και η απόφαση την οποία επικαλείται η αναιρεσείουσα (48).
90. Μολονότι μπορώ να συμφωνήσω ότι το Γενικό Δικαστήριο θα μπορούσε να εξηγήσει σαφέστερα την επιρροή που άσκησε η απόφαση αυτή στην κρίση του, είναι εντούτοις σαφές ότι το Γενικό Δικαστήριο περιέλαβε την απόφαση του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου) στην εκτίμησή του και έκρινε ότι δεν αποδυναμώνει τη διαπίστωση της FMA και της ΕΚΤ ότι οι παραβάσεις που διέπραξε η AAB Bank ήταν συστημικές, σοβαρές και συνεχείς.
91. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η σημασία των εποπτικών κανόνων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η ιδιαίτερη ευθύνη των πιστωτικών ιδρυμάτων ως προς το ζήτημα αυτό, καθώς και η ανάγκη να υπάρξουν το συντομότερο δυνατόν συνέπειες για την παράβαση των εν λόγω κανόνων δικαιολογούν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας (49).
92. Προτείνω, ως εκ τούτου, να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως.
β) Δεύτερο σκέλος: οι εθνικές αποφάσεις
93. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε ότι είναι αναγκαία η διαπίστωση παράβασης με εθνική απόφαση η οποία υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Η αναιρεσείουσα δεν μνημονεύει καμία σκέψη της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στην οποία το Γενικό Δικαστήριο διατύπωσε τέτοια κρίση.
94. Επιπλέον, δεν είναι σαφές ποιο σφάλμα προσάπτεται στο Γενικό Δικαστήριο και, ως εκ τούτου, φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να κρίνει το εν λόγω επιχείρημα απαράδεκτο.
95. Στη συνέχεια, η αναιρεσείουσα αναλύει ένα προς ένα τα έγγραφα που απαριθμούνται στη σκέψη 26 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, υποστηρίζοντας ότι το Γενικό Δικαστήριο τους απέδωσε, στη σκέψη αυτήν, εσφαλμένη νομική ισχύ.
96. Ωστόσο, στη σκέψη 26 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης απλώς μνημονεύονται τα διάφορα έγγραφα στα οποία στηρίχτηκαν η FMA και η ΕΚΤ για την έκδοση της απόφασης ανάκλησης της άδειας λειτουργίας. Η αναιρεσείουσα δεν διευκρινίζει το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την απαρίθμηση των εν λόγω εγγράφων.
97. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να απορρίψει το εν λόγω σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως.
γ) Τρίτο σκέλος: οι αρχές του διοικητικού δικαίου
98. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 46 και 47 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, εφάρμοσε εσφαλμένα κατ’ αναλογίαν τις αρχές του διοικητικού δικαίου της Ένωσης σε μια περίπτωση η οποία διέπεται από το αυστριακό δίκαιο.
99. Το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε ότι «η ενοχή του κατηγορουμένου για παράβαση αποδεικνύεται οριστικώς μόνον όταν η απόφαση που διαπιστώνει την παράβαση αποκτά ισχύ δεδικασμένου» (50).
100. Ωστόσο, η αναιρεσείουσα δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η ανωτέρω αρχή αντιβαίνει στη σχετική αυστριακή νομοθεσία. Με άλλα λόγια, δεν εξήγησε τι επιτάσσει το αυστριακό δίκαιο. Αντιθέτως, και συμφώνως προς το επιχείρημα που προέβαλε η ΕΚΤ, η αρχή την οποία μνημονεύει το Γενικό Δικαστήριο εντάσσεται σε μια γενικότερη νομική λογική κατά την οποία μια κρίση καθίσταται απρόσβλητη όταν καθίσταται απρόσβλητη και η ίδια η απόφαση που περιλαμβάνει την κρίση αυτή.
101. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το σκέλος αυτό του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
δ) Τέταρτο σκέλος: τα αποτελέσματα των εθνικών διοικητικών αποφάσεων
102. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη, στις σκέψεις 149 και 150 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθόσον προσέδωσε, κατά παράβαση των κανόνων του εθνικού δικαίου, ορισμένες συνέπειες σε εθνικές διοικητικές αποφάσεις (51).
103. Κατά τη γνώμη μου, το ανωτέρω επιχείρημα διαστρεβλώνει το σκεπτικό στο οποίο στηρίζονται οι μνημονευόμενες σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο απλώς έκρινε ότι η έκθεση εσωτερικού ελέγχου της AAB Bank δεν μπορεί να γίνει δεκτή ως επαρκής απόδειξη για το ότι δεν συνέβησαν οι σοβαρές παραβάσεις που διαπιστώθηκαν με τις σχετικές διοικητικές αποφάσεις σε εθνικό επίπεδο.
104. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι το σκέλος αυτό του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
ε) Πέμπτο σκέλος: όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά
105. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ενήργησε σύμφωνα με την αρχή «όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά», εξετάζοντας επιφανειακά ορισμένα έγγραφα που αφορούν γενικότερα τη νομοθεσία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
106. Πρέπει να σημειωθεί ότι η αναιρεσείουσα δεν μνημονεύει κανένα συγκεκριμένο εδάφιο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθιστώντας ως εκ τούτου το εν λόγω σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως απαράδεκτο, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να διατυπώσει τα επιχειρήματα της αναίρεσης για λογαριασμό της αναιρεσείουσας.
107. Ωστόσο, πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο έλεγξε συγκεκριμένα τις διαπιστώσεις ατομικών παραβάσεων στις οποίες η FMA και, στη συνέχεια, η ΕΚΤ στήριξαν το συμπέρασμά τους περί διάπραξης σοβαρών, συστημικών και συνεχών παραβάσεων του άρθρου 34, παράγραφοι 2 και 3, του FM-GwG, οι οποίες δικαιολογούν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας (52).
108. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει το εν λόγω σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως.
στ) Έκτο σκέλος: σφαιρική εκτίμηση
109. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε σφαιρική εκτίμηση των σχετικών εθνικών αποφάσεων, μνημονεύοντας τρεις αποφάσεις του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου).
110. Πρέπει να επισημανθεί ότι το επιχείρημα αυτό δεν προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ότι, ως εκ τούτου, προβάλλεται το πρώτον κατ’ αναίρεση. Όπως προαναφέρθηκε, τέτοια επιχειρήματα είναι απαράδεκτα (53).
111. Στο μέτρο που η αναιρεσείουσα αναφέρεται στην εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της οποίας εξετάστηκαν, κατά τη γνώμη της, «πολύ ειδικά και παρωχημένα» ζητήματα, δεν είναι σαφές σε ποια εδάφια της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται το επιχείρημα αυτό και ποια είναι ακριβώς η πλάνη περί το δίκαιο που προσάπτεται στο Γενικό Δικαστήριο. Αν μη τι άλλο, φρονώ ότι η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να προβεί σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών κατ’ αναίρεση.
112. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά ή να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία, εκτός αν ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά και ότι η παραμόρφωση αυτή προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας (54).
113. Επιπλέον, ο διάδικος που επικαλείται παραμόρφωση πρέπει να προσδιορίζει επακριβώς τα στοιχεία τα οποία, κατ’ αυτόν, παραμόρφωσε το Γενικό Δικαστήριο και να παραθέτει τα σφάλματα ανάλυσης στα οποία υπέπεσε, κατά την εκτίμησή του, το Γενικό Δικαστήριο και τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την εκ μέρους του παραμόρφωση. (55)
114. Η αναιρεσείουσα απλώς και μόνον χαρακτηρίζει τα πραγματικά περιστατικά που έχουν ήδη εκτιμηθεί από το Γενικό Δικαστήριο, χωρίς να αποδεικνύει ότι το δικαστήριο αυτό παραμόρφωσε στοιχεία.
115. Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να κρίνει το έκτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως απαράδεκτο στο σύνολό του.
ζ) Έβδομο σκέλος: άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιεʹ, της οδηγίας 2013/36
116. Στο έβδομο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι διαπράχθηκαν σοβαρές παραβάσεις, όπως απαιτεί το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιεʹ, της οδηγίας 2013/36. Επιπλέον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα την απόφαση στην οποία στηρίχθηκε (56) η οποία αφορούσε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας φορέων εκμετάλλευσης τυχερών παιγνίων. Τέλος, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει λόγος ερμηνείας του αυστριακού δικαίου υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης και όχι υπό το πρίσμα του ίδιου του αυστριακού δικαίου.
117. Όσον αφορά το επιχείρημα περί σοβαρής παράβασης, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να επανεκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, αλλά τούτο δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά του. Όπως διευκρινίστηκε στα σημεία 112 έως 114 των παρουσών προτάσεων, εκτός αν ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι υπήρξε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, τα επιχειρήματα που αφορούν τα πραγματικά περιστατικά πρέπει να κρίνονται απαράδεκτα.
118. Όσον αφορά την ερμηνεία της απόφασης την οποία μνημονεύει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η αναιρεσείουσα δεν εξηγεί ποιο είναι το σφάλμα ή ποια είναι η ορθή ερμηνεία την οποία θα έπρεπε να είχε εφαρμόσει το Γενικό Δικαστήριο. Επομένως, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμο και, ως εκ τούτου, ως απαράδεκτο.
119. Τέλος, η αναιρεσείουσα δεν εξηγεί σε ποιο συγκεκριμένο εδάφιο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε το αυστριακό δίκαιο μόνον υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, ενώ, κατά τη γνώμη της, όφειλε να το πράξει αποκλειστικά σε σχέση με το αυστριακό δίκαιο. Ελλείψει ακριβέστερης εξήγησης, το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να εξηγήσει γενικότερα ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εφαρμόσει τους εθνικούς κανόνες που έχουν εφαρμογή στο πλαίσιο του ΕΕΜ υπό το πρίσμα τόσο του αυστριακού όσο και του δικαίου της Ένωσης, όπως ακριβώς θα έπραττε το εθνικό δικαστήριο κατά την ερμηνεία του εθνικού δικαίου.
120. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει το έβδομο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως απαράδεκτο.
η) Όγδοο σκέλος: άρθρο 70, παράγραφος 4, του BWG
121. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ανεπαρκώς τις απαιτήσεις του άρθρου 70, παράγραφος 4, του BWG, κατά το οποίο κυρώσεις πρέπει να επιβάλλονται σε τρία διαδοχικά στάδια, καθένα από τα οποία πρέπει να βασίζεται σε διακριτές ατομικές παραβάσεις. Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο κακώς δέχτηκε, στη σκέψη 158 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι τα διάφορα μέτρα που έλαβε η FMA κατά το παρελθόν είναι επαρκή και, επειδή απαιτείται η παράβαση να υφίσταται κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης, υπέπεσε σε πλάνη στις σκέψεις 61 και 62 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Επίσης, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το αυστριακό δίκαιο με τη δική του δικαστική πολιτική, εγείροντας ως εκ τούτου ανησυχίες σχετικά με παραβίαση της αρχής του κράτους δικαίου. Τέλος, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, επίσης, ότι το άρθρο 127, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ, που αποτελεί τη νομική βάση του κανονισμού ΕΕΜ, δεν έχει παράσχει στο Συμβούλιο εξουσία τροποποίησης του εθνικού δικαίου όσον αφορά τις προϋποθέσεις ανάκλησης της άδειας λειτουργίας.
122. Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, επισημαίνεται ότι η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να επανεκτιμήσει τις διαπιστώσεις πραγματικών περιστατικών στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο, ιδίως δε την εκ μέρους του αξιολόγηση, αφενός, των μέτρων που έλαβε η AAB Bank για τη διόρθωση των παραβάσεων και, αφετέρου, των διαφόρων εποπτικών αποφάσεων που εξέδωσε η FMA.
123. Όπως διευκρινίστηκε στα σημεία 112 έως 114 των παρουσών προτάσεων, εκτός αν ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι υπήρξε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, τα επιχειρήματα που αφορούν πραγματικά περιστατικά πρέπει να κρίνονται απαράδεκτα.
124. Όσον αφορά τα λοιπά επιχειρήματα, η αναιρεσείουσα δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένες σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ούτε διευκρινίζει το φερόμενο σφάλμα του Γενικού Δικαστηρίου, πέραν μιας γενικής αναφοράς στη δικαστική πολιτική και στην αρχή του κράτους δικαίου. Τέτοια επιχειρήματα είναι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (57), απαράδεκτα.
125. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει το όγδοο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως απαράδεκτο.
θ) Ένατο σκέλος: η σχέση μεταξύ του άρθρου 31, παράγραφος 3, σημείο 2, του FM-GwG και του άρθρου 70, παράγραφος 4, του BWG
126. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη, στις σκέψεις 105 επ. της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την ερμηνεία της σχέσης μεταξύ του άρθρου 31, παράγραφος 3, σημείο 2, του FM-GwG και του άρθρου 70, παράγραφος 4, του BWG. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ στήριξε την απόφασή της στο άρθρο 70, παράγραφος 4, του BWG, ενώ η εξουσία επιβολής κυρώσεων για δραστηριότητες αντίθετες προς τους κανόνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ρυθμίζεται μόνον από τον FM-GwG, τον οποίο δεν μνημονεύει το άρθρο 70, παράγραφος 4, του BWG. Ως εκ τούτου, η AAB Bank υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ επικαλέστηκε εσφαλμένη νομική βάση για την απόφασή της να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας.
127. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 103 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η ΕΚΤ μνημόνευσε το άρθρο 70, παράγραφος 4, του BWG, το οποίο παρέχει την εξουσία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του εν λόγω νόμου οι οποίες αφορούν την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Επίσης, το εν λόγω δικαστήριο σημείωσε, στη σκέψη 104 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η ΕΚΤ επισήμανε, επίσης, το γεγονός ότι η AAB Bank παρέβη διάφορες διατάξεις του FM-GwG. Τέλος, στη σκέψη 109 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η AAB Bank δεν υποστήριξε ότι η εκτίμηση της ΕΚΤ θα ήταν διαφορετική εάν είχε επικαλεστεί διαφορετική νομική βάση.
128. Κατά τη γνώμη μου, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 105 έως 107 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το άρθρο 39, παράγραφοι 2 και 2b, του BWG αφορά επίσης τον κίνδυνο της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και ότι τόσο ο FM-GwG όσο και ο BWG μπορούν να ληφθούν υπόψη για τη διαπίστωση τέτοιων παραβάσεων, που συνεπάγονται την ανάκληση της άδειας λειτουργίας.
129. Επιπλέον, φρονώ ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι μια εσφαλμένη νομική βάση, στο μέτρο που η σημασία της είναι καθαρά τυπική, δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης (58).
130. Το Γενικό Δικαστήριο μνημονεύει μια δική του προγενέστερη απόφαση, στην οποία άρχισε μεταγενέστερα να αναφέρεται ως πάγια νομολογία (59).
131. Την ίδια προσέγγιση με αυτήν του Γενικού Δικαστηρίου ακολούθησε, πριν από τρεις και πλέον δεκαετίες, και ο γενικός εισαγγελέας J. Mischo στις προτάσεις στην υπόθεση Gestetner Holdings (60), στις οποίες εξέθεσε ότι η επιλογή της λανθασμένης νομικής βάσης δεν οδηγεί (κατ’ ανάγκη) σε διαφορετικό αποτέλεσμα από αυτό στο οποίο θα είχε οδηγήσει η ορθή νομική βάση (61).
132. Προτείνω στο Δικαστήριο να συνταχθεί με την άποψη του Γενικού Δικαστηρίου και του γενικού εισαγγελέα J. Mischo, και να αποφανθεί ότι η επιλογή «εσφαλμένης» νομικής βάσης για ατομική απόφαση δεν πρέπει να είναι καθοριστική για το κύρος της απόφασης αυτής παρά μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η «ορθή» νομική βάση θα οδηγούσε σε διαφορετικό αποτέλεσμα στην ίδια την απόφαση.
133. Συναφώς, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε ότι διαφορετική νομική βάση δεν θα επηρέαζε την εκτίμηση της ΕΚΤ και την εξουσία της να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της AAB Bank.
134. Εν κατακλείδι, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει το ένατο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως ως αβάσιμο.
4. Επί του τέταρτου λόγου αναιρέσεως: άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/36
135. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 132 έως 144 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, υπέπεσε σε πλάνη, πρώτον, καθόσον έκρινε ότι παραβάσεις που διαπράχθηκαν πριν από τρία ή πέντε έτη και που έχουν εν τω μεταξύ αποκατασταθεί αρκούσαν για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας· δεύτερον, καθόσον έκρινε ότι για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας δεν απαιτείται να είναι σοβαρές οι παραβάσεις· τρίτον, καθόσον έκρινε, αντιθέτως προς την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Berlusconi, ότι εθνική απόφαση που διαπίστωσε παραβάσεις εσωτερικής εταιρικής διακυβέρνησης είναι απρόσβλητη και έπρεπε να είχε προσβληθεί σε εθνικό επίπεδο· και τέταρτον, καθόσον εκτίμησε εσφαλμένα τα έγγραφα που απαριθμούνται στη σκέψη 122 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.
136. Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, φρονώ ότι, με το επιχείρημα αυτό, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να επανεκτιμήσει τις διαπιστώσεις πραγματικών περιστατικών στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά την εκ μέρους του αξιολόγηση των διαπιστωθεισών από την FMA και την ΕΚΤ παραβάσεων (62).
137. Όπως διευκρινίστηκε στα σημεία 112 έως 114 των παρουσών προτάσεων, εκτός αν ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι υπήρξε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, τα επιχειρήματα που αφορούν πραγματικά περιστατικά πρέπει να κρίνονται απαράδεκτα.
138. Σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεν συμμεριστεί την ανωτέρω εκτίμηση, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη, στη σκέψη 134 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθόσον έκρινε ότι το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/36 δεν απαγορεύει την ανάκληση άδειας λόγω παρελθουσών παραβάσεων και παραβάσεων που έχουν καταστεί ηπιότερες.
139. Επίσης, στη σκέψη 135 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε ότι διαφορετική κρίση θα συνεπαγόταν ότι οι αρμόδιες αρχές θα έπρεπε να εκδίδουν νέες αποφάσεις προκειμένου να αποδεικνύουν ότι το πιστωτικό ίδρυμα παρέβη πράγματι τις απαιτήσεις εταιρικής διακυβέρνησης που αποσκοπούν στη διασφάλιση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος.
140. Φρονώ ότι το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου δεν είναι εσφαλμένο. Πέραν του ότι δεν απαιτεί οι παραβάσεις του πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης να είναι συστημικές ή σοβαρές, πρέπει να τονιστεί ότι η ΕΚΤ ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας λόγω επανειλημμένων παραβάσεων όχι μόνον του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/36, αλλά και του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιεʹ, της εν λόγω οδηγίας.
141. Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει το ανωτέρω επιχείρημα ως αβάσιμο.
142. Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, στη σκέψη 138 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/36 δεν απαιτεί η παράβαση του πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης να είναι σοβαρή, κατάφωρη ή συστημική προκειμένου να δικαιολογείται η ανάκληση άδειας λειτουργίας. Η διάταξη αυτή, σε αντίθεση με το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιεʹ, της οδηγίας 2013/36 δεν απαιτεί η παράβαση να είναι σοβαρή. Κατά συνέπεια, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.
143. Με το τρίτο επιχείρημα της αναιρεσείουσας προσάπτεται στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη, στις σκέψεις 142 έως 145 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθόσον έκρινε ότι οι αποφάσεις της FMA σχετικά με παραβάσεις του πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής σε εθνικό επίπεδο, μολονότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, στην απόφαση Berlusconi, ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν δύνανται να ελέγχουν τις πράξεις προπαρασκευαστικού χαρακτήρα για τις οποίες η ΕΚΤ διαθέτει την τελική εξουσία λήψης αποφάσεων.
144. Πράγματι, στην απόφαση Berlusconi, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 263 ΣΛΕΕ δεν επιτρέπει στα εθνικά δικαστήρια να ασκούν έλεγχο επί των πράξεων που έχουν προπαρασκευαστικό χαρακτήρα, όταν ενεργούν δυνάμει των άρθρων 22 και 23 της οδηγίας 2013/36, του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και του άρθρου 15 του κανονισμού ΕΕΜ, καθώς και των άρθρων 85 έως 87 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ (63).
145. Ωστόσο, όπως ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 145 και 146 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η απόφαση της FMA, σχετικά με τη μη εφαρμογή από την AAB Bank του απαιτούμενου πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης, συνιστά απρόσβλητη απόφαση. Συνεπώς, τα συμπεράσματα της απόφασης Berlusconi δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω.
146. Τέλος, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε εσφαλμένα τα έγγραφα που απαριθμούνται στη σκέψη 122 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να αναλύσει τα τρία στάδια συνεπειών που προβλέπονται στο άρθρο 70, παράγραφος 4, του BWG.
147. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει και η ΕΚΤ, ο όγκος των επαναλαμβανόμενων παραβάσεων συναφώς καθιστούσε ακριβώς αναγκαία την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ως επίπτωση, καθώς δεν υπήρχε λιγότερο επαχθές μέτρο το οποίο θα αντιμετώπιζε εξίσου αποτελεσματικά τον αυξημένο αριθμό επαναλαμβανόμενων παραβάσεων των κανόνων σχετικά με το πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης.
148. Εν κατακλείδι, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως στο σύνολό του.
5. Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως: η αρχή της αναλογικότητας και το εθνικό δίκαιο
149. Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και δεν εξέτασε το άρθρο 70, παράγραφος 4, του BWG.
150. Επισημαίνεται ότι τα εν λόγω επιχειρήματα προβλήθηκαν ήδη στο πλαίσιο του όγδοου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως και, ως εκ τούτου, παραπέμπω στην ανάλυση του σκέλους αυτού (64).
151. Επιπλέον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι με την ανάκληση της άδειας λειτουργίας η ΕΚΤ κατέστησε εν τέλει ανεφάρμοστο τον FM-GwG, ενώ αυτός θα παρέμενε δεσμευτικός για την αναιρεσείουσα εάν είχε υποβληθεί σε εκούσια εκκαθάριση. Δεν είναι σαφές ποιο σφάλμα προσάπτεται στο Γενικό Δικαστήριο με το επιχείρημα αυτό και, ως εκ τούτου, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει, σύμφωνα με την προμνησθείσα νομολογία, να κριθεί απαράδεκτο (65).
152. Εν κατακλείδι, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, στο μέτρο που αυτός είναι παραδεκτός.
6. Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως: δικαιώματα άμυνας
153. Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 227 επ. της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς της όσον αφορά την πρόσβαση στον φάκελο και την υποχρέωση της ΕΚΤ να προσδιορίσει τις κρίσιμες περιστάσεις.
154. Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 245 έως 248 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η ΕΚΤ δεν υπείχε υποχρέωση να γνωστοποιήσει στην AAB Bank το εμπιστευτικό μέρος του φακέλου της υπόθεσης.
155. Το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε την ανωτέρω κρίση του στηριζόμενο στο άρθρο 32, παράγραφοι 1 και 5, του κανονισμού για το πλαίσιο του ΕΕΜ, κατά το οποίο οι εμπιστευτικές πληροφορίες, όπως η αλληλογραφία μεταξύ της ΕΚΤ και των αρμόδιων εθνικών αρχών, δεν καλύπτονται από το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο (66). Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου ότι η AAB Bank ήταν αποδέκτης των αποφάσεων της FMA ή διάδικος των σχετικών δικαστικών διαδικασιών, ήταν επαρκώς ενήμερη για το περιεχόμενο των εν λόγω αποφάσεων στις οποίες βασίστηκε η ανάκληση της άδειας λειτουργίας (67).
156. Δεύτερον, όσον αφορά τον εκ μέρους της ΕΚΤ προσδιορισμό των κρίσιμων περιστάσεων, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο αναλύει ενδελεχώς την εν λόγω υποχρέωση στις σκέψεις 251 έως 273 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τις οποίες δεν αμφισβητεί η αναιρεσείουσα.
157. Ως εκ τούτου, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο έκτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.
7. Επί του έβδομου λόγου αναιρέσεως: διαδικαστικές πλημμέλειες
158. Με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο διέπραξε διαδικαστικά σφάλματα τα οποία βλάπτουν τα συμφέροντά της.
159. Πρώτον, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι έπρεπε να της είχε παρασχεθεί η ευκαιρία να εκφράσει την άποψή της σχετικά με την προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η αιτιολογία που παρατίθεται στις εθνικές διοικητικές και δικαστικές αποφάσεις έχει δεσμευτικό αποτέλεσμα ακόμη και όσον αφορά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας.
160. Ωστόσο, η αναιρεσείουσα δεν προσδιορίζει τις σχετικές παραγράφους της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ούτε τα σφάλματα που φέρεται να διέπραξε το Γενικό Δικαστήριο.
161. Δεν είναι σαφές ποιο σφάλμα προσάπτεται στο Γενικό Δικαστήριο με το εν λόγω επιχείρημα και, ως εκ τούτου, το επιχείρημα αυτό πρέπει, σύμφωνα με την προμνησθείσα νομολογία, να κριθεί απαράδεκτο (68).
162. Δεύτερον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να έχει δημοσιοποιήσει τη μεταβολή της άποψής του στο πλαίσιο ενός μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας το οποίο διέταξε στις 27 Απριλίου 2021, καθόσον φέρεται να διαπίστωσε σοβαρές παραβάσεις των υποχρεώσεων σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
163. Ωστόσο, με το εν λόγω μέτρο οργάνωσης της 27ης Απριλίου 2021, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέφρασε νομική άποψη, αλλά υπέβαλε δύο γραπτές ερωτήσεις προς την ΕΚΤ. Κατά συνέπεια, το ανωτέρω επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.
164. Τρίτον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας την από 8 Απριλίου 2021 αίτησή της να διαταχθεί μέτρο οργάνωσης, έκρινε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ανάκληση άδειας λειτουργίας, λόγω ανυπαρξίας των απαιτούμενων σοβαρών παραβάσεων.
165. Φρονώ ότι το ανωτέρω επιχείρημα είναι απαράδεκτο, διότι δεν διευκρινίζει το σφάλμα το οποίο φέρεται να διέπραξε το Γενικό Δικαστήριο (69).
166. Τέλος, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει, ιδίως σε σύγκριση με τις αποφάσεις του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου).
167. Όπως και με το προηγούμενο επιχείρημα, η αναιρεσείουσα δεν προσδιορίζει τις συγκεκριμένες σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ούτε τα ειδικότερα σφάλματα που προσάπτονται στο Γενικό Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.
168. Εν κατακλείδι, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, στο μέτρο που αυτός είναι παραδεκτός.
VII. Πρόταση
169. Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο:
– να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως,
– να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.
1 Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.
2 Κανονισμός (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63, στο εξής: κανονισμός ΕΕΜ).
3 Ο δεύτερος πυλώνας της Τραπεζικής Ένωσης είναι ο Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης (ΕΜΕ), ένα σύστημα για την αποτελεσματική και αποδοτική εξυγίανση των μη βιώσιμων πιστωτικών ιδρυμάτων. Ο τρίτος πυλώνας της Τραπεζικής Ένωσης είναι το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασφάλισης Καταθέσεων (ΕΣΑΚ). Βλ. πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 με σκοπό τη θέσπιση Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων [COM/2015/0586 (final)].
4 Αιτιολογική σκέψη 30 του κανονισμού ΕΕΜ. Βλ., επίσης, αιτιολογικές σκέψεις 16, 17, 27, 65 και 87 του ίδιου κανονισμού.
5 Απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ (C‑450/17 P, EU:C:2019:372, σκέψεις 38 έως 41).
6 Βλ., επίσης, Bobić, A., The Individual in the Economic and Monetary Union. A Study of Legal Accountability, Cambridge University Press, 2024, σ. 140 έως 144.
7 Boucon, L., και Jaros, D., «The Application of National Law by the European Central Bank within the EU Banking Union’s Single Supervisory Mechanism: A New Mode of Integration?», European Journal of Legal Studies, τόμος 10, 2018, σ. 155· Coman-Kund, F., και Amtenbrink, F., «On the Scope and Limits of the Application of National Law by the European Central Bank within the Single Supervisory Mechanism», Banking & Finance Law Review, τόμος 33, 2018, σ. 133.
8 Τον νόμο περί ταμιευτηρίων· τον νόμο περί οικοδομικών συνεταιρισμών· το εισαγωγικό διάταγμα του νόμου περί τραπεζών ενυπόθηκης πίστης και του νόμου περί ενυπόθηκων ομολογιών· τον νόμο περί τραπεζών ενυπόθηκης πίστης· τον νόμο περί ενυπόθηκων ομολογιών· τον νόμο περί τραπεζικών ομολογιών· τον νόμο του 2011 περί επενδυτικών κεφαλαίων· τον νόμο περί καταθέσεων· τον νόμο περί ηλεκτρονικού χρήματος· τον ομοσπονδιακό νόμο περί του συστήματος πρόνοιας των μισθωτών και ελευθέρων επαγγελματιών· τον νόμο περί επενδυτικών κεφαλαίων ακίνητης περιουσίας· τον νόμο περί χρηματοπιστωτικών ομίλων· τον ομοσπονδιακό νόμο περί ανάκαμψης και εξυγίανσης των τραπεζών· τον νόμο περί εγγύησης των καταθέσεων και αποζημίωσης των επενδυτών· τον νόμο περί ενυπόθηκων ομολογιών (BGBl. I, αριθ. 199/2021)· κάθε διάταγμα ή άλλη πράξη που εκδίδεται βάσει των εν λόγω ομοσπονδιακών νόμων, τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1), ή κάθε πράξη που εκδίδεται βάσει του εν λόγω κανονισμού· ή τα τεχνικά πρότυπα που αφορούν την τραπεζική εποπτεία κατά την έννοια των άρθρων 10 έως 15 του κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ 2010, L 331, σ. 12), και των άρθρων 10 έως 15 του κανονισμού (ΕΕ) 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (EE 2010, L 331, σ. 84).
9 Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ 2005, L 309, σ. 15). Η οδηγία αυτή καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, στις 25 Ιουνίου 2017, από την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ 2015, L 141, σ. 73).
10 Κανονισμός (ΕΕ) 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΕ 2014, L 141, σ. 1, στο εξής: κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ).
11 Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338).
12 Απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka κ.λπ. (C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, EU:C:2019:923, σκέψεις 107 έως 115 και 119), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι οι μέτοχοι πιστωτικού ιδρύματος του οποίου η άδεια λειτουργίας για την ανάληψη δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος ανακλήθηκε δεν επηρεάζονται άμεσα από την απόφαση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας.
13 L. Boucon και D. Jaros (βλ. υποσημείωση 7 των παρουσών προτάσεων) (σ. 163).
14 Witte, Α., «The Application of National Banking Supervision Law by the ECB: Three Parallel Modes of Executing EU Law?», Maastricht Journal of European and Comparative Law, τόμος 21, 2014, σ. 89.
15 Απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ (C‑450/17 P, EU:C:2019:372, σκέψεις 38 έως 41 και 49). Για μια ανάλυση του τρόπου με τον οποίο πρέπει να λειτουργεί στην πράξη η εν λόγω διαπίστωση της κατανομής καθηκόντων, βλ. Annunziata, F., «European Banking Supervision in the Age of the ECB: Landeskreditbank Baden-Württemberg-Förderbank v. ECB», European Business Organisation Law Review, τόμος 21, 2020, σ. 555-556.
16 Άρθρο 6, παράγραφος 4, του κανονισμού EEM. Βάσει της διάταξης αυτής, η τελική απόφαση σχετικά με τον σημαντικό χαρακτήρα ενός ιδρύματος ανήκει στην ΕΚΤ.
17 Οι αρμοδιότητες αυτές προσδιορίζονται στα άρθρα 14 και 15 του κανονισμού ΕΕΜ και προβλέπονται αποκλειστικά για την ΕΚΤ βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού. Επιπλέον, ανεξάρτητα από τη διάκριση των καθηκόντων μεταξύ σημαντικών και μη σημαντικών ιδρυμάτων, ορισμένες εξουσίες ανατίθενται στην ΕΚΤ βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 5, του κανονισμού ΕΕΜ, όπως, για παράδειγμα, η έκδοση κατευθυντήριων γραμμών, κανονισμών ή γενικών οδηγιών προς τις αρμόδιες εθνικές αρχές, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνοχή των εποπτικών αποτελεσμάτων.
18 Επιπλέον, το άρθρο 9, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού ΕΕΜ προβλέπει τα εξής: «Αν απαιτείται για την εκτέλεση των εκ του παρόντος κανονισμού καθηκόντων της, η ΕΚΤ μπορεί να απαιτεί από τις εν λόγω εθνικές αρχές, μέσω εντολών, να κάνουν χρήση των εξουσιών τους, δυνάμει των όρων του εθνικού δικαίου και σύμφωνα προς αυτούς, εφόσον ο παρών κανονισμός δεν παρέχει τις εν λόγω εξουσίες στην ΕΚΤ. Οι εθνικές αυτές αρχές ενημερώνουν πλήρως την ΕΚΤ ως προς την άσκηση των εν λόγω εξουσιών».
19 Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest (C‑219/17, EU:C:2018:1023, σκέψεις 42 έως 44). Στην υπόθεση εκείνη, το εν λόγω ζήτημα τέθηκε σε σχέση με τη δεύτερη αποκλειστική εξουσία της ΕΚΤ στο πλαίσιο του ΕΕΜ, βάσει της οποίας η ΕΚΤ αξιολογεί τις γνωστοποιήσεις σχετικά με την απόκτηση και τη διάθεση ειδικών συμμετοχών σε πιστωτικά ιδρύματα.
20 Για μια εκτενή παρουσίαση των δύο τρόπων, βλ. Prek, M., και Lefèvre, S., «The EU Courts as “national” courts: National law in the EU judicial process», Common Market Law Review, τόμος 54, τεύχος 2, 2017, σ. 369.
21 Σχετικά με τις οποίες το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι το εθνικό δίκαιο αποτελεί ζήτημα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων. Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Magoora (C‑414/07, EU:C:2008:766, σκέψη 32).
22 Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2023, Επιτροπή κατά Amazon.com κ.λπ. (C‑457/21 P, EU:C:2023:985, σκέψη 20).
23 M. Prek και S. Lefèvre (βλ. υποσημείωση 20 των παρουσών προτάσεων) (σ. 383 έως 387).
24 Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα L. Medina στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Γερμανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑794/21 P και C‑800/21 P, EU:C:2023:854, σημεία 90 έως 92) και στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις WEPA Hygieneprodukte κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑795/21 P και C‑796/21 P, EU:C:2023:855, σημεία 90 έως 92).
25 Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1).
26 Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία ιʹ και ιγʹ (για τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου)· άρθρο 8, παράγραφος 6, στοιχείο θʹ (για τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου)· άρθρο 17, παράγραφος 1 (για τη συμπληρωματική εφαρμογή του εθνικού δικαίου σε θέματα παραποίησης/απομίμησης)· άρθρο 27, παράγραφος 4 (για τα αποτελέσματα έναντι τρίτων)· άρθρο 34, παράγραφος 2 (για το δικαίωμα προτεραιότητας)· άρθρο 46, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και δʹ (για την ανακοπή)· άρθρο 60, παράγραφος 2 (για τους σχετικούς λόγους ακυρότητας)· άρθρο 93 (σχετικά με τη μετατροπή)· άρθρο 106, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ (σχετικά με τη διακοπή της διαδικασίας)· άρθρο 110, παράγραφος 3 (σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων καθορισμού των εξόδων)· άρθρο 117, παράγραφος 1 (σχετικά με τη διοικητική συνεργασία)· άρθρο 128, παράγραφος 3 (σχετικά με τις ανταγωγές)· άρθρο 129, παράγραφος 2 (σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο)· και κεφάλαιο ΧΙ, τμήμα 2 (με τίτλο «Εφαρμογή του εθνικού δικαίου προς τον σκοπό της απαγόρευσης της χρήσης σημάτων της ΕΕ»).
27 Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά ΕΚΤ (C‑401/09 P, EU:C:2011:31, σημεία 64 και 70). Για περαιτέρω παραδείγματα, βλ. Prek, M., και Lefèvre, S. (βλ. υποσημείωση 20 των παρουσών προτάσεων) (σ. 381 και 382).
28 Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά ΕΚΤ (C‑401/09 P, EU:C:2011:31, σημείο 71). Κατά τον γενικό εισαγγελέα, τούτο περιλαμβάνει και την εξέταση του τρόπου με τον οποίο τα εθνικά δικαστήρια ερμηνεύουν το επίμαχο εθνικό δίκαιο (σημείο 74).
29 Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission (C‑530/12 P, EU:C:2013:782, σημείο 89).
30 A. Bobić (βλ. υποσημείωση 6 των παρουσών προτάσεων) (σ. 165 έως 166 και εκεί μνημονευόμενη βιβλιογραφία).
31 L. Boucon και D. Jaros (βλ. υποσημείωση 7 των παρουσών προτάσεων) (σ. 186).
32 Στις προτάσεις του στην υπόθεση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά ΕΚΤ (C‑401/09 P, EU:C:2011:31, σημείο 74), ο γενικός εισαγγελέας P. Mengozzi υποστήριξε ότι, όταν το εθνικό δίκαιο περιλαμβάνεται στο νομικό πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης που εφαρμόζουν το δίκαιο αυτό πρέπει επίσης να εξετάζουν τον τρόπο με τον οποίο οι επίμαχες διατάξεις του εθνικού δικαίου ερμηνεύονται από τα εθνικά δικαστήρια.
33 «Όσον αφορά τον έλεγχο, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, των διαπιστώσεων του νυν Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την εν λόγω εθνική νομοθεσία, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εξετάσει, καταρχάς, αν το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε βάσει των εγγράφων και των άλλων κειμένων που προσκομίστηκαν ενώπιόν του, το γράμμα των επίμαχων εθνικών διατάξεων ή τη σχετική εθνική νομολογία, ακολούθως αν το Γενικό Δικαστήριο προέβη, υπό το πρίσμα των εν λόγω στοιχείων, σε διαπιστώσεις προδήλως αντίθετες προς το περιεχόμενό τους και, τέλος, αν το Γενικό Δικαστήριο προσέδωσε κατά την εξέταση του συνόλου των στοιχείων, προκειμένου να διαπιστώσει το περιεχόμενο της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας, σε ένα εξ αυτών περιεχόμενο που δεν έχει σε σχέση με τα λοιπά στοιχεία, εφόσον τούτο συνάγεται καταφανώς από την δικογραφία». Απόφαση της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ (C‑263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 53).
34 Το Δικαστήριο έχει απλώς διευκρινίσει ότι η κρίση του στην απόφαση Edwin κατά ΓΕΕΑ δεν σήμαινε ότι το εθνικό δίκαιο «πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αμιγώς πραγματικό στοιχείο της διαφοράς». Απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission (C‑530/12 P, EU:C:2014:186, σκέψη 37, η υπογράμμιση δική μου).
35 Απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2023, Versobank κατά ΕΚΤ (C‑803/21 P, EU:C:2023:630, σκέψη 91).
36 Όπ.π. (σκέψη 93).
37 Όπ.π. (σκέψη 97), στην οποία μνημονεύεται το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχεία δʹ, εʹ και ιεʹ, της οδηγίας 2013/36.
38 Σκέψεις 29 έως 34 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.
39 Σκέψεις 35 έως 38 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.
40 Όπ.π. (σκέψη 50).
41 Κατά το άρθρο 170, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης. Βλ., επίσης, απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου (C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψη 95).
42 Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest (C‑219/17, EU:C:2018:1023, σκέψη 44).
43 Σκέψεις 45 έως 47 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.
44 Πρβλ. απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2020, ΕΚΤ κατά Estate of Espírito Santo Financial Group (C‑396/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:845, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
45 Σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.
46 Όπως έπραξε, για παράδειγμα, στην απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά SEMEA και Commune de Millau (T‑168/10 και T‑572/10, EU:T:2012:435, σκέψεις 62 έως 67). Η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώθηκε ως ορθή από το Δικαστήριο στην απόφαση της 19ης Ιουνίου 2014, Commune de Millau και SEMEA κατά Επιτροπής (C‑531/12 P, EU:C:2014:2008, σκέψεις 82 έως 85).
47 Για την πλήρη παραπομπή, βλ. σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.
48 Σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η οποία παραπέμπει στη σκέψη 26.
49 Σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.
50 Παραπέμποντας, στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στην απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2007, Pergan Hilfsstoffe für industrielle Prozesse κατά Επιτροπής (T‑474/04, EU:T:2007:306, σκέψη 76).
51 Η αναιρεσείουσα μνημονεύει τις ακόλουθες φερόμενες συνέπειες: 1. οι παραλείψεις που μνημονεύονται στην αιτιολογική έκθεση πρέπει να θεωρηθούν ότι έχουν διαπιστωθεί οριστικά· 2. οι εκτιμήσεις που παρατίθενται στην αιτιολογική έκθεση αποδεικνύουν οριστικά ότι οι προβαλλόμενες παραλείψεις είναι επίσης αρκούντως σοβαρές ώστε να δικαιολογούν την εν συνεχεία ανάκληση της άδειας, μολονότι, αντιθέτως, εφαρμόζουν, το πολύ, μια λιγότερο αυστηρή έννομη συνέπεια· 3. η κρισιμότητα των προβαλλόμενων παραβάσεων για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας διαπιστώνεται κατά τρόπο αμετάκλητο εκ των προτέρων· 4. αποκλείονται αποδεικτικά στοιχεία περί του αντιθέτου, με τα οποία επιδιώκεται να αποδειχτεί ότι οι παραβάσεις δεν συνέβησαν.
52 Σκέψεις 66, 72, 78 και 91 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.
53 Βλ. υποσημείωση 41 των παρουσών προτάσεων.
54 Αποφάσεις της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Deutsche Post (C‑399/08 P, EU:C:2010:481, σκέψη 63), και της 29ης Οκτωβρίου 2015, Επιτροπή κατά ΑΝΚΟ (C‑78/14 P, EU:C:2015:732, σκέψη 54).
55 Απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2022, Επιτροπή κατά Valencia Club de Fútbol (C‑211/20 P, EU:C:2022:862, σκέψη 55).
56 Απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Costa και Cifone (C‑72/10 και C‑77/10, EU:C:2012:80).
57 Απόφαση της 28ης Απριλίου 2022, Changmao Biochemical Engineering κατά Επιτροπής (C‑666/19 P, EU:C:2022:323, σκέψεις 187 έως 189). Επιπλέον, «[δ]εν πληροί την επιταγή αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία δεν περιλαμβάνει καμία επιχειρηματολογία που να αποσκοπεί ειδικώς στον προσδιορισμό της πλάνης περί το δίκαιο την οποία ενέχει η επίμαχη απόφαση ή διάταξη». Απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2021, NRW. Bank κατά SRB (C‑662/19 P, EU:C:2021:846, σκέψη 36).
58 Σκέψη 108 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με παραπομπή στην απόφαση της 9ης Ιουνίου 2015, Navarro κατά Επιτροπής (T‑556/14 P, EU:T:2015:368, σκέψη 26).
59 Απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2024, Sinopec Chongqing SVW Chemical κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑762/20, EU:T:2024:113, σκέψη 157). Πέραν της παραπομπής στην απόφαση Navarro κατά Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει, επίσης, στην απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997, Costantini κατά Επιτροπής (T‑57/96, EU:T:1997:214, σκέψη 23). Στον ίδιο κανόνα στηρίχτηκε το Γενικό Δικαστήριο και στην απόφαση της 5ης Ιουνίου 1996, Günzler Aluminium κατά Επιτροπής (T‑75/95, EU:T:1996:74, σκέψη 55).
60 Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mischo στην υπόθεση Gestetner Holdings κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑156/87, EU:C:1989:287, σημείο 31).
61 Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι η νομική βάση δεν ήταν εσφαλμένη και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να έχει ενστερνιστεί το συμπέρασμα του γενικού εισαγγελέα σχετικά με τις συνέπειες που θα είχε μια τέτοια διαπίστωση επί του κύρους μιας απόφασης. Απόφαση της 14ης Μαρτίου 1990, Gestetner Holdings κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑156/87, EU:C:1990:116, σκέψεις 29 έως 34).
62 Όπως απαριθμούνται στις σκέψεις 26, 38 και 122 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.
63 Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest (C‑219/17, EU:C:2018:1023, σκέψη 59).
64 Σημεία 121 έως 125 των παρουσών προτάσεων.
65 Βλ. υποσημείωση 57 των παρουσών προτάσεων.
66 Σκέψη 241 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.
67 Όπ.π. (σκέψη 245).
68 Βλ. υποσημείωση 57 των παρουσών προτάσεων.
69 Βλ. υποσημείωση 57 των παρουσών προτάσεων.