Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JEAN RICHARD DE LA TOUR

της 19ης Οκτωβρίου 2023 (1)

Υπόθεση C352/22

A.

παρισταμένης της:

Generalstaatsanwaltschaft Hamm

[αίτηση του Oberlandesgericht Hamm (ανώτερου περιφερειακού δικαστηρίου Hamm, Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινή πολιτική στον τομέα του ασύλου – Απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα ληφθείσα από κράτος μέλος – Πρόσφυγας ο οποίος, κατόπιν της αποφάσεως αυτής, διαμένει σε έτερο κράτος μέλος – Αίτηση εκδόσεως από την τρίτη χώρα καταγωγής του πρόσφυγα προς το κράτος μέλος διαμονής – Οδηγία 2011/95/ΕΕ – Άρθρο 21, παράγραφος 1 – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Άρθρο 9, παράγραφοι 2 και 3 – Επίδραση της αποφάσεως περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα στη διαδικασία εκδόσεως – Άρθρο 78, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ – Κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου – Απουσία αρχής αμοιβαίας αναγνωρίσεως μεταξύ των κρατών μελών των αποφάσεων που χορηγούν καθεστώς πρόσφυγα – Άρθρο 18 και άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Προστασία του πρόσφυγα από την έκδοση – Αρχή της μη επαναπροωθήσεως»






I.      Εισαγωγή

1.        Έχει παρατηρηθεί ότι «η σχέση του προσφυγικού δικαίου με το δίκαιο της εκδόσεως είναι μακρά, πυκνή και περίπλοκη» (2). Ωστόσο, οι δύο αυτοί κλάδοι του διεθνούς δικαίου δεν ταυτίζονται και ο καθένας έχει αποκτήσει σταδιακά «τη δική του κανονιστική αυτονομία» (3), ενώ συγχρόνως συγκροτούν το διεθνές δίκαιο των δικαιωμάτων του ανθρώπου (4), το οποίο έχει εδραιώσει σταθερά την αρχή της μη επαναπροωθήσεως στο νομικό τοπίο (5).

2.        Επιπλέον, όπως έχει επισημανθεί από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR) (6), «[η] διεθνής προστασία των προσφύγων δεν αποκλείει την εφαρμογή του ποινικού δικαίου και αντιστρόφως. Η Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967 για το καθεστώς των προσφύγων δεν προστατεύουν τους πρόσφυγες ή τους αιτούντες άσυλο που έχουν επιδοθεί σε εγκληματικές πράξεις από την άσκηση ποινικών διώξεων. Ούτε το διεθνές δίκαιο για τους πρόσφυγες απαγορεύει με τρόπο απόλυτο την έκδοσή τους. […] Ωστόσο, όταν το πρόσωπο του οποίου ζητείται η έκδοση […] είναι πρόσφυγας ή αιτών άσυλο, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ειδικότερες ανάγκες προστασίας του».

3.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποσαφηνίσει τη σχέση μεταξύ των κανόνων του δικαίου της Ένωσης περί διεθνούς προστασίας και της αρμοδιότητας των κρατών μελών σε θέματα εκδόσεως προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες προστασίας προσώπου το οποίο απολαύει του καθεστώτος πρόσφυγα σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο που είναι αρμόδιο για την εξέταση αιτήσεως εκδόσεως που αφορά το συγκεκριμένο πρόσωπο.

4.        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (7), και του άρθρου 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (8).

5.        Στην υπό κρίση υπόθεση τίθεται το λεπτό ζήτημα εάν η απόφαση κράτους μέλους με την οποία αναγνωρίζεται το καθεστώς του πρόσφυγα έχει δεσμευτική ισχύ για τα λοιπά κράτη μέλη, υπό την έννοια ότι αυτά δεσμεύονται από τη συγκεκριμένη απόφαση και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από αυτήν. Το ζήτημα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για το σύνολο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου. Τίθεται δε εν προκειμένω στο πλαίσιο αιτήσεως εκδόσεως υποβληθείσας από τις τουρκικές αρχές προς τις γερμανικές αρχές με σκοπό την άσκηση ποινικής διώξεως εις βάρος Τούρκου υπηκόου διαμένοντος στη Γερμανία, στον οποίο είχε χορηγηθεί προηγουμένως από τις ιταλικές αρχές το καθεστώς πρόσφυγα λόγω του κινδύνου να υποστεί πολιτική δίωξη στην Τουρκία.

6.        Επομένως, το Δικαστήριο καλείται να κρίνει εάν η απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα την οποία λαμβάνει κράτος μέλος έχει, κατά το δίκαιο της Ένωσης, δεσμευτικό αποτέλεσμα στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως διεξαγόμενης σε άλλο κράτος μέλος, υπό την έννοια ότι η αρμόδια για τη διεξαγωγή της διαδικασίας αυτής αρχή οφείλει να αρνηθεί την έκδοση ενόσω η εν λόγω απόφαση είναι σε ισχύ.

7.        Στις παρούσες προτάσεις, θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι, ακόμη και αν η απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα που έχει εκδοθεί σε κράτος μέλος δεν έχει, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, δεσμευτική ισχύ για την αρχή που είναι αρμόδια για την εξέταση αιτήσεως εκδόσεως σε άλλο κράτος μέλος, εντούτοις η διαδικασία εκδόσεως πρέπει να διεξάγεται υπό συνθήκες σεβασμού του δικαιώματος ασύλου που κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (9) και, γενικότερα, της αρχής της μη επαναπροωθήσεως, η οποία κατοχυρώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα στο ίδιο άρθρο του Χάρτη, σε συνδυασμό με το άρθρο 33 της Συμβάσεως περί της νομικής καταστάσεως των προσφύγων (10), όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο εν σχέσει προς την νομικήν κατάστασιν των προσφύγων (11) (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), καθώς και με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη (12).

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το διεθνές δίκαιο

1.      Η Σύμβαση της Γενεύης

8.        Το άρθρο 33, παράγραφος 1, της Σύμβασης της Γενεύης ορίζει τα εξής:

«Ουδεμία Συμβαλλόμενη Χώρα θα απελαύνη ή θα επαναπροωθή καθ’ οιονδήποτε τρόπον πρόσφυγας εις τα σύνορα εδαφών ένθα η ζωή ή ελευθερία αυτών απειλούνται διά λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων.»

2.      Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως

9.        Οι σχέσεις μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Δημοκρατίας της Τουρκίας όσον αφορά την έκδοση διέπονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως (13). Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω συμβάσεως προβλέπει τα εξής:

«1.      Δεν χωρεί έκδοσις, εάν αξιόποινος πράξις, δι’ ην αιτείται η έκδοσις θεωρείται υπό του ετέρου Μέρους, ως πολιτική τοιαύτη ή ως πράξις συναφής προς τοιαύτην παράβασιν.

2.      Ο αυτός κανών ισχύει, εάν το καλούμενον προς έκδοσιν Μέρος έχει σοβαρούς λόγους να πιστεύη, ότι η αίτησις εκδόσεως, αιτιολογηθείσα διά τινός παραβάσεως του Κοινού Δικαίου υπεβλήθη επί τω σκοπώ διώξεως ή κολάσεως ατόμου διά φυλετικά, θρησκευτικά ή πολιτικά τούτου φρονήματα ή εθνικά τοιαύτα, ή ότι η θέσις του εν λόγω ατόμου διατρέχει κίνδυνον να επιδεινωθή από τον ένα ή τον έτερον των ως άνω λόγων.»

Β.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Η οδηγία 2011/95

10.      Το άρθρο 11 της οδηγίας 2011/95 καθορίζει τις περιστάσεις υπό τις οποίες ένας υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής παύει να είναι πρόσφυγας. Το δε άρθρο 12 της ίδιας οδηγίας αφορά τις περιπτώσεις αποκλεισμού από το καθεστώς πρόσφυγα.

11.      Κατά το άρθρο 13 της προμνησθείσας οδηγίας, «[τ]α κράτη μέλη χορηγούν το καθεστώς πρόσφυγα σε υπηκόους τρίτων χωρών ή σε ανιθαγενείς που πληρούν τις οικείες προϋποθέσεις σύμφωνα με τα κεφάλαια ΙΙ και ΙΙΙ».

12.      Το άρθρο 14 της ίδιας οδηγίας αφορά την «[α]νάκληση, [τον] τερματισμό ή [την] άρνηση ανανέωσης του καθεστώτος πρόσφυγα».

13.      Το άρθρο 21 της οδηγίας 2011/95, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προστασία από την επαναπροώθηση», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη σέβονται την αρχή της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με τις διεθνείς τους υποχρεώσεις.»

2.      H οδηγία 2013/32

14.      Το άρθρο 9 της οδηγίας 2013/32, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα παραμονής στο κράτος μέλος έως ότου εξετασθεί η αίτηση», προβλέπει τα εξής:

«1.      Στους αιτούντες επιτρέπεται να παραμείνουν στο κράτος μέλος, αποκλειστικά για το σκοπό της διαδικασίας, μέχρις ότου η αποφαινόμενη αρχή λάβει την απόφασή της σύμφωνα με τις πρωτοβάθμιες διαδικασίες που ορίζονται στο κεφάλαιο III. Το εν λόγω δικαίωμα παραμονής δεν θεμελιώνει δικαίωμα για χορήγηση άδειας διαμονής.

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να δεχθούν εξαίρεση μόνο όταν ένα πρόσωπο υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 41 ή όταν προτίθενται να παραδώσουν ή να εκδώσουν, ανάλογα με την περίπτωση, ένα πρόσωπο είτε σε άλλο κράτος μέλος δυνάμει υποχρεώσεων στο πλαίσιο ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως […] ή άλλως, είτε σε τρίτη χώρα, ή, τέλος, σε διεθνή ποινικά δικαστήρια.

3.      Ένα κράτος μέλος δύναται να εκδώσει έναν αιτούντα σε τρίτη χώρα κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2 μόνο εφόσον οι αρμόδιες αρχές έχουν πεισθεί ότι η απόφαση για την έκδοση δεν θα οδηγήσει σε άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση κατά παράβαση των διεθνών και ενωσιακών υποχρεώσεων του εν λόγω κράτους μέλους.»

Γ.      Το γερμανικό δίκαιο

15.      Το άρθρο 6, παράγραφος 2, του Gesetz über die internationale Rechtshilfe in Strafsachen (νόμου περί διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις) της 23ης Δεκεμβρίου 1982 (14), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: IRG), ορίζει τα εξής:

«Η έκδοση δεν επιτρέπεται εάν υφίστανται σοβαροί λόγοι για να θεωρηθεί ότι, σε περίπτωση εκδόσεως, ο εκζητούμενος θα διωχθεί ή θα τιμωρηθεί εξαιτίας της φυλής του, της θρησκείας, της εθνικότητας, της συμμετοχής του σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων, ή ότι, για οποιονδήποτε από τους λόγους αυτούς, υπάρχει κίνδυνος να επιδεινωθεί η θέση του προσώπου αυτού.»

16.      Το άρθρο 6 του Asylgesetz (νόμου περί ασύλου), της 26ης Ιουνίου 1992 (15), όπως δημοσιεύθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2008 (16), το οποίο τροποποιήθηκε εσχάτως με τον νόμο της 9ης Ιουλίου 2021 (17), ορίζει τα εξής:

«Η απόφαση επί της αιτήσεως ασύλου είναι δεσμευτική σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες ασκεί επιρροή η αναγνώριση ασύλου ή η χορήγηση διεθνούς προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, σημείο 2. Η διάταξη αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής στη διαδικασία εκδόσεως ούτε στη διαδικασία του άρθρου 58 του Aufenthaltsgesetz [(νόμου περί διαμονής των αλλοδαπών (18))].»

III. Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

17.      Ο A. είναι Τούρκος υπήκοος κουρδικής εθνοτικής καταγωγής. Εγκατέλειψε την Τουρκία το 2010.

18.      Με απρόσβλητη απόφαση της 19ης Μαΐου 2010, οι ιταλικές αρχές αναγνώρισαν στον Α. το καθεστώς πρόσφυγα με την αιτιολογία ότι διέτρεχε κίνδυνο να υποστεί πολιτική δίωξη από τις τουρκικές αρχές λόγω της υποστήριξής του στο Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK). Το εν λόγω καθεστώς πρόσφυγα έχει ισχύ μέχρι τις 25 Ιουνίου 2030.

19.      Από τον Ιούλιο του 2019 ο A. κατοικεί στη Γερμανία.

20.      Βάσει εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος στις 3 Ιουνίου 2020 από τουρκικό δικαστήριο, ο A. καταχωρίσθηκε στον Διεθνή Οργανισμό Εγκληματολογικής Αστυνομίας (Interpol) για να συλληφθεί επί σκοπώ εκδόσεως προκειμένου να ασκηθεί εις βάρος του ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Του προσάπτεται ότι στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στο Bingöl (Τουρκία), μετά από λεκτικό διαπληκτισμό με τον πατέρα του και τον αδελφό του, πυροβόλησε με κυνηγετικό όπλο και χτυπήθηκε η μητέρα του. Η μητέρα του απεβίωσε στο νοσοκομείο εξαιτίας των τραυμάτων που υπέστη.

21.      Ο A. συνελήφθη στη Γερμανία στις 18 Νοεμβρίου 2020 και τέθηκε υπό κράτηση, από τις 23 Νοεμβρίου 2020, επί σκοπώ εκδόσεώς του έως τις 14 Απριλίου 2022.

22.      Με διάταξη της 2ας Νοεμβρίου 2021, το Oberlandesgericht Hamm (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Hamm, Γερμανία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση, έκρινε παραδεκτή την έκδοση του Α. στην Τουρκία. Κατά το δικαστήριο αυτό, δεν υφίστατο κώλυμα για την έκδοση κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, του IRG και του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως περί εκδόσεως. Συγκεκριμένα, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε, έχοντας λάβει υπόψη τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο Α. και τα προσκομισθέντα από αυτόν έγγραφα, καθώς και τα πληροφοριακά στοιχεία που του είχαν διαβιβαστεί σε σχέση με τη διαδικασία ασύλου στην Ιταλία, ότι δεν συνέτρεχαν σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι η αίτηση εκδόσεως, αιτιολογικό έρεισμα της οποίας αποτελούσε η διάπραξη μη πολιτικής αξιόποινης πράξεως, είχε υποβληθεί με σκοπό τη δίωξη ή τον κολασμό του Α. λόγω των πολιτικών του φρονημάτων ή ότι, σε περίπτωση εκδόσεως, υπήρχε ο κίνδυνος να επιδεινωθεί για οποιονδήποτε από τους λόγους αυτούς η θέση του.

23.      Κατά το ίδιο δικαστήριο, η απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα, την οποία είχαν λάβει οι ιταλικές αρχές, δεν απέκλειε την έκδοση του Α. στην Τουρκία. Συγκεκριμένα, πρόκειται για δύο διακριτές διαδικασίες, οι οποίες θα μπορούσαν να καταλήξουν στη λήψη αποκλινουσών μεταξύ τους αποφάσεων. Μολονότι η απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα δεν έχει, κατά το γερμανικό δίκαιο, δεσμευτική ισχύ για τη διαδικασία εκδόσεως, εντούτοις, θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως ένδειξη όσον αφορά την αυτοτελή εξέταση των προϋποθέσεων του άρθρου 6, παράγραφος 2, του IRG και του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως.

24.      Επομένως, το αιτούν δικαστήριο προέβη σε ιδία πρόβλεψη του κινδύνου πολιτικών διώξεων εις βάρος του Α. υπό το πρίσμα της καταστάσεως στην Τουρκία. Βάσει των στοιχείων που είχε στη διάθεσή του, το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι ήταν αξιόπιστη η εκ μέρους των τουρκικών αρχών παρασχεθείσα διαβεβαίωση ότι σε περίπτωση εκδόσεως του Α. στην Τουρκία, η κινηθείσα εις βάρος του διαδικασία θα διασφάλιζε το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη. Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι σε περίπτωση εκδόσεως του A. στην Τουρκία, αυτός δεν διατρέχει σοβαρό και συγκεκριμένο κίνδυνο να υποστεί πολιτική δίωξη και, ως εκ τούτου, η αρχή της μη επαναπροωθήσεως βάσει του άρθρου 33 της Συμβάσεως της Γενεύης δεν θα εμπόδιζε την έκδοσή του.

25.      Η ως άνω διάταξη ακυρώθηκε από το Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, Γερμανία), κατόπιν συνταγματικής προσφυγής ασκηθείσας από τον A. Όπως προκύπτει κατ’ ουσίαν από τη διάταξη του εν λόγω δικαστηρίου της 30ής Μαρτίου 2022, το Oberlandesgericht Hamm (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Hamm) παρέλειψε να υποβάλει στο Δικαστήριο το καινοφανές και κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης προδικαστικό ερώτημα σχετικά με το εάν, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, η χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα στον A από τις ιταλικές αρχές είναι δεσμευτική για τη διαδικασία εκδόσεως που διεξάγεται στη Γερμανία και, ως εκ τούτου, αποκλείει σε κάθε περίπτωση την έκδοσή του στην Τουρκία (19).

26.      Κατόπιν αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Oberlandesgericht Hamm (ανώτερου περιφερειακού δικαστηρίου Hamm), εκλήθη το ίδιο δικαστήριο να αποφανθεί εκ νέου επί της αιτήσεως εκδόσεως. Το εν λόγω δικαστήριο υπογραμμίζει ότι το ζήτημα που μνημονεύεται στο προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων, το οποίο δεν έχει κριθεί από το Δικαστήριο, είναι εριζόμενο στη θεωρία.

27.      Ειδικότερα, μέρος της θεωρίας τάσσεται υπέρ της δεσμευτικής ισχύος της αποφάσεως περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως. Από το άρθρο 9, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32, όπου προβλέπεται ότι είναι δυνατή η έκδοση αιτούντος διεθνή προστασία σε τρίτη χώρα εφόσον οι αρμόδιες αρχές έχουν βεβαιωθεί ότι η απόφαση εκδόσεως δεν θα έχει ως αποτέλεσμα την άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση, συνάγει ότι αφ’ ης στιγμής έχει ληφθεί από κράτος μέλος απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα, η έκδοση του προσώπου που απολαύει του καθεστώτος αυτού δεν είναι πλέον επιτρεπτή από το δίκαιο της Ένωσης. Στην περίπτωση αυτή, το άρθρο 6, δεύτερη περίοδος, του νόμου περί ασύλου πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης. Εξάλλου, η συγκεκριμένη μερίδα της θεωρίας υποστηρίζει ότι οι οδηγίες 2011/95 και 2013/32 προβλέπουν ειδικούς κανόνες για την παύση, τον αποκλεισμό ή την ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα (20). Εάν τυχόν η απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα δεν είχε δεσμευτική ισχύ στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως και εάν, επομένως, ήταν δυνατόν να γίνει δεκτή αίτηση για την έκδοση πρόσφυγα ο οποίος έχει αναγνωρισθεί ως τέτοιος από τις αρχές άλλου κράτους μέλους, οι κανόνες αυτοί θα καταστρατηγούνταν.

28.      Αντιθέτως, σύμφωνα με άλλη μερίδα της θεωρίας, ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι οι διαδικασίες ασύλου και εκδόσεως είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους, όπερ σημαίνει ότι τυχόν απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα δεν μπορεί να παραγάγει δεσμευτικά αποτελέσματα στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως. Πράγματι, μεταξύ της αποφάσεως περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα και της κινήσεως της διαδικασίας εκδόσεως θα μπορούσε να έχει μεσολαβήσει μεγάλο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο οι περιστάσεις ενδέχεται να έχουν μεταβληθεί ουσιωδώς. Η παρούσα διαδικασία μπορεί να αποτελέσει την πρώτη ευκαιρία να εξεταστούν οι λόγοι αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγα, οι οποίοι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την ανάκληση του εν λόγω καθεστώτος. Εάν η απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα αναγνωριζόταν ως δεσμευτική για τη διαδικασία εκδόσεως, θα έπρεπε προηγουμένως να κινηθεί διαδικασία ανακλήσεως, όπερ δεν απαιτείται από την οδηγία 2011/95. Εντούτοις, πρέπει να γίνεται σεβαστή η αρχή της μη επαναπροωθήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95.

29.      Το αιτούν δικαστήριο συμφωνεί με την τελευταία αυτή ερμηνεία και εμμένει, εξάλλου, στις κρίσεις τις οποίες είχε ήδη διατυπώσει στη διάταξη της 2ας Νοεμβρίου 2021.

30.      Υπογραμμίζει ότι οι διαδικασίες ασύλου και εκδόσεως είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους. Οι οδηγίες 2011/95 και 2013/32 δεν περιέχουν καμία ρητή διάταξη που να αναγνωρίζει στις αποφάσεις για τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα δεσμευτική ισχύ στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως.

31.      Η αναγνώριση μιας τέτοιας δεσμευτικής ισχύος θα σήμαινε, περαιτέρω, ότι, σε περίπτωση που, κατά τη διαδικασία εκδόσεως, διαπιστώνονταν νέα στοιχεία που δικαιολογούν διαφορετική αξιολόγηση του κινδύνου πολιτικής δίωξης που διατρέχει ο εκζητούμενος, θα έπρεπε η αρχή του κράτους μέλους από το οποίο ζητείται η έκδοση να αναμείνει μέχρις ότου η αρχή του κράτους μέλους στο οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα προβεί, κατά περίπτωση, στην ανάκληση του καθεστώτος αυτού. Τούτο θα επιμήκυνε τη διαδικασία εκδόσεως, γεγονός που δεν συνάδει με την αρχή της ταχείας διεκπεραιώσεως που ισχύει, μεταξύ άλλων, όταν ο ενδιαφερόμενος τελεί υπό κράτηση επί σκοπώ εκδόσεως.

32.      Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι συνάδει με τον θεμιτό, όπως έχει αναγνωρίσει το Δικαστήριο (21), σκοπό της αποτροπής του κινδύνου της ατιμωρησίας, το να θεωρηθεί ότι, παρά την αναγνώριση στο πρόσωπο του εκζητουμένου του καθεστώτος πρόσφυγα από ένα κράτος μέλος, δεν αποκλείεται η έκδοσή του στην τρίτη χώρα καταγωγής του, εφόσον η έκδοση αυτή δεν αντιβαίνει στο διεθνές δίκαιο ή/και στο δίκαιο της Ένωσης, ιδίως στο άρθρο 18 και στο άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη. Συναφώς, μολονότι το γερμανικό δίκαιο επιτρέπει, θεωρητικά, να κινηθεί εις βάρος του εκζητουμένου ποινική διαδικασία εφόσον δεν χωρήσει έκδοση, στην πράξη, εντούτοις, δεν θα ήταν δυνατή η άσκηση μιας τέτοιας ποινικής διώξεως, λόγω του ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά που είχαν λάβει χώρα στην Τουρκία, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ατιμωρησία του εκζητουμένου.

33.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberlandesgericht Hamm (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Hamm) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 9, παράγραφοι 2 και 3, της [οδηγίας 2013/32], σε συνδυασμό με το άρθρο 21, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2011/95], την έννοια ότι η οριστική αναγνώριση προσώπου ως πρόσφυγα κατά τη [Σύμβαση της Γενεύης] σε άλλο κράτος μέλος […] έχει δεσμευτικό χαρακτήρα στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης που λαμβάνει χώρα στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης, βάσει της επιβαλλόμενης από το δίκαιο της Ένωσης υποχρέωσης σύμφωνης ερμηνείας του εθνικού δικαίου (άρθρο 288, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ), υπό την έννοια ότι η έκδοση του εν λόγω προσώπου στην τρίτη χώρα ή στη χώρα καταγωγής απαγορεύεται σε κάθε περίπτωση έως ότου ανακληθεί η αναγνώρισή του ως πρόσφυγα ή παρέλθει η ισχύς της;»

34.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο A., η Γερμανική και η Ιταλική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

35.      Στις 12 Ιουνίου 2023 διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, παρισταμένων του A., της Γερμανικής και της Ιταλικής Κυβερνήσεως, καθώς και της Επιτροπής.

IV.    Ανάλυση

36.      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τη σχέση μεταξύ των κανόνων του δικαίου της Ένωσης περί διεθνούς προστασίας και της αρμοδιότητας των κρατών μελών σε θέματα εκδόσεως. Ειδικότερα, πρέπει να καθοριστούν τα αποτελέσματα που παράγει η απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα υπέρ ενός προσώπου στη διαδικασίας εκδόσεως που διεξάγεται σε άλλο κράτος μέλος και αφορά το ίδιο πρόσωπο, σε περίπτωση που η αίτηση εκδόσεως προέρχεται από την τρίτη χώρα από την οποία το εν λόγω πρόσωπο έχει διαφύγει. Είναι η απόφαση αυτή δεσμευτική για την αρχή του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως, ώστε η αρχή αυτή να δεσμεύεται από την εν λόγω απόφαση ως προς την εκτίμησή της, ή αποτελεί απλώς ένας στοιχείο το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη από την προμνησθείσα αρχή; Συνεπάγεται τυχόν θετική απάντηση στην αίτηση εκδόσεως ότι θα πρέπει να προηγηθεί ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα; Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει, συναφώς, στο άρθρο 9, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 και στο άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95, στα οποία θεωρώ σκόπιμο να προστεθούν το άρθρο 78, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το άρθρο 18, και το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη.

37.      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι ελλείψει σχετικής διεθνούς συμβάσεως μεταξύ της Ένωσης και του εμπλεκόμενου τρίτου κράτους, εν προκειμένω της Τουρκίας, οι κανόνες σχετικά με την έκδοση εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, εντούτοις, τα κράτη μέλη οφείλουν να ασκούν την εν λόγω αρμοδιότητα τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης (22).

38.      Εξάλλου, στον βαθμό που ο Α. απέκτησε το καθεστώς πρόσφυγα στην Ιταλία σύμφωνα με τους κανόνες του παράγωγου δικαίου της Ένωσης περί διεθνούς προστασίας και, εν συνεχεία, άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο που του χορήγησε το καθεστώς πρόσφυγα (23), η επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, οι διατάξεις του Χάρτη, ιδίως το άρθρο 18 και το άρθρο 19, παράγραφος 2, τυγχάνουν εφαρμογής στο πλαίσιο της εξετάσεως της επίμαχης στην κύρια δίκη αιτήσεως εκδόσεως.

39.      Όπως προκύπτει από το άρθρο 6 του νόμου περί ασύλου, η ιταλική απόφαση δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε στον Α. το καθεστώς πρόσφυγα δεν είναι δεσμευτική στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως που διεξάγεται στη Γερμανία και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να οδηγεί αυτοδικαίως σε άρνηση εκδόσεως. Εξάλλου, το ίδιο θα ίσχυε ακόμη κι αν η απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα είχε ληφθεί από γερμανική αρχή.

40.      Με το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει διαφορετική αντιμετώπιση. Με άλλα λόγια, μπορεί να θεωρηθεί ότι το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει σε κράτος μέλος να αρνείται την έκδοση προσώπου για όσο χρονικό διάστημα απολαύει το πρόσωπο αυτό του καθεστώτος πρόσφυγα που του έχει χορηγηθεί από έτερο κράτος μέλος;

41.      Οι διάδικοι και τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη της παρούσας διαδικασίας συμφωνούν ότι η ύπαρξη αποφάσεως περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα σε ένα κράτος μέλος πρέπει να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στο πλαίσιο μιας διαδικασίας εκδόσεως που διεξάγεται σε άλλο κράτος μέλος. Διχογνωμία υπάρχει μόνον ως προς την ακριβή έκταση των αποτελεσμάτων που πρέπει να αναγνωριστούν σε μια τέτοια απόφαση.

42.      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα εάν απόφαση περί χορηγήσεως καθεστώτος πρόσφυγα που έχει εκδοθεί από κράτος μέλος έχει δεσμευτική ισχύ στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως διεξαγόμενης σε άλλο κράτος μέλος, είναι αναγκαίο να διευκρινιστούν οι υποχρεώσεις που υπέχει το τελευταίο αυτό κράτος μέλος σε κατάσταση που διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης.

43.      Όπως ήδη αναφέρθηκε, το άρθρο 18 και το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη τυγχάνουν εφαρμογής στο πλαίσιο της εξετάσεως της επίμαχης στην κύρια δίκη αιτήσεως εκδόσεως. Συνεπώς, εναπόκειται στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως να επαληθεύσει ότι η έκδοση δεν θα έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του εκζητουμένου, ιδίως εκείνων που μνημονεύονται στις ως άνω διατάξεις.

44.      Κατά το άρθρο 18 του Χάρτη, «[τ]ο δικαίωμα ασύλου διασφαλίζεται τηρουμένων των κανόνων της [Συμβάσεως της Γενεύης] και σύμφωνα με [τις Συνθήκες]». Σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, «[κ]ανείς δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να απελαθεί ή να εκδοθεί προς κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση».

45.      Το δικαίωμα ασύλου διασφαλίζεται επί τη βάσει της αρχής της μη επαναπροωθήσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 33, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Γενεύης. Στο δίκαιο της Ένωσης, η αρχή αυτή κατοχυρώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα στο άρθρο 18 του Χάρτη, σε συνδυασμό με το άρθρο 33 της ως άνω Συμβάσεως, και στο άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη (24). Η υποχρέωση των κρατών μελών να τηρούν την εν λόγω αρχή απορρέει και από το άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95. Όπως αναφέρει η UNCHR, «[η] αρχή της μη επαναπροώθησης, που απαγορεύει τη βίαιη απομάκρυνση των προσφύγων στα σύνορα εδαφών όπου κινδυνεύουν από διώξεις, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του καθεστώτος της διεθνούς προστασίας των προσφύγων» (25).

46.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από την απόφασή του της 6ης Σεπτεμβρίου 2016 στην υπόθεση Petruhhin (26) και εφεξής, σε περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως προτίθεται να προβεί στην έκδοση προσώπου που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης κατόπιν αιτήματος τρίτης χώρας, αυτό το πρώτο κράτος μέλος οφείλει να διακριβώσει ότι η έκδοση δεν θα έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει ο Χάρτης, ιδίως το άρθρο 19, παράγραφος 2 (27). Επομένως, τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να απομακρύνουν, να απελαύνουν ή να εκδίδουν αλλοδαπό σε περίπτωση που συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι θα διατρέξει στη χώρα προορισμού πραγματικό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση η οποία απαγορεύεται από το άρθρο 4 και το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, τα οποία απαγορεύουν απολύτως τα βασανιστήρια και κάθε απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή και μεταχείριση, ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς του ενδιαφερομένου, καθώς και την απομάκρυνση προς κράτος όπου υφίσταται σοβαρός κίνδυνος να υποστεί ο ενδιαφερόμενος τέτοια μεταχείριση (28). Επ’ αυτού, το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει υπέρ των προσφύγων ευρύτερη διεθνή προστασία από εκείνη που διασφαλίζει η Σύμβαση της Γενεύης, η οποία επιτρέπει, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, την επαναπροώθηση πρόσφυγα προς χώρα όπου ενδέχεται να απειλείται η ζωή ή η ελευθερία του (29).

47.      Είναι επίσης ευθύνη του κράτους μέλους από το οποίο ζητείται η έκδοση να διασφαλίσει την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 του Χάρτη (30). Εφόσον στο πρόσωπο του εκζητουμένου συντρέχουν οι προϋποθέσεις ώστε να έχει την ιδιότητα του πρόσφυγα, η οποία, κατά το Δικαστήριο (31), πρέπει να διακρίνεται από το καθεστώς του πρόσφυγα, το εν λόγω άρθρο απαγορεύει την έκδοσή του σε χώρα όπου θα διέτρεχε τον κίνδυνο να υποστεί δίωξη.

48.      Επομένως, η αρχή της μη επαναπροωθήσεως δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να προβεί στην έκδοση υπηκόου τρίτης χώρας στον οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα σε άλλο κράτος μέλος σε χώρα όπου υπάρχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι να θεωρηθεί ότι, σε περίπτωση εκδόσεως, ο ως άνω υπήκοος θα εκτεθεί σε πραγματικό κίνδυνο μεταχειρίσεως αντίθετης προς το άρθρο 18 ή το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη (32).

49.      Δεσμεύεται το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως, στο πλαίσιο του εκ μέρους του ελέγχου του εάν έχει τηρηθεί η αρχή της μη επαναπροωθήσεως, από απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα η οποία έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος, με αποτέλεσμα να υποχρεούται να αρνηθεί την έκδοση του εν λόγω προσώπου για όσο χρονικό διάστημα απολαύει του εν λόγω καθεστώτος;

50.      Φρονώ ότι η απάντηση είναι αρνητική, τούτο δε για δύο κύριους λόγους.

51.      Πρώτον, καθόσον το δίκαιο της Ένωσης, στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του, δεν προβλέπει την αμοιβαία αναγνώριση μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις αποφάσεις περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα, φρονώ ότι μια τέτοια απόφαση που εκδίδεται από κράτος μέλος ουδόλως δύναται να έχει δεσμευτική ισχύ στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως διεξαγόμενης σε έτερο κράτος μέλος (τμήμα Α).

52.      Δεύτερον, η διαδικασία εκδόσεως και η διαδικασία ανακλήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα αποτελούν δύο χωριστές διαδικασίες, οπότε η έκδοση δεν μπορεί να εξαρτάται από την προηγούμενη ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα που έχει αναγνωριστεί στο πρόσωπο του εκζητούμενου, αλλά υπόκειται σε αυτοτελή και ενημερωμένο έλεγχο από την αρμόδια για την έκδοση αρχή όσον αφορά την τήρηση της αρχής της μη επαναπροωθήσεως (τμήμα Β).

53.      Ωστόσο, η απόφαση ενός κράτους μέλους να χορηγήσει το καθεστώς πρόσφυγα αποτελεί ιδιαιτέρως σοβαρό στοιχείο, το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως που διεξάγεται σε έτερο κράτος μέλος (τμήμα Γ). Φρονώ επίσης ότι η συγκεκριμένη διαδικασία πρέπει να διεξάγεται τηρουμένης της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, προκειμένου να διασφαλίζεται η συνοχή των αποφάσεων που λαμβάνουν τα κράτη μέλη εντός του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (στο εξής: ΧΕΑΔ), όπερ προϋποθέτει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων για την έκδοση και των αρμόδιων για το άσυλο αρχών (τμήμα Δ).

Α.      Επί της μη ύπαρξης αρχής αμοιβαίας αναγνωρίσεως μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις αποφάσεις περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα

54.      Το ζήτημα εάν η εκδοθείσα από κράτος μέλος απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα έχει δεσμευτική ισχύ στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως που διεξάγεται σε έτερο κράτος μέλος συνδέεται στενά με το ζήτημα εάν υφίσταται ή όχι αρχή αμοιβαίας αναγνωρίσεως μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις αποφάσεις περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα.

55.      Εκτός από την υπό κρίση υπόθεση, επί του ζητήματος αυτού το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφανθεί και στο πλαίσιο τριών άλλων υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιόν του (33). Αν και, σε σχέση με τις τρεις αυτές υποθέσεις, η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται σε διαφορετικό πλαίσιο, ήτοι αυτό της εκδόσεως, ωστόσο και στις τέσσερις εγείρεται το ζήτημα, επί τη βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, της ενδεχόμενης δεσμευτικής ισχύος σε ένα κράτος μέλος της αποφάσεως περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα που έχει ληφθεί σε έτερο κράτος μέλος. Το Δικαστήριο καλείται, επομένως, στις υποθέσεις αυτές να διευκρινίσει το περιθώριο διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει είτε η αρμόδια για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας αρχή είτε η αρμόδια για την εξέταση αιτήσεως εκδόσεως αρχή όταν έχει εκδοθεί προηγουμένως από έτερο κράτος μέλος απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα.

56.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους και τους λοιπούς ενδιαφερομένους να λάβουν θέση επί του λεπτού αυτού ζητήματος.

57.      Συμφωνώ με τη Γερμανική Κυβέρνηση και την Επιτροπή ότι το δίκαιο της Ένωσης, στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του, δεν προβλέπει την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις αποφάσεις περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα (34).

58.      Βεβαίως, όπως υποστήριξε κατ’ ουσίαν η Ιταλική Κυβέρνηση, η οποία τάσσεται υπέρ της αμοιβαίας αναγνωρίσεως αυτού του είδους των αποφάσεων, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το πνεύμα του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου συνηγορεί υπέρ μιας τέτοιας αναγνωρίσεως, όπερ συνεπάγεται ότι τυχόν απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα που έχει ληφθεί από κράτος μέλος πρέπει να δεσμεύει τις αρχές των άλλων κρατών μελών.

59.      Ειδικότερα, το άρθρο 78, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ προβλέπει τη θέσπιση μέτρων όσον αφορά κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, στο οποίο περιλαμβάνονται ενιαίο καθεστώς ασύλου υπέρ των υπηκόων τρίτων χωρών, το οποίο ισχύει σε όλη την Ένωση. Όπως επιβεβαιώνει και η αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2011/95, το σύστημα αυτό, στο οποίο εντάσσεται τόσο η συγκεκριμένη οδηγία όσο και η οδηγία 2013/32, στηρίζεται στην πλήρη και συνολική εφαρμογή της Συμβάσεως της Γενεύης καθώς και στη δέσμευση ότι ουδείς θα υποχρεώνεται να επιστρέψει σε τόπο όπου διατρέχει κίνδυνο να υποστεί εκ νέου διώξεις (35).

60.      Επιπλέον, το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης (36), η οποία αποτελεί από μόνη της το θεμέλιο και την προϋπόθεση της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως. Κατά το Δικαστήριο, η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης επιβάλλει σε καθένα από τα κράτη μέλη να δέχονται, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, ότι όλα τα λοιπά κράτη μέλη τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, ότι σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται από το δίκαιο αυτό (37).

61.      Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου πρέπει να τεκμαίρεται ότι η μεταχείριση των αιτούντων διεθνή προστασία σε κάθε κράτος μέλος είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις του Χάρτη, της Συμβάσεως της Γενεύης καθώς και της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (38). Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, κατά την εφαρμογή του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32 (39), το οποίο αποτελεί, στο πλαίσιο της κοινής διαδικασίας ασύλου που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία, έκφραση της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης (40).

62.      Εξάλλου, σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (41), ένα μόνον κράτος μέλος αποφασίζει επί της αιτήσεως αυτής. Επιπλέον, το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου προβλέπει την εφαρμογή κοινών, σε μεγάλο βαθμό, κανόνων για την εξέταση των αιτήσεων, ανεξαρτήτως του ποιο είναι το υπεύθυνο κράτος μέλος για την εξέταση αυτή (42). Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο κύριος σκοπός της οδηγίας 2011/95, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 και την αιτιολογική σκέψη της 12, συνίσταται στο να διασφαλιστεί ότι τα κράτη μέλη εφαρμόζουν κοινά κριτήρια για τον προσδιορισμό των προσώπων που χρήζουν όντως διεθνούς προστασίας και ότι τα εν λόγω πρόσωπα έχουν πρόσβαση σε ένα ελάχιστο επίπεδο παροχών σε όλα τα κράτη μέλη (43).

63.      Από την εφαρμογή αυτή κοινών κανόνων και κριτηρίων θα μπορούσε να συναχθεί, ως φυσικό επακόλουθο, ότι υφίσταται αρχή αμοιβαίας αναγνωρίσεως μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις αποφάσεις περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα, όπερ θα σήμαινε ότι οι αποφάσεις αυτές πρέπει να είναι δεσμευτικές για τις αρχές όλων των κρατών μελών. Τούτο θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να κωλύεται η αρμόδια για την χορήγηση διεθνούς προστασίας αρχή να αποκλίνει από τις διαπιστώσεις στις οποίες κατέληξε η αρχή που χορήγησε προηγουμένως σε ορισμένο πρόσωπο το καθεστώς πρόσφυγα εντός έτερου κράτους μέλους. Αυτό θα μπορούσε επίσης να έχει ως αποτέλεσμα να κωλύεται και η αρχή ενώπιον της οποίας εκκρεμεί αίτηση εκδόσεως να απαντήσει θετικά στην αίτηση αυτή, υπό την έννοια ότι, συμφωνώντας στην έκδοση ενός προσώπου στο πρόσωπο του οποίου έχει αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα εντός έτερου κράτους μέλους, η εν λόγω αρχή θα στερούσε de facto από το πρόσωπο αυτό το καθεστώς πρόσφυγα.

64.      Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση ότι ο σκοπός που επιδιώκει το άρθρο 78, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, ήτοι ένα ενιαίο καθεστώς ασύλου για τους υπηκόους τρίτων χωρών που να ισχύει σε ολόκληρη την Ένωση, δεν έχει επιτευχθεί πλήρως από τον νομοθέτη της Ένωσης, μέσω της πρόβλεψης αρχής αμοιβαίας αναγνωρίσεως μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις αποφάσεις περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα και μέσω του προσδιορισμού των λεπτομερειών εφαρμογής της αρχής αυτής. Το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης προβλέπει συνεπώς την προοδευτική εγκαθίδρυση του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, η οποία πρέπει να πραγματοποιηθεί σταδιακά, ώστε να οδηγήσει τελικά σε ένα ομοιόμορφο καθεστώς ασύλου που θα ισχύει σε ολόκληρη την Ένωση (44). Όπως υποστήριξαν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου οικοδομείται σταδιακά και εναπόκειται αποκλειστικά στον νομοθέτη της Ένωσης να αποφασίσει, κατά περίπτωση, εάν θα προσδώσει δεσμευτική διασυνοριακή ισχύ στις αποφάσεις που χορηγούν το καθεστώς πρόσφυγα.

65.      Ως προς το σημείο αυτό, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, μολονότι η αμοιβαία εμπιστοσύνη αποτελεί το αναγκαίο θεμέλιο για την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων που εκδίδουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στο πλαίσιο του ΧΕΑΔ, εντούτοις, η εμπιστοσύνη αυτή δεν αρκεί, εάν δεν συνοδεύεται από ρητή πρόβλεψη στο πρωτογενές δίκαιο ή από ρητή βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να επιβάλει στα κράτη μέλη μια τέτοια αναγνώριση. Εν προκειμένω, στις οδηγίες 2011/95 και 2013/32 δεν εντοπίζεται καμία ρητή αναφορά στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις αποφάσεις που χορηγούν διεθνή προστασία. Επισημαίνεται επίσης ότι όταν ο νομοθέτης επιθυμεί να θεσπίσει μια τέτοια αρχή σε τομέα που εμπίπτει στον ΧΕΑΔ, το πράττει ρητώς (45).

66.      Σημειώνεται, εξάλλου, ότι και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει επίσης κρίνει ότι η αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων περί ασύλου δεν είναι αυτοδίκαιη (46).

67.      Από τα ανωτέρω συνάγεται, κατά τη γνώμη μου, ότι αρχή κράτους μέλους η οποία επιλαμβάνεται αιτήσεως διεθνούς προστασίας και η οποία επιλέγει να μην κάνει χρήση της δυνατότητας που της παρέχει το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32 να κρίνει την αίτηση αυτή ως απαράδεκτη όταν έχει χορηγηθεί διεθνής προστασία από άλλο κράτος μέλος (47), δεν δεσμεύεται από απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα που έχει εκδοθεί από έτερο κράτος μέλος. Η ως άνω αρχή οφείλει, επομένως, να εξετάσει την επίμαχη αίτηση επί της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των οδηγιών 2011/95 και 2013/32, και να εξακριβώσει εάν ο αιτών πληροί τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση της εν λόγω προστασίας, προβαίνοντας σε αυτοτελή εξέταση, το αποτέλεσμα της οποίας δεν μπορεί να προκαθορίζεται από την απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα που έχει ληφθεί προηγουμένως από έτερο κράτος μέλος. Πράγματι, καμία διάταξη της οδηγίας 2011/95 ή της οδηγίας 2013/32 δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να χορηγούν σε ένα πρόσωπο το καθεστώς πρόσφυγα για τον λόγο και μόνον ότι άλλο κράτος μέλος έχει ήδη χορηγήσει το καθεστώς αυτό στο συγκεκριμένο πρόσωπο.

68.      Το αυτό συμπέρασμα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να συναχθεί και όταν ένα κράτος μέλος αδυνατεί, σύμφωνα με τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Ibrahim κ.λπ. (48), να κάνει χρήση της δυνατότητας που παρέχει το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32 να κηρύξει απαράδεκτη μια αίτηση διεθνούς προστασίας (49). Επισημαίνεται, συναφώς, ότι ούτε η ως άνω οδηγία αλλά ούτε και η οδηγία 2011/95 προβλέπουν οποιαδήποτε παρέκκλιση από την υποχρέωση ενός κράτους μέλους να προβεί σε εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας για τον λόγο ότι έτερο κράτος μέλος έχει χορηγήσει σε ορισμένο πρόσωπο το καθεστώς πρόσφυγα, όταν η αίτηση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απαράδεκτη.

69.      Η λύση αυτή συνάδει με τον κανόνα κατά τον οποίο η χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα ή της επικουρικής προστασίας πραγματοποιείται κατόπιν ατομικής, πλήρους και ενημερωμένης εξετάσεως της ανάγκης παροχής διεθνούς προστασίας. Από το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2011/95 και από το άρθρο 10, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προκύπτει όντως ότι το κράτος μέλος οφείλει, σε συνεργασία με τον αιτούντα, να προβεί σε εξατομικευμένη, αντικειμενική και αμερόληπτη εξέταση της αιτήσεως επί τη βάσει ακριβών και ενημερωμένων πληροφοριών. Εάν διαπιστωθεί από την εξέταση αυτή ότι ο αιτών πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις που θέτει το δίκαιο της Ένωσης για τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα ή επικουρικής προστασίας, καθότι πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται αντιστοίχως στα κεφάλαια ΙΙ και ΙΙΙ ή στα κεφάλαια ΙΙ και V της οδηγίας 2011/95, τα κράτη μέλη οφείλουν, λαμβάνοντας υπόψη τα άρθρα 13 και 18 της εν λόγω οδηγίας και υπό την επιφύλαξη των λόγων αποκλεισμού που προβλέπονται σε αυτή, να χορηγήσουν τη ζητηθείσα διεθνή προστασία. Δεν διαθέτουν συναφώς καμία διακριτική ευχέρεια (50). Επιπλέον, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2011/95, το καθεστώς του πρόσφυγα προορίζεται για πρόσωπα που «χρήζουν όντως διεθνούς προστασίας».

70.      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι αρχές του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται αίτηση διεθνούς προστασίας δεν υπέχουν την υποχρέωση να αναγνωρίσουν στον αιτούντα το καθεστώς του πρόσφυγα χωρίς να εξετάσουν επί της ουσίας την εν λόγω αίτηση προκειμένου να διαπιστώσουν εάν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας που προβλέπονται στην οδηγία 2011/95.

71.      Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από τον σκοπό περιορισμού των δευτερογενών μετακινήσεων των αιτούντων άσυλο (51), οι οποίες θα μπορούσαν να ενθαρρυνθούν εάν οι δικαιούχοι διεθνούς προστασίας σε ένα κράτος μέλος είχαν τη δυνατότητα να επικαλεστούν το γεγονός ότι η απόφαση που τους έχει αναγνωρίσει την προστασία αυτή έχει δεσμευτική ισχύ και για τις αρχές των άλλων κρατών μελών.

72.      Θα ήθελα να προσθέσω ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 της οδηγίας 2011/95 δυνατότητα των κρατών μελών να εξετάζουν τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας και να χορηγούν το καθεστώς πρόσφυγα υπό ευνοϊκότερους όρους από εκείνους που προβλέπονται στην εν λόγω οδηγία μπορεί κατά τα φαινόμενα να μη συνάδει με την ύπαρξη αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αποφάσεων που χορηγούν το εν λόγω καθεστώς (52). Όπως επισήμανε η Γερμανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, εάν γινόταν δεκτό ότι μια θετική απόφαση περί ασύλου πρέπει να αναγνωρίζεται και από τα άλλα κράτη μέλη, το κράτος μέλος που εξέδωσε την απόφαση αυτή θα μπορούσε να επιβάλει τις ευνοϊκότερες διατάξεις του στα εν λόγω κράτη μέλη.

73.      Επομένως, το σύνολο των στοιχείων αυτών με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπει, στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του, την αμοιβαία αναγνώριση μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις αποφάσεις περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα. Ως εκ τούτου, μια τέτοιου είδους απόφαση κράτους μέλους δεν μπορεί να έχει δεσμευτική ισχύ για τις αρμόδιες για την χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα αρχές έτερου κράτους μέλους.

74.      Φρονώ δε ότι, όπως η αρχή κράτους μέλους η οποία είναι αρμόδια για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας που αφορά πρόσωπο στο οποίο έχει ήδη χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα σε έτερο κράτος μέλος δεν δεσμεύεται από την αξιολόγηση στην οποία έχει προβεί το τελευταίο λόγω της μη δεσμευτικής ισχύος της αποφάσεως περί χορηγήσεως του εν λόγω καθεστώτος, το ίδιο ισχύει, βάσει του δικαίου της Ένωσης, και στην περίπτωση αρχής η οποία είναι αρμόδια για την εξέταση αιτήσεως εκδόσεως. Επομένως, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης δεν υφίσταται κανενός είδους αυτοματισμός που να απαγορεύει σε κράτος μέλος την έκδοση υπηκόου τρίτης χώρας προς τη χώρα καταγωγής του για τον λόγο και μόνον ότι έχει χορηγηθεί στον υπήκοο αυτόν το καθεστώς πρόσφυγα σε έτερο κράτος μέλος.

75.      Όσον αφορά, ειδικότερα, το ζήτημα του κατά πόσον η απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα που έχει εκδοθεί από ένα κράτος μέλος έχει δεσμευτική ισχύ στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως διεξαγόμενης σε άλλο κράτος μέλος, οι διατάξεις του παράγωγου δικαίου της Ένωσης τις οποίες μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο στο προδικαστικό του ερώτημα δεν επιτρέπουν, κατά τη γνώμη μου, την υιοθέτηση διαφορετικής προσεγγίσεως. Πράγματι, καμία από τις διατάξεις αυτές δεν αναγνωρίζει, ούτε αποκλείει ρητώς μια τέτοια δεσμευτική ισχύ.

76.      Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στο άρθρο 9 της οδηγίας 2013/32, η παράγραφος 1 του οποίου παρέχει στους αιτούντες διεθνή προστασία το δικαίωμα να παραμείνουν στο κράτος μέλος ενόσω διαρκεί η εξέταση της αιτήσεώς τους. Το δε άρθρο 9, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη να δεχθούν εξαίρεση από το δικαίωμα αυτό στις αναφερόμενες στο άρθρο αυτό περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και εκείνη της εκδόσεως του αιτούντος σε τρίτη χώρα. Η έκδοση αυτή υπόκειται εν συνεχεία, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, στην προϋπόθεση ότι οι αρχές του οικείου κράτους μέλους διασφαλίζουν ότι η απόφαση για την έκδοση δεν θα οδηγήσει σε άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση κατά παράβαση των διεθνών και ενωσιακών υποχρεώσεων του εν λόγω κράτους μέλους.

77.      Επισημαίνεται ότι οι ως άνω διατάξεις αφορούν αποκλειστικά την περίπτωση εκδόσεως ενόσω διαρκεί η διαδικασία εξετάσεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας και δεν ρυθμίζουν την περίπτωση εκδόσεως κατόπιν της χορηγήσεως της εν λόγω προστασίας από κράτος μέλος. Επομένως, δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να εξαχθεί κανένα συμπέρασμα ούτε υπέρ ούτε κατά της δεσμευτικής ισχύος των αποφάσεων περί χορηγήσεως καθεστώτος πρόσφυγα στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως. Το άρθρο 9, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει εξαίρεση από το δικαίωμα παραμονής σε κράτος μέλος κατά την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας, υπό την προϋπόθεση ότι τηρείται η αρχή της μη επαναπροωθήσεως. Τούτο δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως μη δυνατότητα εκδόσεως αφ’ ης στιγμής έχει χορηγηθεί διεθνής προστασία. Με άλλα λόγια, όπως ορθώς επισημαίνει η Γερμανική Κυβέρνηση, από τη ρητή δυνατότητα εκδόσεως ενός προσώπου κατά τη διάρκεια εν εξελίξει διαδικασίας ασύλου δεν μπορεί να συναχθεί ότι αυτή θα αποκλειόταν μετά την έκδοση αποφάσεως περί χορηγήσεως διεθνούς προστασίας. Περαιτέρω, το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν εξέτασε το ζήτημα αυτό κατά την αναδιατύπωση της οδηγίας 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005 (53), η οποία πραγματοποιήθηκε με την οδηγία 2013/32, υποδηλώνει ότι δεν είχε την πρόθεση να ρυθμίσει, όσον αφορά την έκδοση, το μετά την περάτωση της διαδικασίας ασύλου χρονικό διάστημα.

78.      Από τον συνδυασμό των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 9 της οδηγίας αυτής συνάγεται ότι η έκδοση στη χώρα καταγωγής του αιτούντος διεθνή προστασία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς προηγούμενη διαδικασία εξετάσεως επί της ουσίας (54). Επομένως, το μόνο χρήσιμο στοιχείο που μπορεί, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, να αντληθεί από τις ως άνω διατάξεις, οι οποίες απλώς διευκρινίζουν εν προκειμένω μια υποχρέωση που μπορεί ήδη να συναχθεί από το άρθρο 18 και το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, είναι ότι η έκδοση υπόκειται πρωτίστως στην τήρηση της αρχής της μη επαναπροωθήσεως.

79.      Εξάλλου, η αρχή αυτή διατυπώνεται και στο άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95, το οποίο μνημονεύεται επίσης από το αιτούν δικαστήριο στο προδικαστικό ερώτημά του. Ούτε όμως από τη διάταξη αυτή προκύπτει ρητώς ότι τυχόν απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα εκδοθείσα από κράτος μέλος έχει δεσμευτική ισχύ στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως που διεξάγεται σε έτερο κράτος μέλος.

80.      Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι οι οδηγίες 2011/95 και 2013/32 δεν περιλαμβάνουν κανέναν μηχανισμό επανεισδοχής στο κράτος μέλος που χορήγησε διεθνή προστασία, όπως εκείνον που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφοι 3α και 3β, της οδηγίας 2003/109, σε περίπτωση που εις βάρος υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει επί μακρόν σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο που του χορήγησε διεθνή προστασία έχει εκδοθεί απόφαση για την απομάκρυνσή του. Με τις ως άνω διατάξεις, σκοπός των οποίων είναι, κατά την αιτιολογική σκέψη 10 της εν λόγω οδηγίας, να προστατευθεί από την επαναπροώθηση ο δικαιούχος διεθνούς προστασίας ο οποίος έχει αποκτήσει το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος σε κράτος μέλος σε περίπτωση που εις βάρος του συγκεκριμένου προσώπου έχει εκδοθεί απόφαση απομακρύνσεως για λόγο προβλεπόμενο στην εν λόγω οδηγία, δεν επιδιώκεται να ρυθμιστεί η ειδική περίπτωση της αιτήσεως εκδόσεως. Ως εκ τούτου, δεν χωρεί επίκληση των διατάξεων αυτών προκειμένου να υποστηριχθεί ότι η εκ μέρους κράτους μέλους αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα σε υπήκοο τρίτης χώρας θα έπρεπε, κατ’ αρχήν, να μην επιτρέπει σε άλλο κράτος μέλος να ανταποκριθεί θετικά σε αίτηση για την έκδοση του συγκεκριμένου υπηκόου προς την εν λόγω τρίτη χώρα ενόσω ο εκζητούμενος έχει το καθεστώς πρόσφυγα.

81.      Η μη δεσμευτικότητα της αποφάσεως περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα που έχει ληφθεί από κράτος μέλος ως προς τη διαδικασία εκδόσεως που διεξάγεται σε έτερο κράτος μέλος επιρρωννύεται από τη διαπίστωση ότι η τελευταία αυτή διαδικασία και η διαδικασία ανακλήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα συνιστούν δύο χωριστές διαδικασίες και, ως εκ τούτου, η έκδοση δεν μπορεί να εξαρτάται από την προηγούμενη ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα του εκζητουμένου.

Β.      Η διαδικασία εκδόσεως και η διαδικασία ανακλήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα αποτελούν δύο χωριστές διαδικασίες: η έκδοση δεν εξαρτάται επομένως από την προηγούμενη ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα

82.      Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η έκδοση από ένα κράτος μέλος προσώπου στο οποίο έχει αναγνωρισθεί το καθεστώς πρόσφυγα σε έτερο κράτος μέλος συνιστά de facto ανάκληση του καθεστώτος αυτού και καταστρατήγηση των κανόνων που προβλέπει συναφώς η οδηγία 2011/95. Επομένως, κατά την ίδια κυβέρνηση, μια τέτοιου είδους έκδοση εξαρτάται από την προηγούμενη ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα.

83.      Τα άρθρα 11, 12 και 14 της οδηγίας 2011/95 θεσπίζουν κανόνες σχετικά με την παύση, τον αποκλεισμό καθώς και την ανάκληση, τον τερματισμό του καθεστώτος πρόσφυγα ή την άρνηση ανανεώσεώς του από το κράτος μέλος που το χορήγησε. Σύμφωνα με την υποστηριζόμενη από την εν λόγω κυβέρνηση άποψη, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η έκδοση ενός πρόσφυγα συνεπάγεται de facto την παύση της προστασίας που είναι σύμφυτη με το καθεστώς αυτό. Εάν η αρμόδια αρχή κράτους μέλους είχε τη δυνατότητα να επιτρέψει την έκδοση πρόσφυγα που έχει αναγνωριστεί ως τέτοιος σε έτερο κράτος μέλος, με την αιτιολογία ότι δεν διέτρεχε ή δεν διατρέχει πλέον κίνδυνο διώξεως στην τρίτη χώρα καταγωγής, θα υποκαθιστούσε εκ των πραγμάτων τις αρμόδιες αρχές αυτού του άλλου κράτους μέλους.

84.      Επομένως, η αρχή που αποφαίνεται επί της αιτήσεως εκδόσεως δεν θα μπορούσε να απαντήσει θετικά στην αίτηση αυτή πριν λάβει την ανάκληση της εν λόγω προστασίας από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που είχε χορηγήσει τη διεθνή προστασία.

85.      Ενώπιον του Δικαστηρίου, τόσο η Γερμανική Κυβέρνηση όσο και η Επιτροπή, τόνισαν από την πλευρά τους, και ορθώς κατά τη γνώμη μου, τη διάκριση μεταξύ της ιδιότητας του πρόσφυγα και του καθεστώτος του πρόσφυγα. Ειδικότερα, υπογράμμισαν ότι η απώλεια του καθεστώτος του πρόσφυγα δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την απώλεια της ιδιότητας του πρόσφυγα.

86.      Πρέπει συναφώς να επισημανθεί ότι η αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα βάσει της οδηγίας 2011/95, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 21 της ίδιας οδηγίας, είναι πράξη με αναγνωριστικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της ιδιότητας του πρόσφυγα (55). Κατά συνέπεια, εντός του όλου συστήματος που καθιερώνεται με την οδηγία 2011/95, ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής ο οποίος πληροί τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας έχει, εξ αυτού και μόνον του λόγου, την ιδιότητα του πρόσφυγα κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας και του άρθρου 1, Α, της Συμβάσεως της Γενεύης (56). Η ιδιότητα του «πρόσφυγα» κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων δεν εξαρτάται από την τυπική αναγνώριση της ιδιότητας αυτής με τη χορήγηση του «καθεστώτος πρόσφυγα» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο εʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 13 της ίδιας οδηγίας (57).

87.      Μια συνέπεια της διάκρισης αυτής μεταξύ του καθεστώτος πρόσφυγα και της ιδιότητας του πρόσφυγα είναι ότι το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος εμπίπτει σε μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2011/95, κατά τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να ανακαλέσουν ή να αρνηθούν τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα, δεν σημαίνει ωστόσο ότι αυτός παύει να πληροί τις ουσιαστικές προϋποθέσεις σχετικά με την ύπαρξη βάσιμου φόβου διώξεως στη χώρα καταγωγής, από τις οποίες εξαρτάται η ιδιότητα του πρόσφυγα (58). Κατά συνέπεια, η ανάκληση ή η άρνηση χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα δεν έχει ως αποτέλεσμα να στερείται ή να χάνει ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής ο οποίος πληροί τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του κεφαλαίου ΙΙΙ της ίδιας οδηγίας, την ιδιότητα του πρόσφυγα κατά την έννοια του άρθρου 1, A, της Συμβάσεως της Γενεύης και, ως εκ τούτου, να αποκλείεται από τη διεθνή προστασία που επιβάλλεται, κατά το άρθρο 18 του Χάρτη, να του διασφαλίζεται σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή (59).

88.      Πρέπει επίσης να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ, αφενός, της διαδικασίας που μπορεί να οδηγήσει ένα κράτος μέλος στην ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα και, αφετέρου, της διαδικασίας για την αξιολόγηση του εάν έχει τηρηθεί η αρχή της μη επαναπροωθήσεως στο πλαίσιο διαδικασίας απομακρύνσεως. Επομένως, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, η αρμόδια αρχή μπορεί να έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει το καθεστώς πρόσφυγα που χορηγήθηκε σε υπήκοο τρίτης χώρας, χωρίς ωστόσο κατ’ ανάγκην να δύναται να τον απομακρύνει προς τη χώρα καταγωγής του (60). Συνεπώς, κατά το Δικαστήριο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/95, συνεπάγεται τη λήψη θέσης όσον αφορά το διακριτό ζήτημα εάν το πρόσωπο αυτό μπορεί να απομακρυνθεί προς τη χώρα καταγωγής του (61). Ως εκ τούτου, οι συνέπειες που θα έχει, για τον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας, η ενδεχόμενη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του λαμβάνονται υπόψη όχι κατά την έκδοση της αποφάσεως ανακλήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα, αλλά, κατά περίπτωση, όταν η αρμόδια αρχή προτίθεται να εκδώσει απόφαση επιστροφής εις βάρος του εν λόγω υπηκόου (62).

89.      Αυτό που έκρινε το Δικαστήριο σε σχέση με την περίπτωση ανακλήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 και την περίπτωση αποφάσεως επιστροφής βάσει της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (63), μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να επεκταθεί και σε άλλες περιπτώσεις ανακλήσεως του καθεστώτος αυτού, όπως σε εκείνη του άρθρου 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95, του οποίου το στοιχείο αʹ αφορά ειδικώς την περίπτωση κατά την οποία ο πρόσφυγας αποκλείεται ή έπρεπε να αποκλειστεί από το καθεστώς πρόσφυγα βάσει του άρθρου 12 της ίδιας οδηγίας, καθώς και στον τομέα της εκδόσεως.

90.      Η διάκριση που πρέπει να γίνει μεταξύ της διαδικασίας που μπορεί να οδηγήσει στην ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα, αφενός, και της διαδικασίας για τον έλεγχο της συμβατότητας της εκδόσεως προς την αρχή της μη επαναπροωθήσεως, αφετέρου, συνεπάγεται, κατά τη γνώμη μου, ότι η ευνοϊκή απάντηση σε αίτηση εκδόσεως δεν μπορεί να εξαρτάται από την προηγούμενη ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα του οποίου απολαύει ο εκζητούμενος. Σε αυτό μπορεί να προστεθεί η απαίτηση περί ταχείας διεκπεραιώσεως της αιτήσεως εκδόσεως, η οποία κατά τα φαινόμενα είναι ασυμβίβαστη με την κίνηση μιας διαδικασίας προηγούμενης ανακλήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα (64).

91.      Επομένως, δεν είναι το καθεστώς πρόσφυγα, αυτό καθεαυτό, που προστατεύει τον δικαιούχο του έναντι της εκδόσεως, αλλά η αρχή της μη επαναπροωθήσεως, η οποία κατοχυρώνεται υπό διάφορες μορφές στο άρθρο 18 και στο άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη.

92.      Ως εκ τούτου, είναι δυνατό η αρμόδια για την έκδοση αρχή κράτους μέλους να αποφασίσει την έκδοση του εκζητούμενου προσώπου, έστω και αν το καθεστώς πρόσφυγα του οποίου απολαύει το πρόσωπο αυτό σε άλλο κράτος μέλος δεν έχει ανακληθεί από την αρχή που το χορήγησε. Στον βαθμό που τηρείται η αρχή της μη επαναπροωθήσεως, το γεγονός ότι εξακολουθεί να ισχύει το καθεστώς πρόσφυγα δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, να κωλύεται η αρμόδια αρχή να προβεί στην έκδοση του εν λόγω προσώπου, διότι άλλως θα παραβιάζονταν οι υποχρεώσεις που υπέχει από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως.

93.      Αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η Ιταλική Κυβέρνηση στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, όταν η αρχή του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως αποφασίζει να απαντήσει θετικά σε αίτηση εκδόσεως που αφορά πρόσωπο υπέρ του οποίου έχει χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα σε έτερο κράτος μέλος, ιδίως στον βαθμό που κρίνει ότι η έκδοση του προσώπου αυτού δεν αντίκειται στην αρχή της μη επαναπροωθήσεως, δεν υποκαθιστά την αρχή που είναι αρμόδια για την ανάκληση του εν λόγω καθεστώτος στο έτερο κράτος μέλος. Πράγματι, μόνον η τελευταία αυτή αρχή έχει την εξουσία να αποφασίζει, κατά περίπτωση, την παύση ή την ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 11, 12 και 14 της οδηγίας 2011/95. Εναπόκειται, συνεπώς, στο κράτος μέλος που έχει χορηγήσει το καθεστώς πρόσφυγα να συναγάγει τις συνέπειες της διατηρήσεως ή μη του καθεστώτος αυτού από τις πληροφορίες που προκύπτουν από την αίτηση εκδόσεως και από εκείνες που συνελέγησαν στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως.

94.      Δεν συντρέχει, επομένως, κίνδυνος καταστρατηγήσεως των κανόνων των ως άνω άρθρων, διότι, όπως ορθώς επισημάνθηκε από τη Γερμανική Κυβέρνηση και την Επιτροπή, οι διαδικασίες ασύλου και εκδόσεως είναι ανεξάρτητες και διακριτές μεταξύ τους. Επιδιώκουν διαφορετικούς στόχους και η διεξαγωγή τους στα κράτη μέλη γίνεται από διαφορετικές αρχές. Στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως, η αρμόδια αρχή δεν αποφασίζει σχετικά με τη χορήγηση ή την ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα. Αξιολογεί, εντός διαφορετικού διαδικαστικού πλαισίου, εάν υφίστανται τυχόν κωλύματα για την έκδοση, όπως ο κίνδυνος να έχει υποβληθεί αίτηση εκδόσεως ερειδόμενη μεν σε αξιόποινη πράξη του κοινού δικαίου, αλλά με σκοπό τη δίωξη ή τον κολασμό ενός προσώπου λόγω, ιδίως, πολιτικών πεποιθήσεων ή ο κίνδυνος να επιδεινωθεί εκ του λόγου αυτού η θέση του συγκεκριμένου προσώπου.

95.      Εντός του διακριτού αυτού διαδικαστικού πλαισίου, η αρμόδια για την έκδοση αρχή πρέπει να διενεργεί αυτοτελή και ενημερωμένο έλεγχο όσον αφορά την τήρηση της αρχής της μη επαναπροωθήσεως. Πράγματι, ακόμη και αν η απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα που έχει εκδοθεί από ένα κράτος μέλος δεν έχει δεσμευτική ισχύ για την αρχή που είναι αρμόδια για την εξέταση των αιτήσεων εκδόσεως σε έτερο κράτος μέλος, γεγονός παραμένει ότι η διαδικασία εκδόσεως πρέπει να διεξάγεται με τον δέοντα σεβασμό προς το δικαίωμα ασύλου που κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 και στο άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη. Οι νομικές εγγυήσεις που έχει ο εκζητούμενος στην υπόθεση της κύριας δίκης βάσει τόσο του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως όσο και του άρθρου 6, παράγραφος 2, του IRG συνδέονται στενά με την αρχή της μη επαναπροωθήσεως (65). Επομένως, η έκδοση μπορεί να αποφασιστεί μόνον εφόσον έχει εκλείψει η ανάγκη διεθνούς προστασίας. Καθόσον διασφαλίζει την προστασία του εκζητούμενου από την επαναπροώθηση, το δίκαιο της εκδόσεως δεν είναι μόνον ένα «δίκαιο καταστολής» (66), αλλά επίσης, όπως και το προσφυγικό δίκαιο, ένα «δίκαιο προστασίας».

96.      Επομένως, το αν το προηγουμένως χορηγηθέν καθεστώς πρόσφυγα εξακολουθεί να ισχύει ή όχι κατά τον χρόνο λήψεως αποφάσεως επί αιτήσεως εκδόσεως δεν μεταβάλλει την υποχρέωση που υπέχει η αρμόδια να αποφανθεί επί της αιτήσεως αυτής αρχή, ήτοι να εξακριβώσει εάν η αρχή της μη επαναπροωθήσεως αποκλείει ή όχι την έκδοση του εκζητουμένου. Με άλλα λόγια, το να εξακριβωθεί η τήρηση της αρχής αυτής συνιστά αυτοτελή ενέργεια και εμπίπτει στην αρμοδιότητα της αρχής που είναι αρμόδια να αποφανθεί επί της αιτήσεως εκδόσεως, την οποία δεν μπορεί να παραβλέψει, ακόμη και σε περίπτωση προηγούμενης ανακλήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα (67).

97.      Επιπλέον, στον βαθμό που η αρχή κράτους μέλους που είναι αρμόδια να αποφανθεί επί αιτήσεως εκδόσεως υποχρεούται να προβεί σε αυτοτελή και ενημερωμένο έλεγχο του εάν έχει τηρηθεί η αρχή της μη επαναπροωθήσεως, φρονώ ότι τούτο δεν συνάδει με τη δεσμευτική ισχύ της αποφάσεως περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα που έχει εκδοθεί από αρχή έτερου κράτους μέλους. Πράγματι, μια τέτοια δεσμευτική ισχύς θα έθετε εκποδών τη διακριτική ευχέρεια που πρέπει να διαθέτει η αρμόδια για την έκδοση αρχή. Εξάλλου, δεν θα ήταν δυνατό να γίνει ενημερωμένη εκτίμηση του κατά πόσον έχει τηρηθεί η αρχή της μη επαναπροωθήσεως, εάν η εν λόγω αρχή δεσμευόταν από την εκτίμηση που είχε διενεργήσει προηγουμένως, ενίοτε αρκετά έτη νωρίτερα, η αρμόδια για θέματα ασύλου αρχή σε ένα άλλο κράτος μέλος. Δεν πρέπει επίσης να λησμονείται ότι από την αίτηση εκδόσεως μπορούν να προκύψουν και νέα στοιχεία, ικανά να δικαιολογήσουν διαφορετική εκτίμηση του κινδύνου διώξεως που διατρέχει ο εκζητούμενος.

98.      Τούτων δοθέντων, υπάρχει αναμφισβήτητη σχέση μεταξύ, αφενός, της διαδικασίας εκδόσεως, στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να εξακριβωθεί εάν το άρθρο 18 και το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη αποκλείουν ή όχι την έκδοση του εκζητουμένου στη χώρα καταγωγής του, και, αφετέρου, της διαδικασίας που οδήγησε σε προγενέστερο χρόνο στη χορήγηση στο ίδιο πρόσωπο του καθεστώτος πρόσφυγα. Κατά συνέπεια, μολονότι η απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα που έχει εκδοθεί από ένα κράτος μέλος δεν είναι, για τους λόγους που εξέθεσα, δεσμευτική για την αρχή ενός άλλου κράτους μέλους η οποία πρέπει να αποφανθεί επί αιτήσεως εκδόσεως, εντούτοις, η απόφαση αυτή πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη από την εν λόγω αρχή στο πλαίσιο του εκ μέρους της ελέγχου τού εάν έχει τηρηθεί η αρχή της μη επαναπροωθήσεως.

Γ.      Η απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα αποτελεί ιδιαιτέρως σοβαρό στοιχείο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από την αρμόδια για την έκδοση αρχή

99.      Η προβληματική σχετικά με τη συνεκτίμηση τυχόν αποφάσεως περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως έχει ήδη εξετασθεί από το Δικαστήριο σε προηγούμενη υπόθεση, στην οποία είχε τεθεί το ζήτημα της εκδόσεως, από κράτος μέλος προς τη Ρωσική Ομοσπονδία, Ρώσου υπηκόου στον οποίο είχε χορηγηθεί άσυλο στην Ισλανδία πριν αποκτήσει την ιθαγένεια του κράτους αυτού. Πρόκειται για την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Ruska Federacija.

100. Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση όφειλε να εξετάσει κατά πόσον η έκδοση είναι σύμφωνη με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 αυτού, δεδομένου ότι ο Ισλανδός υπήκοος προέβαλε σοβαρό κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως σε περίπτωση εκδόσεώς του (68). Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, προς τον σκοπό αυτόν, το ως άνω κράτος μέλος, συμφώνως προς το άρθρο 4 του Χάρτη το οποίο απαγορεύει τις απάνθρωπες ή εξευτελιστικές ποινές ή την ανάλογη μεταχείριση, δεν μπορεί να περιοριστεί να λάβει υπόψη απλώς και μόνον τις δηλώσεις του τρίτου κράτους το οποίο ζητεί την έκδοση ή την αποδοχή, από το εν λόγω κράτος, διεθνών συνθηκών που εγγυώνται, κατ’ αρχήν, τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο πλαίσιο της ως άνω διακριβώσεως, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους από το οποίο ζητείται η έκδοση οφείλει να στηριχθεί σε αντικειμενικά, αξιόπιστα, ακριβή και δεόντως ενημερωμένα στοιχεία, τα οποία μπορούν να προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από διεθνείς δικαστικές αποφάσεις, όπως οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, από δικαστικές αποφάσεις του τρίτου κράτους το οποίο ζητεί την έκδοση, καθώς και από αποφάσεις, εκθέσεις και λοιπά έγγραφα καταρτιζόμενα από όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης ή όργανα εντός του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών (69).

101. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι το γεγονός ότι η Δημοκρατία της Ισλανδίας είχε χορηγήσει στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο άσυλο για τον λόγο ότι το πρόσωπο αυτό διέτρεχε κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση στη χώρα καταγωγής του, συνιστούσε στοιχείο ιδιαιτέρως σοβαρό το οποίο η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους από το οποίο ζητείται η έκδοση όφειλε να λάβει υπόψη προκειμένου να διακριβώσει ότι η έκδοση δεν θα παραβίαζε τα δικαιώματα που κατοχυρώνει ο Χάρτης, ιδίως το άρθρο 19, παράγραφος 2, αυτού (70).

102. Το Δικαστήριο διευκρίνισε στη συνέχεια τις συνέπειες που έπρεπε να συναγάγει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνονταν η αίτηση εκδόσεως από την απόφαση των ισλανδικών αρχών με την οποία χορηγήθηκε άσυλο στον εκζητούμενο.

103. Συγκεκριμένα, κατά το Δικαστήριο, ελλείψει ειδικών περιστάσεων, όπως είναι, ιδίως, μια μείζονος σημασίας μεταβολή της καταστάσεως στο τρίτο κράτος που ζητεί την έκδοση ή ακόμη η ύπαρξη σοβαρών και αξιόπιστων στοιχείων που να αποδεικνύουν ότι το πρόσωπο του οποίου ζητείται η έκδοση έτυχε ασύλου αποκρύπτοντας το γεγονός ότι εις βάρος του εκκρεμούσαν ποινικές διώξεις στη χώρα καταγωγής του, η ύπαρξη μιας τέτοιας αποφάσεως πρέπει να οδηγήσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση να αρνηθεί την έκδοση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19, παράγραφος 2, του Χάρτη (71).

104. Επισημαίνεται ότι η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται σε διαφορετικό πραγματικό και νομικό πλαίσιο, οπότε είναι σκόπιμο να εξετασθεί κατά πόσον θα μπορούσε να γίνει δεκτή η ίδια λύση, η οποία συνίσταται στο να θεωρείται, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως, η απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα την οποία έχει εκδώσει η αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους ισχυρή ένδειξη για την ύπαρξη κινδύνου παραβιάσεως της αρχής της μη επαναπροωθήσεως.

105. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Ruska Federacija, είχε χορηγηθεί άσυλο από τη Δημοκρατία της Ισλανδίας. Μολονότι η Ισλανδία συμμετέχει στο σύστημα του «Δουβλίνου» όσον αφορά τα κριτήρια και τους μηχανισμούς προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση μιας αιτήσεως ασύλου (72), δεν εφαρμόζει εντούτοις τις οδηγίες 2011/95 και 2013/32 οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο του υποβληθέντος στην υπό κρίση υπόθεση προδικαστικού ερωτήματος (73).

106. Στην υπό κρίση υπόθεση, το ζητούμενο είναι να καθοριστούν τα αποτελέσματα που παράγει, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως διεξαγόμενης σε κράτος μέλος, τυχόν απόφαση με την οποία οι αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους έχουν χορηγήσει το καθεστώς πρόσφυγα κατ’ εφαρμογήν των κοινών κανόνων και κριτηρίων του δικαίου της Ένωσης περί διεθνούς προστασίας. Κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι το ζήτημα αυτό τίθεται μεταξύ δύο κρατών μελών τα οποία υποχρεούνται να εφαρμόσουν το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης περί διεθνούς προστασίας και, επομένως, να τηρήσουν τους κοινούς κανόνες και τα κριτήρια που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης, πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η λύση που προέκρινε το Δικαστήριο στην απόφασή του Ruska Federacija ισχύει κατά μείζονα λόγο στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Με άλλα λόγια, εφόσον το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει τη σημασία της συνεκτιμήσεως, στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως που διεξάγει κράτος μέλος, της αποφάσεως περί χορηγήσεως ασύλου την οποία είχε λάβει η Δημοκρατία της Ισλανδίας, το αυτό πρέπει κατά μείζονα λόγο να ισχύει και όσον αφορά την απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα που έχει ληφθεί από κράτος μέλος.

107. Επισημαίνεται εξάλλου ότι, μολονότι, για τους λόγους που εξέθεσα ανωτέρω, η αρμόδια να αποφανθεί επί αιτήσεως εκδόσεως αρχή κράτους μέλους δεν μπορεί να δεσμεύεται από απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα που έχει εκδοθεί από έτερο κράτος μέλος, εντούτοις, θα ήταν ασφαλώς αντίθετο προς τη διαδικασία οικοδόμησης ενός κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, σύμφωνα με όσα προβλέπει το άρθρο 78, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, να θεωρηθεί ότι ένα κράτος μέλος δύναται να αγνοήσει, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως, απόφαση έτερου κράτους μέλους με την οποία έχει χορηγηθεί στον εκζητούμενο το καθεστώς πρόσφυγα. Αντιθέτως, πρέπει να υπερισχύει το πνεύμα συνεργασίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των αρχών των κρατών μελών (74), στον βαθμό που η χορήγηση διεθνούς προστασίας στον εκζητούμενο από κράτος μέλος συνιστά μείζονος σημασίας ένδειξη ότι ο εκζητούμενος είναι πολιτικώς διωκόμενο πρόσωπο (75) και στον βαθμό που η διαδικασία εκδόσεως πρέπει να διεξάγεται με σεβασμό προς το δικαίωμα ασύλου που κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 του Χάρτη.

108. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, προκειμένου να διακριβωθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως εάν η έκδοση θίγει ή όχι την αρχή της μη επαναπροωθήσεως, οφείλει η αρχή αυτή να λάβει υπόψη την εκδοθείσα από έτερο κράτος μέλος απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα, η οποία συνιστά ιδιαιτέρως σοβαρό στοιχείο για τους σκοπούς της εν λόγω διακριβώσεως (76). Κατά συνέπεια, η αρμόδια στην υπόθεση της κύριας δίκης αρχή διατηρεί μεν την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει στο πλαίσιο του αυτοτελούς και ενημερωμένου ελέγχου των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, του IRG και στο άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως τον οποίο υποχρεούται να διενεργήσει, αλλά οφείλει να προσδιορίσει τις ειδικές περιστάσεις που την οδηγούν στο να αποκλίνει από την εκτίμηση στην οποία προέβη η ιταλική αρχή που είχε χορηγήσει προηγουμένως το καθεστώς πρόσφυγα στον εκζητούμενο.

109. Επομένως, ο σκοπός τον οποίο πρέπει να επιδιώκει το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, σύμφωνα με όσα προβλέπει το άρθρο 78, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, συνηγορεί υπέρ της υποχρεώσεως της αρχής του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως να λαμβάνει δεόντως υπόψη την απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα που έχει ληφθεί από έτερο κράτος μέλος και να μην παρεκκλίνει από την απόφαση αυτή παρά μόνον εφόσον συντρέχουν ειδικές περιστάσεις. Όταν συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις, δεν παραβιάζεται η αρχή της μη επαναπροωθήσεως, δεδομένου ότι ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί πλέον να επικαλεστεί την ιδιότητα του πρόσφυγα.

110. Η ερμηνεία που προτείνω στο Δικαστήριο να δεχθεί, στο πνεύμα της αποφάσεως Ruska Federacija, φρονώ ότι συνάδει με τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εξετάζεται η εξωεδαφική ισχύς της Συμβάσεως της Γενεύης. Από τις κατευθυντήριες οδηγίες της UNCHR προκύπτει ότι «το καθεστώς πρόσφυγα [το οποίο έχει αναγνωρίσει στο πρόσωπο του εκζητούμενου άλλο κράτος, διαφορετικό από εκείνο προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως] αποτελεί σημαντικό στοιχείο και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τις αρχές εκδόσεως του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση όταν εξετάζουν εάν η έκδοση είναι σύμφωνη με την αρχή της μη επαναπροωθήσεως» (77). Η UNCHR φαίνεται να αντιλαμβάνεται την εξωεδαφική ισχύ του καθεστώτος πρόσφυγα υπό την έννοια ότι το καθεστώς που έχει αναγνωριστεί από άλλο συμβαλλόμενο στη Σύμβαση του 1951 κράτος «[μ]όνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να αμφισβητηθεί από άλλο κράτος μέλος, κυρίως όταν διαφαίνεται ότι δεν πληρούνται προδήλως στο πρόσωπο του ενδιαφερόμενου οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από [τη Σύμβαση], τούτο δε ισχύει, επί παραδείγματι, εάν γίνουν γνωστά γεγονότα που αποδεικνύουν ότι ήσαν δόλιοι οι αρχικοί ισχυρισμοί του ενδιαφερόμενου ή ότι η υπόθεσή του υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής μιας εκ των ρητρών αποκλεισμού της [ίδιας Συμβάσεως]» (78).

111. Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας που πρέπει το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως να αποδίδει, στο πλαίσιο του αυτόνομου και ενημερωμένου ελέγχου της τηρήσεως της αρχής της μη επαναπροωθήσεως, στην απόφαση χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα που έχει εκδοθεί από έτερο κράτος μέλος, είναι απαραίτητο να διενεργείται ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών των δύο αυτών κρατών μελών (79). Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών, η οποία απαιτείται βάσει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, δύναται επίσης να διασφαλίσει τη συνοχή των αποφάσεων στο πλαίσιο του ΧΕΑΔ.

Δ.      Ο έλεγχος της τηρήσεως της αρχής της μη επαναπροωθήσεως από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως πρέπει να πραγματοποιείται τηρουμένης της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας και της απαιτήσεως περί συνοχής των αποφάσεων στο πλαίσιο του ΧΕΑΔ

112. Η αποδεικτική ισχύς που πρέπει να προσδίδεται στην απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα που έχει ληφθεί από κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο που πρέπει να εξετάσει μια αίτηση εκδόσεως συνεπάγεται ότι, ακόμη και αν μια τέτοια απόφαση δεν έχει νομικώς δεσμευτικό χαρακτήρα, η αρχή που είναι αρμόδια να εκτιμήσει εάν πρέπει να απαντήσει θετικά σε μια τέτοια αίτηση υποχρεούται να διεξαγάγει όλες τις αναγκαίες έρευνες προκειμένου να διαπιστώσει εάν ο εκζητούμενος διατρέχει κίνδυνο διώξεων στο εκζητούν κράτος, ώστε να μπορεί να επικαλεστεί την ιδιότητα του πρόσφυγα, καθώς και αν απειλούνται άλλα θεμελιώδη δικαιώματα του εν λόγω προσώπου (80). Επομένως, η αρμόδια για την έκδοση αρχή οφείλει να επικοινωνήσει με την αρχή που χορήγησε στον εκζητούμενο το καθεστώς πρόσφυγα προκειμένου να λάβει από αυτήν τις αναγκαίες πληροφορίες που έχει στην κατοχή της. Επιπλέον, δεδομένου ότι τη διαχείριση του σταδίου σχετικά με τη διαδικασία ασύλου την αναλαμβάνει εξειδικευμένο προσωπικό με λεπτομερείς γνώσεις επί του θέματος, είναι σημαντικό η αρμόδια για την έκδοση αρχή να ζητεί τη γνώμη της αρχής που εξέδωσε την απόφαση για τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα.

113. Επισημαίνεται περαιτέρω ότι ο έλεγχος σχετικά με την τήρηση της αρχής της ειδικότητας δεν απαλλάσσει την αρμόδια για την έκδοση αρχή από την υποχρέωση να ελέγξει, λαμβάνοντας γνώση του φακέλου ασύλου και ξεκινώντας διάλογο με την αρχή που χορήγησε το καθεστώς πρόσφυγα, εάν ο εκζητούμενος δύναται ακόμη να επικαλεστεί την ιδιότητα του πρόσφυγα. Επομένως, η αρμόδια για την έκδοση αρχή στην υπόθεση της κύριας δίκης οφείλει, σε πρώτο στάδιο, να εξετάσει διεξοδικά εάν υφίσταται απειλή διώξεως, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6, παράγραφος 2, του IRG, και, σε δεύτερο στάδιο, να διακριβώσει εάν η αρχή της ειδικότητας ή τυχόν παρασχεθείσες εγγυήσεις είναι ικανές να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά μια τέτοια απειλή (81). Προς τούτο, η εν λόγω αρχή οφείλει, κατά την εξέταση της αιτήσεως εκδόσεως, να λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ασύλου. Το περιεχόμενο του φακέλου ασύλου μπορεί συναφώς να αποτελέσει ένδειξη για τον βαθμό αξιοπιστίας των εγγυήσεων που έχουν παρασχεθεί από το εκζητούν κράτος, αποκαλύπτοντας, επί παραδείγματι, στοιχεία που υποδηλώνουν ότι οι διαβεβαιώσεις που δόθηκαν δεν πρέπει να αναμένεται ότι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις θα τηρηθούν (82).

114. Στο πλαίσιο μιας αυστηρής εξετάσεως των εγγυήσεων που παρέχονται από το εκζητούν κράτος, το κράτος από το οποίο ζητείται η έκδοση οφείλει να διασφαλίσει, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ότι το εκζητούν κράτος δεν αποσκοπεί στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα της διώξεως ενός εγκλήματος του κοινού δικαίου, στη δίωξη ενός πολιτικού αδικήματος ή στη δίωξη του εκζητουμένου για πολιτικούς λόγους. Συναφώς, χρήζει ιδιαίτερης προσοχής το γεγονός ότι η αίτηση εκδόσεως προέρχεται από το κράτος καταγωγής του εκζητουμένου, έναντι του οποίου έχει κριθεί αναγκαία η παροχή προστασίας κατά τη χορήγηση υπέρ του προσώπου αυτού του καθεστώτος πρόσφυγα. Τούτο προϋποθέτει ότι το εκζητούν κράτος έχει παράσχει αυστηρές και ισχυρές εγγυήσεις ότι δεν υφίσταται οποιαδήποτε επίταση του κινδύνου, υπό την έννοια των επιταγών του άρθρου 3, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως.

115. Η ανάγκη να διασφαλιστεί η συνοχή των αποφάσεων που λαμβάνονται εντός του ΧΕΑΔ απαιτεί επίσης την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της αρμόδιας για την έκδοση αρχής και της αρχής που χορήγησε στον εκζητούμενο το καθεστώς πρόσφυγα, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας (83).

116. Μια τέτοια ανταλλαγή πληροφοριών μπορεί ιδίως να είναι χρήσιμη όταν οι πληροφορίες που προκύπτουν από την αίτηση εκδόσεως ενδέχεται να οδηγήσουν την αρχή που χορήγησε το καθεστώς πρόσφυγα να ανακαλέσει το καθεστώς αυτό από τον εκζητούμενο, επί παραδείγματι όταν από τις πληροφορίες αυτές προκύπτει η ύπαρξη περιπτώσεως αποκλεισμού από το καθεστώς πρόσφυγα (84). Η κοινοποίηση στην εν λόγω αρχή όλων των αναγκαίων πληροφοριών από την αρμόδια για την εξέταση της αιτήσεως εκδόσεως αρχή είναι, επομένως, ακόμη περισσότερο αναγκαία, δεδομένου ότι το άρθρο 45, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει ότι η απόφαση της αρμόδιας αρχής για την ανάκληση της διεθνούς προστασίας πρέπει να αναφέρει τα πραγματικά και νομικά επιχειρήματα στα οποία βασίζεται η συγκεκριμένη απόφαση. Επομένως, η αρχή αυτή πρέπει να έχει στη διάθεσή της το σύνολο των σχετικών πληροφοριών και να προβαίνει, βάσει των πληροφοριών αυτών, στη δική της εκτίμηση ως προς όλες τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, προκειμένου να προσδιορίσει το περιεχόμενο της αποφάσεώς της και να την αιτιολογήσει πλήρως (85).

V.      Πρόταση

117. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Oberlandesgericht Hamm (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Hamm, Γερμανία) ως εξής:

Το άρθρο 78, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας, καθώς και το άρθρο 9, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας,

έχουν την έννοια ότι:

όταν σε σχέση με υπήκοο τρίτης χώρας στον οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα σε ένα κράτος μέλος υποβάλλεται, εντός άλλου κράτους μέλους στο οποίο διαμένει, αίτηση εκδόσεως προερχόμενη από την τρίτη χώρα καταγωγής του, το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως δεν δεσμεύεται, στο πλαίσιο της εξετάσεως της αιτήσεως αυτής, από την ληφθείσα από το πρώτο κράτος μέλος απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα, και ως εκ τούτου δεν υποχρεούται να αρνηθεί την έκδοση του προσώπου αυτού ενόσω η ως άνω απόφαση παραμένει σε ισχύ.

Εντούτοις, η αρχή της μη επαναπροωθήσεως, η οποία κατοχυρώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα στο άρθρο 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 33 της Συμβάσεως περί του καθεστώτος των προσφύγων, όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, καθώς και με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, επιβάλλει στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως να αρνηθεί την έκδοση του εκζητουμένου εφόσον, κατόπιν αυτοτελούς και ενημερωμένου ελέγχου της τηρήσεως της αρχής αυτής, το εν λόγω κράτος μέλος εκτιμά ότι υπάρχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό θα αντιμετωπίσει στη χώρα προορισμού πραγματικό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση απαγορευόμενη από τις εν λόγω διατάξεις του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

Στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, η απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα που έχει εκδοθεί από έτερο κράτος μέλος συνιστά ιδιαιτέρως σοβαρό στοιχείο το οποίο το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως πρέπει να λάβει υπόψη προκειμένου να διακριβώσει ότι η έκδοση δεν θα έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 18 και στο άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Προς τούτο, και προκειμένου να διασφαλιστεί η συνοχή των αποφάσεων που λαμβάνονται εντός του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, πρέπει να πραγματοποιείται ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών των εν λόγω κρατών μελών, συμφώνως προς την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Βλ. Chetail, V., «Les relations entre le droit de l’extradition et le droit des réfugiés: étude de l’article 1F(B) de la convention de Genève du 28 juillet 1951», σε Chetail, V., και Laly-Chevalier, C., Asile et extradition – Théorie et pratique de l’exclusion du statut de réfugié, Bruylant, Βρυξέλλες, 2014, σ. 65 έως 91, ιδίως σ. 65. Ο εν λόγω μελετητής διευκρινίζει ότι, «[α]πό ιστορικής απόψεως, το δίκαιο της εκδόσεως διαμόρφωσε τις νομικές κατηγορίες του προσφυγικού δικαίου κατόπιν μιας μακράς κανονιστικής διαδικασίας που έφθασε στο απόγειό της τον 19ο αιώνα […]. Τόσο από πραγματικής όσο και από νομικής απόψεως, το άσυλο είχε επί μακρόν διαμορφωθεί στις διακρατικές σχέσεις ως εξαίρεση στον κανόνα της εκδόσεως. Η αρχή της μη εκδόσεως των πολιτικών εγκληματιών αποτελούσε επομένως την πλέον ορατή εκδήλωση του ασύλου, ενώ η άρνηση εκδόσεως εξέφραζε την προστασία που παρέχει στον πρόσφυγα το κράτος υποδοχής του». Έτσι, «[η] αρχή της μη εκδόσεως για πολιτικά εγκλήματα αποτελεί από πολλές απόψεις την εννοιολογική και κανονιστική μήτρα αυτού που θα γινόταν αργότερα το διεθνές προσφυγικό δίκαιο. Η συνεισφορά της είναι διττή. Άπτεται των δύο θεμελιωδών εννοιών του σύγχρονου προσφυγικού δικαίου, δηλαδή του ορισμού του πρόσφυγα και της αρχής της μη επαναπροωθήσεως».


3      Βλ. Chetail, V., όπ.π., σ. 66. Οι δύο συγκεκριμένοι κλάδοι δικαίου «έχουν πλέον διακριτές νομικές βάσεις, ειδικές διαδικασίες και δικό τους σκοπό».


4      Βλ., σχετικά με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στον τομέα της εκδόσεως, Costa, M.‑J., Extradition Law: Reviewing Grounds for Refusal from the Classic Paradigm to Mutual Recognition and Beyond, Ενότητα 3: «Human Rights», Brill Nijhoff, Leiden, 2019, σ. 73 έως 114.


5      Βλ. Chetail, V., όπ.π., σ. 89.


6      Βλ. Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Έκδοση και τη Διεθνή Προστασία των Προσφύγων, Απρίλιος 2008, στο εξής: Κατευθυντήριες Οδηγίες UNHCR (σημείο 2).


7      EE 2013, L 180, σ. 60.


8      EE 2011, L 337, σ. 9.


9      Στο εξής: Χάρτης.


10      Υπογραφείσα στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 [Recueil des traités des Nations unies, τ. 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)] και τεθείσα σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954.


11      Συναφθείσα στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τεθείσα σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967.


12      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 6ης Ιουλίου 2023, Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl (Πρόσφυγας που έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα) [C‑663/21, στο εξής: απόφαση Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl (Πρόσφυγας που έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα), EU:C:2023:540, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].


13      Υπογραφείσα στο Παρίσι στις 13 Δεκεμβρίου 1957 (Série des traités du Conseil de l’Europe, αριθ. 24).


14      BGBl. 1982 I, σ. 2071.


15      BGBl. 1992 I, σ. 1126


16      BGBl. 2008 I, σ. 1798.


17      BGBl. 2021 I, σ. 2467.


18      BGBl. 2008 I, σ. 162.


19      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό, δεδομένου ότι τότε πρέπει να θεωρηθεί ότι ο Α. διατρέχει κίνδυνο να υποστεί πολιτική δίωξη, θα υπήρχε κώλυμα εκδόσεως σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 2, του IRG και του άρθρου 3, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως. Συνεπώς, η αίτηση εκδόσεως θα έπρεπε να απορριφθεί.


20      Το αιτούν δικαστήριο παραθέτει, συναφώς, τα άρθρα 11, 12 και 14 της οδηγίας 2011/95, καθώς και τα άρθρα 44 και 45 της οδηγίας 2013/32.


21      Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στην απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Ruska Federacija (C‑897/19 PPU, στο εξής: απόφαση Ruska Federacija, EU:C:2020:262, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


22      Βλ. απόφαση Ruska Federacija (σκέψη 48).


23      Από τα στοιχεία που παρέσχε η Γερμανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι πρόκειται για διαμονή επί μακρόν διαμένοντος βάσει της οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ 2004, L 16, σ. 44), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2011 (ΕΕ 2011, L 132, σ. 1) (στο εξής: οδηγία 2003/109). Η τελευταία οδηγία επέκτεινε το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/109 στους δικαιούχους διεθνούς προστασίας.


24      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl (Πρόσφυγας που έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα) (σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


25      Βλ. Κατευθυντήριες Οδηγίες UNCHR (σημείο 8).


26      Απόφαση C‑182/15 (EU:C:2016:630).


27      Βλ. αποφάσεις της 6ης Σεπτεμβρίου 2016, Petruhhin (C‑182/15, EU:C:2016:630, σκέψη 60), της 13ης Νοεμβρίου 2018, Raugevicius (C‑247/17, EU:C:2018:898, σκέψη 49), Ruska Federacija (σκέψεις 63 και 64), της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Έκδοση στην Ουκρανία) (C‑398/19, EU: C:2020:1032, σκέψη 45), και της 22ας Δεκεμβρίου 2022, Generalstaatsanwaltschaft München (Αίτηση εκδόσεως στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη) (C‑237/21, EU:C:2022:1017, σκέψη 55).


28      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl (Πρόσφυγας που έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα) (σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


29      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl (Πρόσφυγας που έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα) (σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


30      Πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2023, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Δήλωση προθέσεων πριν από την υποβολή αίτησης ασύλου) (C‑823/21, EU:C:2023:504, σκέψη 52).


31      Βλ. απόφαση της 4ης Μαΐου 2019, Μ κ.λπ. (Ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα) [C‑391/16, C‑77/17 και C‑78/17, στο εξής: απόφαση Μ κ.λπ. (Ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα), EU:C:2019:403]. Επ’ αυτού, θα επανέλθω κατωτέρω.


32      Βλ. κατ’ αναλογίαν, απόφαση Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl (Πρόσφυγας που έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα) (σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως, η διακρίβωση της τηρήσεως της αρχής της μη επαναπροωθήσεως δικαιολογείται από το γεγονός ότι το πρόσωπο του οποίου ζητείται η έκδοση για αδίκημα του κοινού δικαίου είναι δυνατό να διωχθεί πολιτικά, επί παραδείγματι εάν η ποινική δίωξη αποτελεί απλώς λόγο ή πρόσχημα για τη δίωξη του εν λόγω προσώπου λόγω χαρακτηριστικών που έχουν σημασία για το άσυλο.


33      Πρόκειται για τις υποθέσεις Bundesrepublik Deutschland (Αποτελέσματα αποφάσεως για τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα) (C‑753/22), El Baheer (C‑288/23) και Cassen (C‑551/23). Και οι τρεις αυτές υποθέσεις εκκινούν από αιτήσεις διεθνούς προστασίας υποβληθείσες από υπηκόους τρίτων χωρών ή από ανιθαγενείς, στους οποίους είχε χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα σε έτερο κράτος μέλος, ήτοι την Ελληνική Δημοκρατία. Σε μια τέτοια περίπτωση, το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η νέα αίτηση θα μπορούσε να κάνει χρήση της προβλεπόμενης στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32 δυνατότητας να κρίνει την αίτηση αυτή απαράδεκτη εκ του λόγου ότι είχε χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα από το άλλο κράτος μέλος. Εντούτοις, η δυνατότητα αυτή πρέπει να αποκλείεται, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, όταν ο ενδιαφερόμενος διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να υποστεί, σε αυτό το άλλο κράτος μέλος, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση κατά παράβαση του άρθρου 4 του Χάρτη, λόγω των προβλέψιμων συνθηκών διαβιώσεως που θα αντιμετωπίσει εκεί (βλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Ibrahim κ.λπ., C‑297/17, C‑318/17, C‑319/17 και C‑438/17, EU:C:2019:219, σκέψεις 83 έως 94, και διάταξη της 13ης Νοεμβρίου 2019, Hamed και Omar, C‑540/17 και C‑541/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:964, σκέψεις 34 έως 36). Επομένως, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που επιλαμβάνεται της νέας αιτήσεως δεν μπορεί να βασιστεί στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32 για να την απορρίψει ως απαράδεκτη. Η εν λόγω αρχή πρέπει συνεπώς να θεωρήσει την αίτηση ως παραδεκτή και να αποφανθεί επί της ουσίας. Σε αμφότερες τις ως άνω υποθέσεις, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο εάν, σύμφωνα με τους κανόνες του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, η προμνησθείσα αρχή οφείλει να προβεί σε αυτοτελή εξέταση της νέας αιτήσεως ή εάν υποχρεούται να χορηγήσει στον αιτούντα το καθεστώς πρόσφυγα χωρίς να ελέγξει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της προστασίας αυτής, για τον λόγο και μόνον ότι άλλο κράτος μέλος έχει ήδη χορηγήσει το εν λόγω καθεστώς στο συγκεκριμένο πρόσωπο.


34      Βλ. μεταξύ άλλων, σχετικά με τη διαπίστωση αυτή, ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Απριλίου 2016, σχετικά με την κατάσταση στην περιοχή της Μεσογείου και την ανάγκη για μια ολιστική προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τη μετανάστευση [2015/2095 (INI)], σημείο 39. Βλ., υπέρ της εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης επί του θέματος αυτού, European Council on Refugees and Exiles, Protected across borders: Mutual recognition of asylum decisions in the EU – ECRE’s assessment of legal provisions and practice on mutual recognition, and its recommendations for reforms to create a status «valid throughout the Union», 2016. Βλ., επίσης, Rasche, L., «Un nouveau départ dans la politique d’asile de l’UE», διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://institutdelors.eu/wp-content/uploads/2020/10/7-MIGRATION-Rasche-FR.pdf, σ. 5. Η αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα είναι ασφαλώς άρρηκτα συνδεδεμένη με τη γενικότερη εναρμόνιση των προϋποθέσεων και των διαδικασιών για τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα: βλ., συναφώς, πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, υποβληθείσα στις 13 Ιουλίου 2016, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας και για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες [COM(2016) 466 final].


35      Βλ. απόφαση Μ κ.λπ. (Ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα) (σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


36      Βλ. απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (Οικογενειακή ενότητα – Ήδη χορηγηθείσα προστασία) (C‑483/20, EU:C:2022:103, σκέψη 37).


37      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (Οικογενειακή ενότητα – Ήδη χορηγηθείσα προστασία) (C‑483/20, EU:C:2022:103, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


38      Η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950.


39      Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρήσουν αίτηση για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη όταν η διεθνής προστασία έχει χορηγηθεί από άλλο κράτος μέλος.


40      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (Οικογενειακή ενότητα – Ήδη χορηγηθείσα προστασία) (C‑483/20, EU:C:2022:103, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


41      ΕΕ 2013, L 180, σ. 31.


42      Πρβλ. απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2013, Abdullahi (C‑394/12, EU:C:2013:813, σκέψεις 54 και 55). Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην εν λόγω απόφαση, «οι κανόνες που εφαρμόζονται στις αιτήσεις ασύλου έχουν σε μεγάλο βαθμό εναρμονισθεί στο επίπεδο της Ένωσης, ιδίως, πλέον πρόσφατα, από τις οδηγίες 2011/95 και 2013/32» (σκέψη 54). Εξ αυτού συνάγεται, κατά το Δικαστήριο, ότι «η αίτηση ασύλου του ενδιαφερομένου θα εξετασθεί, σε μεγάλο βαθμό, βάσει των ίδιων κανόνων, ανεξαρτήτως του ποιο είναι το υπεύθυνο κράτος μέλος για την εξέταση της αιτήσεως αυτής» (σκέψη 55).


43      Βλ. αποφάσεις της 6ης Ιουλίου 2023, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα) (C‑402/22, EU:C:2023:543, σκέψη 36), και της 6ης Ιουλίου 2023, Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (Πρόσφυγας που έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα) (C‑8/22, EU:C:2023:542, σκέψη 42).


44      Βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού 604/2013, αιτιολογικές σκέψεις 7 και 9 έως 11 της οδηγίας 2011/95, καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 4 και 12 της οδηγίας 2013/32.


45      Βλ., επί παραδείγματι, οδηγία 2001/40/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων απομάκρυνσης υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ 2001, L 149, σ. 34), σκοπός της οποίας είναι, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, «να καθιστά δυνατή την αναγνώριση απόφασης απομάκρυνσης που λαμβάνει μια αρμόδια αρχή κράτους μέλους […] κατά υπηκόου τρίτης χώρας ευρισκόμενου στο έδαφος άλλου κράτους μέλους». Εξάλλου, σε υποθέσεις του ποινικού δικαίου, ο κανόνας ότι τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως δεν συνάγεται μόνον από την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, αλλά μνημονεύεται και ρητώς στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1).


46      Παραδείγματος χάριν, στην απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020, Shiksaitov κατά Σλοβακίας (CE:ECHR:2020:1210JUD005675116, § 68 έως 75), το ΕΔΔΑ απαντά στο επιχείρημα του προσφεύγοντος κατά το οποίο η κράτησή του ήταν παράνομη καθόσον, λόγω του καθεστώτος πρόσφυγα που του είχε χορηγηθεί στη Σουηδία, οι σλοβακικές αρχές δεν δύναντο να προβούν στην έκδοσή του, ότι οι εν λόγω αρχές δεν δεσμεύονταν από το γεγονός ότι είχε αναγνωριστεί στο πρόσωπό του το καθεστώς του πρόσφυγα, το οποίο μπορούσαν να επανεξετάσουν ιδίως όσον αφορά την ενδεχόμενη εφαρμογή ρήτρας αποκλεισμού.


47      Ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 43 της οδηγίας 2013/32, κατά την οποία τα κράτη μέλη πρέπει κατ’ αρχήν να εξετάζουν όλες τις αιτήσεις επί της ουσίας, το άρθρο 33, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας προβλέπει μία εξαίρεση, η οποία συγκεκριμενοποιείται στον εξαντλητικό κατάλογο λόγων απαραδέκτου που απαριθμούνται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, της προμνησθείσας οδηγίας: βλ. Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA), Δικαστική ανάλυση: Διαδικασίες ασύλου και η αρχή της μη επαναπροώθησης, 2018, σ. 113. Κατά το Δικαστήριο, η δυνατότητα να θεωρηθεί απαράδεκτη μια αίτηση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32 εξηγείται ιδίως από τη σημασία της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, έκφραση της οποίας αποτελεί η συγκεκριμένη διάταξη: βλ. αποφάσεις της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (Οικογενειακή ενότητα – Ήδη χορηγηθείσα προστασία) (C‑483/20, EU:C:2022:103, σκέψεις 29 και 37), και της 1ης Αυγούστου 2022, Bundesrepublik Deutschland (Τέκνο προσφύγων το οποίο γεννήθηκε εκτός του κράτους υποδοχής) (C‑720/20, EU:C:2022:603, σκέψη 50). Πρόκειται για παρέκκλιση από την υποχρέωση των κρατών μελών να εξετάζουν επί της ουσίας όλες τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας: βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (Οικογενειακή ενότητα – Ήδη χορηγηθείσα προστασία) (C‑483/20, EU: C:2022:103, σκέψεις 24 και 25), καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Pikamäe στην απόφαση Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (Οικογενειακή ενότητα – Ήδη χορηγηθείσα προστασία) (C‑483/20, EU:C:2021:780, σκέψη 63).


48      Απόφαση C‑297/17, C‑318/17, C‑319/17 και C‑438/17 ( EU:C:2019:219, σκέψεις 83 έως 94).


49      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Pikamäe στην υπόθεση Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (Οικογενειακή ενότητα – Ήδη χορηγηθείσα προστασία) (C‑483/20, EU:C:2021:780, σημείο 64). Εκτιμώ, ωστόσο, όπως θα διευκρινισθεί κατωτέρω σε σχέση με τη διαδικασία εκδόσεως, ότι απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα που έχει ληφθεί από κράτος μέλος κατ’ εφαρμογήν κοινών κριτηρίων συνιστά ιδιαιτέρως σοβαρή ένδειξη περί του κινδύνου διώξεων και, ως εκ τούτου, πρέπει, για τον λόγο αυτόν και με πνεύμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, να λαμβάνεται υπόψη από την αρχή που επιλαμβάνεται της νέας αιτήσεως.


50      Πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Torubarov (C‑556/17, EU:C:2019:626, σκέψη 50).


51      Βλ. αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας 2011/95 και αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας 2013/32. Βλ. μεταξύ άλλων, όσον αφορά τον σκοπό αυτόν, απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020, Minister for Justice and Equality (Αίτηση διεθνούς προστασίας στην Ιρλανδία) (C‑616/19, EU:C:2020:1010, σκέψεις 51 και 52).


52      Συναφώς, κατά το άρθρο 3 της οδηγίας 2011/95, «[τ]α κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ ευνοϊκότερες διατάξεις για να καθορίζουν το ποιος δικαιούται να θεωρηθεί πρόσφυγας ή πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία και το περιεχόμενο της διεθνούς προστασίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές συνάδουν με την παρούσα οδηγία». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 5 της οδηγίας 2013/32, «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ περισσότερο ευνοϊκές απαιτήσεις για τις διαδικασίες διά των οποίων χορηγείται και ανακαλείται η διεθνής προστασία, εφόσον οι απαιτήσεις αυτές συνάδουν με την παρούσα οδηγία».


53      ΕΕ 2005, L 326, σ. 13.


54      Βλ. EUAA, Δικαστική ανάλυση: Διαδικασίες ασύλου και η αρχή της μη επαναπροώθησης, όπ.π., σ. 82.


55      Βλ. απόφαση Μ κ.λπ. (Ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα) (σκέψη 85).


56      Βλ. απόφαση Μ κ.λπ. (Ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα) (σκέψη 86).


57      Βλ. απόφαση Μ κ.λπ. (Ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα) (σκέψη 92).


58      Βλ. απόφαση Μ κ.λπ. (Ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα) (σκέψη 98).


59      Βλ. απόφαση Μ κ.λπ. (Ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα) (σκέψη 100).


60      Βλ., όσον αφορά την ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, απόφαση Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl (Πρόσφυγας που έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα) (σκέψη 39).


61      Βλ. μεταξύ άλλων, όσον αφορά την ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, απόφαση Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl (Πρόσφυγας που έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα) (σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


62      Βλ. απόφαση Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl (Πρόσφυγας που έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα) (σκέψη 42).


63      EE 2008, L 348, σ. 98.


64      Βλ. Forteau, M., και Laly-Chevalier, C., «Les problèmes d’articulation des procédures d’asile, d’extradition et d’entraide judiciaire pénale», σε Chetail και Laly-Chevalier, Asile et extradition – Théorie et pratique de l’exclusion du statut de réfugié, όπ.π., σ. 145 έως 203, ιδίως σ. 162, όπου παρατίθεται, ενδεικτικά, η απόφαση του Cour suprême du Canada (Ανώτατου Δικαστηρίου του Καναδά), Németh κατά Καναδά, 2010, CSC, 56 § 30. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η ερμηνεία που υποστηρίζει η Ιταλική Κυβέρνηση, κατά την οποία, βάσει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, η αρχή που αποφαίνεται επί της αιτήσεως εκδόσεως οφείλει να ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που χορήγησε το καθεστώς πρόσφυγα για την αίτηση αυτή και να της παράσχει εύλογη προθεσμία για να διαπιστώσει εάν συντρέχουν ή όχι λόγοι για την ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα.


65      Βλ. Κατευθυντήριες Οδηγίες UNCHR (σημείο 5). Όπως επισημαίνει η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, «[o]ρισμένες αρχές και διατάξεις της έκδοσης παρέχουν νομικές εγγυήσεις στον εκζητούμενο όταν είναι πρόσφυγας ή αιτών άσυλο. Το εκζητούμενο πρόσωπο μπορεί, για παράδειγμα, να επικαλεστεί την αρχή της ειδικότητας, την απαγόρευση περαιτέρω έκδοσης από το εκζητούν κράτος σε ένα τρίτο, τη δυνατότητα έκδοσης υπό τον όρο της ολοκλήρωσης της ποινικής διαδικασίας ή της έκτισης της ποινής, την αρχή της απαγόρευσης έκδοσης για πολιτικά αδικήματα, ή άλλους παραδοσιακούς λόγους άρνησης, κυρίως όσους αφορούν στη θανατική ποινή και στις έννοιες της δικαιοσύνης και ισότητας. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη εξέλιξη του δικαίου της έκδοσης οι αποκαλούμενες “ρήτρες διάκρισης” προβλέπουν την απόρριψη του σχετικού αιτήματος όταν η παράδοση στο εκζητούν κράτος εξυπηρετεί πολιτικούς λόγους ή την πρόθεση δίωξης ή διακριτικής μεταχείρισης του ενδιαφερόμενου» (σημείο 5). Βλ. επίσης Forteau και Laly-Chevalier, όπ.π. υποσημείωση 46, οι οποίοι αναφέρουν ότι, σύμφωνα με το Tribunal fédéral (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) της Ελβετίας και το Cour suprême du Canada (Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά), το άρθρο 3, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως αποτελεί την ειδική έκφανση της κατοχυρωμένης στο προσφυγικό δίκαιο αρχής περί μη επαναπροωθήσεως στο πλαίσιο του δικαίου της εκδόσεως. Βλ., στο ίδιο πνεύμα, Chetail, V., όπ.π., ο οποίος επισημαίνει ότι «[δ]εν είναι δυνατόν να μη διαπιστωθεί ο παραλληλισμός μεταξύ της διατάξεως αυτής και του ορισμού του πρόσφυγα που διαλαμβάνεται στο άρθρο 1.Α(2) της [Σ]υμβάσεως της Γενεύης. Πλην όμως, το άρθρο αυτό διαφέρει από [την εν λόγω Σύμβαση] σε δύο σημεία. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση [Εκδόσεως] δεν έχει περιλάβει την έννοια της “εντάξεως σε ορισμένη κοινωνική ομάδα”, η οποία κρίθηκε υπερβολικά ασαφής. Υπό την επιφύλαξη αυτή, το άρθρο 3(2) είναι, ωστόσο, ευρύτερο από τον ορισμό του πρόσφυγα, καθόσον δεν αποκλείει τους δράστες σοβαρών μη πολιτικών εγκλημάτων και προστατεύει τον εκζητούμενο και όταν υπάρχει ο κίνδυνος να επιδεινωθεί η θέση του για έναν από τους προαναφερθέντες λόγους και όχι μόνον όταν υπάρχει κίνδυνος διώξεως» (σ. 79).


66      Κατά την διατύπωση του Chetail, V., όπ.π., σ. 66.


67      Γενικότερα, ο έλεγχος του εάν έχει τηρηθεί η αρχή της μη επαναπροωθήσεως καθίσταται όλο και πιο αυτόνομος. Βλ., συναφώς, Chetail, V., όπ.π., ο οποίος υπογραμμίζει ότι, όταν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως στο κράτος προορισμού, «[η] αρχή της μη επαναπροωθήσεως δεν αποκλείει μόνον […] την έκδοση όταν υφίσταται τέτοιος κίνδυνος στο κράτος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως. Εξουδετερώνει επίσης και τις συνέπειες του αποκλεισμού από το καθεστώς πρόσφυγα όπερ δεν συνεπάγεται πλέον και απέλαση στη χώρα καταγωγής» (σ. 90).


68      Βλ. απόφαση Ruska Federacija (σκέψεις 64 και 65).


69      Βλ. απόφαση Ruska Federacija (σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


70      Βλ. απόφαση Ruska Federacija (σκέψη 66). Κατά το Δικαστήριο, το εν λόγω στοιχείο έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία για τη σχετική διακρίβωση στην περίπτωση που η χορήγηση ασύλου έχει στηριχθεί ακριβώς στις διώξεις που εκκρεμούν εις βάρος του ενδιαφερομένου προσώπου στη χώρα καταγωγής του και κατόπιν των οποίων η εν λόγω χώρα ζήτησε την έκδοση του προσώπου αυτού (σκέψη 67).


71      Βλ. απόφαση Ruska Federacija (σκέψη 68).


72      Βλ. συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας για τα κριτήρια και τους μηχανισμούς καθορισμού του κράτους που είναι αρμόδιο για την εξέταση αίτησης παροχής ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος, ή στην Ισλανδία ή τη Νορβηγία (ΕΕ 2001, L 93, σ. 40).


73      Όσον αφορά το Βασίλειο της Νορβηγίας, βλ. απόφαση της 20ής Μαΐου 2021, L.R. (Αίτηση ασύλου απορριφθείσα από τη Νορβηγία) (C‑8/20, EU:C:2021:404, σκέψεις 39 και 45).


74      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας, Ουγγαρίας και Τσεχικής Δημοκρατίας (Προσωρινός μηχανισμός μετεγκατάστασης αιτούντων διεθνή προστασία) (C‑715/17, C‑718/17 και C‑719/17, EU:C:2020:257, σκέψεις 164 και 182).


75      Βλ. Schierholt, C., και Zimmermann, F., «§ 6 Politische Straftaten, politische Verfolgung», σε Schomburg, W., και Lagodny, O., lnternationale Rechtshilfe in Strafsachen, 6η έκδοση, C. H. Beck, Μόναχο, 2020, σ. 130.


76      Βλ. Forteau και Laly-Chevalier, όπ.π., οι οποίοι παρατηρούν ότι «οι πληροφορίες που προκύπτουν στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση περί χορηγήσεως ή μη ασύλου και ιδίως την εφαρμογή των ρητρών αποκλεισμού, ενώ αντιστρόφως, η έκβαση της διαδικασίας ασύλου αποτελεί ουσιώδες στοιχείο το οποίο πρέπει να λάβει υπόψη το κράτος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως προκειμένου να διαπιστώσει εάν ο εκζητούμενος μπορεί ή όχι να εκδοθεί νομίμως» (σ. 162).


77      Βλ. Κατευθυντήριες Οδηγίες UNCHR (σημείο 55).


78      Βλ. Κατευθυντήριες Οδηγίες UNCHR (σημείο 55). Βλ., συναφώς, Forteau και Laly-Chevalier, όπ.π. Οι εν λόγω συγγραφείς συμπεραίνουν από τα στοιχεία αυτά ότι «[το] περιεχόμενο των εξαιρέσεων που δέχεται η UNCHR όσον αφορά [την εξωεδαφική ισχύ της Συμβάσεως της Γενεύης] καταδεικνύει […] ότι η αρχή του forum διαθέτει στην πραγματικότητα πάντοτε την εξουσία να επανεξετάζει την υπόθεση και να ελέγχει την ουσία της εκτιμήσεως της αλλοδαπής αρχής». Κατά τη γνώμη τους, «[ε]πομένως, δεν φαίνεται να τίθεται, κατά κυριολεξία, ζήτημα “εξωεδαφικής ισχύος” υπό την έννοια που θα είχε η ισχύς αυτή στο πλαίσιο ενός μηχανισμού αμοιβαίας αναγνωρίσεως – μηχανισμού τον οποίο εξάλλου δεν οργανώνει η [Σύμβαση της Γενεύης]. Με τον όρο “εξωεδαφική ισχύς”, η UNCHR φαίνεται εν τέλει να αναφέρεται στην αποδεικτική ισχύ και όχι στην εκτελεστότητα της αποφάσεως της αλλοδαπής αρχής» (σ. 186 και 187).


79      Επ’ αυτού, θεωρώ σκόπιμο να γίνει παραλληλισμός με την κατάσταση που εξέθεσα ανωτέρω, κατά την οποία, σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32, το οποίο αποτελεί έκφανση της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να απορρίψουν ως απαράδεκτη νέα αίτηση διεθνούς προστασίας όταν άλλο κράτος μέλος έχει ήδη χορηγήσει τέτοια προστασία. Πράγματι, η αρχή αυτή όπως και η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας συνεπάγονται επίσης, κατά τη γνώμη μου, ότι η αρμόδια αρχή κράτους μέλους που αποφασίζει να προβεί –ή υποχρεούται να προβεί, στην περίπτωση που επισημαίνεται στην απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Ibrahim κ.λπ. (C‑297/17, C‑318/17, C‑319/17 και C‑438/17, EU:C:2019:219)– στη δική της εξέταση μιας τέτοιας αιτήσεως δεν μπορεί να αγνοήσει απόφαση περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα που έχει ληφθεί από έτερο κράτος μέλος. Η εν λόγω αρχή οφείλει συνεπώς να λάβει υπόψη την απόφαση αυτή κατόπιν ανταλλαγής πληροφοριών με την αρχή που την εξέδωσε, ενώ μπορεί να παρεκκλίνει από αυτήν εφόσον διαπιστώσει ότι συντρέχουν ειδικές περιστάσεις ικανές να δικαιολογήσουν την έκδοση αποφάσεως με διαφορετικό περιεχόμενο. Συναφώς, μολονότι η ύπαρξη εναρμονισμένων από τον νομοθέτη της Ένωσης κριτηρίων σημαίνει ομολογουμένως ότι οι εκτιμήσεις των αρχών που επιλήφθηκαν διαδοχικά πρέπει, κατ’ αρχήν, να συγκλίνουν, εντούτοις, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η αρχή που επιλαμβάνεται εκ νέου να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα από εκείνο στο οποίο είχε καταλήξει προηγουμένως μια άλλη αρχή. Τούτο μπορεί να συμβεί σε περίπτωση που διαπιστωθεί μεταβολή των περιστάσεων ή σε περίπτωση που προκύψει ένα νέο στοιχείο το οποίο ήταν άγνωστο στο κράτος μέλος που χορήγησε το καθεστώς πρόσφυγα. Η νέα αίτηση θα μπορούσε τότε να απορριφθεί.


80      Βλ. Schierholt, C., και Zimmermann, F., όπ.π., σ. 129.


81      Βλ. Schierholt, C., και Zimmermann, F., όπ.π., σ. 129.


82      Βλ. Marx, R., AsylG – Kommentar zum Asylgesetz, 10η έκδ., Luchterhand, Κολωνία, 2019, σ. 275, § 10. Υπενθυμίζονται, συναφώς, οι απαιτήσεις ως προς τις διαβεβαιώσεις που έθεσε το Δικαστήριο στην απόφασή του στην υπόθεση Ruska Federacija (σκέψη 65).


83      Βλ. Forteau και Laly-Chevalier, όπ.π., οι οποίοι αναφέρουν ότι «[ο]ι διαδικασίες ασύλου και εκδόσεως πρέπει να συντονίζονται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται ότι έχουν ληφθεί υπόψη οι απαιτήσεις εκάστης διαδικασίας στο πλαίσιο της εφαρμογής της άλλης», παρατηρώντας συγχρόνως ότι «σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερισχύει η μία διαδικασία έναντι της άλλης» (σ. 153). Επομένως, η σχέση μεταξύ των δύο διαδικασιών δεν πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της «κανονιστικής συγκρούσεως», αλλά με την επιδίωξη της «συνεπούς εφαρμογής ή ερμηνείας», ώστε «οι δύο κλάδοι δικαίου να μπορούν κάλλιστα να συνυπάρχουν» (σ. 155). Με άλλα λόγια, το ζήτημα δεν είναι να υπερισχύσει το δίκαιο της εκδόσεως έναντι του προσφυγικού δικαίου ή το αντίστροφο, αλλά να «διασφαλιστεί η ταυτόχρονη εφαρμογή αμφοτέρων» (σ. 156). Κατά συνέπεια, «τα δύο σύνολα κανόνων υπακούουν σε μια περίπλοκη δυναμική συμβιβασμού ή συντονισμού και όχι σε μια απλουστευτική αρχή ιεραρχήσεως» (σ. 158). Περαιτέρω, οι εν λόγω συγγραφείς θεωρούν ότι «[η] συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων για θέματα ασύλου αρχών και των αρχών εκδόσεως μπορεί να αποδειχθεί απολύτως χρήσιμη […] ευνοώντας τη λήψη αποφάσεως η οποία είναι συγχρόνως ταχύτερη και πιο τεκμηριωμένη μέσω μιας πιο ομαλής ανταλλαγής πληροφοριών» (σ. 162).


84      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, «[τ]α κράτη μέλη ανακαλούν, τερματίζουν ή αρνούνται να ανανεώσουν το καθεστώς πρόσφυγα υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς, εάν, αφού του χορηγήθηκε το καθεστώς πρόσφυγα, το οικείο κράτος μέλος αποδείξει ότι […] το εν λόγω πρόσωπο θα έπρεπε να είχε αποκλεισθεί ή αποκλείεται από το καθεστώς πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 12 [της οδηγίας αυτής]». Η τελευταία δε αυτή διάταξη προβλέπει, στην παράγραφο 2, στοιχείο βʹ, αυτής, ότι «[υ]πήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής αποκλείεται από το καθεστώς πρόσφυγα όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να θεωρείται ότι […] έχει διαπράξει σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα εκτός της χώρας ασύλου πριν γίνει δεκτός ως πρόσφυγας».


85      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 6ης Ιουλίου 2023, Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (Πρόσφυγας που έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα) (C‑8/22, EU:C:2023:542, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).