ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
PRIIT PIKAMÄE
της 8ης Ιουνίου 2023 ( 1 )
Υπόθεση C‑125/22
X,
Y,
τα 6 ανήλικα τέκνα τους
κατά
Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid
[αίτηση του rechtbank Den Haag, zittingsplaats ’s-Hertogenbosch
(πρωτοδικείου Χάγης, με τόπο συνεδριάσεως το Hertogenbosch, Κάτω Χώρες)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Κοινή πολιτική στον τομέα του ασύλου και της επικουρικής προστασίας – Οδηγία 2011/95/ΕΕ – Προϋποθέσεις χορήγησης επικουρικής προστασίας – Άρθρο 15 – Συνεκτίμηση της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος καθώς και της γενικής κατάστασης στη χώρα καταγωγής – Περιστάσεις ανθρωπιστικής φύσεως»
I. Εισαγωγή
1. |
Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ το rechtbank Den Haag, zittingsplaats ’s-Hertogenbosch (πρωτοδικείο Χάγης, με τόπο συνεδριάσεως το Hertogenbosch, Κάτω Χώρες) έχει ως αντικείμενο την ερμηνεία του άρθρου 15 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας ( 2 ). |
2. |
Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των συζύγων X και Y καθώς και των έξι ανήλικων τέκνων τους, οι οποίοι είναι άπαντες υπήκοοι Λιβύης (στο εξής, από κοινού: προσφεύγοντες), και, αφετέρου, του Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Υφυπουργού Δικαιοσύνης και Ασφάλειας, Κάτω Χώρες, στο εξής: Υφυπουργός), σχετικά με τις αποφάσεις του τελευταίου να απορρίψει τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας των προσφευγόντων. Στο επίκεντρο της εν λόγω ένδικης διαφοράς βρίσκεται το ζήτημα αν οι προσφεύγοντες δικαιούνται επικουρική προστασία κατά την έννοια της οδηγίας 2011/95. |
3. |
Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, διευκρινίσεις ως προς τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η ατομική κατάσταση και οι προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος, αφενός, και η γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής, αφετέρου, στο πλαίσιο της εξέτασης της αίτησης βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2011/95. Επιπλέον, ζητεί να διευκρινιστεί αν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι περιστάσεις ανθρωπιστικής φύσεως πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εκτίμησης του δικαιώματος επικουρικής προστασίας. Με την απόφασή του, στην οποία θα ερμηνευθούν τα κοινά κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι αιτούντες διεθνή προστασία προκειμένου να δικαιούνται επικουρική προστασία, το Δικαστήριο θα συμβάλει στην ασφάλεια δικαίου και στην αυξημένη συνοχή κατά την εφαρμογή των κανόνων που διέπουν το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου. |
II. Το νομικό πλαίσιο
Α. Το δίκαιο της Ένωσης
1. Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης
4. |
Το άρθρο 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), το οποίο φέρει τον τίτλο «Ανθρώπινη αξιοπρέπεια», ορίζει τα εξής: «Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι απαραβίαστη. Πρέπει να είναι σεβαστή και να προστατεύεται.» |
5. |
Το άρθρο 4 του Χάρτη, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απαγόρευση των βασανιστηρίων και των απάνθρωπων ή εξευτελιστικών ποινών ή μεταχείρισης», προβλέπει τα εξής: «Κανείς δεν μπορεί να υποβληθεί σε βασανιστήρια ούτε σε απάνθρωπες ή εξευτελιστικές ποινές ή μεταχείριση.» |
6. |
Το άρθρο 19 του Χάρτη, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προστασία σε περίπτωση απομάκρυνσης, απέλασης και έκδοσης», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής: «Κανείς δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να απελαθεί ή να εκδοθεί προς κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση.» |
2. Η οδηγία 2011/95
7. |
Το άρθρο 2 της οδηγίας 2011/95, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής: «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:
[…]
[…]». |
8. |
Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αξιολόγηση των γεγονότων και περιστάσεων» και περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο II αυτής, σχετικά με την «[α]ξιολόγηση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας», ορίζει τα εξής: «1. Τα κράτη μέλη μπορούν να κρίνουν ότι εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Αποτελεί καθήκον των κρατών μελών να αξιολογούν, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αίτησής του. […] 3. Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας θα πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και να περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:
[…] 4. Το γεγονός ότι ο αιτών έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άμεσες απειλές τέτοιας δίωξης ή βλάβης αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος του αιτούντος ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να πιστεύει κανείς ότι η εν λόγω δίωξη ή σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί. 5. Οσάκις τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την αρχή σύμφωνα με την οποία εναπόκειται στον αιτούντα να τεκμηριώσει την αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας και οσάκις ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτούντος δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, οι πτυχές αυτές δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, όταν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:
[…]
|
9. |
Κατά το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υπεύθυνοι δίωξης ή σοβαρής βλάβης»: «Στους υπεύθυνους δίωξης ή σοβαρής βλάβης συμπεριλαμβάνονται:
|
10. |
Το άρθρο 8 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εγχώρια προστασία», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής: «Εξετάζοντας εάν ο αιτών έχει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ή έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης σε τμήμα της χώρας καταγωγής σύμφωνα με την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη, κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως επί της αιτήσεως, λαμβάνουν υπόψη τις γενικές περιστάσεις που επικρατούν στο εν λόγω τμήμα της χώρας και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος, σύμφωνα με το άρθρο 4. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη λήψη ακριβών και ενημερωμένων πληροφοριών από σχετικές πηγές, όπως την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο.» |
11. |
Κατά το άρθρο 15 της οδηγίας 2011/95, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σοβαρή βλάβη», και το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο V της οδηγίας αυτής, σχετικά με την «[α]ναγνώριση προσώπου ως δικαιούχου επικουρικής προστασίας»: «Η σοβαρή βλάβη συνίσταται σε:
|
12. |
Το άρθρο 18 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Χορήγηση του καθεστώτος επικουρικής προστασίας», ορίζει τα εξής: «Τα κράτη μέλη χορηγούν καθεστώς επικουρικής προστασίας σε υπηκόους τρίτων χωρών ή σε ανιθαγενείς που πληρούν τις οικείες προϋποθέσεις σύμφωνα με τα κεφάλαια ΙΙ και V.» |
Β. Το ολλανδικό δίκαιο
13. |
Το άρθρο 29, παράγραφος 1, του Wet tot algehele herziening van de Vreemdelingenwet (Vreemdelingenwet 2000) [νόμου περί γενικής αναθεώρησης του νόμου περί αλλοδαπών (νόμος περί αλλοδαπών του 2000)], της 23ης Νοεμβρίου 2000 (Stb. 2000, αριθ. 496), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής: «1. Η άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου […] δύναται να χορηγηθεί στον αλλοδαπό ο οποίος:
2. Η άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου του άρθρου 28 δύναται επίσης να χορηγηθεί στα μέλη της οικογένειας που απαριθμούνται κατωτέρω αν, κατά τον χρόνο της άφιξης του ενδιαφερόμενου αλλοδαπού, ήταν μέλη της οικογένειάς του και εισήλθαν ταυτόχρονα με τον ίδιο στις Κάτω Χώρες ή ήλθαν να εγκατασταθούν μαζί του εντός τριών μηνών μετά τη χορήγηση σε αυτόν άδειας διαμονής ορισμένου χρόνου […] […] 4. Η άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου […] δύναται επίσης να χορηγηθεί σε μέλος της οικογένειας κατά την έννοια της παραγράφου 2 το οποίο απλώς δεν ήλθε να εγκατασταθεί με τον κατά την έννοια της παραγράφου 1 αλλοδαπό εντός τριών μηνών από τη χορήγηση στον τελευταίο άδειας διαμονής […] αν εντός της τρίμηνης αυτής προθεσμίας υποβλήθηκε από το ως άνω μέλος της οικογένειας ή για λογαριασμό του αίτηση για τη χορήγηση θεωρήσεως για διαμονή άνω των τριών μηνών.» |
III. Το πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, η διαδικασία της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
14. |
Οι σύζυγοι X και Y, προσφεύγοντες της κύριας δίκης, κατάγονται από τη Λιβύη. Στις 28 Ιανουαρίου 2018 υπέβαλαν, ιδίω ονόματι και επ’ ονόματι των έξι ανήλικων τέκνων τους, αιτήσεις διεθνούς προστασίας στις Κάτω Χώρες. |
15. |
Τεκμηρίωσαν τις αιτήσεις τους δηλώνοντας τα ακόλουθα στοιχεία: Ο Χ εργαζόταν επί σειρά ετών στην Τρίπολη ως σωματοφύλακας υψηλόβαθμων πολιτικών. Μία φορά δέχθηκε πυροβολισμούς ενώ έκανε τζόκινγκ μετά την εργασία του. Χτυπήθηκε στο κεφάλι και τραυματίστηκε από θραύσμα σφαίρας στο αριστερό μάγουλο. Κατόπιν τούτου, ο Χ απειλήθηκε δύο φορές τηλεφωνικώς, μια πρώτη φορά περίπου πέντε μήνες αφότου δέχθηκε πυροβολισμούς και μια δεύτερη φορά ένα με δύο έτη μετά τους πυροβολισμούς. Κατά τη διάρκεια των τηλεφωνικών αυτών συνομιλιών ελέχθη, μεταξύ άλλων, ότι ο Χ εργάζεται για την κυβέρνηση, ότι επρόκειτο να δολοφονηθεί και ότι τα τέκνα του επρόκειτο να απαχθούν. Ο Χ έχει κάποιες υποψίες όσον αφορά την ταυτότητα του υπευθύνου για τους πυροβολισμούς και τις απειλές, αλλά δεν μπορεί να τις αποδείξει. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι, πέραν της ανθρωπιστικής κατάστασης στη Λιβύη (ιδίως της έλλειψης πρόσβασης σε πόσιμο νερό και ηλεκτρισμό), το γεγονός ότι έχουν έξι ανήλικα τέκνα έχει επίσης σημασία στο πλαίσιο της εκτίμησης βάσει του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95. |
16. |
Με χωριστές αποφάσεις, οι οποίες εκδόθηκαν όλες στις 24 Δεκεμβρίου 2020, ο Υφυπουργός απέρριψε τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας ως αβάσιμες. Οι εν λόγω αποφάσεις αναφέρουν περαιτέρω ότι δεν χορηγείται στους προσφεύγοντες κανονική άδεια διαμονής και ότι δεν θα αναβληθεί η υποχρέωση αναχώρησής τους. Τέλος, ο Υφυπουργός έκρινε ότι οι εν λόγω αποφάσεις επέχουν επίσης θέση αποφάσεων οι οποίες υποχρεώνουν τους προσφεύγοντες να εγκαταλείψουν την επικράτεια και ότι οι προσφεύγοντες έχουν στη διάθεσή τους προθεσμία τεσσάρων εβδομάδων για να συμμορφωθούν προς αυτές. |
17. |
Οι προσφεύγοντες άσκησαν προσφυγή ενώπιον του rechtbank Den Haag, zittingsplaats ’s-Hertogenbosch (πρωτοδικείου Χάγης, με τόπο συνεδριάσεως το Hertogenbosch) λόγω της απόρριψης ως αβάσιμων των αιτήσεών τους διεθνούς προστασίας. |
18. |
Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του άρθρου 15 της οδηγίας 2011/95. Διερωτάται αν οι διατάξεις του άρθρου 15, στοιχείο βʹ, αφενός, και του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, αφετέρου, πρέπει να εκτιμώνται αυστηρώς χωριστά ή αν, αντιθέτως, το άρθρο 15 έχει την έννοια ότι όλα τα συναφή στοιχεία, τα οποία αφορούν τόσο την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος όσο και τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής, πρέπει πάντοτε να εκτιμώνται πλήρως και από κοινού προτού διευκρινιστεί ποια μορφή εκδήλωσης σοβαρής βλάβης μπορεί να τεκμηριωθεί βάσει των στοιχείων αυτών. Υποστηρίζει ότι η απόφαση περί παροχής ή μη προστασίας στους προσφεύγοντες της κύριας δίκης εξαρτάται από την ερμηνεία των διατάξεων αυτών. |
19. |
Για τον λόγο αυτόν, το rechtbank Den Haag, zittingsplaats ’s‑Hertogenbosch (πρωτοδικείο Χάγης, με τόπο συνεδριάσεως το Hertogenbosch) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
|
IV. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
20. |
Η από 22 Φεβρουαρίου 2022 απόφαση περί παραπομπής περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την ίδια ημέρα. |
21. |
Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, η Ολλανδική, η Βελγική, η Γερμανική και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις εντός της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. |
22. |
Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Μαρτίου 2023, οι πληρεξούσιοι ad litem των προσφευγόντων της κύριας δίκης, της Ολλανδικής Κυβέρνησης, καθώς και της Επιτροπής, ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους. |
V. Νομική ανάλυση
Α. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
23. |
Η Σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 και το Πρωτόκολλο της 31ης Ιανουαρίου 1967 περί του καθεστώτος των προσφύγων ( 4 ) αποτελούν τις κυριότερες διεθνείς νομικές πράξεις στον τομέα της διεθνούς προστασίας, ιδίως όσον αφορά το καθεστώς των προσφύγων και την αρχή της μη επαναπροώθησης. Με την έκδοση της οδηγίας 2011/95, εισήχθη στην Ένωση μια νέα μορφή προστασίας, η «επικουρική προστασία». Η εν λόγω οδηγία, η οποία εκδόθηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης βάσει, μεταξύ άλλων, του άρθρου 78, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, εντάσσεται στα μέτρα σχετικά με ένα κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου το οποίο περιλαμβάνει «ενιαίο καθεστώς επικουρικής προστασίας για τους υπηκόους τρίτων χωρών που χρήζουν διεθνούς προστασίας, χωρίς να τους χορηγείται ευρωπαϊκό άσυλο» (η υπογράμμιση δική μου). |
24. |
Ως «πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2011/95, νοείται «ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν ο ενδιαφερόμενος επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του ή, στην περίπτωση ανιθαγενούς, στη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως ορίζεται στο άρθρο 15» (η υπογράμμιση δική μου). Η διάταξη αυτή προβλέπει τρεις μορφές «σοβαρής βλάβης», η διαπίστωση των οποίων μπορεί να συνεπάγεται, για το πρόσωπο που τις υφίσταται, τη χορήγηση επικουρικής προστασίας. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τη θανατική ποινή (στοιχείο αʹ), τα βασανιστήρια ή την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του (στοιχείο βʹ), και τη σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (στοιχείο γʹ). |
25. |
Επομένως, η οδηγία 2011/95 θεσπίζει κοινά κριτήρια για τον προσδιορισμό των αιτούντων διεθνή προστασία οι οποίοι δικαιούνται επικουρική προστασία, διασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι όλα τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα κριτήρια αυτά. Όπως ορθώς επισήμανε το Δικαστήριο, η οδηγία αυτή αποσκοπεί στην καθιέρωση ενιαίου συστήματος επικουρικής προστασίας ( 5 ). Εναπόκειται στις εθνικές αρχές να εκτιμήσουν τα πραγματικά περιστατικά και να διαπιστώσουν αν τα εν λόγω κριτήρια πληρούνται εν προκειμένω, ακολουθώντας τις κατευθύνσεις που απορρέουν από τη νομολογία. Στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του άρθρου 15 της εν λόγω οδηγίας και επικρίνει την ανομοιογενή πρακτική κατά την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών, φρονώ ότι είναι απαραίτητο να αποφανθεί το Δικαστήριο επί των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων με σαφήνεια, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή των κανόνων του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου. |
26. |
Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο διευκρινίσεις ως προς τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η ατομική κατάσταση και οι προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος, αφενός, και η γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής, αφετέρου, στο πλαίσιο της ανάλυσης για τη χορήγηση στον εν λόγω αιτούντα της επικουρικής προστασίας που προβλέπει το άρθρο 15 της οδηγίας 2011/95 (πρώτο, δεύτερο και τρίτο προδικαστικό ερώτημα). Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι περιστάσεις ανθρωπιστικής φύσεως πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση του δικαιώματος επικουρικής προστασίας του εν λόγω αιτούντος (τέταρτο προδικαστικό ερώτημα). Τα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα θα εξεταστούν με τη σειρά με την οποία υποβλήθηκαν. |
Β. Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
27. |
Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 15 της οδηγίας 2011/95, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ζʹ, και το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής, καθώς και με το άρθρο 4 και το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι, προκειμένου να κριθεί αν ο αιτών διατρέχει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 15, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να εξετάζουν συστηματικά όλα τα συναφή στοιχεία, τα οποία αφορούν τόσο την «ατομική κατάσταση» και τις «προσωπικές περιστάσεις» του αιτούντος όσο και τη «γενική κατάσταση» στη χώρα καταγωγής, προτού διευκρινιστεί ποια μορφή σοβαρής βλάβης μπορεί να αποδεικνύεται βάσει των στοιχείων αυτών. |
1. Επί της υποχρέωσης εξατομικευμένης αξιολόγησης της αίτησης διεθνούς προστασίας κατά την οποία συνεκτιμώνται όλες οι συναφείς πτυχές που αφορούν τη χώρα καταγωγής καθώς και η ατομική κατάσταση και οι προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος
28. |
Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 10, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ ( 6 ), η αποφαινόμενη αρχή του οικείου κράτους μέλους οφείλει να αποφασίζει επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας κατόπιν δέουσας εξέτασης, όπως ειδικότερα ορίζεται στην εν λόγω παράγραφο. Η εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας από την αποφαινόμενη αρχή, η οποία πρέπει να διαθέτει ειδικά μέσα και εξειδικευμένο προσωπικό, αποτελεί ουσιώδες στάδιο των κοινών διαδικασιών τις οποίες θεσπίζει η εν λόγω οδηγία ( 7 ). |
29. |
Ακολούθως, σημειώνεται ότι κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95, η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας θα πρέπει να γίνεται σε «εξατομικευμένη» βάση και να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη συνεκτίμηση των στοιχείων που μνημονεύονται στο εν λόγω άρθρο ( 8 ). Το στοιχείο αʹ αναφέρεται σε «όλ[α] τ[α] συναφ[ή] στοιχεί[α] που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής», ενώ το στοιχείο γʹ αναφέρεται στην «ατομική κατάσταση» και τις «προσωπικ[ές] περιστάσε[ις]» του αιτούντος. Η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται επίσης για την εκτίμηση του ζητήματος αν πρέπει να χορηγηθεί στον αιτούντα καθεστώς επικουρικής προστασίας όταν δεν πρέπει να θεωρηθεί πρόσφυγας. Με άλλα λόγια, ακόμη και αν με την αίτηση διεθνούς προστασίας δεν γίνεται επίκληση στοιχείων που προσιδιάζουν στην κατάσταση του αιτούντος, η εν λόγω διάταξη απαιτεί να συνεκτιμώνται η «ατομική κατάσταση» καθώς και οι «προσωπικές περιστάσεις» του αιτούντος. |
30. |
Επιπλέον, παρατηρείται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Γαλλική Κυβέρνηση, ουδεμία ιεράρχηση ή χρονολογική σειρά υφίσταται μεταξύ των διαφόρων μορφών σοβαρής βλάβης που ορίζονται στο άρθρο 15 της οδηγίας 2011/95 ( 9 ), οπότε δεν μπορεί να αντληθεί κανένα επιχείρημα περί έλλειψης συνάφειας της «ατομικής κατάστασης» και των «προσωπικών περιστάσεων» του αιτούντος (σε αντίθεση με την κατάσταση στη χώρα καταγωγής) ως στοιχείου που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την αξιολόγηση της αίτησής του διεθνούς προστασίας υπό το πρίσμα του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας. Αντιθέτως, η διαπίστωση αυτή φαίνεται να συνηγορεί υπέρ μιας ερμηνείας η οποία απαιτεί ακριβώς να συνεκτιμάται το συγκεκριμένο στοιχείο στο πλαίσιο της αξιολόγησης στην οποία πρέπει να προβεί η αρμόδια αρχή. |
31. |
Επομένως, φρονώ ότι από τις προμνημονευθείσες διατάξεις προκύπτει ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί αν, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής, ο αιτών διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης κατά την έννοια του άρθρου 15 της εν λόγω οδηγίας, πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται υπόψη τόσο η «ατομική κατάσταση» και οι «προσωπικές περιστάσεις» του αιτούντος όσο και όλα τα συναφή στοιχεία που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής και, ως εκ τούτου, κατά περίπτωση, και η εν λόγω «γενική κατάσταση στη χώρα». |
2. Οι μορφές εκδήλωσης σοβαρής βλάβης μπορεί να πληρούν ταυτοχρόνως πλείονα κριτήρια που πρέπει να εκτιμώνται κατά την αξιολόγηση της ίδιας αίτησης διεθνούς προστασίας
32. |
Τούτου λεχθέντος, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η παρατήρηση αυτή δεν συνεπάγεται ότι η σημασία που πρέπει να δοθεί στα δύο προμνημονευθέντα στοιχεία (στην ατομική κατάσταση και στις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος, αφενός και στη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής, αφετέρου) είναι κατ’ ανάγκην η ίδια στο πλαίσιο εκτίμησης βάσει του άρθρου 15, στοιχεία αʹ, βʹ και γʹ, της οδηγίας 2011/95. Με τη νομολογία του, το Δικαστήριο επέστησε την προσοχή στο γεγονός ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ των στοιχείων αυτών, οι οποίες πρέπει να αναφερθούν εν συντομία για την καλύτερη κατανόηση της ανάλυσης. |
33. |
Αφενός, όσον αφορά τους λόγους που μνημονεύονται στο στοιχείο αʹ, δηλαδή τη «θανατική ποινή ή εκτέλεση», και στο στοιχείο βʹ, δηλαδή τον κίνδυνο «βασανιστηρίων ή απάνθρωπης μεταχείρισης», οι εν λόγω μορφές «σοβαρής βλάβης» καλύπτουν περιπτώσεις στις οποίες ο αιτών επικουρική προστασία διατρέχει ειδικώς τον κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής ( 10 ). Αφετέρου, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε έναν γενικότερο κίνδυνο βλάβης. Επομένως, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η εν λόγω απειλή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση ένοπλης σύρραξης που οδηγεί σε «αδιάκριτη άσκηση βίας», όπερ σημαίνει ότι πρόκειται για βία η οποία μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους ( 11 ). |
34. |
Εντούτοις, οι εν λόγω διαφορές δεν αποκλείουν την ύπαρξη αλληλεπικαλύψεων και, ως εκ τούτου, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι μορφές εκδήλωσης σοβαρής βλάβης μπορεί να πληρούν ταυτοχρόνως πλείονα κριτήρια που πρέπει να εκτιμώνται κατά την αξιολόγηση της ίδιας αίτησης διεθνούς προστασίας ( 12 ). Για τον λόγο αυτόν, θεωρώ ότι όλα τα συναφή στοιχεία, τα οποία αφορούν τόσο την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος όσο και τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής, πρέπει να εξετάζονται και να αξιολογούνται από κοινού προτού διευκρινιστεί ο τρόπος εκδήλωσης σοβαρής βλάβης που αντιστοιχεί καλύτερα στην εκάστοτε περίπτωση βάσει του άρθρου 15, στοιχεία αʹ, βʹ ή γʹ της οδηγίας 2011/95. |
35. |
Επιπλέον, υπενθυμίζω ότι, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η αναφορά σε «σοβαρή και προσωπική απειλή» (η υπογράμμιση δική μου), στο άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας πρέπει να νοείται ως καλύπτουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απόρριψης τέτοιας αίτησης είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας ( 13 ). |
36. |
Ωστόσο, μολονότι είναι αληθές ότι το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 μπορεί να καλύψει μια εξαιρετική κατάσταση όπως αυτή που περιγράφεται στο προηγούμενο σημείο, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η εν λόγω διάταξη μπορεί να καλύψει και άλλες καταστάσεις χαρακτηριζόμενες από μικρότερο βαθμό αδιακρίτως ασκούμενης βίας, στις οποίες όμως ο κίνδυνος αυτός απορρέει από την προσωπική κατάσταση του αιτούντος. Συγκεκριμένα, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο με τη νομολογία του, για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας, «όσο περισσότερο ο αιτών είναι ενδεχομένως σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» ( 14 ) (η υπογράμμιση δική μου). |
37. |
Το σύνολο των στοιχείων αυτών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, στο πλαίσιο της ανάλυσης για τη χορήγηση στον αιτούντα επικουρικής προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95, πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον η «γενική κατάσταση» στη χώρα καταγωγής, αλλά, κατά περίπτωση, και τα στοιχεία που αφορούν την «ατομική κατάσταση» και τις «προσωπικές περιστάσεις» του συγκεκριμένου αιτούντος. |
3. Ορισμένες αρχές οι οποίες μπορούν να χρησιμεύσουν ως κατευθυντήριες γραμμές για τις εθνικές αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους
38. |
Τέλος, επισημαίνεται ότι, στο μέτρο που ούτε η οδηγία 2011/95, ούτε η οδηγία 2013/32, ούτε οιοσδήποτε άλλος κανόνας του δικαίου της Ένωσης περιέχει ρητούς και λεπτομερείς κανόνες σχετικούς με τη δομή και την οργάνωση της διαδικασίας αξιολόγησης όσον αφορά την αλληλεξάρτηση και την επακόλουθη διεξαγωγή της εκτίμησης των διαφόρων μορφών σοβαρής βλάβης κατά την έννοια του άρθρου 15 της οδηγίας 2011/95, τα κράτη μέλη διαθέτουν, κατ’ αρχήν, ορισμένο περιθώριο εκτίμησης ως προς το ζήτημα αυτό. |
39. |
Εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, οι εκτιμήσεις που παρατέθηκαν ανωτέρω, οι οποίες στηρίζονται σε ερμηνεία των συναφών διατάξεων, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου, καθιστούν δυνατή τη θέσπιση μιας σειράς αρχών ικανών να περιορίσουν το περιθώριο εκτίμησης των κρατών μελών. Στο μέτρο που οι αρχές αυτές μπορούν να χρησιμεύσουν ως κατευθυντήριες γραμμές για τις εθνικές αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, φρονώ ότι είναι σκόπιμο να τις παρουσιάσω κατωτέρω. |
40. |
Πρώτον, από το άρθρο 15 της οδηγίας 2011/95 προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης προέβη σκοπίμως σε διάκριση μεταξύ των διαφόρων μορφών σοβαρής βλάβης που ενδέχεται να υπάρχουν. Καθεμιά από τις τρεις μορφές σοβαρής βλάβης που μνημονεύονται στο εν λόγω άρθρο συνιστά αυτοτελή λόγο για τη χορήγηση καθεστώτος επικουρικής προστασίας. Κατά συνέπεια, όλες οι απαιτήσεις που απορρέουν από το αντίστοιχο στοιχείο του άρθρου 15 πρέπει να πληρούνται πριν από τη χορήγηση του συγκεκριμένου καθεστώτος. Επομένως, δεν αρκεί να πληρούνται εν μέρει οι απαιτήσεις ενός στοιχείου και εν μέρει οι απαιτήσεις ενός άλλου στοιχείου του άρθρου 15. Εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι, κατά περίπτωση, μπορεί να τεθεί ταυτοχρόνως ζήτημα πραγματικού κινδύνου πλειόνων σοβαρών βλαβών κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης. |
41. |
Δεύτερον, και υπό την επιφύλαξη των προεκτεθέντων, σε περίπτωση κατά την οποία μπορεί να συντρέχουν πλείονες σοβαρές βλάβες κατά την έννοια του άρθρου 15 της οδηγίας 2011/95, ορισμένα στοιχεία ενδέχεται να είναι συναφή ταυτοχρόνως για πλείονες μορφές σοβαρής βλάβης. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα εν λόγω συναφή στοιχεία κατά την εκτίμηση όλων των μορφών σοβαρής βλάβης που ενδέχεται να συντρέχουν. Πράγματι, όπως εξήγησα ανωτέρω στο σημείο 29 των παρουσών προτάσεων, το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95 απαιτεί να λαμβάνονται πάντοτε υπόψη «όλα τα συναφή στοιχεία» που μνημονεύονται σε αυτό, συμπεριλαμβανομένης της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, καθώς και της γενικής κατάστασης στη χώρα καταγωγής. Σύμφωνα με την απαίτηση αυτή, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, σε ένα κράτος μέλος, η αποφαινόμενη αρχή δεν εξετάζει και δεν αξιολογεί ορισμένα δυνητικώς συναφή στοιχεία για τον τυπικό λόγο και μόνον ότι ο αιτών προέβαλε τα στοιχεία αυτά σε σχέση με μια από τις δυνητικώς συντρέχουσες μορφές επαπειλούμενης σοβαρής βλάβης, αλλά όχι σε σχέση με μια άλλη. |
42. |
Τρίτον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των δύο σταδίων κατά την αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας ( 15 ). Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών τα οποία μπορούν να αποτελέσουν αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της αίτησης, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υπόθεσης, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την παροχή διεθνούς προστασίας. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95 απαίτηση συνεργασίας έχει εφαρμογή κατά το πρώτο στάδιο, αλλά όχι κατά το δεύτερο στάδιο. Η διάκριση αυτή μεταξύ των δύο σταδίων της αξιολόγησης, με διαφορετικές αρμοδιότητες για τον αιτούντα και την αποφαινόμενη αρχή, επιβεβαιώνει ότι η εν λόγω αρχή δεν έχει τη δυνατότητα, ενόψει του ενδεχόμενου νομικού χαρακτηρισμού, να αποκλείσει ορισμένα δυνητικώς συναφή στοιχεία. Η προσέγγιση αυτή θα ήταν αντίθετη προς την αρχή κατά την οποία υφίστανται δύο αυτοτελή στάδια τα οποία πρέπει, λογικά, να εφαρμόζονται διαδοχικώς. |
43. |
Τέταρτον, μια ιδιαιτέρως σημαντική πτυχή που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση αίτησης διεθνούς προστασίας υπό το πρίσμα του άρθρου 15 της οδηγίας 2011/95 –η οποία θα αναλυθεί λεπτομερώς στο πλαίσιο της εξέτασης του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος– αφορά το κατά πόσον ο αιτών εκτίθεται ειδικώς στον κίνδυνο να υποστεί ορισμένο είδος βλάβης. Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η «εξατομίκευση» αυτή είναι σημαντική προκειμένου να διαπιστωθεί όχι μόνον αν η κατάσταση του αιτούντος εμπίπτει στις περιπτώσεις σοβαρής βλάβης που ορίζονται στα στοιχεία αʹ και βʹ, αλλά και σε εκείνες που μνημονεύονται στο στοιχείο γʹ του εν λόγω άρθρου. Σύμφωνα με τη λεγόμενη «αναπροσαρμοζόμενη» κλίμακα, η οποία διαμορφώθηκε νομολογιακώς και εφαρμόζεται όσον αφορά το στοιχείο γʹ, «όσο περισσότερο ο αιτών είναι ενδεχομένως σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» ( 16 ) (η υπογράμμιση δική μου). Κατά συνέπεια, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να προσδιορίσει τον βαθμό «εξατομίκευσης» που απαιτείται στη συγκεκριμένη περίπτωση. |
44. |
Σύμφωνα με την κατανομή αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο προδικαστικής διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν η προσέγγιση που υιοθέτησε εν προκειμένω η αρμόδια αρχή κατά την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας των προσφευγόντων της κύριας δίκης πληροί τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης που εκτίθενται ανωτέρω. |
4. Απάντηση επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
45. |
Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 15 της οδηγίας 2011/95, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι, όσον αφορά καθένα από τα σημεία τα οποία απαριθμούνται στο εν λόγω άρθρο και τα οποία ενδέχεται να είναι κρίσιμα στο πλαίσιο συγκεκριμένης περίπτωσης, η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να περιλαμβάνει συνεκτίμηση, μεταξύ άλλων, του συνόλου των στοιχείων που απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, συμπεριλαμβανομένης της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, καθώς και όλων των συναφών στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής, πρέπει δε να πραγματοποιείται κατά τρόπο ώστε να διακρίνονται τα δύο στάδια που αφορούν, αντιστοίχως, τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να αποτελέσουν αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της αίτησης και τη νομική εκτίμηση των στοιχείων αυτών, χωρίς να είναι αναγκαία η από κοινού εκτίμηση των επιμέρους σημείων του εν λόγω άρθρου 15. |
Γ. Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
1. Η σημασία της σχετικής με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
46. |
Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο της ανάλυσης για τον προσδιορισμό του κινδύνου σοβαρής βλάβης κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, πρέπει να εκτιμώνται στοιχεία τα οποία αφορούν την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος και αν η εκτίμηση αυτή είναι ευρύτερη της εξέτασης βάσει της απαίτησης «εξατομίκευσης», κατά την έννοια της απόφασης N.A. κατά Ηνωμένου Βασιλείου. |
47. |
Ειδικότερα, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να διευκρινιστεί, μεταξύ άλλων, το ζήτημα αν ατομικές περιστάσεις πέραν του απλού γεγονότος της προέλευσης από περιοχή στην οποία σημειώνονται «οι πλέον ακραίες περιπτώσεις γενικής βίας», κατά την έννοια της εν λόγω απόφασης –δηλαδή περιπτώσεις στις οποίες ο βαθμός βίας σε συγκεκριμένη χώρα φθάνει σε τέτοιο επίπεδο ώστε η απέλαση ενός προσώπου προς τη χώρα αυτή να συνιστά παράβαση της απαγόρευσης των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ)– μπορούν να χρησιμεύσουν ως συναφές στοιχείο, το οποίο απαιτείται για την τεκμηρίωση φόβου σοβαρής βλάβης κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95. |
48. |
Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 μπορεί να καλύπτει όχι μόνον καταστάσεις χαρακτηριζόμενες από αδιακρίτως ασκούμενη βία, αλλά και άλλες καταστάσεις, που χαρακτηρίζονται από μικρότερο βαθμό βίας, στις οποίες όμως ο εν λόγω κίνδυνος απορρέει από στοιχεία σχετικά με την προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος. Όπως επισήμανα στο πλαίσιο της εξέτασης του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος ( 17 ), το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει με τη νομολογία του ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι ενδεχομένως σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (η υπογράμμιση δική μου). Επομένως, κατά την ανάλυση που πρέπει να πραγματοποιηθεί δυνάμει της συγκεκριμένης διάταξης, είναι δυνατή η εφαρμογή μιας «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας», η οποία βασίζεται σε διαφοροποίηση ανάλογα με τα πιθανά επίπεδα αδιακρίτως ασκούμενης βίας και ανάλογα με την ατομική κατάσταση του αιτούντος, προκειμένου να εκτιμηθεί αν ο συγκεκριμένος αιτών δικαιούται προστασία δυνάμει της εν λόγω διάταξης. |
49. |
Όσον αφορά το ζήτημα αν η εκτίμηση των στοιχείων που αφορούν την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος, η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο της ανάλυσης για τον προσδιορισμό του κινδύνου σοβαρής βλάβης κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95, είναι ευρύτερη της εξέτασης βάσει της απαίτησης «εξατομίκευσης», κατά την έννοια της απόφασης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση N.A. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, υπενθυμίζεται ότι στην απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Elgafaji (C‑465/07, EU:C:2009:94), το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 15, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Αντιθέτως, στο μέτρο που το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής διαφέρει από την εν λόγω διάταξη της ΕΣΔΑ, πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς, τηρουμένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως αυτά διασφαλίζονται από την ΕΣΔΑ ( 18 ). Το Δικαστήριο προσέθεσε, παραπέμποντας στην προμνημονευθείσα απόφαση N.A. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ότι η συναγόμενη από αυτήν ερμηνεία του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο εʹ, αυτής, είναι απολύτως σύμφωνη με την ΕΣΔΑ, συμπεριλαμβανομένης της σχετικής με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ( 19 ). |
50. |
Με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, ο Χάρτης κατέστη νομικά δεσμευτικός και έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες, όπως προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ. Επομένως, ο Χάρτης αποτελεί πλέον το κύριο σημείο αναφοράς για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην έννομη τάξη της Ένωσης. Αυτό ακριβώς προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2011/95. Εντούτοις, πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που διασφαλίζονται με την ΕΣΔΑ –και, ως εκ τούτου, με τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ– διατηρούν πλήρως τη σημασία τους στην έννομη τάξη της Ένωσης. Πράγματι, το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη ορίζει ότι, στον βαθμό που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην ΕΣΔΑ, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η ΕΣΔΑ. |
51. |
Όσον αφορά ειδικότερα το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, το θεμελιώδες δικαίωμα που περιέχεται στο άρθρο αυτό αντιστοιχεί στο θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 του Χάρτη. Επομένως, όπως επισήμανα στις προτάσεις μου στην υπόθεση Bundesrepublik Deutschland (Έννοια της «σοβαρής και προσωπικής απειλής»), η τελευταία αυτή διάταξη έχει την ίδια έννοια και την ίδια εμβέλεια με την πρώτη ( 20 ). Ως εκ τούτου, η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ιδίως όσον αφορά το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, στην οποία εντάσσεται η απόφαση N.A. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, μπορεί να επηρεάσει την ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 2011/95. |
2. Άλλες πτυχές σχετικές με την «ατομική κατάσταση» ή τις «προσωπικές περιστάσεις» του αιτούντος που πρέπει συνεκτιμηθούν
52. |
Τούτου λεχθέντος, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, στο μέτρο που το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς, όπως επισήμανε το Δικαστήριο, η εκτίμηση των προσωπικών περιστάσεων βάσει της εν λόγω διάταξης δεν περιορίζεται στην εξέταση βάσει της απαίτησης «εξατομίκευσης» κατά την έννοια της προμνημονευθείσας απόφασης του ΕΔΔΑ. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι η εκτίμηση των προσωπικών περιστάσεων βάσει του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 είναι ευρύτερη της εξέτασης βάσει της απαίτησης «εξατομίκευσης». |
53. |
Όπως έχω ήδη επισημάνει με τις προτάσεις μου στην υπόθεση Bundesrepublik Deutschland (Έννοια της «σοβαρής και προσωπικής απειλής») ( 21 ), από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι, μολονότι η εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 δεν συνεπάγεται, κατ’ αρχάς, εξέταση των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, η εν λόγω διάταξη πρέπει εντούτοις να ερμηνεύεται, εν συνεχεία, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 4, της ίδιας οδηγίας, με αποτέλεσμα τα στοιχεία τα οποία τον αφορούν προσωπικώς να μπορούν, κατά περίπτωση, να λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση της ύπαρξης σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 15, στοιχείο γʹ ( 22 ). |
54. |
Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/95, «[τ]ο γεγονός ότι ο αιτών έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άμεσες απειλές τέτοιας δίωξης ή βλάβης αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος του αιτούντος ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να πιστεύει κανείς ότι η εν λόγω δίωξη ή σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί» (η υπογράμμιση δική μου). Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ο προσδιορισμός τυχόν «σοβαρής και προσωπικής απειλής» κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 μπορεί να στηρίζεται σε στοιχεία πανομοιότυπα με εκείνα που λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο του προσδιορισμού των πράξεων οι οποίες συνιστούν «βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία» και στις οποίες ο αιτών πρέπει να αποδείξει ότι εκτέθηκε ειδικώς κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 15, στοιχείο βʹ. |
55. |
Εξάλλου, ομολογώ ότι κατανοώ την ερμηνεία που προτείνει η Γερμανική Κυβέρνηση, κατά την οποία πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψη ορισμένοι παράγοντες που συνδέονται με την ατομική κατάσταση ή τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος, οι οποίοι ενδέχεται να αυξήσουν τον κίνδυνο να καταστεί θύμα βίας σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ( 23 ). Μεταξύ των παραγόντων αυτών περιλαμβάνεται ιδίως το επάγγελμα, όταν, παραδείγματος χάριν, ένας ιατρός, δικηγόρος ή διερμηνέας εκτίθεται σε ειδικούς κινδύνους λόγω της δραστηριότητάς του. Μολονότι είναι αδύνατη η εξαντλητική απαρίθμηση όλων των παραγόντων που ενδέχεται να αυξήσουν τον κίνδυνο τον οποίο διατρέχει ένα πρόσωπο να καταστεί θύμα βίας, φρονώ ότι η προσέγγιση που πρέπει να υιοθετηθεί είναι αρκούντως σαφής ώστε να ευαισθητοποιηθούν οι αρμόδιες αρχές. |
3. Απάντηση επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
56. |
Για τους προεκτεθέντες λόγους, φρονώ ότι στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15 της οδηγίας 2011/95, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφοι 3 και 4, της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι η ατομική κατάσταση και οι προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένου του επαγγέλματός του, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εξέτασης βάσει του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας, εφόσον οι παράγοντες αυτοί αυξάνουν τον ειδικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητάς του λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. |
Δ. Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος
57. |
Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 15, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι η προμνημονευθείσα «αναπροσαρμοζόμενη κλίμακα» η οποία εφαρμόζεται στο πλαίσιο της εκτίμησης που πραγματοποιείται βάσει του στοιχείου γʹ του εν λόγω άρθρου, πρέπει επίσης να εφαρμόζεται και στο πλαίσιο της εκτίμησης που πραγματοποιείται βάσει του στοιχείου βʹ. |
58. |
Συναφώς, επισημαίνεται ότι αυτή η «αναπροσαρμοζόμενη κλίμακα» αφορά τον βαθμό αδιάκριτης άσκησης βίας στο πλαίσιο εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης και παρέχει τη δυνατότητα να προσδιοριστεί αν, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, ο βαθμός της αδιάκριτης άσκησης βίας, η οποία ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, είναι τέτοιος ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να θεωρηθεί ότι, εάν ο ενδιαφερόμενος επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής, θα διατρέξει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2011/95, σε συνδυασμό με το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της ίδιας οδηγίας. |
59. |
Αντιθέτως, η σοβαρή βλάβη που προβλέπεται στο άρθρο 15, στοιχεία αʹ και βʹ, της εν λόγω οδηγίας καλύπτει διαφορετικές περιπτώσεις, στις οποίες ο αιτών εκτίθεται ειδικώς σε κίνδυνο βλάβης που προϋποθέτει ορισμένο βαθμό εξατομίκευσης, βάσει στοιχείων που προσιδιάζουν στην προσωπική του κατάσταση. |
60. |
Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το άρθρο 15, στοιχείο βʹ, δεν περιλαμβάνει κάποια απαίτηση σχετική με μια κατάσταση στην οποία συντρέχει ορισμένος βαθμός αδιάκριτης άσκησης βίας, φρονώ ότι η εν λόγω «αναπροσαρμοζόμενη κλίμακα»δεν ασκεί επιρροή στην εκτίμηση βάσει του εν λόγω στοιχείου βʹ. |
61. |
Για τους λόγους αυτούς, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, έχει την έννοια ότι η «αναπροσαρμοζόμενη κλίμακα» η οποία, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, εφαρμόζεται στο πλαίσιο της εκτίμησης που πραγματοποιείται βάσει του στοιχείου γʹ του εν λόγω άρθρου, δεν εφαρμόζεται ως προς την πρώτη ως άνω διάταξη. |
Ε. Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος
62. |
Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν, στο πλαίσιο της ανάλυσης που διενεργείται για τη χορήγηση στον αιτούντα της προστασίας που προβλέπει το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95, μπορεί να ληφθεί υπόψη κατάσταση έκτακτης ανθρωπιστικής ανάγκης που εκδηλώνεται στη χώρα καταγωγής. |
63. |
Κατά πάγια νομολογία, η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με το οποίο το Δικαστήριο τους παρέχει τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν ( 24 ). Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, το επιλαμβανόμενο της διαφοράς εθνικό δικαστήριο μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υπόθεσης, να εκτιμήσει καλύτερα τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Ωστόσο, εναπόκειται στο Δικαστήριο, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να εξετάσει τις συνθήκες υπό τις οποίες του έχουν υποβληθεί τα ερωτήματα από το εθνικό δικαστήριο, προκειμένου να εξακριβώσει τη δική του αρμοδιότητα και, ειδικότερα, να προσδιορίσει αν η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που ζητείται έχει σχέση με το υποστατό και το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, ώστε το Δικαστήριο να μην οδηγείται στη διατύπωση συμβουλευτικών γνωμοδοτήσεων επί γενικών και υποθετικών ερωτημάτων. Εάν προκύπτει ότι το υποβληθέν ερώτημα είναι προδήλως άσχετο με την επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς, το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να απόσχει από την έκδοση απόφασης ( 25 ). Όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια, η εξέταση του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος δημιουργεί δυσχέρειες οι οποίες, κατά τη γνώμη μου, είναι ανυπέρβλητες προκειμένου να κριθεί παραδεκτό το εν λόγω ερώτημα, παρά την προσεκτική και καλόπιστη ανάγνωση της αποφάσεως περί παραπομπής. |
64. |
Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρει ρητώς ποιο στοιχείο του άρθρου 15 της οδηγίας 2011/95 αφορά το συγκεκριμένο ερώτημα. Ωστόσο, από το πλαίσιο εντός του οποίου υποβλήθηκε προκύπτει ότι το ερώτημα αυτό αφορά την ερμηνεία του στοιχείου γʹ του εν λόγω άρθρου. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο δεν διευκρινίζει τι νοείται με τον όρο «περιστάσεις ανθρωπιστικής φύσεως». Εντούτοις, από τις διευκρινίσεις που παρέχει η απόφαση περί παραπομπής μπορεί να συναχθεί ότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται σε περιστάσεις χαρακτηριζόμενες από έντονη έλλειψη βασικών αγαθών και υπηρεσιών όπως η τροφή, το νερό ή η ιατρική περίθαλψη, οπότε πρόκειται προφανώς για «κατάσταση έκτακτης ανθρωπιστικής ανάγκης». Τούτου λεχθέντος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το αιτούν δικαστήριο έχει υπόψη τέτοιες περιστάσεις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι οι προσφεύγοντες βρίσκονται ακριβώς στην περιγραφόμενη κατάσταση. Η απλή γενική αναφορά σε καταρτισθείσες από διεθνείς οργανισμούς εκθέσεις που αφορούν τη συνολική κατάσταση στη χώρα καταγωγής δεν μπορεί να υποκαταστήσει την κατά περίπτωση εκτίμηση της κατάστασης του αιτούντος. |
65. |
Συγκεκριμένα, μολονότι οι προσφεύγοντες δήλωσαν ότι «οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, όπως η έλλειψη καυσίμων, πόσιμου νερού και ηλεκτρισμού, ήταν ένας από τους λόγους αναχώρησής [τους]», γεγονός παραμένει ότι η οδηγία 2011/95 επιβάλλει υψηλές απαιτήσεις όσον αφορά τον κίνδυνο έκθεσης σε σοβαρή βλάβη ( 26 ). Όπως έχει επανειλημμένως υπογραμμίσει το Δικαστήριο, η εν λόγω οδηγία επιβάλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση «καθορισμού των προσώπων που έχουν πράγματι ανάγκη διεθνούς προστασίας» ( 27 ) (η υπογράμμιση δική μου). Σε αυτό ακριβώς το πνεύμα το Δικαστήριο έχει κρίνει, όσον αφορά τους κινδύνους επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας υπηκόου τρίτης χώρας, ότι «γενικές ανεπάρκειες του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής» δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας ( 28 ). Ομοίως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση «κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας» δεν αρκεί, κατ’ αρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις της εν λόγω διάταξης, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο ( 29 ). |
66. |
Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από την αιτιολογική σκέψη 35 της εν λόγω οδηγίας, από την οποία προκύπτει ότι «[ο]ι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη» (η υπογράμμιση δική μου). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι μια κατάσταση όπως η περιγραφόμενη από τους προσφεύγοντες δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει σε μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95, όσο δυσχερείς και αν είναι οι περιστάσεις για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Για τους λόγους αυτούς, η σχέση μεταξύ του υποβληθέντος από το αιτούν δικαστήριο προδικαστικού ερωτήματος και των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης φαίνεται τουλάχιστον αμφίβολη. Επομένως, φρονώ ότι το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα έχει υποθετικό χαρακτήρα. |
67. |
Δεύτερον, επισημαίνεται ότι από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι οι επίμαχες στην κύρια δίκη περιστάσεις ανθρωπιστικής φύσεως αποτελούν άμεση ή έμμεση συνέπεια των πράξεων και/ή των παραλείψεων υπευθύνου που προξενεί σοβαρή βλάβη, όπως υπονοεί το υποβληθέν ερώτημα. Στην απόφαση περί παραπομπής δεν διευκρινίζεται ποιος είναι ο εν λόγω υπεύθυνος, σε τι συνίστανται οι συγκεκριμένες πράξεις και/ή παραλείψεις του, αν αυτές τελέστηκαν εσκεμμένως ή ακουσίως ή ποια είναι η ακριβής σχέση μεταξύ των περιστάσεων ανθρωπιστικής φύσεως και των εν λόγω πράξεων και/ή παραλείψεων. Σε αυτό δε το πλαίσιο, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η επικουρική προστασία μπορεί να χορηγηθεί μόνον αν οι απειλές είναι αποτέλεσμα εκ προθέσεως συμπεριφοράς ενός εκ των υπευθύνων που αναφέρονται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2011/95 ( 30 ). Κατά το Δικαστήριο, το γεγονός ότι η εν λόγω διάταξη απαριθμεί τους υπευθύνους σοβαρής βλάβης «επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι βλάβες αυτές πρέπει να απορρέουν από συμπεριφορά τρίτου» ( 31 ) (η υπογράμμιση δική μου). |
68. |
Στο πλαίσιο του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας, τούτο σημαίνει ότι η προστασία αυτή μπορεί να παρέχεται όταν η σοβαρή και προσωπική απειλή αποτελεί επαρκώς άμεση συνέπεια της αδιάκριτης άσκησης βίας. Εν προκειμένω, ελλείψει των αναγκαίων πληροφοριών σχετικά με την ειδική κατάσταση των προσφευγόντων, ιδίως όσον αφορά την ακριβή ταυτότητα των υπευθύνων που φέρονται να εμπλέκονται, δεν είναι δυνατόν να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα, εκτός αν η απάντηση αυτή υπαγορευθεί από υποθετικές σκέψεις, πράγμα που αποκλείεται από τη μνημονευθείσα στο σημείο 63 των παρουσών προτάσεων νομολογία. |
69. |
Τρίτον, έχω την εντύπωση ότι με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ζητείται, στην πραγματικότητα, από το Δικαστήριο να ενσωματώσει πρόσθετες απαιτήσεις στο άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95, παρά τη σαφή και εξαντλητικού χαρακτήρα διατύπωση της διάταξης αυτής. Συγκεκριμένα, είναι αναμφισβήτητο ότι η εν λόγω διάταξη δεν αναφέρει αυτή καθεαυτήν την «κατάσταση έκτακτης ανθρωπιστικής ανάγκης» ως μία από τις περιπτώσεις που μπορούν να θεμελιώσουν δικαίωμα επικουρικής προστασίας. Κατ’ αρχάς, από τη διατύπωση της διάταξης αυτής δεν μπορεί να συναχθεί ερμηνεία η οποία θα μπορούσε να περιλάβει μια τέτοια περίπτωση. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι μια «κατάσταση έκτακτης ανθρωπιστικής ανάγκης»δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης ( 32 ). |
70. |
Εξάλλου, φρονώ ότι μια τέτοια ερμηνεία, αν γινόταν δεκτή από το Δικαστήριο, θα ήταν όχι μόνον προβληματική λόγω των ανωτέρω επιχειρημάτων, αλλά θα προκαλούσε επίσης δυσχέρειες εφαρμογής για τις εθνικές αρχές, κατά μείζονα λόγο διότι δεν θα ήταν σαφές πώς οι πρόσθετες απαιτήσεις –οι οποίες θα ενσωματώνονταν νομολογιακώς– θα εντάσσονταν στο άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95. Ειδικότερα, η σχέση μεταξύ της «κατάστασης έκτακτης ανθρωπιστικής ανάγκης» και των απαιτήσεων που προβλέπονται ρητώς στην εν λόγω διάταξη εγείρει πλείονα ερωτήματα. Φρονώ ότι οι δυσχέρειες που συνδέονται με τη συγκεκριμένη προσέγγιση καταδεικνύουν ότι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης δεν μπορεί να ήταν να γίνει δεκτή μια τέτοια διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της προμνημονευθείσας διάταξης χωρίς να προβλεφθεί μεταρρύθμιση ( 33 ). Κατά τη γνώμη μου, εναπόκειται αποκλειστικώς στον νομοθέτη της Ένωσης να κατοχυρώσει την ασφάλεια δικαίου τροποποιώντας, εφόσον είναι αναγκαίο, την οδηγία 2011/95. |
71. |
Για τους λόγους που εκτέθηκαν στα προηγούμενα σημεία, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει απαράδεκτο το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα. |
VI. Πρόταση
72. |
Υπό το πρίσμα του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Rechtbank Den Haag, zittingsplaats ’s‑Hertogenbosch (πρωτοδικείο Χάγης, με τόπο συνεδριάσεως το Hertogenbosch, Κάτω Χώρες) ως εξής:
|
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.
( 2 ) ΕΕ 2011, L 337, σ. 9.
( 3 ) Στο εξής: N.A. κατά Ηνωμένου Βασιλείου
( 4 ) Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπεγράφη στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967.
( 5 ) Απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλής) (C‑901/19, EU:C:2021:472, σκέψη 22).
( 6 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60).
( 7 ) Απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Torubarov (C‑556/17, EU:C:2019:626, σκέψη 64).
( 8 ) Απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλής) (C‑901/19, EU:C:2021:472, σκέψη 41).
( 9 ) Πρβλ. Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), Πρακτικός οδηγός της EASO: Αναγνώριση προσώπων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, Απρίλιος 2018, σ. 27.
( 10 ) Απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλής) (C‑901/19, EU:C:2021:472, σκέψη 25).
( 11 ) Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Elgafaji (C‑465/07, EU:C:2009:94, σκέψεις 32 έως 34).
( 12 ) Πρβλ. EASO, Άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) – Δικαστική ανάλυση, Ιανουάριος 2015, σ. 16.
( 13 ) Αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Elgafaji (C‑465/07, EU:C:2009:94, σκέψη 35), και της 10ης Ιουνίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλής) (C‑901/19, EU:C:2021:472, σκέψη 28).
( 14 ) Αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Elgafaji (C‑465/07, EU:C:2009:94, σκέψη 39), και της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité (C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 31).
( 15 ) Αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2012, M. (C‑277/11, EU:C:2012:744, σκέψεις 44 επ.), και της 2ας Δεκεμβρίου 2014, A. κ.λπ. (C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406, σκέψη 58).
( 16 ) Βλ. σημείο 36 των παρουσών προτάσεων.
( 17 ) Βλ. σημείο 36 των παρουσών προτάσεων.
( 18 ) Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Elgafaji (C‑465/07, EU:C:2009:94, σκέψη 28).
( 19 ) Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Elgafaji (C‑465/07, EU:C:2009:94, σκέψη 44).
( 20 ) Υπόθεση C‑901/19 (EU:C:2021:116, σημείο 49).
( 21 ) Υπόθεση C‑901/19 (EU:C:2021:116, σημείο 24).
( 22 ) Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Elgafaji (C‑465/07, EU:C:2009:94, σκέψεις 39 και 40).
( 23 ) Πρβλ. Storey, H., «Asylum Qualification Directive 2011/95/EU», μέρος Δ-III, άρθρο 15, σε Hailbronner, Κ., και Daniel, T. (επιμ.), EU immigration and asylum law, Beck-Hart-Nomos, Μόναχο, 2016, σ. 1238, σημείο 16, ο οποίος θεωρεί ότι το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 μπορεί να συμβάλει στην προστασία των προσώπων εφόσον κατορθώσουν να αποδείξουν ότι αντιμετωπίζουν απειλές λόγω των «ατομικών χαρακτηριστικών» τους.
( 24 ) Απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Global Starnet (C‑322/16, EU:C:2017:985, σκέψη 17).
( 25 ) Απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2013, Stoilov i Ko (C‑180/12, EU:C:2013:693, σκέψη 38).
( 26 ) Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Elgafaji (C‑465/07, EU:C:2009:94, σκέψη 37).
( 27 ) Αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité (C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 33), της 18ης Δεκεμβρίου 2014, M’Bodj (C‑542/13, EU:C:2014:2452, σκέψη 37), και της 10ης Ιουνίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλής) (C‑901/19, EU:C:2021:472, σκέψη 44).
( 28 ) Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, M’Bodj (C‑542/13, EU:C:2014:2452, σκέψη 31).
( 29 ) Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Elgafaji (C‑465/07, EU:C:2009:94, σκέψη 37).
( 30 ) Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, M’Bodj (C‑542/13, EU:C:2014:2452, σκέψη 31).
( 31 ) Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, M’Bodj (C‑542/13, EU:C:2014:2452, σκέψη 35).
( 32 ) Μπορεί να εντοπιστεί κάποια αναλογία με τη νομολογία που μνημονεύεται στο σημείο 65των παρουσών προτάσεων, κατά την οποία οι ειδικές περιπτώσεις δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95.
( 33 ) Στις προτάσεις μου στην υπόθεση Bundesrepublik Deutschland (Έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλής) (C‑901/19, EU:C:2021:116, σημείο 56), επισήμανα ότι το γράμμα του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 είναι αποτέλεσμα συμβιβασμού μεταξύ των κρατών μελών. Πράγματι, από το ιστορικό θέσπισης της συγκεκριμένης διάταξης προκύπτει ότι αυτή αποτέλεσε αντικείμενο αντιπαράθεσης στο πλαίσιο του Συμβουλίου (πρβλ. Storey, H., όπ.π., σ. 1235, σημείο 6).