3.1.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 2/16


Αναίρεση που άσκησε στις 19 Αυγούστου 2021 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) στις 9 Ιουνίου 2021 στην υπόθεση T-202/17, Calhau Correia de Paiva κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-511/21 P)

(2022/C 2/20)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: B. Schima, I. Melo Sampaio, L. Vernier)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Calhau Correia de Paiva

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

να απορρίψει τον δεύτερο, τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η νυν αντίδικος κατ’ αναίρεση,

να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του πρώτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η νυν αντίδικος κατ’ αναίρεση, και

να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η παρούσα αίτηση αναιρέσεως βάλλει κατά των σκέψεων 54-58 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ήτοι το μέρος της απόφασης που αφορά το παραδεκτό της ένστασης έλλειψης νομιμότητας που προέβαλε η νυν αντίδικος κατ’ αναίρεση ως προς το γλωσσικό καθεστώς του επίμαχου διαγωνισμού.

Η Επιτροπή προβάλλει έναν μόνο λόγο αναιρέσεως κατά τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη καθόσον διαπίστωσε ότι υπήρχε στενή σχέση μεταξύ του σκεπτικού της πρωτοδίκως προσβαλλόμενης απόφασης και του γλωσσικού καθεστώτος που προβλέπεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού, αναγνωρίζοντας, ως εκ τούτου ότι η ένσταση έλλειψης νομιμότητας σχετικά με το εν λόγω γλωσσικό καθεστώς ήταν παραδεκτή.

Ο μόνος λόγος αναιρέσεως υποδιαιρείται σε τρία σκέλη:

(1)

Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθόσον συνήγαγε από τον βαθμό που έλαβε η πρωτοδίκως προσφεύγουσα για τη γενική δεξιότητα «Επικοινωνία» στενή σχέση μεταξύ του γλωσσικού καθεστώτος του επίμαχου διαγωνισμού και του σκεπτικού της πρωτοδίκως προσβαλλόμενης απόφασης.

(2)

Δεύτερον, στις σκέψεις 55-77 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, καθόσον δέχτηκε την ως άνω στενή σχέση βάσει του ότι είναι δυσχερέστερο για έναν υποψήφιο να εξεταστεί στην γλώσσα 2 σε σύγκριση με τη μητρική του γλώσσα. Το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε επίσης τα αποδεικτικά στοιχεία παραβλέποντας το ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, οι δύο άλλες γλώσσες τις οποίες γνώριζε καλύτερα η υποψήφια ήταν τα αγγλικά και τα γαλλικά. Ο περιορισμός της επιλογής της γλώσσας 2 σε αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να την περιάγει σε μειονεκτική θέση.

(3)

Τρίτον, στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, καθόσον θεμελίωσε την ως άνω στενή σχέση και στο ότι η πρωτοδίκως προσφεύγουσα έπρεπε να εξεταστεί στη γραπτή εξέταση με πληκτρολόγιο που δεν είχε τη διάταξη QWERTY-PT στου οποίου τη χρήση είναι συνηθισμένη. Αρχικώς, τούτο δεν συνδέεται με την αιτιολογία της πρωτοδίκως προσβαλλόμενης απόφασης. Στη συνέχεια, ακόμη και αν προσφέρεται από το EPSO περιορισμένος αριθμός επιλογών σε διατάξεις πληκτρολογίων (AZERTY, QWERTY-EN, και QWERTZ-DE), πρόκειται για ζήτημα διαφορετικό από το γλωσσικό καθεστώς του διαγωνισμού.