ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 20ής Δεκεμβρίου 2023 ( *1 )

«Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική ένωση – Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Απόφαση του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για το 2021 – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Ίση μεταχείριση – Αρχή της αναλογικότητας – Διακριτική ευχέρεια του ΕΣΕ – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής – Περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της απόφασης»

Στην υπόθεση T‑389/21,

Landesbank Baden-Württemberg, με έδρα τη Στουτγάρδη (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους H. Berger, M. Weber και D. Schoo, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), εκπροσωπούμενου από τους J. Kerlin, T. Wittenberg και D. Ceran, επικουρούμενους από τους H.‑G. Kamann, F. Louis, P. Gey και L. Hesse, δικηγόρους,

καθού,

υποστηριζόμενου από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Δ. Τριανταφύλλου, τον A. Nijenhuis και την A. Steiblytė,

παρεμβαίνουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Kornezov, πρόεδρο, G. De Baere, D. Petrlík (εισηγητή), K. Kecsmár και S. Kingston, δικαστές,

γραμματέας: S. Jund, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Μαρτίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την προσφυγή της βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα Landesbank Baden-Württemberg ζητεί την ακύρωση της απόφασης SRB/ES/2021/22 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 14ης Απριλίου 2021, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2021 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), κατά το μέρος που την αφορά.

I. Ιστορικό της διαφοράς

2

Η προσφεύγουσα είναι πιστωτικό ίδρυμα δημοσίου δικαίου εγκατεστημένο στη Γερμανία. Συνδέεται με το θεσμικό σύστημα προστασίας (στο εξής: ΘΣΠ) του Sparkassen-Finanzgruppe (ομίλου ταμιευτηρίων, Γερμανία).

3

Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ καθόρισε, κατά το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1), τις εκ των προτέρων εισφορές προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) (στο εξής: εκ των προτέρων εισφορές), για το έτος 2021 (στο εξής: περίοδος εισφοράς 2021), των ιδρυμάτων που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 67, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού (στο εξής: ιδρύματα), περιλαμβανομένης της προσφεύγουσας.

4

Με πράξη επιβολής εισφοράς της 21ης Απριλίου 2021, η Bundesanstalt für Finanzdienstleistungsaufsicht (ομοσπονδιακή αρχή εποπτείας των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, Γερμανία, στο εξής: BaFin), ως εθνική αρχή εξυγίανσης (στο εξής: ΕΑΕ) κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, σημείο 3, του κανονισμού 806/2014, διέταξε την προσφεύγουσα να καταβάλει την εκ των προτέρων εισφορά της για την περίοδο εισφοράς 2021, όπως καθορίστηκε από το ΕΣΕ.

II. Η προσβαλλόμενη απόφαση

5

Η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει το σώμα της απόφασης και τρία παραρτήματα.

6

Στο σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης εκτίθεται η διαδικασία καθορισμού των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο εισφοράς 2021, η οποία εφαρμόζεται σε όλα τα ιδρύματα.

7

Ειδικότερα, στο τμήμα 5 της εν λόγω απόφασης, το ΕΣΕ καθόρισε το ετήσιο επίπεδο-στόχο, που μνημονεύεται στο άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/81 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2014, περί ενιαίων όρων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκ των προτέρων εισφορές στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΕ 2015, L 15, σ. 1), για την περίοδο εισφοράς 2021 (στο εξής: ετήσιο επίπεδο-στόχος).

8

Το ΕΣΕ εξέθεσε ότι είχε καθορίσει το εν λόγω ετήσιο επίπεδο-στόχο στο ένα όγδοο του 1,35 % του μέσου ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων, υπολογιζόμενου ανά τρίμηνο, του συνόλου των ιδρυμάτων το 2020 (στο εξής: μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων το 2020), όπως προέκυψε από τα δεδομένα που κοινοποίησαν τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων δυνάμει του άρθρου 16 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/63 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης (ΕΕ 2015, L 11, σ. 44).

9

Στο τμήμα 6 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ εξέθεσε τη μέθοδο που πρέπει να εφαρμοστεί για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο εισφοράς 2021. Συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 59 της εν λόγω απόφασης, το ΕΣΕ διευκρίνισε ότι, για τη συγκεκριμένη περίοδο, το 13,33 % των εκ των προτέρων εισφορών είχε υπολογιστεί με γνώμονα την «εθνική βάση», ήτοι βάσει των στοιχείων που κοινοποίησαν ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφος του οικείου συμμετέχοντος κράτους μέλους (στο εξής: εθνική βάση), κατά το άρθρο 103 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190), και κατά το άρθρο 4 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Το υπόλοιπο των εκ των προτέρων εισφορών (ήτοι το 86,67 %) υπολογίστηκε με «γνώμονα την τραπεζική ένωση», ήτοι βάσει των στοιχείων που κοινοποίησε το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων στον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης (ΕΜΕ) κρατών μελών (στο εξής: ενωσιακή βάση και συμμετέχοντα κράτη μέλη), κατά τα άρθρα 69 και 70 του κανονισμού 806/2014 και το άρθρο 4 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/81.

10

Στο ίδιο ως άνω τμήμα 6 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ εξέθεσε επίσης ότι υπάρχουν, κατ’ ουσίαν, δύο κατηγορίες ιδρυμάτων που υπόκεινται στις εκ των προτέρων εισφορές. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τα ιδρύματα τα οποία οφείλουν να καταβάλλουν κατ’ αποκοπήν εισφορά λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, όπως είναι το μέγεθος ή η φύση των δραστηριοτήτων τους. Ο υπολογισμός της εκ των προτέρων εισφοράς των συγκεκριμένων ιδρυμάτων διέπεται από τα άρθρα 10 και 11 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

11

Τα ιδρύματα που υπάγονται στη δεύτερη κατηγορία οφείλουν να καταβάλλουν εκ των προτέρων εισφορά προσαρμοσμένη στο προφίλ κινδύνου τους, την οποία το ΕΣΕ καθόρισε ακολουθώντας τα ακόλουθα κύρια στάδια.

12

Στο πρώτο στάδιο, το ΕΣΕ υπολόγισε, κατά το άρθρο 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014, τη βασική ετήσια εισφορά κάθε ιδρύματος, που βασίζεται κατ’ αναλογία στο ύψος των υποχρεώσεων του ενδιαφερόμενου ιδρύματος, εξαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων και των καλυπτόμενων καταθέσεων (στο εξής: καθαρές υποχρεώσεις), σε σχέση με τις καθαρές υποχρεώσεις όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών. Βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, το ΕΣΕ αφαίρεσε ορισμένα είδη υποχρεώσεων από τις καθαρές υποχρεώσεις του ιδρύματος που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό της εισφοράς.

13

Στο δεύτερο στάδιο του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς, το ΕΣΕ προσάρμοσε τη βασική ετήσια εισφορά ανάλογα με το προφίλ κινδύνου του ενδιαφερόμενου ιδρύματος, κατά το άρθρο 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 806/2014. Το ΕΣΕ αξιολόγησε το προφίλ κινδύνου με γνώμονα τους τέσσερις πυλώνες κινδύνου που μνημονεύονται στο άρθρο 6 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, τους οποίους συνθέτουν δείκτες κινδύνου. Προκειμένου να κατατάξει τα ιδρύματα σε συνάρτηση με το επίπεδο κινδύνου των δραστηριοτήτων τους, κατ’ αρχάς, το ΕΣΕ δημιούργησε –για κάθε δείκτη κινδύνου που εφαρμόστηκε για την περίοδο εισφοράς 2021– κελιά (ομάδες) στα οποία ομαδοποίησε τα ιδρύματα, κατά τα προβλεπόμενα στο παράρτημα I, υπό τον τίτλο «Βήμα 2», σημείο 3, του ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού. Στα ιδρύματα που κατατάσσονται στο ίδιο κελί αποδόθηκε μια κοινή τιμή για τον συγκεκριμένο δείκτη κινδύνου, η λεγόμενη «διακριτή τιμή». Συνδυάζοντας τις διακριτές τιμές για κάθε δείκτη κινδύνου, το ΕΣΕ υπολόγισε τον «πολλαπλασιαστή προσαρμογής κινδύνου» του ενδιαφερόμενου ιδρύματος (στο εξής: πολλαπλασιαστής προσαρμογής). Πολλαπλασιάζοντας τη βασική ετήσια εισφορά του συγκεκριμένου ιδρύματος επί τον πολλαπλασιαστή προσαρμογής του, το ΕΣΕ κατέληξε στην «προσαρμοσμένη ανάλογα με το προφίλ κινδύνου βασική ετήσια εισφορά» του ιδρύματος.

14

Εν συνεχεία, το ΕΣΕ άθροισε όλες τις προσαρμοσμένες ανάλογα με το προφίλ κινδύνου βασικές ετήσιες εισφορές και κατέληξε σε έναν «κοινό παρονομαστή» που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του μέρους του ετήσιου επιπέδου-στόχου που έπρεπε να καταβάλει κάθε ίδρυμα.

15

Τέλος, το ΕΣΕ υπολόγισε την εκ των προτέρων εισφορά κάθε ιδρύματος κατανέμοντας το ετήσιο επίπεδο-στόχο μεταξύ όλων των ιδρυμάτων βάσει του λόγου μεταξύ, αφενός, της προσαρμοσμένης ανάλογα με το προφίλ κινδύνου βασικής ετήσιας εισφοράς και, αφετέρου, του κοινού παρονομαστή.

16

Στο παράρτημα I της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχεται ατομικό δελτίο για κάθε ίδρυμα που υπόκειται στην καταβολή των εκ των προτέρων εισφορών, περιλαμβανομένης της προσφεύγουσας, με τα αποτελέσματα του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς κάθε ιδρύματος (στο εξής: ατομικό δελτίο). Σε καθένα από τα εν λόγω δελτία παρατίθενται το ύψος της ετήσιας εισφοράς του ενδιαφερόμενου ιδρύματος και η τιμή του πολλαπλασιαστή προσαρμογής του, τόσο σε ενωσιακή βάση όσο και σε εθνική βάση, με μνεία, για κάθε δείκτη κινδύνου, του αριθμού του κελιού στο οποίο κατατάχθηκε το συγκεκριμένο ίδρυμα. Επιπλέον, στο ατομικό δελτίο παρατίθενται τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών όλων των ενδιαφερόμενων ιδρυμάτων, τα οποία το ΕΣΕ καθόρισε αθροίζοντας ή συνδυάζοντας τα ατομικά δεδομένα όλων των ιδρυμάτων. Τέλος, το εν λόγω δελτίο περιλαμβάνει τα δεδομένα που το ενδιαφερόμενο ίδρυμα έχει δηλώσει με το έντυπο δήλωσης και τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κατά τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς του.

17

Στο παράρτημα II της προσβαλλόμενης απόφασης παρατίθενται τα στατιστικά δεδομένα σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για κάθε συμμετέχον κράτος μέλος, σε συνοπτική και συγκεντρωτική μορφή. Στο εν λόγω παράρτημα διευκρινίζεται, μεταξύ άλλων, το συνολικό ποσό των εκ των προτέρων εισφορών που πρέπει να καταβάλουν τα ενδιαφερόμενα ιδρύματα για καθένα από τα εν λόγω κράτη μέλη. Εξάλλου, στο ίδιο παράρτημα απαριθμούνται, για κάθε δείκτη κινδύνου, ο αριθμός κελιών, ο αριθμός ιδρυμάτων που κατατάσσονται σε κάθε κελί καθώς και οι ελάχιστες και οι μέγιστες τιμές των κελιών. Σε περίπτωση κελιών σχετικών με την εθνική βάση, οι εν λόγω τιμές αυξάνονται ή μειώνονται κατά ένα τυχαίο ποσό, για λόγους εμπιστευτικότητας, διατηρουμένης της αρχικής κατανομής των ιδρυμάτων.

18

Στο παράρτημα III της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο επιγράφεται «Αξιολόγηση των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της διαβούλευσης σχετικά με τις εκ των προτέρων εισφορές στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2021», εξετάζονται οι παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα ιδρύματα κατά τη διαδικασία διαβούλευσης που διεξήγαγε το ΕΣΕ από τις 5 έως τις 19 Μαρτίου 2021 ενόψει της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

III. Αιτήματα των διαδίκων

19

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, περιλαμβανομένων των παραρτημάτων της, κατά το μέρος που την αφορά·

επικουρικώς, να διαπιστώσει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νομικά ανυπόστατη καθόσον την αφορά·

να καταδικάσει το ΕΣΕ στα δικαστικά έξοδα.

20

Το ΕΣΕ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα·

επικουρικώς, σε περίπτωση ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης απόφασης μέχρι την αντικατάστασή της ή τουλάχιστον επί έξι μήνες αφότου η δικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη.

21

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

IV. Σκεπτικό

22

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προέβαλε αρχικώς δέκα λόγους ακυρώσεως:

ο πρώτος λόγος αφορά παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 14)·

ο δεύτερος λόγος αφορά παράβαση του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και του άρθρου 41, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) λόγω πλημμελούς αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης·

ο τρίτος λόγος αφορά προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που διασφαλίζεται από το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Χάρτη·

ο τέταρτος λόγος αφορά ένσταση ελλείψεως νομιμότητας των άρθρων 4 έως 9 και του παραρτήματος I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, στηριζόμενη σε προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, παράγραφος 1, του Χάρτη και σε παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου·

ο πέμπτος λόγος αφορά ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, στηριζόμενη σε παράβαση του άρθρου 103, παράγραφος 7, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2014/59, του άρθρου 113, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1), σε παραβίαση της «αρχής του προσδιορισμού σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο εισφορών», της αρχής της ακρίβειας των κανόνων δικαίου η οποία βασίζεται στο κράτος δικαίου, και σε παράβαση της υποχρέωσης πλήρους συνεκτίμησης των πραγματικών περιστατικών, για τον λόγο ότι η προμνησθείσα διάταξη του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν μπορεί να σταθμίζει τον δείκτη κινδύνου «συμμετοχή σε θεσμικό σύστημα προστασίας» (στο εξής: δείκτης κινδύνου ΘΣΠ), λαμβάνοντας υπόψη τον δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης»·

ο έκτος λόγος αφορά παράβαση του άρθρου 113, παράγραφος 7, του κανονισμού 575/2013, του άρθρου 103, παράγραφος 7, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2014/59 καθώς και των άρθρων 16 και 20 του Χάρτη και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής της χρηστής διοίκησης·

ο έβδομος λόγος αφορά ένσταση ελλείψεως νομιμότητας των άρθρων 6, 7 και 9 και του παραρτήματος I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, στηριζόμενη σε παραβίαση της «αρχής του προσδιορισμού σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο εισφορών», σε παράβαση των άρθρων 16 και 20 του Χάρτη, σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και σε παράβαση της υποχρέωσης συνεκτίμησης του συνόλου των πραγματικών περιστατικών·

ο όγδοος λόγος αφορά παράβαση των άρθρων 16 και 52 του Χάρτη, λόγω του απρόσφορου χαρακτήρα της προσαρμογής της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας στο προφίλ κινδύνου της·

ο ένατος λόγος αφορά παράβαση των άρθρων 16, 20, 41 και 52 του Χάρτη, για τον λόγο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, και

ο δέκατος λόγος αφορά ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20, παράγραφος 1, πρώτη και δεύτερη περίοδος, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, βασισμένη σε παράβαση του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, και σε παραβίαση της «αρχής του προσδιορισμού σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο εισφορών».

23

Επιπλέον, με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα προέβαλε τον ενδέκατο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορά, αφενός, παράβαση του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 και των άρθρων 16 και 17 του Χάρτη και, αφετέρου, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας των άρθρων 69 και 70 του κανονισμού 806/2014, στηριζόμενη σε παραβίαση της «αρχής του προσδιορισμού σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο εισφορών», σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, σε παράβαση των άρθρων 16 και 17 του Χάρτη, σε παράβαση των απαιτήσεων του κράτους δικαίου και σε παραβίαση των αρχών που απορρέουν από την απόφαση της 13ης Ιουνίου 1958, Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (10/56, EU:C:1958:8).

24

Πρέπει να εξεταστούν κατ’ αρχάς οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους η προσφεύγουσα προβάλλει έλλειψη νομιμότητας των άρθρων 4 έως 9 και 20, καθώς και του παραρτήματος I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 και, εν συνεχεία, οι λόγοι ακυρώσεως που αφορούν άμεσα τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

Α. Επί των ενστάσεων ελλείψεως νομιμότητας των άρθρων 4 έως 9 και 20, καθώς και του παραρτήματος I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

1.   Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά ένσταση ελλείψεως νομιμότητας των άρθρων 4 έως 9, καθώς και του παραρτήματος I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, καθόσον παραβιάζουν τις αρχές της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και της ασφάλειας δικαίου

25

Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει δύο σκέλη.

26

Επισημαίνεται, εκ προοιμίου, ότι το άρθρο 4 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει ότι το ΕΣΕ υπολογίζει την εκ των προτέρων εισφορά που πρέπει να καταβάλλει κάθε ίδρυμα ανάλογα με το προφίλ κινδύνου του, με βάση τις πληροφορίες που παρέχει το ίδρυμα και εφαρμόζοντας τη μέθοδο που παρατίθεται στα άρθρα 4 έως 13 του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

27

Το άρθρο 5 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, που επιγράφεται «Προσαρμογή κινδύνου της βασικής ετήσιας συνεισφοράς», περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις υποχρεώσεις που αποκλείονται από τον υπολογισμό των εν λόγω εισφορών. Στο άρθρο 6 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού απαριθμούνται οι πυλώνες και οι δείκτες κινδύνου τους οποίους το ΕΣΕ πρέπει να λαμβάνει υπόψη για να αξιολογεί το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων, στο δε άρθρο 7 του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού διευκρινίζεται η σχετική στάθμιση εκάστου πυλώνα και δείκτη κινδύνου την οποία πρέπει να εφαρμόζει το ΕΣΕ κατά την αξιολόγηση του προφίλ κινδύνου κάθε ιδρύματος.

28

Το άρθρο 8 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 διαλαμβάνει την εφαρμογή των δεικτών κινδύνου σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.

29

Εξάλλου, το άρθρο 9 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, που επιγράφεται «Εφαρμογή της προσαρμογής κινδύνου στη βασική ετήσια συνεισφορά», προβλέπει ότι το ΕΣΕ υπολογίζει τον πολλαπλασιαστή προσαρμογής βάσει των δεικτών κινδύνου που μνημονεύονται στο άρθρο 6 του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού σύμφωνα με τον τύπο και τις διαδικασίες που παρατίθενται στο παράρτημα I του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, υπολογίζει δε την ετήσια εισφορά κάθε ιδρύματος για κάθε περίοδο εισφοράς πολλαπλασιάζοντας τη βασική ετήσια συνεισφορά επί τον πολλαπλασιαστή προσαρμογής, σύμφωνα με τον τύπο και τις διαδικασίες που παρατίθενται στο παράρτημα I του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

30

Τέλος, στο παράρτημα I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 καθορίζεται η διαδικασία για τον υπολογισμό των ετήσιων εισφορών των ιδρυμάτων σε πλείονα βήματα.

α)   Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

31

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα άρθρα 4 έως 9 καθώς και το παράρτημα Ι του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 παραβιάζουν την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, παράγραφος 1, του Χάρτη. Κατ’ αρχάς, οι προμνησθείσες διατάξεις δημιουργούν, κατά την προσφεύγουσα, ένα αδιαφανές σύστημα υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, δεδομένου ότι προβλέπουν, για τον εν λόγω υπολογισμό, τη χρήση πληροφοριών που καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο, στοιχείο το οποίο εμποδίζει το ΕΣΕ να αιτιολογεί επαρκώς τις αποφάσεις με τις οποίες καθορίζονται οι εν λόγω εισφορές. Συγκεκριμένα, παρά το γεγονός ότι το ύψος της εκ των προτέρων εισφοράς κάθε ιδρύματος εξαρτάται από τα στοιχεία που αφορούν τα άλλα ιδρύματα, ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των εν λόγω δεδομένων καθιστά αδύνατη τη γνωστοποίησή τους στο ενδιαφερόμενο ίδρυμα.

32

Εν συνεχεία, οι ως άνω διατάξεις δημιουργούν, κατά την προσφεύγουσα, ένα σύστημα καθορισμού των εκ των προτέρων εισφορών το οποίο χαρακτηρίζεται από την αναγνώριση, σε πλείονες περιπτώσεις, διακριτικής ευχέρειας στο ΕΣΕ, στοιχείο το οποίο επιτείνει την αδιαφάνεια της σχετικής κανονιστικής ρύθμισης.

33

Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, καθότι δεν διαθέτει το λογισμικό που χρησιμοποιεί το ΕΣΕ για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών, το οποίο είναι αναγκαίο για την επαλήθευση του υπολογισμού των εν λόγω εισφορών.

34

Το ΕΣΕ και η Επιτροπή αμφισβητούν την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

35

Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 26 έως 30 ανωτέρω, τα άρθρα 4 έως 9 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 καθορίζουν τους κανόνες τους οποίους οφείλει να εφαρμόζει το ΕΣΕ για τον καθορισμό της βασικής ετήσιας εισφοράς και την προσαρμογή της ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων. Εν συνεχεία, οι εν λόγω κανόνες εξειδικεύονται στο παράρτημα I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

36

Κατά τις ως άνω διατάξεις, η προσαρμογή της βασικής ετήσιας εισφοράς κάθε ιδρύματος ανάλογα με το προφίλ κινδύνου του βασίζεται στη σύγκριση των ατομικών δεδομένων όλων των ενδιαφερόμενων ιδρυμάτων. Το ΕΣΕ εκτιμά, όμως, ότι όλα τα εν λόγω δεδομένα καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο και ότι, επομένως, δεν μπορεί να τα κοινοποιήσει στα ιδρύματα η εκ των προτέρων εισφορά των οποίων υπολογίζεται με την απόφαση που καθορίζει το ποσό των εν λόγω εισφορών.

37

Η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου, τον οποίο κατοχυρώνει το άρθρο 47 του Χάρτη, επιβάλλει να είναι ο ενδιαφερόμενος σε θέση να γνωρίζει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η διοικητική απόφαση που τον αφορά, είτε επειδή έχει διαβάσει την ίδια την απόφαση είτε επειδή του έχουν γνωστοποιηθεί οι λόγοι αυτοί κατόπιν αίτησής του, χωρίς να θίγεται η εξουσία του αρμόδιου δικαστή να απαιτήσει από την οικεία αρχή να προβεί στη γνωστοποίηση των λόγων, προκειμένου να παρασχεθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και να αποφασίσει, έχοντας γνώση όλων των στοιχείων, αν είναι σκόπιμο να προσφύγει στον αρμόδιο δικαστή, καθώς και για να παρασχεθεί στον δικαστή η πλήρης δυνατότητα άσκησης του ελέγχου της νομιμότητας της επίμαχης απόφασης (βλ. αποφάσεις της 26ης Απριλίου 2018, Donnellan, C‑34/17, EU:C:2018:282, σκέψη 55, και της 24ης Νοεμβρίου 2020, Minister van Buitenlandse Zaken, C‑225/19 και C‑226/19, EU:C:2020:951, σκέψη 43).

38

Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αντιμωλίας, η οποία συγκαταλέγεται μεταξύ των δικαιωμάτων άμυνας που κατοχυρώνονται στο άρθρο 47 του Χάρτη, οι διάδικοι πρέπει να έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση των εγγράφων ή των παρατηρήσεων που υποβάλλονται στο δικαστήριο για να επηρεάσουν την απόφασή του και να εκφέρουν σχετικώς τη γνώμη τους. Συγκεκριμένα, θα θιγόταν το θεμελιώδες δικαίωμα για πλήρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία σε περίπτωση θεμελίωσης δικαστικής απόφασης σε πραγματικά περιστατικά και έγγραφα των οποίων οι διάδικοι ή ένας εξ αυτών δεν μπόρεσαν να λάβουν γνώση και επί των οποίων δεν είχαν, συνεπώς, τη δυνατότητα να τοποθετηθούν (βλ. αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψεις 55 και 56, και της 23ης Οκτωβρίου 2014, Unitrading, C‑437/13, EU:C:2014:2318, σκέψη 21).

39

Εντούτοις, σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, μια αρχή της Ένωσης μπορεί να αντιταχθεί στην κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο του ακριβούς και πλήρους αιτιολογικού που αποτελεί τη βάση διοικητικής απόφασης που λήφθηκε έναντι αυτού, επικαλούμενη λόγους που ανάγονται στην προστασία των εμπιστευτικών δεδομένων. Σε τέτοια περίπτωση, είναι αναγκαίο να εφαρμόζονται τεχνικές και κανόνες δικαίου που να συμβιβάζουν, αφενός, τους θεμιτούς λόγους που αφορούν την προστασία των εμπιστευτικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη για την έκδοση της ως άνω απόφασης και, αφετέρου, την ανάγκη επαρκούς διασφάλισης στον πολίτη του σεβασμού των διαδικαστικών δικαιωμάτων του, όπως είναι το δικαίωμα ακρόασης και η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψεις 115 έως 120· πρβλ. επίσης, και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 125).

40

Λαμβανομένης υπόψη της ειδικής φύσης των εκ των προτέρων εισφορών, τέτοιος συμβιβασμός πρέπει να πραγματοποιείται επίσης στην περίπτωση του υπολογισμού των εν λόγω εισφορών. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 105 έως 107 της οδηγίας 2014/59 και από την αιτιολογική σκέψη 41 του κανονισμού 806/2014, σκοπός των επίμαχων εισφορών είναι να κατοχυρώσουν, στο πλαίσιο μιας λογικής ασφαλιστικού τύπου, την παροχή επαρκών οικονομικών πόρων από τον χρηματοοικονομικό κλάδο στον ΕΜΕ, ώστε να μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντά του, παρέχοντας συγχρόνως στα ιδρύματα κίνητρα λειτουργίας με λιγότερο ριψοκίνδυνο μοντέλο. Επομένως, ο υπολογισμός των εκ των προτέρων εισφορών δεν στηρίζεται στην εφαρμογή ενός συντελεστή σε μια βάση επιβολής, αλλά στηρίζεται, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 102 και 103 της οδηγίας 2014/59, καθώς και των άρθρων 69 και 70 του κανονισμού 806/2014, στον καθορισμό ενός τελικού επιπέδου-στόχου, το οποίο πρέπει να επιτευχθεί με το άθροισμα των εν λόγω εισπραττόμενων πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2023 εισφορών (στο εξής: τελικό επίπεδο-στόχος), και εν συνεχεία στον καθορισμό ενός ετήσιου επιπέδου-στόχου που πρέπει να κατανεμηθεί μεταξύ των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος των συμμετεχόντων κρατών μελών (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 113).

41

Δεδομένου ότι το τελικό καθοριζόμενο επίπεδο-στόχος πρέπει να ανέρχεται σε τουλάχιστον 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των προμνησθέντων ιδρυμάτων και ότι η βασική ετήσια εισφορά κάθε ιδρύματος υπολογίζεται κατ’ αναλογίαν προς το ποσό των καθαρών υποχρεώσεών του, σε σχέση με το σύνολο των καθαρών υποχρεώσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών, προκύπτει ότι η ίδια η αρχή της μεθόδου υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, όπως αυτή απορρέει από την οδηγία 2014/59 και τον κανονισμό 806/2014, συνεπάγεται τη χρήση, εκ μέρους του ΕΣΕ, δεδομένων που καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 114).

42

Τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης δεσμεύονται, όμως, κατ’ αρχήν, κατ’ εφαρμογήν της αρχής προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και εξειδικεύεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 339 ΣΛΕΕ, να μην αποκαλύπτουν στους ανταγωνιστές ιδιώτη επιχειρηματία εμπιστευτικές πληροφορίες που παρέχονται από αυτόν (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψεις 109 και 114 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43

Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όφειλαν, κατά τη θέσπιση του συστήματος υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63 και τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/81, να συμβιβάσουν τον σεβασμό του επιχειρηματικού απορρήτου με την τήρηση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ώστε τα δεδομένα που καλύπτονται από το εν λόγω απόρρητο να μην επιτρέπεται να κοινοποιηθούν στους ενδιαφερομένους και, ιδίως, να μην επιτρέπεται να περιληφθούν στην αιτιολογία των αποφάσεων με τις οποίες καθορίζεται το ποσό των εκ των προτέρων εισφορών.

44

Το ως άνω χαρακτηριστικό του συστήματος υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών δεν εμποδίζει, πάντως, την άσκηση αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης.

45

Συγκεκριμένα, αφενός, κανένα στοιχείο στις διατάξεις την έλλειψη νομιμότητας των οποίων προβάλλει η προσφεύγουσα δεν εμποδίζει το ΕΣΕ να γνωστοποιεί, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, κατά την έκδοση της απόφασής του για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών, εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες συνέλεξε στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του, υπό συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ούτως ώστε να μην είναι δυνατή η ταυτοποίηση των οικείων ιδρυμάτων (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 136).

46

Αφετέρου, όταν η αιτιολογία τέτοιας απόφασης πρέπει να περιοριστεί προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία των εμπιστευτικών δεδομένων, ο συντάκτης της εν λόγω απόφασης οφείλει, σε περίπτωση που τα εν λόγω δεδομένα αμφισβητηθούν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, να δικαιολογήσει την άποψή του στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας (πρβλ. αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., C‑341/06 P και C‑342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 110, και της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 145).

47

Ενδεχομένως, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, προκειμένου να ασκήσουν αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 47 του Χάρτη, μπορούν να ζητήσουν από το ΕΣΕ την προσκόμιση δεδομένων ικανών να δικαιολογήσουν τους υπολογισμούς η ακρίβεια των οποίων αμφισβητείται ενώπιόν τους, διασφαλίζοντας, εφόσον είναι αναγκαίο, την εμπιστευτικότητα των εν λόγω δεδομένων (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 146).

48

Επιπλέον, απόκειται στον δικαστή της Ένωσης, προβαίνοντας σε εξέταση του συνόλου των νομικών και πραγματικών στοιχείων που προσκόμισε το ΕΣΕ, να ελέγξει το βάσιμο των λόγων που προέβαλε το ΕΣΕ για να αντιταχθεί στην κοινοποίηση των δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς (πρβλ., και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 126).

49

Εάν αποδειχθεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε το ΕΣΕ αντιτίθενται πράγματι στην κοινοποίηση των πληροφοριών ή αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, απαιτείται να σταθμίζονται καταλλήλως οι απαιτήσεις που συνδέονται με το δικαίωμα επί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ειδικότερα με την τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακρόασης, με εκείνες που απορρέουν από την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου (πρβλ., και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 128).

50

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο υπολογισμός των εκ των προτέρων εισφορών βάσει δεδομένων που καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο, σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 9 και το παράρτημα I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, χωρίς τα εν λόγω δεδομένα να τεθούν στη διάθεση των ενδιαφερομένων, δεν συνεπάγεται καθεαυτόν ότι οι εν λόγω διατάξεις παραβιάζουν την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

51

Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσα που αντλείται από τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει το ΕΣΕ, από τη νομολογία προκύπτει ότι, μολονότι, στους τομείς που συνεπάγονται πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, το θεσμικό όργανο ή ο οργανισμός της Ένωσης διαθέτει διακριτική ευχέρεια σε οικονομικά ζητήματα, τούτο δεν συνεπάγεται ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν πρέπει να ελέγχει την ερμηνεία, από το εν λόγω θεσμικό όργανο ή τον εν λόγω οργανισμό, δεδομένων οικονομικού χαρακτήρα. Ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να ελέγξει όχι μόνον την ακρίβεια, την αξιοπιστία και τη συνοχή των προβαλλόμενων αποδεικτικών στοιχείων, αλλά και το ζήτημα αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση σύνθετης κατάστασης και αν δύνανται να τεκμηριώσουν τις εξ αυτών συναγόμενες κρίσεις (βλ. απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020, Comune di Milano κατά Επιτροπής, C‑160/19 P, EU:C:2020:1012, σκέψη 115 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

52

Υπό τις συνθήκες αυτές, η ύπαρξη και μόνον διακριτικής ευχέρειας του ΕΣΕ δεν συνεπάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο της προσβαλλόμενης απόφασης.

53

Τέλος, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 παραβιάζει την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας για τον λόγο ότι τα δικαστήρια της Ένωσης δεν μπορούν να επαληθεύσουν την ακρίβεια του υπολογισμού του ποσού της εκ των προτέρων εισφοράς συγκεκριμένου ιδρύματος.

54

Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει απλώς και μόνον, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, ότι η εν λόγω επαλήθευση προϋποθέτει ότι το Γενικό Δικαστήριο διαθέτει το λογισμικό που χρησιμοποιεί το ΕΣΕ, το οποίο δεν τέθηκε εντούτοις στη διάθεσή του. Το γεγονός αυτό δεν είναι, όμως, ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα των άρθρων 4 έως 9 και του παραρτήματος I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Επιπλέον, οι εν λόγω διατάξεις δεν εμποδίζουν το Γενικό Δικαστήριο να λάβει, από τα μέτρα που προβλέπονται, ιδίως, στον Κανονισμό Διαδικασίας του, εκείνα τα οποία κρίνει πρόσφορα για την επαλήθευση του ποσού της εκ των προτέρων εισφοράς.

55

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

β)   Επί του δεύτερου σκέλους, το οποίο αφορά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου

56

Το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τρεις αιτιάσεις.

1) Επί της πρώτης αιτιάσεως, κατά την οποία τα άρθρα 4 έως 9 και το παράρτημα I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν παρέχουν στα ιδρύματα τη δυνατότητα να υπολογίζουν εκ προοιμίου τις εκ των προτέρων εισφορές τους

57

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα άρθρα 4 έως 9 και το παράρτημα I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 παραβιάζουν την αρχή της ασφάλειας δικαίου δεδομένου ότι δεν καθιστούν δυνατό τον εκ προοιμίου υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς που οφείλει κατά τη διάρκεια περιόδου εισφοράς, λόγω της αναγνώρισης, σε πλείονες περιπτώσεις, διακριτικής ευχέρειας στο ΕΣΕ από τις εν λόγω διατάξεις. Εξάλλου, κατά την προσφεύγουσα, το ΕΣΕ έκανε χρήση της συγκεκριμένης διακριτικής ευχέρειας εκδίδοντας εσωτερικές αποφάσεις με τις οποίες διευκρίνισε τη μεθοδολογία που πρέπει να εφαρμόζεται για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών (στο εξής: ενδιάμεσες αποφάσεις), τις οποίες, όμως, δεν δημοσίευσε ούτε κατέστησε προσβάσιμες στην προσφεύγουσα. Κατά την προσφεύγουσα, τούτο αποδεικνύει ότι η διάρθρωση των επίμαχων διατάξεων του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού δεν εμφανίζει «κατάλληλη συνοχή» ώστε να μπορεί να αποκλειστεί κάθε αυθαίρετη συμπεριφορά των ενδιαφερόμενων αρχών της Ένωσης.

58

Το ΕΣΕ και η Επιτροπή αμφισβητούν την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

59

Εκ προοιμίου, πρέπει να καθοριστεί επακριβώς η εμβέλεια της ως άνω ένστασης ελλείψεως νομιμότητας.

60

Συναφώς, αφενός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, παρά τον τίτλο της υπό κρίση ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας, όπως διατυπώθηκε από την προσφεύγουσα, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας επικεντρώνεται στη συμβατότητα των άρθρων 6 και 7 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 με την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Αντιθέτως, η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανένα αυτοτελές και στοχευμένο επιχείρημα σχετικά με τη νομιμότητα των άρθρων 4, 5, 8 και 9 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού ή του παραρτήματός του I πέραν της επιχειρηματολογίας που προέβαλε σχετικά με τα άρθρα 6 και 7 του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού. Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται ότι η υπό κρίση ένσταση ελλείψεως νομιμότητας αφορά, στην πραγματικότητα, τα άρθρα 6 και 7 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

61

Αφετέρου, επισημαίνεται ότι, κατά τις ως άνω διατάξεις, το ΕΣΕ πρέπει να προσαρμόζει τη βασική ετήσια εισφορά των ιδρυμάτων λαμβάνοντας υπόψη τέσσερις πυλώνες κινδύνου, καθένας εκ των οποίων περιλαμβάνει δείκτες κινδύνου οι οποίοι μπορεί, επίσης, να περιλαμβάνουν υποδείκτες κινδύνου.

62

Όσον αφορά, όμως, τους τρεις πρώτους πυλώνες κινδύνου που μνημονεύονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο κανένα συγκεκριμένο στοιχείο προκειμένου να αμφισβητήσει τη νομιμότητά τους λόγω της προβαλλόμενης αντίθεσής τους προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Επιπλέον, όσον αφορά τον πυλώνα κινδύνου που μνημονεύεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, που ονομάζεται «πρόσθετοι δείκτες κινδύνου που πρόκειται να προσδιοριστούν από την αρχή εξυγίανσης» (στο εξής: πυλώνας κινδύνου IV), η προσφεύγουσα δεν υποστήριξε ότι ο δείκτης κινδύνου «έκταση προηγούμενης έκτακτης δημόσιας χρηματοδοτικής στήριξης», που είναι ένας εκ των δεικτών κινδύνου του πυλώνα κινδύνου IV, στερείται σαφήνειας και παραβιάζει, επομένως, την ίδια αρχή.

63

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να συναχθεί ότι η υπό κρίση ένσταση ελλείψεως νομιμότητας αφορά την εικαζόμενη μη συμβατότητα προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου των δεικτών κινδύνου του πυλώνα κινδύνου IV, πλην του δείκτη κινδύνου «έκταση προηγούμενης έκτακτης δημόσιας χρηματοδοτικής στήριξης».

64

Τούτου λεχθέντος, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει, αφενός, οι κανόνες δικαίου να είναι σαφείς και ακριβείς και, αφετέρου, η εφαρμογή τους να μπορεί να προβλεφθεί από τους πολίτες, ιδίως όταν οι κανόνες αυτοί ενδέχεται να έχουν δυσμενείς συνέπειες. Ειδικότερα, η εν λόγω αρχή απαιτεί, μεταξύ άλλων, η κανονιστική ρύθμιση να παρέχει τη δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν με ακρίβεια την έκταση των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει και να είναι σε θέση να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν ως εκ τούτου τα μέτρα τους (αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2021, Banco de Portugal κ.λπ., C‑504/19, EU:C:2021:335, σκέψη 51, και της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑157/21, EU:C:2022:98, σκέψη 319).

65

Πλην όμως, οι ως άνω απαιτήσεις δεν μπορούν να νοούνται ως μη επιτρέπουσες τη χρήση, στο πλαίσιο θεσπιζόμενου κανόνα, αφηρημένων νομικών εννοιών από θεσμικό όργανο της Ένωσης ούτε ως επιβάλλουσες υποχρέωση σύμφωνα με την οποία ο κανόνας ο οποίος χρησιμοποιεί μια αφηρημένη νομική έννοια πρέπει να αναφέρει τις διάφορες συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες είναι δυνατή η εφαρμογή του, καθόσον το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν είναι σε θέση να καθορίσει εκ των προτέρων όλες αυτές τις περιπτώσεις (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 20ής Ιουλίου 2017, Marco Tronchetti Provera κ.λπ., C‑206/16, EU:C:2017:572, σκέψεις 39 και 40, και της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑157/21, EU:C:2022:98, σκέψη 320).

66

Συνεπώς, διάταξη πράξης της Ένωσης παραβιάζει την αρχή της ασφάλειας δικαίου, λόγω έλλειψης σαφήνειας, μόνον εάν η ασάφειά της είναι τέτοια ώστε οι διοικούμενοι να εμποδίζονται να άρουν με ικανή βεβαιότητα τυχόν αμφιβολίες ως προς την έκταση εφαρμογής ή την έννοια της σχετικής διάταξης (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Απριλίου 2005, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑110/03, EU:C:2005:223, σκέψη 31, και της 22ας Μαΐου 2007, Mebrom κατά Επιτροπής, T‑216/05, EU:T:2007:148, σκέψη 108).

67

Ομοίως, το γεγονός ότι μια πράξη της Ένωσης απονέμει διακριτική ευχέρεια στις αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή της δεν συνεπάγεται, αυτό και μόνο, μη τήρηση της απαίτησης προβλεψιμότητας, εφόσον η έκταση και ο τρόπος άσκησης αυτής της εξουσίας καθορίζονται με επαρκή σαφήνεια, λαμβανομένου υπόψη του θεμιτού επιδιωκόμενου σκοπού, ώστε να παρέχεται προσήκουσα προστασία κατά της αυθαιρεσίας (βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑157/21, EU:C:2022:98, σκέψη 321 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να εξεταστεί αν η μέθοδος υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, στο μέτρο που επηρεάζεται από τον πυλώνα κινδύνου IV, καθορίζεται με επαρκή ακρίβεια ώστε οι διοικούμενοι να μπορούν να άρουν με ικανή βεβαιότητα τυχόν αμφιβολίες ως προς την έκταση εφαρμογής ή την έννοια των διατάξεων που αφορούν τον συγκεκριμένο πυλώνα κινδύνου.

69

Συναφώς, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει ότι οι έννοιες που χρησιμοποιούνται στα άρθρα 6 και 7 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 είναι σε τέτοιο βαθμό ασαφείς ώστε αυτή να μην μπορεί να άρει με ικανή βεβαιότητα τυχόν αμφιβολίες ως προς την έκταση εφαρμογής ή την έννοιά τους.

70

Όσον αφορά, ειδικότερα, τους όρους που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 6, παράγραφος 6, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, η προσφεύγουσα αναγνώρισε κατ’ ουσίαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι κατανοεί την έννοια των συγκεκριμένων όρων. Είναι αληθές ότι δεν συμμερίζεται την ερμηνεία που το ΕΣΕ έδωσε σε ορισμένους από τους εν λόγω όρους, ιδίως τη φράση «συνολικό επιχειρηματικό μοντέλο», πλην όμως η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε ότι είχαν έννοια η οποία μπορούσε να καθοριστεί και, επομένως, ότι ήταν δυνατόν να αρθούν με ικανή βεβαιότητα τυχόν αμφιβολίες ως προς την έκταση εφαρμογής ή την έννοια τους.

71

Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι η πλειονότητα των όρων που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 6, παράγραφος 6, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ορίστηκαν στην αιτιολογική σκέψη 98 της προσβαλλόμενης απόφασης και στις υποσημειώσεις 36 έως 40 αυτής, οι οποίες παραπέμπουν σε πλείονες διατάξεις της εφαρμοστέας κανονιστικής ρύθμισης. Η προσφεύγουσα δεν υποστήριξε, όμως, ότι οι εν λόγω ορισμοί δεν προέκυπταν από τις συγκεκριμένες διατάξεις.

72

Αντιθέτως, επισημαίνεται, όπως έπραξε και η προσφεύγουσα, ότι τα άρθρα 6 και 7 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 παρέχουν διακριτική ευχέρεια στο ΕΣΕ.

73

Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, ο πυλώνας κινδύνου IV αποτελείται από τρεις δείκτες κινδύνου, ήτοι, πρώτον, «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης», δεύτερον, «συμμετοχή σε ΘΣΠ» και, τρίτον, «έκταση προηγούμενης έκτακτης δημόσιας χρηματοδοτικής στήριξης».

74

Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, όταν προσδιορίζει τους εν λόγω δείκτες κινδύνου, το ΕΣΕ πρέπει να λαμβάνει υπόψη «την πιθανότητα το οικείο ίδρυμα να τεθεί υπό εξυγίανση και τη συνακόλουθη πιθανότητα να κάνει χρήση της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης, εφόσον το ίδρυμα πρόκειται να εξυγιανθεί».

75

Από το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη παρέχει στο ΕΣΕ διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να «λαμβάνει υπόψη», για τον προσδιορισμό των προμνησθέντων δεικτών κινδύνου, «την πιθανότητα το οικείο ίδρυμα να τεθεί υπό εξυγίανση και τη συνακόλουθη πιθανότητα να κάνει χρήση της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης, εφόσον το ίδρυμα πρόκειται να εξυγιανθεί», καθότι τα κριτήρια που μνημονεύονται στην εν λόγω διάταξη πρέπει να διευκρινιστούν από το ΕΣΕ προκειμένου να μπορούν να εφαρμοστούν σε συγκεκριμένη περίπτωση.

76

Όσον αφορά τον πρώτο δείκτη κινδύνου που περιλαμβάνεται στον πυλώνα κινδύνου IV και αφορά εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης, το άρθρο 6, παράγραφος 6, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει πλείονα στοιχεία τα οποία το ΕΣΕ οφείλει να λαμβάνει υπόψη κατά τον προσδιορισμό του εν λόγω δείκτη, ορισμένα εκ των οποίων μπορεί να καταλήγουν σε αύξηση της επικινδυνότητας του οικείου ιδρύματος και άλλα σε μείωσή της.

77

Συγκεκριμένα, τα στοιχεία που μπορεί να συνεπάγονται αύξηση της επικινδυνότητας είναι τέσσερα, ήτοι, πρώτον, «η σημασία των εμπορικών δραστηριοτήτων σε σχέση με το μέγεθος του ισολογισμού, το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων, την επικινδυνότητα των ανοιγμάτων, και το συνολικό επιχειρηματικό μοντέλο», δεύτερον, «η σημασία των εκτός ισολογισμού ανοιγμάτων σε σχέση με το μέγεθος του ισολογισμού, το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων, καθώς και την επικινδυνότητα των ανοιγμάτων», τρίτον, «η σημασία της αξίας των παραγώγων σε σχέση με το μέγεθος του ισολογισμού, το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων, την επικινδυνότητα των ανοιγμάτων, και το συνολικό επιχειρηματικό μοντέλο» και, τέταρτον, «ο βαθμός στον οποίο […] το επιχειρηματικό μοντέλο και η οργανωτική διάρθρωση ενός ιδρύματος θεωρούνται πολύπλοκα».

78

Τα στοιχεία που μπορεί να συνεπάγονται μείωση της επικινδυνότητας είναι δύο, ήτοι «η σχετική αξία των παραγώγων τα οποία εκκαθαρίζονται μέσω κεντρικού αντισυμβαλλομένου (CCP)» και «ο βαθμός στον οποίο […] ένα ίδρυμα μπορεί να εξυγιανθεί αμέσως και χωρίς νομικά κωλύματα».

79

Από το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 6, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη παρέχει στο ΕΣΕ διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη «σημασία» την οποία το ΕΣΕ πρέπει να αποδώσει στις «εμπορικές δραστηριότητες», στα «εκτός ισολογισμού ανοίγματα» και στην «αξία των παραγώγων» καθώς και στη σχέση μεταξύ των διαφόρων στοιχείων που μνημονεύονται στην εν λόγω διάταξη.

80

Επομένως, μολονότι από το άρθρο 6, παράγραφος 6, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προκύπτει ότι, κατά τον πρώτο υποδείκτη κινδύνου που μνημονεύεται στην εν λόγω διάταξη, πρέπει να συγκριθεί η σημασία των «εμπορικών δραστηριοτήτων» σε σχέση με το μέγεθος του ισολογισμού, το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων, την επικινδυνότητα των ανοιγμάτων και το συνολικό επιχειρηματικό μοντέλο του ιδρύματος, η συγκεκριμένη διάταξη δεν περιέχει διευκρινίσεις όσον αφορά τη συγκεκριμένη πραγματοποίηση της εν λόγω σύγκρισης.

81

Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τον δεύτερο και τον τρίτο υποδείκτη κινδύνου που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, σημεία ii και iii, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

82

Όσον αφορά, εξάλλου, τον προσδιορισμό του δείκτη κινδύνου ΘΣΠ, από το άρθρο 6, παράγραφος 7, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προκύπτει ότι το ΕΣΕ οφείλει να λαμβάνει υπόψη το κατά πόσον το ύψος των κεφαλαίων που είναι διαθέσιμα χωρίς καθυστέρηση αντιστοιχεί στο ύψος των αναγκαίων κεφαλαίων «ώστε να επιτρέπει την αξιόπιστη και αποτελεσματική στήριξη του [ενδιαφερόμενου ιδρύματος]» και τον βαθμό νομικής ή συμβατικής βεβαιότητας όσον αφορά το γεγονός ότι τα εν λόγω κεφάλαια «θα χρησιμοποιηθούν εξ ολοκλήρου, προτού ζητηθεί οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια στήριξη».

83

Από το γράμμα της ως άνω διάταξης προκύπτει ότι το ΕΣΕ διαθέτει διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την πλήρωση των προϋποθέσεων που προβλέπονται σε αυτήν, οι οποίες συνδέονται με το κατά πόσον τα διαθέσιμα κεφάλαια του ενδιαφερόμενου ΘΣΠ αντιστοιχούν στα αναγκαία κεφάλαια για τη χρηματοδότηση του ενδιαφερόμενου ιδρύματος και με τον βαθμό νομικής ή συμβατικής βεβαιότητας όσον αφορά τα εν λόγω κεφάλαια.

84

Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τη στάθμιση των διαφόρων δεικτών κινδύνου στο πλαίσιο του πυλώνα κινδύνου IV, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

85

Συγκεκριμένα, μολονότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προσδιορίζει σαφώς τη σχετική στάθμιση των τριών δεικτών κινδύνου οι οποίοι αποτελούν τον πυλώνα κινδύνου IV και οι οποίοι μνημονεύθηκαν στη σκέψη 73 ανωτέρω, από την εν λόγω διάταξη δεν προκύπτει ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να σταθμιστούν οι διάφοροι υποδείκτες κινδύνου στο εσωτερικό των δύο πρώτων δεικτών κινδύνου. Ειδικότερα, στην εν λόγω διάταξη δεν προσδιορίζεται αν η στάθμιση πρέπει να κατανέμεται μεταξύ των εν λόγω υποδεικτών κινδύνου κατ’ αναλογία. Συγκεκριμένα, το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 παρέχει στο ΕΣΕ διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον καθορισμό της στάθμισης των διαφόρων υποδεικτών κινδύνου που συνιστούν τους δείκτες κινδύνου, οι οποίοι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, κατά το άρθρο 6, παράγραφοι 5 έως 7, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

86

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί αν το άρθρο 6, παράγραφοι 5 έως 7, και το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 μπορούν να θεωρηθούν, κατά τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 67 ανωτέρω, ως διατάξεις που καθορίζουν με επαρκή σαφήνεια την έκταση και τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στο ΕΣΕ, λαμβανομένου υπόψη του θεμιτού επιδιωκόμενου σκοπού, με αποτέλεσμα να παρέχουν προσήκουσα προστασία κατά της αυθαιρεσίας και να καθιστούν δυνατό στους διοικούμενους να άρουν με ικανή βεβαιότητα ενδεχόμενες αμφιβολίες ως προς την εμβέλεια εφαρμογής ή την έννοια των εν λόγω διατάξεων.

87

Όταν μια διάταξη παρέχει στα θεσμικά ή άλλα όργανα της Ένωσης εξουσία επιβολής χρηματικών επιβαρύνσεων, πρέπει να εξακριβώνεται σε σχέση με όλα τα κρίσιμα στοιχεία αν η εν λόγω διάταξη καθορίζει με επαρκή σαφήνεια την έκταση και τον τρόπο άσκησης τέτοιας εξουσίας, ώστε οι διοικούμενοι να μπορούν να προβλέπουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα επιβληθεί τέτοια επιβάρυνση (πρβλ., και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑157/21, EU:C:2022:98, σκέψεις 319 έως 321).

88

Ειδικότερα, πρέπει να αξιολογηθεί αν ο ενημερωμένος επιχειρηματίας μπορεί, χρησιμοποιώντας εν ανάγκη τις υπηρεσίες νομικού και οικονομικού συμβούλου, να προβλέψει με επαρκή ακρίβεια τη μέθοδο υπολογισμού και την τάξη μεγέθους τέτοιων επιβαρύνσεων, εξυπακουομένου ότι το γεγονός ότι ο εν λόγω επιχειρηματίας δεν μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων με ακρίβεια το ύψος των εν λόγω επιβαρύνσεων που το θεσμικό ή άλλο όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα επιβάλει σε κάθε περίπτωση δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου (πρβλ., και κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 17ης Ιουνίου 2010, Lafarge κατά Επιτροπής, C‑413/08 P, EU:C:2010:346, σκέψη 95, και της 18ης Ιουλίου 2013, Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑501/11 P, EU:C:2013:522, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

89

Συναφώς, πρέπει, μεταξύ άλλων, να εκτιμηθεί αν το θεσμικό ή άλλο όργανο της Ένωσης καθοδηγείται, στο πλαίσιο της άσκησης της διακριτικής ευχέρειάς του, από ορισμένα αντικειμενικά στοιχεία τα οποία παρέχουν στους διοικούμενους τη δυνατότητα να προβλέπουν με αρκούντως ακριβή τρόπο τη μέθοδο υπολογισμού και την τάξη μεγέθους των επιβαρύνσεων που θα επιβληθούν. Στα εν λόγω στοιχεία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι κανόνες συμπεριφοράς τους οποίους το θεσμικό ή άλλο όργανο της Ένωσης καθόρισε το ίδιο στον συγκεκριμένο τομέα και οι οποίοι περιορίζουν τη διακριτική ευχέρειά του (πρβλ. απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, Lafarge κατά Επιτροπής, C‑413/08 P, EU:C:2010:346, σκέψη 95). Εντούτοις, τέτοια στοιχεία μπορούν να απορρέουν επίσης από την πάγια, γνωστή και προσβάσιμη διοικητική πρακτική του εν λόγω θεσμικού ή άλλου οργάνου (πρβλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2012, Ecka Granulate και non ferrum Metallpulver κατά Επιτροπής, T‑400/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:675, σκέψη 31).

90

Ομοίως, ο σαφής καθορισμός στην εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση του επιδιωκόμενου αποτελέσματος μπορεί να συνιστά κρίσιμο στοιχείο για τους διοικούμενους, ώστε να μπορούν να προβλέψουν τον τρόπο με τον οποίο το θεσμικό ή άλλο όργανο της Ένωσης θα ασκήσει τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Μαΐου 2016, Pillbox 38, C‑477/14, EU:C:2016:324, σκέψη 100). Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο αν η συγκεκριμένη μέθοδος ή διαδικασία για την επίτευξη του ως άνω αποτελέσματος προβλέπεται από την επίμαχη κανονιστική ρύθμιση (πρβλ. απόφαση της 4ης Μαΐου 2016, Pillbox 38, C‑477/14, EU:C:2016:324, σκέψη 101).

91

Εν προκειμένω, επισημαίνεται, κατά πρώτον, ότι η εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση προβλέπει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, κατά το οποίο τα διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικά μέσα πρέπει να επιτύχουν το τελικό επίπεδο-στόχο στο πέρας της αρχικής περιόδου οκτώ ετών από την 1η Ιανουαρίου 2016 (στο εξής: αρχική περίοδος), καθώς και μέθοδο για την επίτευξη του εν λόγω αποτελέσματος, στοιχείο το οποίο μειώνει τον αντίκτυπο της διακριτικής ευχέρειας που το ΕΣΕ ασκεί κατά τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών. Αφενός, το ποσό της εκ των προτέρων εισφοράς κάθε ιδρύματος εξαρτάται από το ποσό του ετήσιου επιπέδου-στόχου που καθορίζει το ΕΣΕ βάσει της εκτίμησής του όσον αφορά το ποσό που αντιστοιχεί, την 31η Δεκεμβρίου 2023, στο 1 % τουλάχιστον των καλυπτόμενων καταθέσεων στο σύνολο των συμμετεχόντων κρατών μελών, δυνάμει του άρθρου 69, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 806/2014.

92

Αφετέρου, όπως προκύπτει από τη σκέψη 12 ανωτέρω, η εκ των προτέρων εισφορά κάθε ιδρύματος καθορίζεται, μεταξύ άλλων, με γνώμονα τη βασική ετήσια εισφορά που υπολογίζεται βάσει του ύψους των καθαρών υποχρεώσεων των ενδιαφερόμενων ιδρυμάτων. Το ΕΣΕ δεν ασκεί, όμως, καμία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον καθορισμό των εν λόγω ποσών. Επιπλέον, το ενδιαφερόμενο ίδρυμα γνωρίζει το ποσό των καθαρών υποχρεώσεών του και μπορεί να έχει πρόσβαση στο συνολικό ποσό των καθαρών υποχρεώσεων των άλλων ιδρυμάτων, χωρίς να μπορεί να απαιτεί, λόγω της προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου, να έχει πρόσβαση στα επιμέρους εμπιστευτικά δεδομένα άλλων ιδρυμάτων προκειμένου να επαληθεύσει τον υπολογισμό των εν λόγω ποσών (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψεις 114 έως 125).

93

Κατά δεύτερον, η βασική ετήσια εισφορά προσαρμόζεται στο προφίλ κινδύνου του ενδιαφερόμενου ιδρύματος, εξυπακουομένου ότι, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, ο πολλαπλασιαστής προσαρμογής κυμαίνεται μεταξύ 0,8 και 1,5.

94

Η ως άνω προσαρμογή υπολογίζεται βάσει της εκτίμησης των τεσσάρων πυλώνων κινδύνου που μνημονεύονται στο άρθρο 6 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Όπως επισημάνθηκε, όμως, στη σκέψη 62 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να αποδείξει την έλλειψη σαφήνειας των τριών πρώτων πυλώνων κινδύνου, οι οποίοι καθορίζουν το 80 % του προφίλ κινδύνου κάθε ιδρύματος, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

95

Ομοίως, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε έλλειψη σαφήνειας του δείκτη κινδύνου «έκταση προηγούμενης έκτακτης δημόσιας χρηματοδοτικής στήριξης», ο οποίος περιλαμβάνεται στον πυλώνα κινδύνου IV και ο οποίος έχει, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, συντελεστή στάθμισης 10 % στο εσωτερικό του συγκεκριμένου πυλώνα.

96

Κατά συνέπεια, οι δείκτες κινδύνου των οποίων την έλλειψη σαφήνειας προβάλλει η προσφεύγουσα και σε σχέση με τους οποίους το ΕΣΕ ασκεί ορισμένη διακριτική ευχέρεια επηρεάζουν το προφίλ κινδύνου του ιδρύματος μόνον σε ποσοστό κατώτερο του 20 %. Επιπλέον, ο αντίκτυπος των εν λόγω δεικτών στο τελικό ποσό της εκ των προτέρων εισφοράς μειώνεται περαιτέρω από το γεγονός ότι το ΕΣΕ δεν ασκεί καμία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον καθορισμό του ποσού της βασικής ετήσιας εισφοράς και ότι η προσαρμογή της εν λόγω εισφοράς στο προφίλ κινδύνου ενός ιδρύματος ρυθμίζεται με σαφή τρόπο εντός προκαθορισμένου εύρους κυμαινόμενου μεταξύ 0,8 και 1,5, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 93 ανωτέρω.

97

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η έκταση και ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας που το άρθρο 6, παράγραφοι 5 έως 7, και το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 παρέχουν στο ΕΣΕ ρυθμίζονται ανεπαρκώς ή δεν καθορίζονται με επαρκή ακρίβεια, λαμβανομένου υπόψη του θεμιτού επιδιωκόμενου σκοπού, και, επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν παρέχουν προσήκουσα προστασία κατά της αυθαιρεσίας.

98

Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι η προσφεύγουσα είναι ενημερωμένος επιχειρηματίας ο οποίος μπορεί, χρησιμοποιώντας εν ανάγκη τις υπηρεσίες νομικού και οικονομικού συμβούλου, να προβλέψει με επαρκή ακρίβεια τη μέθοδο υπολογισμού και την τάξη μεγέθους τής εκ των προτέρων εισφοράς της.

99

Το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι τα άρθρα 6 και 7 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 παραβιάζουν την αρχή της ασφάλειας δικαίου για τον λόγο ότι το ΕΣΕ άσκησε τη διακριτική ευχέρεια που του παρέχουν οι εν λόγω διατάξεις μέσω των ενδιάμεσων αποφάσεων, οι οποίες δεν δημοσιεύθηκαν ούτε κατέστησαν άλλως προσβάσιμες.

100

Συγκεκριμένα, η ενδεχόμενη έκδοση ή έλλειψη προσβασιμότητας τέτοιων αποφάσεων καταλογίζεται στο ΕΣΕ και δεν προβλέπεται στα άρθρα 6 και 7 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

101

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, συνάγεται ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι τα άρθρα 6 και 7 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 παραβιάζουν την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

102

Κατά συνέπεια, η πρώτη αιτίαση του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

2) Επί της δεύτερης αιτιάσεως, κατά την οποία η Επιτροπή μπορούσε να θεσπίσει άλλη μέθοδο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών

103

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή μπορούσε να θεσπίσει μέθοδο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών η οποία να λαμβάνει υπόψη μόνον τα δεδομένα του ενδιαφερόμενου ιδρύματος, ώστε να μην είναι αναγκαία η χρήση εμπιστευτικών δεδομένων άλλων ιδρυμάτων. Μια τέτοια μέθοδος υπολογισμού θα παρείχε, επομένως, στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να κατανοήσει καλύτερα την έκταση των υποχρεώσεών της και, κατά συνέπεια, δεν θα παραβίαζε την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

104

Το ΕΣΕ αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

105

Εκ προοιμίου, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο κατ’ εξουσιοδότηση αρμοδιότητας κατά την έννοια του άρθρου 290 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή διαθέτει, στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί, ευρεία διακριτική ευχέρεια όταν καλείται, ιδίως, να προβεί σε σύνθετες εκτιμήσεις (πρβλ. απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, Dyson κατά Επιτροπής, C‑44/16 P, EU:C:2017:357, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

106

Τούτο ισχύει όσον αφορά τον καθορισμό των κριτηρίων προσαρμογής των εκ των προτέρων εισφορών στο προφίλ κινδύνου δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59.

107

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η ειδική φύση των επίμαχων εισφορών συνίσταται, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 105 έως 107 της οδηγίας 2014/59 και από την αιτιολογική σκέψη 41 του κανονισμού 806/2014, στην κατοχύρωση, στο πλαίσιο μιας λογικής ασφαλιστικού τύπου, της παροχής επαρκών οικονομικών πόρων από τον χρηματοοικονομικό κλάδο στον ΕΜΕ, ώστε να μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντά του, παρέχοντας συγχρόνως στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα κίνητρα λειτουργίας με λιγότερο ριψοκίνδυνο μοντέλο (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 113).

108

Στο πλαίσιο αυτό, και όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 114 της οδηγίας 2014/59, ο νομοθέτης της Ένωσης ανέθεσε στην Επιτροπή να αποσαφηνίσει, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, τον τρόπο προσαρμογής των εισφορών των ιδρυμάτων στις ρυθμίσεις χρηματοδότησης της εξυγίανσης ανάλογα με το προφίλ κινδύνου τους.

109

Στο ίδιο πνεύμα, στην αιτιολογική σκέψη 107 της ως άνω οδηγίας διευκρινίζεται ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί δίκαιος υπολογισμός των εισφορών και να παρέχονται κίνητρα λειτουργίας με λιγότερο ριψοκίνδυνο μοντέλο, για τις εισφορές στις εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ο πιστωτικός κίνδυνος, ο κίνδυνος ρευστότητας και ο κίνδυνος αγοράς στον οποίο εκτίθενται τα ιδρύματα.

110

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή έπρεπε να καταρτίσει κανόνες προσαρμογής των εκ των προτέρων εισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων επιδιώκοντας δύο αλληλένδετους σκοπούς, ήτοι, αφενός, την κατοχύρωση της συνεκτίμησης των διαφόρων κινδύνων που ενέχουν οι τραπεζικές, ή ευρύτερα χρηματοοικονομικές, δραστηριότητες των ιδρυμάτων και, αφετέρου, την παροχή στα εν λόγω ιδρύματα κινήτρων λειτουργίας με λιγότερο ριψοκίνδυνο μοντέλο.

111

Όπως προκύπτει, όμως, από τα σχετικά με την έκδοση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 έγγραφα, ιδίως τα έγγραφα «JRC technical work supporting Commission second level legislation on risk based contributions to the (single) resolution fund» [τεχνική μελέτη του JRC προς στήριξη της νομοθεσίας δεύτερου επιπέδου της Επιτροπής σχετικά με τις βασισμένες στους κινδύνους εισφορές προς το (ενιαίο) ταμείο εξυγίανσης), στο εξής: μελέτη του JRC], και «Commission Staff Working Document: estimates of the application of the proposed methodology for the calculation of contributions to resolution financing arrangements» (έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής: εκτιμήσεις της εφαρμογής της προτεινόμενης μεθόδου για τον υπολογισμό των εισφορών σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης), η κατάρτιση τέτοιων κανόνων προϋπέθετε πολύπλοκες εκτιμήσεις και αξιολογήσεις εκ μέρους της Επιτροπής στο μέτρο που η Επιτροπή έπρεπε να εξετάσει τα διάφορα στοιχεία βάσει των οποίων οι διάφοροι τύποι κινδύνου εξετάστηκαν στον τραπεζικό και στον χρηματοοικονομικό τομέα.

112

Υπό τις συνθήκες αυτές, όσον αφορά τη μέθοδο προσαρμογής των βασικών ετήσιων εισφορών δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης περιορίζεται στην εξέταση του αν, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που της παρέχεται, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη ή σε κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν υπερέβη προδήλως τα όρια της διακριτικής ευχέρειάς της (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Etimine, C‑15/10, EU:C:2011:504, σκέψη 60).

113

Εν προκειμένω, επισημαίνεται, αφενός, ότι η προσφεύγουσα δεν εκθέτει τον λόγο για τον οποίο το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή μπορούσε να θεσπίσει μέθοδο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών διαφορετική από τη μέθοδο που θεσπίστηκε με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63 έχει ως συνέπεια ο εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός να ενέχει τέτοια πρόδηλη πλάνη ή τέτοια κατάχρηση εξουσίας, με αποτέλεσμα να υπερβαίνει προδήλως τα όρια της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στην Επιτροπή ή να παραβαίνει τις απαιτήσεις της αρχής της ασφάλειας δικαίου, οι οποίες υπομνήσθηκαν στη σκέψη 64 ανωτέρω.

114

Αφετέρου, είναι αληθές ότι, χωρίς τα δεδομένα που αφορούν τα άλλα ιδρύματα, τα οποία καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο και τα οποία, επομένως, δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθούν στην προσφεύγουσα, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υπολογίσει εκ προοιμίου το ακριβές ποσό των εκ των προτέρων εισφορών που οφείλει.

115

Εντούτοις, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 41 ανωτέρω, η ίδια η αρχή της μεθόδου υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, όπως συνάγεται από την οδηγία 2014/59 και τον κανονισμού 806/2014, το κύρος της οποίας δεν αμφισβητήθηκε, συνεπάγεται τη χρήση από το ΕΣΕ δεδομένων που καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο.

116

Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή μπορούσε να θεσπίσει άλλη μέθοδο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

117

Συνεπώς, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

3) Επί της τρίτης αιτιάσεως, η οποία αφορά παράβαση του άρθρου 12 του κανονισμού 2016/1011

118

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα άρθρα 6 και 7 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν πληρούν την απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (ΕΕ 2016, L 171, σ. 1). Κατά την εν λόγω διάταξη, για τον προσδιορισμό ενός δείκτη στο τομέα της ρύθμισης των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο να χρησιμοποιείται μια μεθοδολογία η οποία «διέπεται από σαφείς κανόνες που καθορίζουν τον τρόπο και τον χρόνο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας στο πλαίσιο του καθορισμού του συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς».

119

Το ΕΣΕ αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

120

Επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τον τίτλο του, ο κανονισμός 2016/1011 αφορά τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων.

121

Για τον λόγο αυτόν, ο κανονισμός 2016/1011 δεν έχει εφαρμογή στον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 δεν είναι συμβατός με τις απαιτήσεις διαφάνειας και ακρίβειας που απορρέουν από το άρθρο 12 του εν λόγω κανονισμού.

122

Συνεπώς, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

γ)   Συμπέρασμα επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως

123

Κατόπιν των ανωτέρω, ο τέταρτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

2.   Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, καθότι ενέχει παράβαση πλειόνων κανόνων υπέρτερης ισχύος

124

Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως διαρθρώνεται σε τέσσερα σκέλη.

α)   Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά αντίθεση του άρθρου 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προς το άρθρο 103, παράγραφος 7, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2014/59 και το άρθρο 113, παράγραφος 7, του κανονισμού 575/2013

125

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν είναι συμβατό με το άρθρο 103, παράγραφος 7, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2014/59 και το άρθρο 113, παράγραφος 7, του κανονισμού 575/2013 στο μέτρο που προβλέπει σχετική στάθμιση του δείκτη κινδύνου ΘΣΠ η οποία διαφοροποιεί τα ιδρύματα που είναι μέλη του ίδιου ΘΣΠ, δεδομένου ότι, κατά την εφαρμογή της εν λόγω στάθμισης, το ΕΣΕ οφείλει να λαμβάνει υπόψη τη σχετική στάθμιση του δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης».

126

Ειδικότερα, κατά την προσφεύγουσα, το αποτέλεσμα προστασίας που παρέχει το ΘΣΠ υφίσταται, κατά το άρθρο 113, παράγραφος 7, του κανονισμού 575/2013, κατά τρόπο εκτενή και εξίσου για όλα τα ιδρύματα μέλη του εν λόγω συστήματος. Επιπλέον, διασφαλίζεται ότι τα κεφάλαια του ΘΣΠ θα χρησιμοποιηθούν στο σύνολό τους προτού ζητηθεί έκτακτη χρηματοδοτική στήριξη από δημόσιους πόρους, κατά το άρθρο 113, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 575/2013.

127

Υπό τις συνθήκες αυτές, η διαφοροποίηση των ιδρυμάτων που συμμετέχουν στο ίδιο ΘΣΠ βάσει του δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης», δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, αντιβαίνει προς την ομοιόμορφη και συνεκτική μεταχείριση όλων των συμμετεχόντων στο ΘΣΠ η οποία επιβάλλεται, κατά την προσφεύγουσα, από το άρθρο 103, παράγραφος 7, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2014/59 και το άρθρο 113, παράγραφος 7, του κανονισμού 575/2013.

128

Το ΕΣΕ και η Επιτροπή αμφισβητούν την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

129

Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, όταν το ΕΣΕ εφαρμόζει τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ, λαμβάνει υπόψη τη σχετική στάθμιση του δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης».

130

Κατά συνέπεια, όταν πλείονα ιδρύματα συμμετέχουν στο ίδιο ΘΣΠ, τα ιδρύματα στα οποία αποδίδεται καλύτερη σχετική στάθμιση του δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης» σε σχέση με άλλα ιδρύματα που συμμετέχουν στο εν λόγω ΘΣΠ μπορεί να έχουν ευνοϊκότερη στάθμιση στο πλαίσιο του δείκτη κινδύνου ΘΣΠ σε σχέση με τα εν λόγω άλλα συμμετέχοντα ιδρύματα.

131

Στο πλαίσιο αυτό, από το άρθρο 103, παράγραφος 7, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2014/59 προκύπτει ότι ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις προκειμένου να εξειδικεύσει την έννοια της «προσαρμογής των [βασικών ετήσιων] συνεισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων», «λαμβάνοντας υπόψη» το γεγονός ότι το ίδρυμα συμμετέχει σε ΘΣΠ.

132

Εντούτοις, κανένα στοιχείο στο άρθρο 103, παράγραφος 7, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2014/59 ή, γενικότερα, στο συγκεκριμένο άρθρο δεν διευκρινίζει τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη την εν λόγω συμμετοχή σε ΘΣΠ. Επομένως, δεν προβλέπεται ότι η Επιτροπή πρέπει να αποδίδει την ίδια στάθμιση σε όλα τα ιδρύματα που συμμετέχουν στο ίδιο ΘΣΠ.

133

Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 107 έως 111 ανωτέρω, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη μέθοδο προσαρμογής των βασικών ετήσιων εισφορών δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, περιλαμβανομένου του καθορισμού του κριτηρίου που αφορά τη συμμετοχή των ιδρυμάτων σε ΘΣΠ. Κατά συνέπεια, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση του αν κατά την άσκηση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας υπήρξε πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη του αν η Επιτροπή υπερέβη προδήλως τα όρια της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας.

134

Συναφώς, κατ’ αρχάς, το ΕΣΕ και η Επιτροπή εξέθεσαν, χωρίς να αντικρουσθούν επ’ αυτού, ότι οι συμμετέχοντες σε ΘΣΠ, όπως αυτό στο οποίο συμμετέχει η προσφεύγουσα, δεν έχουν ανεπιφύλακτο δικαίωμα να λαμβάνουν από το ΘΣΠ στήριξη η οποία να καλύπτει το σύνολο των υποχρεώσεών τους, αλλά το ΘΣΠ διαθέτει κάποια διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να στηρίξει κάποιο από τα μέλη του.

135

Εν συνεχεία, το ΕΣΕ και η Επιτροπή επισήμαναν ότι η πτώχευση ιδρύματος με ευρύ και πολύπλοκο ισολογισμό μπορεί να εξαντλήσει στο σύνολό τους τα κεφάλαια ενός τέτοιου ΘΣΠ. Η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στοιχεία προς αντίκρουση του συγκεκριμένου ισχυρισμού.

136

Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο κανένα συγκεκριμένο στοιχείο προκειμένου να αμφισβητήσει το γεγονός ότι ο δείκτης κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης» καθιστά δυνατό να εκτιμηθεί αν ένα ίδρυμα διαθέτει ευρύ και πολύπλοκο ισολογισμό.

137

Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ενέχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή υπερβαίνει προδήλως τα όρια της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στην Επιτροπή από το άρθρο 103, παράγραφος 7, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2014/59.

138

Τέλος, όσον αφορά την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που αντλείται από την αντίθεση του άρθρου 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προς το άρθρο 113, παράγραφος 7, του κανονισμού 575/2013, διαπιστώνεται, κατ’ αρχάς, ότι η τελευταία αυτή διάταξη καθορίζει τις προϋποθέσεις αδειοδότησης των ΘΣΠ για σκοπούς προληπτικής εποπτείας, και όχι τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών.

139

Είναι αληθές ότι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο 8, της οδηγίας 2014/59, το ΕΣΕ μπορεί να λαμβάνει υπόψη μόνον τα ΘΣΠ που αδειοδοτήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 113, παράγραφος 7, του κανονισμού 575/2013. Εντούτοις, κανένα στοιχείο στο γράμμα του άρθρου 113, παράγραφος 7, του εν λόγω κανονισμού δεν απαγορεύει τη διαφοροποίηση μεταξύ των ιδρυμάτων που συμμετέχουν στο ίδιο ΘΣΠ για τον σκοπό του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών.

140

Επιπλέον, μολονότι το άρθρο 113, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 575/2013 προβλέπει ότι, για να αναγνωρίζεται για σκοπούς προληπτικής εποπτείας, το ΘΣΠ πρέπει να είναι σε θέση να παρέχει την αναγκαία υποστήριξη βάσει των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει με πόρους που θα του διατίθενται έγκαιρα, η εν λόγω διάταξη δεν φθάνει μέχρι του σημείου να απαιτεί να διαθέτει το ΘΣΠ επαρκείς πόρους για την αποφυγή της θέσης όλων των μελών του υπό καθεστώς εξυγίανσης, περιλαμβανομένων όλων των μεγάλων ιδρυμάτων.

141

Το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από το άρθρο 5 της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2016/1994 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), της 4ης Νοεμβρίου 2016, σχετικά με την προσέγγιση όσον αφορά την αναγνώριση από τις εθνικές αρμόδιες αρχές των [ΘΣΠ] για σκοπούς προληπτικής εποπτείας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (ΕΕ 2016, L 306, σ. 37), που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα. Η εν λόγω διάταξη, η οποία περιέχει κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του άρθρου 113, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 575/2013, επίσης δεν προβλέπει ότι το ΘΣΠ πρέπει να διαθέτει επαρκείς πόρους για την αποφυγή της θέσης υπό καθεστώς εξυγίανσης όλων των μελών του.

142

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

β)   Επί του δεύτερου σκέλους, το οποίο αφορά αντίθεση του άρθρου 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προς την «αρχή του προσδιορισμού σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο εισφορών» και την αρχή της ίσης μεταχείρισης

143

Το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, δύο αιτιάσεις.

1) Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία αφορά παραβίαση της «αρχής του προσδιορισμού σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο εισφορών»

144

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ενέχει παραβίαση της «αρχής του προσδιορισμού σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο εισφορών» η οποία απορρέει, κατ’ αυτήν, από την αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στα άρθρα 16, 17 και 52 του Χάρτη, το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 και το άρθρο 103, παράγραφοι 2 και 7, της οδηγίας 2014/59.

145

Λαμβανομένης υπόψη της προμνησθείσας αρχής, ο τρόπος με τον οποίο ο δείκτης κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης» καταδεικνύει τον κίνδυνο θέσης της προσφεύγουσας υπό καθεστώς εξυγίανσης, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, δεν προκύπτει, κατά την προσφεύγουσα, με σαφήνεια και ακρίβεια.

146

Επιπλέον, δεν υφίσταται, κατά την προσφεύγουσα, επαρκής αντικειμενικός σύνδεσμος μεταξύ του δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης», του άρθρου 7, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, και του δείκτη κινδύνου συμμετοχής σε ΘΣΠ, που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, ώστε να δικαιολογείται σχετική στάθμιση του δεύτερου αυτού δείκτη κινδύνου.

147

Τέλος, κατά την προσφεύγουσα, μέσω της συσχέτισης των δύο ως άνω δεικτών κινδύνου, ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 καθιερώνει διπλή προσμέτρηση του πρώτου δείκτη κινδύνου, ο οποίος έχει ήδη ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

148

Το ΕΣΕ και η Επιτροπή αμφισβητούν την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

149

Χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν η οδηγία 2014/59 ή άλλος κανόνας του δικαίου της Ένωσης καθιερώνει την «αρχή του προσδιορισμού σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο εισφορών», πρέπει να θεωρηθεί ότι, με την πρώτη αιτίαση του δεύτερου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, καθόσον εμποδίζει το ΕΣΕ να προσαρμόσει καταλλήλως τις βασικές ετήσιες εισφορές στο πραγματικό προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων.

150

Συναφώς, από τις σκέψεις 107 έως 111 ανωτέρω προκύπτει, κατ’ αρχάς, ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 103, παράγραφος 7, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2014/59.

151

Εν συνεχεία, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο κανένα συγκεκριμένο στοιχείο προκειμένου να αντικρούσει τον ισχυρισμό του ΕΣΕ ότι ο δείκτης κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης» συνιστά αντικειμενικό κριτήριο βάσει του οποίου καθίσταται δυνατό, στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, να αξιολογηθεί η πιθανότητα ένα ίδρυμα να ζητήσει από ΘΣΠ στήριξη την οποία το ΘΣΠ δεν θα μπορεί να παράσχει, με αποτέλεσμα το εν λόγω ίδρυμα να διατρέχει κίνδυνο να τεθεί υπό καθεστώς εξυγίανσης. Επομένως, κανένα στοιχείο δεν καταδεικνύει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν επιτρέπει την προσαρμογή της εκ των προτέρων εισφοράς στο πραγματικό προφίλ κινδύνου του ενδιαφερόμενου ιδρύματος.

152

Τέλος, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η μέθοδος που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν καταλήγει σε διπλή προσμέτρηση του δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης».

153

Συγκεκριμένα, αφενός, ο δείκτης κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης» εφαρμόζεται, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, σε όλα τα ιδρύματα η εκ των προτέρων εισφορά των οποίων προσαρμόζεται ανάλογα με το προφίλ κινδύνου τους. Αντιθέτως, για τον σκοπό της εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, ο προμνησθείς δείκτης κινδύνου εφαρμόζεται μόνον στα ως άνω ιδρύματα που συμμετέχουν σε ΘΣΠ. Αφετέρου, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 6, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, σκοπός του δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης» είναι η αξιολόγηση των κινδύνων του οικείου ιδρύματος λόγω, μεταξύ άλλων, των περιουσιακών στοιχείων που κατέχει στον ισολογισμό του, του επιχειρηματικού του μοντέλου και της οργανωτικής διάρθρωσής του. Αντιθέτως, όταν ο εν λόγω δείκτης κινδύνου εφαρμόζεται στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, χρησιμοποιείται για τη στάθμιση του δείκτη κινδύνου ΘΣΠ και αποσκοπεί στην αξιολόγηση των κινδύνων που ένα ίδρυμα το οποίο συμμετέχει σε ΘΣΠ ενέχει για την ικανότητα του εν λόγω ΘΣΠ να παρέμβει προς στήριξη των μελών του. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις που προεκτέθηκαν στις σκέψεις 163 και 164, οι κίνδυνοι που αξιολογούνται με την εφαρμογή του εν λόγω δείκτη κινδύνου μπορεί να διαφέρουν από ίδρυμα σε ίδρυμα και μπορεί, μάλιστα, να είναι τόσο υψηλοί ώστε ένα ΘΣΠ να μην είναι σε θέση να απορροφήσει τους εν λόγω κινδύνους σε περίπτωση πτώχευσης ιδρύματος μέλους.

154

Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτίμησης όταν προβλέπει ότι ο δείκτης κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης» λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας καθορισμού του δείκτη κινδύνου ΘΣΠ.

155

Κατόπιν των ανωτέρω, η πρώτη αιτίαση του δεύτερου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

2) Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης

156

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, εκ φύσεως, το ΘΣΠ προστατεύει όλα τα μέλη του ανεξαρτήτως της συγκεκριμένης κατάστασης κινδύνου κάθε μέλους και, επομένως, κανένα ίδρυμα δεν μπορεί να υπαχθεί μεμονωμένα σε διαδικασία εξυγίανσης όσο το ΘΣΠ υφίσταται και εκπληρώνει τη λειτουργία του. Επομένως, η συμμετοχή σε ΘΣΠ είναι περίσταση η οποία καθιστά όλα τα ενδιαφερόμενα ιδρύματα συγκρίσιμα.

157

Επιτρέποντας, όμως, διαφοροποιήσεις μεταξύ των εν λόγω ιδρυμάτων, το άρθρο 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 του Χάρτη. Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, δεν υφίσταται κανένα αντικειμενικό κριτήριο το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογεί τη διαφορετική αυτή μεταχείριση. Το κριτήριο που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, ήτοι η «πιθανότητα το οικείο ίδρυμα να τεθεί υπό εξυγίανση», δεν εμφανίζει αντικειμενικό σύνδεσμο με το κριτήριο που εφαρμόζεται πραγματικά από το άρθρο 7, παράγραφος 4, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού για τη στάθμιση του δείκτη κινδύνου ΘΣΠ, ήτοι του δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης».

158

Το ΕΣΕ και η Επιτροπή αμφισβητούν την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

159

Στο άρθρο 20 του Χάρτη κατοχυρώνεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης, η οποία επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις ούτε να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο διαφορετικές μεταξύ τους καταστάσεις, εκτός αν η διαφορετική αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Fussl Modestraße Mayr, C‑555/19, EU:C:2021:89, σκέψη 95).

160

Συναφώς, κατ’ αρχάς, πρέπει να εξεταστεί αν ίδρυμα το οποίο είναι μέλος ΘΣΠ, όπως η προσφεύγουσα, βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση με εκείνη των άλλων ιδρυμάτων που είναι μέλη του ίδιου ΘΣΠ.

161

Κατά πάγια νομολογία, ο συγκρίσιμος χαρακτήρας διαφορετικών καταστάσεων εκτιμάται λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που τις χαρακτηρίζουν. Τα στοιχεία αυτά πρέπει, ειδικότερα, να προσδιορίζονται και να εκτιμώνται υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού της πράξης που θεσπίζει την εν λόγω διάκριση. Πρέπει, επιπλέον, να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές και οι σκοποί του τομέα στον οποίο εμπίπτει η πράξη αυτή (βλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Fussl Modestraße Mayr, C‑555/19, EU:C:2021:89, σκέψη 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)

162

Όσον αφορά τις αρχές και τους σκοπούς του τομέα στον οποίο εμπίπτει ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63, υπενθυμίζεται ότι η ειδική φύση των εκ των προτέρων εισφορών συνίσταται, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 105 έως 107 της οδηγίας 2014/59 και από την αιτιολογική σκέψη 41 του κανονισμού 806/2014, στην κατοχύρωση, στο πλαίσιο μιας λογικής ασφαλιστικού τύπου, της παροχής επαρκών οικονομικών πόρων από τον χρηματοοικονομικό κλάδο στον ΕΜΕ, ώστε να μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντά του, παρέχοντας συγχρόνως στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα κίνητρα λειτουργίας με λιγότερο ριψοκίνδυνο μοντέλο (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 113).

163

Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω αρχών και σκοπών, επισημαίνεται ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, όλα τα ιδρύματα που είναι μέλη ΘΣΠ δεν βρίσκονται κατ’ ανάγκην, και για τον λόγο και μόνον της συμμετοχής στο ΘΣΠ, σε παρόμοια κατάσταση. Συγκεκριμένα, όπως παρατήρησε το ΕΣΕ, χωρίς να αντικρουσθεί από την προσφεύγουσα, τα μέλη ΘΣΠ, όπως αυτό στο οποίο συμμετέχει η προσφεύγουσα, δεν έχουν ανεπιφύλακτο δικαίωμα να λαμβάνουν, εκ μέρους του ΘΣΠ, στήριξη η οποία θα κάλυπτε το σύνολο των υποχρεώσεών τους, αλλά το ΘΣΠ διαθέτει κάποια διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει αν θα στηρίξει κάποιο μέλος του.

164

Εν συνεχεία, το ΕΣΕ και η Επιτροπή επισήμαναν ότι η πτώχευση ιδρύματος με ευρύ και πολύπλοκο ισολογισμό θα μπορούσε να εξαντλήσει πλήρως τους πόρους του ΘΣΠ, εν αντιθέσει προς ό,τι θα μπορούσε να συμβεί σε περίπτωση πτώχευσης ιδρυμάτων με πιο περιορισμένους και απλούς ισολογισμούς. Η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε, όμως, στοιχεία προς αντίκρουση του συγκεκριμένου ισχυρισμού.

165

Τέλος, όπως προκύπτει από τη σκέψη 151 ανωτέρω, ο δείκτης κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης» συνιστά αντικειμενικό κριτήριο για την αξιολόγηση των ιδρυμάτων που είναι μέλη ΘΣΠ τα οποία ενδέχεται να ζητήσουν από το ΘΣΠ στήριξη την οποία το ΘΣΠ δεν θα μπορούσε να παράσχει. Επομένως, ο εν λόγω δείκτης συνιστά αντικειμενικό κριτήριο για την αξιολόγηση των ιδρυμάτων που βρίσκονται, όσον αφορά έναν τέτοιο κίνδυνο, σε παρόμοια κατάσταση. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι το εν λόγω κριτήριο είναι συνεπές προς έναν από τους κύριους σκοπούς του ΕΜΕ, ήτοι την παροχή στα ιδρύματα κινήτρων λειτουργίας με λιγότερο ριψοκίνδυνο μοντέλο.

166

Επομένως, η δεύτερη αιτίαση του δεύτερου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίξει βασίμως ότι όλα τα ιδρύματα που είναι μέλη του ίδιου ΘΣΠ βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση.

γ)   Επί του τρίτου σκέλους, το οποίο αφορά αντίθεση του άρθρου 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου

167

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν πληροί τις απαιτήσεις της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Ειδικότερα, κατά την προσφεύγουσα, η εν λόγω διάταξη δεν εκθέτει σαφώς τον τρόπο με τον οποίο το ΕΣΕ οφείλει να λαμβάνει υπόψη τη «σχετική στάθμιση του δείκτη κινδύνου [“εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης”]». Η διάταξη είναι αόριστη σε τέτοιο βαθμό ώστε το ΕΣΕ θα μπορούσε να κατατάξει τα ιδρύματα σε δύο κελιά ή σε περισσότερα από τρία κελιά.

168

Επιπλέον, η εν λόγω διάταξη επιτρέπει στο ΕΣΕ να επιλέξει ελεύθερα τους παράγοντες που εκτιμά πρόσφορους για την κατανομή των ιδρυμάτων σε διάφορα κελιά και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποκλειστεί μια αυθαίρετη συμπεριφορά.

169

Το ΕΣΕ και η Επιτροπή αμφισβητούν την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

170

Αφενός, από το άρθρο 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προκύπτει με επαρκή σαφήνεια ότι, στο πλαίσιο του δείκτη ΘΣΠ, το ΕΣΕ οφείλει να κατατάξει τα ιδρύματα σε κελιά εφαρμόζοντας στάθμιση η οποία λαμβάνει υπόψη υποδείκτες κινδύνου που απαρτίζουν τον δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης».

171

Αφετέρου, είναι αληθές ότι στις σκέψεις 68 έως 85 ανωτέρω επισημάνθηκε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 6, και το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 παρέχουν διακριτική ευχέρεια στο ΕΣΕ όσον αφορά τον καθορισμό του δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης» και τη στάθμιση του δείκτη κινδύνου ΘΣΠ.

172

Εντούτοις, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 86 έως 97 ανωτέρω, από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63 προκύπτει ότι η έκταση και ο τρόπος άσκησης της εν λόγω διακριτικής ευχέρεια καθορίζονται με επαρκή σαφήνεια, ώστε να παρέχουν στα ιδρύματα τη δυνατότητα να προβλέπουν με επαρκή ακρίβεια τη μέθοδο καθορισμού του δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης».

173

Συνεπώς, το τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

δ)   Επί του τέταρτου σκέλους, το οποίο αφορά αντίθεση του άρθρου 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προς την απαίτηση της πλήρους συνεκτίμησης των πραγματικών περιστατικών

174

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν πληροί την απαίτηση της πλήρους συνεκτίμησης των πραγματικών περιστατικών. Συγκεκριμένα, η πιθανότητα ένα ίδρυμα το οποίο είναι μέλος ΘΣΠ να τεθεί υπό καθεστώς εξυγίανσης δεν μπορεί να καθοριστεί αποκλειστικά και μόνον βάσει του δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης». Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και άλλοι βασικοί παράγοντες οι οποίοι καθορίζουν το προφίλ κινδύνου όσον αφορά την πιθανότητα θέσης υπό καθεστώς εξυγίανσης.

175

Το ΕΣΕ και η Επιτροπή αμφισβητούν την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

176

Όταν η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση της απαίτησης «πλήρους συνεκτίμησης των πραγματικών περιστατικών», πρέπει να θεωρηθεί ότι η συγκεκριμένη αιτίαση παραπέμπει στην αρχή της χρηστής διοίκησης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη, η οποία επιβάλλει στα θεσμικά και άλλα όργανα της Ένωσης την υποχρέωση να εξετάζουν, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περίπτωσης (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, Technische Universität München, C‑269/90, EU:C:1991:438, σκέψη 14, και της 23ης Σεπτεμβρίου 2009, Εσθονία κατά Επιτροπής, T‑263/07, EU:T:2009:351, σκέψη 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

177

Εντούτοις, συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει απλώς και μόνον ότι, κατά τη θέσπιση του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, η Επιτροπή αγνόησε ορισμένους «βασικούς παράγοντες» που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την πιθανότητα θέσης υπό καθεστώς εξυγίανσης ιδρύματος μέλους ΘΣΠ, χωρίς να διευκρινίσει, όμως, τους εν λόγω παράγοντες και τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή όφειλε να τους λάβει υπόψη.

178

Επομένως, το τέταρτο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

ε)   Συμπέρασμα επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως

179

Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

3.   Επί του έβδομου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά ένσταση ελλείψεως νομιμότητας των άρθρων 6, 7 και 9 και του παραρτήματος I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, καθόσον ενέχουν παράβαση πλειόνων κανόνων υπέρτερης ισχύος

180

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα άρθρα 6, 7 και 9 και το παράρτημα I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 παραβιάζουν την «αρχή του προσδιορισμού σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο εισφορών», ενέχουν παράβαση των άρθρων 16 και 20 του Χάρτη, παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και δεν πληρούν την απαίτηση «πλήρους συνεκτίμησης των πραγματικών περιστατικών», στο μέτρο που οι εν λόγω διατάξεις καθορίζουν τους πυλώνες και τους δείκτες κινδύνου, καθώς και τη διαδικασία και τους τύπους που εφαρμόζονται κατά τον συνδυασμό τους, βάσει «εξιδανικευμένης εικόνας η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική εμπειρία και κατάσταση του συνόλου των ιδρυμάτων [που πρέπει να καταβάλλουν εκ των προτέρων εισφορές προσαρμοσμένες στο προφίλ κινδύνου τους]».

181

Συγκεκριμένα, η στάθμιση των δεικτών κινδύνου και η εφαρμογή τους στο παράρτημα I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 καταλήγει, κατά την προσφεύγουσα, στη δημιουργία κελιών και στην κατάταξη διαφόρων ιδρυμάτων στα εν λόγω κελιά, πράξεις οι οποίες συνεπάγονται μια επιβάρυνση αντικειμενικά αδικαιολόγητη, δυσανάλογη και εισάγουσα δυσμενή διάκριση για ιδρύματα όπως η προσφεύγουσα.

182

Ειδικότερα, κατά την προσφεύγουσα, από το παράρτημα II της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η εφαρμογή του παραρτήματος I, υπό τον τίτλο «Βήμα 2», του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός εύρους τιμών υπέρμετρα μεγάλου για το πρώτο και το τελευταίο κελί. Για παράδειγμα, όσον αφορά τον δείκτη κινδύνου «σταθμισμένα βάσει του κινδύνου της αγοράς στοιχεία ενεργητικού, διαιρούμενα διά του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού» –που περιλαμβάνεται στον πυλώνα κινδύνου IV–, για το μέρος της εκ των προτέρων εισφοράς που υπολογίζεται σε ενωσιακή βάση, η προσφεύγουσα κατατάσσεται, με την τιμή [εμπιστευτικό] ( 1 ) %, στο κελί [εμπιστευτικό], [εμπιστευτικό], και αντιμετωπίζεται ισότιμα με ίδρυμα με τιμή [εμπιστευτικό] φορές υψηλότερη, ήτοι [εμπιστευτικό] %, μολονότι [εμπιστευτικό]. Το ίδιο συμβαίνει, κατά την προσφεύγουσα, όσον αφορά το μέρος του εν λόγω δείκτη κινδύνου που υπολογίζεται σε εθνική βάση, καθώς και άλλους δείκτες κινδύνου, όπως ο δείκτης «έκθεση σε παράγωγα διά του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1».

183

Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, από το παράρτημα II της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, όσον αφορά έξι από τους εννέα δείκτες κινδύνου του πυλώνα κινδύνου IV που μνημονεύονται στο άρθρο 6, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, πλείονα κελιά δεν περιέχουν ιδρύματα, μολονότι τα πρώτα κελιά περιλαμβάνουν κάθε φορά πολύ μεγάλο αριθμό ιδρυμάτων, στοιχείο το οποίο δεν συνάδει προς το γράμμα του παραρτήματος I του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού δυνάμει του οποίου το ΕΣΕ οφείλει να κατατάσσει τον ίδιο αριθμό ιδρυμάτων σε κάθε κελί. Τούτο καταδεικνύει, κατά την προσφεύγουσα, ότι η Επιτροπή θέσπισε μια κανονιστική ρύθμιση η εφαρμογή της οποίας παράγει ανακόλουθα αποτελέσματα τα οποία δεν αντικατοπτρίζουν το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων που υπόκεινται στις εκ των προτέρων εισφορές.

184

Το ΕΣΕ και η Επιτροπή αμφισβητούν την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

185

Κατά πρώτον, πρέπει να εξεταστεί η συμβατότητα του παραρτήματος I, υπό τον τίτλο «Βήμα 2», του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 με την αρχή της ίσης μεταχείρισης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 του Χάρτη.

186

Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 159 ανωτέρω, πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξεταστεί αν τα εν λόγω ιδρύματα βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση.

187

Κατ’ εφαρμογήν του παραρτήματος I, υπό τον τίτλο «Βήμα 2», του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, το ΕΣΕ πρέπει να υπολογίσει, κατ’ αρχάς, ορισμένα κελιά προκειμένου να συγκρίνει τα ιδρύματα σε σχέση με τους διαφόρους δείκτες και υποδείκτες κινδύνου. Εν συνεχεία, το ΕΣΕ οφείλει να κατατάξει, κατ’ αρχήν, τον ίδιο αριθμό ιδρυμάτων σε κάθε κελί, αρχίζοντας με την κατάταξη των ιδρυμάτων με τις χαμηλότερες τιμές πρωτογενούς δείκτη στο πρώτο κελί. Έπειτα, το ΕΣΕ πρέπει να αποδώσει σε όλα τα ιδρύματα που κατατάχθηκαν σε συγκεκριμένο κελί την ίδια βαθμολογία, που ονομάζεται «διακριτός δείκτης», την οποία πρέπει να λάβει υπόψη για τη συνέχεια του υπολογισμού του πολλαπλασιαστή προσαρμογή τους.

188

Η εφαρμογή της ως άνω μεθόδου των κελιών (ομαδοποίησης), όπως θεσπίστηκε με το παράρτημα I, υπό τον τίτλο «Βήμα 2», του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, δεν αποκλείεται να καταλήξει, στην πράξη, σε καταστάσεις στις οποίες ιδρύματα με τιμές, για συγκεκριμένο δείκτη κινδύνου, οι οποίες προσεγγίζουν τις τιμές των ιδρυμάτων που κατατάχθηκαν στο προηγούμενο κελί να κατατάσσονται, εντούτοις, στο επόμενο κελί, το οποίο περιέχει ιδρύματα με τιμές, για τον ίδιο δείκτη κινδύνου, οι οποίες μπορεί ενίοτε να είναι σημαντικά υψηλότερες. Η συνέπεια αυτή απορρέει από την εφαρμογή του κανόνα που προβλέπεται στο παράρτημα I, υπό τον τίτλο «Βήμα 2», σημείο 3, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, κατά τον οποίο το ΕΣΕ κατατάσσει, κατ’ αρχήν, τον ίδιο αριθμό ιδρυμάτων σε κάθε κελί.

189

Προκειμένου να εξεταστεί αν τα ιδρύματα που κατατάσσονται στο ίδιο κελί, μολονότι έχουν τιμές σημαντικά διαφορετικές μεταξύ τους για τον ίδιο δείκτη κινδύνου, βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση, πρέπει, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 161 και 162 ανωτέρω, να ληφθούν υπόψη οι σκοποί του ΕΜΕ και, ιδίως, ο σκοπός της παροχής στα ιδρύματα κινήτρων λειτουργίας με λιγότερο ριψοκίνδυνο μοντέλο.

190

Διαπιστώνεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ένας από τους κύριους σκοπούς του ΕΜΕ είναι η παροχή στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα κινήτρων εφαρμογής λιγότερο ριψοκίνδυνων μοντέλων λειτουργίας, τα ιδρύματα που κατατάσσονται στο ίδιο κελί, μολονότι έχουν τιμές σημαντικά διαφορετικές μεταξύ τους για τον ίδιο δείκτη κινδύνου, δεν βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση, δεδομένου ότι έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά όσον αφορά την επικινδυνότητα που μετράται από τον συγκεκριμένο δείκτη.

191

Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη σκέψη 187 ανωτέρω, τα προμνησθέντα ιδρύματα τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης, δεδομένου ότι κατατάσσονται στο ίδιο κελί που αφορά τον εν λόγω δείκτη κινδύνου και, επομένως, τους αποδίδεται ο ίδιος διακριτός δείκτης, τον οποίο το ΕΣΕ θα λάβει υπόψη για τον υπολογισμό του πολλαπλασιαστή προσαρμογής.

192

Τούτου λεχθέντος, όταν πρόσωπα τα οποία βρίσκονται σε διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, δεν συντρέχει παραβίαση της αρχή της ίσης μεταχείρισης, εφόσον η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται δεόντως (βλ. απόφαση της 7ης Μαρτίου 2017, RPO, C‑390/15, EU:C:2017:174, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

193

Η εν λόγω μεταχείριση δικαιολογείται εφόσον είναι ανάλογη προς σκοπό που επιδιώκεται νομίμως από το μέτρο με το οποίο αυτή εισάγεται και εφόσον είναι ανάλογη προς τον σκοπό αυτόν (βλ. απόφαση της 7ης Μαρτίου 2017, RPO, C‑390/15, EU:C:2017:174, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

194

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι αποτελεί θεμιτό σκοπό η θέσπιση από θεσμικό όργανο της Ένωσης γενικών κανόνων των οποίων να είναι ευχερής τόσο η εφαρμογή όσο και ο έλεγχος από τις αρμόδιες εθνικές αρχές (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Φεβρουαρίου 2015, Sopora, C‑512/13, EU:C:2015:108, σκέψη 33, και της 7ης Μαρτίου 2017, RPO, C‑390/15, EU:C:2017:174, σκέψη 60).

195

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 είναι σύμφωνος προς τον προμνησθέντα σκοπό.

196

Συγκεκριμένα, με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63 προβλέφθηκε μια μέθοδος προσαρμογής των εκ των προτέρων εισφορών στο προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων, η οποία συνίσταται στη σύγκριση των προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων βάσει τιμών που αποδίδονται στα εν λόγω ιδρύματα για ορισμένους δείκτες κινδύνου.

197

Η μέθοδος των κελιών, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 187 ανωτέρω, παρέχει στο ΕΣΕ τη δυνατότητα να διαχειρίζεται με αποτελεσματικό τρόπο μεγάλο αριθμό δεδομένων τα οποία οφείλει να λαμβάνει υπόψη για τη διενέργεια της σύγκρισης που μνημονεύθηκε στη σκέψη 196 ανωτέρω, αποφεύγοντας συγχρόνως, στο μέτρο του δυνατού, τις παραμορφωμένες συγκρίσεις λόγω της ύπαρξης ακραίων τιμών, ήτοι τιμών που εμφανίζουν μεγάλη απόκλιση από τον μέσο όρο.

198

Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων από την τεχνική μελέτη που εκπόνησε το JRC σχετικά με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63, ένας από τους σκοπούς της μεθόδου των κελιών είναι η καθιέρωση μιας απλής μεθόδου για τη σύγκριση του μεγάλου αριθμού δεδομένων που παρέχουν τα ιδρύματα, η εκ των προτέρων εισφορά των οποίων προσαρμόζεται στο προφίλ κινδύνου τους. Επιπλέον, με την εν λόγω μέθοδο αποφεύγεται το ενδεχόμενο ιδρύματα με ιδιαιτέρως αρνητικές τιμές για ορισμένους δείκτες κινδύνου να επιτυγχάνουν, παρά ταύτα, βαθμολογία που υποδηλώνει χαμηλή επικινδυνότητα για τον συγκεκριμένο δείκτη, δεδομένου ότι υπάρχουν ορισμένα ιδρύματα με ακραίες τιμές.

199

Εν συνεχεία, όσον αφορά την αναλογικότητα της μεθόδου των κελιών ως προς τον επιδιωκόμενο με την επίμαχη κανονιστική ρύθμιση σκοπό, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 107 έως 111 ανωτέρω, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59.

200

Υπό τις συνθήκες αυτές, και κατά τη νομολογία (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψεις 80, 81 και 91, της 30ής Νοεμβρίου 2022, Trasta Komercbanka κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑698/16, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας εκκρεμεί αναίρεση, EU:T:2022:737, σκέψεις 221 και 222 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 21ης Δεκεμβρίου 2022, Firearms United Network κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑187/21, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας εκκρεμεί αναίρεση, EU:T:2022:848, σκέψεις 122 και 123 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), ο έλεγχος, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να περιοριστεί στην εξέταση του αν η μέθοδος των κελιών είναι προδήλως απρόσφορη σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει η Επιτροπή, αν υπερβαίνει προδήλως το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού ή αν συνεπάγεται προδήλως δυσανάλογα προβλήματα σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

201

Όσον αφορά το αν η μέθοδος των κελιών καθιστά δυνατή την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, όπως αυτός διευκρινίστηκε στις σκέψεις 197 και 198 ανωτέρω, παρατηρείται ότι η επίμαχη μέθοδος είναι αναγνωρισμένη στατιστική μέθοδος, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την τεχνική μελέτη του JRC. Ομοίως, η εν λόγω μέθοδος χρησιμοποιεί αντικειμενικά κριτήρια για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών, ήτοι, μεταξύ άλλων, έναν μαθηματικό τύπο ο οποίος προβλέπεται στο παράρτημα I, υπό τον τίτλο «Βήμα 2», σημείο 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

202

Επιπλέον, η μέθοδος των κελιών καθιστά δυνατή την ευχερή σύγκριση των δεδομένων μεγάλου αριθμού ιδρυμάτων και τον αποτελεσματικό και αντικειμενικό υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών τους.

203

Υπό τις συνθήκες αυτές, η επίμαχη μέθοδος καθιστά δυνατή την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην καθιέρωση απλής και ευχερώς επαληθεύσιμης μεθόδου για τη σύγκριση μεγάλου αριθμού δεδομένων με σκοπό τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών.

204

Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι η μέθοδος των κελιών υπερβαίνει προδήλως το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι άλλη μέθοδος σύγκρισης των προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων θα συνεπαγόταν προδήλως λιγότερα προβλήματα για τα ιδρύματα από τη μέθοδο των κελιών καθιστώντας συγχρόνως δυνατή την επίτευξη του εν λόγω σκοπού με εξίσου αποτελεσματικό τρόπο.

205

Τέλος, είναι αληθές ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 188 ανωτέρω, η συγκεκριμένη στατιστική μέθοδος θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια, στην πράξη, σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδρύματα με σημαντικά διαφορετικές τιμές να μπορούν, παρά ταύτα, να κατατάσσονται στο ίδιο κελί, όπως διαφαίνεται στο παράρτημα II της προσβαλλόμενης απόφασης. Εντούτοις, το ενδεχόμενο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί προδήλως δυσανάλογο πρόβλημα ως προς τον σκοπό που επιδιώκεται με την επίμαχη κανονιστική ρύθμιση.

206

Συγκεκριμένα, επισημαίνεται, πρώτον, ότι η προσαρμογή των εκ των προτέρων εισφορών μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον εντός του εύρους συντελεστή ο οποίος κυμαίνεται μεταξύ 0,8 και 1,5, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Επομένως, η βασική ετήσια εισφορά παραμένει το κύριο στοιχείο για τον καθορισμό της εκ των προτέρων εισφοράς λαμβανομένου υπόψη του προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων.

207

Δεύτερον, όπως προκύπτει από την εμπειρική μελέτη που εκπονήθηκε πριν από την έκδοση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, τα συμπεράσματα της οποίας συνοψίστηκαν στην τεχνική μελέτη του JRC, το στατιστικό φαινόμενο που προσδιορίστηκε στις σκέψεις 188 και 205 είναι περιορισμένο, υπό την έννοια ότι τείνει να παρατηρείται κυρίως στα τελευταία κελιά, και όχι στη μεγάλη πλειονότητα των κελιών.

208

Τρίτον, δεν αμφισβητείται ότι τα ιδρύματα που κατατάσσονται στα τελευταία ως άνω κελιά έχουν υψηλότερες τιμές για τον οικείο δείκτη κινδύνου από ό,τι τα ιδρύματα που κατατάσσονται στα χαμηλότερα κελιά.

209

Τέταρτον, η μέθοδος προσαρμογής των εκ των προτέρων εισφορών στο προφίλ κινδύνου λαμβάνει υπόψη πλήθος δεικτών κινδύνου, όπως προκύπτει από το άρθρο 6 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Επομένως, ένα ίδρυμα κατατάσσεται, συνολικά, σε πλήθος κελιών ανάλογα με τις τιμές του και με τις τιμές των άλλων ιδρυμάτων για κάθε δείκτη κινδύνου.

210

Όπως προκύπτει, όμως, από την τεχνική μελέτη του JRC που μνημονεύθηκε στη σκέψη 207 ανωτέρω, τα ιδρύματα τείνουν να κατατάσσονται σε άλλα κελιά για διάφορους δείκτες κινδύνου. Επομένως, μολονότι ένα ίδρυμα κατατάσσεται στο τελευταίο κελί για έναν συγκεκριμένο δείκτη κινδύνου και, ως εκ τούτου, τυγχάνει ισότιμης μεταχείρισης με ιδρύματα με σημαντικά υψηλότερες τιμές, δεν ισχύει, γενικά, το ίδιο για άλλους δείκτες κινδύνου, τούτο δε καθιστά δυνατή τη συνολική σύγκριση των σχετικών ιδρυμάτων.

211

Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η χρήση της μεθόδου των κελιών αντιβαίνει στο άρθρο 20 του Χάρτη και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.

212

Κατά τα λοιπά, παράδειγμα του φαινομένου που εκτέθηκε στις σκέψεις 209 και 210 ανωτέρω αποτελεί ο υπολογισμός της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας για την περίοδο εισφοράς 2021, όπως προκύπτει από το ατομικό της δελτίο. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το μέρος της εκ των προτέρων εισφοράς της που υπολογίζεται σε ενωσιακή βάση, η προσφεύγουσα κατατάσσεται στο [εμπιστευτικό] κελί για [εμπιστευτικό]. Αντιθέτως, η προσφεύγουσα δεν κατατάσσεται στο [εμπιστευτικό] κελί για κανέναν από τους δείκτες κινδύνου που συνθέτουν τους πυλώνες κινδύνου [εμπιστευτικό], μολονότι [εμπιστευτικό].

213

Η κατάσταση είναι, εξάλλου, παρόμοια για το μέρος της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας που υπολογίστηκε σε εθνική βάση. Από το ατομικό δελτίο της προκύπτει ότι η προσφεύγουσα κατατάσσεται στο [εμπιστευτικό] κελί για [εμπιστευτικό]. Αντιθέτως, δεν κατατάσσεται στο [εμπιστευτικό] κελί για κανέναν από τους δείκτες κινδύνου που συνθέτουν [εμπιστευτικό] πυλώνες κινδύνου.

214

Όσον αφορά, κατά δεύτερον, την αιτίαση που αντλείται από παραβίαση της «αρχής του προσδιορισμού σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο εισφορών», παρέλκει η εξέταση του αν υφίσταται, στο δίκαιο της Ένωσης, τέτοια αρχή. Με την εν λόγω αιτίαση μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα προσάπτει, στην πραγματικότητα, στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης θεσπίζοντας τη μέθοδο των κελιών, καθότι η εν λόγω μέθοδος εμποδίζει το ΕΣΕ να προσαρμόζει, κατάλληλα, τις βασικές ετήσιες εισφορές στο πραγματικό προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων.

215

Λαμβανομένων, όμως, υπόψη των παρατηρήσεων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 201 έως 211 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης θεσπίζοντας τη μέθοδο των κελιών.

216

Όσον αφορά, κατά τρίτον, τη συμβατότητα της μεθόδου των κελιών με το άρθρο 16 του Χάρτη και την αρχή της πλήρους συνεκτίμησης των πραγματικών περιστατικών, η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανένα αυτοτελές και στοχευμένο επιχείρημα σχετικά με την παράβαση του εν λόγω άρθρου και την παραβίαση της εν λόγω αρχής, περιοριζόμενη σε επίκληση της παράβασης του προμνησθέντος άρθρου και της παραβίασης της προμνησθείσας αρχής.

217

Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι, προκειμένου μια προσφυγή να είναι παραδεκτή, είναι αναγκαίο τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το ίδιο το δικόγραφο, τούτο δε προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Επομένως, κάθε ισχυρισμός ή λόγος που δεν διατυπώνεται με επαρκή πληρότητα στο εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να θεωρείται απαράδεκτος. Ανάλογες απαιτήσεις προβλέπονται όταν προβάλλεται αιτίαση προς στήριξη κάποιου λόγου. Ο λόγος αυτός απαραδέκτου δημοσίας τάξεως πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή της Ένωσης (βλ. αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 2021, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑265/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:392, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 7ης Ιουλίου 2021, Bateni κατά Συμβουλίου, T‑455/17, EU:T:2021:411, σκέψη 135 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

218

Δεδομένου ότι δεν πληρούν τις ως άνω απαιτήσεις, οι αιτιάσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 216 πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες.

219

Τέλος, η προσφεύγουσα δεν αναπτύσσει, με το δικόγραφο της προσφυγής, καμία αυτοτελή και στοχευμένη επιχειρηματολογία σχετικά με την προβαλλόμενη έλλειψη νομιμότητας των άρθρων 6, 7 και 9 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ή άλλων τμημάτων του παραρτήματος I του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού πέραν αυτού που περιέχεται υπό τον τίτλο «Βήμα 2», η οποία να βαίνει πέραν της επιχειρηματολογίας που εξετάστηκε ανωτέρω.

220

Ως εκ τούτου, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που αφορά τις ως άνω διατάξεις πρέπει να απορριφθεί.

221

Κατόπιν των ανωτέρω, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

4.   Επί του δέκατου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20, παράγραφος 1, πρώτη και δεύτερη περίοδος, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, καθότι αντιβαίνει προς το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 και παραβιάζει την «αρχή του προσδιορισμού σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο εισφορών»

222

Η προσφεύγουσα προβάλλει την έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 20, παράγραφος 1, πρώτη και δεύτερη περίοδος, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 για τον λόγο ότι, στο μέτρο που η εν λόγω διάταξη επιτρέπει στο ΕΣΕ να μην εφαρμόζει, επ’ αόριστον, στο πλαίσιο του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, έναν ή πλείονες δείκτες κινδύνου εάν τα δεδομένα για τους εν λόγω δείκτες δεν είναι διαθέσιμα, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, το οποίο, κατά την προσφεύγουσα, επιβάλλει στην Επιτροπή να λάβει υπόψη όλα τα προβλεπόμενα από τη συγκεκριμένη διάταξη στοιχεία κατά την έκδοση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

223

Ειδικότερα, το άρθρο 20, παράγραφος 1, πρώτη και δεύτερη περίοδος, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 είχε, κατά την προσφεύγουσα, ως αποτέλεσμα, για την περίοδο εισφοράς 2021, το ΕΣΕ να μη λάβει υπόψη, στο πλαίσιο του πυλώνα κινδύνου «έκθεση σε κίνδυνο», τον δείκτη κινδύνου «ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις που κατέχει το ίδρυμα πέραν των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων [(στο εξής: MREL)]», στο πλαίσιο του πυλώνα κινδύνου «σταθερότητα και ποικιλομορφία πηγών χρηματοδότησης», τον δείκτη κινδύνου «δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης» και, στο πλαίσιο του πυλώνα κινδύνου IV, τους δείκτες κινδύνου «πολυπλοκότητα» και «δυνατότητα εξυγίανσης».

224

Για τους ίδιους λόγους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 20, παράγραφος 1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 παραβιάζει επίσης την «αρχή του προσδιορισμού σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο εισφορών».

225

Το ΕΣΕ και η Επιτροπή αμφισβητούν την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

226

Εκ προοιμίου, διευκρινίζεται, αφενός, ότι, στο πλαίσιο του δέκατου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα περιορίζεται να προβάλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

227

Αφετέρου, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν η οδηγία 2014/59 ή άλλος κανόνας του δικαίου της Ένωσης καθιερώνει την «αρχή του προσδιορισμού σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο εισφορών», πρέπει να θεωρηθεί ότι η αιτίαση που η προσφεύγουσα αντλεί από παραβίαση της εν λόγω «αρχής» έχει την έννοια ότι η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, καθόσον εμποδίζει το ΕΣΕ να προσαρμόσει καταλλήλως τις βασικές ετήσιες εισφορές στο πραγματικό προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων.

228

Τούτου λεχθέντος, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, το οποίο επιγράφεται «Μεταβατικές διατάξεις», ένας δείκτης κινδύνου δεν εφαρμόζεται για όσο διάστημα οι πληροφορίες που απαιτούνται για συγκεκριμένο δείκτη που μνημονεύεται στο παράρτημα II του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού δεν περιλαμβάνονται στις απαιτήσεις εποπτικής αναφοράς που μνημονεύονται στο άρθρο 14 του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, ήτοι την απαίτηση υποβολής εποπτικών αναφορών που θεσπίζεται με τον εκτελεστικό κανονισμό 680/2014 της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 2014, για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών από τα ιδρύματα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2014, L 191, σ. 1), ή, ενδεχομένως, στο επίπεδο των κρατών μελών.

229

Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, το οποίο επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία που απαριθμούνται στα στοιχεία αʹ έως ηʹ της συγκεκριμένης διάταξης για την εξειδίκευση της έννοιας της «προσαρμογής των συνεισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων».

230

Παρά ταύτα, το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 αναθέτει στο ΕΣΕ την εξουσία να μην εφαρμόζει, προσωρινά, ορισμένα από τα προμνησθέντα στοιχεία, τα οποία αντικατοπτρίζονται στους δείκτες κινδύνου που προβλέπονται στον εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό.

231

Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, μολονότι είναι αληθές ότι το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να «λαμβάνει υπόψη» το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στο άρθρο 103, παράγραφος 7, στοιχεία αʹ έως ηʹ, της οδηγίας 2014/59, η συγκεκριμένη διάταξη δεν διευκρινίζει τον τρόπο συνεκτίμησης των εν λόγω στοιχείων από την Επιτροπή. Προς τούτο και όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 107 έως 111 ανωτέρω, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια σχετικά με την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης.

232

Μια τέτοια διακριτική ευχέρεια μπορεί, όμως, να συνεπάγεται, ενδεχομένως, την αναγκαιότητα πρόβλεψης μεταβατικών περιόδων για την εφαρμογή των στοιχείων που απαριθμούνται στο άρθρο 103, παράγραφος 7, στοιχεία αʹ έως ηʹ, της οδηγίας 2014/59, λόγω, μεταξύ άλλων, της μη διαθεσιμότητας των αναγκαίων δεδομένων για τον υπολογισμό των δεικτών κινδύνου που βασίζονται στα εν λόγω στοιχεία.

233

Το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 θεσπίζει τέτοια μεταβατική περίοδο δεδομένου ότι δεν επιτρέπει στο ΕΣΕ να μην εφαρμόζει ορισμένα από τα προμνησθέντα στοιχεία επ’ αόριστον, αλλά μόνον προσωρινά, όπως προκύπτει από τον τίτλο του άρθρου 20 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, καθώς και από τις προϋποθέσεις εφαρμογής της παραγράφου του 1.

234

Επιπλέον, επισημαίνεται, όπως έπραξαν επίσης το ΕΣΕ και η Επιτροπή, ότι η δικαιολόγηση της μεταβατικής περιόδου που προβλέπεται από την προμνησθείσα διάταξη συνδέεται στενά με τον σταδιακό χαρακτήρα της διαδικασίας θέσπισης των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας και των αντίστοιχων απαιτήσεων υποβολής πληροφοριών. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 2014/59, κατά τον χρόνο έκδοσης του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 οι εν λόγω απαιτήσεις δεν είχαν ακόμη αποφασιστεί οριστικά ή αποτελούσαν ακόμη αντικείμενο προσαρμογών. Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν αντέκρουσε με ισχυρά επιχειρήματα τον ισχυρισμό του ΕΣΕ ότι οι αρμόδιες αρχές θα καθορίσουν σταδιακά ορισμένες από τις εν λόγω απαιτήσεις οι οποίες, εν συνεχεία, θα επηρεάσουν τα δεδομένα που πρέπει να είναι διαθέσιμα για τον υπολογισμό των δεικτών κινδύνου που προβλέπονται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι τα εν λόγω δεδομένα τα οποία είναι αναγκαία για τον υπολογισμό ορισμένων δεικτών κινδύνου μπορούσαν να μην είναι διαθέσιμα για το σύνολο των ενδιαφερόμενων ιδρυμάτων ή, τουλάχιστον, για το σύνολο των ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους σε ένα κράτος μέλος, κατά τη διάρκεια, τουλάχιστον, μέρους της αρχικής περιόδου, διευκρινιζομένου ότι τα εν λόγω δεδομένα μπορούσαν να μην υποβάλλονται ως εποπτικές αναφορές κατά το δίκαιο της Ένωσης ή, ενδεχομένως, το εθνικό δίκαιο.

235

Στο πλαίσιο αυτό, σκοπός του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 είναι η αποφυγή, ενδεχομένως, της επιβολής δυσανάλογων ή εισαγουσών διακρίσεις επιβαρύνσεων στα ιδρύματα κατά τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών ακριβώς λόγω της προμνησθείσας σταδιακής εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας και των συναφών απαιτήσεων υποβολής πληροφοριών. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω υπολογισμός προϋποθέτει την πραγματοποίηση συγκρίσεων. Συναφώς, το ΕΣΕ εξέθεσε, κατ’ ουσίαν, χωρίς να αντικρουσθεί, ότι εάν τα απαραίτητα δεδομένα για τον υπολογισμό ορισμένων δεικτών κινδύνου δεν υποβάλλονταν ως εποπτικές αναφορές από το σύνολο των ιδρυμάτων ή, τουλάχιστον, από το σύνολο των ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος, το ΕΣΕ θα έπρεπε να λάβει υπόψη δεδομένα σχετικά με τους εν λόγω δείκτες τα οποία δεν είναι, εντούτοις, συγκρίσιμα.

236

Τέλος, είναι αληθές ότι η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 μπορεί να καταλήξει σε κατάσταση στην οποία ορισμένοι δείκτες κινδύνου οι οποίοι προβλέπονται στο άρθρο 6 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού παραμένουν ανεφάρμοστοι καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχικής περιόδου. Εντούτοις, αφενός, η συνέπεια αυτή οφείλεται στον σταδιακό χαρακτήρα της εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 234 ανωτέρω. Αφετέρου, όπως προκύπτει από το άρθρο 71 του κανονισμού 806/2014, οι εν λόγω δείκτες κινδύνου εφαρμόζονται επίσης πέραν της αρχικής περιόδου.

237

Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων που εκτέθηκαν στη σκέψη 231 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτίμησης ή κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη ότι υπερβαίνει προδήλως τα όρια της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στην Επιτροπή από το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59.

238

Επομένως, ο δέκατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Β. Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης

1.   Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού αριθ. 1

239

Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η πράξη επιβολής εισφοράς της BaFin, της 21ης Απριλίου 2021, συνοδευόταν από το κείμενο στην αγγλική γλώσσα της προσβαλλόμενης απόφασης, περιλαμβανομένων των παραρτημάτων της, και την ελεύθερη απόδοσή τους στη γερμανική γλώσσα. Κατά την πράξη επιβολής εισφοράς, αυθεντικό είναι μόνον το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης στην αγγλική γλώσσα.

240

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού αριθ. 1, καθόσον προσδιορίζει ότι το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό, μολονότι η προσφεύγουσα είχε επιλέξει ρητώς τη γερμανική γλώσσα ως επίσημη γλώσσα κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν παραιτήθηκε ρητώς από το δικαίωμα επικοινωνίας της με το ΕΣΕ στη γερμανική γλώσσα, το γεγονός ότι το ΕΣΕ συνέταξε επίσης ανεπίσημο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης στη γερμανική γλώσσα δεν μπορεί να θεραπεύσει το προεκτεθέν ελάττωμα, κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι το ανεπίσημο κείμενο εμφανίζει σημαντικές αποκλίσεις σε σχέση με το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης στην αγγλική γλώσσα.

241

Το ΕΣΕ αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

242

Κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, ο κανονισμός αριθ. 1 εφαρμόζεται στο ΕΣΕ.

243

Από το άρθρο 3 του κανονισμού αριθ. 1 προκύπτει ότι τα έγγραφα τα οποία απευθύνονται από τα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης προς κράτος μέλος ή πρόσωπο το οποίο υπάγεται στη δικαιοδοσία ενός κράτους μέλους πρέπει να συντάσσονται στη γλώσσα του κράτους αυτού.

244

Εντούτοις, δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014, το ΕΣΕ μπορεί να συμφωνήσει με τις ΕΑΕ σχετικά με τη γλώσσα στην οποία συντάσσονται τα έγγραφα που αποστέλλονται στις ή από τις ΕΑΕ, η δε διάταξη αυτή συνιστά lex specialis σε σχέση με το άρθρο 3 του κανονισμού αριθ. 1.

245

Το ΕΣΕ εφάρμοσε, πάντως, το άρθρο 81, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014 συνάπτοντας με τις ΕΑΕ συμφωνία σχετικά με τις πρακτικές λεπτομέρειες της συνεργασίας στο εσωτερικό του ΕΜΕ, η οποία επικυρώθηκε με την απόφαση SRB/PS/2018/15 του ΕΣΕ, της17ης Δεκεμβρίου 2018, για τη θέσπιση του πλαισίου των πρακτικών λεπτομερειών της συνεργασίας στο εσωτερικό του ΕΜΕ μεταξύ του ΕΣΕ και των ΕΑΕ (στο εξής: συμφωνία ΕΣΕ-ΕΑΕ).

246

Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση τήρησε τις λεπτομέρειες που προβλέπονται στην προμνησθείσα συμφωνία.

247

Δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 6, της συμφωνίας ΕΣΕ-ΕΑΕ, οι νομικές πράξεις του ΕΣΕ που απευθύνονται στις ΕΑΕ, με σκοπό την εφαρμογή τους δυνάμει του εθνικού δικαίου, εκδίδονται στην αγγλική γλώσσα, το δε κείμενο των εν λόγω πράξεων στην αγγλική γλώσσα είναι νομικά δεσμευτικό.

248

Συναφώς, από το άρθρο 5, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 προκύπτει ότι το ΕΣΕ οφείλει να γνωστοποιεί στις οικείες ΕΑΕ τις αποφάσεις του για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών.

249

Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, το ΕΣΕ διευκρίνισε, στο άρθρο 2 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η εν λόγω απόφαση θα κοινοποιηθεί στη γερμανική ΕΑΕ, ως αποδέκτη της απόφασης, όπως και στις λοιπές ΕΑΕ.

250

Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 6, της συμφωνίας ΕΣΕ-ΕΑΕ.

251

Επομένως, κατά το άρθρο 81, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014, το ΕΣΕ μπορούσε να συντάξει την προσβαλλόμενη απόφαση στην αγγλική γλώσσα. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσάψει στο ΕΣΕ ότι παρέβη το άρθρο 81, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ή το άρθρο 3 του κανονισμού αριθ. 1.

252

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

253

Κατ’ αρχάς, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, επέλεξε να λαμβάνει τα έγγραφα του ΕΣΕ στη γερμανική γλώσσα και, επομένως, το ΕΣΕ όφειλε να της κοινοποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση στην ίδια γλώσσα.

254

Μολονότι από το έντυπο που προσαρτήθηκε στο παράρτημα A.10 του δικογράφου της προσφυγής προκύπτει ότι η προσφεύγουσα επέλεξε τη γερμανική γλώσσα, η εν λόγω επιλογή αφορά μόνον την ανταλλαγή εγγράφων μεταξύ του ΕΣΕ και της προσφεύγουσας και δεν μπορεί να αφορά τις αποφάσεις σχετικά με τις εκ των προτέρων εισφορές, τις οποίες το ΕΣΕ απευθύνει στις ΕΑΕ.

255

Εν συνεχεία, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά άμεσα και ατομικά και ότι η προσφεύγουσα έχει, επομένως, το δικαίωμα να λάβει επίσημο κείμενο της εν λόγω απόφασης στη γερμανική γλώσσα επίσης δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

256

Αφενός, το εν λόγω επιχείρημα προσκρούει στο γράμμα του άρθρου 81, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014, ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 και το άρθρο 4, παράγραφος 6, της συμφωνίας ΕΣΕ-ΕΑΕ.

257

Αφετέρου, από τη νομολογία προκύπτει ότι δεν υφίσταται γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα να συντάσσεται στη γλώσσα του, υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, κάθε πράξη η οποία μπορεί να επηρεάσει τα συμφέροντά του και κατά την οποία τα όργανα της Ένωσης οφείλουν, χωρίς να επιτρέπεται οποιαδήποτε παρέκκλιση, να χρησιμοποιούν το σύνολο των επίσημων γλωσσών σε όλες τις περιπτώσεις (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Ισπανία κατά Κοινοβουλίου, C‑377/16, EU:C:2019:249, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

258

Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

2.   Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πλημμελή αιτιολογία

259

Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως διαρθρώνεται σε επτά σκέλη.

α)   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

260

Το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει ότι οι νομικές πράξεις αιτιολογούνται. Ομοίως, το δικαίωμα χρηστής διοίκησης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη, προβλέπει την υποχρέωση των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους.

261

Η αιτιολογία απόφασης θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης έχει όλως ιδιαίτερη σημασία, καθόσον παρέχει τη δυνατότητα στον μεν ενδιαφερόμενο να αποφασίσει, έχοντας γνώση όλων των στοιχείων, αν προτίθεται να ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης αυτής, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του και, επομένως, συνιστά μία από τις προϋποθέσεις της αποτελεσματικότητας του δικαστικού ελέγχου που διασφαλίζει το άρθρο 47 του Χάρτη (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 103 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

262

Η αιτιολογία αυτή πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξης και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. Συναφώς, δεν απαιτείται να παραθέτει η αιτιολογία εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της πράξης, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα και ιδίως το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως προς λήψη διευκρινίσεων τα πρόσωπα τα οποία αφορά η πράξη. Επομένως, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον έχει εκδοθεί εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος εις βάρος του μέτρου (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 104 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

263

Προκειμένου να εξεταστεί αν η εν λόγω αιτιολογία είναι επαρκής σε σχέση με απόφαση για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου δεν μπορεί να συναχθεί ότι η αιτιολογία κάθε απόφασης θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης με την οποία υποχρεώνεται ιδιώτης επιχειρηματίας στην καταβολή χρηματικού ποσού πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνει το σύνολο των στοιχείων που παρέχουν στον αποδέκτη της τη δυνατότητα να επαληθεύσει την ακρίβεια του υπολογισμού του χρηματικού ποσού (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

264

Δεύτερον, τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης δεσμεύονται, κατ’ αρχήν, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και εξειδικεύεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 339 ΣΛΕΕ, να μην αποκαλύπτουν στους ανταγωνιστές ιδιώτη επιχειρηματία εμπιστευτικές πληροφορίες που παρέχονται από αυτόν (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 109 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

265

Τρίτον, το να γίνει δεκτό ότι η αιτιολογία της απόφασης του ΕΣΕ για τον καθορισμό εκ των προτέρων εισφορών πρέπει οπωσδήποτε να παρέχει στα ιδρύματα τη δυνατότητα να επαληθεύσουν την ακρίβεια του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς τους θα συνεπαγόταν, κατ’ ανάγκην, ότι θα απαγορευόταν στον νομοθέτη της Ένωσης να θεσπίσει τρόπο υπολογισμού της εισφοράς αυτής ο οποίος περιλαμβάνει δεδομένα των οποίων ο εμπιστευτικός χαρακτήρας προστατεύεται από το δίκαιο της Ένωσης και, ως εκ τούτου, θα μειωνόταν υπερβολικά η ευρεία εξουσία εκτίμησης που πρέπει να διαθέτει προς τούτο ο νομοθέτης, καθότι θα εμποδιζόταν ιδίως να επιλέξει μέθοδο δυνάμενη να διασφαλίσει δυναμική προσαρμογή της χρηματοδότησης του ΕΤΕ στις εξελίξεις του χρηματοπιστωτικού κλάδου, διά της συγκριτικής συνεκτίμησης, ειδικότερα, της χρηματοοικονομικής κατάστασης εκάστου ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο έδαφος συμμετέχοντος στο ΕΤΕ κράτους μέλους (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 118).

266

Τέταρτον, μολονότι από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει το ΕΣΕ πρέπει να σταθμίζεται, λόγω της λογικής του συστήματος χρηματοδότησης του ΕΤΕ και του τρόπου υπολογισμού που θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης, με την υποχρέωση του ΕΣΕ να τηρεί το επιχειρηματικό απόρρητο των ενδιαφερομένων ιδρυμάτων, γεγονός παραμένει ότι η τελευταία αυτή υποχρέωση δεν πρέπει να ερμηνεύεται τόσο διασταλτικά ώστε να καθιστά άνευ ουσιαστικού περιεχομένου την υποχρέωση αιτιολόγησης (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 120).

267

Εντούτοις, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, στο πλαίσιο της στάθμισης της υποχρέωσης αιτιολόγησης με την αρχή της προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου, ότι η αιτιολόγηση απόφασης με την οποία υποχρεούται ιδιώτης επιχειρηματίας στην καταβολή χρηματικού ποσού χωρίς να του παρέχεται το σύνολο των στοιχείων που καθιστούν δυνατό να επαληθευτεί με ακρίβεια ο υπολογισμός του ύψους του εν λόγω ποσού θίγει κατ’ ανάγκην, σε κάθε περίπτωση, την ουσία της υποχρέωσης αιτιολόγησης (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 121).

268

Όσον αφορά την απόφαση του ΕΣΕ για τον καθορισμό εκ των προτέρων εισφορών, η υποχρέωση αιτιολόγησης πρέπει να θεωρηθεί ότι τηρείται όταν τα πρόσωπα τα οποία αφορά η απόφαση, μολονότι δεν τους διαβιβάζονται στοιχεία καλυπτόμενα από το επιχειρηματικό απόρρητο, έχουν στη διάθεσή τους τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιεί το ΕΣΕ και επαρκείς πληροφορίες ώστε να κατανοήσουν, κατ’ ουσίαν, με ποιον τρόπο ελήφθη υπόψη η ατομική κατάστασή τους για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς τους, σε σχέση με την κατάσταση του συνόλου των άλλων ενδιαφερομένων ιδρυμάτων (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 122).

269

Σε μια τέτοια περίπτωση, τα εν λόγω πρόσωπα είναι πράγματι σε θέση να επαληθεύσουν αν η εκ των προτέρων εισφορά τους καθορίστηκε αυθαίρετα, χωρίς να έχει ληφθεί υπόψη η πραγματική οικονομική κατάστασή τους ή διά της χρήσης δεδομένων σχετικών με τον λοιπό χρηματοπιστωτικό τομέα τα οποία δεν είναι ευλογοφανή. Τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν, ως εκ τούτου, να κατανοήσουν τους δικαιολογητικούς λόγους της απόφασης για τον καθορισμό της εκ των προτέρων εισφοράς τους και να εκτιμήσουν αν είναι σκόπιμο να ασκήσουν προσφυγή κατά της απόφασης αυτής και, επομένως, είναι υπερβολικό να απαιτείται από το ΕΣΕ να κοινοποιεί καθένα από τα αριθμητικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται ο υπολογισμός της εισφοράς εκάστου ενδιαφερομένου πιστωτικού ιδρύματος (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 123).

270

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το ΕΣΕ δεν έχει, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση να παράσχει σε πιστωτικό ίδρυμα τα δεδομένα που του παρέχουν τη δυνατότητα να ελέγξει πλήρως την ακρίβεια της τιμής του πολλαπλασιαστή προσαρμογής, δεδομένου ότι η επαλήθευση αυτή προϋποθέτει να έχει το ίδρυμα στη διάθεσή του δεδομένα που καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο σχετικά με την οικονομική κατάσταση εκάστου από τα άλλα ενδιαφερόμενα ιδρύματα (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 135).

271

Απεναντίας, στο ΕΣΕ απόκειται να δημοσιεύσει ή να αποστείλει στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα, υπό συγκεντρωτική και ανωνυμοποιημένη μορφή, τις πληροφορίες σχετικά με τα ιδρύματα αυτά, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό της εισφοράς, στο μέτρο που οι πληροφορίες αυτές μπορούν να κοινοποιηθούν χωρίς να θιγεί το επιχειρηματικό απόρρητο (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 166).

272

Μεταξύ των πληροφοριών που πρέπει, ως εκ τούτου, να τεθούν στη διάθεση των ιδρυμάτων περιλαμβάνονται ιδίως οι οριακές τιμές κάθε κελιού και εκείνες των σχετικών δεικτών κινδύνου, βάσει των οποίων η εκ των προτέρων εισφορά των ιδρυμάτων προσαρμόστηκε στο προφίλ κινδύνου τους (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 167).

273

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα που αναπτύσσει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

β)   Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά τη γλώσσα του κειμένου της προσβαλλόμενης απόφασης που είναι αυθεντικό

274

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν υφίσταται σε γλώσσα την οποία επέλεξε ρητώς η ίδια δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, ήτοι στη γερμανική γλώσσα. Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, υπάρχουν αποκλίσεις σε ουσιώδη σημεία μεταξύ του κειμένου της προσβαλλόμενης απόφασης στην αγγλική γλώσσα, το οποίο είναι το αυθεντικό κείμενο, και της απόδοσής του στη γερμανική γλώσσα.

275

Το ΕΣΕ αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

276

Όσον αφορά, αφενός, την ανυπαρξία της προσβαλλόμενης απόφασης στη γλώσσα που επέλεξε η προσφεύγουσα, η συγκεκριμένη αιτίαση αλληλεπικαλύπτεται, κατ’ ουσίαν, με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως και, επομένως, πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που προεκτέθηκαν στις σκέψεις 242 έως 257. Όσον αφορά, αφετέρου, την αιτίαση που αντλείται από τις αποκλίσεις μεταξύ των γλωσσικών αποδόσεων της προσβαλλόμενης απόφασης, η προσφεύγουσα προσδιορίζει ένα μόνο σημείο της απόφασης στο οποίο το αυθεντικό κείμενο στην αγγλική γλώσσα αποκλίνει από την απόδοσή του στη γερμανική γλώσσα, ήτοι την αιτιολογική σκέψη 114, σχετικά με τη δημιουργία τριών κελιών για τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ. Ακόμη και αν γίνει δεκτό, όμως, ότι υφίσταται τέτοια γλωσσική απόκλιση, η προσφεύγουσα δεν εκθέτει τον λόγο για τον οποίο η εν λόγω απόκλιση εμπόδισε την προσφεύγουσα να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους το ΕΣΕ δημιούργησε τρία κελιά για τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ.

277

Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

γ)   Επί του δεύτερου σκέλους, το οποίο αφορά την πολυπλοκότητα της αιτιολόγησης του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς

278

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι οι επεξηγήσεις του ΕΣΕ με την προσβαλλόμενη απόφαση, οι οποίες κατανέμονται σε τέσσερα χωριστά έγγραφα, είναι υπέρμετρα πολύπλοκες και αδιαφανείς.

279

Εν συνεχεία, το εργαλείο υπολογισμού που χρησιμοποίησε το ΕΣΕ για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών δεν είναι διαθέσιμο ούτε στην προσφεύγουσα ούτε στο Γενικό Δικαστήριο.

280

Τέλος, η πλημμελής αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης επιβεβαιώνεται περαιτέρω από το γεγονός ότι το ΕΣΕ εμβάθυνε την αιτιολογία της απόφασης για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο εισφοράς 2022.

281

Το ΕΣΕ αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

282

Κατ’ αρχάς, η προσφεύγουσα δεν εκθέτει επαρκώς κατά νόμον τον λόγο για τον οποίο το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κατανέμεται σε τέσσερα έγγραφα καθιστά την εν λόγω απόφαση ακατανόητη και συνιστά, επομένως, πλημμελή αιτιολογία.

283

Ομοίως, μολονότι ισχυρίζεται ότι τα έγγραφα που απαρτίζουν την προσβαλλόμενη απόφαση συνδέονται μεταξύ τους μέσω πλειόνων παραπομπών και διασταυρούμενων παραπομπών, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να κατανοηθεί πλήρως καθένα από τα στοιχεία υπολογισμού, η προσφεύγουσα δεν παρέχει κανένα παράδειγμα τέτοιου στοιχείου το οποίο καθίσταται ακατανόητο εκ του λόγου τούτου.

284

Όσον αφορά, εν συνεχεία, το εργαλείο υπολογισμού που χρησιμοποίησε το ΕΣΕ για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών, επισημαίνεται ότι η αιτίαση της προσφεύγουσας αφορά, σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που παρασχέθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το εργαλείο υπολογισμού με τη μορφή λογισμικού που χρησιμοποιείται εσωτερικά από το ΕΣΕ για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών όλων των ιδρυμάτων για την περίοδο εισφοράς 2021.

285

Η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσάψει, όμως, στο ΕΣΕ ότι δεν της παρέσχε πρόσβαση σε τέτοιο εργαλείο, δεδομένου ότι δεν προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο κανένα συγκεκριμένο στοιχείο το οποίο να επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους τέτοια πρόσβαση ήταν αναγκαία για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 268, 271 και 272 ανωτέρω.

286

Τέλος, το γεγονός και μόνον ότι το ΕΣΕ εμβάθυνε, ενδεχομένως, την αιτιολογία της απόφασης για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο εισφοράς 2022 είναι αλυσιτελές προκειμένου να εκτιμηθεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Συγκεκριμένα, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν μπορεί να εξεταστεί υπό το πρίσμα της αιτιολογίας πράξης εκδοθείσας περίπου έναν χρόνο μετά την προσβαλλόμενη απόφαση.

287

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

δ)   Επί του έκτου σκέλους, το οποίο αφορά τη διατήρηση των δεδομένων των άλλων ιδρυμάτων

288

Κατά την προσφεύγουσα, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ανεπαρκής δεδομένου ότι το ΕΤΕ δεν γνωστοποίησε τα δεδομένα των άλλων ιδρυμάτων επί των οποίων βασίστηκε ο υπολογισμός των εκ των προτέρων εισφορών, στοιχείο το οποίο δημιουργεί αβεβαιότητα όσον αφορά την ορθότητα του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της. Επομένως, το ΕΣΕ δεν πέτυχε δίκαιη ισορροπία μεταξύ της υποχρέωσης αιτιολόγησης και του επιχειρηματικού απορρήτου.

289

Το ΕΣΕ αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

290

Στην αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ παρατήρησε ότι «τα επιχειρηματικά απόρρητα των ιδρυμάτων –δηλαδή όλες οι πληροφορίες σχετικά με την επαγγελματική δραστηριότητα των ιδρυμάτων οι οποίες, σε περίπτωση γνωστοποίησης σε ανταγωνιστή ή/και σε ευρύτερο κοινό, θα μπορούσαν να βλάψουν σοβαρά τα συμφέροντα των ιδρυμάτων– θεωρούντ[αν] ως εμπιστευτικές πληροφορίες». Προσέθεσε ότι, «[σ]το πλαίσιο του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών […], οι ατομικές πληροφορίες τις οποίες είχαν παράσχει τα ιδρύματα με τα έντυπα των [εκθέσεών τους] […], στις οποίες στηρ[ιζόταν] για να υπολογίσει την εκ των προτέρων εισφορά τους, θεωρούντ[αν] ως επιχειρηματικά απόρρητα».

291

Επιπλέον, στις αιτιολογικές σκέψεις 90 έως 92 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ επισήμανε ότι του απαγορευόταν να «γνωστοποιήσει τα δεδομένα κάθε ιδρύματος που αποτελ[ούσαν] τη βάση των υπολογισμών της [εν λόγω απόφασης]», ενώ του επιτρεπόταν να «γνωστοποιήσει τα συγκεντρωτικά και κοινά δεδομένα, στο μέτρο που τα δεδομένα αυτά [ήταν] σωρευτικά». Πάντως, κατά την εν λόγω απόφαση, στα ιδρύματα εξασφαλιζόταν «πλήρης διαφάνεια όσον αφορά τον υπολογισμό της [βασικής ετήσιας εισφοράς] τους και του πολλαπλασιαστή προσαρμογής τους» για τα βήματα του υπολογισμού της εισφοράς αυτής, όπως καθορίστηκαν στο παράρτημα Ι του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, τα οποία αφορούσαν τον «υπολογισμό των πρωτογενών δεικτών» (βήμα 1), την «αναβαθμονόμηση των δεικτών» (βήμα 3) και τον «υπολογισμό του σύνθετου δείκτη» (βήμα 5). Επιπλέον, τα ιδρύματα ήταν σε θέση να λάβουν γνώση των «κοινών δεδομένων που είχαν χρησιμοποιηθεί αδιακρίτως από το ΕΣΕ για όλα τα ιδρύματα κατόπιν προσαρμογής με βάση το προφίλ κινδύνου τους» για τα βήματα του υπολογισμού που αφορούσαν τον «διακριτό χαρακτήρα των δεικτών» (βήμα 2), την «ένταξη του αποδοθέντος προσήμου» (βήμα 4) και τον «υπολογισμό των ετήσιων εισφορών» (βήμα 6).

292

Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι η ίδια η αρχή της μεθόδου υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, όπως αυτή απορρέει από την οδηγία 2014/59 και τον κανονισμό 806/2014, συνεπάγεται τη χρήση, εκ μέρους του ΕΣΕ, δεδομένων τα οποία καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο και τα οποία δεν μπορούν να παρατεθούν στην αιτιολογία της απόφασης περί καθορισμού των εκ των προτέρων εισφορών (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 114).

293

Δεύτερον, σε αντίθεση προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η υποχρέωση αιτιολόγησης δεν απαιτεί από το ΕΣΕ να συμπεριλάβει στην προσβαλλόμενη απόφαση λεπτομερείς εκτιμήσεις που να αποδεικνύουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα κάθε κατηγορίας δεδομένων που κοινοποιούν τα ιδρύματα.

294

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 262 ανωτέρω, δεν απαιτείται να παραθέτει η αιτιολογία μιας πράξης εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της πράξης, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα και ιδίως το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως προς λήψη διευκρινίσεων τα πρόσωπα τα οποία αφορά η πράξη.

295

Πλην όμως, αφενός, από τις εκτιμήσεις που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το ΕΣΕ θεώρησε ότι όλα τα δεδομένα που είχαν δηλωθεί από κάθε ίδρυμα καλύπτονταν στο σύνολό τους από το επιχειρηματικό απόρρητο, καθόσον η γνωστοποίηση των δεδομένων αυτών σε ανταγωνιστή ή σε ευρύτερο κοινό θα μπορούσε να βλάψει σοβαρά τα συμφέροντα του ενδιαφερόμενου ιδρύματος.

296

Αφετέρου, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα παρέσχε τα δικά της δεδομένα για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών, σύμφωνα με το άρθρο 14 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, είχε πλήρη γνώση της φύσης και των γενικών χαρακτηριστικών κάθε κατηγορίας των εν λόγω δεδομένων. Ως εκ τούτου, ήταν, μεταξύ άλλων, σε θέση να εκτιμήσει σε ποιον βαθμό καθεμία από τις εν λόγω κατηγορίες δεδομένων μπορούσε να περιλαμβάνει εμπιστευτικές πληροφορίες.

297

Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα είχε στη διάθεσή της επαρκείς πληροφορίες ώστε να κατανοήσει και, αν χρειαζόταν, να αμφισβητήσει τους λόγους για τους οποίους το ΕΣΕ είχε θεωρήσει ότι τα ατομικά δεδομένα των άλλων ιδρυμάτων καλύπτονταν από το επιχειρηματικό απόρρητο. Μπορούσε ιδίως να αμφισβητήσει, με βάση τη φύση και τα γενικά χαρακτηριστικά κάθε κατηγορίας των δεδομένων αυτών, την εκτίμηση του ΕΣΕ που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία τα εν λόγω δεδομένα είχαν απόρρητο χαρακτήρα και η γνωστοποίησή τους μπορούσε να βλάψει σοβαρά τα συμφέροντα του ενδιαφερόμενου ιδρύματος. Επομένως, η προσφεύγουσα είχε στη διάθεσή της όλα τα αναγκαία στοιχεία για να μπορέσει να επικρίνει την εκ μέρους του ΕΣΕ μη τήρηση των επιταγών που έχει προσδιορίσει το Δικαστήριο όσον αφορά τη στάθμιση της υποχρέωσης αιτιολόγησης με την αρχή της προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου, όπως αυτές υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 268, 271 και 272 ανωτέρω.

298

Η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε, όμως, στοιχεία προκειμένου να θέσει υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση του ΕΣΕ ότι τα ατομικά δεδομένα των άλλων ιδρυμάτων καλύπτονταν από το επιχειρηματικό απόρρητο.

299

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη καθόσον δεν περιέχει τα ατομικά στοιχεία των άλλων ιδρυμάτων βάσει των οποίων θα μπορούσε να επαληθευτεί ο υπολογισμός της εκ των προτέρων εισφοράς της.

300

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το ΕΣΕ, προκειμένου να εκπληρώσει την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει, οφείλει να της παράσχει, σε ανωνυμοποιημένη μορφή, κατάλογο όλων των δεδομένων των ιδρυμάτων που κατατάσσονται στο ίδιο κελί με την ίδια.

301

Αφενός, η επιβολή στο ΕΣΕ τέτοιας απαίτησης θα έβαινε πέραν των απαιτήσεων που επιβάλλονται από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 268, 271 και 272 ανωτέρω.

302

Αφετέρου, το ΕΣΕ υποστήριξε, χωρίς να αντικρουσθεί με ισχυρά επιχειρήματα επ’ αυτού, ότι ακόμη και κατάλογος με ανωνυμοποιημένα δεδομένα για συγκεκριμένο κελί μπορούσε να παράσχει στους οικονομικούς φορείς που δραστηριοποιούνται στον τραπεζικό τομέα, οι οποίοι είναι ενημερωμένοι επιχειρηματίες, τη δυνατότητα να πληροφορηθούν στοιχεία ορισμένων ιδρυμάτων τα οποία καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο. Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε, μεταξύ άλλων, ότι τέτοιοι φορείς γνώριζαν τα ιδρύματα τα οποία είχαν την τάση να έχουν υψηλές τιμές για ορισμένους δείκτες κινδύνου. Εάν, δε, λάμβαναν καταλόγους με τέτοια δεδομένα κάθε έτος, θα μπορούσαν να παρακολουθούν την εξέλιξη των δεικτών κινδύνου των εν λόγω ιδρυμάτων, μολονότι οι εν λόγω δείκτες απαρτίζονται από ευαίσθητα, από εμπορικής απόψεως, δεδομένα. Τέτοιος κίνδυνος υφίσταται ειδικότερα όσον αφορά τα μεγάλα ιδρύματα και τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στα κράτη μέλη στα οποία υπάρχει περιορισμένος μόνον αριθμός ιδρυμάτων με υποχρέωση καταβολής της εκ των προτέρων εισφοράς. Συγκεκριμένα, δεν αποκλείεται, στις περιπτώσεις αυτές, ένας ενημερωμένος επιχειρηματίας να είναι σε θέση να συναγάγει την ταυτότητα τέτοιων ιδρυμάτων, ακόμη και αν αυτά έχουν ανωνυμοποιηθεί. Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στο ΕΣΕ ότι δεν κατάρτισε κατάλογο όλων των ανωνυμοποιημένων δεδομένων των ιδρυμάτων που κατατάσσονται στο ίδιο κελί.

303

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το έκτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

ε)   Επί του τρίτου σκέλους, το οποίο αφορά την αιτιολόγηση του ετήσιου επιπέδου-στόχου

304

Κατά την προσφεύγουσα, ο καθορισμός του ετήσιου επιπέδου-στόχου δεν αιτιολογείται δεόντως με την προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, το ΕΣΕ όφειλε να εκθέσει το μέτρο στο οποίο έλαβε υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των φιλοκυκλικών εισφορών στη χρηματοοικονομική θέση των ενδιαφερόμενων ιδρυμάτων. Επιπλέον, το ΕΣΕ δεν κοινοποίησε το προβλεπόμενο τελικό επίπεδο-στόχο ούτε την ερμηνεία του όσον αφορά το όριο που μνημονεύεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014. Όπως, όμως, προκύπτει από την απόφαση για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο εισφοράς 2022, το ΕΣΕ εκτιμά ότι έχει την εξουσία να αυξάνει ελεύθερα το ετήσιο επίπεδο-στόχο, εφαρμόζοντας έναν συντελεστή ο οποίος δεν προβλέπεται από την εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση, και να επιβάλλει, τοιουτοτρόπως, στα ιδρύματα υπέρμετρη επιβάρυνση.

305

Το ΕΣΕ αντιτάσσει ότι, από τις αιτιολογικές σκέψεις 35 έως 48 της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι εκπλήρωσε την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου για την περίοδο εισφοράς 2021.

306

Ειδικότερα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 43 έως 48 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το ΕΣΕ έλαβε υπόψη την πανδημία COVID‑19 στο πλαίσιο της ανάλυσης της φάσης του συγκυριακού κύκλου καθώς και τα δυνητικά φιλοκυκλικά αποτελέσματα των εισφορών στην οικονομική κατάσταση των εισφερόντων ιδρυμάτων. Συναφώς, το ΕΣΕ εξέθεσε ότι ανέμενε ανάκαμψη της οικονομίας κατά τη διάρκεια του 2021, ακόμη και αν η εν λόγω ανάκαμψη δεν μπορούσε να προβλεφθεί ευχερώς.

307

Εξάλλου, το ΕΣΕ δημοσίευσε στον διαδικτυακό τόπο του την πρόβλεψη για το τελικό επίπεδο-στόχο, η δε προσφεύγουσα έλαβε γνώση της δημοσίευσης αυτής. Η προβαλλόμενη μη γνωστοποίηση της ερμηνείας του ΕΣΕ όσον αφορά το όριο του 12,5 % που προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 δεν είναι ικανή να επηρεάσει τη νομιμότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης.

308

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, έως το τέλος της αρχικής περιόδου, τα διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικά μέσα πρέπει να ανέρχονται στο τελικό επίπεδο-στόχο, το οποίο αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

309

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, στην αρχική περίοδο, οι εκ των προτέρων εισφορές κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το προαναφερθέν στη σκέψη 308 τελικό επίπεδο-στόχος, αλλά λαμβανομένης δεόντως υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου καθώς και του αντικτύπου των φιλοκυκλικών εισφορών στη χρηματοοικονομική θέση των ιδρυμάτων.

310

Στο άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 διευκρινίζεται ότι, κάθε έτος, οι εισφορές που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών δεν υπερβαίνουν το 12,5 % του τελικού επιπέδου-στόχου.

311

Όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει ότι το ΕΣΕ καθορίζει το ύψος τους με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο, λαμβάνοντας υπόψη το τελικό επίπεδο-στόχο, και με βάση το μέσο ποσό, υπολογιζόμενο ανά τρίμηνο, των καλυπτόμενων καταθέσεων του προηγούμενου έτους όσον αφορά όλα τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

312

Ομοίως, κατά το άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, το ΕΣΕ υπολογίζει την εκ των προτέρων εισφορά για κάθε ίδρυμα με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο, το οποίο πρέπει να καθορίζεται σε σχέση με το τελικό επίπεδο-στόχο και με τη μεθοδολογία που ορίζεται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63.

313

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ καθόρισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου, ως προς την περίοδο εισφοράς 2021, σε 11287677212,56 ευρώ.

314

Στις αιτιολογικές σκέψεις 36 και 37 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ εξήγησε κατ’ ουσίαν ότι το ετήσιο επίπεδο-στόχος έπρεπε να καθοριστεί βάσει ανάλυσης που να εστιάζει στην εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τα προηγούμενα έτη, σε οποιαδήποτε σχετική εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης καθώς και στους δείκτες που αφορούν τη φάση του οικονομικού κύκλου και στα αποτελέσματα φιλοκυκλικών εισφορών για τη χρηματοοικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων. Εν συνεχεία, το ΕΣΕ έκρινε σκόπιμο να καθορίσει συντελεστή ο οποίος στηριζόταν στην ανάλυση αυτή και στα διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικά μέσα (στο εξής: συντελεστής). Το ΕΣΕ εφάρμοσε τον συντελεστή στο ένα όγδοο του μέσου ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020, προκειμένου να υπολογίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο.

315

Το ΕΣΕ εξέθεσε τη μέθοδο που ακολούθησε για τον καθορισμό του συντελεστή στις αιτιολογικές σκέψεις 38 έως 47 της προσβαλλόμενης απόφασης.

316

Στην αιτιολογική σκέψη 38 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ διαπίστωσε σταθερή ανοδική τάση των καλυπτόμενων καταθέσεων ως προς όλα τα ιδρύματα των συμμετεχόντων κρατών μελών. Ειδικότερα, το μέσο ποσό των καταθέσεων αυτών, υπολογιζόμενο ανά τρίμηνο, ανερχόταν για το έτος 2020 σε 6,689 δισεκατομμύρια ευρώ.

317

Στις αιτιολογικές σκέψεις 40 και 41 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ παρουσίασε την προβλεπόμενη εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων για τα τρία εναπομένοντα έτη της αρχικής περιόδου, ήτοι από το 2021 έως το 2023. Εκτίμησε ότι οι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων έως το τέλος της αρχικής περιόδου θα κυμαίνονταν μεταξύ 4 % και 7 %.

318

Στις αιτιολογικές σκέψεις 42 έως 45 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ παρουσίασε μια αξιολόγηση της φάσης του οικονομικού κύκλου και του δυνητικού φιλοκυκλικού αποτελέσματος που θα μπορούσαν να έχουν οι εκ των προτέρων εισφορές για την οικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων. Επισήμανε ότι προς τούτο είχε λάβει υπόψη διάφορους δείκτες, όπως την πρόβλεψη της Επιτροπής για την αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και τις σχετικές προβλέψεις της ΕΚΤ ή την πιστωτική ροή του ιδιωτικού τομέα ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.

319

Στην αιτιολογική σκέψη 46 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν μεν εύλογο να αναμένεται περαιτέρω αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων εντός της τραπεζικής ένωσης, αλλά ο ρυθμός της εν λόγω αύξησης θα ήταν χαμηλότερος από ό,τι το 2020. Συναφώς, το ΕΣΕ επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 47 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι είχε υιοθετήσει «συνετή προσέγγιση» όσον αφορά τους ρυθμούς αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων για τα επόμενα έτη έως και το 2023.

320

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το ΕΣΕ καθόρισε, στην αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ύψος του συντελεστή στο 1,35 %. Στη συνέχεια, υπολόγισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου, πολλαπλασιάζοντας το μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020 με τον ως άνω συντελεστή και διαιρώντας το γινόμενο διά του οκτώ, σύμφωνα με τον ακόλουθο μαθηματικό τύπο, που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 48 της εν λόγω απόφασης:

«Στόχος0 [ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου] = Άθροισμα των καλυπτόμενων καταθέσεων2020 * 0,0135 * ⅛ = EUR 11287677212,56».

321

Εντούτοις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ΕΣΕ επισήμανε ότι είχε καθορίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο για την περίοδο εισφοράς 2021 ως εξής.

322

Πρώτον, βάσει ανάλυσης προοπτικών, το ΕΣΕ καθόρισε το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών, το οποίο προβλεπόταν για το τέλος της αρχικής περιόδου, σε περίπου 7,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Για να καταλήξει στο ως άνω ποσό, το ΕΣΕ έλαβε υπόψη το μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020, ήτοι 6,689 δισεκατομμύρια ευρώ, ετήσιο ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων 4 % καθώς και τον αριθμό των περιόδων εισφοράς που υπολείπονταν μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, δηλαδή τρεις.

323

Δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, το ΕΣΕ υπολόγισε το 1 % του ως άνω ποσού των 7,5 δισεκατομμυρίων ευρώ προκειμένου να καταλήξει στο εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου που έπρεπε να έχει επιτευχθεί την 31η Δεκεμβρίου 2023, ήτοι περίπου 75 δισεκατομμύρια ευρώ.

324

Τρίτον, το ΕΣΕ αφαίρεσε από το τελευταίο αυτό ποσό τους οικονομικούς πόρους που ήταν ήδη διαθέσιμοι στο πλαίσιο του ΕΤΕ το 2021, ήτοι περίπου 42 δισεκατομμύρια ευρώ, προκειμένου να καταλήξει στο ποσό που απέμενε να εισπραχθεί κατά τις υπολειπόμενες περιόδους εισφοράς μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, ήτοι από το 2021 έως το 2023. Το ποσό αυτό ανερχόταν σε περίπου 33 δισεκατομμύρια ευρώ.

325

Τέταρτον, το ΕΣΕ διαίρεσε το τελευταίο αυτό ποσό διά του τρία προκειμένου να το κατανείμει ομοιόμορφα μεταξύ των τριών υπολειπόμενων περιόδων εισφοράς. Κατά τον τρόπο αυτό, το ετήσιο επίπεδο-στόχος για την περίοδο εισφοράς 2021 καθορίστηκε στο προαναφερθέν στη σκέψη 313 ύψος, ήτοι περίπου 11,287 δισεκατομμύρια ευρώ.

326

Το ΕΣΕ υποστήριξε επίσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι είχε δημοσιοποιήσει πληροφοριακά στοιχεία στα οποία είχε στηριχθεί η μέθοδος που εκτέθηκε στις σκέψεις 322 έως 325 ανωτέρω και τα οποία παρείχαν στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να κατανοήσει τη μέθοδο με την οποία καθορίστηκε το ετήσιο επίπεδο-στόχος. Συγκεκριμένα, διευκρίνισε ότι είχε δημοσιεύσει στον διαδικτυακό τόπο του, τον Μάιο του 2021, ήτοι μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά πριν από την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, ενημερωτικό δελτίο με την ονομασία «Fact Sheet 2021» (στο εξής: ενημερωτικό δελτίο), στο οποίο αναγραφόταν το εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου. Ομοίως, το ΕΣΕ υποστήριξε ότι η πληροφορία σχετικά με το ύψος των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων ήταν επίσης προσβάσιμη μέσω του διαδικτυακού τόπου του καθώς και μέσω άλλων δημόσιων πηγών, και μάλιστα πολύ πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

327

Προκειμένου να εξεταστεί αν το ΕΣΕ τήρησε την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι η ελλιπής ή ανεπαρκής αιτιολογία συνιστά λόγο δημοσίας τάξεως τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης μπορεί και μάλιστα οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως (βλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί και μάλιστα οφείλει να λάβει υπόψη και άλλες πλημμέλειες της αιτιολογίας πέραν εκείνων τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση που οι πλημμέλειες αυτές αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

328

Προς τον σκοπό αυτό, οι διάδικοι αγόρευσαν κατά την προφορική διαδικασία ως προς όλες τις πλημμέλειες της αιτιολογίας τις οποίες ενδεχομένως πάσχει η προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου. Ειδικότερα, έχοντας ερωτηθεί ρητώς και επανειλημμένως ως προς το ζήτημα αυτό, το ΕΣΕ περιέγραψε τα επιμέρους στάδια της μεθόδου που είχε πράγματι ακολουθήσει προκειμένου να καθορίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο για την περίοδο εισφοράς 2021, όπως αυτά εκτίθενται στις σκέψεις 321 έως 325 ανωτέρω.

329

Όσον αφορά, εν συνεχεία, το περιεχόμενο της υποχρέωσης αιτιολόγησης, από τη νομολογία προκύπτει ότι η αιτιολογία απόφασης την οποία λαμβάνει θεσμικό ή άλλο όργανο της Ένωσης πρέπει, ιδίως, να μην περιέχει αντιφάσεις, ούτως ώστε να παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να λάβουν γνώση του πραγματικού σκεπτικού της απόφασης προκειμένου να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, στο δε αρμόδιο δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 169 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, Suproco κατά Επιτροπής, T‑101/03, EU:T:2005:336, σκέψεις 20 και 45 έως 47, και της 16ης Δεκεμβρίου 2015, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑241/13, EU:T:2015:982, σκέψη 56).

330

Ομοίως, όταν το όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση παρέχει ορισμένες εξηγήσεις σχετικά με το σκεπτικό της κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, οι εξηγήσεις πρέπει να αντιστοιχούν στις εκτιμήσεις που διατυπώνονται στην απόφαση (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, Suproco κατά Επιτροπής, T‑101/03, EU:T:2005:336, σκέψεις 45 έως 47, και της 13ης Δεκεμβρίου 2016, Printeos κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-95/15, EU:T:2016:722, σκέψεις 54 και 55).

331

Ειδικότερα, εάν οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αντιστοιχούν προς τις εν λόγω εξηγήσεις που παρέχονται κατά την ένδικη διαδικασία, η αιτιολογία της απόφασης δεν εκπληρώνει τις λειτουργίες που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 261 και 262 ανωτέρω. Ιδίως, μια τέτοια αναντιστοιχία εμποδίζει τους μεν ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση του πραγματικού σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, πριν από την άσκηση της προσφυγής, και να προετοιμάσουν την άμυνά τους υπό το πρίσμα του σκεπτικού αυτού, τον δε δικαστή της Ένωσης να εντοπίσει τις αιτιολογίες που αποτέλεσαν το πραγματικό νομικό έρεισμα της απόφασης και να εξετάσει τη συμμόρφωσή τους προς τους εφαρμοστέους κανόνες.

332

Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, στην περίπτωση που το ΕΣΕ εκδίδει απόφαση για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών, οφείλει να γνωστοποιεί στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα τη μέθοδο υπολογισμού των εισφορών αυτών (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 122).

333

Το ίδιο πρέπει να ισχύει όσον αφορά τη μέθοδο καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου, δεδομένου ότι το ποσό του έχει ουσιώδη σημασία για την όλη οικονομία της απόφασης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, ο τρόπος υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών συνίσταται στον επιμερισμό του εν λόγω ποσού μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων ιδρυμάτων και, επομένως, η αύξηση ή η μείωση του ποσού αυτού συνεπάγεται αντίστοιχη αύξηση ή μείωση της εκ των προτέρων εισφοράς καθενός από τα ιδρύματα αυτά.

334

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, εφόσον το ΕΣΕ υποχρεούται να παρέχει στα ιδρύματα, μέσω της προσβαλλόμενης απόφασης, εξηγήσεις σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου, οι εξηγήσεις αυτές πρέπει να αντιστοιχούν προς τις εξηγήσεις τις οποίες παρέχει το ΕΣΕ κατά την ένδικη διαδικασία και οι οποίες αφορούν την πράγματι εφαρμοσθείσα μέθοδο.

335

Τούτο δεν συμβαίνει, όμως, εν προκειμένω.

336

Ειδικότερα, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι ο μαθηματικός τύπος που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης παρουσιάζεται ως η βάση για τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου. Προκύπτει όμως ότι ο τύπος αυτός δεν περιλαμβάνει τα στοιχεία της μεθόδου που πράγματι εφάρμοσε το ΕΣΕ, όπως η μέθοδος αυτή αποσαφηνίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 322 έως 325 ανωτέρω, το ΕΣΕ προσδιόρισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου, στο πλαίσιο της μεθόδου αυτής, αφαιρώντας από το τελικό επίπεδο-στόχο τα χρηματοδοτικά μέσα που ήταν διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ, προκειμένου να υπολογίσει το ποσό που απέμενε να εισπραχθεί μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, και διαιρώντας το τελευταίο αυτό ποσό διά του τρία. Πλην όμως τα δύο αυτά βήματα του υπολογισμού ουδόλως αποτυπώνονται στον εν λόγω μαθηματικό τύπο.

337

Είναι αληθές ότι, από την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, προκύπτει ότι η προσφεύγουσα γνώριζε το ενημερωτικό δελτίο και, επομένως, τα ενδεχόμενα ποσά του τελικού επιπέδου-στόχου που περιέχονταν στο εύρος τιμών που περιλαμβανόταν στο ενημερωτικό δελτίο. Εντούτοις, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα γνώριζε επίσης το ύψος των διαθέσιμων χρηματοδοτικών μέσων στο πλαίσιο του ΕΤΕ, οι περιστάσεις αυτές και μόνον δεν καθιστούσαν δυνατό να διαγνώσει ότι οι δύο προαναφερθείσες στη σκέψη 336 μαθηματικές πράξεις είχαν όντως εκτελεστεί από το ΕΣΕ, διευκρινιζομένου επιπλέον ότι ο μαθηματικός τύπος που παρέθετε η αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε καν τις ανέφερε.

338

Παρόμοιες ανακολουθίες χαρακτηρίζουν επίσης τον τρόπο με τον οποίο καθορίστηκε ο συντελεστής του 1,35 %, ο οποίος διαδραματίζει ωστόσο βασικό ρόλο στον προαναφερθέντα στη σκέψη 337 μαθηματικό τύπο. Ειδικότερα, ο συντελεστής αυτός θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι βασίζεται, μεταξύ άλλων παραμέτρων, στην προβλεπόμενη αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τα υπολειπόμενα έτη της αρχικής περιόδου. Όπως όμως δέχθηκε το ΕΣΕ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο συντελεστής αυτός καθορίστηκε κατά τρόπον ώστε να μπορεί να δικαιολογήσει το αποτέλεσμα του υπολογισμού του ύψους του ετήσιου επιπέδου-στόχου, ήτοι αφού το ΕΣΕ υπολόγισε το ύψος αυτό κατ’ εφαρμογήν των τεσσάρων βημάτων που εκτίθενται στις σκέψεις 322 έως 325 ανωτέρω και, ιδίως, με διαίρεση διά του τρία του ποσού που προκύπτει από την αφαίρεση των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων από το τελικό επίπεδο-στόχο. Πλην όμως ο συγκεκριμένος τρόπος ενέργειας ουδόλως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση.

339

Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του ενημερωτικού δελτίου, το ύψος του εκτιμώμενου τελικού επιπέδου-στόχου εντασσόταν σε εύρος τιμών μεταξύ 70 και 75 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το εν λόγω εύρος τιμών τελεί σε αναντιστοιχία με το εμφαινόμενο στην αιτιολογική σκέψη 41 της προσβαλλόμενης απόφασης εύρος τιμών όσον αφορά τον ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων, το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 4 % και 7 %. Ειδικότερα, το ΕΣΕ διευκρίνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, προκειμένου να καθορίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο, είχε λάβει υπόψη ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων 4 % –δηλαδή τη χαμηλότερη τιμή του δεύτερου εύρους τιμών– και είχε καταλήξει κατά τον τρόπο αυτό σε εκτιμώμενο τελικό επίπεδο-στόχο ύψους 75 δισεκατομμυρίων ευρώ –το οποίο αποτελούσε την υψηλότερη τιμή του πρώτου εύρους τιμών. Προκύπτει επομένως αναντιστοιχία μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου εύρους τιμών. Ειδικότερα, αφενός, το εύρος τιμών που αφορά τον ρυθμό μεταβολής των καλυπτόμενων καταθέσεων περιλαμβάνει επίσης τιμές υψηλότερες του συντελεστή 4 %, οι οποίες όμως, αν είχαν εφαρμοστεί, θα συνεπάγονταν εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου υψηλότερο από εκείνα που περιλαμβάνονται στο εύρος τιμών του τελικού επιπέδου-στόχου. Αφετέρου, είναι αδύνατο για την προσφεύγουσα να κατανοήσει τον λόγο για τον οποίο το ΕΣΕ περιέλαβε στο εύρος τιμών του τελικού επιπέδου-στόχου ποσά χαμηλότερα των 75 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ειδικότερα, για να προκύψουν τέτοια ποσά, θα έπρεπε να είχε εφαρμοστεί συντελεστής χαμηλότερος του 4 %, ο οποίος ωστόσο δεν περιλαμβάνεται στο εύρος τιμών του ρυθμού αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο το ΕΣΕ είχε χρησιμοποιήσει το σχετικό με τον ρυθμό μεταβολής των καταθέσεων αυτών εύρος τιμών προκειμένου να υπολογίσει το εκτιμώμενο τελικό επίπεδο-στόχο.

340

Συνεπώς, όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου, η μέθοδος την οποία πράγματι εφάρμοσε το ΕΣΕ, όπως η μέθοδος αυτή αποσαφηνίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν αντιστοιχεί στη μέθοδο που περιγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και, επομένως, το πραγματικό σκεπτικό βάσει του οποίου καθορίστηκε το εν λόγω επίπεδο-στόχος δεν μπορούσε να προσδιοριστεί βάσει της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε από τα ιδρύματα ούτε από το Γενικό Δικαστήριο.

341

Κατόπιν των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου.

342

Επομένως, το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτό. Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των νομικών και οικονομικών ζητημάτων που θέτει η υπό κρίση υπόθεση, είναι προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης να συνεχιστεί η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.

στ)   Επί του τέταρτου σκέλους, το οποίο αφορά πλημμελή αιτιολογία της βασικής ετήσιας εισφοράς

343

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ΕΣΕ δεν προσδιόρισε όλα τα συγκεκριμένα στοιχεία του υπολογισμού της βασικής ετήσιας εισφοράς όσον αφορά την ίδια. Το ατομικό δελτίο δεν περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, τον παρονομαστή που πρέπει να εφαρμοστεί στην εν λόγω εισφορά, ήτοι το άθροισμα των καθαρών υποχρεώσεων όλων των ενδιαφερόμενων ιδρυμάτων, προσαρμοσμένο σύμφωνα με το άρθρο 5 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, ούτε το «ποσό […] της βασικής εισφοράς της προσφεύγουσας μετά την εφαρμογή του τύπου που παρατίθεται στην [προσβαλλόμενη] απόφαση».

344

Το ΕΣΕ αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

345

Εκ προοιμίου, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά τα ιδρύματα τα οποία οφείλουν να καταβάλλουν εκ των προτέρων εισφορά προσαρμοσμένη στο προφίλ κινδύνου τους, ο υπολογισμός της εν λόγω εισφοράς πραγματοποιείται, κατ’ ουσίαν, σε δύο στάδια.

346

Στο πρώτο στάδιο, το ΕΣΕ υπολογίζει βασική ετήσια εισφορά με βάση τις καθαρές υποχρεώσεις του οικείου ιδρύματος, κατά το άρθρο 70, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 και το άρθρο 103, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/59. Δυνάμει του άρθρου 5 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, ορισμένες υποχρεώσεις αφαιρούνται από τις καθαρές υποχρεώσεις.

347

Στο δεύτερο στάδιο, το ΕΣΕ προσαρμόζει τη βασική ετήσια εισφορά στο προφίλ κινδύνου του οικείου ιδρύματος, κατά το άρθρο 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 806/2014 και το άρθρο 103, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2014/59.

348

Το τέταρτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως αφορά το πρώτο στάδιο του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών.

349

Στις αιτιολογικές σκέψεις 62 έως 65 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ εξέθεσε τη μέθοδο καθορισμού του αριθμητή και του παρονομαστή που χρησιμεύουν ως βάση για τον επίμαχο υπολογισμό.

350

Εξάλλου, στη σελίδα 1 του ατομικού δελτίου, το ΕΣΕ εξέθεσε, υπό τον τίτλο «Βασική ετήσια εισφορά (ΒΕΑ): αριθμητής», την τιμή του αριθμητή που έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της βασικής ετήσιας εισφοράς της προσφεύγουσας, καθώς και τα δεδομένα βάσει των οποίων έπρεπε να υπολογιστεί η εν λόγω εισφορά.

351

Επιπλέον, στη σελίδα 2 του ατομικού δελτίου, υπό τον τίτλο «Υπολογισμός της μεικτής εισφοράς ([κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63], παράρτημα 1, ‟βήμα 6”)», η προσβαλλόμενη απόφαση εξέθεσε την τιμή του παρονομαστή που λήφθηκε υπόψη για τον εν λόγω υπολογισμό.

352

Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα διέθετε επαρκείς πληροφορίες ώστε να κατανοήσει, κατ’ ουσίαν, τον τρόπο με τον οποίο είχε ληφθεί υπόψη η ατομική κατάστασή της, κατά τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 268 ανωτέρω.

353

Είναι αληθές ότι το ΕΣΕ δεν ανέλυσε, ούτε στο σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε στα παραρτήματά της, τον παρονομαστή της βασικής ετήσιας εισφοράς βάσει των στοιχείων που τον απάρτιζαν, ήτοι το άθροισμα των καθαρών υποχρεώσεων όλων των ενδιαφερόμενων ιδρυμάτων, προσαρμοσμένο κατά το άρθρο 5 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

354

Εντούτοις, όπως αναγνώρισε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τα ως άνω στοιχεία περιλαμβάνουν τα εξατομικευμένα δεδομένα όλων των ενδιαφερόμενων ιδρυμάτων.

355

Τέτοια στοιχεία δεν είναι, όμως, αναγκαία προκειμένου η προσφεύγουσα να μπορέσει να κατανοήσει, κατ’ ουσίαν, τον τρόπο με τον οποίο η ατομική κατάστασή της λήφθηκε υπόψη, για τον σκοπό του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της, σε σχέση με την κατάσταση του συνόλου των άλλων ενδιαφερόμενων ιδρυμάτων.

356

Ως εκ τούτου, η επιβολή στο ΕΣΕ απαίτησης κοινοποίησης των εν λόγω στοιχείων θα έβαινε πέραν των απαιτήσεων που προβλέπονται στη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 268, 271 και 272 ανωτέρω.

357

Επομένως, το τέταρτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο.

ζ)   Επί του πέμπτου σκέλους, το οποίο αφορά πλημμελή αιτιολογία της προσαρμογής της βασικής ετήσιας εισφοράς στον κίνδυνο

358

Το πέμπτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τρεις αιτιάσεις.

1) Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία αφορά την αδυναμία εξακρίβωσης της υπαγωγής του συνόλου των ενδιαφερόμενων ιδρυμάτων σε εισφορά προσαρμοσμένη βάσει του προφίλ κινδύνου

359

Κατά την προσφεύγουσα, δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί αν το σύνολο των ιδρυμάτων υποβλήθηκε όντως σε προσαρμογή στον κίνδυνο, δεδομένου ότι υφίσταται απόκλιση μεταξύ, αφενός, του αριθμού των ιδρυμάτων που περιλαμβάνονται στα στατιστικά στοιχεία που δημοσιεύονται στον διαδικτυακό τόπο του ΕΣΕ και, αφετέρου, του αριθμού των ιδρυμάτων που μνημονεύονται στο ενημερωτικό δελτίο.

360

Το ΕΣΕ αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

361

Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, το ΕΣΕ υπολογίζει τον πολλαπλασιαστή προσαρμογής για όλα τα ιδρύματα, πλην εκείνων που είναι επιλέξιμα για την καταβολή κατ’ αποκοπήν εισφοράς δυνάμει του άρθρου 10 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού και εκείνων που μνημονεύονται στο άρθρο 11 του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, συνδυάζοντας τους δείκτες κινδύνου που μνημονεύονται στο άρθρο 6 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 κατά τον μαθηματικό τύπο και τις διαδικασίες που εκτίθενται στο παράρτημα I του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

362

Εν συνεχεία, στο μέτρο που πρέπει να θεωρηθεί ότι με την επιχειρηματολογία της η προσφεύγουσα προσάπτει στο ΕΣΕ ότι δεν προσδιόρισε με την προσβαλλόμενη απόφαση, με την επωνυμία τους, όλα τα ιδρύματα που συμμετέχουν στον ΕΜΕ η εκ των προτέρων εισφορά των οποίων είχε προσαρμοστεί στο προφίλ κινδύνου τους, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων θα ήταν δυνατό να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη πληροφορία ήταν κρίσιμη προκειμένου να γίνει κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο η ατομική κατάστασή της είχε συνεκτιμηθεί για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της, σε σχέση με την κατάσταση του συνόλου των άλλων ενδιαφερόμενων ιδρυμάτων, δυνάμει της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 268 ανωτέρω.

363

Τέλος, στο μέτρο που πρέπει να θεωρηθεί ότι με την επιχειρηματολογία της η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ΕΣΕ όφειλε να κοινοποιήσει μόνον τον αριθμό των ιδρυμάτων για τα οποία η εκ των προτέρων εισφορά είχε προσαρμοστεί βάσει του προφίλ κινδύνου τους για την περίοδο εισφοράς 2021, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το παράρτημα II της προσβαλλόμενης απόφασης καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό του αριθμού των εν λόγω ιδρυμάτων. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το μέρος των εκ των προτέρων εισφορών που υπολογίστηκε σε εθνική βάση, ο εν λόγω αριθμός μπορεί να εξακριβωθεί, για κάθε κράτος μέλος, στο κεφάλαιο «N», στις σελίδες 6 έως 131 του παραρτήματος II της προσβαλλόμενης απόφασης. Το ίδιο ισχύει για το μέρος των εκ των προτέρων εισφορών που υπολογίστηκε σε ενωσιακή βάση, τα στατιστικά στοιχεία του οποίου παρατίθενται στις σελίδες 132 έως 137 του παραρτήματος II της εν λόγω απόφασης. Συγκεκριμένα, από τα εν λόγω στατιστικά στοιχεία προκύπτει ότι, για την περίοδο εισφοράς 2021, σε εκ των προτέρων εισφορά προσαρμοσμένη στο προφίλ κινδύνου τους υποβλήθηκαν συνολικά 1627 ιδρύματα.

364

Κατόπιν των ανωτέρω, η πρώτη αιτίαση του πέμπτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

2) Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία αφορά τη συνεκτίμηση του δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης»

365

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ΕΣΕ δεν παρέσχε επαρκή αιτιολογία όσον αφορά τον καθορισμό του δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης», μη εκθέτοντας, μεταξύ άλλων, την ανάλυση των στοιχείων τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση στο προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων και τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, σημεία i έως IV, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Το ΕΣΕ προέβη, όμως, σε τέτοια ανάλυση για τα στοιχεία τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση στο προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων και τα οποία καθορίζονται στο άρθρο 6, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, σημεία i και ii, του προμνησθέντος κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

366

Το ΕΣΕ αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

367

Επισημαίνεται, κατά πρώτον, ότι οι υποδείκτες που αφορούν τον δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης» καθορίζονται από το ΕΣΕ σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 6, παράγραφος 6, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

368

Κατά δεύτερον, στις αιτιολογικές σκέψεις 98 έως 100 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ εξέθεσε τον τρόπο με τον οποίο είχε καθορίσει τους υποδείκτες του δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης». Το ΕΣΕ περιέλαβε, μεταξύ άλλων, στις ως άνω αιτιολογικές σκέψεις κατάλογο των υποδεικτών και των ορισμών τους και εξέθεσε, αφενός, τα ακριβή δεδομένα που συνέθεταν τους υποδείκτες και, αφετέρου, τον τρόπο με τον οποίο είχε σταθμίσει τους υποδείκτες για τον υπολογισμό του συγκεκριμένου πυλώνα κινδύνου.

369

Η ως άνω αιτιολογία παρέχει στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο το ΕΣΕ εφάρμοσε τον δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης» και, επομένως, πληροί τις απαιτήσεις που διατυπώθηκαν στη νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 268, 271 και 272 ανωτέρω.

370

Κατόπιν των ανωτέρω, η δεύτερη αιτίαση του πέμπτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

3) Επί της τρίτης αιτιάσεως, η οποία αφορά την αιτιολογία των βημάτων 1 έως 6 της προσαρμογής της βασικής ετήσιας εισφοράς στο προφίλ κινδύνου της προσφεύγουσας

371

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αιτιολογία των βημάτων 1 έως 6 της προσαρμογής της βασικής ετήσιας εισφοράς στο προφίλ κινδύνου αυτής, όπως τα εν λόγω βήματα εκτίθενται στο ατομικό δελτίο, είναι πλημμελής.

372

Το ΕΣΕ αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

373

Για την εκτίμηση της υπό κρίση αιτίασης, πρέπει να εξεταστεί αν η προσφεύγουσα διέθετε τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποίησε το ΕΣΕ και επαρκείς πληροφορίες ώστε να κατανοήσει, κατ’ ουσίαν, τον τρόπο με τον οποίο η ατομική κατάστασή της είχε ληφθεί υπόψη, για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της, σε σχέση με την κατάσταση του συνόλου των άλλων ενδιαφερόμενων ιδρυμάτων, μέσω των διαφόρων βημάτων του εν λόγω υπολογισμού, όπως καθορίζονται στο παράρτημα I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

i) Βήμα 1

374

Στο βήμα 1, το ΕΣΕ υπολογίζει, για κάθε δείκτη και υποδείκτη κινδύνου, τον «πρωτογενή δείκτη». Όσον αφορά τους τρεις πρώτους πυλώνες κινδύνου, ο πρωτογενής δείκτης υπολογίζεται βάσει των ορισμών και των πράξεων που παρατίθενται στον πίνακα του παραρτήματος I, υπό τον τίτλο «Βήμα 1», του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Όσον αφορά τον πυλώνα κινδύνου IV, ο πρωτογενής δείκτης υπολογίζεται βάσει των ορισμών και των πράξεων που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 98 έως 101 της προσβαλλόμενης απόφασης. Όλοι οι πρωτογενείς δείκτες υπολογίζονται λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που παρέχει κάθε ίδρυμα. Οι εν λόγω πρωτογενείς δείκτες, όπως λήφθηκαν υπόψη από το ΕΣΕ για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς κάθε ιδρύματος, περιλήφθηκαν εν συνεχεία στο ατομικό δελτίο.

375

Στο μέτρο που το ατομικό δελτίο κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα, η προσφεύγουσα διέθετε επαρκή στοιχεία για να μπορέσει να επαληθεύσει, κατ’ ουσίαν, τον υπολογισμό των πρωτογενών δεικτών που την αφορούσαν.

376

Το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το ΕΣΕ δεν επισήμανε, στο πλαίσιο του πυλώνα κινδύνου «σημασία του ιδρύματος για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή της οικονομίας», τον παρονομαστή για τον υπολογισμό του δείκτη κινδύνου «μερίδιο των διατραπεζικών δανείων και καταθέσεων στην ΕΕ», ο οποίος περιλαμβανόταν στο παράρτημα I, υπό τον τίτλο «Βήμα 1», έβδομη γραμμή, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

377

Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο κανένα στοιχείο ώστε να επεξηγήσει τον λόγο για τον οποίο η κατανόηση του δεδομένου αυτού θα της παρείχε τη δυνατότητα να κατανοήσει, κατ’ ουσίαν, τον τρόπο με τον οποίο η ατομική κατάστασή της είχε ληφθεί υπόψη, για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της, σε σχέση με την κατάσταση του συνόλου των άλλων ενδιαφερόμενων ιδρυμάτων. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τον εν λόγω δείκτη κινδύνου, η προσφεύγουσα μπορεί να επαληθεύσει τη θέση της σε σχέση με τα άλλα ιδρύματα βασιζόμενη στο μερίδιό της των διατραπεζικών δανείων και καταθέσεων, όπως περιλαμβάνεται στις θέσεις 4C6 και 4C7, υπό τον τίτλο «Άλλα δηλωθέντα δεδομένα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στον υπολογισμό», στη σελίδα 3 του ατομικού δελτίου. Εν συνεχεία, η προσφεύγουσα μπορεί να συγκρίνει τη συγκεκριμένη τιμή με τις οριακές τιμές του κελιού στο οποίο έχει καταταχθεί για τον εν λόγω δείκτη κινδύνου, καθότι οι εν λόγω οριακές τιμές γνωστοποιούνται στη σελίδα 31 (όσον αφορά την εθνική βάση) και στη σελίδα 133 (όσον αφορά την ενωσιακή βάση) του παραρτήματος II της προσβαλλόμενης απόφασης.

378

Επιπλέον, και εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα μπορούσε να λάβει γνώση του ποσού του παρανομαστή του τύπου που είχε χρησιμοποιήσει το ΕΣΕ για τον υπολογισμό του ως άνω δείκτη κινδύνου, ήτοι του αθροίσματος του συνόλου των διατραπεζικών δανείων και καταθέσεων που τηρούνται από τα ιδρύματα σε κάθε κράτος μέλος ή στην τραπεζική ένωση, πολλαπλασιάζοντας τον συνολικό αριθμό ιδρυμάτων (N) επί τη μέση τιμή του εν λόγω δείκτη [ΜΟ (
Image
)]. Τα δεδομένα για την πραγματοποίηση του ως άνω πολλαπλασιασμού περιέχονταν επίσης στις σελίδες 31 και 133 του παραρτήματος II της προσβαλλόμενης απόφασης.

ii) Βήμα 2

379

Στο βήμα 2, για κάθε πρωτογενή δείκτη που υπολογίστηκε στο βήμα 1 για κάθε δείκτη και υποδείκτη κινδύνου, εκτός από τον δείκτη «έκταση της προηγούμενης έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης», το ΕΣΕ προβαίνει στις ακόλουθες πράξεις. Το ΕΣΕ υπολογίζει, κατ’ αρχάς, έναν αριθμό κελιών προκειμένου να συγκρίνει τους πρωτογενείς δείκτες των ιδρυμάτων. Εν συνεχεία, το ΕΣΕ κατατάσσει τον ίδιο αριθμό ιδρυμάτων σε κάθε κελί, αρχίζοντας με την κατάταξη των ιδρυμάτων με τις χαμηλότερες τιμές του πρωτογενούς δείκτη στο πρώτο κελί. Τοιουτοτρόπως, κάθε κελί έχει οριακές τιμές, οι οποίες καθορίζονται από τον χαμηλότερο και από τον υψηλότερο πρωτογενή δείκτη. Έπειτα, το ΕΣΕ αποδίδει σε όλα τα ιδρύματα που περιέχονται σε συγκεκριμένο κελί τον «διακριτό δείκτη» για το εν λόγω κελί, που ονομάζεται
Image
, ο οποίος αντιπροσωπεύει τον αύξοντα αριθμό του κελιού, αριθμώντας από τα αριστερά προς τα δεξιά, ώστε η τιμή του διακριτού δείκτη να ορίζεται ως 1, 2, 3 και έως τον αριθμό του τελευταίου κελιού.

380

Όσον αφορά, κατά πρώτον, τον υπολογισμό του αριθμού κελιών, αυτός βασίζεται στον μαθηματικό τύπο που παρέχεται στο παράρτημα I, υπό τον τίτλο «Βήμα 2», σημείο 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Ο τύπος αυτός περιλαμβάνει τα τρία ακόλουθα στοιχεία:

τον αριθμό των ιδρυμάτων που εισφέρουν στο ΕΤΕ, ο οποίος ονομάζεται N·

την τιμή
Image
, η οποία υπολογίζεται βάσει του εν λόγω αριθμού ιδρυμάτων N·

την τιμή
Image
, η οποία υπολογίζεται βάσει του ίδιου αριθμού ιδρυμάτων N, του μέσου όρου των σχετικών πρωτογενών δεικτών, ο οποίος ονομάζεται/, και των πρωτογενών δεικτών κάθε ιδρύματος, οι οποίοι ονομάζονται
Image
.

381

Όπως προκύπτει από τη σκέψη 363 ανωτέρω, η προσφεύγουσα μπορούσε να λάβει γνώση του αριθμού των ιδρυμάτων N που εισφέρουν στο ΕΤΕ.

382

Εξάλλου, το ΕΣΕ κοινοποίησε, στις σελίδες 30 έως 34 και 132 έως 136 του παραρτήματος II της προσβαλλόμενης απόφασης, τις τιμές
Image
και
Image
καθώς και τον μέσο όρο των πρωτογενών δεικτών/για κάθε δείκτη και υποδείκτη κινδύνου.

383

Τέλος, από τις παρατηρήσεις που εκτέθηκαν στις σκέψεις 292 έως 302 ανωτέρω προκύπτει ότι το ΕΣΕ δεν υποχρεούνταν να κοινοποιήσει στα ιδρύματα τους πρωτογενείς δείκτες όλων των άλλων ενδιαφερόμενων ιδρυμάτων.

384

Επομένως, όσον αφορά τον υπολογισμό του αριθμού κελιών, το ΕΣΕ παρέσχε στα ιδρύματα μέγιστη διαφάνεια, εντός των ορίων της υποχρέωσης που υπέχει να τηρεί το επιχειρηματικό απόρρητο των ιδρυμάτων, και, επομένως, η προσφεύγουσα διέθετε επαρκή στοιχεία για να κατανοήσει, κατ’ ουσίαν, τον τρόπο με τον οποίο το ΕΣΕ είχε πραγματοποιήσει τον εν λόγω υπολογισμό.

385

Κατά δεύτερον, αφενός, η προσφεύγουσα είχε πρόσβαση στις ελάχιστες και μέγιστες τιμές κάθε κελιού, για κάθε δείκτη ή υποδείκτη κινδύνου, δεδομένου ότι οι εν λόγω τιμές περιέχονταν στις σελίδες 30 έως 34 και 132 έως 136 του παραρτήματος II της προσβαλλόμενης απόφασης. Αφετέρου, η προσφεύγουσα γνώριζε τους πρωτογενείς δείκτες τους οποίους το ΕΣΕ είχε λάβει υπόψη για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της, καθότι οι εν λόγω δείκτες περιέχονταν στο ατομικό δελτίο της. Επομένως, η προσφεύγουσα μπορούσε να εξακριβώσει αν οι πρωτογενείς δείκτες που της είχαν αποδοθεί περιλαμβάνονταν μεταξύ των ελάχιστων και των μέγιστων τιμών των κελιών στα οποία είχε καταταχθεί.

386

Κατά τρίτον, τα ιδρύματα μπορούν να εξακριβώνουν, στο ατομικό δελτίο, τον διακριτό δείκτη που τους έχει αποδοθεί για έναν συγκεκριμένο δείκτη ή υποδείκτη.

387

Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα διέθετε επαρκείς πληροφορίες για να κατανοήσει, κατ’ ουσίαν, τις πράξεις που πραγματοποιήθηκαν στο βήμα 2.

388

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

389

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ αρχάς ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής του παραρτήματος I, υπό τον τίτλο «Βήμα 2», σημείο 3, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί αν τα ιδρύματα με τον ίδιο πρωτογενή δείκτη κατατάχθηκαν όντως στο ίδιο κελί. Επομένως, κατ’ αυτήν, ο ΕΣΕ όφειλε να παράσχει κατάλογο κατάταξης όλων των ιδρυμάτων, ώστε η προσφεύγουσα να είναι σε θέση να εξακριβώσει αν η κατανομή τους στα διάφορα κελιά ήταν ορθή. Επιπλέον, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει λεπτομέρειες σχετικά με το τρίτο στάδιο του βήματος 2, ήτοι την απόδοση του διακριτού δείκτη στα ιδρύματα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν μπορούσε να εξακριβώσει τον διακριτό δείκτη που της αποδόθηκε για τους διάφορους δείκτες κινδύνου.

390

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 265 ανωτέρω, η υποχρέωση αιτιολόγησης δεν επιτάσσει η προσφεύγουσα να έχει πρόσβαση σε όλα τα στοιχεία που της παρέχουν τη δυνατότητα να επαληθεύσει την ακρίβεια του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της.

391

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 270 ανωτέρω, το ΕΣΕ δεν υποχρεούται να παράσχει στην προσφεύγουσα δεδομένα που καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο τα οποία αφορούν την οικονομική κατάσταση καθενός από τα άλλα ενδιαφερόμενα ιδρύματα.

392

Το ΕΣΕ θεώρησε, όμως, θεμιτώς ότι ο διακριτός δείκτης που αποδίδεται σε ένα ίδρυμα καλύπτεται από το επιχειρηματικό απόρρητο. Συγκεκριμένα, το ΕΣΕ μπορούσε να θεωρήσει ότι ενδεχόμενη γνωστοποίηση της συγκεκριμένης πληροφορίας ενέχει τον κίνδυνο αποκάλυψης της οικονομικής κατάστασης του ιδρύματος και, ιδίως, του επιπέδου κινδύνου που αναλαμβάνει το ίδρυμα για ορισμένες χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, καθιστώντας δυνατή την άμεση σύγκριση του συγκεκριμένου επιπέδου κινδύνου με εκείνο που αναλαμβάνουν τα άλλα ιδρύματα.

iii) Βήμα 3

393

Στο βήμα 3, το ΕΣΕ προβαίνει σε αναβαθμονόμηση, για κάθε δείκτη και υποδείκτη κινδύνου, των διακριτών δεικτών που προκύπτουν από το βήμα 2 βάσει της κλίμακας με εύρος τιμών από 1 έως 1000, ώστε να προκύψει ένας «αναβαθμονομημένος δείκτης», που ονομάζεται
Image
.

394

Για τον υπολογισμό του αναβαθμονομημένου δείκτη, το ΕΣΕ εφαρμόζει έναν τύπο ο οποίος χρησιμοποιεί τα τρία ακόλουθα στοιχεία:

τον διακριτό δείκτη που αποδόθηκε στο οικείο ίδρυμα στο βήμα 2·

το όρισμα μέγιστης συνάρτησης, η τιμή του οποίου αντιστοιχεί στον αριθμό του τελευταίου κελιού για τον οικείο δείκτη ή υποδείκτη κινδύνου·

το όρισμα ελάχιστης συνάρτησης, η τιμή του οποίου αντιστοιχεί στον αριθμό του πρώτου κελιού για τον οικείο δείκτη ή υποδείκτη κινδύνου.

395

Η προσφεύγουσα είχε πρόσβαση στα ως άνω στοιχεία. Αφενός, ο διακριτός δείκτης είναι το γινόμενο της πράξης του βήματος 2 που εκτέθηκε στη σκέψη 379 ανωτέρω. Αφετέρου, οι τιμές των ορισμάτων μέγιστης και ελάχιστης συνάρτησης που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 394 ανωτέρω περιέχονται στις σελίδες 30 έως 34 και 132 έως 136 του παραρτήματος II της προσβαλλόμενης απόφασης, στις γραμμές «Bin min» και «Bin max».

396

Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα διέθετε επαρκείς πληροφορίες για να κατανοήσει την πράξη που πραγματοποιήθηκε στο βήμα 3 και να υπολογίσει τοιουτοτρόπως τον αναβαθμονομημένο δείκτη.

iv) Βήμα 4

397

Στο βήμα 4, για κάθε δείκτη και υποδείκτη κινδύνου, το ΕΣΕ υπολογίζει τον «μετατραπέντα αναβαθμονομημένο δείκτη», που ονομάζεται
Image
.

398

Συναφώς, το παράρτημα I, υπό τον τίτλο «Βήμα 4», σημείο 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, αποδίδει σε κάθε δείκτη κινδύνου θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Για τους δείκτες κινδύνου με θετικό πρόσημο, οι υψηλότερες τιμές αντιστοιχούν σε υψηλότερη επικινδυνότητα ενός ιδρύματος. Για τους δείκτες κινδύνου με αρνητικό πρόσημο, οι υψηλότερες τιμές αντιστοιχούν σε χαμηλότερη επικινδυνότητα ενός ιδρύματος.

399

Μετά την απόδοση του προσήμου, το ΕΣΕ υπολογίζει τους μετατραπέντες αναβαθμονομημένους δείκτες, βάσει του τύπου που προβλέπεται προς τούτο στο παράρτημα I, υπό τον τίτλο «Βήμα 4», σημείο 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

400

Ο μετατραπείς αναβαθμονομημένος δείκτης υπολογίζεται με τη χρήση του αναβαθμονομημένου δείκτη που υπολογίζεται στο βήμα 3. Επομένως, εάν το πρόσημο του οικείου δείκτη κινδύνου είναι αρνητικό, ο μετατραπείς αναβαθμονομημένος δείκτης έχει την ίδια τιμή με τον αναβαθμονομημένο δείκτη. Αντιθέτως, εάν το πρόσημο του οικείου δείκτη κινδύνου είναι θετικό, ο αναβαθμονομημένος δείκτης πρέπει να αφαιρεθεί από τον αριθμό 1001, εφαρμόζοντας τον τύπο
Image
.

401

Κατ’ αρχάς, λαμβανομένης υπόψη της φύσης των πράξεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 400 ανωτέρω, οι οποίες είτε δεν προϋποθέτουν κανέναν υπολογισμό είτε περιορίζονται σε απλούς υπολογισμούς χωρίς τη χρήση πρόσθετων δεδομένων, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν διέθετε επαρκείς πληροφορίες για να επαληθεύσει τις εν λόγω πράξεις τις οποίες πραγματοποίησε το ΕΣΕ.

402

Εν συνεχεία, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, στο πλαίσιο του βήματος 4, το ΕΣΕ δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους είχε αποδώσει συστηματικά θετικό πρόσημο στους δείκτες κινδύνου του πυλώνα κινδύνου IV.

403

Επ’ αυτού, το ΕΣΕ διευκρίνισε, στην αιτιολογική σκέψη 112 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η εφαρμογή αρνητικού ή θετικού προσήμου εξαρτάται από τον χαρακτήρα του συγκεκριμένου δείκτη κινδύνου. Το ΕΣΕ υπενθύμισε, εν συνεχεία, ότι για τους δείκτες με θετικό πρόσημο οι υψηλότερες τιμές αντιστοιχούσαν σε υψηλότερη επικινδυνότητα ενός ιδρύματος. Επομένως, το ΕΣΕ απέδωσε σε όλους τους δείκτες κινδύνου που συνθέτουν τον πυλώνα κινδύνου IV, εκτός του δείκτη κινδύνου ΘΣΠ, θετικό πρόσημο, δεδομένου ότι οι υψηλότερες τιμές για τους εν λόγω δείκτες αντιστοιχούσαν σε υψηλότερη επικινδυνότητα του ιδρύματος.

404

Επιπλέον, κακώς η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να επαληθεύσει τις πράξεις που πραγματοποιήθηκαν στο βήμα 4, διότι αυτές στηρίζονται σε τιμές που προκύπτουν από το βήμα 3, τις οποίες δεν είναι σε θέση να γνωρίζει.

405

Συγκεκριμένα, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 393 έως 395 ανωτέρω, η προσφεύγουσα μπορεί να υπολογίσει η ίδια τους αναβαθμονομημένους δείκτες που εφαρμόστηκαν στην περίπτωσή της και, επομένως, μπορεί επίσης να εξακριβώσει αν το αποτέλεσμα της μετατροπής τους στο βήμα 4 –το οποίο εκτίθεται στη στήλη «Βαθμολογία του κελιού (TRI)» του ατομικού δελτίου της– είναι ορθό.

406

Τέλος, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, στο πλαίσιο του βήματος 4, το ΕΣΕ δεν αιτιολόγησε την απόφασή του όσον αφορά τη στάθμιση του δείκτη κινδύνου ΘΣΠ. Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, το ΕΣΕ δεν διευκρίνισε τον τρόπο με τον οποίο έλαβε υπόψη, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, τη σχετική στάθμιση του δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης» για την εφαρμογή του δείκτη κινδύνου ΘΣΠ. Ομοίως, κατά την προσφεύγουσα, το ΕΣΕ δεν εξέθεσε τους λόγους για την κατανομή των ιδρυμάτων σε τρία κελιά, την απόδοση των συντελεστών προσαρμογής 7/9 και 5/9 σε δύο εκ των κελιών αυτών, τα κριτήρια βάσει των οποίων τα ιδρύματα είχαν καταταχθεί στα συγκεκριμένα κελιά και τους λόγους για τους οποίους η προσφεύγουσα είχε καταταχθεί σε ένα από τα συγκεκριμένα κελιά.

407

Επ’ αυτού, επισημαίνεται, αφενός, ότι το ΕΣΕ εξέθεσε στην αιτιολογική σκέψη 114 της προσβαλλόμενης απόφασης ότι, ακόμη και αν το άρθρο 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 απαιτούσε να σταθμίσει τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ κατά τους δείκτες κινδύνου που μνημονεύονται στην εν λόγω διάταξη, το ΕΣΕ όφειλε να διασφαλίσει ότι ακόμη και ιδρύματα με την υψηλότερη επικινδυνότητα θα μπορούσαν να συνεχίσουν να επωφελούνται της συμμετοχής τους σε ΘΣΠ στο πλαίσιο του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών. Προς τούτο, το ΕΣΕ επισήμανε, στις αιτιολογικές σκέψεις 114 έως 116 της προσβαλλόμενης απόφασης και στο σημείο 131 του παραρτήματος III της ίδιας απόφασης, ότι, για την επίτευξη του ως άνω σκοπού, είχε δημιουργήσει τρία κελιά για τη στάθμιση του δείκτη κινδύνου ΘΣΠ και είχε κατατάξει τα ιδρύματα με τη χαμηλότερη επικινδυνότητα στο τρίτο κελί, για το οποίο δεν προβλεπόταν καμία προσαρμογή του συγκεκριμένου δείκτη. Από τις ως άνω επεξηγήσεις προκύπτει επίσης ότι το ΕΣΕ κατέταξε, στο ίδιο πνεύμα, τα ιδρύματα με μεσαία επικινδυνότητα και εκείνα με υψηλή επικινδυνότητα στο δεύτερο και στο πρώτο κελί, αντιστοίχως, εφαρμόζοντας στα εν λόγω ιδρύματα συντελεστή προσαρμογής 7/9 και 5/9, αντιστοίχως, για τον εν λόγω δείκτη κινδύνου.

408

Συναφώς, το ΕΣΕ επισήμανε επίσης στο σημείο 131 του παραρτήματος III της προσβαλλόμενης απόφασης ότι, εφαρμόζοντας τους συντελεστές προσαρμογής που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 407 ανωτέρω, ακόμη και τα ιδρύματα με την υψηλότερη επικινδυνότητα συνέχιζαν να επωφελούνται σε ποσοστό άνω του 50 % του μέγιστου πλεονεκτήματος που μπορούσαν να εξασφαλίσουν λόγω της συμμετοχής του σε ΘΣΠ όσον αφορά τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών.

409

Τέτοιες επεξηγήσεις παρέχουν στη μεν προσφεύγουσα τη δυνατότητα να κατανοήσει τη συλλογιστική που καθοδήγησε το ΕΣΕ κατά τη στάθμιση του δείκτη κινδύνου ΘΣΠ, στο δε Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον δικαστικό έλεγχό του.

410

Αφετέρου, όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους η προσφεύγουσα κατατάχθηκε σε συγκεκριμένο κελί για τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ, αρκεί η διαπίστωση ότι, στην αιτιολογική σκέψη 115 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ εξέθεσε ότι κατέταξε τα ενδιαφερόμενα ιδρύματα βάσει του ισότιμα σταθμισμένου αριθμητικού μέσου όρου των μετατραπέντων αναβαθμονομημένων δεικτών των εννέα υποδεικτών κινδύνου του πυλώνα κινδύνου IV.

411

Η ως άνω αιτιολογία είναι επαρκής και, επομένως, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

v) Βήμα 5

412

Στο βήμα 5, το ΕΣΕ πραγματοποιεί τις ακόλουθες πράξεις.

413

Κατ’ αρχάς, το ΕΣΕ προβαίνει σε συγκεντρωτική παρουσίαση των δεικτών κινδύνου i στο εσωτερικό κάθε πυλώνα κινδύνου j βάσει σταθμικού αριθμητικού μέσου όρου, εφαρμόζοντας τον τύπο που προβλέπεται προς τούτο στο παράρτημα I, υπό τον τίτλο «Βήμα 5», σημείο 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

414

Ο συγκεκριμένος τύπος επιλύεται βάσει, αφενός, της στάθμισης του οικείου δείκτη κινδύνου στο εσωτερικό του συγκεκριμένου πυλώνα κινδύνου, που ονομάζεται
Image
, και, αφετέρου, του μετατραπέντος αναβαθμονομημένου δείκτη. Οι εν λόγω σταθμίσεις περιέχονται, όμως, όχι μόνον στο άρθρο 7, παράγραφοι 2 έως 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 αλλά επίσης στο ατομικό δελτίο της προσφεύγουσας και στη σελίδα 5 του παραρτήματος II της προσβαλλόμενης απόφασης. Επιπλέον, ο μετατραπείς αναβαθμονομημένος δείκτης υπολογίστηκε στο βήμα 4.

415

Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν είχε πρόσβαση στα αναγκαία δεδομένα για την επίλυση του επίμαχου τύπου.

416

Εν συνεχεία, το ΕΣΕ προβαίνει σε συγκεντρωτική παρουσίαση των πυλώνων κινδύνου j για να υπολογίσει τον «σύνθετο δείκτη», που ονομάζεται
Image
, βάσει σταθμικού γεωμετρικού μέσου όρου, εφαρμόζοντας τον τύπο που προβλέπεται προς τούτο στο παράρτημα I, υπό τον τίτλο «Βήμα 5», σημείο 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

417

Ο συγκεκριμένος τύπος επιλύεται βάσει της στάθμισης των πυλώνων κινδύνου, που ονομάζεται
Image
, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, και των τιμών που προέκυψαν από τη συγκεντρωτική παρουσίαση των δεικτών κινδύνου στο εσωτερικό κάθε πυλώνα κινδύνου, στο πλαίσιο της πράξης που προεκτέθηκε στις σκέψεις 413 και 414. Οι τελευταίες αυτές τιμές κοινοποιούνται στην προσφεύγουσα με το ατομικό δελτίο της.

418

Έπειτα, το ΕΣΕ προσαρμόζει τον σύνθετο δείκτη
Image
εφαρμόζοντας τον τύπο που προβλέπεται προς τούτο στο παράρτημα I, υπό τον τίτλο «Βήμα 5», σημείο 3, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, ήτοι 1000
Image
Image
, για να υπολογίσει τον «τελικό σύνθετο δείκτη», που ονομάζεται
Image
. Ως εκ τούτου, τα ιδρύματα με υψηλότερη επικινδυνότητα έχουν υψηλότερο τελικό σύνθετο δείκτη.

419

Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο του βήματος 5, το ΕΣΕ όφειλε να εκθέσει, αφενός, τη διαδικασία συγκεντρωτικής παρουσίασης των δεικτών κινδύνου στο εσωτερικό κάθε πυλώνα κινδύνου, λαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, υπόψη τις σχετικές σταθμίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 και εκθέτοντας τον τρόπο με τον οποίο είχε καταλήξει στη συγκεντρωτική παρουσίαση των εν λόγω δεικτών και, αφετέρου, τον τρόπο με τον οποίο είχε υπολογίσει τον σύνθετο δείκτη. Τούτο κατά μείζονα λόγο διότι, κατά την περίοδο εισφοράς 2021, το ΕΣΕ δεν εφάρμοσε ορισμένους από τους ως άνω δείκτες και, επομένως, η στάθμισή τους κατανεμήθηκε.

420

Συναφώς, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 412 έως 418 ανωτέρω, η διαδικασία συγκεντρωτικής παρουσίασης των δεικτών κινδύνου βασίζεται στους τύπους που παρατίθενται στο παράρτημα I, υπό τον τίτλο «Βήμα 5», σημεία 1 έως 3, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

421

Εν συνεχεία, από τις ίδιες ως άνω σκέψεις προκύπτει ότι η προσφεύγουσα διέθετε όλα τα αναγκαία στοιχεία για την επίλυση των εν λόγω τύπων.

422

Τέλος, το ΕΣΕ εξέθεσε, στην αιτιολογική σκέψη 94 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, δεδομένου ότι ορισμένοι δείκτες κινδύνου δεν είχαν εφαρμοστεί κατά την περίοδο εισφοράς 2021, οι σταθμίσεις των διαθέσιμων δεικτών κινδύνου είχαν αναβαθμονομηθεί κατ’ αναλογία, ώστε το άθροισμα των σταθμίσεών τους να ανέρχεται σε 100 %, εξυπακουομένου ότι η αναβαθμονόμηση αυτή προβλεπόταν στο άρθρο 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

423

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η προσφεύγουσα διέθετε επαρκείς πληροφορίες για να κατανοήσει τις πράξεις που προβλέπονταν στο βήμα 5 τις οποίες πραγματοποίησε το ΕΣΕ.

vi) Βήμα 6

424

Στο βήμα 6, το ΕΣΕ πραγματοποιεί τις δύο ακόλουθες πράξεις.

425

Κατ’ αρχάς, το ΕΣΕ υπολογίζει τον πολλαπλασιαστή προσαρμογής, που ονομάζεται
Image
, προβαίνοντας σε αναβαθμονόμηση του τελικού σύνθετου δείκτη που υπολογίστηκε στο βήμα 5 σε εύρος τιμών από 0,8 έως 1,5, βάσει του τύπου που προβλέπεται στο παράρτημα I, υπό τον τίτλο «Βήμα 6», σημείο 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

426

Για την επίλυση του ως άνω τύπου, το ΕΣΕ στηρίζεται σε τρία είδη δεδομένων, ήτοι:

τον τελικό σύνθετο δείκτη του οικείου ιδρύματος·

το όρισμα ελάχιστης συνάρτησης του τελικού σύνθετου δείκτη, που ονομάζεται
Image
, το οποίο αντιστοιχεί στην ελάχιστη τιμή του εν λόγω δείκτη για όλα τα ιδρύματα που εισφέρουν στο ΕΤΕ για τα οποία υπολογίζεται τέτοιος δείκτης·

το όρισμα μέγιστης συνάρτησης του τελικού σύνθετου δείκτη, που ονομάζεται
Image
, το οποίο αντιστοιχεί στη μέγιστη τιμή του εν λόγω δείκτη για τα εν λόγω ιδρύματα.

427

Ο τελικός σύνθετος δείκτης του οικείου ιδρύματος υπολογίζεται στο βήμα 5. Επιπλέον, η ελάχιστη και η μέγιστη συνάρτηση, οι οποίες μνημονεύθηκαν στη σκέψη 426 ανωτέρω, είναι δεδομένα τα οποία είναι πανομοιότυπα για όλα τα ιδρύματα η βασική ετήσια εισφορά των οποίων προσαρμόζεται βάσει του προφίλ τους κινδύνου. Τα εν λόγω δεδομένα περιέχονταν στο ατομικό δελτίο κάθε ιδρύματος, καθώς και στη σελίδα 4 του παραρτήματος II της προσβαλλόμενης απόφασης, στην τέταρτη και στην πέμπτη στήλη του πίνακα που περιέχεται στη συγκεκριμένη σελίδα, με τίτλο «k» και «l», αντιστοίχως. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα είχε πρόσβαση στα αναγκαία δεδομένα για την επίλυση του τύπου που προβλέπεται στο παράρτημα I, υπό τον τίτλο «Βήμα 6», σημείο 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

428

Εν συνεχεία, το ΕΣΕ υπολογίζει την τελική εισφορά του οικείου ιδρύματος, που ονομάζεται
Image
, βάσει του τύπου που παρέχεται στο παράρτημα I, υπό τον τίτλο «Βήμα 6», σημείο 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

429

Ο λόγω υπολογισμός πραγματοποιείται βάσει πέντε δεδομένων, ήτοι:

του ετήσιου επιπέδου-στόχου προσαρμοσμένου βάσει του παραρτήματος I, υπό τον τίτλο «Βήμα 6», σημείο 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, που ονομάζεται «Target»·

των καθαρών υποχρεώσεων του συγκεκριμένου ιδρύματος προσαρμοσμένων βάσει του άρθρου 5 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, οι οποίες συνιστούν τον αριθμητή της βασικής ετήσιας εισφοράς, που ονομάζεται
Image
.

του αθροίσματος των βασικών ετήσιων εισφορών προσαρμοσμένων στον κίνδυνο όλων των οικείων ιδρυμάτων, που ονομάζεται
Image
.

του συνόλου των καθαρών υποχρεώσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών, το οποίο συνιστά τον παρονομαστή της βασικής ετήσιας εισφοράς, που ονομάζεται
Image
.

του πολλαπλασιαστή προσαρμογής του συγκεκριμένου ιδρύματος.

430

Οι καθαρές υποχρεώσεις της προσφεύγουσας, προσαρμοσμένες βάσει του άρθρου 5 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, και ο συντελεστής προσαρμογής που εφαρμόστηκε στην περίπτωσή της, καθώς και το σύνολο των καθαρών υποχρεώσεων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών κοινοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα με το ατομικό δελτίο της. Εξάλλου, στη σελίδα 4 του παραρτήματος II της προσβαλλόμενης απόφασης επισημαίνονται το προσαρμοσμένο ετήσιο επίπεδο-στόχος –στην πρώτη στήλη, με τίτλο «h», στον πίνακα που περιέχεται στην εν λόγω σελίδα– καθώς και το άθροισμα των βασικών ετήσιων εισφορών προσαρμοσμένων στον κίνδυνο όλων των οικείων ιδρυμάτων, το οποίο επαναλαμβάνεται στην τρίτη στήλη, με τίτλο «j», του ίδιου πίνακα.

431

Τέλος, το ΕΣΕ παρέσχε πρόσθετες επεξηγήσεις σχετικά με το βήμα 6 στις αιτιολογικές σκέψεις 118 έως 121 της προσβαλλόμενης απόφασης.

432

Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα διέθετε επαρκείς πληροφορίες για να κατανοήσει τους υπολογισμούς του βήματος 6.

433

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

434

Όσον αφορά τον υπολογισμό του πολλαπλασιαστή προσαρμογής, στο βήμα 6, που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 425 και 426 ανωτέρω, κακώς η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, χωρίς την κοινοποίηση των τελικών σύνθετων δεικτών όλων των ιδρυμάτων, δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν ενδεχομένως οι τιμές των ορισμάτων της ελάχιστης και της μέγιστης συνάρτησης των τελικών σύνθετων δεικτών, που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 426 ανωτέρω, συνιστούν εξαιρέσεις που παραμορφώνουν τους πολλαπλασιαστές αναπροσαρμογής.

435

Επ’ αυτού, από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 263 ανωτέρω προκύπτει ότι η υποχρέωση αιτιολόγησης δεν επιτάσσει η προσφεύγουσα να έχει πρόσβαση σε όλα τα στοιχεία που της παρέχουν τη δυνατότητα να επαληθεύσει την ακρίβεια του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της. Επομένως, στα στοιχεία που το ΕΣΕ δεν υποχρεούται να κοινοποιήσει στην προσφεύγουσα περιλαμβάνονται επίσης οι τελικοί σύνθετοι δείκτες όλων των ιδρυμάτων. Συγκεκριμένα, οι τιμές τους μπορεί να συνιστούν πληροφορίες σχετικά με την οικονομική κατάσταση των οικείων ιδρυμάτων και, ιδίως, σχετικά με το επίπεδο κινδύνου που αναλαμβάνουν στις αγορές, εξυπακουομένου ότι τα ιδρύματα με υψηλότερη επικινδυνότητα έχουν υψηλότερο τελικό σύνθετο δείκτη. Υπό τις συνθήκες αυτές, το ΕΣΕ θεώρησε θεμιτώς ότι γνωστοποιώντας τους τελικούς σύνθετους δείκτες όλων των ιδρυμάτων θα παρέβαινε την υποχρέωσή του να προστατεύσει το επιχειρηματικό απόρρητο των οικείων ιδρυμάτων. Ως εκ τούτου, υπό το πρίσμα της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 265 ανωτέρω, οι επεξηγήσεις που παρέσχε το ΕΣΕ στην αιτιολογική σκέψη 118 της προσβαλλόμενης απόφασης και τα δεδομένα που κοινοποιήθηκαν με το ατομικό δελτίο και στη σελίδα 4 του παραρτήματος II της εν λόγω απόφασης μπορούν να θεωρηθούν επαρκή.

436

Ομοίως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίξει, όσον αφορά τον υπολογισμό της τελικής εισφοράς στο βήμα 6 που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 428 και 429 ανωτέρω, ότι, παρά την παράθεση του τύπου που χρησιμοποιήθηκε για τον εν λόγω υπολογισμό και τις επεξηγήσεις των διαφόρων συνιστωσών του με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ δεν εξέθεσε τον τρόπο με τον οποίο κατέληξε, όσον αφορά την προσφεύγουσα, στο αποτέλεσμα του υπολογισμού που επισημαίνεται στο ατομικό δελτίο.

437

Αφενός, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 119 έως 121 της προσβαλλόμενης απόφασης, η τελική εισφορά της προσφεύγουσας υπολογίστηκε βάσει του τύπου που παρατίθεται στο παράρτημα I, υπό τον τίτλο «Βήμα 6», σημείο 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Αφετέρου, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 430 ανωτέρω, η προσφεύγουσα μπορούσε να αναζητήσει τα αναγκαία δεδομένα για την επίλυση του προμνησθέντος τύπου στο ατομικό δελτίο της καθώς και στις στήλες «h» και «j» του πίνακα που παρατίθεται στη σελίδα 4 του παραρτήματος II της προσβαλλόμενης απόφασης.

438

Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι, χρησιμοποιώντας, αφενός, τους τύπους που παρατίθενται στο παράρτημα I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 και, αφετέρου, τα δεδομένα που περιέχονται στα παραρτήματα I και II της προσβαλλόμενης απόφασης, η προσφεύγουσα είναι όντως σε θέση να επαληθεύσει, βήμα προς βήμα, τον υπολογισμό, από το ΕΣΕ, της εκ των προτέρων εισφοράς της.

439

Επομένως, η τρίτη αιτίαση του πέμπτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

η)   Επί του έβδομου σκέλους, το οποίο αφορά την ύπαρξη μη δημοσιευμένων ενδιάμεσων αποφάσεων

440

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι πλημμελής, καθότι το ΕΣΕ εξέδωσε ενδιάμεσες αποφάσεις οι οποίες δεν δημοσιεύθηκαν και δεν της κοινοποιήθηκαν.

441

Το ΕΣΕ αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

442

Από τη νομολογία προκύπτει ότι η αιτιολογία που περιέχεται στην απόφαση για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών πρέπει να θεωρείται ανεπαρκής όταν η εν λόγω αιτιολογία στηρίζεται, όσον αφορά ορισμένα στοιχεία για τα οποία το ΕΣΕ οφείλει να παρέχει αιτιολογία, μόνον σε άλλες νομικές πράξεις, όπως τις ενδιάμεσες αποφάσεις, τις οποίες το ΕΣΕ εξέδωσε με σκοπό να διευκρινίσει και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να συμπληρώσει ορισμένες πτυχές του καθορισμού των εν λόγω εισφορών, αλλά τις οποίες δεν δημοσίευσε ούτε κοινοποίησε άλλως στα ιδρύματα (βλ. αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 2019, Hypo Vorarlberg Bank κατά ΕΣΕ, T‑377/16, T‑645/16 και T‑809/16, EU:T:2019:823, σκέψεις 194 και 199, και της 28ης Νοεμβρίου 2019, Portigon κατά ΕΣΕ, T‑365/16, EU:T:2019:824, σκέψεις 171 και 176).

443

Εν προκειμένω, το ΕΣΕ προσκόμισε, αποκρινόμενο σε μέτρο διεξαγωγής αποδείξεων του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 2022, τις ενδιάμεσες αποφάσεις που ήταν κρίσιμες για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο εισφοράς 2021. Οι εν λόγω αποφάσεις, το μη εμπιστευτικό κείμενο των οποίων κοινοποιήθηκε εν συνεχεία στην προσφεύγουσα, περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, εσωτερικές απόψεις οι οποίες απευθύνονταν στο προσωπικό του ΕΣΕ με σκοπό την παροχή καθοδήγησης στη διαδικασία υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών.

444

Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη σύνοψη της προσβαλλόμενης απόφασης στις σκέψεις 5 έως 18 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει αιτιολογία όσον αφορά τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο εισφοράς 2021.

445

Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν προσδιόρισε κανένα στοιχείο από τις ενδιάμεσες αποφάσεις το οποίο, μολονότι δεν περιλήφθηκε στην ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση, λήφθηκε υπόψη για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο εισφοράς 2021.

446

Ως εκ τούτου, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η ύπαρξη των ενδιάμεσων αποφάσεων άσκησε οποιαδήποτε επιρροή στην έκταση των πληροφοριών που η προσφεύγουσα διέθετε προκειμένου να μπορεί να επαληθεύσει τη νομιμότητα του καθορισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της και να την αμφισβητήσει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την εξέταση του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου, του πέμπτου και του έκτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα μπόρεσε να κατανοήσει όλα τα στοιχεία του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς, εκτός του καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου, βάσει της προσβαλλόμενης απόφασης και μόνον.

447

Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση διαφέρει από την απόφαση του ΕΣΕ για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών που αποτέλεσε αντικείμενο των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 2019, Hypo Vorarlberg Bank κατά ΕΣΕ (T‑377/16, T‑645/16 και T‑809/16, EU:T:2019:823), και της 28ης Νοεμβρίου 2019, Portigon κατά ΕΣΕ (T‑365/16, EU:T:2019:824). Συγκεκριμένα, η ως άνω απόφαση του ΕΣΕ δεν περιείχε, μεταξύ άλλων, στοιχεία σχετικά με τον καθορισμό, από το ΕΣΕ, του πυλώνα κινδύνου IV, μολονότι τέτοια στοιχεία περιέχονταν στις επίμαχες στις ως άνω υποθέσεις ενδιάμεσες αποφάσεις (αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 2019, Hypo Vorarlberg Bank κατά ΕΣΕ, T‑377/16, T‑645/16 και T‑809/16, EU:T:2019:823, σκέψη 195, και της 28ης Νοεμβρίου 2019, Portigon κατά ΕΣΕ, T‑365/16, EU:T:2019:824, σκέψη 172).

448

Τέλος, η προσφεύγουσα δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους –λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων που προεκτέθηκαν στις σκέψεις 444 έως 446– η δημοσίευση των ενδιάμεσων αποφάσεων θα της παρείχε τη δυνατότητα να ασκήσει, υπό καλύτερες συνθήκες, τα δικαιώματά της ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης ούτε τους λόγους για τους οποίους μια τέτοια δημοσίευση θα παρείχε στα δικαστήρια της Ένωσης τη δυνατότητα να ασκήσουν αποτελεσματικότερα τον έλεγχό τους.

449

Υπό τις συνθήκες αυτές, η απλή παράλειψη δημοσίευσης ή κοινοποίησης των ενδιάμεσων αποφάσεων δεν μπορεί, καθεαυτήν, να συνεπάγεται πλημμελή αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.

450

Κατόπιν των ανωτέρω, το έβδομο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

θ)   Συμπέρασμα επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως

451

Κατόπιν των προεκτεθέντων, το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτό. Τα λοιπά σκέλη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

3.   Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας λόγω της μη δυνατότητας ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης

452

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ΕΣΕ παρέβη την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι ο δικαστικός έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης είναι πρακτικώς αδύνατος. Αφενός, ούτε το Γενικό Δικαστήριο ούτε η προσφεύγουσα διαθέτουν δεδομένα που αφορούν ιδρύματα πλην της προσφεύγουσας, μολονότι τα εν λόγω δεδομένα είναι αναγκαία για την επαλήθευση του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς που κατέβαλε η προσφεύγουσα. Αφετέρου, ακόμη και αν είχε πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα, το Γενικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να τα αξιοποιήσει, δεδομένου ότι δεν διαθέτει το λογισμικό που χρησιμοποίησε το ΕΣΕ για να υπολογίσει τις εκ των προτέρων εισφορές, προκειμένου να παρακολουθήσει τα διάφορα βήματα του υπολογισμού σύμφωνα με το παράρτημα I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

453

Το ΕΣΕ αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

454

Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 43 ανωτέρω, το Συμβούλιο και η Επιτροπή όφειλαν, κατά τη θέσπιση του συστήματος υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63 και τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/81, να συμβιβάσουν τον σεβασμό του επιχειρηματικού απορρήτου με την τήρηση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ώστε τα δεδομένα που καλύπτονται από το εν λόγω απόρρητο να μην επιτρέπεται να κοινοποιηθούν στους ενδιαφερομένους και, ιδίως, να μην επιτρέπεται να περιληφθούν στην αιτιολογία των αποφάσεων με τις οποίες καθορίζεται το ποσό των εκ των προτέρων εισφορών.

455

Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 339 ΣΛΕΕ και του άρθρου 88 του κανονισμού 806/2014, το ΕΣΕ όφειλε επίσης, κατά την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης, να μεριμνήσει ώστε να μη γνωστοποιηθούν στα ιδρύματα δεδομένα τα οποία καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο.

456

Τούτου λεχθέντος, απόκειται στον δικαστή της Ένωσης να εξακριβώσει το βάσιμο των λόγων που προέβαλε το ΕΣΕ για να αντιταχθεί στην κοινοποίηση των δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό των επίμαχων εισφορών, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 48 ανωτέρω.

457

Εν προκειμένω, από την εξέταση που διενεργήθηκε στις σκέψεις 292 έως 302 ανωτέρω προκύπτει ότι βασίμως το ΕΣΕ αντιτάχθηκε στην κοινοποίηση στην προσφεύγουσα των ατομικών δεδομένων που αφορούσαν τα άλλα ιδρύματα.

458

Επιπλέον, για τους ίδιους λόγους με τους προεκτεθέντες στη σκέψη 54 ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα ότι η χρήση λογισμικού, από το ΕΣΕ, για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών εμποδίζει τον μεταγενέστερο δικαστικό έλεγχο.

459

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

4.   Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση πλειόνων διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου και του παράγωγου δικαίου λόγω της εφαρμογής στην προσφεύγουσα, πολλαπλασιαστή για τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ

460

Ο έκτος λόγος ακυρώσεως διαρθρώνεται σε τέσσερα σκέλη.

α)   Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 113, παράγραφος 7, του κανονισμού 575/2013 και του άρθρου 103, παράγραφος 7, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2014/59

461

Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι, όσον αφορά τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ, με την προσβαλλόμενη απόφαση το ΕΣΕ εφάρμοσε στην ίδια συντελεστή προσαρμογής [εμπιστευτικό]. Κατά την προσφεύγουσα, όμως, η εφαρμογή τέτοιου συντελεστή δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 113, παράγραφος 7, του κανονισμού 575/2013 ή του άρθρου 103, παράγραφος 7, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2014/59. Συγκεκριμένα, το ΘΣΠ στο οποίο συμμετέχει η προσφεύγουσα προστατεύει με τον ίδιο τρόπο όλα τα ιδρύματα που συμμετέχουν σε αυτό και, επομένως, κάθε διαφοροποίηση μεταξύ των εν λόγω ιδρυμάτων όσον αφορά τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ αντιβαίνει στο γράμμα και στο πνεύμα των προμνησθεισών διατάξεων.

462

Το ΕΣΕ αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

463

Αφενός, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 132 και 139 ανωτέρω, κανένα στοιχείο στο γράμμα του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 ή του άρθρου 113, παράγραφος 7, του κανονισμού 575/2013 δεν απαγόρευε στην Επιτροπή να προβλέψει στο άρθρο 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ότι, όταν εφαρμόζει τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ, το ΕΣΕ οφείλει να λαμβάνει υπόψη τη σχετική στάθμιση του δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης».

464

Αφετέρου, από τις αιτιολογικές σκέψεις 114 έως 116 της προσβαλλόμενης απόφασης και από το σημείο 131 του παραρτήματος III της ίδιας απόφασης προκύπτει ότι το ΕΣΕ εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που υπείχε δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, η έλλειψη νομιμότητας του οποίου δεν αποδείχθηκε εξάλλου.

465

Επομένως, το πρώτο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

β)   Επί του δεύτερου σκέλους, το οποίο αφορά παράβαση του άρθρου 16 του Χάρτη και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

466

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, όσον αφορά τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ, η κατάταξή της στο [εμπιστευτικό] και, επομένως, η απόδοση σε αυτήν του συντελεστή προσαρμογής [εμπιστευτικό] –που είχε ως αποτέλεσμα [εμπιστευτικό]– είναι δυσανάλογες και συνιστούν προσβολή της επιχειρηματικής ελευθερίας της, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Χάρτη, και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 52 αυτού, παράγραφος 1.

467

Η απόδοση τέτοιου συντελεστή προσαρμογής για τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ είναι, κατά την προσφεύγουσα, προδήλως αδικαιολόγητη και αυθαίρετη, καθότι η προσφεύγουσα διαθέτει επαρκή κεφαλαιοποίηση και θετικό προφίλ κινδύνου με αποτέλεσμα η πιθανότητα να τεθεί υπό καθεστώς εξυγίανσης να είναι χαμηλή. Τούτο προκύπτει, μεταξύ άλλων, κατά την προσφεύγουσα, από την ερμηνεία των αποτελεσμάτων της ανάλυσης των δεικτών κινδύνου που διενήργησε η ίδια καθώς και από τα στατιστικά στοιχεία της ΕΚΤ βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών το 2019.

468

Το ΕΣΕ αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

469

Διαπιστώνεται, εκ προοιμίου, ότι η προσφεύγουσα προβάλλει απλώς και μόνον προσβολή της επιχειρηματικής ελευθερίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Χάρτη και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, χωρίς να αναπτύξει στοχευμένη επιχειρηματολογία όσον αφορά τις εν λόγω αρχές.

470

Επομένως, υπό το πρίσμα της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 217 ανωτέρω, οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθούν στο μέτρο που αφορούν την παραβίαση των προμνησθεισών αρχών.

471

Εξάλλου, εάν με την επιχειρηματολογία της η προσφεύγουσα υποστηρίζει, στην πραγματικότητα, ότι το ΕΣΕ υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης όταν την κατέταξε στο [εμπιστευτικό] για τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ, επισημαίνονται τα ακόλουθα.

472

Όσον αφορά τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ, το ΕΣΕ και η Επιτροπή διευκρίνισαν ότι η πτώχευση ιδρύματος με ευρύ και πολύπλοκο ισολογισμό, όπως η προσφεύγουσα, θα μπορούσε να εξαντλήσει πλήρως τους πόρους του ΘΣΠ, εν αντιθέσει προς ό,τι θα μπορούσε να συμβεί σε περίπτωση πτώχευσης ιδρύματος με πιο περιορισμένο και απλό ισολογισμό. Ως εκ τούτου, ο κίνδυνος η προσφεύγουσα να χρειαστεί να χρησιμοποιήσει το ΕΤΕ δεν καλύπτεται κατ’ ανάγκην από τη συμμετοχή της σε ΘΣΠ. Η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στοιχεία προς αντίκρουση του συγκεκριμένου ισχυρισμού.

473

Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να στηριχθεί στη δική της ανάλυση των δεικτών κινδύνου ή στα στατιστικά στοιχεία της ΕΚΤ προκειμένου να αντικρούσει την εκτίμηση του ΕΣΕ όσον αφορά τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ.

474

Αφενός, η προμνησθείσα ανάλυση και τα προμνησθέντα στατιστικά στοιχεία δεν αφορούν το σύνολο των ιδρυμάτων τα δεδομένα των οποίων λήφθηκαν υπόψη για τον υπολογισμό του δείκτη κινδύνου ΘΣΠ της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, στην ανάλυσή της, η προσφεύγουσα συγκρίνει τον εαυτό της με έξι μόνον άλλα γερμανικά ιδρύματα. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το παράρτημα II της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ έλαβε υπόψη τα δεδομένα 1627 ιδρυμάτων για να δημιουργήσει τα κελιά για τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ σε ενωσιακή βάση και τα δεδομένα 776 ιδρυμάτων για να δημιουργήσει τα κελιά για τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ σε εθνική βάση.

475

Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τα στατιστικά στοιχεία της ΕΚΤ. Τα εν λόγω στοιχεία αφορούν μόνον 113 ιδρύματα, ήτοι μικρό ποσοστό των ιδρυμάτων τα δεδομένα των οποίων έλαβε υπόψη το ΕΣΕ για τη δημιουργία των κελιών για τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ.

476

Αφετέρου, η ανάλυση που διενήργησε η ίδια η προσφεύγουσα και τα στατιστικά στοιχεία της ΕΚΤ αφορούν παράγοντες που δεν είναι κρίσιμοι για τη στάθμιση του δείκτη κινδύνου ΘΣΠ.

477

Συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, όταν το ΕΣΕ σταθμίζει τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ, οφείλει να λαμβάνει υπόψη τον δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης» που εφαρμόζεται στο οικείο ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

478

Πάντως, ούτε οι διάφοροι παράγοντες της ανάλυσης των δεικτών κινδύνου που διενήργησε η ίδια η προσφεύγουσα, ήτοι ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου, ο δείκτης κεφαλαίου κατηγορίας 1, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων [non-performing loan quote (NPL)], ο δείκτης κάλυψης, ο δείκτης περιόδου χάριτος (forbearance) και ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων [non-performing exposures (NPE)], ούτε οι παράγοντες στα στατιστικά στοιχεία της ΕΚΤ, ήτοι ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου, ο δείκτης κεφαλαίου της κατηγορίας 1 και ο δείκτης μόχλευσης, περιλαμβάνονται στο άρθρο 7, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ή στο άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

479

Επομένως, το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

γ)   Επί του τρίτου σκέλους, το οποίο αφορά παράβαση του άρθρου 20 του Χάρτη και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης

480

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εφαρμογή σε αυτήν του συντελεστή προσαρμογής [εμπιστευτικό] για τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ συνεπάγεται αδικαιολόγητη διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με ιδρύματα που έχουν [εμπιστευτικό] για τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ και, επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει παράβαση του άρθρου 20 του Χάρτη και παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

481

Ειδικότερα, η συμμετοχή σε ΘΣΠ συνιστά περίσταση που καθιστά όλα τα ενδιαφερόμενα ιδρύματα παρόμοια και, κατά την προσφεύγουσα, δεν υπάρχει αντικειμενικό κριτήριο ικανό να δικαιολογήσει διαφορετική μεταχείριση των διαφόρων ιδρυμάτων που συμμετέχουν σε ΘΣΠ. Ο δείκτης κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης» δεν συνιστά, κατά την προσφεύγουσα, πρόσφορο κριτήριο, όπως εξέθεσε στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως.

482

Επιπλέον, η απόδοση, στην προσφεύγουσα, του συντελεστή προσαρμογής [εμπιστευτικό] συνιστά, κατ’ αυτήν, προδήλως απρόσφορη διαφοροποίηση, λαμβανομένων υπόψη των πιθανοτήτων πτώχευσης, θέσης υπό καθεστώς εξυγίανσης και χρησιμοποίησης του ΕΤΕ όσον αφορά την ίδια.

483

Το ΕΣΕ αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

484

Αφενός, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 160 έως 163 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι όλα τα ιδρύματα που συμμετέχουν σε ΘΣΠ βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση.

485

Αφετέρου, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 165 ανωτέρω, τα στοιχεία σχετικά με τον δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης» που χρησιμοποιούνται για τη στάθμιση του δείκτη κινδύνου ΘΣΠ μεταξύ των διαφόρων ιδρυμάτων που συμμετέχουν σε ΘΣΠ συνιστούν αντικειμενικά κριτήρια τα οποία συνάδουν, επιπλέον, προς έναν εκ των σκοπών του ΕΜΕ, ήτοι την παροχή στα ιδρύματα κινήτρων λειτουργίας με λιγότερο ριψοκίνδυνο μοντέλο.

486

Επομένως, υπό το πρίσμα της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 159 ανωτέρω, το τρίτο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

δ)   Επί του τέταρτου σκέλους, το οποίο αφορά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης

487

Το τέταρτο σκέλος περιλαμβάνει δύο αιτιάσεις.

1) Επί της πρώτης αιτιάσεως, κατά την οποία το ΕΣΕ δεν αιτιολόγησε δεόντως την προσβαλλόμενη απόφαση

488

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ δεν εκθέτει επαρκώς κατά νόμον, αφενός, τους λόγους για τους οποίους είναι πρόσφορη η δημιουργία τριών κελιών για τη στάθμιση του δείκτη κινδύνου ΘΣΠ αντί, για παράδειγμα, δύο ή πέντε κελιών, και, αφετέρου, τον λόγο για τον οποίο ο συντελεστής προσαρμογής του πρώτου κελιού πρέπει να είναι 5/9 και αυτός του δεύτερου κελιού 7/9, προκειμένου να «διαφοροποιηθούν τα αποτελέσματα της συμμετοχής σε [ΘΣΠ] ανάλογα με τους πρόσθετους παράγοντες που σχετίζονται με την επικινδυνότητα των ιδρυμάτων».

489

Το ΕΣΕ αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

490

Επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, μέρος των επιχειρημάτων που προέβαλε όσον αφορά το βήμα 4 προς στήριξη της τρίτης αιτίασης του πέμπτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

491

Επομένως, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 407 έως 409 ανωτέρω, η πρώτη αιτίαση του τέταρτου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

2) Επί της δεύτερης αιτιάσεως, κατά την οποία το ΕΣΕ παρέβη την υποχρέωσή του διεξαγωγής έρευνας

492

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατατάσσοντάς τη στο κελί [εμπιστευτικό] για τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ, το ΕΣΕ δεν έλαβε υπόψη το σύνολο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών με διεξοδικό, αυστηρό και αμερόληπτο τρόπο. Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, το ΕΣΕ δεν εξέτασε τον τρόπο με τον οποίο η προστασία που παρέχει το ΘΣΠ, στο οποίο συμμετέχει η προσφεύγουσα, είναι επωφελές για τα μέλη του. Ομοίως, το ΕΣΕ δεν εξέτασε αν, και σε ποιο μέτρο, το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 μπορούσε να δικαιολογήσει τη δημιουργία κελιού και διαφοροποίηση βασισμένη στον κίνδυνο σε σχέση με τα άλλα μέλη του ΘΣΠ στο οποίο συμμετέχει η προσφεύγουσα. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την εξέταση του αν, και σε ποιο μέτρο, το προφίλ κινδύνου της προσφεύγουσας και άλλες περιστάσεις στην προκειμένη περίπτωση δικαιολογούσαν ενδεχομένως μια ευνοϊκότερη για την προσφεύγουσα κατάταξη.

493

Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ΕΣΕ υπέπεσε επίσης σε πολλαπλή πλάνη εκτίμησης. Συγκεκριμένα, η διαδικασία κατάταξης στα κελιά καταλήγει, κατά την προσφεύγουσα, σε εσφαλμένα αποτελέσματα, ιδίως σε περίπτωση συγχώνευσης δύο ιδρυμάτων που συμμετέχουν σε ΘΣΠ. Σε τέτοια περίπτωση, η κατάταξη των άλλων ιδρυμάτων στα κελιά μεταβάλλεται, καθότι υπάρχουν λιγότερα ιδρύματα προς κατανομή στα διάφορα κελιά, μολονότι τα κριτήρια που είναι καθοριστικής σημασίας για την αναγνώριση του δείκτη κινδύνου ΘΣΠ, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφος 7, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, παραμένουν αμετάβλητα.

494

Το ΕΣΕ αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

495

Η αρχή της χρηστής διοίκησης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη, επιβάλλει στα θεσμικά και άλλα όργανα της Ένωσης την υποχρέωση να εξετάζουν, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περίπτωσης (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, Technische Universität München, C‑269/90, EU:C:1991:438, σκέψη 14, και της 23ης Σεπτεμβρίου 2009, Εσθονία κατά Επιτροπής, T‑263/07, EU:T:2009:351, σκέψη 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

496

Εν προκειμένω, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, για τη στάθμιση του δείκτη κινδύνου ΘΣΠ, το ΕΣΕ μπορεί να λαμβάνει υπόψη μόνον τα στοιχεία που μνημονεύονται στο άρθρο 7, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, ήτοι τον δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

497

Δεύτερον, το ΕΣΕ οφείλει να υπολογίζει τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ βάσει των δεδομένων που τα ιδρύματα διαβιβάζουν δυνάμει του άρθρου 14 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

498

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στο ΕΣΕ ότι δεν έλαβε υπόψη, για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας, στοιχεία τα οποία προέβαλε η προσφεύγουσα, όπως τα μνημονευόμενα στη σκέψη 492 ανωτέρω, τα οποία δεν προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 4, ή στο άρθρο 14 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

499

Τρίτον, είναι απορριπτέα η αιτίαση κατά την οποία το ΕΣΕ υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης όταν δημιούργησε τα κελιά για τη στάθμιση του δείκτη κινδύνου ΘΣΠ.

500

Κατ’ αρχάς, από τις σκέψεις 159 έως 165 ανωτέρω προκύπτει ότι το ΕΣΕ μπορεί να προβαίνει σε διαφοροποιήσεις μεταξύ των μελών ΘΣΠ προκειμένου να εκτιμήσει το προφίλ κινδύνου των διαφόρων ιδρυμάτων για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς τους.

501

Εν συνεχεία, όπως προκύπτει από την εξέταση του πέμπτου λόγου ακυρώσεως ανωτέρω, το ΕΣΕ μπορούσε να προβεί στις ως άνω διαφοροποιήσεις βάσει του κριτηρίου που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, κατά το οποίο σταθμίζει τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ βάσει του δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης».

502

Τέλος, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο κανένα συγκεκριμένο στοιχείο προκειμένου να αμφισβητήσει την εφαρμογή του προμνησθέντος κριτηρίου.

503

Τέταρτον, όπως εξέθεσε, κατ’ ουσίαν, το ΕΣΕ, χωρίς να αντικρουσθεί από την προσφεύγουσα, εάν δύο ιδρύματα που συμμετέχουν σε ΘΣΠ συγχωνευθούν, το γεγονός αυτό συνεπάγεται μείωση του αριθμού των ιδρυμάτων που πρέπει να καταταχθούν στα κελιά που έχουν δημιουργηθεί για τη στάθμιση του δείκτη κινδύνου ΘΣΠ, στοιχείο το οποίο θα ληφθεί αυτομάτως υπόψη κατά τον τελικό υπολογισμό του εν λόγω δείκτη κινδύνου, εφόσον η συγχώνευση πραγματοποιήθηκε πριν από τη λήξη του έτους αναφοράς που μνημονεύεται στο άρθρο 14 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

504

Επομένως, το τέταρτο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

ε)   Συμπέρασμα ως προς τον έκτο λόγο ακυρώσεως

505

Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

5.   Επί του όγδοου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση των άρθρων 16 και 52 του Χάρτη λόγω του μη πρόσφορου χαρακτήρα του πολλαπλασιαστή προσαρμογής

506

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι πολλαπλασιαστές προσαρμογής που εφαρμόστηκαν σε αυτήν –ήτοι ο πολλαπλασιαστής που εφαρμόστηκε για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της σε ενωσιακή βάση και ο πολλαπλασιαστής που εφαρμόστηκε για τον υπολογισμό της εν λόγω εισφοράς σε εθνική βάση– δεν συνάδουν με το προφίλ της κινδύνου και, επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει παράβαση του άρθρου 16 του Χάρτη και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

507

Ειδικότερα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι διαθέτει επαρκή κεφαλαιοποίηση και θετικό προφίλ κινδύνου. Επομένως, η πιθανότητα να τεθεί υπό καθεστώς εξυγίανσης είναι χαμηλή. Τούτο προκύπτει, μεταξύ άλλων, κατά την προσφεύγουσα, από την ερμηνεία των αποτελεσμάτων της ανάλυσης που διενήργησε η ίδια, καθώς και από τα στατιστικά στοιχεία της ΕΚΤ βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών το 2019.

508

Επιπλέον, όσον αφορά τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ, το ΕΣΕ δεν παρέσχε στην προσφεύγουσα κανέναν αντικειμενικό λόγο για να δικαιολογήσει την κατάταξή της στο κελί [εμπιστευτικό], παρά την πλήρη προστασία που της παρέχει το ΘΣΠ στο οποίο συμμετέχει. Τούτο συνεπάγεται εκ των προτέρων εισφορά [εμπιστευτικό] και, επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει παράβαση των άρθρων 16 και 20 του Χάρτη και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

509

Το ΕΣΕ αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

510

Διαπιστώνεται, εκ προοιμίου, ότι η προσφεύγουσα προβάλλει απλώς και μόνον παραβιάσεις των αρχών που κατοχυρώνονται στα άρθρα 16 και 20 του Χάρτη και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, χωρίς να αναπτύξει οποιαδήποτε στοχευμένη επιχειρηματολογία όσον αφορά τις εν λόγω αρχές.

511

Επομένως, υπό το πρίσμα της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 217 ανωτέρω, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί στο μέτρο που αφορά την παραβίαση των προμνησθεισών αρχών.

512

Εξάλλου, και εν πάση περιπτώσει, εάν με την ως άνω επιχειρηματολογία η προσφεύγουσα υποστηρίζει, στην πραγματικότητα, ότι το ΕΣΕ υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης όταν υπολόγισε τους πολλαπλασιαστές προσαρμογής της προσφεύγουσας, επισημαίνονται τα ακόλουθα.

513

Κατά πρώτον, η αιτίαση κατά την οποία το ΕΣΕ κατέταξε την προσφεύγουσα σε εσφαλμένο κελί για τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ είναι απορριπτέα για τους ίδιους λόγους με εκείνους που προεκτέθηκαν στις σκέψεις 500 έως 502.

514

Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να στηριχθεί στη δική της ανάλυση των δεικτών κινδύνου για να αμφισβητήσει τον υπολογισμό των πολλαπλασιαστών προσαρμογής που την αφορούν. Αφενός, από την αιτιολογική σκέψη 112 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το ΕΣΕ έλαβε υπόψη δεκαέξι δείκτες κινδύνου για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών. Η ανάλυση της προσφεύγουσας αφορά, όμως, μόνον έναν από τους δεκαέξι αυτούς δείκτες, ήτοι τον δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Αφετέρου, στην εν λόγω ανάλυση, η προσφεύγουσα συγκρίνει τον εαυτό της με έξι άλλα γερμανικά ιδρύματα. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το παράρτημα II της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ έλαβε υπόψη τα δεδομένα 1627 ιδρυμάτων για να υπολογίσει την εκ των προτέρων εισφορά της προσφεύγουσας σε ενωσιακή βάση και τα δεδομένα 776 ιδρυμάτων για να υπολογίσει την εν λόγω εισφορά σε εθνική βάση.

515

Ομοίως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να στηριχθεί στα στατιστικά στοιχεία της ΕΚΤ προκειμένου να αμφισβητήσει τον υπολογισμό των πολλαπλασιαστών προσαρμογής που την αφορούν. Αφενός, τα εν λόγω στατιστικά στοιχεία αφορούν δύο μόνον από τους δεκαέξι δείκτες κινδύνου που το ΕΣΕ έλαβε υπόψη για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών, ήτοι τον «δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1» και τον δείκτη μόχλευσης. Αφετέρου, τα εν λόγω στατιστικά στοιχεία αφορούν μόνον 113 ιδρύματα, ήτοι μικρό ποσοστό των ιδρυμάτων τα δεδομένα των οποίων έλαβε υπόψη το ΕΣΕ για τον εν λόγω υπολογισμό.

516

Κατόπιν των ανωτέρω, ο όγδοος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

6.   Επί του ένατου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση των άρθρων 16, 20, 41 και 52 του Χάρτη λόγω πολλαπλής πρόδηλης πλάνης εκτίμησης

517

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ΕΣΕ υπερέβη τη διακριτική ευχέρειά του και, επομένως, παρέβη τα άρθρα 16, 20 και 41 του Χάρτη και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 52 του Χάρτη, λόγω της πολλαπλής πρόδηλης πλάνης εκτίμησης στην οποία υπέπεσε κατά τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της.

518

Κατά πρώτον, κατά την προσφεύγουσα, το ΕΣΕ δεν έλαβε δεόντως υπόψη ούτε προσδιόρισε:

τον αντίκτυπο που μπορούσαν να έχουν οι φιλοκυκλικές εισφορές στη χρηματοοικονομική θέση των ιδρυμάτων κατά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου που προβλέπεται στο άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014·

τον δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης»·

τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ·

την αναβαθμονόμηση των σταθμίσεων των δεικτών κινδύνου στο εσωτερικό ενός πυλώνα κινδύνου σε περίπτωση μη εφαρμογής ορισμένων δεικτών κινδύνου.

519

Κατά δεύτερον, οι δείκτες κινδύνου και οι σταθμίσεις κατ’ εφαρμογήν του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 καταλήγουν, κατά την προσφεύγουσα, σε δημιουργία κελιών και ομαδοποίηση στα κελιά οι οποίες συνεπάγονται για την προσφεύγουσα επιβάρυνση η οποία είναι προδήλως αδικαιολόγητη κατ’ ουσίαν και δυσανάλογη, εισάγει δε δυσμενή διάκριση. Όπως εκτέθηκε στο πλαίσιο του έβδομου λόγου ακυρώσεως, το παράρτημα I του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού οδηγεί σε μια κατάσταση στην οποία το εύρος των μέγιστων και των ελάχιστων τιμών είναι δυσανάλογα μεγάλο για το πρώτο και το τελευταίο κελί, πλείονα κελιά είναι κενά και άλλα κελιά περιέχουν σαφώς υπερβολικά μεγάλο αριθμό ιδρυμάτων. Συναφώς, κατά την προσφεύγουσα, το ΕΣΕ υπερέβη τη διακριτική ευχέρειά του και παρέλειψε να προβεί στις προσαρμογές των εκ των προτέρων εισφορών που επιτάσσουν οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας.

520

Το ΕΣΕ αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

521

Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα προβάλλει απλώς και μόνον παραβιάσεις των αρχών που κατοχυρώνονται στα άρθρα 16, 20 και 41 του Χάρτη και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 52 του Χάρτη, χωρίς να αναπτύξει αυτοτελή και στοχευμένη επιχειρηματολογία όσον αφορά τις εν λόγω αρχές.

522

Επομένως, υπό το πρίσμα της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 217 ανωτέρω, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί στο μέτρο που αφορά την παραβίαση των προμνησθεισών αρχών.

523

Εν συνεχεία, στο μέτρο που η προσφεύγουσα διατείνεται ότι το ΕΣΕ υπέπεσε σε πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κατά τη δημιουργία των κελιών και την κατάταξη των ιδρυμάτων στα εν λόγω κελιά, η συγκεκριμένη αιτίαση δεν υποστηρίζεται από συγκεκριμένα επιχειρήματα. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει τον τρόπο με τον οποίο η διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στο ΕΣΕ συνδέεται με τους παράγοντες που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 518 ανωτέρω ούτε τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο το ΕΣΕ όφειλε να λάβει υπόψη τους εν λόγω παράγοντες.

524

Ομοίως, μολονότι προσάπτει στο ΕΣΕ ότι δεν προέβη στις «αναγκαίες ατομικές προσαρμογές» των αποτελεσμάτων της εφαρμογής του μαθηματικού τύπου που περιέχεται στο παράρτημα I, υπό τον τίτλο «Βήμα 2», σημείο 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, οι οποίες ανταποκρίνονται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας, η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει τη φύση των εν λόγω προσαρμογών.

525

Τέλος, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας σχετικά με τη μέθοδο των κελιών είναι διφορούμενη. Αφενός, παραπέμποντας στα επιχειρήματα που προέβαλε στο πλαίσιο του έβδομου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στο ΕΣΕ ότι δεν αναγνώρισε ότι η εφαρμογή του βήματος 2 κατέληξε σε εύρος τιμών δυσανάλογα μεγάλο για το πρώτο και το τελευταίο κελί, ότι διάφορα κελιά ήταν κενά και ότι τα πρώτα κελιά περιείχαν σαφώς υπερβολικά μεγάλο αριθμό ιδρυμάτων. Με την αιτίασή της, η προσφεύγουσα υπονοεί ότι η μέθοδος των κελιών δεν συνάδει με τους κανόνες δικαίου υπέρτερης ισχύος, χωρίς εντούτοις να προβάλει ένσταση έλλειψης νομιμότητας στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Μια τέτοια ένσταση πρέπει να προβάλλεται, όμως, με σαφήνεια, προκειμένου ο εκδότης της πράξης να μπορεί να υπεραμυνθεί της νομιμότητάς της (πρβλ. διάταξη της 20ής Ιανουαρίου 2009, Sack κατά Επιτροπής, C‑38/08 P, EU:C:2009:21, σκέψεις 21 και 22). Αφετέρου, η προσφεύγουσα προσάπτει στο ΕΣΕ ότι, για τους ίδιους λόγους, παρέβη τις απαιτήσεις του παραρτήματος I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο αδυνατεί να προσδιορίσει επακριβώς το περιεχόμενο των σχετικών επιχειρημάτων της προσφεύγουσας και να κρίνει αν είναι βάσιμα.

526

Επομένως, κατόπιν των ανωτέρω, ο ένατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

7.   Επί του ενδέκατου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 και αντίθεση των άρθρων 69 και 70 του κανονισμού 806/2014 προς τους κανόνες υπέρτερης ισχύος

527

Δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα προέβαλε τον ενδέκατο λόγο ακυρώσεως το πρώτον με το υπόμνημα απαντήσεως. Παρά ταύτα, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως προβάλλεται παραδεκτώς καθόσον βασίζεται σε πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας. Συγκεκριμένα, το στοιχείο που είναι αναγκαίο για να γίνει κατανοητό αν το ετήσιο επίπεδο-στόχος υπερβαίνει το όριο του 12,5 % του τελικού επιπέδου-στόχου, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, έγινε γνωστό στην προσφεύγουσα με την απόφαση SRB/ES/2022/18 του ΕΣΕ, της 11ης Απριλίου 2022, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών στο ΕΤΕ για το 2022.

528

Το ΕΣΕ ζητεί, αφενός, να κριθεί απαράδεκτος ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως λόγω μη έγκαιρης υποβολής και, αφετέρου, να απορριφθεί επί της ουσίας.

529

Κατά το άρθρο 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν αυτοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία ή συνιστούν ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, ρητώς ή εμμέσως, με το δικόγραφο της προσφυγής και ο οποίος συνδέεται στενά με αυτόν (πρβλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2020, HeidelbergCement και Schwenk Zement κατά Επιτροπής, T‑380/17, EU:T:2020:471, σκέψη 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

530

Αφενός, όμως, δεν αμφισβητείται ότι το ΕΣΕ επισήμανε με το ενημερωτικό δελτίο, που μνημονεύθηκε στη σκέψη 326 ανωτέρω, το προβλεπόμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου, υπό μορφή εύρους κυμαινόμενου μεταξύ 70 και 75 δισεκατομμυρίων ευρών, για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο εισφοράς 2021. Αφετέρου, από το δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει ότι η προσφεύγουσα έλαβε γνώση του εν λόγω δελτίου πριν από την άσκηση της προσφυγής της, καθότι παραπέμπει σε αυτό στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας της προς στήριξη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

531

Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι, κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής, δεν γνώριζε τα πραγματικά στοιχεία που προέβαλε προς στήριξη του ενδέκατου λόγου ακυρώσεως, τα οποία θα δικαιολογούσαν την προβολή του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως.

532

Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν υποστήριξε ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως συνιστά ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως.

533

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο ενδέκατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

534

Εξάλλου, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι ο ενδέκατος λόγος ακυρώσεως είναι παραδεκτός, το Γενικό Δικαστήριο δεν θα ήταν σε θέση να εκτιμήσει αν είναι βάσιμος. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 308 έως 340 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλημμελή αιτιολογία όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου για την περίοδο εισφοράς 2021 και πρέπει να ακυρωθεί για τον λόγο αυτόν. Η πλημμελής αυτή αιτιολογία εμποδίζει, όμως, το Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει το βάσιμο του ενδέκατου λόγου ακυρώσεως.

Γ. Συμπέρασμα

535

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως είναι βάσιμο, μολονότι τα λοιπά σκέλη του ίδιου λόγου ακυρώσεως καθώς και όλοι οι λοιποί προβληθέντες λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν. Δεδομένου ότι το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως είναι, αφ’ εαυτού, ικανό να θεμελιώσει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, η εν λόγω απόφαση πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος που αφορά την προσφεύγουσα.

V. Επί του διαχρονικού περιορισμού των αποτελεσμάτων της αποφάσεως

536

Το ΕΣΕ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο, σε περίπτωση ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματα της εν λόγω απόφασης μέχρι την αντικατάστασή της ή τουλάχιστον επί έξι μήνες αφότου η δικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη.

537

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι δεν αντιτάσσεται στο ως άνω αίτημα στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρωθεί λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου.

538

Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να προσδιορίσει τα αποτελέσματα της ακυρωθείσας πράξης τα οποία θεωρούνται οριστικά.

539

Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι, για λόγους ασφάλειας δικαίου, τα αποτελέσματα μιας τέτοιας πράξης μπορούν να διατηρούνται σε ισχύ, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση όπου η άμεση ακύρωσή της θα είχε σοβαρές επιπτώσεις και η νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης δεν αμφισβητείται λόγω του σκοπού της ή του περιεχομένου της, αλλά για λόγους σχετικούς με παράβαση ουσιώδους τύπου (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 175 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

540

Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο δεν διαπίστωσε, στην παρούσα διαδικασία, πλάνη η οποία επηρεάζει την ουσιαστική νομιμότητα της εν λόγω απόφασης.

541

Επιπλέον, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ (C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 177), διαπιστώνεται ότι η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να προβλέπεται η διατήρηση σε ισχύ των αποτελεσμάτων της έως ότου αυτή αντικατασταθεί με νέα πράξη, θα μπορούσε να θίξει την εφαρμογή της οδηγίας 2014/59, του κανονισμού 806/2014 και του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, που αποτελούν ουσιώδες μέρος της τραπεζικής ένωσης που συμβάλλει στη σταθερότητα της ζώνης του ευρώ.

542

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να διατηρηθούν σε ισχύ τα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης απόφασης, στο μέτρο που αφορά την προσφεύγουσα, έως την έναρξη ισχύος, εντός εύλογης προθεσμίας η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης, νέας απόφασης του ΕΣΕ περί καθορισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας στο ΕΤΕ για την περίοδο εισφοράς 2021.

VI. Επί των δικαστικών εξόδων

543

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι το ΕΣΕ ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδά του καθώς και στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

544

Σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει την απόφαση SRB/ES/2021/22 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 14ης Απριλίου 2021, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2021, κατά το μέρος που αφορά τη Landesbank Baden-Württemberg.

 

2)

Τα αποτελέσματα της απόφασης SRB/ES/2021/22, κατά το μέρος που αφορά τη Landesbank Baden-Württemberg, διατηρούνται σε ισχύ έως την έναρξη ισχύος, εντός εύλογης προθεσμίας η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης, νέας απόφασης του ΕΣΕ περί καθορισμού της εκ των προτέρων εισφοράς του ιδρύματος αυτού προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για την περίοδο εισφοράς 2021.

 

3)

Το ΕΣΕ φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Landesbank Baden-Württemberg.

 

4)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

 

Kornezov

De Baere

Petrlík

Kecsmár

Kingston

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 20 Δεκεμβρίου 2023.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα

 

I. Ιστορικό της διαφοράς

 

II. Η προσβαλλόμενη απόφαση

 

III. Αιτήματα των διαδίκων

 

IV. Σκεπτικό

 

Α. Επί των ενστάσεων ελλείψεως νομιμότητας των άρθρων 4 έως 9 και 20, καθώς και του παραρτήματος I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

 

1. Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά ένσταση ελλείψεως νομιμότητας των άρθρων 4 έως 9, καθώς και του παραρτήματος I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, καθόσον παραβιάζουν τις αρχές της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και της ασφάλειας δικαίου

 

α) Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

 

β) Επί του δεύτερου σκέλους, το οποίο αφορά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου

 

1) Επί της πρώτης αιτιάσεως, κατά την οποία τα άρθρα 4 έως 9 και το παράρτημα I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν παρέχουν στα ιδρύματα τη δυνατότητα να υπολογίζουν εκ προοιμίου τις εκ των προτέρων εισφορές τους

 

2) Επί της δεύτερης αιτιάσεως, κατά την οποία η Επιτροπή μπορούσε να θεσπίσει άλλη μέθοδο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών

 

3) Επί της τρίτης αιτιάσεως, η οποία αφορά παράβαση του άρθρου 12 του κανονισμού 2016/1011

 

γ) Συμπέρασμα επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως

 

2. Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, καθότι ενέχει παράβαση πλειόνων κανόνων υπέρτερης ισχύος

 

α) Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά αντίθεση του άρθρου 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προς το άρθρο 103, παράγραφος 7, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2014/59 και το άρθρο 113, παράγραφος 7, του κανονισμού 575/2013

 

β) Επί του δεύτερου σκέλους, το οποίο αφορά αντίθεση του άρθρου 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προς την «αρχή του προσδιορισμού σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο εισφορών» και την αρχή της ίσης μεταχείρισης

 

1) Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία αφορά παραβίαση της «αρχής του προσδιορισμού σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο εισφορών»

 

2) Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης

 

γ) Επί του τρίτου σκέλους, το οποίο αφορά αντίθεση του άρθρου 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου

 

δ) Επί του τέταρτου σκέλους, το οποίο αφορά αντίθεση του άρθρου 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προς την απαίτηση της πλήρους συνεκτίμησης των πραγματικών περιστατικών

 

ε) Συμπέρασμα επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως

 

3. Επί του έβδομου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά ένσταση ελλείψεως νομιμότητας των άρθρων 6, 7 και 9 και του παραρτήματος I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, καθόσον ενέχουν παράβαση πλειόνων κανόνων υπέρτερης ισχύος

 

4. Επί του δέκατου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20, παράγραφος 1, πρώτη και δεύτερη περίοδος, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, καθότι αντιβαίνει προς το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 και παραβιάζει την «αρχή του προσδιορισμού σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο εισφορών»

 

Β. Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης

 

1. Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού αριθ. 1

 

2. Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πλημμελή αιτιολογία

 

α) Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

 

β) Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά τη γλώσσα του κειμένου της προσβαλλόμενης απόφασης που είναι αυθεντικό

 

γ) Επί του δεύτερου σκέλους, το οποίο αφορά την πολυπλοκότητα της αιτιολόγησης του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς

 

δ) Επί του έκτου σκέλους, το οποίο αφορά τη διατήρηση των δεδομένων των άλλων ιδρυμάτων

 

ε) Επί του τρίτου σκέλους, το οποίο αφορά την αιτιολόγηση του ετήσιου επιπέδου-στόχου

 

στ) Επί του τέταρτου σκέλους, το οποίο αφορά πλημμελή αιτιολογία της βασικής ετήσιας εισφοράς

 

ζ) Επί του πέμπτου σκέλους, το οποίο αφορά πλημμελή αιτιολογία της προσαρμογής της βασικής ετήσιας εισφοράς στον κίνδυνο

 

1) Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία αφορά την αδυναμία εξακρίβωσης της υπαγωγής του συνόλου των ενδιαφερόμενων ιδρυμάτων σε εισφορά προσαρμοσμένη βάσει του προφίλ κινδύνου

 

2) Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία αφορά τη συνεκτίμηση του δείκτη κινδύνου «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης»

 

3) Επί της τρίτης αιτιάσεως, η οποία αφορά την αιτιολογία των βημάτων 1 έως 6 της προσαρμογής της βασικής ετήσιας εισφοράς στο προφίλ κινδύνου της προσφεύγουσας

 

i) Βήμα 1

 

ii) Βήμα 2

 

iii) Βήμα 3

 

iv) Βήμα 4

 

v) Βήμα 5

 

vi) Βήμα 6

 

η) Επί του έβδομου σκέλους, το οποίο αφορά την ύπαρξη μη δημοσιευμένων ενδιάμεσων αποφάσεων

 

θ) Συμπέρασμα επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως

 

3. Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας λόγω της μη δυνατότητας ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης

 

4. Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση πλειόνων διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου και του παράγωγου δικαίου λόγω της εφαρμογής στην προσφεύγουσα, πολλαπλασιαστή για τον δείκτη κινδύνου ΘΣΠ

 

α) Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 113, παράγραφος 7, του κανονισμού 575/2013 και του άρθρου 103, παράγραφος 7, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2014/59

 

β) Επί του δεύτερου σκέλους, το οποίο αφορά παράβαση του άρθρου 16 του Χάρτη και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

 

γ) Επί του τρίτου σκέλους, το οποίο αφορά παράβαση του άρθρου 20 του Χάρτη και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης

 

δ) Επί του τέταρτου σκέλους, το οποίο αφορά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης

 

1) Επί της πρώτης αιτιάσεως, κατά την οποία το ΕΣΕ δεν αιτιολόγησε δεόντως την προσβαλλόμενη απόφαση

 

2) Επί της δεύτερης αιτιάσεως, κατά την οποία το ΕΣΕ παρέβη την υποχρέωσή του διεξαγωγής έρευνας

 

ε) Συμπέρασμα ως προς τον έκτο λόγο ακυρώσεως

 

5. Επί του όγδοου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση των άρθρων 16 και 52 του Χάρτη λόγω του μη πρόσφορου χαρακτήρα του πολλαπλασιαστή προσαρμογής

 

6. Επί του ένατου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση των άρθρων 16, 20, 41 και 52 του Χάρτη λόγω πολλαπλής πρόδηλης πλάνης εκτίμησης

 

7. Επί του ενδέκατου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 και αντίθεση των άρθρων 69 και 70 του κανονισμού 806/2014 προς τους κανόνες υπέρτερης ισχύος

 

Γ. Συμπέρασμα

 

V. Επί του διαχρονικού περιορισμού των αποτελεσμάτων της αποφάσεως

 

VI. Επί των δικαστικών εξόδων


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

( 1 ) Εμπιστευτικά στοιχεία που έχουν απαλειφθεί.