Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 17ης Ιουλίου 2024 (*)

«Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Ενιαίο ταμείο εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Απόφαση του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για το 2021 – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Ίση μεταχείριση – Αναλογικότητα – Διακριτική ευχέρεια του ΕΣΕ – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής – Περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της δικαστικής απόφασης»

Στην υπόθεση T‑403/21,

Norddeutsche Landesbank – Girozentrale, με έδρα το Αννόβερο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον J. Seitz και τη C. Marx, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), εκπροσωπούμενου από τους J. Kerlin και T. Wittenberg και τη C. De Falco, επικουρούμενους από τις G. Coppo, S. Reinart και K. Bongs, δικηγόρους,

καθού,

υποστηριζόμενου από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Δ. Τριανταφύλλου και την A. Steiblytė,

παρεμβαίνουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Kornezov, πρόεδρο, G. De Baere, D. Petrlík (εισηγητή), K. Kecsmár και S. Kingston, δικαστές,

γραμματέας: L. Ramette, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Μαρτίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1) 

1        Με την προσφυγή της βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα, Norddeutsche Landesbank – Girozentrale, ζητεί την ακύρωση της απόφασης SRB/ES/2021/22 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 14ης Απριλίου 2021, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2021 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), κατά το μέρος που αφορά την ίδια ως διάδοχο της Deutsche Hypothekenbank AG (στο εξής: Deutsche Hypo).

[παραλειπόμενα]

III. Αιτήματα των διαδίκων

20      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων της, κατά το μέρος που αφορά την ίδια ως διάδοχο της Deutsche Hypo·

–        να καταδικάσει το ΕΣΕ στα δικαστικά έξοδα.

21      Το ΕΣΕ ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα·

–        επικουρικώς, σε περίπτωση ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματα της εν λόγω απόφασης μέχρι την αντικατάστασή της ή, τουλάχιστον, επί έξι μήνες αφότου η δικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη.

22      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

IV.    Σκεπτικό

[παραλειπόμενα]

Α.      Επί των ενστάσεων περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 7 και του παραρτήματος I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

[παραλειπόμενα]

3.      Επί του ενδέκατου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη νομιμότητας του παραρτήματος I, «Βήμα 2», του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, λόγω του ότι η προβλεπόμενη σε αυτό μέθοδος binning αντιβαίνει στους υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες

101    Η προσφεύγουσα προβάλλει έλλειψη νομιμότητας του παραρτήματος I, «Βήμα 2», του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, λόγω του ότι η προβλεπόμενη σε αυτό μέθοδος binning αντιβαίνει στην «αρχή της ευθυγράμμισης προς το προφίλ κινδύνου» που απορρέει από το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59.

102    Ειδικότερα, κατά την προσφεύγουσα, η μέθοδος binning προβλέπει ότι τα κελιά (bins) πρέπει να περιλαμβάνουν, κατά το δυνατόν, τον ίδιο αριθμό ιδρυμάτων, τα οποία κατανέμονται με βάση την τιμή κινδύνου την οποία λαμβάνει το καθένα από αυτά. Πλην όμως, μια τέτοια μέθοδος αντανακλά κατά τρόπο εσφαλμένο το ατομικό προφίλ κινδύνου των εν λόγω ιδρυμάτων. Ειδικότερα, η μέθοδος αυτή μπορεί να οδηγήσει σε συγκέντρωση στο ίδιο κελί ιδρυμάτων των οποίων οι τιμές για τον επίμαχο δείκτη κινδύνου αντιστοιχούν σε διαφορετικά μεταξύ τους προφίλ κινδύνου. Παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση της Deutsche Hypo, το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ως προς τον δείκτη κινδύνου [απόρρητο] (2), την κατάταξή της σε [απόρρητο] κελιά παρά το γεγονός ότι η τιμή που είχε δηλωθεί ως προς τον συγκεκριμένο δείκτη ήταν χαμηλότερη από τη μέση τιμή όλων των ιδρυμάτων.

103    Το ΕΣΕ και η Επιτροπή αντικρούουν την ως άνω επιχειρηματολογία.

104    Όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 66 ανωτέρω, παρέλκει η κρίση επί του ζητήματος αν υφίσταται, στο δίκαιο της Ένωσης, «αρχή της ευθυγράμμισης προς το προφίλ κινδύνου». Ειδικότερα, με τον λόγο αυτόν, όπως αποσαφηνίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως όταν προέβλεψε τη μέθοδο binning, διότι η μέθοδος αυτή εμποδίζει το ΕΣΕ να προσαρμόσει με κατάλληλο τρόπο τις βασικές ετήσιες συνεισφορές στο πραγματικό προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων.

105    Συναφώς, από τις σκέψεις 47 έως 53 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 και ότι, ως εκ τούτου, εναπόκειται στην προσφεύγουσα να αποδείξει ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63, στο μέτρο που προβλέπει τη μέθοδο binning, ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

106    Κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου αυτής, το ΕΣΕ πρέπει να υπολογίσει, σε πρώτο στάδιο, ορισμένο αριθμό κελιών προκειμένου να συγκρίνει τα ιδρύματα από πλευράς των διαφόρων δεικτών και υποδεικτών κινδύνου. Σε δεύτερο στάδιο, το ΕΣΕ οφείλει να κατατάξει καταρχήν τον ίδιο αριθμό ιδρυμάτων σε κάθε κελί, αρχίζοντας από την κατάταξη στο πρώτο κελί των ιδρυμάτων με τις χαμηλότερες τιμές του πρωτογενούς δείκτη. Σε τρίτο στάδιο, το ΕΣΕ πρέπει να απονείμει σε όλα τα ιδρύματα που έχουν καταταγεί σε ορισμένο κελί την ίδια βαθμολογία, η οποία καλείται «διακριτός δείκτης» και την οποία πρέπει να λάβει υπόψη για το υπόλοιπο του υπολογισμού του πολλαπλασιαστή προσαρμογής των ιδρυμάτων αυτών.

107    Ασφαλώς, δεν αποκλείεται, όπως προκύπτει από το παράρτημα II της προσβαλλόμενης απόφασης, η εφαρμογή της μεθόδου αυτής να μπορεί να οδηγήσει, στην πράξη, σε καταστάσεις στις οποίες ιδρύματα τα οποία έχουν, ως προς συγκεκριμένο δείκτη κινδύνου, τιμές από τις οποίες προκύπτει ότι έχουν προφίλ χαμηλότερης επικινδυνότητας ως προς τον εν λόγω δείκτη σε σχέση με τη μέση τιμή των οικείων ιδρυμάτων κατατάσσονται παρά ταύτα, ως προς τον επίμαχο δείκτη, σε ένα από τα κελιά που απαρτίζονται από ιδρύματα σχετικώς υψηλότερης επικινδυνότητας. Η συνέπεια αυτή οφείλεται ιδίως στο γεγονός ότι, όπως εξήγησε το ΕΣΕ, ορισμένα ιδρύματα έχουν τιμές που αποκαλούνται «ακραίες», δηλαδή τιμές με μεγάλη απόκλιση από τον μέσο όρο.

108    Ομοίως, λόγω της ύπαρξης των ως άνω ακραίων τιμών, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο η εφαρμογή της μεθόδου binning –ιδίως δε η εφαρμογή του κανόνα που προβλέπεται στο παράρτημα I, «Βήμα 2», σημείο 3, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, κατά τον οποίον το ΕΣΕ κατατάσσει, καταρχήν, τον ίδιο αριθμό ιδρυμάτων σε κάθε κελί– να οδηγεί στην πράξη σε καταστάσεις στις οποίες ιδρύματα τα οποία έχουν ως προς συγκεκριμένο δείκτη κινδύνου τιμές παραπλήσιες προς εκείνες των ιδρυμάτων που έχουν καταταγεί στο προηγούμενο κελί κατατάσσονται παρά ταύτα στο επόμενο κελί, το οποίο περιλαμβάνει ιδρύματα με τιμές ενίοτε σημαντικά υψηλότερες όσον αφορά τον εν λόγω δείκτη κινδύνου.

109    Εντούτοις, η ύπαρξη των φαινομένων που περιγράφονται στις σκέψεις 107 και 108 ανωτέρω δεν σημαίνει ότι η μέθοδος binning ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

110    Συναφώς, κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 προέβλεψε, σύμφωνα με το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, μέθοδο προσαρμογής των εκ των προτέρων εισφορών στο προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων η οποία στηρίζεται σε σύγκριση μεταξύ των εν λόγω προφίλ κινδύνου. Δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι η μέθοδος αυτή συνεπάγεται τη σύγκριση μεγάλου αριθμού δεδομένων των οικείων ιδρυμάτων επί τη βάσει τιμών τις οποίες λαμβάνουν τα ιδρύματα αυτά όσον αφορά μια σειρά δεικτών κινδύνου και, αφετέρου, ότι για ορισμένα ιδρύματα τα εν λόγω δεδομένα μπορούν να περιλαμβάνουν ακραίες τιμές.

111    Όπως όμως προκύπτει από την εμπειρική μελέτη που διενεργήθηκε πριν από την έκδοση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, τα αποτελέσματα της οποίας συνοψίστηκαν στην τεχνική μελέτη του ΚΚΕρ, η μέθοδος binning περιλαμβάνεται μεταξύ των μεθόδων που παρέχουν τη δυνατότητα μιας τέτοιας σύγκρισης και θεωρείται μάλιστα ως η πλέον κατάλληλη προς τούτο μέθοδος.

112    Πράγματι, η μέθοδος binning αποτελεί αναγνωρισμένη στατιστική μέθοδο για την επεξεργασία των ακραίων τιμών, δεδομένου ότι αποτρέπει, στο μέτρο του δυνατού, το ενδεχόμενο να προκύψουν, λόγω της ύπαρξης των τιμών αυτών, αλλοιωμένες συγκρίσεις. Εν προκειμένω, η μέθοδος binning αποτρέπει, όπως προκύπτει από την τεχνική μελέτη του ΚΚΕρ, το ενδεχόμενο ιδρύματα που έχουν υψηλές τιμές ως προς ορισμένους δείκτες κινδύνου να λαμβάνουν παρά ταύτα βαθμολογία η οποία αντιστοιχεί σε προφίλ χαμηλού κινδύνου ως προς τους δείκτες αυτούς, εξαιτίας της ύπαρξης ορισμένων ιδρυμάτων με ακραίες τιμές.

113    Κατά δεύτερον, η μέθοδος binning είναι ευχερής μέθοδος σύγκρισης μεγάλου αριθμού δεδομένων που δηλώνονται από τα ιδρύματα των οποίων η εκ των προτέρων εισφορά προσαρμόζεται στο προφίλ κινδύνου τους.

114    Συναφώς, διευκρινίζεται ότι το παράρτημα I, «Βήμα 2», σημείο 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει τον κανόνα κατά τον οποίον ο αριθμός των κελιών υπολογίζεται βάσει ενός προβλεπόμενου στη διάταξη αυτή μαθηματικού τύπου. Στη συνέχεια, το παράρτημα I, «Βήμα 2», σημείο 3, του ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού προβλέπει τον κανόνα κατά τον οποίον το ΕΣΕ κατατάσσει καταρχήν τον ίδιο αριθμό ιδρυμάτων στο κάθε κελί, αρχίζοντας από την κατάταξη στο πρώτο κελί των ιδρυμάτων με τις χαμηλότερες τιμές του πρωτογενούς δείκτη.

115    Επομένως, η μέθοδος binning προβλέπει αντικειμενικούς κανόνες δυνάμενους να εφαρμοστούν ευχερώς από το ΕΣΕ, πράγμα το οποίο συνιστά άλλωστε σκοπό που μπορεί θεμιτώς να επιδιώκεται από τη νομοθεσία της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Φεβρουαρίου 2015, Sopora, C‑512/13, EU:C:2015:108, σκέψη 33, και της 7ης Μαρτίου 2017, RPO, C‑390/15, EU:C:2017:174, σκέψη 60).

116    Κατά τρίτον, οι ακόλουθοι τέσσερις παράγοντες σχετικοποιούν τις συνέπειες τις οποίες έχει η ύπαρξη των φαινομένων που περιγράφονται στις σκέψεις 107 και 108 ανωτέρω. Πρώτον, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, προσαρμογή των εκ των προτέρων εισφορών χωρεί μόνον εντός του φάσματος ενός συντελεστή ο οποίος κυμαίνεται μεταξύ 0,8 και 1,5. Επομένως, η βασική ετήσια συνεισφορά παραμένει το πρωταρχικό στοιχείο για τον καθορισμό της εκ των προτέρων εισφοράς λαμβανομένου υπόψη του προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων.

117    Δεύτερον, όπως προκύπτει, κατ’ ουσίαν, από την τεχνική μελέτη του ΚΚΕρ, τα φαινόμενα αυτά έχουν περιορισμένη έκταση, καθόσον τείνουν να εμφανίζονται κυρίως στα τελευταία κελιά και όχι στη μεγάλη πλειονότητα των κελιών.

118    Τρίτον, δεν αμφισβητείται ότι τα ιδρύματα που ευρίσκονται στα τελευταία αυτά κελιά έχουν υψηλότερες τιμές ως προς τον οικείο δείκτη κινδύνου από ό,τι τα ιδρύματα που κατατάσσονται στα χαμηλότερα κελιά.

119    Τέταρτον, η μέθοδος προσαρμογής των εκ των προτέρων εισφορών στο προφίλ κινδύνου λαμβάνει υπόψη μεγάλο αριθμό δεικτών κινδύνου, όπως προκύπτει από το άρθρο 6 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Επομένως, ένα ίδρυμα κατατάσσεται συνολικά πλειάδα κελιών, με βάση τις τιμές του και τις τιμές των λοιπών ιδρυμάτων για τον κάθε δείκτη κινδύνου.

120    Όπως όμως προκύπτει από την τεχνική μελέτη του ΚΚΕρ, τα ιδρύματα τείνουν να ευρίσκονται σε διαφορετικά κελιά για διαφορετικούς δείκτες κινδύνου. Επομένως, μολονότι ένα ίδρυμα ευρίσκεται στο τελευταίο κελί ως προς συγκεκριμένο δείκτη κινδύνου και κατά συνέπεια εξισώνεται με ιδρύματα που έχουν σημαντικά υψηλότερες τιμές, ως προς άλλους δείκτες κινδύνου τα πράγματα είναι γενικώς διαφορετικά, γεγονός που καθιστά δυνατή τη σφαιρική σύγκριση των οικείων ιδρυμάτων.

121    Άλλωστε, ο υπολογισμός της εκ των προτέρων εισφοράς της Deutsche Hypo για την περίοδο συνεισφοράς 2021 αποτελεί, όπως προκύπτει από το ατομικό δελτίο της, παράδειγμα του φαινομένου που περιγράφεται στις σκέψεις 119 και 120 ανωτέρω. Ειδικότερα, όσον αφορά το μέρος της εκ των προτέρων εισφοράς της που υπολογίζεται σε εθνική βάση, η Deutsche Hypo ευρίσκεται στο [απόρρητο] κελί ως προς [απόρρητο]. Αντιθέτως, ως προς κανέναν από τους δείκτες [απόρρητο] δεν ευρίσκεται στο [απόρρητο] κελί, ενώ [απόρρητο]. Ακόμη, ευρίσκεται στο [απόρρητο] κελί ως προς [απόρρητο].

122    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι, στο μέτρο που καθιερώνει τη μέθοδο binning, ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

123    Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας κατά τα οποία ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 έπρεπε να έχει προβλέψει τρεις διορθώσεις στη μέθοδο binning. Πρώτον, κατά την προσφεύγουσα, έπρεπε να έχει παράσχει στο ΕΣΕ τη δυνατότητα να δημιουργήσει συμπληρωματικά και, επομένως, μικρότερου εύρους κελιά ή να έχει επιτρέψει στο ΕΣΕ να κατατάξει διαφορετικό αριθμό ιδρυμάτων σε κάθε κελί. Δεύτερον, στο πλαίσιο της μεθόδου binning όσον αφορά τον πυλώνα κινδύνου III, έπρεπε να έχουν ληφθεί υπόψη και άλλοι δείκτες κινδύνου, όπως το μέγεθος του ιδρύματος, το σύνολο του ισολογισμού του ή το ατομικό εμπορικό μοντέλο του. Τρίτον, δεδομένου ότι το εμπορικό μοντέλο των ιδρυμάτων επηρεάζεται καθοριστικά από το εθνικό νομικό πλαίσιο, θα έπρεπε να έχει προβλεφθεί διαφορετική μεταχείριση ανά κράτος μέλος στο πλαίσιο του πυλώνα κινδύνου «σταθερότητα και ποικιλομορφία πηγών χρηματοδότησης» ο οποίος προβλέπεται από το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 (στο εξής: πυλώνας κινδύνου II) και στο πλαίσιο του πυλώνα κινδύνου IV.

124    Επομένως, στην πραγματικότητα, με τα επιχειρήματα που μνημονεύονται στη σκέψη 123 ανωτέρω, η προσφεύγουσα, αντί να αποδείξει ότι η μέθοδος binning ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, υποστηρίζει ότι υπάρχουν μέθοδοι που μπορούν να αντικαταστήσουν τη μέθοδο binning, όπως αυτή προβλέπεται από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63, και οι οποίες είναι καταλληλότερες από την εν λόγω μέθοδο. Ακόμη όμως και αν υποτεθεί ότι υφίστανται τέτοιες εναλλακτικές μέθοδοι, από τη νομολογία προκύπτει ότι δεν είναι έργο του Γενικού Δικαστηρίου να κρίνει το κατά πόσον η προβλεπόμενη από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63 μέθοδος binning είναι η μόνη ή η καλύτερη δυνατή, αλλά αν ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Ιουλίου 2001, Jippes κ.λπ., C‑189/01, EU:C:2001:420, σκέψη 83).

125    Επιπλέον και εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι βάσει των στοιχείων που μνημονεύονται στη σκέψη 123 ανωτέρω θα μπορούσε να έχει ληφθεί καλύτερα υπόψη, στο πλαίσιο της μεθόδου binning, το πραγματικό προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων.

126    Όσον αφορά, πρώτον, το επιχείρημα περί δημιουργίας συμπληρωματικών κελιών, αρκεί να επισημανθεί ότι το παράρτημα I, «Βήμα 2», σημείο 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 καθορίζει τον αριθμό των κελιών βάσει μαθηματικού τύπου ο οποίος εφαρμόζεται αντικειμενικώς και αδιακρίτως και στηρίζεται, όπως προκύπτει από την τεχνική μελέτη του ΚΚΕρ, σε δεδομένα της στατιστικής επιστήμης με σκοπό τον εκ των προτέρων καθορισμό του κατάλληλου αριθμού κελιών. Η προσφεύγουσα δεν διατύπωσε όμως καμία συγκεκριμένη επίκριση κατά του εν λόγω μαθηματικού τύπου. Επίσης, δεν απέδειξε ότι η κατά περίπτωση δημιουργία συμπληρωματικών κελιών θα ήταν προδήλως καταλληλότερη από την επιλεγείσα μέθοδο.

127    Όσον αφορά, δεύτερον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί της φερόμενης αναγκαιότητας να ληφθούν υπόψη ορισμένοι πρόσθετοι δείκτες κινδύνου, στη σκέψη 116 ανωτέρω επισημάνθηκε ότι η μέθοδος υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στη βασική ετήσια συνεισφορά, ενώ εξυπακούεται ότι αυτή αντικατοπτρίζει επίσης το μέγεθος των ιδρυμάτων.

128    Ομοίως, η προσφεύγουσα κακώς υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να έχει λάβει σε μεγαλύτερο βαθμό υπόψη το ατομικό εμπορικό μοντέλο των ιδρυμάτων. Συναφώς, από το άρθρο 6, παράγραφος 6, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προκύπτει ότι το ΕΣΕ υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη το εν λόγω ατομικό εμπορικό μοντέλο μέσω του δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης». Η δε προσφεύγουσα δεν παρέχει όμως κανένα συγκεκριμένο στοιχείο που να εμπίπτει στο ατομικό εμπορικό μοντέλο των ιδρυμάτων και το οποίο η Επιτροπή όφειλε να έχει λάβει υπόψη.

129    Όσον αφορά, τρίτον, το επιχείρημα περί της φερόμενης αναγκαιότητας να γίνεται διάκριση μεταξύ του κάθε κράτους μέλους στο πλαίσιο των πυλώνων κινδύνου II και IV, από τη νομολογία προκύπτει ότι η θέσπιση κανονιστικής ρύθμισης σε συγκεκριμένο τομέα δράσης ενδέχεται να έχει διαφορετικό αντίκτυπο για ορισμένους επιχειρηματίες, ανάλογα με την ατομική τους κατάσταση ή τους εθνικούς κανόνες στους οποίους υπόκεινται, χωρίς να έχει χαρακτήρα δυσμενούς διάκρισης, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω ρύθμιση στηρίζεται σε αντικειμενικά και κατάλληλα για τους επιδιωκόμενους από αυτή σκοπούς κριτήρια (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βιομηχανιών Μεταποίησης Καπνού, C‑373/11, EU:C:2013:567, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

130    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν παρέσχε στο Γενικό Δικαστήριο κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι οι δείκτες κινδύνου που εμπίπτουν στους πυλώνες κινδύνου II και IV δεν στηρίζονται σε τέτοια αντικειμενικά κριτήρια ή ότι δεν είναι κατάλληλοι για τους σκοπούς που επιδιώκει ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να στηρίζεται σε υποτιθέμενες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών για να αποδείξει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τους εν λόγω πυλώνες κινδύνου.

131    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, ο ενδέκατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Β.      Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης

1.      Επί της αιτιολόγησης του ετήσιου επιπέδου-στόχου

132    Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι η ελλιπής ή ανεπαρκής αιτιολογία συνιστά λόγο δημοσίας τάξεως τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης μπορεί και μάλιστα οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως (βλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

133    Στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε αυτεπαγγέλτως στους διαδίκους ερώτημα ως προς τις πλημμέλειες της αιτιολογίας από τις οποίες ενδεχομένως πάσχει η προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου‑στόχου.

134    Προκειμένου να εξεταστεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από τέτοια πλημμέλεια, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, έως το τέλος της οκταετούς αρχικής περιόδου που άρχεται την 1η Ιανουαρίου 2016 (στο εξής: αρχική περίοδος), τα διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικά μέσα πρέπει να φθάσουν στο τελικό επίπεδο‑στόχο, το οποίο αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών (στο εξής: τελικό επίπεδο‑στόχος).

135    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, στην αρχική περίοδο, οι εκ των προτέρων εισφορές κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το προμνησθέν στη σκέψη 134 τελικό επίπεδο‑στόχος, αλλά λαμβανομένης δεόντως υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου, καθώς και του αντικτύπου των φιλοκυκλικών εισφορών στη χρηματοοικονομική θέση των ιδρυμάτων.

136    Το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 διευκρινίζει ότι, κάθε έτος, οι εισφορές που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών δεν υπερβαίνουν το 12,5 % του τελικού επιπέδου-στόχου.

137    Όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει ότι το ΕΣΕ καθορίζει το ύψος τους με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο, λαμβάνοντας υπόψη το τελικό επίπεδο-στόχο, και με βάση το μέσο ποσό, υπολογιζόμενο ανά τρίμηνο, των καλυπτόμενων καταθέσεων του προηγούμενου έτους όσον αφορά όλα τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

138    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ καθόρισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου‑στόχου, ως προς την περίοδο συνεισφοράς 2021, σε 11 287 677 212,56 ευρώ.

139    Στις αιτιολογικές σκέψεις 36 και 37 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ εξήγησε εν συνόψει ότι το ετήσιο επίπεδο-στόχος έπρεπε να καθορίζεται βάσει ανάλυσης που να εστιάζει στην εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τα προηγούμενα έτη, σε οποιαδήποτε σχετική εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης καθώς και στους δείκτες που αφορούν τη φάση του οικονομικού κύκλου και στα αποτελέσματα φιλοκυκλικών συνεισφορών για τη χρηματοοικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων. Εν συνεχεία, το ΕΣΕ έκρινε σκόπιμο να καθορίσει συντελεστή ο οποίος στηριζόταν στην ανάλυση αυτή και στα διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικά μέσα (στο εξής: συντελεστής). Το ΕΣΕ εφάρμοσε τον συντελεστή στο ένα όγδοο του μέσου ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020, προκειμένου να υπολογίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο.

140    Το ΕΣΕ εξέθεσε τη μέθοδο που ακολούθησε για τον καθορισμό του συντελεστή στις αιτιολογικές σκέψεις 38 έως 47 της προσβαλλόμενης απόφασης.

141    Στην αιτιολογική σκέψη 38 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ διαπίστωσε μια σταθερή ανοδική τάση των καλυπτόμενων καταθέσεων ως προς όλα τα ιδρύματα των συμμετεχόντων κρατών μελών. Ειδικότερα, το μέσο ποσό των καταθέσεων αυτών, υπολογιζόμενο ανά τρίμηνο, ανερχόταν για το έτος 2020 σε 6,689 τρισεκατομμύρια ευρώ.

142    Στις αιτιολογικές σκέψεις 40 και 41 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ παρουσίασε την προβλεπόμενη εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων για τα τρία εναπομένοντα έτη της αρχικής περιόδου, ήτοι από το 2021 έως το 2023. Εκτίμησε ότι οι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων έως το τέλος της αρχικής περιόδου θα κυμαίνονταν μεταξύ 4 % και 7 %.

143    Στις αιτιολογικές σκέψεις 42 έως 45 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ παρουσίασε μια αξιολόγηση της φάσης του οικονομικού κύκλου και του δυνητικού φιλοκυκλικού αποτελέσματος που θα μπορούσαν να έχουν οι εκ των προτέρων εισφορές για την οικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων. Επισήμανε ότι προς τούτο είχε λάβει υπόψη διάφορους δείκτες, όπως είναι η πρόβλεψη της Επιτροπής για την αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και οι σχετικές προβλέψεις της ΕΚΤ ή η πιστωτική ροή του ιδιωτικού τομέα ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.

144    Στην αιτιολογική σκέψη 46 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν μεν εύλογο να αναμένεται περαιτέρω αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων εντός της τραπεζικής ένωσης, αλλά ο ρυθμός της εν λόγω αύξησης θα ήταν χαμηλότερος από ό,τι το 2020. Συναφώς, το ΕΣΕ επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 47 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι είχε υιοθετήσει «συνετή προσέγγιση» όσον αφορά τους ρυθμούς αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων για τα επόμενα έτη έως και το 2023.

145    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το ΕΣΕ καθόρισε, στην αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ύψος του συντελεστή στο 1,35 %. Στη συνέχεια, υπολόγισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου, πολλαπλασιάζοντας το μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020 με τον ως άνω συντελεστή και διαιρώντας το γινόμενο διά του οκτώ, σύμφωνα με τον ακόλουθο μαθηματικό τύπο, που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 48 της εν λόγω απόφασης:

«Στόχος0 [ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου] = Σύνολο των καλυπτόμενων καταθέσεων2020 * 0,0135 * ⅛ = EUR 11 287 677 212,56».

146    Εντούτοις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ΕΣΕ επισήμανε ότι είχε καθορίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο για την περίοδο συνεισφοράς 2021 ως εξής.

147    Πρώτον, βάσει ανάλυσης προοπτικών, το ΕΣΕ καθόρισε το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών, το οποίο προβλεπόταν για το τέλος της αρχικής περιόδου, σε περίπου 7,5 τρισεκατομμύρια ευρώ. Για να καταλήξει στο ως άνω ποσό, το ΕΣΕ έλαβε υπόψη το μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020, ήτοι 6,689 τρισεκατομμύρια ευρώ, έναν ετήσιο ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων της τάξεως του 4 % καθώς και τον αριθμό των περιόδων συνεισφοράς που υπολείπονταν μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, δηλαδή τρεις.

148    Δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, το ΕΣΕ υπολόγισε το 1 % του ως άνω ποσού των 7,5 τρισεκατομμυρίων ευρώ προκειμένου να καταλήξει στο εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου που έπρεπε να έχει επιτευχθεί στις 31 Δεκεμβρίου 2023, ήτοι περίπου 75 δισεκατομμύρια ευρώ.

149    Τρίτον, το ΕΣΕ αφαίρεσε από το τελευταίο αυτό ποσό τους οικονομικούς πόρους που ήταν ήδη διαθέσιμοι στο πλαίσιο του ΕΤΕ το 2021, ήτοι περίπου 42 δισεκατομμύρια ευρώ, προκειμένου να καταλήξει στο ποσό που απέμενε να εισπραχθεί κατά τις υπολειπόμενες περιόδους συνεισφοράς μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, ήτοι από το 2021 έως το 2023. Το ποσό αυτό ανερχόταν σε περίπου 33 δισεκατομμύρια ευρώ.

150    Τέταρτον, το ΕΣΕ διαίρεσε το τελευταίο αυτό ποσό διά του τρία προκειμένου να το κατανείμει ομοιόμορφα μεταξύ των τριών υπολειπόμενων περιόδων συνεισφοράς. Κατά τον τρόπο αυτόν, το ετήσιο επίπεδο-στόχος για την περίοδο συνεισφοράς 2021 καθορίστηκε στο προμνησθέν στη σκέψη 138 ύψος, ήτοι περίπου 11,287 δισεκατομμύρια ευρώ.

151    Το ΕΣΕ υποστήριξε επίσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι είχε δημοσιοποιήσει πληροφοριακά στοιχεία στα οποία είχε στηριχθεί η μέθοδος που περιγράφεται στις σκέψεις 147 έως 150 ανωτέρω και τα οποία θα είχαν παράσχει στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να κατανοήσει τη μέθοδο με την οποία καθορίστηκε το ετήσιο επίπεδο-στόχος. Συγκεκριμένα, διευκρίνισε ότι είχε δημοσιεύσει στον ιστότοπό του, τον Μάιο του 2021, ήτοι μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά πριν από την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, ενημερωτικό δελτίο με την ονομασία «Fact Sheet 2021» (στο εξής: ενημερωτικό δελτίο), στο οποίο αναγραφόταν το εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου. Ομοίως, το ΕΣΕ υποστήριξε ότι η πληροφορία σχετικά με το ύψος των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων ήταν επίσης προσβάσιμη μέσω του ιστότοπού του καθώς και μέσω άλλων δημόσιων πηγών, και μάλιστα πολύ πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

152    Προκειμένου να εξεταστεί αν το ΕΣΕ τήρησε την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου, πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι η πλημμελής ή ανεπαρκής αιτιολογία συνιστά λόγο δημοσίας τάξεως τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης μπορεί και μάλιστα οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως (βλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί και μάλιστα οφείλει να λάβει υπόψη και άλλες πλημμέλειες της αιτιολογίας πέραν εκείνων τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα, μεταξύ άλλων στην περίπτωση που οι πλημμέλειες αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

153    Προς τον σκοπό αυτόν, οι διάδικοι αγόρευσαν κατά την προφορική διαδικασία ως προς όλες τις πλημμέλειες της αιτιολογίας από τις οποίες ενδεχομένως πάσχει η προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου‑στόχου. Ειδικότερα, έχοντας ερωτηθεί ρητώς και επανειλημμένως ως προς το ζήτημα αυτό, το ΕΣΕ περιέγραψε τη μέθοδο που είχε πράγματι ακολουθήσει προκειμένου να καθορίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο για την περίοδο συνεισφοράς 2021, όπως η μέθοδος αυτή εκτίθεται στις σκέψεις 147 έως 150 ανωτέρω.

154    Εν συνεχεία, υπενθυμίζεται ότι η αιτιολογία απόφασης θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης έχει όλως ιδιαίτερη σημασία, καθόσον παρέχει τη δυνατότητα στον μεν ενδιαφερόμενο να αποφασίσει, έχοντας γνώση όλων των στοιχείων, αν προτίθεται να ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης αυτής, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του και, επομένως, συνιστά μία από τις προϋποθέσεις της αποτελεσματικότητας του δικαστικού ελέγχου την οποία διασφαλίζει το άρθρο 47 του Χάρτη (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 103 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

155    Η αιτιολογία αυτή πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξης και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. Συναφώς, δεν απαιτείται να παραθέτει η αιτιολογία εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της πράξης, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα και ιδίως το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως προς παροχή διευκρινίσεων τα πρόσωπα τα οποία αφορά η πράξη. Επομένως, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον έχει εκδοθεί εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 104 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

156    Εξάλλου, η αιτιολογία αυτή πρέπει, ιδίως, να μην περιέχει αντιφάσεις, ούτως ώστε να παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να λάβουν γνώση του πραγματικού σκεπτικού της απόφασης, προκειμένου να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, στο δε αρμόδιο δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 169 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, Suproco κατά Επιτροπής, T‑101/03, EU:T:2005:336, σκέψεις 20 και 45 έως 47, και της 16ης Δεκεμβρίου 2015, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑241/13, EU:T:2015:982, σκέψη 56).

157    Ομοίως, όταν το όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση παρέχει ορισμένες εξηγήσεις σχετικά με το σκεπτικό της κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, οι εξηγήσεις πρέπει να αντιστοιχούν στις εκτιμήσεις που διατυπώνονται στην απόφαση (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, Suproco κατά Επιτροπής, T‑101/03, EU:T:2005:336, σκέψεις 45 έως 47, και της 13ης Δεκεμβρίου 2016, Printeos κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑95/15, EU:T:2016:722, σκέψεις 54 και 55).

158    Ειδικότερα, εάν οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αντιστοιχούν προς τις εν λόγω εξηγήσεις που παρέχονται κατά την ένδικη διαδικασία, η αιτιολογία της απόφασης δεν εκπληρώνει τις λειτουργίες που υπενθυμίζονται στις σκέψεις 154 και 155 ανωτέρω. Ιδίως, μια τέτοια αναντιστοιχία εμποδίζει τους μεν ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση του πραγματικού σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, πριν από την άσκηση της προσφυγής, και να προετοιμάσουν την άμυνά τους υπό το πρίσμα του σκεπτικού αυτού, τον δε δικαστή της Ένωσης να εντοπίσει τις αιτιολογίες που αποτέλεσαν το πραγματικό νομικό έρεισμα της απόφασης και να εξετάσει τη συμμόρφωσή τους προς τους εφαρμοστέους κανόνες.

159    Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, τη στιγμή κατά την οποία το ΕΣΕ εκδίδει απόφαση για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών, οφείλει να γνωστοποιεί στα οικεία ιδρύματα τη μέθοδο υπολογισμού των εισφορών αυτών (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 122).

160    Το ίδιο πρέπει να ισχύει όσον αφορά τη μέθοδο καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου, δεδομένου ότι το ύψος του έχει ουσιώδη σημασία για την όλη οικονομία της απόφασης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 16 ανωτέρω, ο τρόπος υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών συνίσταται στον επιμερισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου μεταξύ όλων των οικείων ιδρυμάτων και επομένως η αύξηση ή η μείωση του ύψους του συνεπάγεται αντίστοιχη αύξηση ή μείωση της εκ των προτέρων εισφοράς καθενός από τα ιδρύματα αυτά.

161    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, εφόσον το ΕΣΕ υποχρεούται να παράσχει στα ιδρύματα, μέσω της προσβαλλόμενης απόφασης, εξηγήσεις σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου, οι εξηγήσεις αυτές πρέπει να αντιστοιχούν προς τις εξηγήσεις τις οποίες παρέχει το ΕΣΕ κατά την ένδικη διαδικασία και οι οποίες αφορούν την πράγματι εφαρμοσθείσα μέθοδο.

162    Τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

163    Ειδικότερα, επισημαίνεται καταρχάς ότι ο μαθηματικός τύπος που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης παρουσιάζεται ως η βάση για τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου. Αποδεικνύεται όμως ότι ο τύπος αυτός δεν εμπεριέχει τα στοιχεία της μεθόδου που πράγματι εφάρμοσε το ΕΣΕ, όπως η μέθοδος αυτή αποσαφηνίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 147 έως 150 ανωτέρω, το ΕΣΕ προσδιόρισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου, στο πλαίσιο της μεθόδου αυτής, αφαιρώντας από το τελικό επίπεδο-στόχο τα χρηματοδοτικά μέσα που ήταν διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ, προκειμένου να υπολογίσει το ποσό που απέμενε να εισπραχθεί μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, και διαιρώντας το τελευταίο αυτό ποσό διά του τρία. Πλην όμως, τα δύο αυτά βήματα του υπολογισμού ουδόλως αποτυπώνονται στον εν λόγω μαθηματικό τύπο.

164    Εξάλλου, η διαπίστωση αυτή δεν ανατρέπεται από το επιχείρημα του ΕΣΕ το οποίο συνίσταται στο ότι δημοσίευσε, τον Μάιο του 2021, το ενημερωτικό δελτίο, το οποίο περιείχε εύρος τιμών όσον αφορά το πιθανό ύψος του τελικού επιπέδου‑στόχου, καθώς και, στον ιστότοπό του, το ποσό των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων. Ειδικότερα, ανεξαρτήτως του αν η προσφεύγουσα γνώριζε πράγματι τα ποσά αυτά, δεν μπορούσε βάσει των εν λόγω ποσών να διαγνώσει ότι οι δύο προμνησθείσες στη σκέψη 163 ανωτέρω μαθηματικές πράξεις είχαν όντως εκτελεστεί από το ΕΣΕ, διευκρινιζομένου επιπλέον ότι ο μαθηματικός τύπος που εκτίθετο στην αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε καν τις ανέφερε.

165    Παρόμοιες ανακολουθίες χαρακτηρίζουν επίσης τον τρόπο με τον οποίο καθορίστηκε ο συντελεστής του 1,35 %, ο οποίος διαδραματίζει ωστόσο βασικό ρόλο στον προμνησθέντα στη σκέψη 164 μαθηματικό τύπο. Ειδικότερα, ο συντελεστής αυτός θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι βασίζεται, μεταξύ άλλων παραμέτρων, στην προβλεπόμενη αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τα υπολειπόμενα έτη της αρχικής περιόδου. Τούτο όμως δεν συνάδει με τις εξηγήσεις που παρέσχε το ΕΣΕ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από τις οποίες προκύπτει ότι ο συντελεστής αυτός καθορίστηκε κατά τρόπον ώστε να μπορεί να δικαιολογήσει το αποτέλεσμα του υπολογισμού του ύψους του ετήσιου επιπέδου-στόχου, ήτοι αφού το ΕΣΕ υπολόγισε το ύψος αυτό κατ’ εφαρμογήν των τεσσάρων βημάτων που εκτίθενται στις σκέψεις 147 έως 150 και, ιδίως, με διαίρεση διά του τρία του ποσού που προκύπτει από την αφαίρεση των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων από το τελικό επίπεδο‑στόχο. Πλην όμως, ο συγκεκριμένος τρόπος ενέργειας ουδόλως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση.

166    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του ενημερωτικού δελτίου, το ύψος του εκτιμώμενου τελικού επιπέδου-στόχου εντασσόταν σε εύρος τιμών μεταξύ 70 και 75 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το εν λόγω εύρος τιμών τελεί σε αναντιστοιχία με το εμφαινόμενο στην αιτιολογική σκέψη 41 της προσβαλλόμενης απόφασης εύρος τιμών όσον αφορά τον ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων, το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 4 % και 7 %. Ειδικότερα, το ΕΣΕ δήλωσε κατά την κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, προκειμένου να καθορίσει το ετήσιο επίπεδο‑στόχο, είχε λάβει υπόψη ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων της τάξεως του 4 % –δηλαδή τη χαμηλότερη τιμή του δεύτερου εύρους τιμών– και είχε καταλήξει κατά τον τρόπο αυτόν σε εκτιμώμενο τελικό επίπεδο-στόχο ύψους 75 δισεκατομμυρίων ευρώ –το οποίο αποτελούσε την υψηλότερη τιμή του πρώτου εύρους τιμών. Προκύπτει επομένως μια αναντιστοιχία ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο εύρος τιμών. Ειδικότερα, αφενός, το εύρος τιμών που αφορά τον ρυθμό μεταβολής των καλυπτόμενων καταθέσεων περιλαμβάνει επίσης τιμές υψηλότερες του συντελεστή 4 %, οι οποίες όμως, αν είχαν εφαρμοστεί, θα συνεπάγονταν εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου υψηλότερο από εκείνα που περιλαμβάνονται στο εύρος τιμών του τελικού επιπέδου-στόχου. Αφετέρου, είναι αδύνατο για την προσφεύγουσα να κατανοήσει τον λόγο για τον οποίο το ΕΣΕ περιέλαβε στο εύρος τιμών του τελικού επιπέδου‑στόχου ποσά χαμηλότερα των 75 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ειδικότερα, για να προκύψουν τέτοια ποσά, θα έπρεπε να είχε εφαρμοστεί συντελεστής χαμηλότερος του 4 %, ο οποίος ωστόσο δεν περιλαμβάνεται στο εύρος τιμών του ρυθμού αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο το ΕΣΕ είχε χρησιμοποιήσει το σχετικό με τον ρυθμό μεταβολής των καταθέσεων αυτών εύρος τιμών προκειμένου να υπολογίσει το εκτιμώμενο τελικό επίπεδο-στόχο.

167    Επομένως, όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου, η μέθοδος την οποία πράγματι εφάρμοσε το ΕΣΕ, όπως η μέθοδος αυτή αποσαφηνίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν αντιστοιχεί στη μέθοδο που περιγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και ως εκ τούτου το πραγματικό σκεπτικό βάσει του οποίου καθορίστηκε το εν λόγω επίπεδο-στόχος δεν μπορούσε να διαγνωστεί βάσει της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε από τα ιδρύματα ούτε από το Γενικό Δικαστήριο.

168    Κατόπιν των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου‑στόχου.

169    Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των νομικών και οικονομικών ζητημάτων που θέτει η υπό κρίση υπόθεση, είναι προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης να συνεχιστεί η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση SRB/ES/2021/22 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 14ης Απριλίου 2021, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2021, κατά το μέρος που αφορά τη Norddeutsche Landesbank – Girozentrale ως διάδοχο της Deutsche Hypothekenbank AG.

2)      Τα αποτελέσματα της απόφασης SRB/ES/2021/22, κατά το μέρος που αφορά τη Norddeutsche Landesbank – Girozentrale ως διάδοχο της Deutsche Hypothekenbank, διατηρούνται σε ισχύ έως την έναρξη ισχύος, εντός εύλογης προθεσμίας η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης, νέας απόφασης του ΕΣΕ περί καθορισμού της εκ των προτέρων εισφοράς του ιδρύματος αυτού προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το έτος 2021.

3)      Το ΕΣΕ φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Norddeutsche Landesbank – Girozentrale.

4)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Kornezov

De Baere

Petrlík

Kecsmár

 

      Kingston

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Ιουλίου 2024.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.


1      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις της παρούσας απόφασης των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.


2 Εμπιστευτικά στοιχεία που δεν αποκαλύπτονται.