Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

TAMARA ĆAPETA

της 23ης Μαρτίου 2023 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-271/22 έως C-275/22

XT (C-271/22)

KH (C-272/22)

BX (C-273/22)

FH (C-274/22)

NW (C-275/22)

κατά

Keolis Agen SARL,

παρισταμένου του:

Syndicat national des transports urbains SNTU-CFDT

[αίτηση του Conseil de Prud’hommes d’Agen
(δικαστηρίου εργατικών διαφορών Agen, Γαλλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 31, παράγραφος 2 – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Άρθρο 7 – Δυνατότητα επίκλησης στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών – Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών – Μεταφορά ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών λόγω χρόνιας ασθένειας – Εθνική νομολογία βάσει της οποίας επιτρέπεται η μεταφορά της άδειας άνευ χρονικού περιορισμού»






I.      Εισαγωγικά

1.        Μπορεί ένας εργαζόμενος να σωρεύσει άνευ χρονικού περιορισμού ημέρες μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ή, αντίθετα, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας περί του χρόνου εργασίας (2) επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να οριοθετήσουν τη χρονική διάρκεια της περιόδου μεταφοράς της άδειας; Σε περίπτωση κατά την οποία ισχύει το δεύτερο, ποια είναι η εύλογη διάρκεια της περιόδου μεταφοράς;

2.        Αυτά είναι τα κύρια ζητήματα τα οποία εγείρει το αιτούν δικαστήριο, ήτοι το Conseil de Prud’hommes d’Agen (δικαστήριο εργατικών διαφορών Agen, Γαλλία). Επιπλέον, το δικαστήριο αυτό ζητεί διευκρινίσεις ως προς το οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα της οδηγίας περί του χρόνου εργασίας, δεδομένου ότι η εναγομένη στις υποθέσεις της κύριας δίκης είναι ιδιωτική επιχείρηση, η οποία διαχειρίζεται δίκτυο δημόσιων συγκοινωνιών.

3.        Η παρούσα διαδικασία προδικαστικής παραπομπής αφορά πλείονες αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως οι οποίες υποβλήθηκαν στο πλαίσιο πέντε ενδίκων διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Οι ένδικες διαφορές αφορούν νυν και πρώην εργαζομένους της Keolis Agen SARL, εταιρίας η οποία διαχειρίζεται το δίκτυο συγκοινωνιών με λεωφορεία της αστικής ζώνης της Agen (Γαλλία). Οι εν λόγω εργαζόμενοι ζήτησαν από τον εργοδότη τους να τους αναγνωρίσει το δικαίωμά τους σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, την οποία δεν ήταν σε θέση να λάβουν κατά το έτος αναφοράς για το οποίο αποκτήθηκε το δικαίωμα και κατόπιν απόρριψης του αιτήματός τους από τον εργοδότη, άσκησαν αγωγές ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Ένα συνδικαλιστικό σωματείο, το Syndicat national des transports urbains SNTU-CFDT, παρεμβαίνει στις κύριες δίκες υπέρ των εργαζομένων.

II.    Οι διαφορές των κύριων δικών, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

4.        Η Keolis Agen είναι εταιρία ιδιωτικού δικαίου, η οποία παρέχει δημόσια υπηρεσία αστικών συγκοινωνιών με αντικείμενο τη μεταφορά επιβατών με λεωφορεία. Οι πέντε ενάγοντες, οι οποίοι ενήγαγαν την εν λόγω εταιρία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, απασχολούνται ή απασχολούνταν ως εργαζόμενοι στη συγκεκριμένη επιχείρηση.

5.        Κατά τον χρόνο ισχύος των συμβάσεών τους εργασίας, όλοι οι ενάγοντες είχαν λάβει αναρρωτικές άδειες μακράς χρονικής διάρκειας (3). Κατόπιν της επανόδου τους στην εργασία ή της λύσης της σύμβασης εργασίας τους λόγω ανικανότητας προς εργασία, οι ενάγοντες ζητήσαν από την Keolis Agen τη χορήγηση των ημερών ετήσιας άδειας των οποίων δεν είχαν κάνει χρήση κατά τη διάρκεια της περιόδου ασθενείας τους ή, σε περίπτωση λύσης της σύμβασης εργασίας, την καταβολή αποζημίωσης για τη μη ληφθείσα άδεια μετ’ αποδοχών.

6.        Η Keolis Agen απέρριψε τα αιτήματά τους. Επικαλούμενη τον code du travail (γαλλικό εργατικό κώδικα) (4), θεωρεί ότι οι ενάγοντες δεν έχουν δικαίωμα να λάβουν τις ημέρες ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών σε περίπτωση κατά την οποία απουσίασαν από την εργασία τους για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει το ένα έτος λόγω μη επαγγελματικής ασθένειας. Κατά την εργοδότρια, η εθνική νομοθεσία πρέπει να εφαρμοστεί ακόμη και αν αντιβαίνει στο άρθρο 7 της οδηγίας περί του χρόνου εργασίας, στο μέτρο που η εν λόγω οδηγία δεν επιβάλλει υποχρεώσεις σε ιδιώτες.

7.        Η Keolis Agen ισχυρίζεται ότι, λόγω της απελευθέρωσης του τομέα των μεταφορών στη Γαλλία (5), δεν μπορεί να της αντιταχθεί η οδηγία περί του χρόνου εργασίας. Μολονότι η επιχείρηση δραστηριοποιείται στον τομέα παροχής υπηρεσιών δημόσιων συγκοινωνιών, η εκ μέρους των εργαζομένων δυνατότητα άμεσης επίκλησης της οδηγίας περί του χρόνου εργασίας δύναται να την περιαγάγει σε δυσμενή από απόψεως ανταγωνισμού θέση σε σχέση με τις άλλες ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες εξακολουθούν να υπάγονται στις διατάξεις του γαλλικού εργατικού κώδικα και όχι σε εκείνες της οδηγίας.

8.        Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι μπορούν να επικαλεστούν κατά του εργοδότη τους το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας περί του χρόνου εργασίας και το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και ότι βάσει των ανωτέρω διατάξεων του δικαίου της Ένωσης το δικαίωμά τους σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών αποκτάται ακόμη και κατά τη διάρκεια της μακράς περιόδου ασθενείας τους. Ως εκ τούτου, κατά τους ενάγοντες, τυχόν αντίθετες διατάξεις του γαλλικού δικαίου πρέπει να μείνουν ανεφάρμοστες.

9.        Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα υποβλήθηκε από το αιτούν δικαστήριο επειδή αμφισβητείται εν προκειμένω το άμεσο αποτέλεσμα της οδηγίας περί του χρόνου εργασίας.

10.      Το δεύτερο και τρίτο προδικαστικό ερώτημα είναι κρίσιμα μόνον αν οι ενάγοντες απέκτησαν δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών για τα έτη αναφοράς κατά τη διάρκεια των οποίων έκαστος εξ αυτών βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια. Κατά το αιτούν δικαστήριο, τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν επειδή το γαλλικό δίκαιο δεν καθορίζει τη διάρκεια της περιόδου μεταφοράς μη ληφθείσας ετήσιας άδειας. Το γαλλικό δίκαιο δεν διευκρινίζει αν υφίσταται τέτοιο δικαίωμα. Από τις αποφάσεις περί παραπομπής και από τις παρατηρήσεις των μετεχόντων στη διαδικασία συνάγεται ότι τα δύο ανώτατα δικαστήρια στη Γαλλία έχουν διατυπώσει αντικρουόμενες νομολογίες επί του ζητήματος αυτού. Αφενός, κατά τη νομολογία του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γαλλία) (6), συνάγεται ότι βάσει του γαλλικού δικαίου δεν υφίσταται περιορισμός στη μεταφορά δικαιωμάτων μη ληφθείσας ετήσιας άδειας. Αφετέρου, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Γαλλία) φαίνεται να εκτιμά ότι το δικαίωμα μη ληφθείσας ετήσιας άδειας αποσβέννυται 15 μήνες μετά το πέρας τους έτους αναφοράς για το οποίο αποκτήθηκε το εν λόγω δικαίωμα (7). Το τελευταίο αυτό σκεπτικό στηρίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ότι η οδηγία περί του χρόνου εργασίας δεν αντιτίθεται σε περίοδο μεταφοράς της τάξεως των 15 μηνών (8).

11.      Στο πλαίσιο των κύριων δικών, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει τέτοια υποχρέωση καθορισμού της περιόδου μεταφοράς. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, διερωτάται επίσης ποια είναι η «εύλογη περίοδος» μετά τη λήξη της οποίας το δικαίωμα σε κτηθείσα ετήσια άδεια αποσβέννυται. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, εν προκειμένω, όλες οι αγωγές με αίτημα τη χορήγηση της μη ληφθείσας ετήσιας άδειας ασκήθηκαν λιγότερο από 15 μήνες μετά τη λήξη της περιόδου αναφοράς για την οποία αποκτήθηκε το σχετικό δικαίωμα.

12.      Η Keolis Agen ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει, με αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, τα επίμαχα ερωτήματα στο Δικαστήριο. Οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι δεν απαιτούνταν η υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως και αντιτάχθηκαν στο αίτημα της εταιρίας.

13.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Conseil de Prud’hommes d’Agen (δικαστήριο εργατικών διαφορών Agen, Γαλλία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα (τα οποία είναι πανομοιότυπα και στις πέντε συνεκδικαζόμενες υποθέσεις):

«1)      Έχει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της [οδηγίας περί του χρόνου εργασίας] την έννοια ότι έχει άμεση εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ ιδιώτη επιχειρηματία μεταφορέα, στον οποίο έχει ανατεθεί αποκλειστικά η παροχή δημόσιας υπηρεσίας, και των εργαζομένων του, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της απελευθέρωσης του τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών επιβατών;

2)      Σε περίπτωση ετήσιας περιόδου αναφοράς για την απόκτηση του δικαιώματος άδειας μετ’ αποδοχών, ποια είναι η εύλογη διάρκεια της περιόδου μεταφοράς όσον αφορά τις τέσσερις εβδομάδες άδειας μετ’ αποδοχών που έχουν αποκτηθεί, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της [οδηγίας περί του χρόνου εργασίας];

3)      Αντιβαίνει στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της [οδηγίας περί του χρόνου εργασίας] η μεταφορά της άδειας άνευ χρονικού περιορισμού ελλείψει εθνικής ρύθμισης, κανονιστικής ή συμβατικής, βάσει της οποίας να οριοθετείται η εν λόγω μεταφορά;»

14.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν στο Δικαστήριο οι ενάγοντες της κύριας δίκης και το Syndicat national des transports urbains SNTU-CFDT (στο εξής, από κοινού: ενάγοντες), η Keolis Agen, η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

III. Νομική ανάλυση

15.      Ο αριθμός των σχετικών με την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών υποθέσεων που εισάγονται στο Δικαστήριο τα τελευταία έτη έχει αυξηθεί (9).

16.      Η υπό κρίση προδικαστική παραπομπή παρέχει εκ νέου στο Δικαστήριο την ευκαιρία να συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση της οδηγίας περί του χρόνου εργασίας και να εμπλουτίσει την υπάρχουσα νομολογία του επί του ζητήματος.

17.      Η εξέταση των υποβληθέντων ερωτημάτων μπορεί να χωρισθεί σε δύο μέρη: στο πρώτο ερώτημα σχετικά με τη σαφώς παγιωθείσα έννοια του άμεσου αποτελέσματος των οδηγιών (μέρος Α) και στο δεύτερο και τρίτο ερώτημα, τα οποία θα εξετάσω από κοινού, σχετικά με την περίοδο μεταφοράς μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών.

Α.      Ως προς το οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα της οδηγίας περί του χρόνου εργασίας

18.      Από τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεις προκύπτει ότι ο γαλλικός εργατικός κώδικας αποκλείει την κτήση δικαιώματος ετήσιας άδειας στην περίπτωση εργαζομένου που έχει λάβει αναρρωτική άδεια λόγω μη επαγγελματικής ασθένειας, η διάρκεια της οποίας υπερβαίνει το ένα έτος (10).

19.      Το άρθρο 7 της οδηγίας περί του χρόνου εργασίας, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, αντιτίθεται καταρχήν στις επίμαχες διατάξεις του γαλλικού δικαίου. Τούτο προκύπτει σαφώς από την απόφαση Dominguez (11).

20.      Στην υπόθεση εκείνη, η οποία αφορούσε την εφαρμογή των ίδιων διατάξεων του γαλλικού δικαίου, το Δικαστήριο, στηριζόμενο στην προγενέστερη νομολογία του (12), έκρινε ότι η οδηγία περί του χρόνου εργασίας απαγορεύει την εξάρτηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών από την υποχρέωση πραγματικής παροχής εργασίας κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς. Δεν επιτρέπεται να θιγεί το δικαίωμα σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, οποιουδήποτε εργαζομένου βρίσκεται σε αναρρωτική άδεια κατά την εν λόγω περίοδο αναφοράς, είτε λόγω ατυχήματος που συνέβη στον χώρο εργασίας ή αλλού είτε λόγω ασθένειας οποιουδήποτε είδους και οποιασδήποτε αιτίας (13).

21.      Εν ολίγοις, το δικαίωμα σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών πηγάζει απευθείας από την εργασιακή σχέση και δεν μπορεί να εξαρτάται από καμία προϋπόθεση. Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν προϋποθέσεις όσον αφορά την άσκηση του δικαιώματος σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, όχι, όμως, να θέτουν όρους για την ίδια την ύπαρξη του δικαιώματος, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης πραγματικής παροχής εργασίας (14).

22.      Ως εκ τούτου, από την προγενέστερη νομολογία συνάγεται με σαφήνεια ότι οι ενάγοντες απέκτησαν δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών για τα έτη κατά τα οποία βρίσκονταν σε αναρρωτική άδεια απευθείας βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας περί του χρόνου εργασίας.

23.      Η ενάγουσα ούτε απορρίπτει την ανωτέρω ερμηνεία ούτε επιχειρεί να προβεί σε διαφορετική ερμηνεία της οδηγίας περί του χρόνου εργασίας. Εντούτοις, υποστηρίζει ότι η εν λόγω οδηγία δεν μπορεί να εφαρμοσθεί εν προκειμένω προκειμένου να της επιβληθεί υποχρέωση, επειδή η ίδια είναι εταιρία ιδιωτικού δικαίου.

24.      Στις παρατηρήσεις τους, οι μετέχοντες στη διαδικασία ανέπτυξαν εκτενώς τις απόψεις τους επί του ζητήματος αν η εναγομένη «έχει συσταθεί από το κράτος» (15), υπό την έννοια της νομολογίας σχετικά με το κάθετο άμεσο αποτέλεσμα των οδηγιών (16), και, κατά συνέπεια, αν η κατάσταση που αποτελεί αντικείμενο των κύριων δικών χαρακτηρίζεται ως οριζόντια (κατά την άποψη της εναγομένης) ή ως κάθετη (κατά την άποψη των εναγόντων).

25.      Εντούτοις, ο χαρακτηρισμός αυτός δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή. Τούτο ισχύει για τους ακόλουθους λόγους.

26.      Στην απόφαση Dominguez το Δικαστήριο διατύπωσε πράγματι εκ νέου την κρίση ότι οι οδηγίες δεν μπορούν αφ’ εαυτών να δημιουργούν υποχρεώσεις τις οποίες θα υπέχουν ιδιώτες (17). Ωστόσο, βάσει άλλης νομολογιακής τάσης, οι γενικές αρχές, οι οποίες έχουν πλέον κωδικοποιηθεί στον Χάρτης, μπορούν αφ εαυτών να έχουν άμεσο αποτέλεσμα, ακόμη και σε σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. Σε περίπτωση κατά την οποία γενική αρχή έχουσα άμεσο αποτέλεσμα απλώς βρίσκει έκφραση σε μία οδηγία, χωρίς να κατοχυρώνεται με την οδηγία αυτή, οι ιδιώτες αντλούν δικαιώματα απευθείας από την εν λόγω αρχή (18).

27.      Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επανειλημμένα ότι το δικαίωμα κάθε εργαζομένου για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών «πρέπει να θεωρείται ιδιαίτερης σημασίας αρχή του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης, από την οποία δεν χωρεί παρέκκλιση» (19). Το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται πλέον και στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη.

28.      Στην απόφαση Max-Planck-Gesellschaft, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη είναι αφ’ εαυτού ικανό να απονείμει άμεσα στους εργαζομένους δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών δυνάμενο να προβληθεί αυτό καθεαυτό στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ αυτών και του εργοδότη, είτε αυτός είναι ιδιώτης είτε είναι δημόσιος φορέας (20). Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη έχει αφ’ εαυτού άμεσο αποτέλεσμα, ακόμη και οριζόντιο.

29.      Ως εκ τούτου, το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών δεν γεννάται, αλλά απλώς βρίσκει έκφραση στο άρθρο 7 της οδηγίας περί του χρόνου εργασίας. Επομένως, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι οδηγίες στερούνται οριζοντίου άμεσου αποτελέσματος, καθόσον οι ενάγοντες μπορούν να στηριχθούν απευθείας στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη (21). Συνεπώς, τα εθνικά δικαστήρια, αποφαινόμενα επί υποθέσεως που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν οποιονδήποτε αντίθετο κανόνα εθνικού δικαίου.

30.      Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου ότι το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη, όπως συγκεκριμενοποιείται με το άρθρο 7 της οδηγίας περί του χρόνου εργασίας, συνεπάγεται το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών κάθε εργαζομένου, το οποίο μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του εργαζομένου και του, νυν ή πρώην, εργοδότη του, είτε ο τελευταίος είναι ιδιώτης είτε είναι δημόσιος φορέας.

Β.      Ως προς την περίοδο μεταφοράς της άδειας

31.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, λαμβανομένης υπόψη της απόφασης του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) (22), το γαλλικό δίκαιο δεν προσδιορίζει τη διάρκεια της περιόδου μεταφοράς της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Επομένως, θεωρεί ότι οι ημέρες μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μπορούν να σωρεύονται απεριορίστως. Η Γαλλική Κυβέρνηση αμφισβητεί την ερμηνεία αυτή ως προς τις συνέπειες της νομολογίας του Cour de cassation (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου). Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, από τη γενική διάταξη περί τριετούς παραγραφής των αξιώσεων από σχέση εργασίας (23) συνάγεται και ότι η περίοδος μεταφοράς υπόκειται σε τριετή αποσβεστική προθεσμία. Παράλληλα, κατόπιν της έκδοσης της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση KHS, το Conseil d’Etat (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάνθηκε ότι οι 15 μήνες συνιστούν τη μέγιστη διάρκεια της περιόδου μεταφοράς (24).

32.      Συναφώς, επισημαίνεται ότι δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, επί της ερμηνείας των εθνικών διατάξεων ούτε να κρίνει αν η ερμηνεία τους από το αιτούν δικαστήριο είναι ορθή. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο οφείλει, στο πλαίσιο της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των δικαστηρίων της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων, να λαμβάνει υπόψη το πραγματικό και νομοθετικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα προδικαστικά ερωτήματα, όπως αυτό εξειδικεύεται με την απόφαση περί παραπομπής (25).

33.      Το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο πλαίσιο κατάστασης όπου το γαλλικό δίκαιο δεν επιβάλλει κανένα χρονικό περιορισμό όσον αφορά την απόσβεση των δικαιωμάτων ετήσιας άδειας. Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες κατά πόσον οι επίμαχες διατάξεις του γαλλικού δικαίου πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας περί του χρόνου της εργασίας.

34.      Η Keolis Agen υποστηρίζει ότι η δυνατότητα σώρευσης της κτηθείσας ετήσιας άδειας και μεταγενέστερης λήψης της δεν ανταποκρίνεται στον σκοπό της ετήσιας άδειας. Υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η ετήσια άδεια έχει διττό σκοπό: την παροχή στον εργαζόμενο της δυνατότητας να αναπληρώσει τις δυνάμεις του και να έχει στη διάθεσή του ένα χρονικό διάστημα χαλαρώσεως και ψυχαγωγίας (26). Παραπέμπει στην απόφαση KHS, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι πέραν ενός συγκεκριμένου χρονικού ορίου, η ετήσια άδεια παύει να έχει ευεργετικά αποτελέσματα για τον εργαζόμενο ως χρόνος αναπληρώσεως δυνάμεων και έχει απλώς την έννοια του χρόνου χαλαρώσεως και ψυχαγωγίας (27).

35.      Υπό το πρίσμα αυτό, με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας περί του χρόνου εργασίας έχει την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνικό δίκαιο το οποίο καθιστά δυνατή την άνευ περιορισμού μεταφορά μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Σε περίπτωση κατά την οποία, βάσει του δικαίου της Ένωσης, απόκειται στο εθνικό δίκαιο να καθορίσει την περίοδο μεταφοράς της άδειας, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ποια είναι το εύλογο χρονικό διάστημα μετά τη λήξη του οποίου αποσβέννυται το δικαίωμα ετήσιας άδειας.

1.      Ο νομοθέτης της Ένωσης δεν θέλησε να οριοθετήσει την περίοδο μεταφοράς της άδειας 

36.      Προκειμένου να απαντήσω στο ερώτημα αν το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει τον χρονικό περιορισμό των δικαιωμάτων ετήσιας άδειας με την καθιέρωση εύλογης περιόδου μεταφοράς της, θα ξεκινήσω την ανάλυσή μου εξετάζοντας τη θέση της οδηγίας περί του χρόνου εργασίας στο πλαίσιο του συστήματος των Συνθηκών.

37.      Η εν λόγω οδηγία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 153, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (άρθρο 137, παράγραφος 2, EΚ, κατά τον χρόνο θέσπισης), το οποίο περιλαμβάνεται στον σχετικό με την κοινωνική πολιτική τίτλο της Συνθήκης. Η διάταξη αυτή εξουσιοδοτεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο να θεσπίζουν μέτρα που υποστηρίζουν και συμπληρώνουν τη δράση των κρατών μελών στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής. Στους τομείς που απαριθμούνται στο άρθρο 153, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 137, παράγραφος 1, EΚ), καταλέγεται η προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων. Στο προοίμιο της οδηγίας περί του χρόνου εργασίας γίνεται πράγματι αναφορά στον συγκεκριμένο σκοπό (28).

38.      Δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, η Ένωση έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής. Μολονότι το άρθρο 153 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι η Ένωση «υποστηρίζει και συμπληρώνει» τη δράση των κρατών μελών στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, η συγκεκριμένη διάταξη δεν αποκλείει τη θέσπιση ρυθμίσεων σε επίπεδο Ένωσης και, ως εκ τούτου, την εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών (29). Ωστόσο, η νομοθετική αρμοδιότητα σε επίπεδο Ένωσης πρέπει να δικαιολογείται με γνώμονα την αρχή της επικουρικότητας.

39.      Από το γράμμα των διατάξεων της οδηγίας περί του χρόνου εργασίας συνάγεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν θέλησε να ρυθμίσει το ζήτημα των περιόδων μεταφοράς της άδειας. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε πρόσφατα το συμπέρασμα αυτό με την απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, LB (Παραγραφή της αξίωσης ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών) (30).

40.      Δεδομένου ότι ο τομέας της κοινωνικής πολιτικής εμπίπτει στο πεδίο των συντρεχουσών αρμοδιοτήτων και ελλείψει νομοθεσίας της Ένωσης ως προς τον χρονικό περιορισμό της περιόδου μεταφοράς της ετήσιας άδειας, στα κράτη μέλη απόκειται η θέσπιση ρύθμισης βάσει της οποίας να οριοθετείται η μεταφορά της άδειας (31).

2.      Προϋποθέσεις γένεσης έναντι προϋποθέσεων ασκήσεως του δικαιώματος σε ετήσια άδεια μεταποδοχών 

41.      Το ανωτέρω συμπέρασμα είναι επίσης σύμφωνο με τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι στα κράτη μέλη εναπόκειται η θέσπιση μέτρων σχετικά με τους όρους ασκήσεως του δικαιώματος σε ετήσια άδεια. Καίτοι, βάσει των διατάξεων της οδηγίας περί του χρόνου εργασίας, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξαρτούν από οποιονδήποτε όρο τη θεμελίωση του δικαιώματος σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών (32), εντούτοις έχουν τη δυνατότητα να καθορίζουν τους όρους ασκήσεως του δικαιώματος αυτού (33).

42.      Όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας V. Trstenjak (34), κατά το Δικαστήριο, το ζήτημα της χρονικής μεταφοράς του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών συνιστά λεπτομέρεια εφαρμογής. Ως εκ τούτου, κατά την οδηγία περί του χρόνου εργασίας, ο καθορισμός των λεπτομερών όρων αυτών καταλείπεται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών.

43.      Επομένως, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα είτε να καθορίζουν περίοδο μετά τη λήξη της οποίας το κεκτημένο δικαίωμα ετήσιας άδειας αποσβέννυται είτε να προβλέπουν τη σώρευση των δικαιωμάτων μη ληφθείσας άδειας μέχρι τη συνταξιοδότηση κάθε εργαζομένου.

44.      Κατά την οδηγία περί του χρόνου εργασίας, μοναδική προϋπόθεση στη θέσπιση ρύθμισης κράτους μέλους, βάσει της οποίας να οριοθετείται η μεταφορά της άδειας, είναι με τον περιορισμό αυτό να μη θίγεται η ίδια η ύπαρξη του δικαιώματος σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, όπως αυτό κατοχυρώνεται στον Χάρτη και βρίσκει έκφραση στην ως άνω οδηγία (35). Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται μόνον επί του σύμφωνου με το δίκαιο της Ένωσης χαρακτήρα του χρονικού περιορισμού. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν μπορεί να καθορίσει την εύλογη χρονική διάρκεια.

45.      Εθνική ρύθμιση, βάσει της οποίας δεν οριοθετείται η περίοδος μεταφοράς μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, δεν αντιβαίνει στις διατάξεις της οδηγίας περί του χρόνου εργασίας, καθόσον η εν λόγω οδηγία δεν απαιτεί την επιβολή χρονικού περιορισμού στη μεταφορά της άδειας.

3.      Θίγεται ο σκοπός της ετήσιας άδειας μεταποδοχών;

46.      Κατά τη γνώμη μου, η διαπίστωση ότι η οδηγία περί του χρόνου εργασίας δεν προβλέπει την επιβολή χρονικού περιορισμού στη μεταφορά της άδειας δεν αναιρείται από ένα άλλο επιχείρημα, το οποίο βασίζεται σε obiter dictum στην απόφαση KHS, περί του ότι η άνευ περιορισμού δυνατότητα σωρεύσεως δικαιωμάτων ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών δεν θα ανταποκρινόταν πλέον στον σκοπό του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών (36).

47.      Όπως εξέθεσα ανωτέρω, επρόκειτο για το κύριο επιχείρημα που προέβαλε η εναγομένη (37), η οποία επιχείρησε να πείσει το αιτούν δικαστήριο ότι, ελλείψει προβλεπόμενου εκ του νόμου χρονικού περιορισμού της περιόδου μεταφοράς αδείας, απαιτούνταν η επιβολή τέτοιου περιορισμού από τη νομολογία.

48.      Η Γαλλική Κυβέρνηση τάσσεται στις παρατηρήσεις της υπέρ μιας εύλογης χρονικής διάρκειας της περιόδου μεταφοράς της άδειας (38).

49.      Κατά τη γνώμη μου, το obiter dictum στην απόφαση KHS (39) δεν ορίζει κανόνα. Εξηγεί απλώς τους λόγους για τους οποίους είναι κατανοητή και επιτρεπτή η δυνατότητα των κρατών μελών να αποφασίσουν την επιβολή χρονικού περιορισμού.

50.      Επομένως, φρονώ ότι δεν συνάγεται από το ανωτέρω obiter dictum του Δικαστηρίου υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίσουν ρύθμιση βάσει της οποίας να καθορίζεται η μέγιστη διάρκεια της περιόδου εντός της οποίας πρέπει να λάβει ένας εργαζόμενος τις ημέρες κτηθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών.

51.      Το δίκαιο της Ένωσης, όπως ισχύει επί του παρόντος, ούτε απαιτεί από τα κράτη μέλη να θέτουν χρονικόν όριο ως προς την περίοδο μεταφοράς της άδειας ούτε και τους επιβάλλει να προβούν σε τέτοια οριοθέτηση. Tα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να επιλέγουν την πολιτική που επιθυμούν να ακολουθήσουν.

52.      Όσον αφορά το αίτημα που προέβαλε η Keolis Agen ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου να τεθεί τέτοιος κανόνας νομολογιακά, το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει στην κατανομή αρμοδιοτήτων την οποία καθιερώνει το συνταγματικό σύστημα ενός κράτους μέλους (40).

53.      Πρέπει, ωστόσο, να υπομνησθεί ότι το δίκαιο της Ένωσης, όπως ισχύει σήμερα, δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να οριοθετήσουν, νομοθετικώς ή νομολογιακώς, την περίοδο μεταφοράς μη ληφθείσας ετήσιας άδειας.

4.      Η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη διάρκεια της περιόδου μεταφοράς της άδειας

54.      Τέλος, χρήζει σχολιασμού το επιχείρημα, το οποίο προβάλλει ιδίως η εναγομένη, ότι η προσήκουσα περίοδος μεταφοράς της ετήσιας άδειας ανέρχεται σε 15 ή 18 μήνες μετά το πέρας του έτους αναφοράς για το οποίο αποκτήθηκε το σχετικό δικαίωμα.

55.      Τα ανωτέρω χρονικά όρια συνάγονται από την κρίση του Δικαστηρίου στην απόφαση της 3ης Μαΐου 2012, Neidel, κατά την οποία η περίοδος διάρκειας εννέα μηνών είναι αρκετά σύντομη (41), σε συνδυασμό με την κρίση του στην απόφαση KHS, κατά την οποία η περίοδος διάρκειας 15 μηνών είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης (42).  Το άρθρο 9 της Συμβάσεως 132 της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας (ΔΟΕ), της 24ης Ιουνίου 1970, περί της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών (αναθεωρηθείσα), που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας περί του χρόνου εργασίας, προβλέπει περίοδο διάρκειας 18 μηνών.

56.      Προκειμένου να αποφανθεί επί του ζητήματος αν οι καθορισθείσες βάσει εθνικού δικαίου περίοδοι μεταφοράς της άδειας είχαν εύλογη διάρκεια, το Δικαστήριο άσκησε την αρμοδιότητά του να ελέγχει αν οι όροι που επιβάλλει το εθνικό δίκαιο θίγουν την ίδια την ύπαρξη του δικαιώματος ετήσιας άδειας (43). Δεν καθόρισε την εύλογη διάρκεια ούτε και απόκειται σε αυτό να την καθορίσει. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο στην απόφαση KHS ότι περίοδος διάρκειας 15 μηνών είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης, δεν έθεσε βάσει του δικαίου της Ένωσης κανόνα επιβάλλοντα περίοδο μεταφοράς διάρκειας 15 μηνών. Επιβεβαίωσε απλώς ότι ένας τέτοιος εθνικός κανόνας, οφειλόμενος σε επιλογή πολιτικής σε εθνικό επίπεδο, δεν θίγει την ίδια την ύπαρξη του δικαιώματος σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.

57.      Όσον αφορά τη Σύμβαση 132 της ΔΟΕ, της 24ης Ιουνίου 1970, περί της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών (αναθεωρηθείσα), είναι αληθές ότι το Δικαστήριο έχει σε ορισμένες περιπτώσεις παραπέμψει σε νομοθετήματα της ΔΟΕ (44). Εντούτοις, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των συμβάσεων που μνημονεύονται στη Διακήρυξη της ΔΟΕ για τις θεμελιώδεις αρχές και τα θεμελιώδη δικαιώματα στην εργασία (45), στις οποίες όλες τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη, και των λοιπών πράξεων, όπως η Σύμβαση της ΔΟΕ περί της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, την οποία έχουν κυρώσει μόνο 14 κράτη μέλη. Η ως άνω διάκριση αποκτά ιδιαίτερη σημασία, ιδίως στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης, καθώς η Γαλλία δεν έχει κυρώσει την εν λόγω σύμβαση. Ακόμη και αν η Γαλλία είχε κυρώσει την εν λόγω σύμβαση, ο χρονικός περιορισμός των 18 μηνών τον οποίο προβλέπει, δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη δυνάμει του διεθνούς ή του εθνικού συνταγματικού δικαίου και όχι δυνάμει του δικαίου της Ένωσης (46).

58.      Επομένως, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει επί του παρόντος κανέναν χρονικό περιορισμό όσον αφορά την περίοδο μεταφορά μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Η λύση αυτή είναι απολύτως εύλογη, καθόσον οι διατάξεις της οδηγίας περί του χρόνου εργασίας δεν αποκλείουν ρυθμίσεις κρατών μελών (47) που καθιστούν δυνατή την άνευ χρονικού περιορισμού σώρευση μη ληφθείσας ετήσιας άδειας.

59.      Ως εκ τούτου, δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί της εύλογης διάρκειας της περιόδου μεταφοράς, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να προβαίνουν σε επιλογές σχετικά με το ζήτημα αυτό. Το Δικαστήριο δύναται απλώς να ελέγξει αν η επιλογή σε εθνικό επίπεδο θίγει την ίδια την ύπαρξη του δικαιώματος σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.

60.      Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει, στο δεύτερο και τρίτο προδικαστικό ερώτημα, την απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας περί του χρόνου εργασίας δεν αποκλείει εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας επιτρέπεται η σώρευση μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, χωρίς να οριοθετείται η διάρκεια της περιόδου μεταφοράς της άδειας αυτής ή να καθορίζεται επακριβώς η διάρκεια εύλογης περιόδου μεταφοράς της άδειας.

IV.    Πρόταση

61.      Προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Conseil de Prud’hommes d’Agen (δικαστηρίου εργατικών διαφορών Agen, Γαλλία) ως ακολούθως:

1)      Το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως συγκεκριμενοποιείται με το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας,

συνεπάγεται το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών κάθε εργαζομένου, το οποίο μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του εργαζομένου και του, νυν ή πρώην, εργοδότη του, είτε ο τελευταίος είναι ιδιώτης είτε είναι δημόσιος φορέας.

2)      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88

δεν αποκλείει εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας επιτρέπεται η σώρευση μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, χωρίς να οριοθετείται η διάρκεια της περιόδου μεταφοράς της άδειας αυτής ή να καθορίζεται επακριβώς η διάρκεια εύλογης περιόδου μεταφοράς της άδειας.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Οδηγία 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ 2003, L 299, σ. 9, στο εξής: οδηγία περί του χρόνου εργασίας).


3      Από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει ότι οι αναρρωτικές άδειες αφορούσαν στην υπόθεση C-271/22 το χρονικό διάστημα από 9/01/2017 έως 31/10/2018, στην υπόθεση C‑272/22 60 ημέρες κατά το έτος 2016, ολόκληρο το έτος 2017 και 236 ημέρες κατά το έτος 2018, στην υπόθεση C-273/22 το χρονικό διάστημα από 9/01/2017 έως 31/10/2018, στην υπόθεση C-274/22 105 ημέρες κατά το έτος 2017 και 308 ημέρες κατά το έτος 2018 και, στην υπόθεση C-275/22, 84 ημέρες κατά το έτος 2017, 355 ημέρες κατά το έτος 2018 και 308 ημέρες κατά το έτος 2019.


4      Συναφώς, η εναγομένη επικαλείται το άρθρο L 3145-5 του γαλλικού εργατικού κώδικα, το οποίο ορίζει ότι:


      «Για τον υπολογισμό της διάρκειας αδείας λογίζονται ως πραγματικός χρόνος εργασίας:


      …


      5) Οι περίοδοι μέγιστης συνεχόμενης διάρκειας ενός έτους κατά τις οποίες η εκτέλεση της συμβάσεως εργασίας αναστέλλεται λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής νόσου».


5      Από το σύνολο των στοιχείων που έχει στη διάθεσή του Δικαστήριο προκύπτει ότι η Keolis Agen είναι εταιρία του ομίλου Keolis, ο οποίος εντάσσεται στο σύμπλεγμα εταιριών συμφερόντων της SNCF, δηλαδή του ιστορικώς κατεστημένου φορέα εκμεταλλεύσεως στον σιδηροδρομικό τομέα στη Γαλλία. Μολονότι φαίνεται ότι και η Keolis δραστηριοποιείται στον εν λόγω τομέα, δεν αμφισβητείται στην κύρια δίκη ότι η Keolis Agen δραστηριοποιείται επιχειρηματικά μόνο στον τομέα των λεωφορείων και παρέχει υπηρεσία μίσθωσης ποδηλάτων.


6      Cour de cassation (chambre social) [Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο (τμήμα εργατικών διαφορών)], απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, αριθ. 16-24.022, ECLI:FR:CCASS:2017:SO02067.


7      Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας), γνωμοδότηση αριθ. 406009, της 26ης Απριλίου 2017, ECLI:FR:CECHR:2017:406009.20170426


8      Απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2011, KHS (C-214/10, EU:C:2011:761, σκέψη 44, στο εξής: απόφαση KHS).


9      Αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2018, Dicu (C-12/17, EU:C:2018:799, στο εξής: απόφαση Dicu), της 6ης Νοεμβρίου 2018, Bauer και Willmeroth (C-569/16 και C-570/16, EU:C:2018:871), της 6ης Νοεμβρίου 2018, Kreuziger (C-619/16, EU:C:2018:872), της 6ης Νοεμβρίου 2018, Max-Planck-Gesellschaft zur Förderung der Wissenschaften (C-684/16, EU:C:2018:874, στο εξής: Max-Planck-Gesellschaft), της 19ης Νοεμβρίου 2019, TSN και AKT (C-609/17 και C-610/17, EU:C:2019:981), και της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, Επιτροπή και Συμβούλιο κατά Carreras Sequeros κ.λπ. (C-119/19 P και C-126/19 P, EU:C:2020:676).


10      Βλ. σημείο 6 των παρουσών προτάσεων.


11      Απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez (C-282/10, EU:C:2012:33, στο εξής: απόφαση Dominguez).


12      Απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2009, Schultz-Hoff κ.λπ. (C-350/06 και C-520/06, EU:C:2009:18, στο εξής: απόφαση Schultz-Hoff, σκέψη 41).


13      Απόφαση Dominguez (σκέψεις 20, 30, 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, απόφαση Dicu (σκέψη 29).


14      Απόφαση της 26ης Ιουνίου 2001, BECTU (C-173/99, EU:C:2001:356, στο εξής: απόφαση BECTU, σκέψη 55), και απόφαση Schultz-Hoff (σκέψη 47).


15      Η συγκεκριμένη φράση για την περιγραφή των φορέων έναντι των οποίων χωρεί επίκληση διατάξεων οδηγιών απαντά μόνο στην απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Marshall (152/84, EU:C:1986:84, σκέψη 12). Βλ., επίσης, απόφαση της 12ης Ιουλίου 1990, Foster κ.λπ. (C‑188/89, EU:C:1990:313, σκέψεις 20 και 22).


16      Διευκρινίσεις όσον αφορά τους φορείς έναντι των οποίων είναι δυνατή η επίκληση διατάξεων οδηγιών παρέχονται στις αποφάσεις της 10ης Οκτωβρίου 2017, Farrell (C-413/15, EU:C:2017:745), και της 7ης Αυγούστου 2018, Smith (C-122/17, EU:C:2018:631).


17      Σκέψη 37 της εν λόγω αποφάσεως.


18      Η συγκεκριμένη νομολογία διατυπώθηκε για πρώτη φόρα με την απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2005, Mangold (C-144/04, EU:C:2005:709), επιβεβαιώθηκε δε εν συνεχεία, μεταξύ άλλων, με τις αποφάσεις της 19ης Ιανουαρίου 2010, Kücükdeveci (C-555/07, EU:C:2010:21), της 15ης Ιανουαρίου 2014, Association de médiation sociale (C-176/12, EU:C:2014:2), και της 17ης Απριλίου 2018, Egenberger (C-414/16, EU:C:2018:257).


19      Απόφαση BECTU (σκέψη 43), καθώς και αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 2004, Merino Gómez (C-342/01, EU:C:2004:160, σκέψη 29), και της 16ης Μαρτίου 2006, Robinson-Steele κ.λπ. (C‑131/04 και C-257/04, EU:C:2006:177, σκέψη 48), Schultz-Hoff (σκέψη 22), KHS (σκέψη 23) και Dominguez (σκέψη 16).


20      Πρβλ. απόφαση Max-Planck-Gesellschaft (σκέψεις 74 και 76).


21      Το ως άνω συμπέρασμα επιλύει το ζήτημα στην υπό κρίση υπόθεση, τόσο ως προς το άμεσο αποτέλεσμα όσο και ως προς τους ίσους όρους ανταγωνισμού. Εντούτοις, η μη αποδοχή της ύπαρξης οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος θα μπορούσε πράγματι να έχει ως αποτέλεσμα σε διάφορες περιπτώσεις, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, δυσμενή μεταχείριση των δημόσιων επιχειρήσεων σε σχέση με τις ιδιωτικές. Αυτή η δυσμενής μεταχείριση, όπως και άλλα επιχειρήματα που παρέθεσε ο γενικός εισαγγελέας Ph. Lenz στην υπόθεση Faccini Dori (C‑91/92, EU:C:1994:45), συνηγορούν υπέρ της επανεξέτασης της νομικής θεωρίας περί του ότι οι οδηγίες στερούνται οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος.


22      Βλ. υποσημείωση 6 των παρουσών προτάσεων.


23      Άρθρα L. 3245-1 και D. 3141-7 του γαλλικού εργατικού κώδικα.


24      Βλ. σημείο 10 των παρουσών προτάσεων.


25      Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ. (C-378/07 έως C‑380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 26ης Οκτωβρίου 2017, Argenta Spaarbank (C-39/16, EU:C:2017:813, σκέψη 38).


26      Αποφάσεις Schultz-Hoff (σκέψη 25) και KHS (σκέψη 31).


27      Απόφαση KHS (σκέψη 33).


28      Αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 4 της οδηγίας περί του χρόνου εργασίας. Βλ. επίσης, σχετικά με την οδηγία 93/104, την οποία κωδικοποίησε η οδηγία περί του χρόνου εργασίας, απόφαση BECTU (σκέψεις 37 και 38).


29      Η Ένωση μπορεί να θεσπίζει μέτρα μόνον προς τον σκοπό της επίτευξης των σκοπών που μνημονεύονται στο άρθρο 151 ΣΛΕΕ, στους οποίους συγκαταλέγεται η βελτίωση των όρων διαβίωσης και εργασίας. Μολονότι η εν λόγω διάταξη είναι προγραμματικού χαρακτήρα, έχει ουσιώδη σημασία για την ερμηνεία της εργατικής νομοθεσίας της Ένωσης. Επ’ αυτού, βλ. Lecomte, F., «Embedding Employment Rights in Europe», Columbia Journal of European Law, Τόμος 17, αριθ. 1, 2011, σ. 1, σε σ. 12 επ. (όπου εξετάζεται η εξέλιξη της νομολογίας και η θεωρία που αναπτύχθηκε σχετικά με την εν λόγω διάταξη, η οποία από διάταξη αμιγώς προγραμματικού χαρακτήρα εξελίχθηκε σε ιδιαίτερα σημαντικό εργαλείο ερμηνείας).


30      C-120/21 (EU:C:2022:718, στο εξής: LB, σκέψη 31).


31      Διευκρινίζεται ότι δεν θεωρώ ότι η Ένωση δεν μπορεί να επιβάλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θεσπίσουν ρυθμίσεις βάσει των οποίων να οριοθετείται η εν λόγω περίοδος μεταφοράς, αν τούτο δικαιολογείται υπό το πρίσμα της αρχής της επικουρικότητας. Απλώς, θεωρώ ότι, βάσει της οδηγίας περί του χρόνου εργασίας, όπως ισχύει, η Ένωση δεν έχει ρυθμίσει το συγκεκριμένο ζήτημα.


32      Απόφαση Dominguez (σκέψη 18).


33      Απόφαση Schultz-Hoff (σκέψη 28).


34      Η υπογράμμιση υπάρχει στο πρωτότυπο κείμενο των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση KHS (C-214/10, EU:C:2011:465, σημείο 43).


35      Απόφαση Schultz-Hoff(σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


      Η επιβολή χρονικού περιορισμού στη μεταφορά της άδειας, συνεπεία του οποίου θα περιοριζόταν η ίδια η ύπαρξη του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, θα ήταν δυνατή μόνο με νόμο, όπως επιτάσσει το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Δεδομένου ότι το επίμαχο στις υποθέσεις των κύριων δικών θεμελιώδες δικαίωμα παρέχεται στους εργαζομένους βάσει του δικαίου της Ένωσης, μόνον το δίκαιο της Ένωσης, και όχι το εθνικό, μπορεί να επιβάλλει τέτοιον περιορισμό. Εν πάση περιπτώσει, εγείρεται το ζήτημα αν έναν τέτοιος περιορισμός θα μπορούσε να επιβληθεί από τη νομολογία, όπως προτείνει η εναγομένη ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Πρβλ. αποφάσεις της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου  (C-355/10, EU:C:2012:516, σκέψη 77), της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C-363/14, EU:C:2015:579, σκέψη 53), και της 26ης Ιουλίου 2017, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής (C-696/15 P, EU:C:2017:595, σκέψη 78).


36      Απόφαση KHS (σκέψη 30) και αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 2017, King (C-214/16, EU:C:2017:914, σκέψη 54), και της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Fraport και St. VincenzKrankenhaus (C-518/20 και C-727/20, EU:C:2022:707, σκέψη 34).


37      Βλ. σημείο 35 των παρουσών προτάσεων.


38      Η Γαλλική Κυβέρνηση αναφέρει στις παρατηρήσεις της ότι το γαλλικό δίκαιο προβλέπει τριετή γενική παραγραφή των αξιώσεων που απορρέουν από σχέση εργασίας. Το Δικαστήριο δεν διαφωνεί, επί της αρχής, με τη θέση ότι οι κανόνες περί παραγραφής δύνανται να έχουν τις ίδιες έννομες συνέπειες με την επιβολή περιορισμού στην περίοδο μεταφοράς της άδειας. Συναφώς, βλ. απόφαση LB (σκέψη 40).


39      Βλ. παραπομπές στην υποσημείωση 36 των παρουσών προτάσεων.


40      Παρατηρώ απλώς ότι το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) θεωρεί ότι, στη Γαλλία, μπορεί να επιβληθεί χρονικός περιορισμός της περιόδου μεταφοράς της άδειας με κανόνα ο οποίος θα διαμορφωθεί νομολογιακά. Αντιθέτως, το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) εκτιμά ότι μόνον η νομοθετική εξουσία μπορεί να θεσπίσει τέτοιο κανόνα, καλώντας τον εθνικό νομοθέτη να ενεργήσει, χωρίς αποτέλεσμα μέχρι στιγμής. Βλ., συναφώς, Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο), «Note explicative, Arrêt du 21 septembre 2017, n° 2067», σ. 3. Για, μια παρόμοια άποψη, βλ. Véricel, M., «Le droit à congés payés du salarié malade face à la Cour de justice européenne et à la Cour de cassation», Revue de droit du travail, αριθ. 6, 2012, σ. 371.


41      C-337/10 (EU:C:2012:263, σκέψη 43, στο εξής: απόφαση Neidel). Στην απόφαση KHS (σκέψη 38) και στην απόφαση Neidel (σκέψη 41), το Δικαστήριο εκτίμησε επίσης ότι η περίοδος μεταφοράς πρέπει να υπερβαίνει ουσιωδώς (χωρίς να διευκρινίσει τη σημασία του όρου) τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς για την οποία έχει παρασχεθεί. Τούτο ισχύει διότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες τελεί εργαζόμενος ευρισκόμενος σε κατάσταση ανικανότητας προς εργασία επί πλείονες συναπτές περιόδους αναφοράς. Η μεγαλύτερη σε διάρκεια περίοδος μεταφοράς διασφαλίζει την εκ μέρους του εργαζομένου δυνατότητα να προγραμματίσει με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο την κατανομή των ημερών κτηθείσας ετήσιας άδειας που πρόκειται να χρησιμοποιήσει.


42      Απόφαση KHS (σκέψη 44).


43      Βλ. σημείο 44 των παρουσών προτάσεων.


44      Βλ., μεταξύ άλλων, γνωμοδότηση 2/15 (Συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών ΕΕ-Σινγκαπούρης) της 16ης Μαΐου 2017 (EU:C:2017:376, σκέψη 149).


45      Διακήρυξη της ΔΟΕ για τις θεμελιώδεις αρχές και τα θεμελιώδη δικαιώματα στην εργασία και η συνέχεια αυτής, η οποία υιοθετήθηκε στη Γενεύη στις 18 Ιουνίου 1998 (παράρτημα αναθεωρηθέν στις 15 Ιουνίου 2010).


46      Πρόσθετα, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας V. Trstenjak, η Σύμβαση της ΔΟΕ, περί της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, δεν συνιστά βασίμως εργαλείο έμμεσης και μερικής εναρμόνισης των νομοθεσιών των κρατών μελών. Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση KHS (C-214/10, EU:C:2011:465, σημεία 83 έως 90).


47      Όπως διευκρινίζεται στα σημεία 41 έως 43 των παρουσών προτάσεων.