Υποθέσεις T‑386/21 και T‑406/21
Crédit agricole SA κ.λπ.
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πέμπτο πενταμελές τμήμα)
της 6ης Νοεμβρίου 2024
«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Τομέας των υπερκρατικών, κρατικών και υπηρεσιακών ομολόγων που εκδίδονται σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Συντονισμός των τιμών και των δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης ομολόγων – Ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών – Ενιαία και διαρκής παράβαση – Περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου – Υπολογισμός του ποσού του προστίμου – Βασικό ποσό του προστίμου – Αξία αντικατάστασης για την αξία των πωλήσεων των μερών – Προσφυγή ακυρώσεως – Πλήρης δικαιοδοσία»
Ένδικη διαδικασία – Δημοσιότητα των αποφάσεων – Υποχρέωση του δικαστή της Ένωσης να εξασφαλίζει δίκαιη ισορροπία μεταξύ της δημοσιότητας των αποφάσεων και του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του επιχειρηματικού απορρήτου – Αίτημα περί μη δημοσιοποιήσεως ορισμένων στοιχείων – Κριτήρια εκτιμήσεως
(Άρθρο 15 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 66 και 66α)
(βλ. σκέψεις 49-56)
Προσφυγή ακυρώσεως – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού – Απόφαση που λαμβάνεται έναντι περισσότερων επιχειρήσεων – Απόφαση που πρέπει να αναλυθεί ως δέσμη ατομικών αποφάσεων – Συνέπειες
(Άρθρα 101 και 263 ΣΛΕΕ)
(βλ. σκέψεις 57-61)
Προσφυγή ακυρώσεως – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Αίτημα με το οποίο ζητείται να απευθυνθεί εντολή προς θεσμικό όργανο – Απαράδεκτο
(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)
(βλ. σκέψεις 64-66)
Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών – Γενική παραπομπή σε άλλα έγγραφα – Απαράδεκτο
(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 76, στοιχείο δʹ)
(βλ. σκέψεις 93-106, 108-110)
Συμπράξεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση – Απόδειξη – Ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών – Ανταλλαγές πληροφοριών σε μόνιμο φόρουμ συζητήσεων που χαρακτηρίζεται από την παράδοση μηνυμάτων σε πραγματικό χρόνο σε όλα τα συνδεδεμένα πρόσωπα – Τεκμήριο γνώσεως των μηνυμάτων από τους συνδεδεμένους στο φόρουμ χρήστες – Δεν υφίσταται παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας
(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 48 § 1)
(βλ. σκέψεις 126-134)
Συμπράξεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση – Απόδειξη – Ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών – Ανταλλαγές πληροφοριών σε μόνιμο φόρουμ συζητήσεων – Πρώτη σύνδεση χρήστη εν πλήρη γνώσει του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα ορισμένων επικοινωνιών στο φόρουμ αυτό – Πρώτη σύνδεση που χαρακτηρίζεται ως παραβατική χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι επικοινωνίες που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της σύνδεσης αυτής – Παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας
(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 48 § 1)
(βλ. σκέψεις 135-145)
Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της – Περιεχόμενο της έννοιας του βάρους αποδείξεως – Ενιαία και διαρκής παράβαση – Ενιαίος χαρακτήρας της παραβάσεως – Ύπαρξη συνολικού σχεδίου με το οποίο επιδιώκεται ενιαίος σκοπός αντίθετος προς τον ανταγωνισμό
(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)
(βλ. σκέψεις 147, 317-365)
Συμπράξεις – Απαγόρευση – Παραβάσεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση – Καταλογισμός ευθύνης σε επιχείρηση για το σύνολο της παράβασης – Προϋποθέσεις – Παραβατικές πρακτικές και ενέργειες οι οποίες εντάσσονται σε συνολικό σχέδιο – Πρόθεση συμβολής στους κοινούς στόχους που επιδιώκει το σύνολο των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων – Γνώση των παραβατικών συμπεριφορών ή δυνατότητα πρόβλεψης αυτών – Στοιχεία εκτιμήσεως
(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)
(βλ. σκέψεις 148-153, 434, 450, 480, 504-512)
Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της – Περιεχόμενο της έννοιας του βάρους αποδείξεως – Συντονισμός και συνεργασία που δεν συνάδουν με την υποχρέωση εκάστης επιχειρήσεως να καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά – Συντονισμός των τιμών και των δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης ομολόγων εκ μέρους διαπραγματευτών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων – Ανταλλαγές ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών – Συμπεριφορές με αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα
(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)
(βλ. σκέψεις 161-164, 172-187, 195, 200, 208, 216, 227, 232, 235, 243, 248, 256, 267, 268, 278, 286, 295, 300, 308-310)
Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της – Περιεχόμενο της έννοιας του βάρους αποδείξεως – Ενιαία και διαρκής παράβαση – Ενιαίος χαρακτήρας της παραβάσεως – Στοιχεία εκτιμήσεως – Διάρκεια των χρονικών διαστημάτων που μεσολαβούν μεταξύ των εκδηλώσεων της συμπράξεως – Αντικείμενο και λειτουργία της συμπράξεως – Συμπεριφορά των λοιπών συμμετεχόντων στην παράβαση
(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)
(βλ. σκέψεις 366-433)
Συμπράξεις – Απαγόρευση – Παραβάσεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση – Καταλογισμός ευθύνης σε επιχείρηση για το σύνολο της παράβασης – Προϋποθέσεις – Γνώση των παραβατικών συμπεριφορών ή δυνατότητα πρόβλεψης αυτών – Γνώσεις αποκτηθείσες από υπάλληλο πριν από την ένταξή του στην οικεία επιχείρηση – Κρίσιμο στοιχείο εκτιμήσεως
(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)
(βλ. σκέψεις 468-474)
Προσφυγή ακυρώσεως – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Περιεχόμενο – Απαγόρευση αποφάνσεως ultra petita – Υποχρέωση του δικαστή να σεβαστεί το πλαίσιο της διαφοράς, όπως το όρισαν οι διάδικοι – Επιχειρήματα που προβάλλονται από τον προσφεύγοντα προς στήριξη ενός συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως – Εξέταση των εν λόγω επιχειρημάτων και στο πλαίσιο άλλου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται από τον προσφεύγοντα – Παραδεκτό
(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)
(βλ. σκέψεις 562, 571, 572)
Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Διάκριση μεταξύ περιορισμού ως εκ του αντικειμένου και περιορισμού ως εκ του αποτελέσματος – Περιορισμός ως εκ του αντικειμένου – Αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό παράβαση – Εκτίμηση βάσει αντικειμενικών χαρακτηριστικών των επίμαχων συμπεριφορών και χωρίς να συνεκτιμάται η ιδιαίτερη κατάσταση κάθε συμμετέχουσας σε αυτήν επιχείρησης
(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)
(βλ. σκέψεις 573-589)
Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Διάκριση μεταξύ περιορισμού ως εκ του αντικειμένου και περιορισμού ως εκ του αποτελέσματος – Περιορισμός ως εκ του αντικειμένου – Αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό παράβαση – Εκτίμηση – Συμπεριφορές που εντάσσονται σε μία σύνθετη αγορά – Περιεχόμενο της αναλύσεως του οικονομικού και νομικού πλαισίου των εν λόγω συμπεριφορών
(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)
(βλ. σκέψεις 606-615)
Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Διάκριση μεταξύ περιορισμού ως εκ του αντικειμένου και περιορισμού ως εκ του αποτελέσματος – Περιορισμός ως εκ του αντικειμένου – Αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό παράβαση – Εκτίμηση – Ανταλλαγές ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών μεταξύ διαπραγματευτών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων – Επικοινωνίες που αποσκοπούν στον συντονισμό των τιμών, στην αποκάλυψη ευαίσθητων πληροφοριών καθώς και στον συντονισμό δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης – Επικοινωνίες που αποτελούν περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου – Ανταλλαγές πληροφοριών που λαμβάνουν χώρα σε αγορά η οποία φέρεται να χαρακτηρίζεται από σημαντική ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων – Δεν ασκούν επιρροή – Προβαλλόμενα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα των ανταλλαγών πληροφοριών – Δεν ασκούν επιρροή
(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)
(βλ. σκέψεις 629-670, 687, 688)
Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Παρεπόμενος περιορισμός – Έννοια – Περιορισμός αναγκαίος για την υλοποίηση μιας κύριας πράξης η οποία δεν είναι αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού – Αντικειμενικά αναγκαίος χαρακτήρας της παραβάσεως – Έλλειψη αποδείξεως
(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)
(βλ. σκέψεις 712-718)
Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση περί επιβολής προστίμου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Μνεία των στοιχείων εκτιμήσεως τα οποία επέτρεψαν στην Επιτροπή να υπολογίσει το πρόστιμο – Δεν υφίσταται παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως
(Άρθρα 101 και 296 ΣΛΕΕ)
(βλ. σκέψεις 765-788)
Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Καθορισμός του βασικού ποσού – Προσδιορισμός της αξίας των πωλήσεων – Προσφυγή σε μια αξία αντικατάστασης – Υποχρεώσεις της Επιτροπής – Υποχρέωση αιτιολογήσεως επαρκώς κατά νόμον της προσφυγής σε μία αξία αντικατάστασης – Υποχρέωση συνεκτιμήσεως των καλύτερων διαθέσιμων στοιχείων για τον υπολογισμό της αξίας αντικατάστασης – Παράβαση – Δεν υφίσταται
(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 13)
(βλ. σκέψεις 806-829, 864-873, 878-898)
Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Καθορισμός του βασικού ποσού – Προσδιορισμός της αξίας των πωλήσεων – Προσφυγή σε μία αξία αντικατάστασης – Επιλογή της μεθοδολογίας υπολογισμού της αξίας αντικατάστασης – Συνεκτίμηση της διοικητικής επιβάρυνσης που συνδέεται με τον καθορισμό των κρίσιμων δεδομένων εκ μέρους της Επιτροπής
(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 13)
(βλ. σκέψεις 830-854)
Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Καθορισμός του βασικού ποσού – Προσδιορισμός της αξίας των πωλήσεων – Προσφυγή σε μία αξία αντικατάστασης – Υποχρέωση της Επιτροπής να λάβει υπόψη τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία – Βάρος αποδείξεως ως προς την τήρηση της εν λόγω υποχρέωσης
(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 13)
(βλ. σκέψεις 874-877)
Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Καθορισμός του βασικού ποσού – Προσδιορισμός της αξίας των πωλήσεων – Προσφυγή σε μία αξία αντικατάστασης – Αξία που πρέπει να αντιστοιχεί προς την οικονομική σημασία της παραβάσεως και το σχετικό βάρος της οικείας επιχειρήσεως σε αυτή – Συνεκτίμηση του συνόλου των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν στην αγορά την οποία αφορά η παράβαση
(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 13)
(βλ. σκέψεις 904-915)
Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Καθορισμός του βασικού ποσού – Προσδιορισμός της αξίας των πωλήσεων – Προσφυγή σε μια αξία αντικατάστασης – Περίοδος αναφοράς για τον υπολογισμό της αξίας αντικατάστασης
(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 13)
(βλ. σκέψεις 931-946)
Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Καθορισμός του βασικού ποσού – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Κοινός συντελεστής λόγω σοβαρότητας ως προς το σύνολο των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση – Παραδεκτό – Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης – Δεν υφίσταται
(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 19 έως 22)
(βλ. σκέψεις 949-974)
Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Προσαρμογή του βασικού ποσού – Αποτρεπτικός χαρακτήρας – Εφαρμογή συντελεστή προσαύξησης στο αρχικό ποσό – Κριτήρια
(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 30)
(βλ. σκέψεις 993-1000)
Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Δικαστικός έλεγχος – Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης – Έκταση – Καθορισμός του ύψους του επιβληθέντος προστίμου – Κριτήρια εκτιμήσεως
(Άρθρα 101 § 1 και 261 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 23 § 3 και 31)
(βλ. σκέψεις 1010-1018)
Σύνοψη
Το Γενικό Δικαστήριο, σε πενταμελή σύνθεση, επιβεβαιώνει κατ’ ουσίαν την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ( 1 ) με την οποία διαπιστώθηκε ότι οι τράπεζες Crédit agricole SA και Crédit agricole Corporate and Investment Bank (στο εξής: Crédit agricole) καθώς και Credit Suisse Group AG και Credit Suisse Securities (Europe) Ltd (στο εξής: Credit Suisse) συμμετείχαν σε σύμπραξη στον τομέα των υπερκρατικών ομολόγων, των κρατικών ομολόγων και των ομολόγων δημοσίων οργανισμών, που εκδίδονται σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών (στο εξής: OSSA). Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο διατηρεί τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις εν λόγω τράπεζες λόγω παράβασης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ).
Το 2015, η Deutsche Bank υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση επιεικούς μεταχείρισης ενημερώνοντάς την για την ύπαρξη συμπράξεως στη δευτερογενή αγορά των OSSA. Τα OSSA αποτελούν χρεόγραφα που επιτρέπουν στον εκδότη τους να αντλήσει κεφάλαια για τη χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών ή επενδύσεων. Προσφέρονται προς πώληση για πρώτη φορά από τον εκδότη τους ή για λογαριασμό του στην πρωτογενή αγορά. Στη συνέχεια, αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης «εξωχρηματιστηριακά» μεταξύ επενδυτών στη δευτερογενή αγορά, χωρίς κεντρικό χρηματιστήριο.
Σε αυτή τη δευτερογενή αγορά, οι τράπεζες προσπαθούν να αποκομίσουν έσοδα παρακρατώντας τη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της τιμής πώλησης των OSSA.
Η Επιτροπή, αφού κίνησε έρευνα προκειμένου να εξετάσει τις πρακτικές που καταγγέλθηκαν από την Deutsche Bank, διαπίστωσε ότι οι διαπραγματευτές πολυάριθμων τραπεζών, μεταξύ των οποίων η Crédit agricole και η Credit Suisse, είχαν συνεργαστεί και ανταλλάξει πληροφορίες με σκοπό να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στη δευτερογενή αγορά των OSSA. Εκτιμώντας, εξάλλου, ότι οι συμπεριφορές αυτές αποτελούσαν μέρος ενός συνολικού σχεδίου με το οποίο επιδιωκόταν ο ίδιος, αντίθετος προς τον ανταγωνισμό, σκοπός, η Επιτροπή έκρινε ότι οι εμπλεκόμενες τράπεζες είχαν διαπράξει ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ συνάπτοντας συμφωνίες ή θέτοντας σε εφαρμογή εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες είχαν ως αντικείμενο τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού στον τομέα των OSSA στον ΕΟΧ. Κατά συνέπεια, στην Crédit agricole και στην Credit Suisse επιβλήθηκαν αντιστοίχως πρόστιμα ύψους 3993000 ευρώ και 11859000 ευρώ:
Η UBS Group AG, ως διάδοχος της Credit Suisse, καθώς και η Crédit agricole άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δύο προσφυγές ακυρώσεως κατά της απόφασης της Επιτροπής κατά το μέρος που τις αφορά. Η Crédit agricole ζήτησε επίσης από το Γενικό Δικαστήριο να μειώσει το ποσό του επιβληθέντος σε αυτήν προστίμου, στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του που προβλέπεται στο άρθρο 261 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 30 του κανονισμού 1/2003.
Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου
Προκαταρκτικώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη μίας μόνον ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως που διαπράχθηκε από την Crédit agricole. Επομένως, απορρίπτει τα επιχειρήματα της εν λόγω τράπεζας που αφορούν το γεγονός ότι η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη πέντε αυτοτελών παραβάσεων που χαρακτηρίστηκαν ως «περιορισμοί ως εκ του αντικειμένου», διότι βασίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία της προσβαλλόμενης απόφασης.
Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι οι λόγοι ακυρώσεως των προσφευγουσών διαρθρώνονται, κατ’ ουσίαν, γύρω από τρεις κατηγορίες αιτιάσεων, με τις οποίες προβάλλονται:
– |
πρώτον, σφάλματα ως προς τον χαρακτηρισμό των επίμαχων συμπεριφορών ως «ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως» του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ καθώς και ως προς την έκταση της συμμετοχής τους στην παράβαση αυτή, |
– |
δεύτερον, σφάλματα ως προς τον χαρακτηρισμό της εν λόγω παραβάσεως ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου» και, |
– |
τρίτον, σφάλματα ως προς τον καθορισμό του ποσού των επιβληθέντων προστίμων. Πριν από την εξέταση των τριών αυτών κατηγοριών λόγων ακυρώσεως, οι οποίοι είναι κοινοί στις δύο προσφυγές ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει προκαταρκτικώς τον λόγο ακυρώσεως της Crédit agricole, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας. Επί του σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας Όσον αφορά τον σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας, η Crédit agricole υποστήριξε, αφενός, ότι η Επιτροπή εσφαλμένως θεώρησε ότι οι εμπλεκόμενοι διαπραγματευτές και, ειδικότερα, ο δικός της διαπραγματευτής γνώριζαν όλες τις πληροφορίες που ανταλλάσσονταν στα μόνιμα φόρουμ συζητήσεων στα οποία ήταν συνδεδεμένοι, ανεξαρτήτως της ενεργού συμμετοχής τους στις εν λόγω ανταλλαγές. Η αιτίαση αυτή απορρίπτεται από το Γενικό Δικαστήριο, το οποίο υπογραμμίζει ότι τα επίμαχα φόρουμ χαρακτηρίζονταν από την παράδοση μηνυμάτων σε πραγματικό χρόνο σε όλα τα συνδεδεμένα πρόσωπα. Δεδομένης της ιδιαιτερότητας αυτής, η Επιτροπή ορθώς θεώρησε ότι η Crédit agricole είχε λάβει γνώση των συζητήσεων που έλαβαν χώρα στα φόρουμ αυτά από τη στιγμή που ο διαπραγματευτής της ήταν συνδεδεμένος, ακόμη και αν ο τελευταίος δεν είχε συμμετάσχει ενεργά στις συζητήσεις αυτές ή ακόμη και αν είχε στη διάθεσή του πολλές άλλες ταυτόχρονες πηγές πληροφοριών. Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά μόνον αν η Crédit agricole είχε αποδείξει, με αποδεικτικά στοιχεία τα οποία ήταν βέβαια και έφεραν ακριβή χρονοσφραγίδα, ότι ο διαπραγματευτής της δεν είχε λάβει πράγματι γνώση του ή των επίμαχων μηνυμάτων. Ωστόσο, η Crédit agricole δεν προσκόμισε κανένα τέτοιο αποδεικτικό στοιχείο. Υπό την έννοια αυτή, ο τρόπος διεξαγωγής των επίμαχων συζητήσεων διαφέρει από εκείνον περί του οποίου επρόκειτο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Eturas κ.λπ. ( 2 ). Αντιθέτως, και αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας ορίζοντας ως χρονικό σημείο έναρξης της συμμετοχής της Crédit agricole στην παράβαση την ημερομηνία της πρώτης σύνδεσης του διαπραγματευτή της στο φόρουμ των επίμαχων συζητήσεων με τα αναγνωριστικά στοιχεία της εν λόγω τράπεζας, η οποία έλαβε χώρα στις 10 Ιανουαρίου 2013. Πράγματι, προκειμένου να λάβει υπόψη την πρώτη αυτή σύνδεση ως απόδειξη αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς η οποία σηματοδοτούσε την έναρξη της συμμετοχής της Crédit agricole στην παράβαση, εναπόκειτο στην Επιτροπή να αποδείξει ότι, την ίδια ημέρα της πρώτης αυτής σύνδεσης, ο διαπραγματευτής της Crédit agricole είχε συμμετάσχει τουλάχιστον παθητικά σε μία αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συζήτηση. Εν προκειμένω, όμως, ούτε από την προσβαλλόμενη απόφαση ούτε από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Γενικό Δικαστήριο προκύπτει ότι ανταλλάχθηκαν μηνύματα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό στο επίμαχο φόρουμ συζητήσεων στις 10 Ιανουαρίου 2013, μετά την πρώτη σύνδεση του διαπραγματευτή της Crédit agricole. Επί της συμμετοχής των προσφευγουσών σε ενιαία και διαρκή παράβαση Όσον αφορά τους λόγους ακυρώσεως με τους οποίους αμφισβητείται ο χαρακτηρισμός των επίμαχων συμπεριφορών ως «ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως» καταλογιστέας στις προσφεύγουσες, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί, σε ένα πρώτο στάδιο, ότι μόνον οι συμπεριφορές που εμπίπτουν σε «συνολικό σχέδιο» με το οποίο επιδιώκεται ενιαίος σκοπός αντίθετος προς τον ανταγωνισμό μπορούν να χαρακτηριστούν ως ενιαία και διαρκής παράβαση. Όσον αφορά τον ενιαίο χαρακτήρα της παραβάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι ο αντίθετος προς τον ανταγωνισμό ενιαίος σκοπός τον οποίο επιδίωκαν οι διαπραγματευτές των εμπλεκόμενων τραπεζών ήταν να μεγιστοποιήσουν τα έσοδα των τελευταίων, περιορίζοντας παράλληλα τις ζημίες που μπορούσαν να προκύψουν από την αβεβαιότητα που συνδέεται με τις συμπεριφορές των λοιπών διαπραγματευτών. Δεδομένου ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι οι συμπεριφορές των διαπραγματευτών των εμπλεκόμενων τραπεζών μεταξύ του Ιανουαρίου του 2010 και του Φεβρουαρίου του 2013 εντάσσονταν σε συνολικό σχέδιο με το οποίο επιδιωκόταν αυτός ο ενιαίος, αντίθετος προς τον ανταγωνισμό, σκοπός, το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί, επιπλέον, ότι η απαγόρευση της Deutsche Bank, τον Φεβρουάριο του 2013, προς τους διαπραγματευτές της να χρησιμοποιούν μόνιμα πολυμερή φόρουμ συζητήσεων δεν εμπόδισε τους διαπραγματευτές των εμπλεκόμενων τραπεζών να υλοποιήσουν τον εν λόγω σκοπό. Επ’ αυτού, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι το γεγονός ότι η παράβαση είναι ενιαία απορρέει από την ενότητα του σκοπού που επιδιώκει κάθε συμμετέχων στη σύμπραξη. Δεν αμφισβητείτο ότι οι διαπραγματευτές των εμπλεκόμενων τραπεζών παρέκαμψαν την απαγόρευση της Deutsche Bank προς τους διαπραγματευτές της τον Φεβρουάριο του 2013 μέσω δικτύου διμερών συζητήσεων, το οποίο λειτουργούσε με τον ίδιο τρόπο όπως και τα μόνιμα πολυμερή φόρουμ συζητήσεων. Όσον αφορά τον διαρκή χαρακτήρα της παραβάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι το πλαίσιο της λειτουργίας της διαπιστωθείσας συμπράξεως στηρίζει το συμπέρασμα της Επιτροπής κατά το οποίο οι εμπλεκόμενες τράπεζες είχαν συμμετάσχει σε διαρκή παράβαση μεταξύ του Ιανουαρίου του 2010 και του Μαρτίου του 2015. Πράγματι, μολονότι οι ανταλλαγές μεταξύ των διαπραγματευτών των εν λόγω τραπεζών έγιναν λιγότερο συχνές μετά τον Φεβρουάριο του 2013, εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι αυτοί συνέχισαν τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συζητήσεις τους κατά τρόπο επαναλαμβανόμενο, ανταλλάσσοντας ελεύθερα πληροφορίες σχετικά με τις εν εξελίξει δραστηριότητές τους διαπραγμάτευσης. Το επιχείρημα της Crédit agricole ότι δεν συμμετείχε στην παράβαση κατά τη διάρκεια ορισμένων περιόδων δεν δύναται να θέσει υπό αμφισβήτηση τον διαρκή χαρακτήρα της παραβάσεως στο σύνολό της, δεδομένου ότι οι διακοπές τις οποίες επικαλείται η εν λόγω τράπεζα δεν λαμβάνουν υπόψη τη συμπεριφορά των λοιπών συμμετεχόντων. Όσον αφορά τον καταλογισμό της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως στις προσφεύγουσες, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει, σε ένα δεύτερο στάδιο, ότι ο καταλογισμός αυτός πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα δύο στοιχείων, ήτοι, πρώτον, της εκ προθέσεως συμβολής των προσφευγουσών στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επιδίωκε το σύνολο των εμπλεκόμενων τραπεζών και, δεύτερον, της εκ μέρους τους γνώσης των παραβατικών συμπεριφορών τις οποίες σχεδίαζαν ή ανέπτυσσαν οι τράπεζες αυτές για την επίτευξη των ίδιων σκοπών ή του γεγονότος ότι μπορούσαν ευλόγως να τις προβλέψουν και αποδέχονταν τον σχετικό κίνδυνο. Κατόπιν της διευκρίνισης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει το σύνολο των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι προσφεύγουσες προκειμένου να αμφισβητήσουν τόσο την εκ προθέσεως συμβολή τους στον συνολικό σχέδιο που προσδιορίστηκε από την Επιτροπή όσο και το ότι γνώριζαν το σύνολο των επίμαχων παραβατικών συμπεριφορών ή, ενδεχομένως, ότι μπορούσαν να τις προβλέψουν. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η Crédit agricole μπορούσε, τουλάχιστον, ευλόγως να προβλέψει το σύνολο των παραβατικών συμπεριφορών των άλλων τραπεζών επιρρωννύεται, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι, πριν αναλάβει καθήκοντα στην Crédit agricole, ο διαπραγματευτής της είχε συμμετάσχει άμεσα, υπό την ιδιότητα του ως διαπραγματευτής άλλης τράπεζας, στις επίμαχες παραβατικές συμπεριφορές. Ως προς το σημείο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι οι γνώσεις που απέκτησε ένας υπάλληλος πριν από την άφιξή του στην υπηρεσία νέας επιχείρησης και τις οποίες ο τελευταίος θέτει εκ των πραγμάτων στη διάθεση του νέου αυτού εργοδότη μπορούν να θεωρηθούν ως γνώσεις τις οποίες μοιράζεται με τον νέο εργοδότη του. Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή μπορεί να στηριχθεί σε επικοινωνίες προγενέστερες ή μεταγενέστερες της παράβασης προκειμένου να σχηματίσει μια συνολική εικόνα και να εκθέσει τα προπαρασκευαστικά στάδια της σύμπραξης, καθώς και προκειμένου να ενισχύσει την ερμηνεία ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων. Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει το σύνολο των αιτιάσεων των προσφευγουσών με τις οποίες αμφισβητείται, αφενός, ο χαρακτηρισμός των επίμαχων συμπεριφορών ως «ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως» και, αφετέρου, ο καταλογισμός της εν λόγω παραβάσεως στις προσφεύγουσες. Επί του χαρακτηρισμού των επίμαχων συμπεριφορών ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου» Παραπέμποντας στη νομολογία του Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι για τον χαρακτηρισμό των επίμαχων συμπεριφορών ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου» εναπόκειτο στην Επιτροπή να αποδείξει, όχι ότι οι συμπεριφορές αυτές ήταν επιζήμιες για τον ανταγωνισμό σε «εξαιρετικά υψηλό βαθμό», όπως υποστήριζε η Crédit agricole, αλλά μόνον ότι ήταν αρκούντως επιζήμιες για τον ανταγωνισμό. Το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει, εξάλλου, ότι η εξέταση του αρκούντως επιζήμιου για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα μιας συμπεριφοράς πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά της εν λόγω συμπεριφοράς, χωρίς να συνεκτιμάται η ιδιαίτερη κατάσταση κάθε συμμετέχουσας σε αυτήν επιχείρησης. Επομένως, ο ήσσονος σημασίας ρόλος μιας επιχείρησης σε σύμπραξη δεν είναι ικανός να επηρεάσει τον χαρακτηρισμό της σύμπραξης αυτής ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου» όσον αφορά το σύνολο των επιχειρήσεων που συμμετείχαν σε αυτή. Για τους ίδιους λόγους, η Crédit agricole δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς, προκειμένου να αμφισβητήσει τον χαρακτηρισμό των επίμαχων συμπεριφορών ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου», το γεγονός ότι δεν έλαβε μέρος σε ορισμένες συζητήσεις. Υπό το πρίσμα των διευκρινίσεων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει στη συνέχεια τις αιτιάσεις των προσφευγουσών με τις οποίες προβάλλεται πλάνη της Επιτροπής, πρώτον, κατά την εκτίμηση του οικονομικού πλαισίου των επίμαχων συμπεριφορών, δεύτερον, κατά την εκτίμηση του επιζήμιου για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα τους, καθώς και, τρίτον, κατά την εκτίμηση του δικαιολογημένου χαρακτήρα τους λόγω των θετικών για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων τους. Όσον αφορά, πρώτον, την εκτίμηση του οικονομικού πλαισίου των επίμαχων συμπεριφορών, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, μολονότι σε μια σύνθετη αγορά όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν μπορεί να περιορίσει την ανάλυσή της του πλαισίου αυτού στα απολύτως αναγκαία προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, εντούτοις, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν οποιαδήποτε ανεπάρκεια ως προς την πραγματοποιηθείσα από την Επιτροπή ανάλυση του οικονομικού και νομικού πλαισίου. Δεύτερον, ως προς την εκτίμηση του επιζήμιου για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα των επίμαχων συμπεριφορών, το Γενικό Δικαστήριο επικυρώνει το συμπέρασμα της Επιτροπής κατά το οποίο στη δευτερογενή αγορά των OSSA οι ανταλλαγές ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών μεταξύ των εμπλεκόμενων τραπεζών, οι οποίες ήταν όλες «ειδικοί διαπραγματευτές» ( 3 ), ήταν αρκούντως επιζήμιες για τον ανταγωνισμό, ώστε να συμβάλουν στον χαρακτηρισμό των υπό εξέταση συμπεριφορών, στο σύνολό τους, ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου». Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Crédit agricole ότι η δευτερογενής αγορά των OSSA είναι μια αγορά με μεγάλη ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ των ειδικών διαπραγματευτών, γεγονός το οποίο συνεπάγεται ότι η αύξηση αυτής της προϋφιστάμενης ασυμμετρίας λόγω των επίμαχων ανταλλαγών πληροφοριών δεν είναι αρκούντως επιζήμια για τον ανταγωνισμό. Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υφίσταται αυτή η ασυμμετρία πληροφόρησης, το επιχείρημα της Crédit agricole προσκρούει στην πρακτική αποτελεσματικότητα που πρέπει να διασφαλίζεται υπέρ της έννοιας του «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου» και γενικότερα υπέρ του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Όσον αφορά, τρίτον, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι οι επίμαχες συμπεριφορές δικαιολογούνται λαμβανομένων υπόψη των θετικών για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων τους, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι τα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες δεν πρέπει, αυτά καθεαυτά, να ληφθούν υπόψη κατά το στάδιο του χαρακτηρισμού των επίμαχων συμπεριφορών ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου». Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα προβαλλόμενα «ευνοϊκά» αποτελέσματα των επίμαχων συμπεριφορών μπορούν ή πρέπει να ληφθούν υπόψη, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, για τον χαρακτηρισμό τους ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου», οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν την ύπαρξη ευνοϊκών συνεπειών ικανών να θέσουν υπό αμφισβήτηση τον χαρακτηρισμό των εν λόγω συμπεριφορών ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου». Στο μέτρο που οι προσφεύγουσες παρουσίασαν τις επίμαχες συμπεριφορές επίσης ως «παρεπόμενους περιορισμούς» στη λειτουργία τους ως ειδικών διαπραγματευτών OSSA, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι η νομολογία σχετικά με την εξαίρεση των παρεπόμενων σε νόμιμες συμφωνίες περιορισμών δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, εφαρμοστέα εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν αποδείξει ότι η δραστηριότητά τους ως ειδικών διαπραγματευτών θα ήταν αδύνατη χωρίς τις παραβατικές συμπεριφορές. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τα επιχειρήματα τα οποία αφορούν το γεγονός ότι οι ειδικοί διαπραγματευτές OSSA βρίσκονταν συστηματικά σε μειονεκτική θέση από πλευράς πληροφόρησης σε σχέση με τους αντισυμβαλλόμενους που δεν είχαν μόνιμη παρουσία στην αγορά, και ότι, ως εκ τούτου, όφειλαν να αντισταθμίσουν το εν λόγω έλλειμμα πληροφόρησης αναζητώντας πληροφορίες από ορισμένο αριθμό πηγών. Πράγματι, δεν είναι δυνατόν να επιτρέπεται στις επιχειρήσεις να μετριάζουν τις επιπτώσεις πραγματικών καταστάσεων τις οποίες θεωρούν υπερβολικά δυσμενείς, όπως ενδεχόμενες ασυμμετρίες ως προς τους υφιστάμενους κινδύνους μεταξύ των παραγόντων της αγοράς, προβαίνοντας σε συμπράξεις που έχουν ως σκοπό την εξάλειψη των εν λόγω δυσμενών αποτελεσμάτων. Τέτοιες πραγματικές καταστάσεις δεν είναι δυνατόν να δικαιολογήσουν παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, κατά μείζονα λόγο στο μέτρο που οι προσφεύγουσες δεν δραστηριοποιούνταν στην αγορά των OSSA μόνον ως ειδικοί διαπραγματευτές και που ασκούσαν την εν λόγω δραστηριότητα οικειοθελώς. Επί του καθορισμού του ποσού των επιβληθέντων στις προσφεύγουσες προστίμων Προκειμένου να καθορίσει το ποσό των επιβληθέντων στις προσφεύγουσες προστίμων, η Επιτροπή, κατ’ ουσίαν, ακολούθησε τη μέθοδο που προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 ( 4 ). Εντούτοις, όσον αφορά τον υπολογισμό των βασικών ποσών, η Επιτροπή αποφάσισε να χρησιμοποιήσει μια αξία αντικατάστασης αντί για την αξία των πωλήσεων που προβλέπεται στο σημείο 13 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών. Ως βάση αναφοράς για τον υπολογισμό αυτής της αξίας αντικατάστασης η Επιτροπή έλαβε τους ονομαστικούς όγκους και τις ονομαστικές αξίες των OSSA (στο εξής: ανηγμένα σε ετήσια βάση ονομαστικά ποσά) τα οποία διαπραγματεύθηκαν οι εμπλεκόμενες τράπεζες κατά τη διάρκεια της περιόδου της επιμέρους συμμετοχής τους στην επίδικη παράβαση. Στη συνέχεια, αυτά τα ανηγμένα σε ετήσια βάση ονομαστικά ποσά πολλαπλασιάστηκαν με έναν συντελεστή προσαρμογής, τον οποίο η Επιτροπή διαμόρφωσε χρησιμοποιώντας 33 αντιπροσωπευτικές κατηγορίες OSSA, εκδοθέντων από οκτώ εκδότες. Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες προσήψαν, μεταξύ άλλων, στην Επιτροπή ότι παραβίασε τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, κατά το μέρος που στηρίχθηκε σε ένα σύνολο αντιπροσωπευτικών OSSA και όχι στα στοιχεία των δικών τους συναλλαγών, για τον υπολογισμό του συντελεστή προσαρμογής, καθώς και κατά το μέρος που χρησιμοποίησε δημόσια δεδομένα προερχόμενα από την πλατφόρμα Bloomberg, τα οποία διογκώνουν αυτόν τον συντελεστή προσαρμογής (στο εξής: δεδομένα BGN). Η Credit Suisse προσήψε, εξάλλου, στην Επιτροπή ότι υπερεκτίμησε την αξία αντικατάστασης συμπεριλαμβάνοντας στα ονομαστικά ποσά που ελήφθησαν υπόψη ως προς αυτή τις πράξεις σχετικά με την αγορά ρευστότητας (hedging). Προκαταρκτικώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, μολονότι η Επιτροπή, θεσπίζοντας τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, αυτοπεριορίστηκε κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας την οποία διαθέτει όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων, πάντως, έχει την ευχέρεια να παρεκκλίνει από αυτές, εφόσον αιτιολογεί και δικαιολογεί την επιλογή της επαρκώς κατά νόμον. Εντούτοις, όταν η Επιτροπή, παρεκκλίνει από τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, όχι στο σύνολό τους –όπως της επιτρέπει το σημείο 37–, αλλά αποκλειστικά, όπως εν προκειμένω, από το σημείο 13, δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τις κατευθυντήριες αρχές καθώς και από τη λογική στην οποία στηρίζονται οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές. Συνεπώς, η Επιτροπή, κατά την εφαρμογή της μεθοδολογίας που αυτή καθορίζει, οφείλει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνει υπόψη τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία, υπό τον διεξοδικό έλεγχο, τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής απόψεως, του δικαστή της Ένωσης. Υπό των πρίσμα των ανωτέρω διευκρινίσεων, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, κατά πρώτον, ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αιτιολόγησε και δικαιολόγησε επαρκώς κατά νόμον την επιλογή της να παρεκκλίνει από τη μεθοδολογία που προβλέπεται στο σημείο 13 των κατευθυντήριων γραμμών και να βασίσει τον υπολογισμό του βασικού ποσού σε μια αξία αντικατάστασης της αξίας των πωλήσεων, η οποία διαμορφώθηκε πολλαπλασιάζοντας τα ανηγμένα σε ετήσια βάση ονομαστικά ποσά καθεμιάς από τις εμπλεκόμενες τράπεζες με συντελεστή προσαρμογής, υπολογιζόμενο βάσει του δείγματος των 33 κατηγοριών OSSA. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή όφειλε να έχει επιλέξει μια μεθοδολογία υπολογισμού του συντελεστή προσαρμογής η οποία να βασίζεται στις δικές τους συναλλαγές. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι μια μεθοδολογία που θα βασιζόταν στα δεδομένα συναλλαγών των εμπλεκόμενων τραπεζών θα απαιτούσε την πραγματοποίηση υπολογισμών πολύ μεγαλύτερης πολυπλοκότητας από τους ήδη περίπλοκους εν προκειμένω υπολογισμούς, ενώ ο αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας των OSSA που επελέγησαν διασφαλίζει ακριβώς ότι τα δεδομένα που ελήφθησαν υπόψη εξακολουθούν να είναι λυσιτελή για τον υπολογισμό του προστίμου και καθιστούν δυνατή την αποτύπωση της οικονομικής σημασίας της επίδικης παράβασης με τον βαθμό ακρίβειας που απαιτεί η νομολογία. Μια τέτοια μεθοδολογία θα συνεπαγόταν δυσανάλογη διοικητική επιβάρυνση για την Επιτροπή. Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αφορούν το γεγονός ότι τα δεδομένα BGN, τα οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή, ήταν ακατάλληλα για τον υπολογισμό της αξίας αντικατάστασης, δεδομένου ότι διόγκωναν τον συντελεστή προσαρμογής. Αφού υπενθύμισε ότι απόκειται στην Επιτροπή να διασφαλίσει ότι λαμβάνει υπόψη της τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή απέρριψε κατά τρόπο αιτιολογημένο τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι εμπλεκόμενες τράπεζες κατά τη διοικητική διαδικασία προκειμένου να αμφισβητήσουν τη χρήση των δεδομένων BGN. Ως εκ τούτου, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να περιοριστούν στο να υποστηρίξουν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι τα στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή παρουσιάζουν μία ή περισσότερες ελλείψεις, αλλά αντιθέτως πρέπει να αποδείξουν ότι, στο πλαίσιο της μεθοδολογίας που το θεσμικό αυτό όργανο καθόρισε νομίμως, υπάρχουν πράγματι στοιχεία καλύτερα από εκείνα τα οποία έλαβε υπόψη του το εν λόγω θεσμικό όργανο και ότι τα στοιχεία αυτά είναι πράγματι διαθέσιμα. Διαπιστώνοντας ότι οι προσφεύγουσες δεν ήταν σε θέση να προσκομίσουν καλύτερα στοιχεία από εκείνα τα οποία έλαβε υπόψη της η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει επίσης την αιτίαση της Credit Suisse που στηρίζεται στο ότι η μέθοδος κατάρτισης των δεδομένων BGN ήταν άγνωστη. Επ’ αυτού, το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι τα δεδομένα BGN συνιστούν δεδομένα αναφοράς μεταξύ των διαπραγματευτών, τα οποία καταρτίζονται από τρίτο μέρος στη διαδικασία βάσει των τιμών πλειόνων επιχειρήσεων. Επομένως, δεν μπορεί βασίμως να υποστηριχθεί ότι, λόγω του εν μέρει άγνωστου χαρακτήρα της μεθόδου κατάρτισής τους, τέτοια δεδομένα αναφοράς δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από την Επιτροπή, δεδομένου ιδίως ότι η Credit Suisse ουδόλως αναφέρθηκε σε πλατφόρμες της αγοράς παρέχουσες ακριβέστερες ή πιο σχετικές πληροφορίες από την πλατφόρμα Bloomberg. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, δεν μπορούσε ομοίως να αντιταχθεί στην Επιτροπή το ότι χρησιμοποίησε δεδομένα που δεν αντανακλούν πλήρως την κατάσταση της Credit Suisse, δεδομένου ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν διέθετε ακριβή στοιχεία αρκούντως αντιπροσωπευτικά και, κατά συνέπεια, ήταν υποχρεωμένο να χρησιμοποιήσει μεθοδολογία στηριζόμενη σε εναλλακτικά δεδομένα, τα οποία ήταν κατ’ ανάγκην λιγότερο ακριβή, προκειμένου να προσδιορίσει μια αξία αντικατάστασης. Κατά τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει την αιτίαση της Credit Suisse κατά την οποία η Επιτροπή υπερεκτίμησε την αξία αντικατάστασης της αξίας των πωλήσεων συμπεριλαμβάνοντας στα ονομαστικά ποσά που ελήφθησαν υπόψη ως προς αυτή τις πράξεις σχετικά με την αγορά ρευστότητας. Ως προς το σημείο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, η έννοια της «αξίας αντικατάστασης», όπως και η έννοια της «αξίας των πωλήσεων», έχει σκοπό να προσδιορίσει ως βάση αναφοράς για τον υπολογισμό του επιβαλλόμενου σε μια επιχείρηση προστίμου ένα ποσό που αντικατοπτρίζει την οικονομική σημασία της επίδικης παραβάσεως και το σχετικό βάρος της συγκεκριμένης επιχειρήσεως στο πλαίσιο της παραβάσεως αυτής. Ως εκ τούτου, ο προσδιορισμός της αξίας αντικατάστασης προϋποθέτει τη συνεκτίμηση όλων των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν στην αγορά την οποία αφορά η παράβαση, και τούτο για καθεμιά από τις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην επίδικη παράβαση. Μολονότι η μεθοδολογία την οποία υιοθέτησε η Επιτροπή καταλήγει ασφαλώς στο να λαμβάνεται υπόψη το ονομαστικό ποσό που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης επί συγκεκριμένης πράξης αγοράς ρευστότητας τόσο για τον πωλητή του επίμαχου OSSA όσο και για τον αγοραστή του, όταν αμφότεροι έχουν συμμετάσχει στην επίδικη παράβαση, ο διπλός αυτός υπολογισμός απορρέει από τις ίδιες τις αρχές που διέπουν τον καθορισμό των προστίμων κατ’ εφαρμογήν των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 στο συγκεκριμένο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης. Επιπλέον, ο αποκλεισμός από τον υπολογισμό της αξίας αντικατάστασης ενός μέρους των συναλλαγών που εμπίπτουν αναμφισβήτητα στο πεδίο εφαρμογής της προσαπτόμενης συμπράξεως θα είχε ως συνέπεια την τεχνητή ελαχιστοποίηση της οικονομικής σημασίας της επίδικης παραβάσεως, υπονομεύοντας έτσι τον σκοπό της διώξεως και της επιβολής αποτελεσματικών κυρώσεων για τις παραβάσεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Αφού επικύρωσε κατά τα ανωτέρω τις αξίες αντικατάστασης που καθορίστηκαν ως προς τις προσφεύγουσες, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει, τέλος, τα επιχειρήματά τους με τα οποία αμφισβητούσαν τον συντελεστή προσαύξησης λόγω σοβαρότητας, τον οποίο η Επιτροπή εφάρμοσε στις εν λόγω αξίες σύμφωνα με τα σημεία 20 έως 23 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006. Ως προς το γεγονός ότι ο εν λόγω συντελεστής προσαύξησης λόγω σοβαρότητας ορίστηκε σε ύψος 16 % για το σύνολο των εμπλεκόμενων τραπεζών, η Crédit agricole υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή όφειλε να ορίσει, ως προς την τράπεζα αυτή, έναν εξατομικευμένο και χαμηλότερο συντελεστή προσαύξησης. Δεδομένου ότι η Crédit agricole παρέπεμπε, προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού, σε αποφάσεις του Δικαστηρίου προγενέστερες της ημερομηνίας δημοσίευσης των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, το Γενικό Δικαστήριο ξεκινά επισημαίνοντας ότι οι αποφάσεις αυτές δεν μπορούν να επιβάλουν στην Επιτροπή την υποχρέωση να λάβει υπόψη άλλα στοιχεία πέραν της εγγενούς σοβαρότητας της επίδικης παράβασης κατά το στάδιο του καθορισμού του συντελεστή προσαύξησης λόγω σοβαρότητας κατ’ εφαρμογήν των κατευθυντήριων γραμμών του 2006. Επιπλέον, μολονότι, στο πλαίσιο του υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή δεν μπορεί να απαλλαγεί από την υποχρέωση τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης, τόσο από το σημείο 22 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 όσο και από τη νομολογία σχετικά με αυτό προκύπτει ότι ο συντελεστής προσαύξησης λόγω σοβαρότητας αντανακλά, κατ’ αρχήν, τη σοβαρότητα της επίδικης παράβασης και όχι τη σχετική σοβαρότητα της συμμετοχής στην παράβαση καθεμιάς από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Υπ’ αυτήν ακριβώς την έννοια, τα σημεία 19 έως 22 των κατευθυντήριων γραμμών προβλέπουν τον καθορισμό του συντελεστή προσαύξησης λόγω σοβαρότητας για την οικεία παράβαση και όχι για κάθε επιχείρηση που συμμετείχε σε αυτή. Συνεπώς, η εκτίμηση των ατομικών περιστάσεων δεν πραγματοποιείται, κατ’ αρχήν, στο πλαίσιο της εκτίμησης της σοβαρότητας της παράβασης, δηλαδή κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, αλλά στο πλαίσιο της προσαρμογής του βασικού ποσού σε συνάρτηση με ελαφρυντικές και επιβαρυντικές περιστάσεις Εξάλλου, επισημαίνοντας ότι ένας συντελεστής προσαύξησης λόγω σοβαρότητας ύψους 16 % για μια παράβαση όπως αυτή που διαπιστώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ακατάλληλος ή δυσανάλογος, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τα επιχειρήματα που προέβαλε συναφώς η Crédit agricole. Υπό το πρίσμα του συνόλου των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει την προσφυγή της Crédit Suisse στο σύνολό της. Αντιθέτως, ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την Crédit agricole κατά το μέρος που με αυτή, αφενός, διαπιστώνεται ότι η Crédit agricole συμμετείχε στην παράβαση από τις 10 Ιανουαρίου 2013 έως τις 24 Μαρτίου 2015, και όχι από τις 11 Ιανουαρίου 2013 έως τις 24 Μαρτίου 2015, και, αφετέρου, καθορίζεται το ποσό του επιβληθέντος στην Crédit agricole προστίμου στα 3993000 ευρώ. Εντούτοις, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, το Γενικό Δικαστήριο διατηρεί το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην Crédit agricole. |
( 1 ) Απόφαση C(2021) 2871 final της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 2021, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση AT.40346 - Ομόλογα SSA) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).
( 2 ) Απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Eturas κ.λπ. (C 74/14, EU:C:2016:42).
( 3 ) Οι «ειδικοί διαπραγματευτές» (market makers) είναι ιδρύματα ή ιδιώτες που επιθυμούν να αγοράσουν ή να πωλήσουν χρηματοπιστωτικά προϊόντα στη δευτερογενή αγορά των OSSA γενικώς και σε διαρκή βάση και όχι ανά συναλλαγή, σε τιμές που καθορίζουν οι ίδιοι.
( 4 ) Κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, σημείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006).