ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 15ης Ιουνίου 2023 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 92/43/ΕΟΚ – Διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας – Ειδικές ζώνες διατήρησης – Άρθρο 6, παράγραφος 3 – Προέλεγχος σχεδίου ή έργου με σκοπό να διαπιστωθεί εάν είναι αναγκαία η διενέργεια δέουσας εκτίμησης των επιπτώσεών του σε ειδική ζώνη διατήρησης – Αιτιολογία – Μέτρα τα οποία μπορούν να ληφθούν υπόψη – Έργο κατασκευής κατοικιών – Δικονομική αυτονομία – Αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας – Δικονομικοί κανόνες σύμφωνα με τους οποίους το αντικείμενο της διαφοράς καθορίζεται από τους ισχυρισμούς που προβάλλονται κατά την άσκηση της προσφυγής»

Στην υπόθεση C‑721/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) με απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Νοεμβρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

Eco Advocacy CLG

κατά

An Bord Pleanála,

παρισταμένων των:

Keegan Land Holdings,

An Taisce – The National Trust for Ireland,

ClientEarth AISBL,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, M. L. Arastey Sahún, F. Biltgen, N. Wahl και J. Passer (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: C. Strömholm, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Οκτωβρίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Eco Advocacy CLG, εκπροσωπούμενη από τις O. Clarke και A. O’Connell, solicitors, και από τους O. Collins, SC, και C. Lenaghan, BL,

το An Bord Pleanála, εκπροσωπούμενο από τους D. Browne, BL, και B. Foley, SC, και από τους B. Magee και J. Moore, solicitors,

το An Taisce – The National Trust for Ireland και η ClientEarth AISBL, εκπροσωπούμενα από τους J. Kenny, BL, και F. Logue, solicitor,

η Ιρλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Browne, τον A. Joyce και τον M. Tierney, επικουρούμενους από την A. Carroll, BL, και τους P. Gallagher και B. Kennedy, SC,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Palatiello, avvocato dello Stato,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους C. Hermes και M. Noll-Ehlers,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 19ης Ιανουαρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία, μεταξύ άλλων, του άρθρου 4, παράγραφοι 2 έως 5, και του παραρτήματος III της οδηγίας 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ 2012, L 26, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/52/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014 (ΕΕ 2014, L 124, σ. 1) (στο εξής: οδηγία 2011/92), καθώς και του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ 1992, L 206, σ. 7).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Eco Advocacy CLG και του An Bord Pleanála (συμβουλίου χωροταξικού σχεδιασμού, Ιρλανδία) με αντικείμενο το κύρος οικοδομικής άδειας που χορήγησε το δεύτερο.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 92/43

3

Το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43 ορίζει τα εξής:

«Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο και εξαιρουμένης της περίπτωσης των διατάξεων της παραγράφου 4, οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη.»

Η οδηγία 2011/92

4

Το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/92 ορίζει στις παραγράφους 2 έως 5 τα εξής:

«2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 4, για τα έργα που απαριθμούνται στο παράρτημα II, τα κράτη μέλη αποφασίζουν κατά πόσο το έργο θα υποβληθεί σε εκτίμηση σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10. Τα κράτη μέλη αποφασίζουν βάσει:

α)

κατά περίπτωση εξέτασης·

ή

β)

κατωτάτων ορίων ή κριτηρίων που καθορίζει το κράτος μέλος.

Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν και τις δύο διαδικασίες που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β).

3.   Όταν διενεργείται κατά περίπτωση εξέταση ή καθορίζονται κατώτατα όρια ή κριτήρια για τους σκοπούς της παραγράφου 2, λαμβάνονται υπόψη τα σχετικά κριτήρια επιλογής που ορίζονται στο παράρτημα III. Τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν κατώτατα όρια ή κριτήρια που καθορίζουν πότε τα έργα δεν οφείλουν να υπόκεινται στην απόφαση με βάση τις παραγράφους 4 και 5 ή σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, και/ή κατώτατα όρια ή κριτήρια που καθορίζουν πότε τα έργα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να υπόκεινται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων χωρίς να υπόκεινται στην απόφαση που ορίζεται στις παραγράφους 4 και 5.

4.   Σε περίπτωση που τα κράτη μέλη αποφασίσουν να απαιτήσουν απόφαση για έργα αναφερόμενα στο παράρτημα II, ο κύριος του έργου παρέχει πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά του έργου και τον δυνητικό σημαντικό αντίκτυπό του στο περιβάλλον. Λεπτομερής κατάλογος των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται καθορίζεται στο παράρτημα IIA. Ο κύριος του έργου λαμβάνει υπόψη, κατά περίπτωση, τα διαθέσιμα αποτελέσματα άλλων σχετικών εκτιμήσεων των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που διενεργήθηκαν με βάση ενωσιακό νομοθέτημα πλην της παρούσης οδηγίας. Ο κύριος του έργου δύναται επίσης να παράσχει περιγραφή τυχόν χαρακτηριστικών του έργου και/ή μέτρων που προβλέπονται για να αποτραπούν ή να προληφθούν επιπτώσεις που σε άλλη περίπτωση θα ήταν σημαντικές και δυσμενείς για το περιβάλλον.

5.   Η αρμόδια αρχή λαμβάνει την απόφασή της με βάση τις πληροφορίες που παρείχε ο κύριος του έργου κατά την παράγραφο 4, συνεκτιμώντας τα τυχόν αποτελέσματα προκαταρκτικών ελέγχων ή εκτιμήσεων των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που διενεργήθηκαν σύμφωνα με ενωσιακό νομοθέτημα πλην της παρούσης οδηγίας. Η απόφαση διατίθεται στο κοινό και:

α)

εφόσον αποφασιστεί ότι απαιτείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, παραθέτει τους βασικούς λόγους για τους οποίους απαιτείται τέτοιου είδους εκτίμηση, με αναφορά στα σχετικά κριτήρια που καταγράφονται στο παράρτημα III· ή

β)

εφόσον αποφασιστεί ότι δεν απαιτείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, παραθέτει τους βασικούς λόγους για τους οποίους δεν απαιτείται τέτοιου είδους εκτίμηση, με αναφορά στα σχετικά κριτήρια που καταγράφονται στο παράρτημα III και, εφόσον προτείνεται από τον κύριο του έργου, παραθέτει τα χαρακτηριστικά του έργου και/ή τα μέτρα που προβλέπονται για να αποτραπ[ούν] ή να προληφθ[ούν] επιπτώσεις που σε άλλη περίπτωση θα ήταν σημαντικές και δυσμενείς στο περιβάλλον.»

5

Το άρθρο 11 της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σύμφωνα με τ[ην] εθνική έννομη τάξη τους, το ενδιαφερόμενο κοινό:

[…]

έχει πρόσβαση σε μια διαδικασία εξέτασης ενώπιον δικαστηρίου ή άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου οργάνου συσταθέντος νομοθετικώς, προκειμένου να αμφισβητήσει την ουσιαστική ή τη διαδικαστική νομιμότητα αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας περί συμμετοχής του κοινού.

2.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν σε ποια φάση είναι δυνατόν να προσβάλλονται αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις.

[…]

4.   […]

Οι σχετικές διαδικασίες πρέπει να είναι ορθές, δίκαιες, εμπρόθεσμες και να μην έχουν απαγορευτικό κόστος.

[…]»

6

Στο παράρτημα III της εν λόγω οδηγίας προσδιορίζονται τα κριτήρια καθορισμού σχετικά με το κατά πόσον τα έργα που απαριθμούνται στο παράρτημα II θα πρέπει να υπόκεινται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

7

Η διαφορά της κύριας δίκης αφορά έργο κατασκευής 320 κατοικιών στην τοποθεσία Charterschool Land (Trim, κομητεία Meath, Ιρλανδία), πλησίον της ειδικής ζώνης διατήρησης του ποταμού Boyne και του ποταμού Blackwater (IE0002299), η οποία έχει οριστεί δυνάμει της οδηγίας 92/43, και της ζώνης ειδικής προστασίας του ποταμού Boyne και του ποταμού Blackwater (IE0004232), η οποία έχει οριστεί δυνάμει της οδηγίας 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ 2010, L 20, σ. 7).

8

Μετά από διάφορες ανεπίσημες επαφές, στις 8 Ιουλίου 2020 υποβλήθηκε αίτηση για τη χορήγηση οικοδομικής άδειας για το ως άνω έργο.

9

Το έργο είχε σχεδιαστεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε, μεταξύ άλλων, κατά το στάδιο λειτουργίας του τα απορρέοντα επιφανειακά ύδατα να συλλέγονται υπογείως σε δεξαμενές. Οι δεξαμενές αυτές θα ήταν εξοπλισμένες με κατάλληλες συσκευές ελέγχου της ροής, οι οποίες θα τοποθετούνταν στην απορροή κάθε δεξαμενής. Προβλεπόταν η εγκατάσταση διαχωριστή κλάσης 1 με σύστημα παράκαμψης στον αγωγό εισροής κάθε δεξαμενής για την επεξεργασία των επιφανειακών υδάτων και την απομάκρυνση πιθανών ρύπων, πριν την εισροή των υδάτων στη δεξαμενή και την αποβολή τους. Τα ύδατα θα κατευθύνονταν σε ρέμα, το οποίο είναι παραπόταμος του Boyne και βρίσκεται 100 μέτρα νοτίως της τοποθεσίας του επίμαχου κατασκευαστικού έργου.

10

Επί της αίτησης για τη χορήγηση οικοδομικής άδειας υπέβαλαν παρατηρήσεις, μεταξύ άλλων, το An Taisce – The National Trust for Ireland, μη κυβερνητική οργάνωση, και το Meath County Council (συμβούλιο της κομητείας Meath, Ιρλανδία), τα οποία διατύπωσαν ορισμένες αμφιβολίες σχετικά με τον πιθανό αντίκτυπο του έργου επί των ζωνών για τις οποίες έγινε λόγος στη σκέψη 7 της παρούσας απόφασης, ιδίως δε επί της ποιότητας των υδάτων του ποταμού Boyne, και επί των συγκεκριμένων προστατευόμενων ειδών.

11

Με απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2020, το συμβούλιο χωροταξικού σχεδιασμού ενέκρινε το έργο και χορήγησε τη ζητηθείσα οικοδομική άδεια, εκτιμώντας ταυτόχρονα, βάσει της από 6 Οκτωβρίου 2020 έκθεσης της επιθεωρήτριάς του, ότι δεν ήταν αναγκαίο να διενεργηθεί εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων δυνάμει της οδηγίας 2011/92 ούτε δέουσα εκτίμηση δυνάμει της οδηγίας 92/43.

12

Το αιτούν δικαστήριο, ενώπιον του οποίου προσέφυγε η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, απέρριψε, με απόφαση της 27ης Μαΐου 2021 (στο εξής: απόφαση της 27ης Μαΐου 2021), διάφορες ενστάσεις που προβλήθηκαν κατά της προσφυγής και, εν συνεχεία, απέρριψε την προσφυγή κατά το μέτρο που στηριζόταν στο εθνικό δίκαιο και σε ορισμένες πτυχές του δικαίου της Ένωσης.

13

Όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί επί των ισχυρισμών με τους οποίους η προσφεύγουσα προβάλλει μεταξύ άλλων, πρώτον, ότι στην απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2020 δεν αναφέρεται ρητά σε ποια έγγραφα εκτίθεται το σκεπτικό του συμβουλίου χωροταξικού σχεδιασμού όσον αφορά την απόφασή του να μην απαιτήσει τη διενέργεια εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, κατά την έννοια της οδηγίας 2011/92, και δέουσα εκτίμηση, κατά την έννοια της οδηγίας 92/43, δεύτερον, ότι το συμβούλιο χωροταξικού σχεδιασμού δεν απάντησε στις αμφιβολίες που διατύπωσαν, με τις παρατηρήσεις τους, το συμβούλιο της κομητείας Meath και το An Taisce – The National Trust for Ireland, και, τρίτον, ότι το συμβούλιο χωροταξικού σχεδιασμού δεν περιέλαβε ρητή μνεία της εξέτασης όλων των κριτηρίων του παραρτήματος III της οδηγίας 2011/92. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το συμβούλιο χωροταξικού σχεδιασμού θεώρησε ότι το επίμαχο σύστημα βιώσιμης αποστράγγισης υδάτων δεν αποτελούσε μέτρο άμβλυνσης, αλλά σύνηθες χαρακτηριστικό των έργων οικιστικής ανάπτυξης αυτού του είδους.

14

Εντούτοις, από την απόφαση της 27ης Μαΐου 2021 προκύπτει ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης προέβαλε για πρώτη φορά τον πρώτο και τον τρίτο ισχυρισμό που εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

15

Υπό τις συνθήκες αυτές, το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει η γενική αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και/ή της καλόπιστης συνεργασίας την έννοια ότι, είτε γενικά είτε στο ειδικότερο πλαίσιο του δικαίου περιβάλλοντος, όταν ένας διάδικος ασκεί προσφυγή κατά του κύρους διοικητικού μέτρου αναφέροντας, ρητά ή σιωπηρά, συγκεκριμένη πράξη του δικαίου της Ένωσης, χωρίς όμως να προσδιορίζει τις διατάξεις της εν λόγω πράξης τις οποίες παραβαίνει το επίμαχο μέτρο ή χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένη ερμηνεία, το εθνικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκείται η προσφυγή οφείλει ή δύναται να εξετάσει την προσφυγή, παρά την ύπαρξη εθνικού δικονομικού κανόνα που απαιτεί τη μνεία των συγκεκριμένων επίμαχων παραβάσεων στο δικόγραφο του διαδίκου;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, έχουν το άρθρο 4, παράγραφοι 2, 3, 4 και/ή 5 και/ή το παράρτημα III της οδηγίας 2011/92 και/ή η οδηγία, σε συνδυασμό με την αρχή της ασφάλειας δικαίου και την αρχή της χρηστής διοίκησης κατά το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την έννοια ότι, όταν αρμόδια αρχή αποφαίνεται ότι αίτηση χορήγησης άδειας για την υλοποίηση αναπτυξιακού έργου δεν απαιτείται να υποβληθεί σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, πρέπει να μνημονεύονται ρητά, διακριτά και/ή ειδικά τα συγκεκριμένα έγγραφα που περιλαμβάνουν την αιτιολογία της αρμόδιας αρχής;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, έχουν το άρθρο 4, παράγραφοι 2, 3, 4 και/ή 5, και/ή το παράρτημα III της οδηγίας 2011/92 και/ή η οδηγία, σε συνδυασμό με την αρχή της ασφάλειας δικαίου και την αρχή της χρηστής διοίκησης κατά το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την έννοια ότι, όταν αρμόδια αρχή αποφαίνεται ότι αίτηση χορήγησης άδειας για την υλοποίηση αναπτυξιακού έργου δεν απαιτείται να υποβληθεί σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η αρχή αυτή υπέχει υποχρέωση ρητής μνείας της εξέτασης όλων των επιμέρους τίτλων και υποτίτλων του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας 2011/92, στο μέτρο που αυτοί ενδέχεται να σχετίζονται με το αναπτυξιακό έργο;

4)

Κατά την εφαρμογή της αρχής ότι, προκειμένου να κριθεί αν είναι αναγκαίο να διενεργηθεί, στη συνέχεια, δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων ενός σχεδίου σε έναν τόπο, δεν είναι προσήκον, κατά το στάδιο του προελέγχου, να λαμβάνονται υπόψη τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή ή τη μείωση των επιβλαβών συνεπειών του σχεδίου στον τόπο αυτό, έχει το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43 την έννοια ότι η αρμόδια αρχή κράτους μέλους [δεν] δύναται να λάβει υπόψη τα χαρακτηριστικά του σχεδίου που αφορούν την απομάκρυνση των ρύπων και τα οποία ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των επιβλαβών συνεπειών στον ευρωπαϊκό τόπο, απλώς και μόνο για τον λόγο ότι τα χαρακτηριστικά αυτά δεν προορίζονται να αποτελέσουν μέτρα άμβλυνσης, ακόμη και αν έχουν το αποτέλεσμα αυτό, και ότι θα είχαν περιληφθεί στον σχεδιασμό ως συνήθη χαρακτηριστικά, ανεξάρτητα από τις όποιες επιπτώσεις στον οικείο ευρωπαϊκό τόπο;

5)

Στις περιπτώσεις που η αρμόδια αρχή κράτους μέλους είναι πεπεισμένη ότι δεν απαιτείται δέουσα εκτίμηση, παρά τις απορίες ή τους προβληματισμούς που διατυπώθηκαν από ειδικούς στον οικείο τομέα φορείς κατά το στάδιο του προελέγχου, έχει το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43 την έννοια ότι η αρχή οφείλει να παραθέσει ρητή και λεπτομερή αιτιολογία, η οποία δύναται να άρει κάθε εύλογη επιστημονική αμφιβολία σχετικά με τις συνέπειες των προβλεπόμενων έργων στον επίμαχο ευρωπαϊκό τόπο και η οποία αίρει ρητά και εξατομικευμένα κάθε αμφιβολία που διατυπώθηκε συναφώς στο πλαίσιο της διαδικασίας συμμετοχής του κοινού;

6)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, έχει το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43 και/ή η οδηγία, σε συνδυασμό με την αρχή της ασφάλειας δικαίου και την αρχή της χρηστής διοίκησης κατά το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την έννοια ότι, όταν αρμόδια αρχή αποφαίνεται ότι αίτηση χορήγησης άδειας για την υλοποίηση αναπτυξιακού έργου δεν απαιτείται να υποβληθεί σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, πρέπει να μνημονεύονται ρητά, διακριτά ή/και ειδικά τα συγκεκριμένα έγγραφα που περιέχουν την αιτιολογία της αρμόδιας αρχής;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

16

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι, όταν ασκείται προσφυγή κατά διοικητικής απόφασης και ο προσφεύγων επικαλείται προς στήριξή της, ρητώς ή εμμέσως, συγκεκριμένη πράξη του δικαίου της Ένωσης, χωρίς όμως να προσδιορίζει τις διατάξεις της εν λόγω πράξης οι οποίες παραβιάστηκαν ή τη συγκεκριμένη ερμηνεία που επικαλείται, το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται της προσφυγής οφείλει ή δύναται να την εξετάσει, παρά την ύπαρξη εθνικού δικονομικού κανόνα που απαιτεί οι συγκεκριμένες επίμαχες παραβάσεις να εκτίθενται στο δικόγραφο της προσφυγής.

17

Το αιτούν δικαστήριο δεν παραθέτει τον επίμαχο δικονομικό κανόνα στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως. Εντούτοις, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, τη δικογραφία ενώπιον του Δικαστηρίου και τις γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας προκύπτει ότι πρόκειται για τον Rules of the Superior Courts (κανονισμό διαδικασίας των ανώτερων δικαστηρίων) ο οποίος προβλέπει, αφενός, ότι η προσφυγή, στο πλαίσιο διαδικασίας ελέγχου της νομιμότητας, πρέπει να στηρίζεται σε έκθεση των αιτημάτων και των προβαλλόμενων προς στήριξή τους ισχυρισμών, στην οποία πρέπει να προσδιορίζονται με σαφήνεια οι επιμέρους ισχυρισμοί και να μνημονεύονται, για κάθε έναν από αυτούς, τα πραγματικά περιστατικά ή τα στοιχεία των οποίων γίνεται επίκληση προς στήριξή του, και, αφετέρου, ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων δεν μπορεί να προβάλει ισχυρισμό ή να υποβάλει αίτημα πλην εκείνων που περιέχονται στην εν λόγω έκθεση.

18

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την απόφαση της 27ης Μαΐου 2021, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης προβάλλει ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου τους ισχυρισμούς τους οποίους αφορούν το δεύτερο, το τρίτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα, κατά παράβαση των ανωτέρω δικονομικών κανόνων, και, ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι υποχρεούται να τους απορρίψει ως απαράδεκτους, εκτός αν το δίκαιο της Ένωσης του επιβάλλει ή του επιτρέπει να τους εξετάσει.

19

Κατά συνέπεια, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, ζητείται, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικό δικονομικό κανόνα, όπως αυτός που περιγράφεται στη σκέψη 17 της παρούσας απόφασης.

20

Ως προς το ζήτημα αυτό, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν η γενική εισαγγελέας στα σημεία 29 και 30 των προτάσεών της, μολονότι το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει, δυνάμει του άρθρου 11 της οδηγίας 2011/92 και του άρθρου 9 της Σύμβασης για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, η οποία υπογράφηκε στο Ώρχους στις 25 Ιουνίου 1998 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ 2005, L 124, σ. 1), να διασφαλίζεται η πρόσβαση σε αποτελεσματική και δίκαιη διαδικασία εξέτασης, ιδίως όταν πρόκειται για περιβαλλοντικές οργανώσεις, δεν καθορίζει ούτε τον τρόπο ούτε τον χρόνο προβολής των ισχυρισμών με τους οποίους αμφισβητείται η νομιμότητα των επίμαχων αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων.

21

Πλην όμως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ελλείψει σχετικής ενωσιακής ρυθμίσεως, απόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης, υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοια ένδικα βοηθήματα της εσωτερικής έννομης τάξεως (αρχή της ισοδυναμίας) και, αφετέρου, ότι δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, van der Weerd κ.λπ., C‑222/05 έως C‑225/05, EU:C:2007:318, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

22

Πρώτον, κατά τη νομολογία, η αρχή της αποτελεσματικότητας δεν απαιτεί, κατ’ αρχήν, από τα εθνικά δικαστήρια να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως ισχυρισμό αντλούμενο από παράβαση διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, εφόσον η εξέταση του ισχυρισμού αυτού θα τα υποχρέωνε να υπερβούν τα όρια της ένδικης διαφοράς, όπως προσδιορίστηκε από τους διαδίκους, στηριζόμενα σε άλλα γεγονότα και περιστάσεις πέραν εκείνων επί των οποίων στηρίζει το αίτημά του ο διάδικος ο οποίος έχει συμφέρον για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων (απόφαση της 26ης Απριλίου 2017, Farkas, C‑564/15, EU:C:2017:302, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

23

Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι εθνικοί δικονομικοί κανόνες σύμφωνα με τους οποίους το αντικείμενο της διαφοράς καθορίζεται από τους λόγους που προβάλλονται με την προσφυγή κατά τον χρόνο ασκήσεώς της είναι σύμφωνοι με την αρχή της αποτελεσματικότητας, εφόσον εξασφαλίζουν την ομαλή διεξαγωγή της δίκης, ιδίως προλαμβάνοντας καθυστερήσεις συμφυείς με την εκτίμηση των νέων ισχυρισμών (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi, C‑561/19, EU:C:2021:799, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

24

Εν προκειμένω, οι επίμαχοι δικονομικοί κανόνες, όπως περιγράφονται στη σκέψη 17 της παρούσας απόφασης, δεν παρίστανται ικανοί να καταστήσουν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμουν οι επίμαχες στην κύρια δίκη οδηγίες 2011/92 και 92/43, αλλά, αντιθέτως, είναι ικανοί να διευκολύνουν την ομαλή διεξαγωγή της δίκης, μέσω της απαίτησης οι προβαλλόμενοι με την προσφυγή ισχυρισμοί να είναι επαρκώς ορισμένοι.

25

Τέλος, μολονότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, σε ορισμένους τομείς και ιδίως στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών, τα εθνικά δικαστήρια μπορεί να υποχρεούνται να εξετάσουν αυτεπαγγέλτως την τήρηση των απαιτήσεων που απορρέουν από τους συναφείς ενωσιακούς κανόνες (πρβλ. απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, Radlinger και Radlingerová, C‑377/14, EU:C:2016:283, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), απαίτηση τέτοιου είδους, που απορρέει από τις ιδιαιτερότητες των εν λόγω τομέων και των οικείων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι η ανάγκη άρσης της υφιστάμενης ανισότητας μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία, δεν μπορεί εντούτοις να συναχθεί από τους ενωσιακούς κανόνες των οποίων γίνεται επίκληση με τους ισχυρισμούς για τους οποίους έγινε λόγος στη σκέψη 18 της παρούσας απόφασης.

26

Δεύτερον, οι επίμαχοι στην κύρια δίκη δικονομικοί κανόνες δεν φαίνεται να αντιβαίνουν στην αρχή της ισοδυναμίας κατά το μέτρο που, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, εφαρμόζονται ανεξαρτήτως του αν οι προβαλλόμενες παραβάσεις αφορούν το ιρλανδικό δίκαιο ή το δίκαιο της Ένωσης.

27

Βεβαίως, η τήρηση της αρχής της ισοδυναμίας επιτάσσει, οσάκις οι δικονομικές διατάξεις του εσωτερικού δικαίου επιβάλλουν στο δικαστήριο την υποχρέωση να εξετάζει αυτεπαγγέλτως λόγο αντλούμενο από παραβίαση του εθνικού δικαίου, η ίδια αυτή υποχρέωση να πρέπει να ισχύει ωσαύτως όσον αφορά έναν ίδιας φύσεως λόγο αντλούμενο από παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Το αυτό ισχύει αν το εθνικό δίκαιο παρέχει στον δικαστή τη δυνατότητα να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τέτοιον λόγο (απόφαση της 26ης Απριλίου 2017, Farkas, C‑564/15, EU:C:2017:302, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28

Εντούτοις, εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας ενώπιον του Δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι, σύμφωνα με το ιρλανδικό δίκαιο, το αιτούν δικαστήριο έχει τέτοια υποχρέωση ή τέτοια δυνατότητα. Αντιθέτως, από την απόφαση της 27ης Μαΐου 2021 προκύπτει ότι, δυνάμει του ιρλανδικού δικαίου, όλοι οι ισχυρισμοί που έχουν την ίδια φύση με εκείνους για τους οποίους έγινε λόγος στη σκέψη 18 της παρούσας απόφασης, πρέπει να απορρίπτονται ως απαράδεκτοι από τα εθνικά δικαστήρια ανεξαρτήτως του αν αφορούν παραβίαση του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου, εφόσον δεν έχουν διατυπωθεί με την αναγκαία σαφήνεια στην προσφυγή.

29

Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνικό δικονομικό κανόνα ο οποίος προβλέπει, αφενός, ότι η προσφυγή, στο πλαίσιο διαδικασίας ελέγχου της νομιμότητας υπό το πρίσμα τόσο του εθνικού δικαίου όσο και διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, όπως το άρθρο 4, παράγραφοι 2 έως 5, και το παράρτημα III της οδηγίας 2011/92 ή το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43, πρέπει να στηρίζεται σε έκθεση των αιτημάτων και των προβαλλόμενων προς στήριξή τους ισχυρισμών, στην οποία πρέπει να προσδιορίζονται με σαφήνεια οι επιμέρους ισχυρισμοί και να μνημονεύονται, για κάθε έναν από αυτούς, τα πραγματικά περιστατικά ή τα στοιχεία των οποίων γίνεται επίκληση προς στήριξή του, και, αφετέρου, ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων δεν μπορεί να προβάλει ισχυρισμό ή να υποβάλει αίτημα πλην εκείνων που περιέχονται στην εν λόγω έκθεση.

Επί του δευτέρου, του τρίτου και του έκτου προδικαστικού ερωτήματος

30

Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο, στο τρίτο και στο έκτο προδικαστικό ερώτημα.

Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

31

Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πριν από το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43 έχει την έννοια ότι, στις περιπτώσεις που η αρμόδια αρχή κράτους μέλους αποφασίζει ότι δεν απαιτείται δέουσα εκτίμηση, οφείλει να παραθέσει ρητή και λεπτομερή αιτιολογία, η οποία δύναται να άρει κάθε εύλογη επιστημονική αμφιβολία σχετικά με τις συνέπειες του προβλεπόμενου έργου ή σχεδίου στον επίμαχο τόπο και η οποία αίρει ρητά και εξατομικευμένα κάθε αμφιβολία που διατυπώθηκε συναφώς στο πλαίσιο της διαδικασίας συμμετοχής του κοινού.

32

Ούτε το άρθρο 6, παράγραφος 3, ούτε κάποια άλλη διάταξη της οδηγίας 92/43 προβλέπουν απαιτήσεις σχετικά με την αιτιολόγηση των αποφάσεων που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 3.

33

Ωστόσο, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως, κατά το μέτρο που αντανακλά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, εμπεριέχει απαιτήσεις τις οποίες τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Μεταξύ των απαιτήσεων αυτών, όλως ιδιαίτερη σημασία έχει η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων των εθνικών αρχών, εφόσον παρέχει τη δυνατότητα στους αποδέκτες των αποφάσεων να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και να κρίνουν, έχοντας πλήρη γνώση των δεδομένων, κατά πόσον είναι σκόπιμη η άσκηση προσφυγής κατά αυτών. Η υποχρέωση αυτή είναι επίσης αναγκαία ώστε να μπορούν τα δικαστήρια να ασκούν τον έλεγχο νομιμότητας των εν λόγω αποφάσεων (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, LS Customs Services, C‑46/16, EU:C:2017:839, σκέψεις 39 και 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34

Δεύτερον, το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43 προβλέπει διαδικασία εκτίμησης που αποσκοπεί στο να εξασφαλίζεται, χάρη στη διεξαγωγή προηγούμενου ελέγχου, ότι ένα σχέδιο ή ένα έργο μη άμεσα συνδεόμενο με τη διαχείριση του οικείου τόπου ή μη αναγκαίο γι’ αυτήν, δυνάμενο όμως να επηρεάσει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, θα εγκρίνεται μόνον εφόσον δεν παραβλάπτει την ακεραιότητα του τόπου αυτού (απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Inter-Environnement Wallonie και Bond Beter Leefmilieu Vlaanderen, C‑411/17, EU:C:2019:622, σκέψη 117 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35

Το άρθρο 6, παράγραφος 3, διακρίνει δύο στάδια στη διαδικασία εκτίμησης την οποία προβλέπει.

36

Κατά το πρώτο στάδιο, το οποίο ρυθμίζεται από την πρώτη περίοδο της διάταξης αυτής, επιβάλλεται στα κράτη μέλη η υποχρέωση να προβαίνουν σε δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων σχεδίου ή έργου σε προστατευόμενο τόπο, εφόσον είναι πιθανό το σχέδιο ή το έργο να επηρεάσει σημαντικά τον τόπο αυτόν. Κατά το δεύτερο στάδιο, το οποίο ρυθμίζεται από τη δεύτερη περίοδο και ακολουθεί αμέσως μετά την εν λόγω δέουσα εκτίμηση, χορηγείται άδεια για το σχέδιο ή το έργο μόνον υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν παραβλάπτει την ακεραιότητα του οικείου τόπου, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/43 (απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Inter-Environnement Wallonie και Bond Beter Leefmilieu Vlaanderen, C‑411/17, EU:C:2019:622, σκέψη 119 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37

Ως προς το ζήτημα αυτό, κατά πρώτον, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η προβλεπόμενη στο άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43 απαίτηση δέουσας εκτίμησης των επιπτώσεων ενός σχεδίου ή έργου εξαρτάται από την προϋπόθεση να υφίσταται πιθανότητα ή κίνδυνος να επηρεαστεί από αυτό σημαντικά ο οικείος τόπος. Ειδικότερα, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της προφύλαξης, θεωρείται ότι υφίσταται τέτοιος κίνδυνος εφόσον δεν μπορεί να αποκλειστεί, βάσει των βέλτιστων επιστημονικών γνώσεων επί του θέματος, ότι το σχέδιο ή το έργο θα μπορούσε να επηρεάσει τους στόχους διατήρησης του εν λόγω τόπου. Η εκτίμηση του κινδύνου αυτού πρέπει να γίνεται, μεταξύ άλλων, υπό το πρίσμα των ειδικών περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών και συνθηκών του τόπου τον οποίο αφορά το σχέδιο ή το έργο (απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Inter-Environnement Wallonie και Bond Beter Leefmilieu Vlaanderen, C‑411/17, EU:C:2019:622, σκέψη 134 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38

Κατά δεύτερον, κατά πάγια νομολογία, η δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων ενός σχεδίου ή ενός έργου προϋποθέτει ότι, πριν από την έγκρισή του και αφού ληφθούν υπόψη οι βέλτιστες επιστημονικές γνώσεις επί του θέματος, πρέπει να εντοπισθούν όλες εκείνες οι πτυχές του σχεδίου ή του έργου που θα μπορούσαν, αφ’ εαυτών ή από κοινού με άλλα σχέδια ή έργα, να επηρεάσουν τους σκοπούς διατήρησης του προστατευόμενου τόπου. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές επιτρέπουν μια δραστηριότητα μόνον εφόσον είναι πεπεισμένες ότι η δραστηριότητα αυτή δεν θα έχει επιβλαβείς συνέπειες για την ακεραιότητα του συγκεκριμένου τόπου. Τούτο συμβαίνει όταν δεν υφίσταται, από επιστημονικής απόψεως, καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την απουσία τέτοιων συνεπειών (απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Inter-Environnement Wallonie και Bond Beter Leefmilieu Vlaanderen, C‑411/17, EU:C:2019:622, σκέψη 120 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39

Κατά τη νομολογία, η ανωτέρω εκτίμηση δεν επιτρέπεται να παρουσιάζει κενά και πρέπει να περιέχει πλήρη, ακριβή και οριστικά συμπεράσματα και διαπιστώσεις, ώστε να αίρεται κάθε εύλογη αμφιβολία, από επιστημονικής απόψεως, ως προς τις συνέπειες των σχεδιαζόμενων εργασιών στην οικεία προστατευόμενη ζώνη (αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2018, Grace και Sweetman, C‑164/17, EU:C:2018:593, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 7ης Νοεμβρίου 2018, Holohan κ.λπ., C‑461/17, EU:C:2018:883, σκέψη 49).

40

Η ανωτέρω απαίτηση συνεπάγεται ότι η αρμόδια αρχή πρέπει να είναι σε θέση, κατόπιν της δέουσας εκτίμησης, να εκθέσει επαρκώς τους λόγους βάσει των οποίων, πριν από τη χορήγηση της επίμαχης άδειας, σχημάτισε την πεποίθηση, παρά τις αντίθετες γνώμες που ενδεχομένως εκφράστηκαν, ότι αποκλείεται κάθε εύλογη αμφιβολία, από επιστημονικής απόψεως, όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των σχεδιαζόμενων εργασιών στον οικείο τόπο (πρβλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2018, Holohan κ.λπ., C‑461/17, EU:C:2018:883, σκέψη 51).

41

Οι ως άνω απαιτήσεις αιτιολόγησης πρέπει επίσης να πληρούνται όταν, όπως εν προκειμένω, η αρμόδια αρχή χορηγεί, χωρίς να απαιτήσει τη διενέργεια δέουσας εκτίμησης κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43, άδεια για έργο το οποίο ενδέχεται να επηρεάσει προστατευόμενο τόπο.

42

Κατά συνέπεια, η αρμόδια αρχή, μολονότι, στην περίπτωση που αποφασίζει να χορηγήσει άδεια για τέτοιο έργο χωρίς να απαιτήσει τη διενέργεια δέουσας εκτίμησης κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, δεν υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης υποχρέωση να δώσει απάντηση, στην αιτιολογία της απόφασής της, ως προς όλα τα επιμέρους νομικά και πραγματικά ζητήματα που έθεσαν οι ενδιαφερόμενοι κατά τη διοικητική διαδικασία, έχει εντούτοις την υποχρέωση να εκθέσει επαρκώς τους λόγους βάσει των οποίων, πριν από τη χορήγηση της επίμαχης άδειας, σχημάτισε την πεποίθηση, παρά τις αντίθετες γνώμες και τις εύλογες αμφιβολίες που ενδεχομένως εκφράστηκαν στο πλαίσιό τους, ότι αποκλείεται κάθε εύλογη αμφιβολία, από επιστημονικής απόψεως, όσον αφορά το ενδεχόμενο το συγκεκριμένο έργο να επηρεάσει σημαντικά τον επίμαχο τόπο.

43

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43 έχει την έννοια ότι η αρμόδια αρχή κράτους μέλους, μολονότι, στην περίπτωση που αποφασίζει να χορηγήσει, χωρίς να απαιτήσει τη διενέργεια δέουσας εκτίμησης κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, άδεια για σχέδιο ή έργο το οποίο ενδέχεται να επηρεάσει τόπο προστατευόμενο δυνάμει της οδηγίας αυτής, δεν υποχρεούται να δώσει απάντηση, με την αιτιολογία της απόφασής της, ως προς όλα τα επιμέρους νομικά και πραγματικά ζητήματα που τέθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία, έχει εντούτοις την υποχρέωση να εκθέσει επαρκώς τους λόγους βάσει των οποίων, πριν από τη χορήγηση της επίμαχης άδειας, σχημάτισε την πεποίθηση, παρά τις αντίθετες γνώμες και τις εύλογες αμφιβολίες που ενδεχομένως εκφράστηκαν στο πλαίσιό τους, ότι αποκλείεται κάθε εύλογη αμφιβολία, από επιστημονικής απόψεως, όσον αφορά το ενδεχόμενο το συγκεκριμένο έργο να επηρεάσει σημαντικά τον επίμαχο τόπο.

Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

44

Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί η αναγκαιότητα δέουσας εκτίμησης των επιπτώσεων ενός σχεδίου ή ενός έργου σε τόπο προστατευόμενο δυνάμει της οδηγίας αυτής, μπορούν να ληφθούν υπόψη τα χαρακτηριστικά του σχεδίου ή του έργου τα οποία συνεπάγονται την απομάκρυνση των ρύπων και δύνανται, συνεπώς, να έχουν ως αποτέλεσμα την άμβλυνση των αρνητικών συνεπειών του σχεδίου ή του έργου στον συγκεκριμένο τόπο, στην περίπτωση που τα εν λόγω χαρακτηριστικά περιελήφθησαν στον σχεδιασμό ως συνήθη χαρακτηριστικά, ανεξάρτητα από τις όποιες επιπτώσεις στον τόπο αυτόν.

45

Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς το προαναφερθέν ζήτημα, μεταξύ άλλων, υπό το πρίσμα της απόφασης της 12ης Απριλίου 2018, People Over Wind και Sweetman (C‑323/17, EU:C:2018:244). Ειδικότερα, διερωτάται αν, υπό το πρίσμα της εν λόγω απόφασης, το συμβούλιο χωροταξικού σχεδιασμού μπορούσε να λάβει υπόψη τα μέτρα που περιγράφονται στη σκέψη 9 της παρούσας απόφασης προκειμένου να αποφασίσει να μην απαιτήσει τη δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων του επίμαχου στην κύρια δίκη έργου στις ζώνες που μνημονεύονται στη σκέψη 7 της παρούσας απόφασης.

46

Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται ότι στη σκέψη 40 της απόφασης της 12ης Απριλίου 2018, People Over Wind και Sweetman (C‑323/17, EU:C:2018:244), το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί η αναγκαιότητα μεταγενέστερης δέουσας εκτιμήσεως των επιπτώσεων ενός σχεδίου ή ενός έργου σε συγκεκριμένο τόπο, δεν πρέπει κατά το στάδιο προελέγχου να λαμβάνονται υπόψη τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή ή στη μείωση των επιβλαβών συνεπειών του σχεδίου ή του έργου αυτού στον εν λόγω τόπο.

47

Στην ίδια απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι το γεγονός ότι, όταν εξετάζεται η αναγκαιότητα δέουσας εκτιμήσεως, λαμβάνονται υπόψη μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή ή στη μείωση των επιβλαβών συνεπειών ενός σχεδίου ή ενός έργου στον συγκεκριμένο τόπο προϋποθέτει ότι είναι πιθανό ο τόπος αυτός να επηρεαστεί σημαντικά και ότι, συνεπώς, πρέπει να πραγματοποιηθεί η εν λόγω εκτίμηση, καθώς και ότι το συμπέρασμα αυτό επιρρωννύεται από το γεγονός ότι η πλήρης και επακριβής ανάλυση των μέτρων που δύνανται να αποτρέψουν ή να μειώσουν ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις στον συγκεκριμένο τόπο δεν πρέπει να διενεργείται κατά το στάδιο προελέγχου αλλά κατά το στάδιο της δέουσας εκτιμήσεως. Εξάλλου, κατά το Δικαστήριο, η συνεκτίμηση των μέτρων αυτών ήδη από το στάδιο του προελέγχου θα μπορούσε να θίξει την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 92/43, γενικώς, και το στάδιο εκτιμήσεως, ειδικώς, καθόσον θα καθιστούσε το στάδιο αυτό άνευ αντικειμένου, θα υφίστατο δε κίνδυνος καταστρατηγήσεως του εν λόγω σταδίου εκτιμήσεως, το οποίο όμως αποτελεί ουσιώδη εγγύηση προβλεπόμενη από την οδηγία αυτή (πρβλ. απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, People Over Wind και Sweetman, C‑323/17, EU:C:2018:244, σκέψεις 35 έως 37).

48

Εντούτοις, οι ανωτέρω εκτιμήσεις δεν μπορούν να συνεπάγονται τον αποκλεισμό της συνεκτίμησης, κατά το στάδιο του προελέγχου, όλων των εγγενών συστατικών στοιχείων του έργου που έχουν ως αποτέλεσμα την άμβλυνση των επιπτώσεών του στον συγκεκριμένο τόπο.

49

Επομένως, τα στοιχεία αυτά, όταν εντάσσονται στον σχεδιασμό ενός έργου όχι με σκοπό την άμβλυνση των επιπτώσεών του στον οικείο τόπο, αλλά ως συνήθη χαρακτηριστικά που απαιτούνται για όλα τα ομοειδή έργα, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ένδειξη της πιθανότητας σημαντικών επιπτώσεων στον τόπο αυτό, σε αντίθεση με τα μέτρα για τα οποία γίνεται λόγος στις σκέψεις 46 και 47 της παρούσας απόφασης.

50

Υπό την επιφύλαξη του ελέγχου στον οποίο οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, φαίνεται ότι η ένταξη των μέτρων για τα οποία έγινε λόγος στη σκέψη 9 της παρούσας απόφασης στον σχεδιασμό έργων, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, επιβάλλεται γενικώς από πράξεις χωροταξικού σχεδιασμού και ότι εν προκειμένω επιβαλλόταν από το αναπτυξιακό σχέδιο της κομητείας του Meath για τα έτη 2013‑2019, το οποίο άλλωστε αποτέλεσε αντικείμενο εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων δυνάμει της οδηγίας 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2001, σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων (ΕΕ 2001, L 197, σ. 30).

51

Επομένως, το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αρχής της προφύλαξης, δεν αντιτίθεται στη συνεκτίμηση τέτοιων μέτρων κατά το στάδιο προελέγχου των εν λόγω έργων.

52

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί η αναγκαιότητα δέουσας εκτίμησης των επιπτώσεων σχεδίου ή έργου σε έναν τόπο, μπορούν να ληφθούν υπόψη τα χαρακτηριστικά του σχεδίου ή του έργου τα οποία συνεπάγονται την απομάκρυνση των ρύπων και δύνανται, συνεπώς, να έχουν ως αποτέλεσμα την άμβλυνση των αρνητικών συνεπειών του σχεδίου ή του έργου στον συγκεκριμένο τόπο, στην περίπτωση που τα εν λόγω χαρακτηριστικά περιελήφθησαν στον σχεδιασμό ως συνήθη χαρακτηριστικά, εγγενή στο συγκεκριμένο σχέδιο ή έργο, ανεξάρτητα από τις όποιες επιπτώσεις στον τόπο αυτόν.

Επί των δικαστικών εξόδων

53

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνικό δικονομικό κανόνα ο οποίος προβλέπει, αφενός, ότι η προσφυγή, στο πλαίσιο διαδικασίας ελέγχου της νομιμότητας υπό το πρίσμα τόσο του εθνικού δικαίου όσο και διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, όπως το άρθρο 4, παράγραφοι 2 έως 5, και το παράρτημα III της οδηγίας 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/52/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, ή το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, πρέπει να στηρίζεται σε έκθεση των αιτημάτων και των προβαλλόμενων προς στήριξή τους ισχυρισμών, στην οποία πρέπει να προσδιορίζονται με σαφήνεια οι επιμέρους ισχυρισμοί και να μνημονεύονται, για κάθε έναν από αυτούς, τα πραγματικά περιστατικά ή τα στοιχεία των οποίων γίνεται επίκληση προς στήριξή του, και, αφετέρου, ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων δεν μπορεί να προβάλει ισχυρισμό ή να υποβάλει αίτημα πλην εκείνων που περιέχονται στην εν λόγω έκθεση.

 

2)

Το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43

έχει την έννοια ότι:

η αρμόδια αρχή κράτους μέλους, μολονότι, στην περίπτωση που αποφασίζει να χορηγήσει, χωρίς να απαιτήσει τη διενέργεια δέουσας εκτίμησης κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, άδεια για σχέδιο ή έργο το οποίο ενδέχεται να επηρεάσει τόπο προστατευόμενο δυνάμει της οδηγίας αυτής, δεν υποχρεούται να δώσει απάντηση, με την αιτιολογία της απόφασής της, ως προς όλα τα επιμέρους νομικά και πραγματικά ζητήματα που τέθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία, έχει εντούτοις την υποχρέωση να εκθέσει επαρκώς τους λόγους βάσει των οποίων, πριν από τη χορήγηση της επίμαχης άδειας, σχημάτισε την πεποίθηση, παρά τις αντίθετες γνώμες και τις εύλογες αμφιβολίες που ενδεχομένως εκφράστηκαν στο πλαίσιό τους, ότι αποκλείεται κάθε εύλογη αμφιβολία, από επιστημονικής απόψεως, όσον αφορά το ενδεχόμενο το συγκεκριμένο έργο να επηρεάσει σημαντικά τον επίμαχο τόπο.

 

3)

Το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43

έχει την έννοια ότι:

προκειμένου να διαπιστωθεί η αναγκαιότητα δέουσας εκτίμησης των επιπτώσεων σχεδίου ή έργου σε έναν τόπο, μπορούν να ληφθούν υπόψη τα χαρακτηριστικά του σχεδίου ή του έργου τα οποία συνεπάγονται την απομάκρυνση των ρύπων και δύνανται, συνεπώς, να έχουν ως αποτέλεσμα την άμβλυνση των αρνητικών συνεπειών του σχεδίου ή του έργου στον συγκεκριμένο τόπο, στην περίπτωση που τα εν λόγω χαρακτηριστικά περιελήφθησαν στον σχεδιασμό ως συνήθη χαρακτηριστικά, εγγενή στο συγκεκριμένο σχέδιο ή έργο, ανεξάρτητα από τις όποιες επιπτώσεις στον τόπο αυτόν.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.