Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

GIOVANNI PITRUZZELLA

της 14ης Νοεμβρίου 2023 (1)

Υπόθεση C400/22

VT,

UR

κατά

Conny GmbH

[αίτηση του Landgericht Berlin (πρωτοδικείου Βερολίνου, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 2011/83/ΕΕ – Άρθρο 8, παράγραφος 2 – Υποχρεώσεις προσυμβατικής ενημέρωσης – Τυπικές απαιτήσεις σε σχέση με τις συμβάσεις εξ αποστάσεως – Συμβάσεις που συνάπτονται με ηλεκτρονικό μέσο – Παραγγελία που πραγματοποιείται με το πάτημα ενός πλήκτρου σε διαδικτυακό τόπο – Υποχρέωση του εμπόρου περί αναγραφής στο πλήκτρο της σήμανσης “παραγγελία με υποχρέωση πληρωμής” – Υποχρέωση πληρωμής υπό όρους»






1.        Πρέπει, κατά τη σύναψη συμβάσεως εξ αποστάσεως μεταξύ καταναλωτή και εμπόρου, η ενδεχόμενη υποχρέωση πληρωμής, η οποία εξαρτάται από την επέλευση γεγονότος το οποίο εκφεύγει από τη σφαίρα επιρροής του καταναλωτή, να πληροί τις ίδιες τυπικές απαιτήσεις με εκείνες που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης σε περίπτωση άμεσης και απαλλαγμένης από όρους υποχρέωσης πληρωμής;

I.      Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

2.        Οι αιτιολογικές σκέψεις 4, 5, 7 και 39 της οδηγίας 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2011, L 304, σ. 64), έχουν ως εξής:

«(4)      Σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, η εσωτερική αγορά οφείλει να αποτελεί χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα στον οποίο εξασφαλίζονται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών και η ελευθερία εγκατάστασης. Η εναρμόνιση ορισμένων πτυχών των εξ αποστάσεως και εκτός καταστήματος συναπτόμενων συμβάσεων είναι αναγκαία για την προαγωγή μιας πραγματικής εσωτερικής αγοράς των καταναλωτών που επιτυγχάνει τη σωστή ισορροπία μεταξύ υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών και ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, εξασφαλίζοντας παράλληλα την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας.

(5)      […] Συνεπώς, η πλήρης εναρμόνιση της ενημέρωσης του καταναλωτή και το δικαίωμα υπαναχώρησης σε εξ αποστάσεως συμβάσεις και συμβάσεις εκτός εμπορικών καταστημάτων θα συμβάλουν σε ένα υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και στην καλύτερη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς των συναλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών.

[…]

(7) Η πλήρης εναρμόνιση ορισμένων βασικών ρυθμιστικών πτυχών θα πρέπει να αυξήσει σημαντικά την ασφάλεια δικαίου τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τους εμπόρους. Τόσο οι καταναλωτές όσο και οι έμποροι θα πρέπει να μπορούν να βασίζονται σε ενιαίο ρυθμιστικό πλαίσιο βάσει σαφώς καθορισμένων νομικών εννοιών που θα διέπουν ορισμένες πτυχές των συμβάσεων μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας εναρμόνισης θα πρέπει να είναι να εξαλειφθούν οι φραγμοί που προκύπτουν από τον κατακερματισμό των κανόνων και να ολοκληρωθεί η εσωτερική αγορά σε αυτόν τον τομέα. Οι φραγμοί αυτοί μπορούν να εξαλειφθούν μόνο με τη θέσπιση ομοιόμορφων κανόνων σε επίπεδο Ένωσης. Περαιτέρω, οι καταναλωτές θα πρέπει να απολαύουν υψηλό κοινό επίπεδο προστασίας σε ολόκληρη την Ένωση.

[…]

(39)      Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί για τις εξ αποστάσεως συμβάσεις που συνάπτονται μέσω ιστοσελίδων ότι ο καταναλωτής θα μπορεί να διαβάσει και να κατανοήσει πλήρως τα βασικά στοιχεία της σύμβασης προτού κάνει την παραγγελία του. Προς τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να προβλεφθεί διάταξη στην παρούσα οδηγία βάσει της οποίας τα εν λόγω στοιχεία θα εμφανίζονται πολύ κοντά στην επιβεβαίωση που απαιτείται για την υποβολή της παραγγελίας. Επίσης είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι, σε τέτοιες καταστάσεις, ο καταναλωτής θα μπορεί να προσδιορίσει από ποια χρονική στιγμή αναλαμβάνει την υποχρέωση να πληρώσει τον έμπορο. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να επισημαίνεται συγκεκριμένα στον καταναλωτή μέσω μιας ξεκάθαρης διατύπωσης ότι η υποβολή παραγγελίας συνεπάγεται για αυτόν την υποχρέωση να πληρώσει τον έμπορο.»

3.        Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2011/83, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο»:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι, μέσω της επίτευξης ενός υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, να συμβάλει στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς με την προσέγγιση ορισμένων πτυχών των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών για τις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτών και εμπόρων.»

4.        Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

(7) “εξ αποστάσεως σύμβαση”: κάθε σύμβαση η οποία συνάπτεται μεταξύ του εμπόρου και του καταναλωτή στο πλαίσιο ενός οργανωμένου συστήματος πωλήσεων εξ αποστάσεως ή παροχής υπηρεσιών χωρίς την ταυτόχρονη φυσική παρουσία του εμπόρου και του καταναλωτή, με αποκλειστική χρήση ενός ή περισσότερων μέσων επικοινωνίας εξ αποστάσεως μέχρι και τη στιγμή σύναψης της σύμβασης·

[…]».

5.        Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει τα εξής:

«(1) Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται, βάσει των όρων και στον βαθμό που ορίζεται στις διατάξεις της, σε οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται μεταξύ ενός εμπόρου και ενός καταναλωτή.

[…]

(5) Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το εθνικό γενικό δίκαιο περί συμβάσεων, όπως τους κανόνες εγκυρότητας, διαμόρφωσης ή αποτελέσματος μιας σύμβασης, στον βαθμό που στην παρούσα οδηγία δεν ρυθμίζονται γενικές έννοιες του δικαίου των συμβάσεων.»

6.        Το άρθρο 6 της οδηγίας 2011/83, το οποίο τιτλοφορείται «Απαιτήσεις ενημέρωσης για συμβάσεις εξ αποστάσεως και συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος», ορίζει τα εξής:

«(1) Πριν δεσμευθεί ο καταναλωτής με σύμβαση συναπτόμενη εξ αποστάσεως ή εκτός εμπορικού καταστήματος ή με οποιαδήποτε αντίστοιχη προσφορά, ο έμπορος παρέχει στον καταναλωτή τις ακόλουθες πληροφορίες με ευκρινή και κατανοητό τρόπο:

[…]».

7.        Το άρθρο 8 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Τυπικές απαιτήσεις για συμβάσεις εξ αποστάσεως», ορίζει τα εξής:

«[…]

(2) Εάν μια εξ αποστάσεως σύμβαση που πρόκειται να συναφθεί με ηλεκτρονικό μέσο επιβάλλει στον καταναλωτή την υποχρέωση να πληρώσει, ο έμπορος οφείλει να παράσχει στον καταναλωτή με σαφή και ευκρινή τρόπο και αμέσως προτού ο καταναλωτής υποβάλει την παραγγελία του τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία α), ε), ιε) και ιστ).

Ο έμπορος οφείλει να μεριμνήσει ώστε ο καταναλωτής, υποβάλλοντας την παραγγελία του, να αναγνωρίσει ρητώς ότι η παραγγελία συνεπάγεται υποχρέωση πληρωμής. Εάν η υποβολή παραγγελίας απαιτεί την ενεργοποίηση ενός διακόπτη ή ανάλογη λειτουργία, ο διακόπτης ή η ανάλογη λειτουργία πρέπει να φέρουν ευανάγνωστη σήμανση που να αναγράφει τις λέξεις “παραγγελία με υποχρέωση πληρωμής” ή μια ανάλογη σαφή διατύπωση που να δείχνει ότι η υποβολή παραγγελίας συνεπάγεται υποχρέωση πληρωμής στον έμπορο. Εάν ο έμπορος δεν συμμορφωθεί με το παρόν εδάφιο, ο καταναλωτής δεν δεσμεύεται από τη σύμβαση ή την παραγγελία.

[…]»

Β.      Το γερμανικό δίκαιο

8.        Το άρθρο 312j, παράγραφοι 3 και 4, του Bürgerliches Gesetzbuch (αστικού κώδικα, στο εξής: BGB), με τίτλο «Ειδικές απαιτήσεις του ηλεκτρονικού εμπορίου έναντι των καταναλωτών», προβλέπει τα εξής:

«(3) Στις περιπτώσεις [καταναλωτικών συμβάσεων οι οποίες συνάπτονται με ηλεκτρονικό μέσο και αφορούν παροχή εξ επαχθούς αιτίας από τον έμπορο], ο έμπορος οφείλει να σχεδιάζει τη διαδικασία παραγγελίας κατά τέτοιον τρόπο ώστε ο καταναλωτής, κατά την υποβολή της παραγγελίας του, να αναγνωρίζει ρητώς ότι αναλαμβάνει υποχρέωση πληρωμής. Όταν η παραγγελία πραγματοποιείται μέσω του πατήματος ενός πλήκτρου, η υποχρέωση που υπέχει ο έμπορος δυνάμει της πρώτης περιόδου τηρείται μόνο στην περίπτωση που το πλήκτρο φέρει την ευανάγνωστη σήμανση “παραγγελία με υποχρέωση πληρωμής” ή ανάλογη σαφή διατύπωση.

(4) Οι [καταναλωτικές συμβάσεις οι οποίες συνάπτονται με ηλεκτρονικό μέσο και αφορούν παροχή εξ επαχθούς αιτίας από τον έμπορο] καταρτίζονται μόνον εφόσον ο έμπορος τηρεί την υποχρέωση που προβλέπει η παράγραφος 3.»

II.    Τα πραγματικά περιστατικά, η ένδικη διαφορά και το προδικαστικό ερώτημα

9.        Η ενάγουσα της κύριας δίκης, Conny (στο εξής: ενάγουσα), εταιρία περιορισμένης ευθύνης η οποία ως ενεργεί ως εκδοχέας των δικαιωμάτων του μισθωτή ενός διαμερίσματος (στο εξής: μισθωτής), στρέφεται κατά των εκμισθωτών του ακινήτου αυτού, VT και UR (στο εξής, από κοινού: εναγόμενοι) σχετικά με την υπέρβαση του ποσού που έχει καθοριστεί ως ανώτατο όριο για το μίσθωμα βάσει του άρθρου 556d του BGB.

10.      Ειδικότερα, η ενάγουσα προσφέρει στους μισθωτές διαμερισμάτων, μέσω διαδικτυακού τόπου που διαχειρίζεται η ίδια, τη δυνατότητα να της αναθέτουν, με το πάτημα ενός πλήκτρου το οποίο φέρει την ένδειξη «συνέχεια», «ζητήστε μείωση μισθώματος» ή «εξοικονομήστε χρήματα μέσω του ανωτάτου ορίου για τα μισθώματα», τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους κατά των εκμισθωτών τους που συνδέονται με την υπέρβαση του ποσού που έχει καθοριστεί ως ανώτατο όριο για το μίσθωμα. Αφού πρώτα εγγραφούν στον δικτυακό τόπο, οι μισθωτές πρέπει εν συνέχεια να επιβεβαιώσουν τη βούλησή τους να παράσχουν τη σχετική πληρεξουσιότητα στην ενάγουσα, υπογράφοντας σχετικό έντυπο.

11.      Εάν οι προσπάθειες της ενάγουσας που αποσκοπούν στην άσκηση των δικαιωμάτων των μισθωτών στεφθούν με επιτυχία, και, ως εκ τούτου, καταστεί δυνατό να ανακτηθούν τα ποσά που υπερβαίνουν το ανώτατο όριο που προβλέπεται για το μίσθωμα, οι μισθωτές θα πρέπει να καταβάλουν ως αντιπαροχή: i) αμοιβή ύψους ίσου με το ένα τρίτο (33,33 %) του εξοικονομούμενου ετήσιου μισθώματος (στο εξής: προμήθεια), καθώς και, μόλις σταλεί στον εκμισθωτή έγγραφο όχλησης, ii) αμοιβή ύψους ίσου με τη νόμιμη αμοιβή δικηγόρου βάσει των διατάξεων του νόμου για τις αμοιβές των δικηγόρων.

12.      Στην υπό κρίση υπόθεση, ο μισθωτής μισθώνει, από τις 15 Νοεμβρίου 2018, διαμέρισμα ευρισκόμενο στο Βερολίνο, ιδιοκτησίας των εναγομένων. Το συμφωνηθέν μηνιαίο μίσθωμα υπερβαίνει το ανώτατο όριο που προβλέπει η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία (άρθρο 556d του BGB).

13.      Ο μισθωτής –πραγματοποιώντας εγγραφή στον διαδικτυακό τόπο που εκμεταλλεύεται η ενάγουσα και θέτοντας την υπογραφή του στο σχετικό προς τούτο έντυπο– αναθέτει στην ενάγουσα να διεκδικήσει έναντι των εναγομένων τις απαιτήσεις του που απορρέουν από την υπέρβαση του επιτρεπόμενου ανωτάτου ορίου για το μίσθωμα. Ωστόσο, η σύμβαση εντολής διαχείρισης υποθέσεων δεν περιείχε καμία ένδειξη όσον αφορά την υποχρέωση πληρωμής εκ μέρους του μισθωτή.

14.      Με επιστολή της 21ης Ιανουαρίου 2020, η ενάγουσα προέβαλε έναντι των εναγομένων παράβαση των διατάξεων σχετικά με τον περιορισμό του ύψους του μισθώματος (άρθρο 556d του BGB), υπέβαλε δε διάφορα αιτήματα ενημέρωσης και αξίωσε επιστροφή χρημάτων.

15.      Η αγωγή έγινε δεκτή από το Amtsgericht Berlin Mitte (ειρηνοδικείο κεντρικού Βερολίνου, Γερμανία), το οποίο έκρινε ότι το μίσθωμα που ζητούσαν οι εκμισθωτές υπερέβαινε το μίσθωμα που τους επιτρεπόταν να ζητήσουν, και δη κατά το ύψος του προβαλλόμενου από την ενάγουσα ποσού.

16.      Στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Landgericht Berlin (πρωτοδικείου Βερολίνου, Γερμανία), οι εναγόμενοι υποστήριξαν, μεταξύ άλλων, ότι η ενάγουσα δεν νομιμοποιούνταν να προβάλει τα δικαιώματα του μισθωτή, δεδομένου ότι η εκχώρηση έγινε βάσει άκυρης σύμβασης. Ειδικότερα, η ακυρότητα αυτή απορρέει από το γεγονός ότι ο τρόπος σύναψης της σύμβασης εντολής διαχείρισης υποθέσεων μεταξύ της ενάγουσας και του μισθωτή δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 312j, παράγραφοι 3 και 4, του BGB, το οποίο μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2011/83, καθόσον το πλήκτρο στον δικτυακό τόπο της ενάγουσας, το οποίο πάτησε ο μισθωτής προκειμένου να συνάψει τη σύμβαση, έπρεπε να φέρει τη σήμανση «παραγγελία με υποχρέωση πληρωμής» ή ανάλογη διατύπωση που να υποδηλώνει την ύπαρξη συμβατικής υποχρέωσης πληρωμής.

17.      Στο πλαίσιο αυτό, το Landgericht Berlin (πρωτοδικείο Βερολίνου) υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα λόγω αμφιβολιών ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής, στην υπό κρίση υπόθεση, του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2011/83, όπως μεταφέρθηκε στο γερμανικό δίκαιο με το άρθρο 312j, παράγραφοι 3 και 4, του BGB, κατά το οποίο το πλήκτρο για την οριστικοποίηση της παραγγελίας στον διαδικτυακό τόπο της ενάγουσας πρέπει να περιέχει ρητή αναφορά περί της ανάληψης υποχρέωσης πληρωμής εκ μέρους του μισθωτή. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η υποχρέωση αυτή δεν γεννάται εκ μόνης της παραγγελίας που πραγματοποίησε ο μισθωτής στον διαδικτυακό τόπο της ενάγουσας, αλλά απαιτεί να πληρούνται και άλλες, μεταγενέστερες προϋποθέσεις, των οποίων η συνδρομή μόνον ως ενδεχόμενη νοείται .

18.      Το Landgericht Berlin (πρωτοδικείο Βερολίνου) επισημαίνει, ωστόσο, ότι η εθνική νομοθεσία που μεταφέρει το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2011/83 στο εσωτερικό δίκαιο –ήτοι το άρθρο 312j, παράγραφοι 3 και 4, του BGB– δεν έχει τύχει ομοιόμορφης ερμηνείας από τα εθνικά δικαστήρια (2).

19.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landgericht Berlin (πρωτοδικείο Βερολίνου) ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Συνάδει με το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2011/83/ΕΕ η ερμηνεία εθνικής διάταξης (εν προκειμένω: του άρθρου 312j, παράγραφοι 3 και 4, του BGB, όπως ίσχυε από τις 13 Ιουνίου 2014 έως τις 27 Μαΐου 2022) υπό την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης, όπως και του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας αυτής, ακόμη και η περίπτωση κατά την οποία, κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης με ηλεκτρονικό μέσο, ο καταναλωτής δεν υπέχει απαλλαγμένη υπό όρους υποχρέωση πληρωμής έναντι του εμπόρου, αλλά μόνον υπό ορισμένες περαιτέρω προϋποθέσεις, όπως, για παράδειγμα, αποκλειστικά και μόνο σε περίπτωση μεταγενέστερης ευδοκίμησης μιας ανατεθείσας νομικής διεκδίκησης ή σε περίπτωση μεταγενέστερης αποστολής όχλησης σε τρίτο πρόσωπο;»

III. Νομική ανάλυση

20.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2011/83 έχει την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής η περίπτωση που, κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης εξ αποστάσεως με ηλεκτρονικό μέσο, η σύμβαση αυτή δεν συνεπάγεται αυτομάτως υποχρέωση πληρωμής εκ μέρους του καταναλωτή, αλλά η υποχρέωση αυτή εξαρτάται από την πλήρωση ορισμένων μεταγενέστερων και ενδεχόμενων προϋποθέσεων (στην υπό κρίση υπόθεση, από την επιτυχή είσπραξη της απαιτήσεως από τον μεσάζοντα).

21.      Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν, κατά το εθνικό του δίκαιο (άρθρο 312j, παράγραφοι 3 και 4, του BGB), σύμβαση που συνάπτεται εξ αποστάσεως με ηλεκτρονικό μέσο από καταναλωτή μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2011/83, αν κατά τη σύναψή της ο έμπορος δεν επισημαίνει ρητώς ότι ο καταναλωτής αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει αμοιβή για την εν λόγω συμβατική υπηρεσία.

22.      Σε περίπτωση κατά την οποία μια τέτοια σύμβαση κηρυχθεί άκυρη, πρέπει επίσης να διευκρινιστεί κατά πόσον η εν λόγω εθνική νομοθεσία (άρθρο 312j, παράγραφοι 3 και 4, BGB), επιτρέπει στο δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2011/83, να διατηρήσει τα αποτελέσματα της σύμβασης, οσάκις ο καταναλωτής αντιτίθεται στο να μείνει ανεφάρμοστη η επίμαχη ρήτρα.

23.      Συνεπώς, η πραγματική κατάσταση είναι αρκετά ιδιάζουσα: ο μισθωτής ακινήτου συνάπτει σύμβαση εξ αποστάσεως με την οποία αναθέτει σε μεσάζοντα έμπορο την εντολή να εισπράξει απαίτηση συνιστάμενη σε υπερβάλλον ποσό που καταβλήθηκε στον εκμισθωτή ως μίσθωμα. Στο πλαίσιο της διαφοράς την οποία κίνησε ο μεσάζοντας κατά του εκμισθωτή για την ανάκτηση των ποσών, ο εκμισθωτής ισχυρίζεται ότι η σύμβαση μεταξύ του μεσάζοντα και του μισθωτή είναι άκυρη λόγω παράβασης διάταξης του εθνικού δικαίου με την οποία μεταφέρθηκε η οδηγία 2011/83. Η διάταξη αυτή απαιτεί, κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης εξ αποστάσεως, το πλήκτρο με το οποίο συνάπτεται η συμφωνία να φέρει σαφή διατύπωση από την οποία να προκύπτει ότι ο καταναλωτής αναλαμβάνει υποχρέωση πληρωμής. Ωστόσο, η υπό κρίση υπόθεση χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι η υποχρέωση πληρωμής που αναλαμβάνει ο καταναλωτής είναι ενδεχόμενη, καθόσον υπόκειται στον όρο της πραγματικής ανάκτησης των οφειλόμενων ποσών από τον μεσάζοντα.

24.      Εκτός από το ζήτημα του παραδεκτού, το οποίο θα σχολιάσω εν συντομία στην επόμενη ενότητα, τα νομικά ζητήματα που πρέπει να εξεταστούν προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι τα εξής: α) εάν η περίπτωση της «πληρωμής υπό όρους» εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2011/83· β) σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποια είναι τα αποτελέσματα της μη τήρησης της υποχρέωσης που προβλέπει η εν λόγω διάταξη επί του κύρους της συναφθείσας σύμβασης, λαμβάνοντας υπόψη τη βούληση του καταναλωτή και το δικαίωμα τρίτου να προβάλει τυχόν ακυρότητα.

Α.      Επί του παραδεκτού

25.      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι η ενάγουσα της κύριας δίκης αμφισβητεί το παραδεκτό του προδικαστικού ερωτήματος εκτιμώντας ότι ένας τρίτος –εν προκειμένω ο εκμισθωτής– δεν μπορεί βασίμως να επικαλεστεί την ακυρότητα έννομης σχέσης που συνήφθη μεταξύ του εκχωρητή (του μισθωτή) και του εκδοχέα. Επομένως, η ερμηνεία της οδηγίας 2011/83 την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο είναι, κατά την ενάγουσα, αλυσιτελής για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί.

26.      Εντούτοις, τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και από τις διευκρινίσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης συνδέεται με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης. Ως γνωστόν, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που υποβάλλονται από το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου το οποίο αυτό προσδιορίζει με δική του ευθύνη και του οποίου την ακρίβεια δεν είναι αρμόδιο να ελέγξει το Δικαστήριο, θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου παρά μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να απαντήσει λυσιτελώς στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί ή όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης (3).

27.      Στην υπό κρίση υπόθεση, από την εκτίμηση του εθνικού δικαστηρίου, η οποία επιβεβαιώνεται και από τις ως άνω ζητηθείσες διευκρινίσεις, φαίνεται να μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το ερώτημα είναι λυσιτελές, εξυπακουομένου ότι εναπόκειται εν συνεχεία στο εθνικό δικαστήριο να εφαρμόσει τις αρχές που θα διατυπωθούν στην υπόθεση της κύριας δίκης.

28.      Η περίσταση που προέκυψε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, περί του ότι ο μισθωτής είχε δηλώσει τη βούλησή του να εξακολουθήσει να δεσμεύεται από τη σύμβαση, αν επιβεβαιωθεί, είναι ασφαλώς κρίσιμη για την επίλυση της διαφοράς, ακόμη και υπό το πρίσμα των επιχειρημάτων που θα αναπτυχθούν κατωτέρω, όμως δεν ασκεί, κατά τη γνώμη μου, επιρροή επί του παραδεκτού του ερωτήματος, δεδομένου ότι το Δικαστήριο πρέπει, συναφώς, να στηριχθεί στα στοιχεία της δικογραφίας και στα στοιχεία που παρέσχε το εθνικό δικαστήριο στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως. Και, εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, ένας ιδιώτης αποφασίζει να μην προβάλει την ακυρότητα που προβλέπει η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ασκήσει επιρροή επί της εκτιμήσεως σχετικά με το αν μια υποχρέωση πληρωμής υπό όρους πρέπει να χαρακτηριστεί ως υποχρέωση πληρωμής άνευ ετέρου.

Β.      Επί της ουσίας

1.      Τυπικές απαιτήσεις για τις συμβάσεις εξ αποστάσεως και την πληρωμή «υπό όρους»

29.      Όπως προκύπτει από το άρθρο 1 της οδηγίας 2011/83, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών της σκέψεων 4, 5 και 7, αυτή έχει ως σκοπό να συμβάλει στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς εξασφαλίζοντας υψηλό επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων των καταναλωτών στις συναλλαγές με τους εμπόρους. Η προστασία των καταναλωτών στο πλαίσιο των πολιτικών της Ένωσης κατοχυρώνεται στο άρθρο 169 ΣΛΕΕ καθώς και στο άρθρο 38 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (4).

30.      Όπως προκύπτει από το άρθρο της 3, η οδηγία 2011/83 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της συμβάσεις μεταξύ εμπόρων και καταναλωτών που συνάπτονται εξ αποστάσεως, ο ορισμός των οποίων περιέχεται ρητώς στο άρθρο 2, σημείο 7.

31.      Μια σύμβαση εντολής διαχείρισης υποθέσεων η οποία συνάπτεται μεταξύ μισθωτή ακινήτου (καταναλωτή) και εμπόρου μέσω ειδικού δικτυακού τόπου, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως σύμβαση εξ αποστάσεως εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

32.      Προς τον σκοπό της προστασίας της ασφάλειας των καταναλωτών στις συναλλαγές με εμπόρους, το άρθρο 6 επιβάλλει στον έμπορο, για την έγκυρη σύναψη συμβάσεων εξ αποστάσεως, την υποχρέωση να παρέχει στον καταναλωτή, με τρόπο σαφή και κατανοητό, ορισμένες ουσιώδεις πληροφορίες.

33.      Συναφώς, στο άρθρο 8, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 39, διαλαμβάνονται, επιπλέον, ορισμένες τυπικές απαιτήσεις που πρέπει να τηρούνται.

34.      Ειδικότερα, το άρθρο 8, παράγραφος 2, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση του εμπόρου να γνωστοποιεί στον καταναλωτή, με σαφή και ευκρινή τρόπο και αμέσως προτού ο καταναλωτής υποβάλει την παραγγελία του, ότι η σύναψη της σύμβασης συνεπάγεται υποχρέωση πληρωμής.

35.      Εξάλλου, εάν η υποβολή παραγγελίας απαιτεί την ενεργοποίηση ενός διακόπτη ή ανάλογη λειτουργία, ο διακόπτης ή η ανάλογη λειτουργία πρέπει να φέρουν ευανάγνωστη σήμανση που να αναγράφει τις λέξεις “παραγγελία με υποχρέωση πληρωμής” ή μια ανάλογη σαφή διατύπωση που να δείχνει ότι η υποβολή παραγγελίας συνεπάγεται υποχρέωση πληρωμής στον έμπορο. Αντιθέτως, εάν ο έμπορος δεν συμμορφωθεί με το παρόν εδάφιο, ο καταναλωτής δεν δεσμεύεται από τη σύμβαση ή την παραγγελία.

36.      Οι διατάξεις αυτές, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο (5), αναδεικνύουν την υποχρέωση του εμπόρου, κατά τον χρόνο σύναψης συμβάσεως εξ αποστάσεως με ηλεκτρονικό μέσο, να επισημαίνει σαφώς στον καταναλωτή την υποχρέωση πληρωμής της συμβατικής υπηρεσίας. Προκύπτει ότι η υποχρέωση παροχής τέτοιων ακριβών πληροφοριών συνδέεται με την αποδοχή της συμβατικής υποχρέωσης.

37.      Πρέπει να εκτιμηθούν η φύση και τα χαρακτηριστικά των συμβάσεων που συνάπτονται εξ αποστάσεως με ηλεκτρονικό μέσο και οι οποίες συνεπάγονται υποχρέωση πληρωμής υπό όρους –όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη– προκειμένου να καθοριστεί αν τα στοιχεία που περιέχονται στις συμβάσεις αυτές παρέχουν στον καταναλωτή τη δυνατότητα να αναγνωρίσει ρητώς, κατά την υπογραφή της συμβάσεως, δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας, την υποχρέωση πληρωμής που υπέχει.

38.      Η γραμματική ερμηνεία, η συστηματική ερμηνεία και οι σκοποί της οδηγίας οδηγούν, κατά τη γνώμη μου, στην ίδια λύση: οι τυπικές απαιτήσεις που επιβάλλει το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2011/83 εφαρμόζονται και στην περίπτωση κατά την οποία η υποχρέωση πληρωμής την οποία υπέχει ο καταναλωτής εξαρτάται από την πλήρωση ορισμένης προϋπόθεσης εκτός της σφαίρας επιρροής του καταναλωτή.

39.      Όσον αφορά τη διατύπωση της οδηγίας, η χρησιμοποιούμενη έκφραση, σύμφωνα με την οποία ο «έμπορος οφείλει να μεριμνήσει ώστε ο καταναλωτής, υποβάλλοντας την παραγγελία του, να αναγνωρίσει ρητώς ότι η παραγγελία συνεπάγεται υποχρέωση πληρωμής», δεν διακρίνει μεταξύ πληρωμών βέβαιων ή «υπό όρους».

40.      Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, αν βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να περιορίσει την υποχρέωση ενημέρωσης μόνο στην περίπτωση υποχρέωσης πληρωμής απαλλαγμένης από όρους, θα το είχε πράξει ρητώς. Εντούτοις, δεν το έπραξε (6). Η σύναψη σύμβασης με ηλεκτρονικό μέσο «συνεπάγεται» ήδη αφ’ εαυτής υποχρέωση πληρωμής, ακόμη και όταν η υποχρέωση αυτή δεν γεννάται υποχρεωτικά, αλλά είναι απλώς δυνατή. Πράγματι, η προϋπόθεση από την οποία εξαρτάται η πραγματική επέλευση της υποχρέωσης πληρωμής εκφεύγει από τη σφαίρα επιρροής του καταναλωτή και, εν συνεχεία, κατά τη σύναψη της σύμβασης, δεν θα υπάρξει νέο χρονικό σημείο κατά το οποίο ο καταναλωτής θα κληθεί να παράσχει τη συγκατάθεσή του για την ίδια την πληρωμή.

41.      Ο μέσος καταναλωτής, χωρίς εμπεριστατωμένες τεχνικές και νομικές γνώσεις, δεν είναι σε θέση να κατανοήσει αν μια σύμβαση υπόκειται σε όρους ή όχι. Επομένως, τα δικαιώματα του καταναλωτή ο οποίος συνάπτει σύμβαση εξ αποστάσεως με ηλεκτρονικό μέσο, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, μπορούν να προστατευθούν δεόντως μόνον αν ο καταναλωτής έχει ενημερωθεί ρητώς, τη στιγμή κατά την οποία πατά το πλήκτρο προκειμένου να συνάψει τη σύμβαση, περί του ότι αναλαμβάνει υποχρέωση πληρωμής χωρίς να χρειάζεται να προβεί σε εκ των υστέρων δήλωση της βούλησής του.

42.      Όσον αφορά τις διακρίσεις που προτείνει η ενάγουσα της κύριας δίκης, σύμφωνα με τις οποίες δεν πρόκειται για πραγματική «αντιπαροχής ως αντάλλαγμα» λόγω της ιδιαιτερότητας της κατάστασης, αρκεί να επισημανθεί ότι ο τρόπος αμοιβής μέσω success fee (αμοιβής μόνο σε περίπτωση επιτυχίας) είναι αρκετά διαδεδομένος στον κόσμο των επιχειρήσεων και συνιστά πραγματικό τρόπο αμοιβής για την παρεχόμενη υπηρεσία. Συγκεκριμένα, ο έμπορος είναι εκείνος που επιλέγει μονομερώς να αμειφθεί μόνο σε περίπτωση επιτυχίας της παρεχόμενης επαγγελματικής υπηρεσίας, ο δε καταναλωτής δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο σε αυτό. Οι δικαιολογητικές βάσεις για την επιλογή αυτού του τρόπου αμοιβής μπορεί να είναι πολύ διαφορετικές, αλλά είναι κυρίως αμιγώς εμπορικού χαρακτήρα, προκειμένου να παρακινηθεί ο καταναλωτής να συνάψει τη σύμβαση και να μην ενεργήσει για ίδιο λογαριασμό. Ωστόσο, τούτο δεν επηρεάζει, κατά τη γνώμη μου, το αν το success fee θα χαρακτηριστεί ως αμοιβή ή ως αντιπαροχή.

43.      Υπέρ της ίδιας απόψεως συνηγορούν η συστηματική ερμηνεία και οι σκοποί της οδηγίας. Όπως σαφώς επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφαση Fuhrmann‑2 (7) το χρονικό σημείο της αποδοχής αποτελεί κρίσιμο χρονικό σημείο για την παροχή των πληροφοριών στον καταναλωτή. Το Δικαστήριο επισήμανε συναφώς ότι η ολοκλήρωση μιας διαδικασίας παραγγελίας που συνεπάγεται υποχρέωση πληρωμής για τον καταναλωτή αποτελεί θεμελιώδες στάδιο, καθόσον συνεπάγεται ότι ο καταναλωτής δέχεται όχι μόνο να δεσμευθεί δυνάμει της συμβάσεως εξ αποστάσεως, αλλά και να αναλάβει την υποχρέωση πληρωμής. Επομένως, αν γινόταν δεκτό ότι, με το πάτημα ενός πλήκτρου ή με την ενεργοποίηση μιας ανάλογης λειτουργίας, ο καταναλωτής θα έπρεπε να συναγάγει από τις περιστάσεις της διαδικασίας αυτής ότι αναλαμβάνει την υποχρέωση να πληρώσει, ενώ η σήμανση που φέρει το συγκεκριμένο πλήκτρο ή η συγκεκριμένη ανάλογη λειτουργία δεν του παρέχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει τις προαναφερθείσες συνέπειες με απόλυτη βεβαιότητα, θα υπονομευόταν ο σκοπός της οδηγίας 2011/83, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων των καταναλωτών στον τομέα της πληροφόρησης.

44.      Η συμβατική σχέση που αποτελεί τη νομική βάση της υποχρέωσης πληρωμής γεννάται μάλλον όταν ο καταναλωτής δηλώνει τη βούλησή του, ήτοι όταν πατά το πλήκτρο προκειμένου να πραγματοποιήσει την παραγγελία.

45.      Συμφωνώ με την Επιτροπή (8) ότι μια ερμηνεία που βασίζεται στην πρακτική αποτελεσματικότητα της διάταξης οδηγεί επίσης στο ίδιο αποτέλεσμα: η υποχρέωση τήρησης των τυπικών απαιτήσεων που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/83 ακόμη και στην περίπτωση πληρωμής «υπό όρους» είναι, πράγματι, ο μόνος τρόπος διασφάλισης της επαρκούς πληροφόρησης και ασφάλειας των καταναλωτών στις συναλλαγές τους με τους εμπόρους. Σε πολλές περιπτώσεις, η πραγματική υποχρέωση πληρωμής του καταναλωτή εξαρτάται από μεταγενέστερα γεγονότα επί των οποίων δεν έχει κανέναν έλεγχο, τυχόν δε εξαίρεση όλων αυτών των περιπτώσεων από το πεδίο εφαρμογής της υποχρέωσης παροχής πληροφοριών θα υπονόμευε ανεπίτρεπτα το πεδίο προστασίας που καθιερώνει η οδηγία.

46.      Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι λύση όπως η προτεινόμενη θα ενείχε τον κίνδυνο δημιουργίας ασάφειας για τον καταναλωτή, δεδομένου ότι δεν είναι σαφές ότι η υποχρέωση πληρωμής εξαρτάται μόνον από την προϋπόθεση της ανάκτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών. Φρονώ ότι, υπό το πρίσμα των σκοπών προστασίας του καταναλωτή που επιδιώκει η οδηγία, το πραγματικό περιεχόμενο της υποχρέωσης μπορεί να αποσαφηνιστεί στους συμβατικούς όρους που επιδεικνύονται στον καταναλωτή πριν από την αποδοχή της υποχρέωσης πληρωμής. Η αντίθετη λύση, ήτοι η παραπομπή στους συμβατικούς όρους για την ανάληψη υποχρέωσης πληρωμής (έστω και υπό όρους) χωρίς ρητή ένδειξη κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, θα αντέβαινε στους σκοπούς της οδηγίας.

47.      Πρέπει επίσης να προστεθεί, σε αντίθεση με ό,τι φαίνεται να υποστηρίζει η ενάγουσα, ότι, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της οδηγίας ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, δεν τίθεται ζήτημα στάθμισης ορισμένης επιχειρηματικής ανάγκης έναντι του σκοπού αυτού. Ήτοι, δεν γίνεται αντιληπτό ποιο θα ήταν το πρόσθετο κόστος ή η ζημία που θα υφίστατο η επιχείρηση από την προσαρμογή του πλήκτρου στις υποχρεώσεις της οδηγίας (9).

48.      Εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν, στην περίπτωση υποχρέωσης πληρωμής υπό όρους, η ίδια η διατύπωση της σήμανσης του πλήκτρου μπορεί να εμπλουτιστεί ώστε να αναγράφεται ότι η υποχρέωση πληρωμής γεννάται μόνον εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Και ως προς το σημείο αυτό συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής (10) κατά την οποία η σαφής διατύπωση του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2011/83 αποκλείει παρόμοιο εμπλουτισμό της διατύπωσης της σήμανσης του πλήκτρου. Πράγματι, είναι σαφές ότι το πλήκτρο πρέπει να φέρει ευανάγνωστη σήμανση που να αναγράφει αποκλειστικά τις λέξεις «παραγγελία με υποχρέωση πληρωμής» ή ανάλογη διατύπωση. Τούτο συνάδει με την πρόθεση του νομοθέτη να ενημερώσει τον καταναλωτή, κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο, περί της υποχρέωσής του να πληρώσει, η δε προσθήκη περαιτέρω πληροφοριών στο πλήκτρο θα μπορούσε να υπονομεύσει τη σαφήνεια.

2.      Συνέπειες της μη τήρησης των τυπικών απαιτήσεων επί του κύρους της σύμβασης: βούληση καταναλωτή και νομιμοποίηση τρίτων

49.      Όπως ορθώς υπενθύμισε η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της (11), κατά το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας 2011/83, η οδηγία δεν θίγει το εθνικό γενικό δίκαιο περί συμβάσεων, όπως τους κανόνες εγκυρότητας, διαμόρφωσης ή αποτελέσματος μιας σύμβασης, στον βαθμό που στην εν λόγω οδηγία δεν ρυθμίζονται γενικές έννοιες του δικαίου των συμβάσεων.

50.      Στο άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, όσον αφορά την υποχρέωση σαφούς μνείας περί υποχρέωσης πληρωμής κατά την υποβολή της παραγγελίας, η οδηγία προβλέπει απλώς ότι αν ο έμπορος δεν συμμορφωθεί με το παρόν εδάφιο «ο καταναλωτής δεν δεσμεύεται από τη σύμβαση ή την παραγγελία».

51.      Ωστόσο, στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης, η ακυρότητα της σύμβασης μεταξύ του εμπόρου και του καταναλωτή δεν προβάλλεται από τον καταναλωτή (τον μισθωτή), αλλά από τρίτον (τον εκμισθωτή) ο οποίος έχει οπωσδήποτε συμφέρον για την ακύρωση της σύμβασης, καθόσον θα εξαφανιζόταν η αξίωση που επιδιώκει δικαστικώς ο έμπορος εναντίον του.

52.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (12), οι καταχρηστικές ρήτρες δεν πρέπει να εφαρμόζονται, εκτός αν ο καταναλωτής αντιτίθεται σε αυτό. Επομένως, κατά το μέτρο που ο καταναλωτής εξέφρασε την επιθυμία να διατηρηθούν σε ισχύ οι καταχρηστικές ρήτρες, το σύστημα προστασίας από τις εν λόγω ρήτρες δεν έχει εφαρμογή. Τούτο θα οδηγούσε, πράγματι, σε στρεβλωτικά αποτελέσματα, άσχετα προς το πνεύμα και τον σκοπό της οδηγίας 2011/83, στην οποία η προστασία του συμφέροντος του μεμονωμένου καταναλωτή αναγνωρίζεται ως απόλυτη προτεραιότητα.

53.      Επομένως, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8, κατά το μέτρο που προβλέπει ότι ο καταναλωτής δεν θα δεσμεύεται από την παραγγελία, δεν είναι απαλλαγμένο αιρέσεων, εντούτοις, σύμφωνα με όσα έκρινε το Δικαστήριο με τις ανωτέρω αποφάσεις, έχει ως όριο τη βούληση του καταναλωτή.

54.      Τούτο σημαίνει, στην υπό κρίση υπόθεση, ότι η αναγνώριση της ακυρότητας και η επακόλουθη μη εφαρμογή της επίμαχης ρήτρας και, κατά περίπτωση ολόκληρης της σύμβασης, μεταξύ του καταναλωτή και του εμπόρου επαφίεται στη βούληση του καταναλωτή, η προστασία του οποίου επιδιώκεται ειδικώς με την ακύρωση της ρήτρας.

55.      Τούτο συνεπάγεται, κατά τη γνώμη μου, ελλείψει αντιθέτων διατάξεων του εθνικού δικαίου (λόγω της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών), ότι τρίτος μπορεί νομίμως να προβάλει την ακυρότητα ρήτρας σύμβασης συναφθείσας μεταξύ εμπόρου και καταναλωτή εφόσον έχει συμφέρον να το πράξει, καθόσον ενάγεται βάσει της σύμβασης αυτής. Ωστόσο, ο δικαστής θα πρέπει να εκτιμήσει αν τα συμφέροντα του τρίτου και τα συμφέροντα του καταναλωτή συμπίπτουν (ή, εν πάση περιπτώσει, αν τα συμφέροντα του τρίτου μπορούν να στηρίξουν την προστασία του καταναλωτή) ή αν αποκλίνουν. Στη δεύτερη περίπτωση, λόγω του ότι η ακυρότητα την οποία προβλέπουν οι οδηγίες για την προστασία των καταναλωτών εμπίπτει στην κατηγορία της «προστατευτικής ακυρότητας», ανεξάρτητα από την ακριβή κατηγοριοποίηση στο εθνικό δίκαιο, το δικαστήριο οφείλει να λάβει την απόφασή του με βάση τη βούληση του καταναλωτή. Σε περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής εκφράσει σαφώς τη βούλησή του να διατηρηθούν σε ισχύ τα αποτελέσματα της ρήτρας και της σύμβασης, η μόνη συνέπεια θα είναι η απόρριψη της αγωγής με αίτημα την ακύρωσή της την οποία άσκησε ο τρίτος (13).

56.      Εάν το εθνικό δίκαιο δεν το απαγορεύει, φρονώ ότι τρίτος δικαιούται να προβάλει τυχόν ακυρότητα ρήτρας σύμβασης συναφθείσας μεταξύ καταναλωτή και εμπόρου εάν έχει συμφέρον να το πράξει, εντούτοις, δεδομένου ότι η ακυρότητα που προβλέπεται στο άρθρο 8 έχει «προστατευτικό» χαρακτήρα, ο καταναλωτής θα είναι πάντοτε εκείνος που θα έχει τον τελικό λόγο ως προς το εάν επιθυμεί να επωφεληθεί από την ακυρότητα ή όχι και που θα αποφασίσει, εκδηλώνοντας μεταγενέστερα τη βούλησή του, να επικυρώσει τα αποτελέσματα μιας άκυρης ρήτρας (σχετική ακυρότητα). Επομένως, τρίτος δεν δύναται να ζητήσει να κηρυχθεί άκυρη ρήτρα σύμβασης μεταξύ καταναλωτή και εμπόρου εάν πάσχει ακυρότητα, στην περίπτωση που αυτό είναι αντίθετο προς τη βούληση και το συμφέρον του καταναλωτή, την προστασία του οποίου εξυπηρετεί το νομοθετικό μέτρο.

57.      Το τελευταίο ζήτημα, σχετικά με τα αποτελέσματα της μη τήρησης, αφορά τις διαφορές στη διατύπωση μεταξύ της εθνικής διάταξης (του άρθρου 312j, παράγραφοι 3 και 4, του BGB) και του άρθρου 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/83.

58.      Πράγματι, το γράμμα της εθνικής διάταξης με την οποία μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη η οδηγία 2011/83 ορίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η σύμβαση μπορεί να θεωρηθεί ως καταρτισθείσα μόνον εφόσον ο έμπορος τηρεί τις υποχρεώσεις που προβλέπει η εν λόγω οδηγία. Η διαφορά στο νόημα σε σχέση με τη διατύπωση της οδηγίας είναι αναμφίβολα σημαντική, καθώς ελλείπει οποιαδήποτε αναφορά στη βούληση του καταναλωτή. Εξ αυτού θα μπορούσε να συναχθεί ότι, κατά το εθνικό δίκαιο, η ακυρότητα της σύμβασης σε περίπτωση μη τήρησης των προβλεπόμενων τυπικών απαιτήσεων είναι απόλυτη.

59.      Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν είναι δυνατή η σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία του εθνικού δικαίου, κατ’ εφαρμογήν της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου. Πράγματι, η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να πράττουν ό,τι είναι δυνατό εντός των ορίων της αρμοδιότητάς τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας τις αναγνωρισμένες από το δίκαιο αυτό μεθόδους ερμηνείας, προκειμένου να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της οικείας οδηγίας και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία αυτή. Η απαίτηση περί σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας περιλαμβάνει και την υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να τροποποιούν, αν παρίσταται ανάγκη, την πάγια νομολογία τους, σε περίπτωση που αυτή στηρίζεται σε ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου η οποία δεν συμβιβάζεται με τους σκοπούς της εκάστοτε οδηγίας. Ως εκ τούτου, δεν θα ήταν ορθή η κρίση εθνικού δικαστηρίου ότι αδυνατεί να ερμηνεύσει εθνική διάταξη σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης για τον λόγο και μόνον ότι η οικεία διάταξη έχει ερμηνευθεί παγίως κατά τρόπο μη συνάδοντα προς το δίκαιο αυτό (14). Εντούτοις, η υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας του εθνικού δικαίου υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς, ενώ δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για να θεμελιώσει contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου (15).

60.      Επομένως, το εθνικό δικαστήριο οφείλει, στην υπό κρίση υπόθεση, να λάβει υπόψη του το σύνολο του εσωτερικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της καλής πίστεως, προκειμένου να εκτιμήσει αν είναι δυνατή ερμηνεία του εθνικού δικαίου σύμφωνη προς το γράμμα και το πνεύμα της οδηγίας.

61.      Ειδικότερα, στην υπό κρίση υπόθεση, στην οποία προκύπτει η βούληση του μισθωτή να εξακολουθήσει να δεσμεύεται από την παραγγελία που πραγματοποίησε στον δικτυακό τόπο της ενάγουσας, το εθνικό δικαστήριο θα μπορούσε να ερμηνεύσει το άρθρο 312j, παράγραφοι 3 και 4, υπό την έννοια ότι δεν αποκλείει την εφαρμογή της καταχρηστικής ρήτρας, διατηρώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα αποτελέσματα της συμβατικής σχέσης μεταξύ της ενάγουσας και του μισθωτή της κύριας δίκης (16).

IV.    Προτάσεις

62.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα ως εξής:

«Το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2011/83/ΕΕ έχει την έννοια ότι:

στο πλαίσιο παραγγελίας με σκοπό τη σύναψη συμβάσεως εξ αποστάσεως με ηλεκτρονικό μέσο, η οποία απαιτεί το πάτημα ενός πλήκτρου ή ανάλογη λειτουργία, η σήμανση που φέρει το εν λόγω πλήκτρο πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις της διάταξης αυτής ακόμη και στην περίπτωση που ο καταναλωτής υπέχει, κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, υποχρέωση πληρωμής η οποία εξαρτάται από την επέλευση μελλοντικού γεγονότος το οποίο εκφεύγει από τη σφαίρα επιρροής του καταναλωτή. Τούτο υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει μεταγενέστερο χρονικό σημείο κατά το οποίο ο καταναλωτής δύναται να παράσχει τη συγκατάθεσή του για την πληρωμή.»


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.


2      Αφενός, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) εκτιμά ότι ο προστατευτικός σκοπός του άρθρου 312j, παράγραφοι 3 και 4, του BGB δεν θίγεται, εάν, στο πλαίσιο σύμβασης που συνάπτεται εξ αποστάσεως, (α) ο καταναλωτής διεκδικεί απαίτηση η οποία έχει ενδεχομένως ήδη γεννηθεί, (β) αμοιβή οφείλεται στον έμπορο μόνον υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ήτοι αποκλειστικά σε περίπτωση ευδοκίμησης, και (γ) η αμοιβή συνίσταται αποκλειστικά στη συμβολή του εμπόρου στην επιδίωξη ικανοποίησης της απαίτησης [βλ. αποφάσεις του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου) της 19ης Ιανουαρίου 2022, VIII ZR 123/21, DE:BGH:2022:190122UVIIIZR123.21.0, σκέψη 55, και της 30ής Μαρτίου 2022, VIII ZR 358/20, DE:BGH:2022:300322UVIIIZR358.20.0, σκέψη 58]. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, η σύμβαση που συνήφθη στην υπό κρίση υπόθεση μεταξύ της ενάγουσας και του μισθωτή πρέπει να θεωρηθεί έγκυρη. Αφετέρου, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) απέκλεισε ρητώς τη συσταλτική ερμηνεία βάσει του προστατευτικού σκοπού των ίδιων των διατάξεων του BGB [βλ. απόφαση του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου) της 19ης Ιανουαρίου 2022, VIII ZR 122/21, DE:BGH:2022:190122UVIIIZR122.21.0, σημείο 52], η οποία θα συνεπαγόταν την ακυρότητα της επίμαχης σύμβασης εξ αποστάσεως.


3      Αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 2020, Openbaar Ministerie (C‑510/19, EU:C:2020:953, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 24ης Φεβρουαρίου 2022, Tiketa (C‑536/20, EU:C:2022:112, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


4      Πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2019, Amazon EU (C‑649/17, EU:C:2019:576, σκέψη 39)· απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Fuhrmann‑2 (C‑249/21, EU:C:2022:269, σκέψη 21).


5      Βλ., ιδίως, πρόσφατα στοιχεία σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2011/83 τα οποία παρέσχε το Δικαστήριο στην απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Fuhrmann-2 (C‑249/21, EU:C:2022:269).


6      Γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής, σημείο 16.


7      Βλ. απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Fuhrmann‑2 (C‑249/21, EU:C:2022:269, σκέψη 30).


8      Γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής, σημείο 21.


9      Βλ. απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Fuhrmann‑2 (C‑249/21, EU:C:2022:269, σκέψη 31), κατά την οποία, καίτοι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, κατά την ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 2011/83 πρέπει να διασφαλίζεται, όπως αναφέρει η αιτιολογική σκέψη 4 της οικείας οδηγίας, δίκαιη ισορροπία μεταξύ μιας υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, αλλά να γίνεται συγχρόνως σεβαστή και η επιχειρηματική ελευθερία, διαπιστώνεται ότι δεν τίθεται ζήτημα τέτοιας σταθμίσεως εν προκειμένω, δεδομένου ότι η σύνταξη ή η τροποποίηση μιας σημάνσεως που φέρει ένα πλήκτρο ή ανάλογη λειτουργία ηλεκτρονικής παραγγελίας δεν συνεπάγεται καμία σημαντική επιβάρυνση ικανή να πλήξει την ανταγωνιστικότητα ή την επιχειρηματική ελευθερία των οικείων εμπόρων.


10      Γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής, σημείο 24.


11      Γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής, σημείο 27.


12      Πρβλ. αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2009, Pannon GSM (C‑243/08, EU:C:2009:350), της 17ης Δεκεμβρίου 2009, Martín (C‑227/08, EU:C:2009:792), και της 3ης Οκτωβρίου 2019, Dziubak (C‑260/18, EU:C:2019:819). Βλ. επίσης Annarita Freda, «Riflessioni sulle c.d. nullità di protezione sul potere-dovere di rilevazione officiosa», Ricerche Giuridiche, II, 2013, σ. 583· Stefano Milanesi, «Le pronunce Pannon ed Eva Martin sulla rilevabilità d’ufficio delle nullità di protezione», Giurisprudenza Commerciale, II, 2010, σ. 801· Stefano Pagliantini, «La nullità di protezione tra rilevabilità d’ufficio e convalida», Persona e Mercato, I, 2009, σ. 26· Rosalba Alessi, «Nullità di protezione e poteri del giudice tra Corte di Giustizia e sezioni unite della Cassazione», Europa e Diritto Privato, IV, 2014, σ. 1173.


13      Όπως επισήμανε η ενάγουσα με τις απαντήσεις της κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 27ης Σεπτεμβρίου 2023, ο μισθωτής επιβεβαίωσε τη βούλησή του να διατηρήσει την ισχύ της σύμβασης παρά την καταχρηστική ρήτρα. Ειδικότερα, κατόπιν των αμφιβολιών που εξέφρασε το αιτούν δικαστήριο ως προς την εγκυρότητα της επίμαχης ρήτρας, η ενάγουσα επικοινώνησε με τον μισθωτή, θέτοντάς του ρητώς το ερώτημα αν επιθυμούσε μολαταύτα να συνάψει τη σύμβαση, ο δε μισθωτής απάντησε καταφατικά.


14      Βλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Max-Planck-Gesellschaft zur Förderung der Wissenschaften (C‑684/16, EU:C:2018:874, σκέψεις 59 και 60).


15      Βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Sumal (C‑882/19, EU:C:2021:800, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


16      Παρόμοια λύση υιοθετήθηκε από τη διευρυμένη σύνθεση του Corte di Cassazione (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία) με την υπ’ αριθ. 28314 απόφασή του της 4ης Νοεμβρίου 2019. Βλ., συναφώς, Tommaso Febbrajo, «Uso selettivo della nullità di protezione tra buona fede e principi rimediali di effettività, proporzionalità e dissuasività», Persona e Mercato, II, 2021, σ. 345· Giuseppe Vettori, «Nullità selettive e riequilibrio effettivo. L’evoluzione della buona fede», Persona e Mercato, IV, 2019, σ. 21· Chiara Sartoris, «La sentenza delle seziono unite sulla nullità selettiva: tra protezione e buona fede», Persona e Mercato, IV, 2019, σ. 69.