Προσωρινό κείμενο
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
ΝΙΚΟΛΑ ΑΙΜΙΛΙΟΥ
της 5ης Σεπτεμβρίου 2024 (1)
Υπόθεση C‑339/22
BSH Hausgeräte GmbH
κατά
Electrolux AB
[αίτηση του Svea Hovrätt (εφετείου Στοκχόλμης, Σουηδία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
« Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων των κρατών μελών επί διαφορών σχετικών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας τρίτου κράτους – Αγωγή περί προσβολής – Ένσταση ακυρότητας – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Άρθρο 4, παράγραφος 1 – Πεδίο εφαρμογής – Άρθρο 24, παράγραφος 4 – “Εξ ανακλάσεως εφαρμογή” »
I. Εισαγωγή
1. Στις 22 Φεβρουαρίου 2024 παρουσίασα τις προτάσεις μου στην υπό κρίση υπόθεση (2). Ακολούθως, στις 9 Απριλίου 2024, το Δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση αυτή στο τμήμα μείζονος συνθέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 60, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας. Επιπλέον, με διάταξη της 16ης Απριλίου 2024, η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 83 του εν λόγω κανονισμού, το Δικαστήριο διέταξε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.
2. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο κάλεσε τους ενδιαφερομένους να μετάσχουν σε νέα επ’ ακροατηρίου συζήτηση και να συγκεντρώσουν τους ισχυρισμούς που θα προέβαλλαν επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε το Svea hovrätt (εφετείο Στοκχόλμης, Σουηδία), το οποίο, υπενθυμίζω, αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων των κρατών μελών, βάσει του κανονισμού Βρυξέλλες Iα (3), για την εκδίκαση διαφορών σχετικών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας τρίτων κρατών. Η δεύτερη επ’ ακροατηρίου συζήτηση διεξήχθη στις 14 Μαΐου 2023. Κατά τη διάρκειά της, οι εκπρόσωποι της BSH Hausgeräte GmbH (στο εξής: BSH), της Aktiebolaget Electrolux (στο εξής: Electrolux), της Γαλλικής Κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους επί της ουσίας του ζητήματος.
3. Σύμφωνα με σχετικό αίτημα του Δικαστηρίου, θα αναπτύξω νέες προτάσεις, οι οποίες θα εστιάσουν στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα. Οι προτάσεις αυτές θα αποτελέσουν προσθήκη επί των πρώτων προτάσεων. Θα μου προσφέρουν, μάλιστα, τη σπάνια ευκαιρία να εμβαθύνω, συναφώς, σε ορισμένες πτυχές της συλλογιστικής μου.
II. Ανάλυση
4. Θα υπενθυμίσω εν συντομία το πλαίσιο. Η BSH (με έδρα τη Γερμανία) άσκησε κατά της Electrolux (με έδρα τη Σουηδία) αγωγή με αντικείμενο την προσβολή διπλώματος ευρεσιτεχνίας ενώπιον των σουηδικών δικαστηρίων. Κατ’ ουσίαν, η BSH ισχυρίζεται ότι η Electrolux προσβάλλει ορισμένο «ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας» το οποίο είχε χορηγηθεί στην πρώτη εταιρία από το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (στο εξής: ΕΓΔΕ) (4) για διάφορα κράτη μέλη της Ένωσης (συμπεριλαμβανομένης της Σουηδίας) και για τρίτο κράτος (την Τουρκία). Δεδομένου ότι το εν λόγω «ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας» δεν αποτελεί ενιαίο υπερεθνικό τίτλο, αλλά συνιστά ουσιαστικά δέσμη εθνικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, έκαστο των οποίων παρέχει προστασία στην επικράτεια του οικείου κράτους (βάσει της αρχής της εδαφικότητας που διέπει τους τίτλους αυτούς), στην υπό κρίση αγωγή σωρεύονται, στην πραγματικότητα, αξιώσεις απορρέουσες από την προσβολή διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (μία ανά εθνικό τίτλο). Προς αντίκρουση των αξιώσεων αυτών, η Electrolux προέβαλε ένσταση ακυρότητας των εν λόγω τίτλων. Υπό το πρίσμα της ένστασης αυτής, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον τα σουηδικά δικαστήρια δύνανται να αποφαίνονται επί αξιώσεων που αφορούν διπλώματα ευρεσιτεχνίας άλλων κρατών μελών πέραν της Σουηδίας (πρώτο και δεύτερο προδικαστικό ερώτημα) και επί της αξίωσης που αφορά το τουρκικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (τρίτο προδικαστικό ερώτημα). Όπως επισημαίνεται στην εισαγωγή, η ανάλυσή μου θα εστιάσει στην τελευταία αυτή πτυχή και, ως εκ τούτου, στη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων των κρατών μελών να αποφαίνονται επί διαφορών σχετικών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας τρίτων κρατών.
5. Η αφετηρία της ανάλυσης αυτής δεν είναι (ή δεν είναι πλέον) αμφιλεγόμενη. Ο κανονισμός Βρυξέλλες Iα έχει εφαρμογή και, συνεπώς, καθορίζει τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων των κρατών μελών να αποφαίνονται επί τέτοιου είδους διαφοράς στην περίπτωση που (και για τον λόγο και μόνον ότι) ο εναγόμενος έχει την κατοικία του στην Ένωση (όπως εν προκειμένω η Electrolux) (5), ανεξαρτήτως της «εξωτερικής» προέλευσης του επίμαχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας (6). Δεν θα εμβαθύνω εκ νέου στο ζήτημα αυτό και παραπέμπω, για περισσότερες λεπτομέρειες, στα σημεία 24 και 101 των πρώτων προτάσεών μου.
6. Όσον αφορά τις λύσεις που προβλέπονται στο καθεστώς που θεσπίζει ο κανονισμός Βρυξέλλες Iα (στο εξής: καθεστώς των Βρυξελλών), είναι σαφές ένα άλλο στοιχείο. Οι μετέχουσες στη διαδικασία συμφωνούν ότι, δυνάμει του γενικού κανόνα του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, τα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων (7) διεθνή δικαιοδοσία να αποφαίνονται επί αξιώσεων που αφορούν αλλοδαπά διπλώματα ευρεσιτεχνίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων τρίτων κρατών, στην περίπτωση που ο εναγόμενος έχει την κατοικία του στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους. Συνεπώς, τα δικαστήρια αυτά δύνανται, μεταξύ άλλων, να αποφαίνονται επί της προσβολής τέτοιου διπλώματος ευρεσιτεχνίας η οποία συντελέστηκε εκτός των συνόρων του εν λόγω κράτους μέλους (8). Πράγματι, από την απόφαση Owusu (9) προκύπτει ότι η διεθνής δικαιοδοσία που αντλούν τα εν λόγω δικαστήρια από τον κανόνα αυτόν είναι, κατ’ αρχήν, όχι μόνον γενική, αλλά και καθολική.
7. Τούτων λεχθέντων, το κεντρικό ζήτημα της υπό κρίση υπόθεσης έγκειται, υπενθυμίζω, στο γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 4, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, τα δικαστήρια κράτους μέλους, περιλαμβανομένου του κράτους μέλους κατοικίας του εναγομένου, δεν δύνανται, κατ’ εξαίρεση, να αποφαίνονται επί αξιώσεων που αφορούν την καταχώριση ή το κύρος διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για τα οποία πραγματοποιήθηκε (ή θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε) κατάθεση ή καταχώριση σε άλλο «κράτος μέλος». Δεν μπορούν επίσης να αποφαίνονται παρεμπιπτόντως επί των ζητημάτων αυτών στο πλαίσιο αγωγής με αντικείμενο την προσβολή διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Πράγματι, η διάταξη αυτή απονέμει, συναφώς, αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία στα «δικαστήρια του κράτους μέλους» του τίτλου. Ωστόσο, η όλη συζήτηση αφορά το κατά πόσον, βάσει του εν λόγω κανονισμού, τα δικαστήρια των κρατών μελών δεν έχουν επίσης διεθνή δικαιοδοσία να αποφαίνονται, κυρίως ή παρεμπιπτόντως, επί της καταχώρισης ή του κύρους διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας τρίτων κρατών. Συνεπώς, το πρόβλημα που τίθεται είναι λεπτό, χρονίζον και, επιπλέον, οριζόντιο: αφορά εξίσου όλα τα ζητήματα για τα οποία το άρθρο 24 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει κανόνα αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας (εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων, κύρος των καταχωρίσεων στα δημόσια βιβλία, εκτέλεση αποφάσεων, κ.λπ.), στην περίπτωση που το εμπλεκόμενο κράτος δεν είναι κράτος μέλος αλλά τρίτο κράτος (10).
8. Επί του ζητήματος αυτού, η BSH, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή πρότειναν μια λύση (ομοίως οριζόντια, δεδομένου ότι ισχύει αδιακρίτως για όλα τα ανωτέρω ζητήματα), σύμφωνα με την οποία, καθόσον το άρθρο 24 του κανονισμού Βρυξέλλες Ια δεν προβλέπει ρητώς την περίπτωση αυτή, εφαρμόζεται, ούτως ειπείν, «άνευ ετέρου», ο γενικός κανόνας του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού. Επομένως, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο έχει την κατοικία του ο εναγόμενος δύνανται, βάσει του κανόνα αυτού, να αποφαίνονται, μεταξύ άλλων, επί της καταχώρισης ή του κύρους διπλώματος ευρεσιτεχνίας τρίτου κράτους. Επιπλέον, αφού επιληφθούν ορισμένης υπόθεσης, οφείλουν να αποφανθούν επί των ζητημάτων αυτών, εξαιρουμένων των περιπτώσεων εφαρμογής των άρθρων 33 και 34 του εν λόγω κανονισμού (περιπτώσεις που θα εξεταστούν κατωτέρω) (11).
9. Θα εξετάσω, κατ’ αρχάς, ορισμένους από τους κινδύνους της εν λόγω ερμηνείας του κανονισμού Βρυξέλλες Ια (Α), προτού επαναλάβω τη λύση που είχα προτείνει (Β). Τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της δεύτερης επ’ ακροατηρίου συζήτησης θα με οδηγήσουν, τέλος, στην εξέταση ενός τρίτου «δρόμου» (Γ).
Α. Ορισμένοι κίνδυνοι της άποψης περί «άνευ ετέρου» εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια
10. Δεν θα επαναλάβω στο σημείο αυτό το σύνολο των επικρίσεων που διατύπωσα στις πρώτες προτάσεις μου όσον αφορά την άποψη περί «άνευ ετέρου» εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα. Θα περιοριστώ στην επανεξέταση δύο πτυχών οι οποίες αποτέλεσαν το επίκεντρο των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν κατά τη δεύτερη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ήτοι (1) του κατά πόσον αντίκειται στο εθιμικό διεθνές δίκαιο να αποφαίνονται τα δικαστήρια κράτους μέλους επί της καταχώρισης ή του κύρους διπλώματος ευρεσιτεχνίας τρίτου κράτους και (2) του κατά πόσον το κείμενο του κανονισμού αυτού, ως ισχύει σήμερα, επιβάλλει μια τέτοια λύση.
1. Τα όρια που επιβάλλει το εθιμικό διεθνές δίκαιο στη διεθνή δικαιοδοσία των κρατών
11. Όπως υποστηρίζει η πλειονότητα των εμπειρογνωμόνων και όπως, άλλωστε, αναγνώρισαν (παρά ορισμένες αρχικές επιφυλάξεις) η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή κατά τη δεύτερη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το εθιμικό διεθνές δίκαιο οριοθετεί τη διεθνή δικαιοδοσία των κρατών («adjudicatory jurisdiction»), σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Κατ’ ουσίαν, ένα κράτος μπορεί νομίμως να επικαλεστεί ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία μόνον εφόσον υφίσταται μεταξύ αυτού και ορισμένης ένδικης διαφοράς επαρκής σύνδεσμος, εδαφικού ή εθνικού χαρακτήρα. Συνεπώς, στην περίπτωση που ορισμένο κράτος καθορίζει τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του με τη θέσπιση κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (ή στην περίπτωση που τούτο επιτελείται από την Ένωση, όσον αφορά τα δικαστήρια των κρατών μελών), πρέπει (το εν λόγω κράτος ή η Ένωση) να ενεργεί εντός του πλαισίου αυτού (12).
12. Συναφώς, στην πλειονότητα των ένδικων διαφορών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η καθολική διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο έχει την κατοικία του ο εναγόμενος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, συνάδει με το εθιμικό διεθνές δίκαιο. Πράγματι, ένα κράτος μπορεί νομίμως να εκδικάζει αξιώσεις κατά προσώπων που κατοικούν στο έδαφός του, ακόμη και αν οι αξιώσεις αυτές αφορούν γεγονότα που συνέβησαν στο έδαφος άλλου κράτους (κράτους μέλους ή τρίτου κράτους). Η εν λόγω κατοικία δημιουργεί, μεταξύ του πρώτου κράτους και των αξιώσεων αυτών, ένα επαρκή σύνδεσμο προς τούτο. Βάσει αυτού, τα δικαστήρια των κρατών μελών μπορούν νομίμως να αποφαίνονται, ειδικότερα, επί αγωγής με αντικείμενο την προσβολή διπλώματος ευρεσιτεχνίας τρίτου κράτους, η οποία στρέφεται κατά «εγχώριου» εναγομένου (13). Με την άσκηση της δικαιοδοσίας αυτής, το κράτος μέλος στο οποίο έχει την κατοικία του ο εναγόμενος δεν παραβιάζει την κυριαρχία του οικείου τρίτου κράτους. Ειδικότερα, το πρώτο κράτος ουδόλως εμποδίζει το δεύτερο να ασκήσει τη δική του δικαιοδοσία επί της επίμαχης ένδικης διαφοράς (14). Η επακόλουθη αλληλεπικάλυψη των δικαιοδοσιών σχετικά με την ίδια ένδικη διαφορά δεν αντίκειται (αλλά μάλλον ενυπάρχει) στο εθιμικό διεθνές δίκαιο (15).
13. Αντιθέτως, και κατ’ εξαίρεση, θα ήταν (ιδιαίτερα) προβληματικό, βάσει του δικαίου αυτού, να αποφαίνονται τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους επί ορισμένων ένδικων διαφορών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις που αφορούν άλλο κράτος (κράτος μέλος ή τρίτο κράτος), ακόμη και αν ο οικείος εναγόμενος έχει την κατοικία του στο έδαφος του πρώτου κράτους. Τούτο ισχύει, ιδίως, όσον αφορά την καταχώριση ή το κύρος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Κατά τη δεύτερη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή αναγνώρισαν ότι οι εκτιμήσεις περί εθνικής κυριαρχίας ισχύουν επί του ζητήματος αυτού, επισημαίνοντας εντούτοις ότι η σημασία τους ποικίλλει κατά περίπτωση. Φρονώ ότι πρέπει, πράγματι, να γίνει διάκριση μεταξύ δύο περιπτώσεων.
14. Αφενός, είναι προφανές ότι δεν είναι θεμιτό να αποφαίνονται τα δικαστήρια κράτους μέλους επί αξιώσεων που αφορούν αυτή καθεαυτήν την καταχώριση ή το κύρος διπλώματος ευρεσιτεχνίας που έχει κατατεθεί ή καταχωρισθεί σε άλλο κράτος (κράτος μέλος ή τρίτο κράτος), λαμβανομένης υπόψη της συμμετοχής οργάνου του τελευταίου, ήτοι του οργανισμού πνευματικής ιδιοκτησίας του εν λόγω κράτους (στο εξής: ΟΠΙ), στη χορήγηση του εν λόγω τίτλου και στη διαχείριση του μητρώου στο οποίο αυτός έχει καταχωρισθεί.
15. Τούτο δεν οφείλεται στο ότι η χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας αποτελεί «κυβερνητική πράξη» που αντανακλά «κυρίαρχες» πολιτικές επιλογές οι οποίες δεν επιδέχονται έλεγχο από αλλοδαπό δικαστήριο. Πλέον, οι ΟΠΙ δεν διαθέτουν ή (διαθέτουν σπανίως) περιθώριο εκτίμησης όσον αφορά τη δυνατότητα χορήγησης ενός τέτοιου τίτλου. Εξετάζουν τις αιτήσεις για τη χορήγηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας υπό το πρίσμα των εφαρμοστέων νόμιμων προϋποθέσεων, χορηγούν διπλώματα ευρεσιτεχνίας εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές και ακολούθως προβαίνουν στην καταχώρισή τους. Εν ολίγοις, η συμμετοχή τους είναι περισσότερο «αυτόματη» παρά «κυρίαρχη». Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όσον αφορά τον ρόλο των εθνικών ΟΠΙ σε σχέση με τα ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας (όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης), δεδομένου ότι οι οργανισμοί αυτοί, όταν πρόκειται να «επικυρώσουν» ένα τέτοιο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την επικράτειά τους (αποδίδοντας, συνεπώς, σε αυτό την ίδια ισχύ με εθνικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας), εγκρίνουν απλώς τον προηγούμενο έλεγχο που διενήργησε το ΕΓΔΕ επί των προϋποθέσεων χορήγησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας που προβλέπονται στη ΣΕΔΕ.
16. Στην πραγματικότητα, η εξήγηση είναι πολύ απλούστερη. Πράγματι, αποτελεί σαφή αρχή του εθιμικού δικαίου ότι ένα κράτος δεν μπορεί να παρεμβαίνει στη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών ενός άλλου. Όπως ένα κράτος δεν μπορεί να διατάξει μέσω των δικαστηρίων του αλλοδαπό όργανο να εκδώσει ορισμένη πράξη, δεν μπορεί, ομοίως, να τροποποιήσει ή να ακυρώσει τις πράξεις που αυτό εξέδωσε. Το κράτος στο οποίο ανήκει το επίμαχο όργανο διαθέτει, πράγματι, καθ’ ύλην αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία ως προς το ζήτημα αυτό. Συνεπώς, όπως τα δικαστήρια κράτους μέλους δεν μπορούν να διατάξουν τον ΟΠΙ ενός άλλου κράτους (κράτους μέλους ή τρίτου κράτους) να χορηγήσει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την επικράτεια του τελευταίου, δεν μπορούν, ομοίως, να διατάξουν τον οργανισμό αυτόν να τροποποιήσει ή διαγράψει καταχώριση στο μητρώο που διαχειρίζεται ή, ακόμη, να προβεί, έναντι όλων, σε δήλωση σχετικά με το κύρος του τίτλου στον οποίο στηρίζεται η καταχώριση αυτή. Μόνον το κράτος του εν λόγω ΟΠΙ μπορεί νομίμως να επικαλεστεί διεθνή δικαιοδοσία επί του ζητήματος αυτού (16). Επισημαίνω ότι, αντίθετα προς όσα συνάγονται από την υποσημείωση 51 των πρώτων προτάσεών μου, τίθεται ακριβώς το ίδιο πρόβλημα σχετικά με τις αξιώσεις που αφορούν την καταχώριση ή το κύρος των εθνικών «σκελών» των ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (17).
17. Αφετέρου, δεν είναι, κατ’ αρχήν, αντίθετο προς το εθιμικό διεθνές δίκαιο να αποφαίνονται τα δικαστήρια κράτους μέλους, τα οποία επιλαμβάνονται αγωγής κατά «εγχώριου» εναγομένου, με αντικείμενο την προσβολή διπλώματος ευρεσιτεχνίας τρίτου κράτους, επί του κύρους του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ως προδικαστικό ή παρεμπίπτον ζήτημα (δεδομένου ότι η ύπαρξη έγκυρου τίτλου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ευδοκίμηση μιας τέτοιας αγωγής), παραδείγματος χάριν στην περίπτωση προβολής ένστασης ακυρότητας από τον εναγόμενο αυτόν.
18. Πράγματι, όπως διευκρινίζεται στο προηγούμενο σημείο, και αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Electrolux, το κρίσιμο στοιχείο, συναφώς, δεν είναι η φύση του προς επίλυση ζητήματος (ήτοι του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας) ή η φύση των εφαρμοστέων κανόνων (ήτοι των λόγων της ανάκλησης ή, σε περίπτωση προβαλλόμενου διαδικαστικού ελαττώματος, των δικονομικών κανόνων που προβλέπει το δίκαιο του τρίτου κράτους (18)), αλλά η φύση της απόφασης που πρόκειται να εκδοθεί. Στο πλαίσιο αγωγής με αντικείμενο την προσβολή διπλώματος ευρεσιτεχνίας, τα δικαστήρια του κράτους μέλους που επιλαμβάνονται της ένδικης διαφοράς δεν θα αποφανθούν επί της νομιμότητας του επίμαχου τίτλου, αλλά θα διατυπώσουν απλώς, σε ενδιάμεσο στάδιο του σκεπτικού τους, μια πρόταση (εγκυρότητα ή ακυρότητα) με αποκλειστικό σκοπό την επίλυση του κύριου ζητήματος του οποίου έχουν επιληφθεί (προσβολή ή μη προσβολή). Το διατακτικό της απόφασης που θα εκδώσουν θα καθορίσει τα ιδιωτικά δικαιώματα των διαδίκων. Θα υποχρεώσει τον εναγόμενο να καταβάλει εντόκως αποζημίωση (κ.λπ.) σε περίπτωση που διαπιστωθεί προσβολή ή, σε αντίθετη περίπτωση, η αγωγή του ενάγοντος θα απορριφθεί. Στο μέτρο που μια τέτοια απόφαση παράγει, συνεπώς, έννομες συνέπειες αποκλειστικά μεταξύ των διαδίκων και η αιτιολογία σχετικά με το κύρος του τίτλου δεν επάγεται καμία έννομη συνέπεια έναντι όλων, μια τέτοια απόφαση δεν θίγει τα όρια της διεθνούς δικαιοδοσίας του κράτους μέλους στο οποίο έχει την κατοικία του ο εναγόμενος (19).
2. Το κείμενο του κανονισμού Βρυξέλλες Iα
19. Ο κανόνας της αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας σχετικά με την καταχώριση ή το κύρος διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, ο οποίος διατυπώνεται στο άρθρο 24, παράγραφος 4, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, απορρέει από τις ανωτέρω εκτιμήσεις εθιμικού διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας αυτός αποσκοπεί στην προστασία της κυριαρχίας κράτους μέλους στη διεθνή έννομη τάξη, στην περίπτωση που το εν λόγω κράτος συνδέεται με την ένδικη διαφορά (20), διασφαλίζοντας ότι μόνον τα δικαστήρια του κράτους αυτού μπορούν νομίμως να αποφανθούν επί της διαφοράς (21). Ο εν λόγω κανόνας επιδιώκει μάλιστα στον μέγιστο βαθμό την επίτευξη του σκοπού αυτού, καθόσον, υπενθυμίζω, εμποδίζει τα δικαστήρια κράτους μέλους να εξετάζουν απλώς παρεμπιπτόντως, στο πλαίσιο αγωγής με αντικείμενο την προσβολή διπλώματος ευρεσιτεχνίας, το κύρος διπλώματος ευρεσιτεχνίας που χορηγήθηκε από άλλο κράτος μέλος (22).
20. Τούτων λεχθέντων, δεδομένου ότι το άρθρο 24, παράγραφος 4, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια αφορά αποκλειστικά τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας κρατών μελών, η διάταξη αυτή δεν μπορεί (χωρίς να διαστρεβλωθεί το γράμμα της) να καλύπτει τίτλους τρίτων κρατών (23), και ο κανονισμός αυτός δεν προβλέπει, εξάλλου, ισοδύναμη διάταξη συναφώς. Επιπλέον, στην απόφαση Owusu, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι μόνες επιτρεπτές παρεκκλίσεις από τον γενικό κανόνα που διατυπώνεται (πλέον) στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού είναι «οι ρητώς προβλεπόμενες» (24) από τον ίδιο κανονισμό. Πρέπει, ωστόσο, να συναχθεί από το σύνολο των ανωτέρω, όπως υποστηρίζουν η BSH, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, η παράδοξη λύση σύμφωνα με την οποία, μολονότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους του εναγομένου δεν έχουν διεθνή δικαιοδοσία να αποφαίνονται επί του κύρους διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας άλλων κρατών μελών, δύνανται (και μάλιστα οφείλουν) να αποφαίνονται επί αξιώσεων που αφορούν το κύρος τίτλων τρίτων κρατών;
21. Εξακολουθώ να μη συμφωνώ με την άποψη αυτή.
22. Συναφώς, θα υπενθυμίσω κατ’ αρχάς ότι το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε στην απόφαση Owusu ως προς την ειδικότερη περίπτωση που εξετάζεται εν προκειμένω (25). Συνεπώς, τα διδάγματα που απορρέουν από την απόφαση αυτή δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην προκειμένη περίπτωση χωρίς περίσκεψη.
23. Πράγματι, δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα, όπως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, εισαγωγής στο καθεστώς των Βρυξελλών μιας εξαίρεσης ουσιωδώς διαφορετικής προς αυτό. Εν προκειμένω, οι συντάκτες του καθεστώτος διέκριναν εξαρχής ότι η καταχώριση και το κύρος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας εντάσσονταν στις ειδικές περιπτώσεις που δικαιολογούν παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους του εναγομένου. Συνεπώς, «[προέβλεψαν ρητώς]» έναν κανόνα για τον σκοπό αυτόν. Το γεγονός ότι ο κανόνας αυτός αφορά μόνον τους τίτλους των κρατών μελών εξηγείται εύκολα. Το καθεστώς των Βρυξελλών αποτελεί καθεστώς διεθνούς δικαιοδοσίας εντός της Ένωσης και επιδιώκει σκοπούς που προσιδιάζουν σε αυτήν (ήτοι την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και, πιο πρόσφατα, την εγκαθίδρυση του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης). Συνεπώς, οι παρεκκλίσεις από τον γενικό κανόνα που προβλέπεται στο καθεστώς αυτό, συμπεριλαμβανομένου του κανόνα σχετικά με την καταχώριση και το κύρος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, προβλέφθηκαν για την κατανομή της διεθνούς δικαιοδοσίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών (26). Αντιθέτως, δεδομένου ότι η Ένωση δεν έχει τη δυνατότητα να καθορίσει τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων τρίτων κρατών, οι συντάκτες του καθεστώτος αυτού ευλόγως δεν προέβλεψαν τέτοιου είδους παρεκκλίσεις υπέρ αυτών. Πράγματι, το ίδιο καθεστώς αρχικά δεν περιλάμβανε καμία παρέκκλιση.
24. Ωστόσο, υπό το πρίσμα της ανωτέρω εξήγησης, θα ήταν απλουστευτικό να συναχθεί, βάσει των «ρητών» παρεκκλίσεων στην περίπτωση των κρατών μελών, το συμπέρασμα ότι ο γενικός κανόνας της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους κατοικίας του εναγομένου είναι απόλυτος στις σχέσεις με τα τρίτα κράτη και ότι εφαρμόζεται «άνευ ετέρου» ακόμη και στις αξιώσεις που αφορούν το κύρος διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που χορηγούνται από τα κράτη αυτά, με αποτέλεσμα να μην λαμβάνεται υπόψη η αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία που αναγνωρίζεται γενικά στα δικαστήρια των τελευταίων ως προς το ζήτημα αυτό. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα αποτελούσε μία μάλλον παράδοξη «εξωτερική επίπτωση» του καθεστώτος των Βρυξελλών, την οποίαν δεν επιδίωξαν οι αρχικοί συντάκτες του (27).
25. Η BSH, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή αντιτείνουν, ωστόσο, ότι, μετά την έκδοση του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, το καθεστώς των Βρυξελλών περιλαμβάνει ορισμένες παρεκκλίσεις υπέρ τρίτων κρατών, ήτοι τα άρθρα 33 και 34 του κανονισμού αυτού. Σύμφωνα με τις ανωτέρω μετέχουσες στη διαδικασία, με τα νέα αυτά άρθρα, ο νομοθέτης της Ένωσης αποσκοπούσε στο να ρυθμίσει ρητώς και, κυρίως, εξαντλητικώς τις σχέσεις μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών και των δικαστηρίων τρίτων κρατών. Στο πλαίσιο αυτό, ο νομοθέτης είχε την πρόθεση να παράσχει στα πρώτα τη δυνατότητα να διαπιστώνουν έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των δεύτερων αποκλειστικά υπό τις περιστάσεις που προβλέπονται στα εν λόγω άρθρα, ήτοι στην περίπτωση που δικαστήριο κράτους μέλους επιλαμβάνεται ένδικης διαφοράς (ανεξαρτήτως αντικειμένου) που εκκρεμεί ενώπιον των δικαστηρίων τρίτου κράτους.
26. Δεν θεωρώ πειστικό το επιχείρημα αυτό. Όπως προκύπτει από τη διατύπωσή τους και τον τίτλο του τμήματος του κανονισμού Βρυξέλλες Iα στο οποίο εντάσσονται, τα άρθρα 33 και 34 του εν λόγω κανονισμού αφορούν συγκεκριμένο ζήτημα: την εκκρεμοδικία και τη συνάφεια που ενέχουν το στοιχείο της αλλοδαπότητας. Μολονότι τα άρθρα αυτά ρυθμίζουν αναμφισβήτητα, ρητώς και εξαντλητικώς, το συγκεκριμένο ζήτημα, από κανένα στοιχείο του κειμένου του κανονισμού δεν προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης αποσκοπούσε πράγματι στο να επιλύσει, με τόσο συγκεκριμένες διατάξεις, το σύνολο των ζητημάτων που ανακύπτουν από τις σχέσεις μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών και των δικαστηρίων των τρίτων κρατών, συμπεριλαμβανομένων των ζητημάτων που αφορούν τον σεβασμό της κυριαρχίας των τελευταίων (28).
27. Οι προπαρασκευαστικές εργασίες δεν είναι περισσότερο διαφωτιστικές ως προς το ζήτημα αυτό. Μολονότι, όπως επισήμαναν οι ίδιες μετέχουσες στη διαδικασία, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες προκύπτει ότι η γαλλική αντιπροσωπεία στο Συμβούλιο είχε προτείνει να προστεθεί στον επικείμενο κανονισμό ένα πλήρες «σώμα» κανόνων για τις σχέσεις αυτές (με τους οποίους αναγνωριζόταν, μεταξύ άλλων, η δυνατότητα των δικαστηρίων των κρατών μελών να αποποιούνται τη διεθνή δικαιοδοσία για ζητήματα που εμπίπτουν στην αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία τρίτου κράτους) και ότι το «σώμα» αυτό δεν υιοθετήθηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης, τούτο δεν αιτιολογείται σε κανένα δημόσιο έγγραφο (γεγονός που επιβεβαίωσε η γαλλική κυβέρνηση κατά τη δεύτερη επ’ ακροατηρίου συζήτηση). Ωστόσο, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να συναχθεί λόγω της άρνησης και μόνον να προστεθούν οι επίμαχοι κανόνες «σαφής πρόθεση» του εν λόγω νομοθέτη σχετικά με το ζήτημα που εξετάζουμε και, ειδικότερα, μια «πολιτική επιλογή» που προκρίνει τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων των κρατών μελών να αποφαίνονται επί ζητημάτων που θίγουν την κυριαρχία τρίτων κρατών, όπως το κύρος των τίτλων που χορηγούν (29). Πράγματι, ο νομοθέτης μπορεί, επίσης, να είχε την πρόθεση να περιοριστεί στη ρύθμιση της εκκρεμοδικίας που ενέχει το στοιχείο της αλλοδαπότητας και να αναθέσει, προς το παρόν, στο εθνικό δίκαιο κάθε κράτους μέλους (30) ή στο Δικαστήριο, μέσω της ερμηνείας των υφιστάμενων κανόνων (31), την επίλυση των λοιπών ζητημάτων που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών και των δικαστηρίων τρίτων κρατών, συμπεριλαμβανομένου του επίμαχου προβλήματος στην υπό κρίση υπόθεση.
28. Εν ολίγοις, ούτε το κείμενο, ερμηνευόμενο εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, ούτε ο σεβασμός που οφείλει το Δικαστήριο στον νομοθέτη της Ένωσης, στο πλαίσιο της τήρησης της θεσμικής ισορροπίας, επιβάλλουν τη λύση που προτείνουν η BSH, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή. Λαμβανομένης υπόψη της «ασάφειας» που περιβάλλει την πρόθεση του νομοθέτη και, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Γαλλική Κυβέρνηση, το Δικαστήριο δεν θα «επιδείκνυε σύνεση» υιοθετώντας, βάσει ενός υποτυπώδους εξ αντιδιαστολής σκεπτικού (βλ. σημείο 20 των παρουσών προτάσεων), μια τόσο ριζοσπαστική ερμηνεία του κανονισμού Βρυξέλλες Ια (32). Το Δικαστήριο θα επιδείκνυε, αντιθέτως, μια τέτοια «σύνεση» αντλώντας από τον κανονισμό αυτόν, σύμφωνα με τις συνήθεις μεθόδους ερμηνείας του, την απάντηση που συνάδει περισσότερο με τους σκοπούς που επιδιώκει και τους ιεραρχικά ανώτερους κανόνες που τον πλαισιώνουν (33).
29. Συναφώς, αφενός, έχω ήδη εξηγήσει, στα σημεία 124 έως 134 των πρώτων προτάσεών μου, τους λόγους για τους οποίους η άποψη περί «άνευ ετέρου» εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια αντίκειται στους σκοπούς που επιδιώκει ο κανονισμός αυτός. Θα επικεντρωθώ μόνο σε δύο ζητήματα που εξετάστηκαν (εκ νέου) κατά τη δεύτερη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ήτοι την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και τη νομική προστασία των εναγομένων που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση.
30. Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, μολονότι η καθολική διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους του εναγομένου σε υποθέσεις προσβολής διπλώματος ευρεσιτεχνίας συμβάλλει στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης (34), δεν θα ήταν σύμφωνο με τον σκοπό αυτόν να έχουν τα ανωτέρω δικαστήρια διεθνή δικαιοδοσία (και να οφείλουν) να αποφαίνονται επί αξιώσεων που αφορούν το κύρος διπλώματος ευρεσιτεχνίας που χορηγείται από τρίτο κράτος. Πράγματι, η απόφαση περί ακυρότητας που εκδίδεται από τα εν λόγω δικαστήρια δεν θα αναγνωριζόταν ποτέ στο τελευταίο αυτό κράτος και δεν θα μπορούσε συνεπώς, στην πράξη, να οδηγήσει τον ΟΠΙ του κράτους αυτού στη διόρθωση των αρχείων του.
31. Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, μια τέτοια λύση θα ήταν επίσης προβληματική. Πράγματι, θα μπορούσε, στην πράξη, να υποχρεώσει τα πρόσωπα που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση και είναι κάτοχοι διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας τρίτων κρατών να αντιμετωπίζουν ενώπιον των δικαστηρίων της κατοικίας τους διαδικασίες που αποσκοπούν στη διαπίστωση ακυρότητας οι οποίες είναι περιττές (για τους λόγους που εκτίθενται στο προηγούμενο σημείο) ή και καταχρηστικές και οι οποίες υποκινούνται από τους ανταγωνιστές τους με μοναδικό σκοπό την παρενόχλησή τους (35).
32. Αφετέρου, υπενθυμίζω ότι, καθόσον η Ένωση οφείλει να τηρεί το διεθνές δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου του εθιμικού δικαίου, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, ο κανονισμός Βρυξέλλες Iα πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το δίκαιο αυτό (36). Εξάλλου, υπό το πρίσμα των εξηγήσεων που παρατίθενται στο προηγούμενο τμήμα, διατηρώ βάσιμες αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον ο κανονισμός αυτός μπορεί να ερμηνευθεί κατά τον τρόπο που προτείνουν η BSH, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή. Πράγματι, δεν είναι δυνατόν το καθεστώς των Βρυξελλών να αξιώνει καθολικότητα όταν πρόκειται για εναγόμενο κάτοικο της Ένωσης (37) και ταυτόχρονα να λαμβάνει υπόψη μόνον την κυριαρχία των κρατών μελών, αγνοώντας την κυριαρχία τρίτων κρατών (38).
Β. Η θεωρία της «εξ ανακλάσεως εφαρμογής»
33. Υπό το πρίσμα, αφενός, του συνόλου των κινδύνων της άποψης περί «άνευ ετέρου» εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, αλλά, αφετέρου, του γεγονότος ότι ο κανονισμός αυτός δεν περιέχει (μέχρι σήμερα) ρητή παρέκκλιση για τα ζητήματα που προβλέπονται στο άρθρο 24 αυτού, στην περίπτωση που εμπλέκεται τρίτο κράτος, πρότεινα, στα σημεία 147 επ. των πρώτων προτάσεών μου, μια λύση (ομοίως οριζόντια καθόσον εφαρμόζεται στο σύνολο των ζητημάτων αυτών (39)), η οποία στηρίζεται στη θεωρία της «εξ ανακλάσεως εφαρμογής» που αναπτύχθηκε προ πολλών ετών από τον Droz (40).
34. Αυτή συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στο ότι, μολονότι τα δικαστήρια των κρατών μελών έχουν διεθνή δικαιοδοσία, δυνάμει του γενικού κανόνα του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια (ελλείψει αντίθετης διάταξης), να εκδικάζουν διαφορές που συνδέονται με τρίτα κράτη επί των επίμαχων ζητημάτων, ο κανόνας αυτός, τους παρέχει εντούτοις τη δυνατότητα, βάσει της συστηματικής και τελολογικής ερμηνείας του, να μην ασκούν τη διεθνή δικαιοδοσία αυτή. Πράγματι, παρόλο που, όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Owusu, ο εν λόγω κανόνας έχει, κατ’ αρχήν, «επιτακτικό χαρακτήρα», συμμερίζομαι την άποψη του Droz ότι «θα ήταν υπερβολικό» (41) να επιβληθεί ο «χαρακτήρας» αυτός και σε τέτοιες περιπτώσεις.
35. Τούτο συνεπάγεται στην πράξη ότι στην περίπτωση που τα δικαστήρια κράτους μέλους επιλαμβάνονται αγωγής κατά «εγχώριου» εναγομένου με αντικείμενο, παραδείγματος χάριν, το κύρος διπλώματος ευρεσιτεχνίας τρίτου κράτους, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα παρέχει στα δικαστήρια αυτά τη δυνατότητα να κάνουν χρήση των εξουσιών που προβλέπει το εθνικό τους δίκαιο (όποιες και αν είναι οι εξουσίες αυτές, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών που απορρέουν από τους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου) προκειμένου να μην αποφανθούν επί της υπόθεσης. Επίσης, στην περίπτωση που τα δικαστήρια αυτά επιλαμβάνονται αγωγής με αντικείμενο την προσβολή διπλώματος ευρεσιτεχνίας τρίτου κράτους κατά του ίδιου εναγομένου, και ο τελευταίος προβάλλει ένταση ακυρότητας, μπορούν να μην αποφανθούν επί της ένστασης αυτής και, κατά περίπτωση, να αναστείλουν την έκδοση απόφασης επί της αγωγής έως ότου οι αρχές του τρίτου κράτους που χορήγησαν τον τίτλο αποφανθούν επί του κύρους του, με αποτέλεσμα να «εφαρμόζεται εξ ανακλάσεως» η λύση που συνάγεται από το άρθρο 24, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού (42).
36. Όπως εξήγησα λεπτομερώς στις πρώτες προτάσεις μου, η ερμηνεία αυτή παρουσιάζει, κατά τη γνώμη μου, το πλεονέκτημα ότι προσφέρει μια λύση στο υπό εξέταση πρόβλημα η οποία είναι αναμφισβήτητα ρεαλιστική ενώ παράλληλα σέβεται τα όρια του κειμένου (43). Ειδικότερα, δεδομένου ότι τα δικαστήρια των κρατών μελών δεν στερούνται πλήρως διεθνούς δικαιοδοσίας, αλλά έχουν απλώς τη δυνατότητα να μην αποφανθούν επί της υπόθεσης, η λύση αυτή τους παρέχει έναν βαθμό ευελιξίας, ώστε να λαμβάνουν υπόψη τις περιστάσεις κάθε μεμονωμένης υπόθεσης και, κατά περίπτωση, να ασκούν την εν λόγω δικαιοδοσία όταν οι διάδικοι δεν θα τύχαιναν δίκαιης δίκης ενώπιον των δικαστηρίων του εμπλεκόμενου τρίτου κράτους, προς αποφυγή αρνησιδικίας (44).
37. Αντίθετα προς όσα υποστήριξε η Γαλλική Κυβέρνηση κατά τη δεύτερη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η εν λόγω ερμηνεία δεν θέτει υπό αμφισβήτηση «την πληρότητα και τη συνοχή» (45) του καθεστώτος των Βρυξελλών. Αφενός, δεν εξαιρεί το ζήτημα που εξετάζουμε από τη ρύθμιση του καθεστώτος αυτού και δεν το υπάγει εξ ολοκλήρου στη ρύθμιση του εθνικού δικαίου εκάστου κράτους μέλους. Το επίμαχο ζήτημα θα εξακολουθήσει να υπόκειται στη ρύθμιση του εν λόγω καθεστώτος. Απλώς, το τελευταίο θα προβλέπει, ως λύση, μια μερική και οριοθετημένη παραπομπή στο εθνικό δίκαιο του επιληφθέντος δικαστηρίου (46). Αφετέρου, η ερμηνεία αυτή συμβάλλει, ακριβώς, στη συνοχή του ίδιου καθεστώτος. Συγκεκριμένα, διασφαλίζει, εντός του πλαισίου αυτού, την επίλυση παρόμοιων καταστάσεων με παρόμοιο τρόπο.
38. Η BSH (47), η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή επανέλαβαν, επίσης, κατά τη δεύτερη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, την κριτική που διατύπωσαν στις πρώτες παρατηρήσεις τους, σύμφωνα με την οποία η παροχή στα δικαστήρια των κρατών μελών της δυνατότητας να μην αποφαίνονται επί των επίμαχων ζητημάτων, βάσει του εθνικού τους δικαίου, θα επηρέαζε τη δυνατότητα πρόβλεψης της διεθνούς δικαιοδοσίας και, κατά συνέπεια, την ασφάλεια δικαίου καθώς και την ομοιόμορφη εφαρμογή του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, κατά τρόπο αντίθετο προς το «πνεύμα» της απόφασης Owusu.
39. Εξακολουθώ να μην έχω πεισθεί. Αφενός, δεν τίθεται ζήτημα, όπως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Owusu, παροχής στα δικαστήρια των κρατών μελών ευρείας ευχέρειας να αποποιούνται τη διεθνή δικαιοδοσία τους σε κάθε διαφορά που ενέχει το στοιχείο της αλλοδαπότητας (με αποτέλεσμα να επηρεάζεται σοβαρά η δυνατότητα πρόβλεψης της διεθνούς δικαιοδοσίας τους) (48), αλλά αναγνώρισης ενός στενού περιθωρίου να μην αποφαίνονται επί ορισμένων ζητημάτων, στο μέτρο που τούτο συνιστά «εξ ανακλάσεως εφαρμογή» των λύσεων που εφαρμόζονται βάσει του άρθρου 24 του κανονισμού Βρυξέλλες Ια.
40. Αφετέρου, όσον αφορά την ομοιόμορφη εφαρμογή του κανονισμού Βρυξέλλες Ια σε όλα τα κράτη μέλη, αναγνωρίζεται ευρέως, στα κράτη αυτά, ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν πρέπει να αποφαίνονται επί των επίμαχων ζητημάτων στην περίπτωση που εμπλέκεται άλλο κράτος (49). Συνεπώς, τα δικαστήρια των κρατών μελών έχουν, γενικώς, την εξουσία βάσει του εθνικού τους δικαίου να μην εκδίδουν απόφαση σε μια τέτοια περίπτωση (50). Τέλος, παρόλο που οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις προς τούτο μπορούν, κατ’ αρχήν, να διαφέρουν μεταξύ των κρατών μελών, υπενθυμίζω ότι το δίκαιο της Ένωσης πλαισιώνει το εθνικό δίκαιο σε αρκετά σημαντικό βαθμό, όπως διευκρινίστηκε στα σημεία 150 έως 152 των πρώτων προτάσεών μου. Τούτο διασφαλίζει ότι μια τέτοια λύση θα εφαρμοζόταν κατά τρόπο επαρκώς συνεκτικό σε όλη την Ένωση.
41. Η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίστηκε, επίσης, κατά τη δεύτερη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η καθιέρωση μιας τέτοιας «εξ ανακλάσεως εφαρμογής» των κανόνων αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας συνεπάγεται τη ρύθμιση πολλών πρακτικών ζητημάτων (περιστάσεις υπό τις οποίες το επιληφθέν δικαστήριο πρέπει να αναστείλει την έκδοση απόφασης και όχι να διαπιστώσει έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας, δυνατότητα του δικαστηρίου αυτού να αποφασίσει τη λήψη ενός τέτοιου μέτρου αυτεπαγγέλτως κ.λπ.), στην οποία το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί μέσω της νομολογίας. Θεωρώ όμως ότι, στην πραγματικότητα το Δικαστήριο δεν πρέπει να κατασκευάσει ένα σύστημα ένστασης έλλειψης αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας, αλλά να θέσει ορισμένες επιταγές, οι οποίες απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, παραπέμποντας κατά τα λοιπά στο εθνικό δίκαιο κάθε κράτους μέλους (51) (έως ότου ο νομοθέτης της Ένωσης εισαγάγει ο ίδιος ένα τέτοιο σύστημα στο καθεστώς Βρυξέλλες Iα).
Γ. Ο πιθανός «τρίτος δρόμος»
42. Τούτων λεχθέντων, ορισμένα από τα ζητήματα που έθεσε το Δικαστήριο ενόψει της δεύτερης επ’ ακροατηρίου συζήτησης και οι απαντήσεις της Επιτροπής δείχνουν ότι υπάρχει η δυνατότητα επιλογής ενός «τρίτου δρόμου», ο οποίος αφενός πιο στοχευμένος (όσον αφορά την καταχώριση ή το κύρος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας) και αφετέρου πιο ριζοσπαστικός από την απάντηση που πρότεινα (και τον οποίον, ομολογώ, δεν σκέφθηκα κατά τη σύνταξη των πρώτων προτάσεών μου).
43. Αυτός ο «τρίτος δρόμος» συνίσταται στην ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται (βλ. σημείο 23 των παρουσών προτάσεων) και του εθιμικού διεθνούς δικαίου (βλ. σημεία 14 έως 18 των παρουσών προτάσεων), υπό την έννοια ότι δεν απονέμει καμία διεθνή δικαιοδοσία στα δικαστήρια του κράτους μέλους του εναγομένου να αποφαίνονται επί αξιώσεων που αφορούν την καταχώριση ή το κύρος διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας τρίτου κράτους (52). Επιπλέον, στην περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, το ζήτημα του κύρους τέτοιου διπλώματος ευρεσιτεχνίας τίθεται κατ’ ένσταση στο πλαίσιο αγωγής με αντικείμενο την προσβολή διπλώματος ευρεσιτεχνίας, η διάταξη αυτή απονέμει στα ανωτέρω δικαστήρια διεθνή δικαιοδοσία να επιλύουν το ζήτημα αυτό απλώς παρεμπιπτόντως (53), με αποκλειστικό σκοπό να αποφανθούν επί της αγωγής (54). Δεν τους παρέχει τη δυνατότητα να προσδίδουν ισχύ έναντι όλων στο σκεπτικό που αφορά το κύρος του τίτλου (ή, κατά μείζονα λόγο, να προβαίνουν σε συναφή διαπίστωση που έχει τέτοια ισχύ στο διατακτικό της απόφασής τους) (55).
44. Στην πράξη, τούτο συνεπάγεται ότι ενώ ο κανονισμός Βρυξέλλες Iα έχει εφαρμογή επί τέτοιων αξιώσεων (ή ενστάσεων), δεν απονέμει, στην περίπτωση που ο εναγόμενος έχει την κατοικία του στην Ένωση, διεθνή δικαιοδοσία (ή μια τέτοιου είδους εξουσία συναγωγής διαπιστώσεων με ισχύ έναντι όλων) σε κανένα δικαστήριο κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, όταν ένα τέτοιο δικαστήριο επιλαμβάνεται τέτοιου είδους αξίωσης κατά «εγχώριου» εναγομένου, πρέπει να διαπιστώσει ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας να αποφανθεί επ’ αυτής (ή όταν πρόκειται για ένσταση ακυρότητας που προβάλλεται στο πλαίσιο αγωγής με αντικείμενο την προσβολή διπλώματος ευρεσιτεχνίας, να περιορίσει τα αποτελέσματα της απόφασής του μεταξύ των διαδίκων), και τούτο βάσει του εν λόγω κανονισμού (56).
45. Η ερμηνεία αυτή παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα. Κατ’ αρχάς, από θεωρητική άποψη, στο μέτρο που το Δικαστήριο θα έκρινε ότι τα δικαστήρια των κρατών μελών δεν αντλούν από το καθεστώς των Βρυξελλών διεθνή δικαιοδοσία για την ακύρωση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας τρίτων κρατών (ή για την απόδοση, στο πλαίσιο αγωγής με αντικείμενο την προσβολή διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ισχύος έναντι όλων σε ορισμένες από τις διαπιστώσεις τους), θα συνήγαγε από τις εκτιμήσεις του εθιμικού διεθνούς δικαίου που παρατίθενται στα σημεία 14 έως 18 των παρουσών προτάσεων συνέπειες μεν ριζοσπαστικές, πλην όμως λογικές (και συνεπώς απολύτως βάσιμες).
46. Έπειτα, η εν λόγω ερμηνεία διασφαλίζει, στην πράξη, ορισμένη συνοχή μεταξύ των λύσεων που έχουν εφαρμογή σε «ενδοενωσιακές» καταστάσεις και εκείνων που έχουν εφαρμογή στις σχέσεις με τα τρίτα κράτη, και τούτο, πάλι, τηρουμένου του γράμματος του άρθρου 24, παράγραφος 4, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια (57). Αντικατοπτρίζει επίσης τις λύσεις που υφίστανται στο πλαίσιο του συγκριτικού δικαίου, ιδίως στο δίκαιο των κρατών μελών (58).
47. Τέλος, η ερμηνεία αυτή παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι προσφέρει στο πρόβλημα που ανακύπτει μια λύση απολύτως ομοιόμορφη (δεδομένου ότι η έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων των κρατών μελών συνάγεται ευθέως από τον κανονισμό Βρυξέλλες Ια, ο οποίος εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο σε ολόκληρη την Ένωση) και βέβαιη (δεδομένου ότι δεν καταλείπεται στα δικαστήρια αυτά κανένα περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τη δυνατότητα να αποφανθούν επί της υπόθεσης). Συνεπώς, συνάδει απολύτως με το «πνεύμα» της απόφασης Owusu.
48. Εντούτοις, μια τέτοια ερμηνεία του κανονισμού Βρυξέλλες Ια επιδέχεται κάποια κριτική. Κατ’ αρχάς, από θεωρητική άποψη, θα μπορούσε να διατυπωθεί η αντίρρηση ότι αντίκειται στη λογική του κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Ο κανόνας αυτός στηρίζεται σε προσωπικούς συνδέσμους μεταξύ των δικαστηρίων που έχουν διεθνή δικαιοδοσία και συγκεκριμένου εναγομένου. Επί της βάσης αυτής, και όπως επισήμανα στο σημείο 6 των παρουσών προτάσεων, η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων αυτών επεκτείνεται, κατ’ αρχήν, σε όλες τις αξιώσεις κατά του εν λόγω εναγομένου. Ο κανόνας δεν προβαίνει, αυτός καθεαυτόν, σε καμία διάκριση βάσει του αντικειμένου της ένδικης διαφοράς.
49. Υπάρχουν, ωστόσο, όρια στην κριτική αυτή. Πράγματι, σε «ενδοενωσιακές» καταστάσεις, ορισμένα ζητήματα εξαιρούνται από τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους του εναγομένου δυνάμει άλλων διατάξεων του κανονισμού Βρυξέλλες Ια (ιδίως του άρθρου 24). Συνεπώς, τίθεται απλώς ζήτημα αναγνώρισης ότι το ίδιο ισχύει ενίοτε σε ένδικες διαφορές που συνδέονται με τρίτα κράτη, με την ένταξη στο πλαίσιο του ίδιου του άρθρου 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορισμένων άρρητων ορίων στην εν λόγω διεθνή δικαιοδοσία οι οποίες επιβάλλονται από το εθιμικό διεθνές δίκαιο.
50. Στη συνέχεια μπορεί να επισημανθεί ότι από αρκετές επίσημες εκθέσεις σχετικά με τις πράξεις των Βρυξελλών (59), από ένα απόσπασμα της γνωμοδότησης 1/03 (60) και από την αιτιολογική σκέψη 24, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια (61) συνάγεται ότι τα δικαστήρια των κρατών μελών έχουν πράγματι διεθνή δικαιοδοσία, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, να αποφαίνονται επί ζητημάτων όπως η καταχώριση ή το κύρος διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στην περίπτωση που η διαφορά συνδέεται με τρίτο κράτος.
51. Τούτων λεχθέντων, υπάρχουν και πάλι όρια στην κριτική αυτή. Πρώτον, οι επίμαχες εκθέσεις, πέραν του ότι δεν είναι τεκμηριωμένες, δεν παρέχουν αυθεντική ερμηνεία του καθεστώτος των Βρυξελλών, αλλά αποτελούν, στην καλύτερη περίπτωση, μη δεσμευτικό ερμηνευτικό οδηγό (62). Δεύτερον, δεδομένου ότι η γνωμοδότηση 1/03, αυτή καθεαυτήν, δεν αφορά το πρόβλημα που βρίσκεται στο επίκεντρο της υπό κρίση υπόθεσης (63), το επίμαχο απόσπασμα μπορεί να θεωρηθεί παρεμπίπτουσα εκτίμηση (obiter dictum), που επιδέχεται διαφοροποιήσεις και διευκρινίσεις, και όχι πλήρως καθορισμένη θέση του Δικαστηρίου επί του ζητήματος (64). Τρίτον, η αντίθεση προς την αιτιολογική σκέψη 24 του κανονισμού Βρυξέλλες Ια είναι πολύ σχετική (65).
52. Τέλος, από πρακτική άποψη, η κριτική που θα μπορούσε να ασκηθεί σε μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια συνίσταται στην ακαμψία της λύσης που συνάγεται από αυτή. Πράγματι, δεδομένου ότι τα δικαστήρια των κρατών μελών δεν θα έχουν καμία διεθνή δικαιοδοσία επί αξιώσεων που αφορούν την καταχώριση ή το κύρος διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας τρίτων κρατών, δεν θα έχουν κανένα περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τη διαπίστωση ότι στερούνται διεθνούς δικαιοδοσίας. Θα είναι υποχρεωμένα να προβούν σε κάθε περίπτωση στη διαπίστωση αυτή. Ενίοτε, τούτο μπορεί να υποχρεώσει τα μέρη της διαφοράς να προσφύγουν σε δικαστήριο τρίτου κράτους που δεν παρέχει τις εγγυήσεις δίκαιης δίκης. Τα δικαστήρια των κρατών μελών δεν θα έχουν τη δυνατότητα να αποφανθούν επί της διαφοράς στις περιπτώσεις αυτές.
53. Και πάλι, η βαρύτητα της κριτικής αυτής είναι σχετική. Μολονότι μια τέτοια δυνατότητα, κατά την άποψή μου, είναι απαραίτητη σε ορισμένες περιπτώσεις (66), η σκοπιμότητά της είναι μάλλον αμφισβητήσιμη στη συγκεκριμένη περίπτωση που εξετάζουμε. Τα δικαστήρια των κρατών μελών θα υπερέβαιναν τα όρια του εθιμικού διεθνούς δικαίου εάν διαπίστωναν έναντι όλων την ακυρότητα διπλώματος ευρεσιτεχνίας τρίτου κράτους ακόμη και για λόγους «αναγκαιότητας» (ελλείψει της δυνατότητας των δικαστηρίων του τελευταίου αυτού κράτους να παρέχουν εγγυήσεις δίκαιης δίκης), και η απόφασή τους θα στερούνταν πάντοτε πρακτικής σημασίας (67). Επιπλέον, μολονότι συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι ανταγωνιστής του κατόχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας τρίτου κράτους που κατοικεί στην Ένωση δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να ασκήσει αγωγή για την ακύρωση τέτοιου διπλώματος ευρεσιτεχνίας ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών, ένας τέτοιος ανταγωνιστής θα μπορούσε πάντοτε να προσβάλει το κύρος του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας παρεμπιπτόντως, παραδείγματος χάριν στο πλαίσιο ενδεχόμενης αγωγής με αντικείμενο την προσβολή διπλώματος ευρεσιτεχνίας που στρέφεται εναντίον του (εφόσον ο ίδιος κατοικεί στην Ένωση) ή στο πλαίσιο αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής σχετικά με την ευθύνη του που στρέφεται κατά του κατόχου αυτού. Συνεπώς, δεν θα στερείται κάθε προστασίας, ενώπιον των δικαστηρίων αυτών, έναντι διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που στερούνται ερείσματος.
III. Πρόταση
54. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Svea hovrätt (εφετείο Στοκχόλμης, Σουηδία) ως εξής:
Το άρθρο 24, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις,
έχει την έννοια ότι:
η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται όσον αφορά το κύρος διπλώματος ευρεσιτεχνίας που έχει καταχωρισθεί σε τρίτο κράτος. Εντούτοις, τα δικαστήρια των κρατών μελών μπορούν να μην αποφαίνονται επί του ζητήματος αυτού, εφόσον έχουν διεθνή δικαιοδοσία βάσει άλλου κανόνα του ανωτέρω κανονισμού.
1 Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.
2 Προτάσεις στην υπόθεση BSH Hausgeräte (C‑339/22, στο εξής: πρώτες προτάσεις μου, EU:C:2024:159).
3 Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες Iα).
4 Σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στη σύμβαση χορήγησης ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, που υπογράφηκε στο Μόναχο (Γερμανία) στις 5 Οκτωβρίου 1973 (στο εξής: ΣΕΔΕ).
5 Βλ. αιτιολογική σκέψη 13 και άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια.
6 Τουλάχιστον στην περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας μεταξύ της Ένωσης (ή του κράτους μέλους του επιληφθέντος δικαστηρίου) και του οικείου τρίτου κράτους δεν ρυθμίζεται από καμία διεθνή σύμβαση (βλ. σημεία 23 και 135 έως 138 των πρώτων προτάσεών μου).
7 Πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2022, IRnova (C‑399/21, στο εξής: απόφαση IRnova, EU:C:2022:648, σκέψεις 40 και 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
8 Η παράβαση της προσβολής εντοπίζεται (κατ’ ανάγκην) στο έδαφος του κράτους που χορήγησε το οικείο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την αρχή της εδαφικότητας, η εμβέλεια των δικαιωμάτων που παρέχει το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας περιορίζεται στο έδαφος αυτό.
9 Απόφαση της 1ης Μαρτίου 2005 (C‑281/02, στο εξής: απόφαση Owusu, EU:C:2005:120, σκέψεις 10 και 11 καθώς και 24 έως 26). Η εν λόγω απόφαση αφορά τη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 27 Σεπτεμβρίου 1968 (ΕΕ 1978, L 304, σ. 36), η οποία στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1), ο οποίος με τη σειρά του αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό Βρυξέλλες Ια. Τούτων λεχθέντων, πρέπει να διασφαλίζεται η συνέχεια της ερμηνείας όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής των πράξεων αυτών και των ισοδύναμων διατάξεών τους (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση IRnova, σκέψεις 29 και 37).
10 Το ζήτημα τίθεται επίσης, τηρουμένων των αναλογιών, στην περίπτωση που δικαστήριο της Ένωσης επιλαμβάνεται διαφοράς που καλύπτεται από αποκλειστική συμφωνία παρέκτασης. Πράγματι, το άρθρο 25 του κανονισμού Βρυξέλλες Ια προβλέπει ότι τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν, κατ’ αρχήν, να εφαρμόζουν μια τέτοια συμφωνία στην περίπτωση που αυτή απονέμει διεθνή δικαιοδοσία στα δικαστήρια άλλου «κράτους μέλους», χωρίς να αναφέρει την περίπτωση συμφωνίας υπέρ των δικαστηρίων τρίτου κράτους. Δεδομένης της στοχοθέτησης των παρουσών προτάσεων, θα εστιάσω στις διαφορές που αφορούν την καταχώριση και το κύρος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας τρίτων κρατών, αλλά θα εξετάσω, συνοπτικά, και τις άλλες αυτές περιπτώσεις.
11 Ομοίως, τα δικαστήρια του κράτους μέλους κατοικίας του εναγομένου έχουν διεθνή δικαιοδοσία και οφείλουν να εκδώσουν απόφαση, στην περίπτωση που επιλαμβάνονται υπόθεσης παρά την αποκλειστική συμφωνία παρέκτασης υπέρ των δικαστηρίων τρίτου κράτους, ελλείψει αντίθετου κανόνα στον κανονισμό Βρυξέλλες Ια.
12 Βλ., μεταξύ άλλων, Parrish, A., «Adjudicatory Jurisdiction and Public International Law: The Fourth Restatement’s New Approach», σε Stephan, P. B., και Cleveland, S. A. (επιμ.), The Restatement and Beyond: The Past, Present, and Future of U.S. Foreign Relations Law, Oxford Academic, Νέα Υόρκη, 2020, σ. 303 έως 318· Roorda, L., και Ryngaert, C., «Public International Law Constraints on the Exercise of Adjudicatory Jurisdiction in Civil Matters», σε Forlati, S., και Franzina, P. (επιμ.), Universal Civil Jurisdiction – Which Way Forward?, Brill, Leyde, 2020, σ. 74 έως 95· και Mills, A., «Rethinking Jurisdiction in International Law», The British Yearbook of International Law, τόμος 84, αριθ. 1, 2014, σ. 187 έως 239.
13 Ορισμένα αλλοδαπά δικαστήρια κρίνουν ότι βάσει του εθιμικού διεθνούς δικαίου ή της διεθνούς αβροφροσύνης (comitas gentium) δεν μπορούν να αποφαίνονται επί της προσβολής αλλοδαπού διπλώματος ευρεσιτεχνίας [βλ., μεταξύ άλλων, United States Court of Appeals for the Federal Circuit (ομοσπονδιακό δευτεροβάθμιο δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών), 1η Φεβρουαρίου 2007, Jan K. Voda, M.D κατά Cordis Corp., 476 F.3d 887, 905 (Fed. Cir. 2007). Τούτο δεν ισχύει. Όσον αφορά το εθιμικό δίκαιο, μόλις διευκρίνισα τους λόγους. Όσον αφορά τη διεθνή αβροφροσύνη (comitas gentium), η αναγνώριση από το δικαστήριο ενός κράτους ορισμένου τίτλου άλλου κράτους αποτελεί, αντιθέτως, πράξη αβροφροσύνης έναντι αυτού [βλ. Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο, Ηνωμένο Βασίλειο), 27 Ιουλίου 2011, Lucasfilm Limited and others v Ainsworth and another, [2011] UKSC 39, § 104, 105 και 109].
14 Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Owusu (σκέψεις 30 και 31).
15 Πράγματι, μπορεί να υφίστανται επαρκείς σύνδεσμοι, κατά την έννοια του εθιμικού δικαίου, με διάφορα κράτη, όπως ισχύει εν προκειμένω. Τα κράτη μπορούν να μετριάσουν τον κίνδυνο των παράλληλων διαδικασιών και αντιφατικών αποφάσεων ο οποίος ενυπάρχει σε μια τέτοια αλληλεπικάλυψη δικαιοδοσίας είτε με την υιοθέτηση εσωτερικών λύσεων (όπως η θεωρία του «forum non conveniens» στις χώρες του «common law» ή οι κανόνες περί εκκρεμοδικίας στις χώρες του ηπειρωτικού αστικού δικαίου) είτε με τη σύναψη διεθνών συνθηκών για την κατανομή της διεθνούς δικαιοδοσίας τους στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις μεταξύ των αντίστοιχων δικαστηρίων τους.
16 Βλ. σημείο 61 και υποσημείωση 52 των πρώτων προτάσεών μου και εκεί μνημονευόμενες παραπομπές. Βλ. επίσης Droz, G., Compétence judiciaire et effets des jugements dans le Marché commun, Παρίσι, Dalloz, 1972, αριθ. 156· Mayer, P., «Droit international privé et droit international public sous l’angle de la notion de compétence», Revue critique de droit international privé, αριθ. 54, 1979, σ. 362 και 374 έως 376· και Pataut, E., Principe de souveraineté et conflits de juridictions (Étude de droit international privé), LGDJ, Παρίσι, 1999, αριθ. 4 έως 11, 48, 97 και 359. Τέτοιου είδους εκτιμήσεις εθιμικού διεθνούς δικαίου ισχύουν για την πλειονότητα των άλλων ζητημάτων που παρατίθενται στο άρθρο 24 του κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Συνεπώς, τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους δεν μπορούν να αποφαίνονται επί αξίωσης που αφορά το κύρος καταχώρισης σε άλλου είδους αλλοδαπό δημόσιο μητρώο (άρθρο 24, παράγραφος 3), για λόγους που παρατίθενται στο σημείο 16 των παρουσών προτάσεων. Τα δικαστήρια αυτά δεν μπορούν να αποφαίνονται ούτε επί αξίωσης που αφορά την εκτέλεση απόφασης (άρθρο 24, παράγραφος 5) σε άλλο κράτος, λαμβανομένης υπόψη της αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας κάθε κράτους να λαμβάνει μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης στην επικράτειά του (βλ. απόφαση του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης στην υπόθεση Γαλλία κατά Τουρκίας, στο εξής: υπόθεση S.S. Lotus, 7 Σεπτεμβρίου 1927, C.P.J.I. Recueil, 1927, σειρά A, 10, σ. 18). Τέλος, θα ήταν (πιθανώς) αντίθετο προς το εθιμικό διεθνές δίκαιο το να αποφαίνεται δικαστήριο κράτους μέλους επί του κύρους εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου (άρθρο 24, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση) το οποίο βρίσκεται στο εξωτερικό, λαμβανομένης υπόψη της σχέσης μεταξύ μιας τέτοιας απόφασης και της εδαφικής κυριαρχίας κάθε κράτους (βλ. Mills, A., όπ.π., σ. 204). Αντιθέτως, τέτοιου είδους ζητήματα εθιμικού δικαίου δεν τίθενται όσον αφορά τις μισθώσεις ακινήτων (άρθρο 24, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση) ή το κύρος της σύστασης εταιριών και των αποφάσεων των οργάνων τους (άρθρο 24, παράγραφος 2).
17 Πράγματι, πέραν της αρμοδιότητας του ΕΓΔΕ (βλ. άρθρα 99 έως 105 της ΣΕΔΕ), ένα τέτοιο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ανακαλείται μόνον «σκέλος» ανά «σκέλος» ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Ακόμη και στην περίπτωση αυτή, μόνον ο δικαστής του κράτους στο οποίο καταχωρείται ένα «σκέλος» μπορεί να κηρύξει την ακυρότητα αυτού και να διατάξει τη διαγραφή του από το εθνικό μητρώο, ενώ δεν ασκεί επιρροή το ότι οι λόγοι ανάκλησης των ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας προβλέπονται στη ΣΕΔΕ (άρθρο 100) και ότι, εν προκειμένω, το τουρκικό «σκέλος» του οικείου διπλώματος ευρεσιτεχνίας έχει το ίδιο περιεχόμενο με το σουηδικό «σκέλος».
18 Πράγματι, μολονότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους του εναγομένου μπορούν να αποφαίνονται επί αγωγής με αντικείμενο την προσβολή διπλώματος ευρεσιτεχνίας τρίτου κράτους, πρέπει απαραιτήτως να εξετάζουν την προσβολή (και το κύρος) του τίτλου υπό το πρίσμα του δικαίου του τελευταίου αυτού κράτους. Παρόλο που όλα τα κράτη μπορούν να θεσπίσουν νομοθεσία περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, κάθε κράτος έχει αποκλειστική κανονιστική δικαιοδοσία όσον αφορά τους τίτλους που χορηγεί για την επικράτειά του. Μόνον το οικείο κράτος μπορεί να καθορίσει τα δικαιώματα που απορρέουν από τους τίτλους αυτούς και τις προϋποθέσεις του κύρους τους (πρβλ. Mayer, P., όπ.π., σ. 349 έως 351).
19 Βλ. σημεία 44 και 62 των πρώτων προτάσεών μου. Αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Electrolux, η αρχή της εδαφικότητας των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, η οποία αναγνωρίζεται ιδίως από τη Σύμβαση των Παρισίων για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, που υπογράφηκε στο Παρίσι (Γαλλία) στις 20 Μαρτίου 1883, αναθεωρήθηκε για τελευταία φορά στη Στοκχόλμη (Σουηδία), στις 14 Ιουλίου 1967, και τροποποιήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1979 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 828, αριθ. 11851, σ. 305) (άρθρο 4α) και τη ΣΕΔΕ (άρθρο 2, παράγραφος 2), δεν ασκεί επιρροή στη διεθνή δικαιοδοσία των κρατών μελών. Οι συνθήκες αυτές είναι, στην πραγματικότητα, ουδέτερες ως προς το ζήτημα αυτό. Μολονότι, βάσει της αρχής αυτής, ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας παρέχει προστασία που περιορίζεται στην επικράτεια του κράτους στο οποίο χορηγήθηκε και στηρίζεται στο δίκαιο του κράτους αυτού, τούτο δεν εμποδίζει τα αλλοδαπά δικαστήρια να αποφανθούν επί της προσβολής, ή ακόμη και επί του κύρους (παρεμπιπτόντως) του επίμαχου τίτλου (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, Wintersteiger, C‑523/10, EU:C:2012:220, σκέψη 30). Η αρχή αυτή επιβάλλει στα αλλοδαπά δικαστήρια μόνο να ενεργούν, συναφώς, υπό το πρίσμα του δικαίου του εν λόγω κράτους, απαίτηση η οποία άλλωστε απορρέει ήδη από το εθιμικό δίκαιο (βλ. υποσημείωση 18 των παρουσών προτάσεων).
20 Ο κανόνας της αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας σχετικά με το κύρος των καταχωρίσεων στα δημόσια μητρώα και ο κανόνας σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων, που διατυπώνονται αντιστοίχως στις παραγράφους 3 και 5 του άρθρου αυτού, ή ακόμη και ο κανόνας σχετικά με την ακίνητη περιουσία, που διατυπώνεται στην παράγραφο 1, πρώτη περίπτωση, του ίδιου άρθρου αντανακλούν, επίσης, κατά τη γνώμη μου, το εθιμικό διεθνές δίκαιο. Αντιθέτως, ο κανόνας σχετικά με τις μισθώσεις ακινήτων και ο κανόνας σχετικά με το κύρος της σύστασης εταιριών (κ.λπ.), οι οποίοι διατυπώνονται αντιστοίχως στην παράγραφο 1, δεύτερη περίπτωση, και στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, απορρέουν από απλές εκτιμήσεις περί ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Βλ. υποσημείωση 16 των παρουσών προτάσεων, σημείο 126 και υποσημείωση 113 των πρώτων προτάσεών μου και εκεί μνημονευόμενες παραπομπές, καθώς και Pataut, E., όπ.π., αριθ. 4 έως 11, 357 και 385.
21 Σύμφωνα με τον λόγο ύπαρξής τους, οι κανόνες αυτοί έχουν επιτακτικό χαρακτήρα ο οποίος «επιβάλλεται με ειδικό σθένος […] στον δικαστή» (απόφαση της 13ης Ιουλίου 2006, GAT C‑4/03, στο εξής: απόφαση GAT, EU:C:2006:457, σκέψη 24). Όταν τα δικαστήρια κράτους μέλους καλούνται να κρίνουν, ως κύριο ζήτημα, διαφορά σχετικά, μεταξύ άλλων, με το κύρος διπλώματος ευρεσιτεχνίας άλλου κράτους μέλους, πρέπει να διαπιστώνουν αυτεπάγγελτα ότι δεν έχουν διεθνή δικαιοδοσία (βλ. άρθρο 27 του κανονισμού Βρυξέλλες Ια). Επιπλέον, απόφαση που εκδίδεται από τα δικαστήρια αυτά κατά παράβαση των εν λόγω κανόνων δεν μπορεί να αναγνωριστεί ή να εκτελεστεί σε άλλο κράτος μέλος (βλ. άρθρο 45, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια).
22 Βλ., ως κριτική επί της λύσης αυτής, σημεία 41 έως 63 των πρώτων προτάσεών μου.
23 Βλ. απόφαση IRnova (σκέψεις 34 και 35).
24 Απόφαση Owusu (σκέψη 37).
25 Βλ. απόφαση Owusu (σκέψεις 48 έως 52) καθώς και σημεία 119 και 155 των πρώτων προτάσεών μου. Συνεπώς, το Δικαστήριο ακολούθησε τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην υπόθεση Owusu (C‑281/02, EU:C:2004:798, σημεία 69 71, 217 και 280).
26 Τούτο προκύπτει σαφώς από τη συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1 και του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια.
27 Βλ. Droz, G., όπ.π., αριθ. 165· de Vareilles-Sommières, P., «The Mandatory Nature of Article 2 of the Brussels Convention and Derogation from the Rule It Lays Down», σε: de Vareilles-Sommières, P. (επιμ.), Forum Shopping in the European Judicial Area, Hart Publishing, Λονδίνο, 2007, σ. 101 έως 114· Schauwecker, M., «Extraterritorial Patent Jurisdiction: Can One Sue in Europe for Infringement of a U.S. Patent?», TTLF Working Paper, αριθ. 10, 2011, σ. 43· και Mills, A., «Private International Law and EU External Relations: Think Local Act Global, or Think Global Act Local?», The International and Comparative Law Quarterly, τόμος 65, αριθ. 3, 2016, σ. 541 έως 579, ιδίως σ. 541, 542, 568 και 569.
28 Βλ. σημείο 118 και υποσημείωση 108 των πρώτων προτάσεών μου και εκεί μνημονευόμενες παραπομπές.
29 Επισημαίνω, συναφώς, ότι η γαλλική αντιπροσωπεία στο Συμβούλιο πρότεινε επίσης να προβλεφθεί ρητώς στον κανονισμό Βρυξέλλες Ια ότι στην περίπτωση που δικαστήριο κράτους μέλους επιλαμβάνεται διαφοράς που εμπίπτει σε ζήτημα για το οποίο το άρθρο 24 του κανονισμού αυτού προβλέπει κανόνα αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας, αλλά συνδέεται με τρίτο κράτος, εφαρμόζεται ο γενικός κανόνας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού [βλ. έγγραφο 8205/12, 27 Μαρτίου 2012, «Note from the French delegation to Working Party on Civil Law Matters (Brussels I)», σ. 5, «Article 34(1)»]. Ωστόσο, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν προέβη ούτε στη διευκρίνιση αυτή. Προφανώς, δεν είχε την πρόθεση να επιλύσει «σαφώς», αλλά, αντιθέτως, να αφήσει ανοιχτό το ζήτημα που εξετάζουμε.
30 Παραπέμπω στο σημείωμα της γερμανικής αντιπροσωπείας, στο οποίο επισημαίνεται ότι η ίδια αντιτίθεται στην πρόταση της γαλλικής αντιπροσωπείας για τον λόγο ότι «ο κανονισμός Βρυξέλλες Ι δεν ρυθμίζει πλήρως τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων των κρατών μελών έναντι των δικαστηρίων τρίτων κρατών» και ότι πρέπει να παραμείνει ως έχει [Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έγγραφο 13756/11 ADD 1, 9 Σεπτεμβρίου 2011, «Note from German delegation to Working Party on Civil Law Matters (Brussels I)», σ. 3].
31 Βλ. Hess, B., «The Proposal for a Regulation of the European Parliament and of the Council on Jurisdiction and the Recognition and Enforcement of Judgments in Civil and Commercial Matters (Recast)», Think Tank European Parliament, 2011, σ. 13: «Η Επιτροπή δεν υιοθέτησε την πρόταση της θεωρίας σύμφωνα με την οποία η αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία του άρθρου 22 του [κανονισμού Βρυξέλλες Ι] θα πρέπει επίσης να αποκλείει τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων της Ένωσης σε ανάλογες καταστάσεις που προκύπτουν σε τρίτες χώρες [η λεγόμενη «εξ ανακλάσεως εφαρμογή» («effet réflexe»)]. Η λύση αυτή φαίνεται αποδεκτή δεδομένου ότι ο προσδιορισμός της εξ ανακλάσεως εφαρμογής μπορεί να θεωρηθεί ζήτημα ερμηνείας του κανονισμού που μπορεί να εξεταστεί, κατά περίπτωση, από το ΔΕΚ […]». (η υπογράμμιση δική μου).
32 Η πιο σοβαρή συνέπεια (καθόσον είναι ιδιαίτερα σημαντική από πρακτική και οικονομική άποψη) της ερμηνείας αυτής είναι ο δραστικός περιορισμός της πρακτικής αποτελεσματικότητας των συμφωνιών παρέκτασης δικαιοδοσίας υπέρ των δικαστηρίων τρίτων κρατών (δεδομένου ότι ο κανονισμός δεν προβλέπει καμία παρέκκλιση για τις συμφωνίες αυτές). Έχω καταδείξει επαρκώς, στα σημεία 129 έως 131 των πρώτων προτάσεών μου, τον αδικαιολόγητο χαρακτήρα της εν λόγω ερμηνείας ως προς το ζήτημα αυτό.
33 Αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Γαλλική Κυβέρνηση, ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτόν, το Δικαστήριο δεν θα «προκαταλάμβανε τις επιλογές του νομοθέτη της Ένωσης». Πράγματι, τίποτα δεν εμποδίζει τον νομοθέτη να επιληφθεί (εν τέλει) του ζητήματος κατά την επόμενη αναμόρφωση του καθεστώτος των Βρυξελλών και να θεσπίσει, συναφώς, ρητούς κανόνες, οι οποίοι θα αντικαταστήσουν την ερμηνεία που υιοθέτησε το Δικαστήριο.
34 Η εν λόγω δικαιοδοσία παρέχει τη δυνατότητα σε ένα και το αυτό δικαστήριο να αποφαίνεται, συνολικά, επί αξιώσεων με αντικείμενο την «πολυεθνική» προσβολή διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, η οποία αφορά εθνικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας με πανομοιότυπο ή παρόμοιο αντικείμενο και αξιώσεις (ιδίως τα διάφορα «σκέλη» των ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας), όπως αυτές που διατυπώνονται εν προκειμένω από την BSH, με αποτέλεσμα να αποφεύγεται ο κίνδυνος αντιφατικών αποφάσεων.
35 Πρβλ., Droz, G., όπ.π., αριθ. 168.
36 Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 1998, Racke (C‑162/96, EU:C:1998:293, σκέψη 46), της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Western Sahara Campaign UK (C‑266/16, EU:C:2018:118, σκέψη 47), και της 26ης Απριλίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑401/19, EU:C:2022:297, σκέψη 70).
37 Βλ. σημεία 5 και 6 των παρουσών προτάσεων.
38 Ή ίσως να σέβεται την κυριαρχία αυτή κατά τρόπο πολύ μερικό και έμμεσο, στο πλαίσιο του μηχανισμού εκκρεμοδικίας που προβλέπουν τα άρθρα 33 και 34 του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, σε συνάρτηση με περιστάσεις τόσο τυχαίες και αυθαίρετες όσο το αν επιλήφθηκαν της υπόθεσης τα δικαστήρια του οικείου τρίτου κράτους και, σε καταφατική περίπτωση, αν επιλήφθηκαν πριν από τα δικαστήρια του κράτους μέλους του εναγομένου (βλ. σημείο 25 των παρουσών προτάσεων).
39 Πράγματι, ενώ οι εκτιμήσεις του εθιμικού διεθνούς δικαίου που εξετάστηκαν ανωτέρω αφορούν μόνον ορισμένα από τα ζητήματα αυτά (βλ. υποσημειώσεις 16 και 20 των παρουσών προτάσεων), η αιτιολόγηση που στηρίζεται στην «εξ ανακλάσεως εφαρμογή», η οποία αντλείται από την οικονομία και τους σκοπούς του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο για το σύνολο των ζητημάτων αυτών. Επιπλέον, η λύση αυτή εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο (αλλά για διαφορετικούς λόγους) σε ένδικες διαφορές που καλύπτονται από αποκλειστική συμφωνία παρέκτασης υπέρ των δικαστηρίων τρίτων κρατών.
40 Βλ. Droz, G., όπ.π., αριθ. 164 έως 169.
41 Droz, G., όπ.π., αριθ. 167.
42 Βλ., όσον αφορά τη λύση αυτή, σημεία 77 έως 94 των πρώτων προτάσεών μου. Πράγματι, στο πλαίσιο της θεωρίας της «εξ ανακλάσεως εφαρμογής», οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα δικαστήρια των κρατών μελών δύνανται να μην αποφαίνονται συμπίπτουν με το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24 του κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Ασφαλώς, τούτο θα συνεπαγόταν την επέκταση, στη διεθνή έννομη τάξη, της εν λόγω λύσης που αφορά τις ενστάσεις ακυρότητας, μολονότι η λύση αυτή δεν επιβάλλεται από το εθιμικό διεθνές δίκαιο (και τη βασιμότητα της οποίας έχω αμφισβητήσει στα σημεία 41 έως 63 των πρώτων προτάσεών μου). Εντούτοις, το αποτέλεσμα αυτό επιβάλλεται για λόγους συνοχής μεταξύ των λύσεων σε «ενδοενωσιακές» καταστάσεις και των λύσεων σε καταστάσεις που ενέχουν το στοιχείο της αλλοδαπότητας, την οποία αποσκοπεί να διασφαλίσει η θεωρία αυτή (οι δεύτερες εφαρμόζουν εξ ανακλάσεως τις πρώτες) Εν πάση περιπτώσει, η αντίρρηση αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι, αντίθετα προς όσα επιβάλλονται σε «ενδοενωσιακές» καταστάσεις, η προτεινόμενη λύση δεν επιβάλλει στα δικαστήρια των κρατών μελών να μην αποφαίνονται επί της ένστασης αυτής. Έχουν τη δυνατότητα να ενεργήσουν κατά τον τρόπο αυτόν εφόσον το κρίνουν σκόπιμο (πράγμα λιγότερο προβληματικό).
43 Η ισχύς του επιχειρήματος της Γαλλικής Κυβέρνησης ότι η λύση αυτή επιλύει μόνον εν μέρει το πρόβλημα, καθόσον τίποτα δεν εμποδίζει τα επιληφθέντα δικαστήρια να μην ασκήσουν τη δυνατότητα αυτή και, παραδείγματος χάριν, να κηρύξουν άκυρο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας τρίτου κράτους, είναι σχετική. Αφενός, ο κίνδυνος είναι περισσότερο θεωρητικός παρά πραγματικός, καθόσον τα δικαστήρια των κρατών μελών δεν κρίνουν, παραδοσιακά, ότι έχουν διεθνή δικαιοδοσία να αποφαίνονται επί του κύρους αλλοδαπών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (βλ. υποσημείωση 49 των παρουσών προτάσεων). Αφετέρου, αν τα δικαστήρια κράτους μέλους ενεργούσαν κατά τον τρόπο αυτόν, η προκύπτουσα παραβίαση του εθιμικού διεθνούς δικαίου θα καταλογιζόταν μόνο στο κράτος μέλος αυτό και όχι στον νομοθέτη της Ένωσης, δεδομένου ότι ο τελευταίος δεν θα είχε επιβάλει την παραβίαση αυτή.
44 Πρόβλημα που δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να ανακύψει σε «ενδοενωσιακές» καταστάσεις, λαμβανομένης υπόψη της αμοιβαίας εμπιστοσύνης των κρατών μελών στα δικαστικά τους όργανα (βλ. σημείο 110 των πρώτων προτάσεών μου).
45 Γνωμοδότηση 1/03 της 7ης Φεβρουαρίου 2006 (Νέα Σύμβαση του Λουγκάνο) (στο εξής: γνωμοδότηση 1/03, EU:C:2006:81, σημείο 148).
46 Ούτε μπορεί να υποστηριχθεί ότι τούτο θα έθετε υπό αμφισβήτηση την υπεροχή του κανονισμού Βρυξέλλες Ια έναντι του εθνικού δικαίου. Πράγματι, το δεύτερο εφαρμόζεται δυνάμει του πρώτου. Βλ, κατ’ αναλογίαν, γνωμοδότηση 1/03, σημείο 148.
47 Εξάλλου, μολονότι η BSH επικρίνει τη θεωρία της «εξ ανακλάσεως εφαρμογής», η λύση που προτείνει είναι παρεμφερής με αυτή. Πράγματι, η εταιρία αυτή προτείνει στο Δικαστήριο να κρίνει ότι, ενώ τα δικαστήρια του κράτους μέλους του εναγομένου έχουν διεθνή δικαιοδοσία και υποχρεούνται να αποφαίνονται επί αξιώσεων που αφορούν τρίτα κράτη, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, μπορούν ωστόσο να μην αποφαίνονται επί αξιώσεων που αφορούν το κύρος διπλώματος ευρεσιτεχνίας τρίτου κράτους, λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος του ενάγοντος (λαμβανομένου υπόψη ότι τα εν λόγω δικαστήρια δεν μπορούν να διατάξουν έναν αλλοδαπό ΟΠΙ να διαγράψει έναν τέτοιο τίτλο από το μητρώο του), βάσει των εθνικών δικονομικών κανόνων τους.
48 Βλ. απόφαση Owusu (σκέψεις 38 έως 42).
49 Βάσει του εθνικού τους δικαίου, τα δικαστήρια των κρατών μελών κρίνουν γενικώς ότι δεν έχουν διεθνή δικαιοδοσία να αποφαίνονται επί του κύρους αλλοδαπού διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή επί δικαιώματος κυριότητας επί ακινήτου που βρίσκεται σε άλλο κράτος ή επί της εκτέλεσης αποφάσεων στο έδαφος του κράτους αυτού. Βλ., γενικά, Nuyts, A., «Study on Residual Jurisdiction, General Report», 2007, σημεία 93 έως 96 και 103. Για παραδείγματα, βλ. i) στο Βέλγιο, για ζητήματα κύρους των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, άρθρο 86, δεύτερο εδάφιο, του νόμου της 16ης Ιουλίου 2004 «σχετικά με τον Κώδικα Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου», (numac 2004009511, Moniteur Belge της 27ης Ιουλίου 2004, σ. 57340)· ii) στη Γαλλία, για ζητήματα ακινήτων, Pataut, E., όπ.π., αριθ. 139, 148, 360, 361 και 374 έως 377, και, για ζητήματα κύρους των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, Mayer, P., Heuzé, V., και Remy, B., Droit international privé, 12η έκδ., LGDJ, Παρίσι, 2019, σημεία 329 και 330· iii) στο Ηνωμένο Βασίλειο, για ζητήματα ακινήτων, House of Lords (Ηνωμένο Βασίλειο), 8 Σεπτεμβρίου 1893, British South Africa Co v Companhia de Moçambique, [1893] AC 602, και, για ζητήματα κύρους διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο, Ηνωμένο Βασίλειο), 27 Ιουλίου 2011, Lucasfilm Limited and others v Ainsworth and another, § 54 και 56· και iv) στη Σουηδία, για ζητήματα κύρους διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, Lundstedt, L., «Jurisdiction and enforcement outside of the Brussels System with a focus on IPR», Nordiskt immateriellt rättsskydd, τόμος 76, αριθ. 4, σ. 348-364, αριθ. 3.2.1.
50 Βλ., εξ αντιδιαστολής, απόφαση Owusu (σκέψη 43).
51 Βλ., όσον αφορά τις επιταγές αυτές, σημεία 149 έως 152 των πρώτων προτάσεών μου. Επιπλέον, πολλά από τα ζητήματα που θέτει η Γαλλική Κυβέρνηση είναι αμιγώς διαδικαστικά (κατά πόσον μπορεί η έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας να διαπιστώνεται αυτεπαγγέλτως κ.λπ.) Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, τέτοιου είδους ζητήματα δεν ρυθμίζονται από το καθεστώς των Βρυξελλών, αλλά από τους εθνικούς νόμους (lex fori), με την επιφύλαξη ότι δεν θίγεται η πρακτική αποτελεσματικότητα του καθεστώτος αυτού (βλ. απόφαση της 15ης Μαΐου 1990, Hagen, C‑365/88, EU:C:1990:203, σκέψεις 17, 19 και 20). Αυτή είναι η δική μου γνώμη.
52 Το ίδιο ισχύει και για άλλες διατάξεις του κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Εξάλλου, μολονότι η απάντηση αυτή εστιάζει στο κύρος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας τρίτων κρατών, θα μπορούσε, κατά την άποψή μου, να μεταφερθεί, κατ’ αναλογίαν, σε αξιώσεις που αφορούν το κύρος ενός τίτλου ιδιοκτησίας επί ακινήτου που βρίσκεται σε τρίτο κράτος, το κύρος μιας καταχώρισης σε άλλο δημόσιο μητρώο τέτοιου κράτους ή ενός μέτρου εκτέλεσης που έχει λάβει το κράτος αυτό στο έδαφός του καθόσον όλα τα αντικείμενα αυτά εγείρουν ζητήματα κρατικής κυριαρχίας στη διεθνή έννομη τάξη. Αντιθέτως, η απάντηση αυτή δεν μπορεί να αφορά αντικείμενα που δεν εγείρουν τέτοια ζητήματα (μισθώσεις ακινήτων, κύρος σύστασης εταιριών) ή ένδικες διαφορές που καλύπτονται από αποκλειστικές συμφωνίες παρέκτασης υπέρ των δικαστηρίων τρίτου κράτους. Στις περιπτώσεις αυτές, φρονώ ότι είναι αποδεκτή μόνον η άποψη περί «εξ ανακλάσεως εφαρμογής».
53 Συνεπώς, τα δικαστήρια των κρατών μελών δεν θα υποχρεούνται, στην περίπτωση που προβάλλεται ένσταση ακυρότητας στο πλαίσιο αγωγής με αντικείμενο την προσβολή διπλώματος ευρεσιτεχνίας τρίτου κράτους, να αναστείλουν την έκδοση απόφασης επί της αγωγής αυτής έως ότου οι αρχές του κράτους αυτού αποφανθούν επί του κύρους του τίτλου, όπως οφείλουν συχνά να πράξουν τα δικαστήρια αυτά βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 4, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια όταν προσβάλλεται δίπλωμα ευρεσιτεχνίας κράτους μέλους (βλ. σημεία 77 έως 94 των πρώτων προτάσεών μου). Επιπλέον, όπως ανέφερα στο σημείο 63 των προτάσεων αυτών, η λύση αυτή θα πρέπει επίσης να απορριφθεί, de lege feranda, στις «ενδοενωσιακές» διαφορές. Συνεπώς, καλώ τον νομοθέτη της Ένωσης να τροποποιήσει συναφώς το καθεστώς των Βρυξελλών.
54 Κατά τη δεύτερη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Δικαστήριο ρώτησε τις μετέχουσες στη διαδικασία κατά πόσον το άρθρο 17, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να αποκλείει μια τέτοια δικαιοδοσία. Φρονώ ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Πράγματι, το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα συνεπάγεται, ασφαλώς, ότι τα δικαστήρια των κρατών μελών εφαρμόζουν τα δικαιώματα που απορρέουν από τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας τρίτων κρατών όταν επιλαμβάνονται σχετικών αξιώσεων. Ωστόσο, οφείλουν να το πράξουν μόνον όταν οι τίτλοι αυτοί είναι έγκυροι. Η διάταξη αυτή δεν τους εμποδίζει να εξακριβώσουν κατά πόσον τούτο ισχύει. Εάν, στο πλαίσιο αγωγής με αντικείμενο την προσβολή διπλώματος ευρεσιτεχνίας, τα δικαστήρια αυτά κρίνουν ότι ένα τέτοιο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας είναι άκυρο και απορρίψουν την αγωγή για τον λόγο αυτόν, ο κάτοχος δεν μπορεί ασφαλώς να ασκήσει έναντι του φερόμενου ως παραβάτη, η αγωγή κατά του οποίου απορρίφθηκε, τα δικαιώματα που του παρέχει το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Ωστόσο, δεν πρόκειται για «στέρηση ιδιοκτησίας», αλλά απλώς για συνέπεια της διαπίστωσης της ακυρότητας. Το γεγονός ότι μια τέτοια απόφαση ισχύει μεταξύ των διαδίκων, καθόσον το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας παραμένει έγκυρο, είναι συνυφασμένο με τα όρια της διεθνούς δικαιοδοσίας των κρατών μελών στον τομέα αυτόν. Η κατάσταση που προκύπτει εξ αυτού δεν μπορεί να θεωρηθεί, αυτή καθεαυτήν, αντίθετη προς το άρθρο 17, παράγραφος 2.
55 Επομένως, ένας (υποθετικός) κανόνας του εθνικού δικονομικού δικαίου που απονέμει ισχύ έναντι όλων στις διαπιστώσεις περί εγκυρότητας που περιλαμβάνονται σε μια τέτοια απόφαση πρέπει να μην εφαρμοστεί, ως αντίθετος προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια.
56 Το επιληφθέν δικαστήριο δεν μπορεί να διαπιστώσει ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία βάσει του εθνικού του δικαίου. Δεδομένου ότι έχει εφαρμογή ο κανονισμός Βρυξέλλες Iα, λαμβανομένης υπόψη της κατοικίας του εναγομένου στην Ένωση, δεν εφαρμόζονται οι εθνικοί κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας (βλ. απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Markt24, C‑804/19, EU:C:2021:134, σκέψη 32).
57 Ταυτόχρονα, αποφεύγει να επεκτείνει στη διεθνή έννομη τάξη την υπερβολική λύση που προβλέπει η διάταξη αυτή για τις ενστάσεις ακυρότητας (βλ. υποσημείωση 53 των παρουσών προτάσεων). Βλ., για λόγους σύγκρισης, υποσημείωση 42 των παρουσών προτάσεων.
58 Βλ. υποσημείωση 49 των παρουσών προτάσεων.
59 Βλ. Έκθεση P. Jenard και G. Möller στην ΕΕ 1990, C 189, σ. 57, σημείο 54, και Έκθεση de Almeida Cruz, Desantes Real και P. Jenard στην ΕΕ 1990, C 189, σ. 35, σημείο 25.
60 Βλ. σημείο 153 της γνωμοδότησης 1/03 και σημείο 112 των πρώτων προτάσεών μου.
61 Πράγματι, τα άρθρα 33 και 34 του κανονισμού Βρυξέλλες Iα προβλέπουν ότι «[ό]ταν η διεθνής δικαιοδοσία έχει βασισθεί στο άρθρο 4», δικαστήριο κράτους μέλους μπορεί να διαπιστώσει έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας σε περίπτωση παράλληλης ένδικης διαδικασίας σε τρίτο κράτος, εφόσον τούτο συνάδει με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Επίσης, η αιτιολογική σκέψη 24, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού αναφέρει ότι τούτο μπορεί να συντρέχει «εάν το δικαστήριο του τρίτου κράτους έχει αποκλειστική δικαιοδοσία στη συγκεκριμένη υπόθεση σε περιστάσεις στις οποίες ένα δικαστήριο κράτους μέλους θα μπορούσε να έχει αποκλειστική δικαιοδοσία». Τούτο συνεπάγεται ότι δικαστήριο κράτους μέλους μπορεί να έχει διεθνή δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού ακόμη και επί αξιώσεων που αφορούν, παραδείγματος χάριν, το κύρος διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας τρίτων κρατών.
62 Πρβλ., απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2021, Commerzbank (C‑296/20, EU:C:2021:784, σκέψη 58).
63 Η απόφαση αυτή αφορά το κατά πόσον η Ένωση είχε αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία για τη σύναψη της σύμβασης Λουγκάνο ΙΙ (βλ. σημείο 112 των πρώτων προτάσεών μου).
64 Εξάλλου, στο επίμαχο απόσπασμα, το Δικαστήριο ανέφερε σε πολύ γενικές γραμμές όλα τα ζητήματα για τα οποία προβλέπεται κανόνας αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας στο άρθρο 24 του κανονισμού Βρυξέλλες Iα και την περίπτωση των συμφωνιών παρέκτασης δικαιοδοσίας. Δεν εξέτασε λεπτομερώς κατά πόσον αποκλείεται ή περιορίζεται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους του εναγομένου όσον αφορά ορισμένα από τα ζητήματα αυτά (στα οποία περιλαμβάνονται η καταχώριση και το κύρος διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας τρίτων κρατών), λόγω των ιδιαιτεροτήτων τους (βλ. επίσης, συναφώς, την υποσημείωση που ακολουθεί).
65 Πράγματι, ακόμη και αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα ερμηνευθεί κατά τον τρόπο που προτείνεται στο παρόν τμήμα των παρουσών προτάσεων, θα εξακολουθούν να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες τα δικαστήρια κράτους μέλους θα έχουν διεθνή δικαιοδοσία, δυνάμει της διάταξης αυτής, μολονότι δικαστήριο τρίτου κράτους μέλους θα έχει, ταυτόχρονα, αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία που ανακλά τις προβλεπόμενες στον εν λόγω κανονισμό. Τούτο θα μπορούσε να συμβεί όσον αφορά ζητήματα μισθώσεων ακινήτων ή κύρους σύστασης νομικών προσώπων ή, κατ’ αναλογίαν, στην περίπτωση αποκλειστικής συμφωνίας παρέκτασης υπέρ του δικαστηρίου του οικείου τρίτου κράτους.
66 Ειδικότερα, στην περίπτωση που τα δικαστήρια των κρατών μελών επιλαμβάνονται υπόθεσης παρά την ύπαρξη αποκλειστικής συμφωνίας παρέκτασης υπέρ των δικαστηρίων τρίτου κράτους.
67 Βλ. σημείο 30 των παρουσών προτάσεων. Η λύση δεν είναι άγνωστη στο συγκριτικό δίκαιο. Για παράδειγμα, στο γαλλικό δίκαιο δεν προβλέπεται αναγκαστική δικαιοδοσία για ζητήματα ακίνητης περιουσίας (βλ. Pataut, E., όπ.π., αριθ. 374 έως 377).