ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 21ης Απριλίου 2023 ( *1 )

«Ασφαλιστικά μέτρα – Άρθρο 163 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης διάταξης περί προσωρινών μέτρων – Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Ανεξαρτησία των δικαστών – Μη εκτέλεση – Μεταβολή των περιστάσεων – Χρηματική ποινή»

Στην υπόθεση C‑204/21 R-RAP,

με αντικείμενο αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης διατάξεως περί προσωρινών μέτρων, δυνάμει του άρθρου 163 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η οποία υποβλήθηκε στις 10 Μαρτίου 2023,

Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna και την S. Żyrek,

αιτούσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την K. Herrmann και τον P. J. O. Van Nuffel,

καθής,

υποστηριζόμενης από:

το Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από τις M. Jacobs, C. Pochet και L. Van den Broeck,

το Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο από τις V. Pasternak Jørgensen και M. Søndahl Wolff,

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από την M. K. Bulterman και τον J. Langer,

τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενη από την H. Leppo,

το Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από την H. Eklinder, τον J. Lundberg, τις C. Meyer-Seitz, M. Salborn Hodgson, R. Shahsavan Eriksson, H. Shev και τον O. Simonsson, στη συνέχεια από τις H. Eklinder, C. Meyer-Seitz, M. Salborn Hodgson, R. Shahsavan Eriksson, H. Shev και τον O. Simonsson,

παρεμβαίνοντες,

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα A. M. Collins,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1

Με την αίτησή της, η Δημοκρατία της Πολωνίας ζητεί από το Δικαστήριο την ανάκληση ή, επικουρικώς, τη μεταρρύθμιση της διατάξεως του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Οκτωβρίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑204/21 R, στο εξής: διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2021, EU:C:2021:878).

Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

2

Την 1η Απριλίου 2021 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άσκησε προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, με αίτημα να διαπιστωθεί ότι:

θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ το άρθρο 42a, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 55, παράγραφος 4, του ustawa – Prawo o ustroju sądów powszechnych (νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων), της 27ης Ιουλίου 2001 (Dz. U. 2001, αριθ. 98, θέση 1070), όπως τροποποιήθηκε με τον ustawa o zmianie ustawy – Prawo o ustroju sądów powszechnych, ustawy o Sądzie Najwyższym oraz niektórych innych ustaw (νόμο περί τροποποιήσεως του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορισμένων άλλων νόμων), της 20ής Δεκεμβρίου 2019 (Dz. U. 2020, θέση 190, στο εξής: τροποποιητικός νόμος) (στο εξής: τροποποιηθείς νόμος περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων), το άρθρο 26, παράγραφος 3, και το άρθρο 29, παράγραφοι 2 και 3, του ustawa o Sądzie Najwyższym (νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου), της 8ης Δεκεμβρίου 2017 (Dz. U. 2018, θέση 5), όπως τροποποιήθηκε με τον τροποποιητικό νόμο (στο εξής: τροποποιηθείς νόμος περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου), το άρθρο 5, παράγραφοι 1a και 1b, του ustawa – Prawo o ustroju sądów administracyjnych (νόμου περί οργανώσεως των διοικητικών δικαστηρίων), της 25ης Ιουλίου 2002 (Dz. U. 2002, θέση 1269), όπως τροποποιήθηκε με τον τροποποιητικό νόμο (στο εξής: τροποποιηθείς νόμος περί οργανώσεως των διοικητικών δικαστηρίων), καθώς και το άρθρο 8 του τροποποιητικού νόμου, βάσει του οποίου απαγορεύεται σε οποιοδήποτε εθνικό δικαστήριο να ελέγχει την πλήρωση των απαιτήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), υπό το πρίσμα της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσον αφορά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, καθώς και από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης·

θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ το άρθρο 26, παράγραφοι 2 και 4 έως 6, και το άρθρο 82, παράγραφοι 2 έως 5, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καθώς και το άρθρο 10 του τροποποιητικού νόμου, το οποίο προβλέπει την αποκλειστική αρμοδιότητα του Izba Kontroli Nadzwyczajnej i Spraw Publicznych Sądu Nawyższego (τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων) του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία) (στο εξής: τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων) να εξετάζει τις αιτιάσεις και τα νομικά ζητήματα που άπτονται της έλλειψης ανεξαρτησίας ορισμένου δικαστηρίου ή δικαστή, η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη, καθώς και από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης·

θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ το άρθρο 107, παράγραφος 1, σημεία 2 και 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων και το άρθρο 72, παράγραφος 1, σημεία 1 έως 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τα οποία επιτρέπουν να χαρακτηριστεί ως «πειθαρχικό παράπτωμα» ο έλεγχος της πλήρωσης των απαιτήσεων του δικαίου της Ένωσης περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη, καθώς και από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ·

εξουσιοδοτώντας το Izba Dyscyplinarna (πειθαρχικό τμήμα) του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) (στο εξής: πειθαρχικό τμήμα), του οποίου δεν διασφαλίζονται η ανεξαρτησία και η αμεροληψία, να αποφαίνεται επί υποθέσεων που έχουν άμεση επίπτωση στο καθεστώς και στην άσκηση των καθηκόντων δικαστή και βοηθού δικαστή, όπως είναι, αφενός, οι αιτήσεις παροχής αδείας για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά δικαστών και βοηθών δικαστών ή για τη σύλληψή τους, καθώς και, αφετέρου, οι υποθέσεις εργατικού δικαίου και δικαίου κοινωνικών ασφαλίσεων οι οποίες αφορούν τους δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και οι υποθέσεις περί συνταξιοδότησης των εν λόγω δικαστών, η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ·

θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ το άρθρο 88a του τροποποιηθέντος νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, το άρθρο 45, παράγραφος 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και το άρθρο 8, παράγραφος 2, του τροποποιηθέντος νόμου περί οργανώσεως των διοικητικών δικαστηρίων, η Δημοκρατία της Πολωνίας προσέβαλε το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 και στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του Χάρτη, καθώς και στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και εʹ, στο άρθρο 6, παράγραφος 3, και στο άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ 2016, L 119, σ. 1).

3

Την ίδια ημέρα η Επιτροπή υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ζητώντας από το Δικαστήριο να επιβάλει στη Δημοκρατία της Πολωνίας ορισμένες υποχρεώσεις, εν αναμονή της αποφάσεως επί της ουσίας της υποθέσεως.

4

Με διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑204/21 R, στο εξής: διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021, EU:C:2021:593), η Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε, με το σημείο 1 του διατακτικού της εν λόγω διατάξεως, τη Δημοκρατία της Πολωνίας, έως την έκδοση της αποφάσεως με την οποία θα περατωθεί η εκδίκαση της υποθέσεως C‑204/21:

α)

να αναστείλει, αφενός, την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 27, παράγραφος 1, σημείο 1a, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, βάσει των οποίων το πειθαρχικό τμήμα είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, επί των αιτήσεων παροχής αδείας για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά δικαστών ή βοηθών δικαστών, για την προσωρινή κράτηση, τη σύλληψη ή την κλήτευσή τους, καθώς και, αφετέρου, τα αποτελέσματα των αποφάσεων τις οποίες έχει ήδη εκδώσει το πειθαρχικό τμήμα βάσει του εν λόγω άρθρου και βάσει των οποίων επιτρέπεται η άσκηση ποινικής δίωξης κατά δικαστή ή η σύλληψή του, και να μην παραπέμπει τις διαλαμβανόμενες στο ως άνω άρθρο υποθέσεις ενώπιον δικαστηρίου το οποίο δεν πληροί τις απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας, όπως αυτές καθορίζονται, ιδίως, στην απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982

β)

να αναστείλει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 27, παράγραφος 1, σημεία 2 και 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, βάσει των οποίων το πειθαρχικό τμήμα είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί υποθέσεων σχετικών με το καθεστώς και την άσκηση καθηκόντων των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), ιδίως δε επί υποθέσεων εργατικού δικαίου και δικαίου κοινωνικών ασφαλίσεων, καθώς και επί υποθέσεων που αφορούν τη συνταξιοδότηση των δικαστών αυτών, και να μην παραπέμπει τις συγκεκριμένες υποθέσεις ενώπιον δικαστηρίου το οποίο δεν πληροί τις απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας, όπως αυτές καθορίζονται, ιδίως, στην απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982

γ)

να αναστείλει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 107, παράγραφος 1, σημεία 2 και 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, καθώς και του άρθρου 72, παράγραφος 1, σημεία 1 έως 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, βάσει των οποίων είναι δυνατή η στοιχειοθέτηση της πειθαρχικής ευθύνης των δικαστών λόγω του ότι εξέτασαν την πλήρωση των απαιτήσεων περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη·

δ)

να αναστείλει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 42a, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 55, παράγραφος 4, του τροποποιηθέντος νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, του άρθρου 26, παράγραφος 3, και του άρθρου 29, παράγραφοι 2 και 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, του άρθρου 5, παράγραφοι 1a και 1b, του τροποποιηθέντος νόμου περί οργανώσεως των διοικητικών δικαστηρίων και του άρθρου 8 του τροποποιητικού νόμου, καθόσον απαγορεύουν στα εθνικά δικαστήρια να ελέγχουν την πλήρωση των απαιτήσεων της Ένωσης περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη·

ε)

να αναστείλει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 26, παράγραφοι 2 και 4 έως 6, και του άρθρου 82, παράγραφοι 2 έως 5, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καθώς και του άρθρου 10 του τροποποιητικού νόμου, βάσει των οποίων το τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να εξετάζει τις αιτιάσεις περί ελλείψεως ανεξαρτησίας δικαστή ή δικαστηρίου, και

στ)

να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή, το αργότερο ένα μήνα μετά την κοινοποίηση της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021, όλα τα μέτρα που έλαβε προκειμένου να συμμορφωθεί πλήρως προς τη διάταξη αυτή.

5

Με διάταξη της 6ης Οκτωβρίου 2021, Πολωνία κατά Επιτροπής (C‑204/21 R, EU:C:2021:834), η Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε αίτηση της Δημοκρατίας της Πολωνίας περί ανακλήσεως της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021.

6

Με διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2021, ο Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε τη Δημοκρατία της Πολωνίας να καταβάλλει στην Επιτροπή χρηματική ποινή ύψους 1000000 ευρώ ημερησίως, από την ημερομηνία κοινοποίησης της διατάξεως αυτής στο εν λόγω κράτος μέλος και έως ότου το κράτος μέλος συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021 ή άλλως, έως την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης με την οποία θα περατωθεί η εκδίκαση της υπόθεσης C‑204/21.

7

Στις 10 Μαρτίου 2023 η Δημοκρατία της Πολωνίας υπέβαλε την υπό κρίση αίτηση.

Αιτήματα των διαδίκων

8

Η Δημοκρατία της Πολωνίας ζητεί από το Δικαστήριο:

να ανακαλέσει τη διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2021 ή

επικουρικώς, να μειώσει το ύψος της χρηματικής ποινής που επιβλήθηκε με την εν λόγω διάταξη.

9

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση περί ανακλήσεως της διατάξεως της 27ης Οκτωβρίου 2021 και

να λάβει υπόψη, κατά την εξέταση του αιτήματος περί μειώσεως του ποσού της χρηματικής ποινής που επιβλήθηκε με την εν λόγω διάταξη, τα μέτρα που η Δημοκρατία της Πολωνίας έλαβε για την εφαρμογή της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021.

Επί της αιτήσεως ανακλήσεως ή, επικουρικώς, μεταρρυθμίσεως της διατάξεως της 27ης Οκτωβρίου 2021

10

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 162, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, διάταξη επί αιτήσεως λήψεως προσωρινών μέτρων δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο.

11

Αντιθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 163 του Κανονισμού Διαδικασίας, κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, η διάταξη ασφαλιστικών μέτρων μπορεί οποτεδήποτε να μεταρρυθμισθεί ή να ανακληθεί λόγω μεταβολής των περιστάσεων. Η έννοια της «μεταβολής των περιστάσεων» αφορά ιδίως την επέλευση οποιουδήποτε πραγματικού ή νομικού στοιχείου δυνάμενου να θέσει εν αμφιβόλω τις εκτιμήσεις του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων ως προς τις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η χορήγηση της αναστολής ή η λήψη του προσωρινού μέτρου (διάταξη της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2021, Τσεχική Δημοκρατία κατά Πολωνίας, C‑121/21 R, EU:C:2021:752, σκέψη 22).

12

Υπογραμμίζεται επίσης ότι με την αίτηση που υποβάλλεται βάσει της ως άνω διατάξεως επιδιώκεται όχι η εκ μέρους του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων αναδρομική ακύρωση διατάξεως με την οποία διατάχθηκε προσωρινό μέτρο, αλλά μόνον η μεταρρύθμιση ή η κατάργησή της, καθότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να επανεξετάσει και να αναθεωρήσει, αποκλειστικά για το μέλλον, τέτοια διάταξη, μεταξύ άλλων, ενδεχομένως, εκτιμώντας εκ νέου, υπό το πρίσμα των περιστάσεων που υφίσταντο κατά την ημερομηνία της απόφασής του, τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούσαν εκ πρώτης όψεως τη λήψη του εν λόγω μέτρου [διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 2022, Τσεχική Δημοκρατία κατά Πολωνίας (Ορυχείο του Turów), C‑121/21 R, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:408, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

13

Ως εκ τούτου, αίτηση υποβληθείσα βάσει του άρθρου 163 του Κανονισμού Διαδικασίας δεν μπορεί να έχει ως αντικείμενο την αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων κατά το παρελθόν διατάξεως με την οποία διατάχθηκε προσωρινό μέτρο [διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 2022, Τσεχική Δημοκρατία κατά Πολωνίας (Ορυχείο του Turów), C‑121/21 R, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:408, σκέψη 23].

14

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η αίτηση που υπέβαλε η Δημοκρατία της Πολωνίας αφορά μόνον τη διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2021, πρέπει να θεωρηθεί ότι με αυτή ζητείται η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση της χρηματικής ποινής που επιβλήθηκε ως μέτρο παρεπόμενο των προσωρινών μέτρων που διατάχθηκαν με τη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021.

15

Προκειμένου να αποφανθεί επί της ως άνω αιτήσεως, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 279 ΣΛΕΕ παρέχει στο Δικαστήριο την αρμοδιότητα να επιβάλει οποιοδήποτε προσωρινό μέτρο κρίνει αναγκαίο προκειμένου να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα της οριστικής αποφάσεως (διάταξη της 20ής Νοεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑441/17 R, EU:C:2017:877, σκέψη 97, και διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2021, σκέψη 19).

16

Ειδικότερα, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να είναι σε θέση να διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα των εντολών που απευθύνει σε διάδικο δυνάμει του άρθρου 279 ΣΛΕΕ, λαμβάνοντας κάθε μέτρο που αποσκοπεί στη συμμόρφωση του διαδίκου προς τη διάταξη ασφαλιστικών μέτρων. Το μέτρο αυτό μπορεί, μεταξύ άλλων, να συνίσταται στην επιβολή χρηματικής ποινής για την περίπτωση κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος διάδικος δεν συμμορφωθεί προς ορισμένη επιβληθείσα υποχρέωση (διάταξη της 20ής Νοεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑441/17 R, EU:C:2017:877, σκέψη 100, και διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2021, σκέψη 20).

17

Στο πλαίσιο αυτό, από τη διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2021 συνάγεται ότι, στο μέτρο που από τη δικογραφία δεν προέκυπτε ότι τα μέτρα που έλαβε η Δημοκρατία της Πολωνίας αρκούσαν για να διασφαλισθεί η εκτέλεση των προσωρινών μέτρων που διατάχθηκαν με τη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων έκρινε ότι είναι αναγκαίο να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των εν λόγω προσωρινών μέτρων διά της επιβολής χρηματικής ποινής στο εν λόγω κράτος μέλος, προκειμένου να μην καθυστερήσει τη συμμόρφωσή του προς την τελευταία αυτή διάταξη.

18

Επομένως, προκειμένου να αποφανθεί επί της υπό κρίση αιτήσεως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να εξακριβώσει αν τα επιχειρήματα που προέβαλε η Δημοκρατία της Πολωνίας καθιστούν δυνατή τη διαπίστωση μεταβολής των περιστάσεων η οποία συνεπάγεται ότι, κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του εν λόγω δικαστή, η επιβληθείσα, με τη διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2021, στο εν λόγω κράτος μέλος χρηματική ποινή δεν είναι πλέον δικαιολογημένη εν όλω ή εν μέρει.

19

Ειδικότερα, δεδομένου ότι με την επιχειρηματολογία που προέβαλε προς στήριξη της υπό κρίση αιτήσεως η Δημοκρατία της Πολωνίας επιδιώκει να αποδείξει ότι το εφάρμοσε πλήρως τα προσωρινά μέτρα που διατάχθηκαν με τη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021, απόκειται στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να εξακριβώσει αν τούτο όντως συμβαίνει, με αποτέλεσμα, στην περίπτωση αυτή, η επιβολή χρηματικής ποινής ύψους 1000000 ευρώ ημερησίως να μην είναι πλέον δικαιολογημένη για το μέλλον.

20

Διευκρινίζεται επίσης, στο μέτρο που με την υπό κρίση αίτηση ζητείται, επικουρικώς, η μείωση του ύψους της χρηματικής ποινής που επιβλήθηκε με τη διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2021, ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δύναται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 163 του Κανονισμού Διαδικασίας, όχι μόνον να ανακαλέσει, αλλά και να μεταρρυθμίσει διάταξη περί προσωρινών μέτρων. Η μεταρρύθμιση αυτή μπορεί να συνίσταται, μεταξύ άλλων, στη μείωση του ύψους χρηματικής ποινής επιβληθείσας προηγουμένως σε κράτος μέλος, όταν μεταβολή των περιστάσεων δικαιολογεί τέτοια μείωση.

21

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να εξεταστεί ο τρόπος εφαρμογής των διαφόρων προσωρινών μέτρων που διατάχθηκαν με τη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η Δημοκρατία της Πολωνίας απέδειξε ότι, κατόπιν μεταβολής των περιστάσεων, η εν λόγω εφαρμογή δικαιολογεί την ανάκληση ή, άλλως, τη μείωση για το μέλλον της χρηματικής ποινής που επιβλήθηκε με τη διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2021.

Επί της υποχρεώσεως αναστολής της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 27, παράγραφος 1, σημεία 1a, 2 και 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου

Επιχειρήματα

22

Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι ο ustawa o zmianie ustawy o Sądzie Najwyższym oraz niektórych innych ustaw (νόμος περί τροποποιήσεως του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορισμένων άλλων νόμων), της 9ης Ιουνίου 2022 (Dz. U. θέση 1259, στο εξής: νόμος της 9ης Ιουνίου 2022), κατάργησε το πειθαρχικό τμήμα καθώς και το άρθρο 27 του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο σύνολό του.

23

Επομένως, κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, η υποχρέωση αναστολής της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 27, παράγραφος 1, σημεία 1a, 2 και 3, του εν λόγω νόμου κατέστη άνευ αντικειμένου.

24

Η Επιτροπή εκτιμά επίσης ότι ο νόμος της 9ης Ιουνίου 2022 εφάρμοσε προσηκόντως την εν λόγω υποχρέωση.

Εκτίμηση

25

Από το σημείο 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του διατακτικού της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021 προκύπτει ότι με την εν λόγω διάταξη επιβλήθηκε στη Δημοκρατία της Πολωνίας η υποχρέωση, μεταξύ άλλων, να αναστείλει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 27, παράγραφος 1, σημεία 1a, 2 και 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, βάσει των οποίων το πειθαρχικό τμήμα είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, επί των αιτήσεων παροχής αδείας για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά δικαστών ή βοηθών δικαστών, για την προσωρινή κράτηση, τη σύλληψη ή την κλήτευσή τους, καθώς και επί υποθέσεων σχετικών με το καθεστώς και την άσκηση καθηκόντων των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου).

26

Από το άρθρο 1 του νόμου της 9ης Ιουνίου 2022 προκύπτει, όμως, ότι το άρθρο 27 του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου καταργήθηκε στο σύνολό του. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι το πειθαρχικό τμήμα καταργήθηκε με τον ίδιο νόμο.

27

Μολονότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων δεν ήταν απαραίτητη προκειμένου να διασφαλισθεί η εκτέλεση της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021 (πρβλ. διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2021, σκέψη 53), εντούτοις τα μέτρα αυτά διασφαλίζουν ότι το άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχεία 1a, 2 και 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν εφαρμόζεται πλέον στην πολωνική έννομη τάξη.

28

Συνεπώς, η Δημοκρατία της Πολωνίας συμμορφώθηκε πλήρως με τα προσωρινά μέτρα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 25 της παρούσας διατάξεως.

Επί της υποχρεώσεως αναστολής της ισχύος των αποτελεσμάτων των αποφάσεων που έχει εκδώσει το πειθαρχικό τμήμα βάσει των οποίων επιτρέπεται η άσκηση ποινικής δίωξης κατά δικαστή ή η σύλληψή του

Επιχειρήματα

29

Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει, αφενός, ότι το άρθρο 9 του νόμου της 9ης Ιουνίου 2022 προβλέπει ότι, στις υποθέσεις που ενέπιπταν στην αρμοδιότητα του πειθαρχικού τμήματος πριν από την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου, το Izba Odpowiedzialności Zawodowej (τμήμα επαγγελματικής ευθύνης) του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) (στο εξής: τμήμα επαγγελματικής ευθύνης) επανεξετάζει αυτεπαγγέλτως, κατά την πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση σε συγκεκριμένη υπόθεση, τη θέση σε αργία του οικείου δικαστή από το πειθαρχικό τμήμα. Η διαδικασία αυτή καθιστά δυνατό να ελεγχθεί, το συντομότερο δυνατόν, αν τα προσωρινά μέτρα που έλαβε το πειθαρχικό τμήμα ήταν πρόσφορα.

30

Αφετέρου, το άρθρο 18, παράγραφος 1, του νόμου της 9ης Ιουνίου 2022 παρέχει στον δικαστή εις βάρος του οποίου εκδόθηκε τελεσίδικη πειθαρχική απόφαση ή τελεσίδικη απόφαση με την οποία επιτράπηκε η άσκηση ποινικής δίωξης, από δικαστικό σχηματισμό του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) απαρτιζόμενο από ένα τουλάχιστον μέλος του πειθαρχικού τμήματος, το δικαίωμα να ζητήσει την εκ νέου κίνηση της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος επαγγελματικής ευθύνης.

31

Επομένως, ο νόμος της 9ης Ιουνίου 2022 θέσπισε ένα νομικό πλαίσιο το οποίο παρέχει στους δικαστές εις βάρος των οποίων εκδόθηκαν αποφάσεις από το πειθαρχικό τμήμα να θέσουν υπό αμφισβήτηση τις εν λόγω αποφάσεις. Εξάλλου, πλείονες δικαστές αμφισβήτησαν επιτυχώς εν λόγω αποφάσεων. Τέλος, εκκρεμούν ακόμη υποθέσεις οι οποίες αφορούν τέτοιας φύσεως αποφάσεις.

32

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα μέσα ένδικης προστασίας που θεσπίστηκαν τοιουτοτρόπως από τη Δημοκρατία της Πολωνίας δεν έχουν ως αποτέλεσμα την άμεση αναστολή της ισχύος των αποτελεσμάτων των αποφάσεων του πειθαρχικού τμήματος. Επιπλέον, τα παραδείγματα που παρέθεσε η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν είναι, κατά την Επιτροπή, σημαντικά.

Εκτίμηση

33

Από το σημείο 1, στοιχείο αʹ, του διατακτικού της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021 προκύπτει ότι με αυτήν επιβλήθηκε στη Δημοκρατία της Πολωνίας η υποχρέωση, μεταξύ άλλων, να αναστείλει την ισχύ των αποτελεσμάτων των αποφάσεων που το πειθαρχικό τμήμα έχει εκδώσει βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 1, σημείο 1α, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

34

Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι εφάρμοσε πλήρως το συγκεκριμένο προσωρινό μέτρο θεσπίζοντας δύο διακριτά μέσα ένδικης προστασίας, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 9 και στο άρθρο 18, παράγραφος 1, του νόμου της 9ης Ιουνίου 2022, αντιστοίχως.

35

Όσον αφορά, κατά πρώτον, το άρθρο 9 του νόμου της 9ης Ιουνίου 2022, από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι οι αποφάσεις του πειθαρχικού τμήματος με τις οποίες διατάχθηκε η θέση σε αργία δικαστή, εν αναμονή της έκβασης υπόθεσης η οποία εκκρεμούσε ακόμη κατά την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου, θα πρέπει οπωσδήποτε να επανεξεταστούν από το τμήμα επαγγελματικής ευθύνης.

36

Είναι αληθές ότι η εν λόγω επανεξέταση είναι κατ’ αρχήν ικανή να εμποδίσει τέτοιου είδους απόφαση του πειθαρχικού τμήματος να συνεχίσει να παράγει αυτοδικαίως τα αποτελέσματά της, δεδομένου ότι η διατήρηση των αποτελεσμάτων της εξαρτάται από την επικύρωση της εν λόγω απόφασης από άλλο όργανο.

37

Τούτου λεχθέντος, αφενός, τόσο από το γράμμα του άρθρου 9 του νόμου της 9ης Ιουνίου 2022 όσο και από την ερμηνεία του συγκεκριμένου άρθρου από τη Δημοκρατία της Πολωνίας προκύπτει ότι η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στο σύνολο των αποφάσεων που έχει εκδώσει το πειθαρχικό τμήμα. Ειδικότερα, το εν λόγω άρθρο δεν επιτρέπει τον περιορισμό της ισχύος των αποτελεσμάτων των αποφάσεων με τις οποίες επιβλήθηκε πειθαρχική κύρωση σε δικαστή ή επιτράπηκε η άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του, μολονότι οι εν λόγω αποφάσεις καλύπτονται από το προσωρινό μέτρο που διαλαμβάνεται στη σκέψη 33 της παρούσας διατάξεως και, επιπλέον, ενδέχεται να έχουν σημαντικές συνέπειες για τη ζωή και τη σταδιοδρομία των οικείων δικαστών.

38

Αφετέρου, είναι αληθές ότι το άρθρο 9 του νόμου της 9ης Ιουνίου 2022 προβλέπει την επανεξέταση απόφασης του πειθαρχικού τμήματος με την οποία διατάχθηκε η θέση δικαστή σε αργία κατά την πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με την κατάσταση του εν λόγω δικαστή η οποία διεξάγεται ενώπιον του τμήματος επαγγελματικής ευθύνης. Εντούτοις, δεν προκύπτει ούτε από τις διατάξεις του εν λόγω νόμου ούτε από την επιχειρηματολογία της Δημοκρατίας της Πολωνίας ότι η ισχύς των αποτελεσμάτων τέτοιας απόφασης θα ανασταλεί εν αναμονή της ως άνω πρώτης επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η οποία, εξάλλου, δεν φαίνεται ότι πρέπει να διεξαχθεί εντός προκαθορισμένης προθεσμίας.

39

Όσον αφορά, κατά δεύτερον, το άρθρο 18, παράγραφος 1, του νόμου της 9ης Ιουνίου 2022, από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι παρέχεται στον δικαστή εις βάρος του οποίου εκδόθηκαν ορισμένες αποφάσεις του πειθαρχικού τμήματος που έχουν καταστεί τελεσίδικες η δυνατότητα να ζητήσει, εντός προθεσμίας έξι μηνών από την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου, την εκ νέου κίνηση της διαδικασίας που τον αφορά.

40

Μολονότι η θέσπιση του προμνησθέντος μέσου ένδικης προστασίας είναι ικανή, εφόσον έχει πραγματικό χαρακτήρα, να ενισχύσει τη δικαστική προστασία των δικαστών κατά των οποίων κινούνται διαδικασίες ενώπιον του πειθαρχικού τμήματος, εντούτοις ουδόλως συνεπάγεται την αναστολή της ισχύος των αποτελεσμάτων απόφασης εκδοθείσας από το πειθαρχικό τμήμα σε περίπτωση που ο οικείος δικαστής δεν υπέβαλε αίτηση επανεξέτασης της εν λόγω απόφασης υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στον νόμο της 9ης Ιουνίου 2022.

41

Επιπλέον, ακόμη και σε περίπτωση υποβολής αίτησης επανεξέτασης, από το άρθρο 18, παράγραφος 1, του προμνησθέντος νόμου δεν προκύπτει ότι η ισχύς των αποτελεσμάτων της απόφασης του πειθαρχικού τμήματος που αφορά η εν λόγω αίτηση αναστέλλεται εν αναμονή της εξέτασής της.

42

Φαίνεται, επομένως, ότι τα μέσα ένδικης προστασίας τα οποία επικαλείται η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν είναι ικανά να διασφαλίσουν, σε κάθε περίπτωση και πάραυτα, την αναστολή της ισχύος των αποτελεσμάτων των αποφάσεων που εξέδωσε το πειθαρχικό τμήμα βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 1, σημείο 1a, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

43

Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι ορισμένες από τις ως άνω αποφάσεις τέθηκαν όντως υπό αμφισβήτηση ή ενδέχεται να τεθούν υπό αμφισβήτηση προσεχώς, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι αποδείχθηκε, δεν αρκεί, εν πάση περιπτώσει, για να αποδειχθεί η πλήρης εφαρμογή του προσωρινού μέτρου που διαλαμβάνεται στη σκέψη 33 της παρούσας διατάξεως.

44

Συνεπώς, η Δημοκρατία της Πολωνίας συμμορφώθηκε εν μέρει μόνον με το συγκεκριμένο προσωρινό μέτρο.

Επί της υποχρεώσεως αναστολής της εφαρμογής των διατάξεων του πολωνικού δικαίου με τις οποίες απαγορεύεται στα εθνικά δικαστήρια να ελέγχουν την πλήρωση των απαιτήσεων της Ένωσης περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως

Επιχειρήματα

45

Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι το πολωνικό δίκαιο καθιστά δυνατή τη διασφάλιση του δικαιώματος σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως σε διάφορα στάδια των υποθέσεων και σε διάφορες διαδικασίες. Συγκεκριμένα, το εν λόγω κράτος μέλος εκτιμά ότι εφάρμοσε, βασιζόμενο στη δικαστική πρακτική του, τα προσωρινά μέτρα που διατάχθηκαν με τη διάταξη της 8ης Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑791/19 R, EU:C:2020:277).

46

Εξάλλου, κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, με τον νόμο της 9ης Ιουνίου 2022 θεσπίστηκε στην πολωνική έννομη τάξη ένα νέο μέσο ένδικης προστασίας, διά του οποίου μπορεί να ελεγχθεί αν συγκεκριμένος δικαστής πληροί τις απαιτήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων του διορισμού του καθώς και της συμπεριφοράς του, όταν διάδικος διατυπώνει αμφιβολίες συναφώς. Η εφαρμογή του μηχανισμού αυτού μπορεί επίσης να έχει ως αποτέλεσμα την εξαίρεση δικαστή σε περιπτώσεις στις οποίες δεν υποβλήθηκε σχετική αίτηση.

47

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το μέσο ένδικης προστασίας που επικαλείται η Δημοκρατία της Πολωνίας εφαρμόζεται κατόπιν αιτήσεως διαδίκου στη σχετική δίκη και ότι αρχικώς υπέκειτο σε πλείονες περιοριστικές προϋποθέσεις. Αντιθέτως, το εν λόγω μέσο ένδικης προστασίας δεν καθιστά δυνατό τον αυτεπάγγελτο έλεγχο της πλήρωσης των απαιτήσεων περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Εξάλλου, η Επιτροπή μνημονεύει μια υπόθεση στην οποία κινήθηκε πειθαρχική διαδικασία λόγω παράβασης του άρθρου 42a, παράγραφοι 1 και 2, του τροποποιηθέντος νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων.

Εκτίμηση

48

Από το σημείο 1, στοιχείο δʹ, του διατακτικού της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021 προκύπτει ότι με την εν λόγω διάταξη επιβλήθηκε στη Δημοκρατία της Πολωνίας η υποχρέωση να αναστείλει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 42a, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 55, παράγραφος 4, του τροποποιηθέντος νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, του άρθρου 29, παράγραφοι 2 και 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, του άρθρου 5, παράγραφοι 1a και 1b, του τροποποιηθέντος νόμου περί οργανώσεως των διοικητικών δικαστηρίων και του άρθρου 8 του τροποποιητικού νόμου, καθόσον οι εν λόγω διατάξεις απαγορεύουν στα εθνικά δικαστήρια να ελέγχουν την πλήρωση των απαιτήσεων της Ένωσης περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως οι οποίες απορρέουν από το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη.

49

Συναφώς, κατά πρώτον, στο μέτρο που πρέπει να θεωρηθεί ότι με την επιχειρηματολογία της η Δημοκρατία της Πολωνίας επιδιώκει να αποδείξει ότι το προσωρινό μέτρο που διαλαμβάνεται στην προηγούμενη σκέψη εφαρμόστηκε μέσω της πρακτικής των δικαστηρίων της, αρκεί η επισήμανση ότι η επιχειρηματολογία αυτή δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε διευκρίνιση όσον αφορά το περιεχόμενο της εν λόγω πρακτικής και ότι, επιπλέον, δεν συνοδεύεται από οποιοδήποτε στοιχείο που να αποδεικνύει ότι πράγματι υφίσταται τέτοια πρακτική.

50

Κατά δεύτερον, είναι αληθές ότι ο νόμος της 9ης Ιουνίου 2022 θέσπισε ένα νέο μέσο ένδικης προστασίας, το οποίο καθιστά δυνατό τον έλεγχο της πλήρωσης των απαιτήσεων περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως και το οποίο διέπεται, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 42a, παράγραφος 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, το άρθρο 29, παράγραφος 5, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και το άρθρο 5, παράγραφος 1, του τροποποιηθέντος νόμου περί οργανώσεως των διοικητικών δικαστηρίων.

51

Εντούτοις, αφενός, δεν αμφισβητείται ότι οι διατάξεις του πολωνικού δικαίου που διαλαμβάνονται στη σκέψη 48 της παρούσας διατάξεως δεν έχουν καταργηθεί και ότι η εφαρμογή τους δεν έχει ανασταλεί επισήμως, με αποτέλεσμα οι περιορισμοί που θεσπίζονται με τις εν λόγω διατάξεις όσον αφορά τη δυνατότητα ελέγχου της πλήρωσης των απαιτήσεων περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως να εξακολουθούν, κατ’ αρχήν, να εφαρμόζονται πλήρως στην πολωνική έννομη τάξη.

52

Αφετέρου, τόσο από το γράμμα των διατάξεων που διέπουν το νέο μέσο ένδικης προστασίας που θέσπισε ο Πολωνός νομοθέτης, το οποίο επικαλείται η Δημοκρατία της Πολωνίας, όσο και από την επιχειρηματολογία του εν λόγω κράτους μέλους προκύπτει ότι το συγκεκριμένο μέσο ένδικης προστασίας μπορεί να ασκηθεί μόνον κατόπιν αιτήσεως διαδίκου στην οικεία διαδικασία.

53

Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι το προμνησθέν μέσο ένδικης προστασίας θεσπίζει παρέκκλιση από τους περιορισμούς που απορρέουν από τις διατάξεις του πολωνικού δικαίου που διαλαμβάνονται στη σκέψη 48 της παρούσας διατάξεως μόνον σε περίπτωση υποβολής τέτοιας αίτησης. Επομένως, δεν αποδεικνύεται ότι οι εν λόγω περιορισμοί θα εξαλειφθούν στις λοιπές περιπτώσεις, και ειδικότερα σε περίπτωση κατά την οποία δικαστής ελέγχει αυτεπαγγέλτως αν πληρούνται οι απαιτήσεις περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως.

54

Κατά συνέπεια, και χωρίς να απαιτείται να εξακριβωθεί αν το δίκαιο της Ένωσης συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι ο δικαστής πρέπει να είναι σε θέση να διενεργεί αυτεπαγγέλτως τέτοιον έλεγχο, φαίνεται ότι η θέσπιση του νόμου της 9ης Ιουνίου 2022 δεν είναι ικανή να διασφαλίσει, σε κάθε περίπτωση, την αναστολή της ισχύος του συνόλου των αποτελεσμάτων των διατάξεων του πολωνικού δικαίου που διαλαμβάνονται στη σκέψη 48 της παρούσας διατάξεως.

55

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι, μολονότι η θέσπιση του νόμου της 9ης Ιουνίου 2022 ενδέχεται να περιορίσει τα αποτελέσματα των προμνησθεισών διατάξεων, δεν επαρκεί για να διασφαλίσει πλήρως την εφαρμογή του προσωρινού μέτρου που διαλαμβάνεται στη σκέψη 48 της παρούσας διατάξεως.

56

Ως εκ τούτου, η Δημοκρατία της Πολωνίας συμμορφώθηκε εν μέρει μόνον με το συγκεκριμένο προσωρινό μέτρο.

Επί της υποχρεώσεως αναστολής της εφαρμογής των διατάξεων του πολωνικού δικαίου βάσει των οποίων μπορεί να στοιχειοθετηθεί η πειθαρχική ευθύνη των δικαστών οι οποίοι ελέγχουν αν πληρούνται οι απαιτήσεις περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως

Επιχειρήματα

57

Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι οι εφαρμοστέες διατάξεις του πολωνικού δικαίου ουδέποτε επέτρεπαν τη στοιχειοθέτηση της πειθαρχικής ευθύνης των δικαστών για τον λόγο ότι διασφάλισαν το δικαίωμα των πολιτών σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως και ότι τα πειθαρχικά δικαστήρια ερμήνευσαν πάντοτε κατ’ αυτόν τον τρόπο τις εν λόγω διατάξεις.

58

Επιπλέον, με τον νόμο της 9ης Ιουνίου 2022 αποσαφηνίστηκαν οι ορισμοί των πειθαρχικών παραπτωμάτων τα οποία μπορούν να προσαφθούν σε δικαστές. Συγκεκριμένα, κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, αφενός, από τον εν λόγω νόμο προκύπτει ότι το περιεχόμενο δικαστικής απόφασης δεν μπορεί να συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα, ακόμη και όταν αφορά το δικαίωμα σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως. Αφετέρου, με τον εν λόγω νόμο επιβεβαιώθηκε ότι, σύμφωνα με πλείονες διατάξεις τις οποίες η Δημοκρατία της Πολωνίας απαριθμεί, δεν συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα ο έλεγχος του αν πληρούνται οι απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας,.

59

Κατά την Επιτροπή, οι διατάξεις που επικαλείται η Δημοκρατία της Πολωνίας αποκλείουν την άσκηση πειθαρχικής δίωξης εις βάρος δικαστών που εκδίδουν αποφάσεις οι οποίες ενέχουν πλάνη κατά την ερμηνεία των απαιτήσεων του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ ή με τις οποίες ελέγχεται, κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, η πλήρωση των απαιτήσεων περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας όσον αφορά συγκεκριμένο δικαστή.

60

Αντιθέτως, οι εν λόγω διατάξεις δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να χαρακτηριστεί ως πειθαρχικό παράπτωμα ο αυτεπάγγελτος έλεγχος, από μέλος δικαστικού σχηματισμού, του αν πληρούνται οι απαιτήσεις αυτές. Εξάλλου, η Επιτροπή ενημερώθηκε για την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας και τη λήψη μέτρων για τη διεξαγωγή έρευνας σε δύο υποθέσεις που εμπίπτουν σε τέτοια περίπτωση.

Εκτίμηση

61

Από το σημείο 1, στοιχείο γʹ, του διατακτικού της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021 προκύπτει ότι με την εν λόγω διάταξη επιβλήθηκε στη Δημοκρατία της Πολωνίας η υποχρέωση να αναστείλει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 107, παράγραφος 1, σημεία 2 και 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, καθώς και του άρθρου 72, παράγραφος 1, σημεία 1 έως 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, βάσει των οποίων είναι δυνατή η στοιχειοθέτηση της πειθαρχικής ευθύνης των δικαστών λόγω του ότι έλεγξαν την πλήρωση των απαιτήσεων περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως οι οποίες απορρέουν από το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη.

62

Συναφώς, κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο οι εφαρμοστέες διατάξεις του πολωνικού δικαίου ουδέποτε επέτρεπαν τη στοιχειοθέτηση πειθαρχικής ευθύνης δικαστών για τον λόγο ότι διασφάλισαν το δικαίωμα των πολιτών σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως συνιστά επανάληψη του επιχειρήματος που η Δημοκρατία της Πολωνίας προέβαλε με τις γραπτές παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων που η Επιτροπή υπέβαλε την 1η Απριλίου 2021. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη «μεταβολής των περιστάσεων», κατά την έννοια του άρθρου 163 του Κανονισμού Διαδικασίας, και πρέπει, επομένως, να απορριφθεί (βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2021, Τσεχική Δημοκρατία κατά Πολωνίας, C‑121/21 R, EU:C:2021:752, σκέψη 24).

63

Κατά δεύτερον, όπως υπογραμμίζει η Δημοκρατία της Πολωνίας, ο νόμος της 9ης Ιουνίου 2022 συμπλήρωσε το άρθρο 107 του τροποποιηθέντος νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων και το άρθρο 72 του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

64

Όπως συμπληρώθηκαν, τα ως άνω άρθρα προβλέπουν πλέον, ειδικότερα, ότι δεν συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα ούτε η πλάνη κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης ούτε ο έλεγχος του αν πληρούνται οι απαιτήσεις περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως στις περιπτώσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 42a, παράγραφος 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, στο άρθρο 29, παράγραφος 5, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του τροποποιηθέντος νόμου περί οργανώσεως των διοικητικών δικαστηρίων.

65

Εντούτοις, κατ’ αρχάς, δεν αμφισβητείται ότι οι διατάξεις του πολωνικού δικαίου που διαλαμβάνονται στη σκέψη 61 της παρούσας διατάξεως δεν έχουν καταργηθεί και ότι η εφαρμογή τους δεν έχει ανασταλεί επισήμως, με αποτέλεσμα οι εν λόγω διατάξεις να καθιστούν πάντοτε δυνατή, κατ’ αρχήν, τη στοιχειοθέτηση της πειθαρχικής ευθύνης των δικαστών που έλεγξαν την πλήρωση των απαιτήσεων περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως οι οποίες απορρέουν από το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη.

66

Επισημαίνεται, εν συνεχεία, ότι η διευκρίνιση που προστέθηκε με τον νόμο της 9ης Ιουνίου 2022, κατά την οποία η πλάνη κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης δεν συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα, ουδόλως αποκλείει, εκ πρώτης όψεως, τη δυνατότητα εφαρμογής του συγκεκριμένου χαρακτηρισμού όταν η ερμηνεία και η εφαρμογή, ορθή ή πεπλανημένη, τέτοιων διατάξεων θέτουν υπό αμφισβήτηση ορισμένους κανόνες που εφαρμόζονται στην πολωνική έννομη τάξη.

67

Ειδικότερα, δεδομένου ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, του τροποποιηθέντος νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων και το άρθρο 72, παράγραφος 1, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξακολουθούν να προβλέπουν ότι ο δικαστής υπέχει πειθαρχική ευθύνη για επαγγελματικά παραπτώματα, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση πράξεων δυνάμενων να παρακωλύσουν ή να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο τη λειτουργία δικαστικής αρχής ή πράξεων που θέτουν υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη σχέσης εργασίας δικαστή, το κύρος του διορισμού δικαστή ή τη νομιμότητα συνταγματικού οργάνου της Δημοκρατίας της Πολωνίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο αποκλεισμός της άσκησης πειθαρχικής δίωξης λόγω πλάνης κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης εμποδίζει οπωσδήποτε την άσκηση τέτοιων διώξεων σε περίπτωση που ένας δικαστής κρίνει, ορθώς ή μη, ότι υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης υποχρέωση να εκδώσει πράξη με τέτοια αποτελέσματα.

68

Τέλος, τόσο από τη διατύπωση του νόμου της 9ης Ιουνίου 2022 όσο και από την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων από τη Δημοκρατία της Πολωνίας προκύπτει ότι η διευκρίνιση που εισήχθη με τον νόμο αυτόν, κατά την οποία ο έλεγχος του αν πληρούνται οι απαιτήσεις περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως δεν συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα, έχει εφαρμογή μόνον όταν ο εν λόγω έλεγχος διενεργείται στις περιπτώσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 42a, παράγραφος 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, στο άρθρο 29, παράγραφος 5, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του τροποποιηθέντος νόμου περί οργανώσεως των διοικητικών δικαστηρίων.

69

Από τις σκέψεις 52 και 53 της παρούσας διατάξεως προκύπτει, όμως, ότι οι προμνησθείσες διατάξεις καθιστούν δυνατή τη διενέργεια τέτοιου ελέγχου μόνον κατόπιν αίτησης διαδίκου στην οικεία διαδικασία. Κατά συνέπεια, δεν αποδεικνύεται ότι οι τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος της 9ης Ιουνίου 2022 καθιστούν δυνατό τον αποκλεισμό, σε κάθε περίπτωση της άσκησης πειθαρχικής δίωξης κατά δικαστή για τον λόγο και μόνον ότι ο δικαστής διενήργησε τον ως άνω έλεγχο.

70

Υπό τις συνθήκες αυτές, μολονότι οι εν λόγω τροποποιήσεις καθιστούν όντως δυνατή τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με το προσωρινό μέτρο που διαλαμβάνεται στη σκέψη 61 της παρούσας διατάξεως σε περίπτωση που ο έλεγχος του αν πληρούνται οι απορρέουσες από το δίκαιο της Ένωσης απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως διενεργείται στο πλαίσιο του νέου μέσου ένδικης προστασίας που θεσπίστηκε με τις διατάξεις που διαλαμβάνονται στη σκέψη 68 της παρούσας διατάξεως, οι εν λόγω τροποποιήσεις δεν είναι ικανές να διασφαλίσουν πλήρη εφαρμογή του συγκεκριμένου προσωρινού μέτρου.

71

Συνεπώς, η Δημοκρατία της Πολωνίας συμμορφώθηκε εν μέρει μόνον με το εν λόγω προσωρινό μέτρο.

Επί της υποχρεώσεως αναστολής της εφαρμογής των διατάξεων του πολωνικού δικαίου με τις οποίες ανατίθεται στο τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων αποκλειστική αρμοδιότητα για την εξέταση των αιτιάσεων που αντλούνται από την έλλειψη ανεξαρτησίας δικαστή ή δικαστηρίου

Επιχειρήματα

72

Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει, αφενός, ότι η πρόεδρος του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), η οποία προεδρεύει επίσης του τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων, εξέδωσε, στις 29 Ιουλίου 2021, διάταξη με την οποία διαπίστωσε ότι δεν εκκρεμεί ενώπιον του συγκεκριμένου τμήματος καμία υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας έχει προβληθεί ισχυρισμός περί έλλειψης νομιμότητας του διορισμού δικαστή και διέταξε την αναστολή της πρωτοκόλλησης των υποθέσεων που αφορούν εξαίρεση δικαστή ή τον καθορισμό του αρμόδιου δικαστηρίου λόγω έλλειψης ανεξαρτησίας δικαστή ή δικαστηρίου (στο εξής: διάταξη της 29ης Ιουλίου 2021).

73

Αφετέρου, μετά την έναρξη ισχύος του νόμου της 9ης Ιουνίου 2022, ο αντιπρόεδρος του πρώτου σχηματισμού του τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων ανέπεμψε όλες τις αιτήσεις εξαίρεσης οι οποίες είχαν παραπεμφθεί σε αυτό δυνάμει του άρθρου 26, παράγραφος 2, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, ο αντιπρόεδρος έκρινε ότι το νέο μέσο ένδικης προστασίας που θεσπίστηκε με τον εν λόγω νόμο πρέπει να εφαρμοστεί κατά προτεραιότητα και, επομένως, πρέπει να επιτρέπεται στα τακτικά δικαστήρια να εξετάζουν τις αιτιάσεις που άπτονται της έλλειψης ανεξαρτησίας δικαστή.

74

Από τα ως άνω στοιχεία προκύπτει, κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, ότι τα πολωνικά δικαστήρια δεν εφαρμόζουν πλέον, στην πράξη, τις διατάξεις που διαλαμβάνονται στο σημείο 1, στοιχείο εʹ, του διατακτικού της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021.

75

Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί το υποστατό των στοιχείων που προέβαλε η Δημοκρατία της Πολωνίας και διευκρινίζει ότι δεν ενημερώθηκε για την εφαρμογή, μετά την έναρξη ισχύος του νόμου της 9ης Ιουνίου 2022, των διατάξεων με τις οποίες ανατίθεται στο τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων αποκλειστική αρμοδιότητα να εξετάζει τις αιτιάσεις που αντλούνται από έλλειψη ανεξαρτησίας δικαστή ή δικαστηρίου.

76

Αντιθέτως, από τον διαδικτυακό τόπο του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και το ηλεκτρονικό πρωτόκολλο του εν λόγω δικαστηρίου προκύπτει ότι το τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων εξακολουθεί να επιλαμβάνεται ορισμένων υποθέσεων με αντικείμενο τέτοιες αιτιάσεις, οι οποίες παραπέμφθηκαν σε αυτό πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου της 9ης Ιουνίου 2022, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 26, παράγραφος 2, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να μπορεί το συγκεκριμένο τμήμα να συνεχίσει να ασκεί την αποκλειστική αρμοδιότητά του στις σχετικές υποθέσεις.

Εκτίμηση

77

Από το σημείο 1, στοιχείο εʹ, του διατακτικού της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021 προκύπτει ότι με την εν λόγω διάταξη επιβλήθηκε στη Δημοκρατία της Πολωνίας η υποχρέωση να αναστείλει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 26, παράγραφοι 2 και 4 έως 6, και του άρθρου 82, παράγραφοι 2 έως 5, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καθώς και του άρθρου 10 του τροποποιητικού νόμου, βάσει των οποίων το τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να εξετάζει τις αιτιάσεις περί ελλείψεως ανεξαρτησίας δικαστή ή δικαστηρίου.

78

Δεν αμφισβητείται ότι οι διατάξεις που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη δεν έχουν καταργηθεί και ότι η εφαρμογή τους δεν έχει ανασταλεί επισήμως, με αποτέλεσμα το τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων να παραμένει, κατ’ αρχήν, αποκλειστικά αρμόδιο για να εκδικάζει τις υποθέσεις που διαλαμβάνονται στις εν λόγω διατάξεις.

79

Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν οι διατάξεις που εξέδωσαν οι δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), τις οποίες επικαλείται η Δημοκρατία της Πολωνίας, μπορούν στην πράξη να έχουν ως συνέπεια να μην παράγουν αποτελέσματα οι εν λόγω διατάξεις του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του τροποποιητικού νόμου.

80

Συναφώς, κατά πρώτον, με τη σκέψη 51 της διατάξεως της 27ης Οκτωβρίου 2021 διαπιστώθηκε ότι τα μέτρα που έλαβε η πρόεδρος του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), στα οποία περιλαμβάνεται η διάταξη της 29ης Ιουλίου 2021, δεν αποδεικνύουν ότι δεν είναι πλέον δυνατό οι εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον του τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημόσιων υποθέσεων να εξετάζονται από το εν λόγω τμήμα ούτε ότι δεν υφίσταται υποχρέωση των τακτικών δικαστηρίων να παραπέμπουν στο εν λόγω τμήμα τις υποθέσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητά του.

81

Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η διάταξη της 29ης Ιουλίου 2021 συνιστά «μεταβολή των περιστάσεων», κατά την έννοια του άρθρου 163 του Κανονισμού Διαδικασίας, η οποία αποδεικνύει ότι το προσωρινό μέτρο που διαλαμβάνεται στη σκέψη 77 της παρούσας διατάξεως εφαρμόστηκε πλήρως από τη Δημοκρατία της Πολωνίας.

82

Επιπλέον, τα παραδείγματα υποθέσεων που μνημόνευσε η Επιτροπή, οι οποίες παραπέμφθηκαν στο τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου της 9ης Ιουνίου 2022 και εκκρεμούν ακόμη ενώπιον του εν λόγω τμήματος, επιβεβαιώνουν ότι η διάταξη της 29ης Ιουλίου 2021 δεν έχει αποκλείσει πλήρως, στην πράξη, την εφαρμογή των κανόνων που διαλαμβάνονται στο εν λόγω προσωρινό μέτρο.

83

Κατά δεύτερον, διάταξη του αντιπροέδρου του πρώτου σχηματισμού του τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων την οποία προσκόμισε η Δημοκρατία της Πολωνίας φαίνεται πράγματι να επιβεβαιώνει την ύπαρξη πρακτικής συνιστάμενης στην αναπομπή στα τακτικά δικαστήρια των υποθέσεων που παραπέμπονται στο εν λόγω τμήμα δυνάμει των διατάξεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 77 της παρούσας διατάξεως, πρακτική της οποίας το υποστατό δεν αμφισβητεί η Επιτροπή.

84

Τούτου λεχθέντος, η προμνησθείσα διάταξη του αντιπροέδρου του πρώτου σχηματισμού του τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων προβλέπει την αναπομπή στα τακτικά δικαστήρια μόνον των υποθέσεων που εμπίπτουν στο νέο μέσο ένδικης προστασίας που θεσπίστηκε με τον νόμο της 9ης Ιουνίου 2022, το οποίο μνημονεύθηκε στη σκέψη 50 της παρούσας διατάξεως. Επομένως, δεν αποδεικνύεται ότι η εφαρμογή των διατάξεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 77 της παρούσας διατάξεως θα αποκλειστεί σε υποθέσεις που δεν εμπίπτουν στο νέο αυτό μέσο ένδικης προστασίας, με τις οποίες όμως προβλήθηκαν αιτιάσεις αντλούμενες από έλλειψη της ανεξαρτησίας δικαστή ή δικαστηρίου.

85

Ως εκ τούτου, μολονότι τα μέτρα που επικαλείται η Δημοκρατία της Πολωνίας είναι ικανά να περιορίσουν σημαντικά την εφαρμογή των κανόνων με τους οποίους ανατίθεται στο τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων αποκλειστική αρμοδιότητα, εντούτοις από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι η εφαρμογή των εν λόγω κανόνων έχει ανασταλεί πλήρως στην πράξη.

86

Συνεπώς, η Δημοκρατία της Πολωνίας συμμορφώθηκε εν μέρει μόνον με το προσωρινό μέτρο που διαλαμβάνεται στη σκέψη 77 της παρούσας διατάξεως.

Επί της υποχρεώσεως μη παραπομπής των υποθέσεων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 27, παράγραφος 1, σημεία 1a, 2 και 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου ενώπιον δικαστηρίου που δεν πληροί τις απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας

Επιχειρήματα

87

Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι οι υποθέσεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 27, παράγραφος 1, σημεία 1a, 2 και 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανατέθηκαν, με τον νόμο της 9ης Ιουνίου 2022, σε δύο διακριτούς σχηματισμούς του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), ήτοι το τμήμα επαγγελματικής ευθύνης και το τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων.

88

Κατ’ αρχάς, όμως, δεν υπάρχει απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να κρίνεται ότι τα εν λόγω τμήματα δεν παρέχουν τις εγγυήσεις που διαλαμβάνονται στην απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982). Εν συνεχεία, τα μέλη των προμνησθέντων τμημάτων απολαύουν των ίδιων εγγυήσεων ανεξαρτησίας με τους λοιπούς δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Εξάλλου, κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, οι παράγοντες των οποίων η συσχέτιση οδήγησε το Δικαστήριο να κάνει δεκτή την προσφυγή της Επιτροπής λόγω παραβάσεως σχετικά με το πειθαρχικό τμήμα με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών) (C‑791/19, EU:C:2021:596), δεν περιλαμβάνονται στα χαρακτηριστικά του τμήματος επαγγελματικής ευθύνης ή του τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων. Τέλος, το γεγονός και μόνον ότι ένας δικαστής διορίστηκε από αρχηγό κράτους βάσει πρότασης οργάνου απαρτιζόμενου, κατά πλειονότητα, από μέλη που αντιπροσωπεύουν τη νομοθετική ή την εκτελεστική εξουσία δεν αρκεί προς απόδειξη παράβασης του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ.

89

Η Επιτροπή εκτιμά ότι το τμήμα επαγγελματικής ευθύνης και το τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων δεν παρέχουν τις εγγυήσεις που διαλαμβάνονται στην απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982).

90

Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεκατέσσερα εκ των δεκαεπτά μελών του τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων και τέσσερα εκ των ένδεκα μελών του τμήματος επαγγελματικής ευθύνης διορίστηκαν ως μέλη του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) υπό συνθήκες οι οποίες, κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, συνεπάγονται προσβολή του δικαιώματος σε δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως.

91

Η Επιτροπή εκτιμά ότι ο συνδυασμός του γεγονότος ότι οι ως άνω δικαστές διορίστηκαν βάσει πρότασης οργάνου που δεν παρέχει πλέον επαρκείς εγγυήσεις ανεξαρτησίας έναντι της νομοθετικής ή της εκτελεστικής εξουσίας και του γεγονότος ότι οι εν λόγω διορισμοί πραγματοποιήθηκαν παρά την αναστολή, από διοικητικό δικαστήριο, της πρότασης που εξέδωσε το εν λόγω όργανο δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά την πλήρωση από τα δύο επίμαχα τμήματα των απαιτήσεων περί ανεξαρτησίας που απορρέουν από το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ.

Εκτίμηση

92

Από το σημείο 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του διατακτικού της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021 προκύπτει ότι με την εν λόγω διάταξη η Δημοκρατία της Πολωνίας διατάσσεται, μεταξύ άλλων, να μην παραπέμπει τις υποθέσεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχεία 1a, 2 και 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου ενώπιον δικαστηρίου που δεν πληροί τις απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας, όπως αυτές καθορίζονται, ιδίως, στην απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982).

93

Δεν αμφισβητείται ότι, μετά την κατάργηση του άρθρου 27 του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και την κατάργηση του πειθαρχικού τμήματος, ο Πολωνός νομοθέτης ανέθεσε την αρμοδιότητα που είχε προηγουμένως το συγκεκριμένο τμήμα, εν μέρει, στο τμήμα επαγγελματικής ευθύνης και, εν μέρει, στο τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων.

94

Μολονότι η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέπεμψε τοιουτοτρόπως τις υποθέσεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 27, παράγραφος 1, σημεία 1a, 2 και 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου ενώπιον οργάνων διαφορετικών του πειθαρχικού τμήματος, η Επιτροπή εκτιμά εντούτοις ότι η εν λόγω παραπομπή δεν είναι ικανή να διασφαλίσει την εφαρμογή των προσωρινών μέτρων που διαλαμβάνονται στη σκέψη 92 της παρούσας διατάξεως, καθότι το τμήμα επαγγελματικής ευθύνης και το τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων δεν πληρούν, όσον αφορά τον τρόπο διορισμού των μελών τους, τις απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας οι οποίες καθορίζονται, ιδίως, στην απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982).

95

Συναφώς, επισημαίνεται ότι η άποψη που η Επιτροπή εκθέτει ανωτέρω δεν απορρέει άμεσα από διαπίστωση του Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ όσον αφορά την οργάνωση και τη λειτουργία του τμήματος επαγγελματικής ευθύνης και του τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων, καθότι το Δικαστήριο δεν έχει έως τώρα λάβει θέση επί του ζητήματος αυτού κατά την εξέταση προσφυγής λόγω παραβάσεως.

96

Η ως άνω άποψη της Επιτροπής δεν εδράζεται ούτε σε απόφαση του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

97

Είναι αληθές ότι, στη σκέψη 152 της απόφασης της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός) (C‑487/19, EU:C:2021:798), το Δικαστήριο εκτίμησε ότι πλείονες περιστάσεις οι οποίες συνδέονται με τον διορισμό δικαστή στο τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι ο εν λόγω διορισμός πραγματοποιήθηκε κατά πρόδηλη παράβαση των θεμελιωδών κανόνων που διέπουν τη διαδικασία διορισμού των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), οι οποίοι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της συγκρότησης και της λειτουργίας του πολωνικού δικαιοδοτικού συστήματος και, επομένως, κατά παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ.

98

Εντούτοις, η διαπίστωση αυτή πραγματοποιήθηκε με την επιφύλαξη των τελικών εκτιμήσεων του αιτούντος δικαστηρίου, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του οποίου εμπίπτουν τόσο η διαπίστωση και η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης όσο και η ερμηνεία και εφαρμογή του εθνικού δικαίου (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2022, Volkswagen, C‑134/20, EU:C:2022:571, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

99

Επομένως, στο πλαίσιο αυτό, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορεί να κάνει δεκτό το επιχείρημα της Επιτροπής χωρίς να εκτιμήσει προηγουμένως τη συμβατότητα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ της διαδικασίας διορισμού των μελών του τμήματος επαγγελματικής ευθύνης και του τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων.

100

Συνεπώς, το ως άνω επιχείρημα διαφέρει από εκείνα που εξετάστηκαν στις σκέψεις 22 έως 86 της παρούσας διατάξεως. Συγκεκριμένα, η εκτίμηση των τελευταίων αυτών επιχειρημάτων απαιτούσε μόνον να εξακριβωθεί αν τα νέα μέτρα που έλαβε η Δημοκρατία της Πολωνίας είναι ικανά να επιφέρουν την αναστολή των αποτελεσμάτων των διατάξεων του πολωνικού δικαίου κατά των οποίων έβαλε η Επιτροπή στο πλαίσιο της προσφυγής λόγω παραβάσεως που αποτελεί αντικείμενο της υπόθεσης C‑204/21, βάσει αιτιάσεων οι οποίες θεωρήθηκε, με τη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021, ότι δεν στερούνταν σοβαρού ερείσματος. Προς τούτο, δεν ήταν αναγκαίο, για τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, να εκτιμήσει τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης των νέων αυτών μέτρων ή άλλων στοιχείων της πολωνικής ρύθμισης.

101

Στο πλαίσιο, όμως, του συστήματος που θεσπίζουν τα άρθρα 258 και 260 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο έχει αποκλειστική αρμοδιότητα, η οποία του έχει ανατεθεί απευθείας και ρητώς από τη Συνθήκη ΛΕΕ, για να κρίνει τη συμβατότητα της συμπεριφοράς των κρατών μελών με το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2014, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C‑292/11 P, EU:C:2014:3, σκέψεις 49 και 50).

102

Είναι αληθές ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων είναι αρμόδιος να εκτιμήσει προκαταρκτικώς, προτού το Δικαστήριο αποφανθεί επί προσφυγής λόγω παραβάσεως, τις αιτιάσεις που προβάλλονται προς στήριξη της εν λόγω προσφυγής, προκειμένου να αποφανθεί επί της συνδρομής της προϋποθέσεως περί fumus boni juris, με την επιφύλαξη της τελικής εκτίμησης των εν λόγω αιτιάσεων από το Δικαστήριο.

103

Εντούτοις, η αρμοδιότητα αυτή δεν παρέχει στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης εθνικής πρακτικής ή κανονιστικής ρύθμισης η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο αιτιάσεων που προβάλλονται προς στήριξη προσφυγής λόγω παραβάσεως και η οποία δεν έχει εξετασθεί προηγουμένως από το Δικαστήριο, άλλως θίγεται η αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου η οποία απορρέει από τα άρθρα 258 και 260 ΣΛΕΕ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2014, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C‑292/11 P, EU:C:2014:3, σκέψη 51).

104

Εξάλλου, αντίθετη λύση θα μπορούσε να θίγει τα δικονομικά δικαιώματα του οικείου κράτους μέλους στερώντας από το εν λόγω κράτος μέλος τη δυνατότητα να διευκρινίσει, στο πλαίσιο του προ της ασκήσεως της προσφυγής λόγω παραβάσεως σταδίου, την άποψή του σχετικά με τα επιχειρήματα της Επιτροπής, σταδίου το οποίο του παρέχει την ευκαιρία να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης ή να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς ισχυρισμούς του κατά των εν λόγω επιχειρημάτων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2014, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C‑292/11 P, EU:C:2014:3, σκέψεις 55 και 56).

105

Διευκρινίζεται επίσης ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή η εξέταση, από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, επιχειρήματος που αντλείται από έλλειψη συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης εθνικής πρακτικής ή κανονιστικής ρύθμισης η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο αιτιάσεων που προβάλλονται προς στήριξη προσφυγής λόγω παραβάσεως, ακόμη και αν η εν λόγω εξέταση περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν το εν λόγω επιχείρημα φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, ότι δεν στερείται σοβαρού ερείσματος.

106

Συγκεκριμένα, τέτοιος έλεγχος δικαιολογείται, κατά την εξέταση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, μόνον εφόσον το επίμαχο επιχείρημα πρόκειται να αποτελέσει αντικείμενο οριστικής εκτίμησης από τον δικαστή της ουσίας, κάτι το οποίο δεν συντρέχει σε περίπτωση επιχειρήματος που αφορά τέτοια εθνική πρακτική ή κανονιστική ρύθμιση.

107

Επομένως, εάν, κατά τον έλεγχο της εφαρμογής προσωρινών μέτρων από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, ανακύπτει διαφορά μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους σχετικά με τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης εθνικής πρακτικής ή κανονιστικής ρύθμισης η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο αιτιάσεων που προβάλλονται προς στήριξη προσφυγής λόγω παραβάσεως και η οποία δεν έχει εξεταστεί προηγουμένως από το Δικαστήριο, απόκειται στην Επιτροπή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, να ασκήσει νέα προσφυγή λόγω παραβάσεως με αντικείμενο τη συγκεκριμένη εθνική πρακτική ή κανονιστική ρύθμιση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2014, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C‑292/11 P, EU:C:2014:3, σκέψη 52).

108

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι η συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης της διαδικασίας διορισμού των μελών του τμήματος επαγγελματικής ευθύνης και του τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων δεν αποτελεί αντικείμενο των αιτιάσεων που προβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής στην υπόθεση C‑204/21 και υπομνήσθηκαν στη σκέψη 2 της παρούσας διατάξεως, και δεδομένου ότι το εν λόγω ζήτημα συμβατότητας δεν έχει εξεταστεί προηγουμένως από το Δικαστήριο, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορεί να κάνει δεκτό το επιχείρημα της Επιτροπής που μνημονεύθηκε στη σκέψη 94 της παρούσας διατάξεως.

109

Κατά συνέπεια, με την επιφύλαξη της συμβατότητας της ως άνω διαδικασίας διορισμού με το δίκαιο της Ένωσης, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας συμμορφώθηκε προς τα προσωρινά μέτρα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 92 της παρούσας διατάξεως.

110

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι τα μέτρα που έλαβε η Δημοκρατία της Πολωνίας επαρκούν προκειμένου να διασφαλιστεί η εκτέλεση του συνόλου των προσωρινών μέτρων που διατάσσονται με τη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021 και ότι, επομένως, δεν είναι πλέον αναγκαίο να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των εν λόγω προσωρινών μέτρων διά της επιβολής χρηματικής ποινής.

111

Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα ανακλήσεως της διατάξεως της 27ης Οκτωβρίου 2021.

112

Εντούτοις, από τις σκέψεις 25 έως 109 της παρούσας διατάξεως προκύπτει ότι τα μέτρα που η Δημοκρατία της Πολωνίας έλαβε μετά την έκδοση της διατάξεως της 27ης Οκτωβρίου 2021 είναι ικανά να διασφαλίσουν, σε σημαντικό βαθμό, την εκτέλεση των προσωρινών μέτρων που διατάχθηκαν με τη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021.

113

Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης και της ικανότητας πληρωμής της Δημοκρατίας της Πολωνίας, το ύψος της χρηματικής ποινής που επιβλήθηκε με τη διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2021 πρέπει να μειωθεί σε 500000 ευρώ ημερησίως, από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας διατάξεως.

 

Για τους λόγους αυτούς, ο Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου διατάσσει:

 

1)

Απορρίπτει το αίτημα ανακλήσεως της διατάξεως του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Οκτωβρίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑204/21 R, EU:C:2021:878).

 

2)

Το ύψος της χρηματικής ποινής που η Δημοκρατία της Πολωνίας διατάχθηκε να καταβάλλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τη διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Οκτωβρίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑204/21 R, EU:C:2021:878), μειώνεται σε 500000 ευρώ ημερησίως, από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας διατάξεως.

 

3)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.