ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 16ης Φεβρουαρίου 2023 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη – Οδηγία 2008/94/ΕΚ – Άρθρο 9, παράγραφος 1 – Επιχείρηση που έχει την έδρα της σε κράτος μέλος και προσφέρει τις υπηρεσίες της σε διαφορετικό κράτος μέλος – Εργαζόμενος που διαμένει στο δεύτερο κράτος μέλος – Εργασία που πραγματοποιείται στο κράτος μέλος της έδρας του εργοδότη και, ανά δεύτερη εβδομάδα, στο κράτος μέλος κατοικίας του εργαζομένου – Προσδιορισμός του κράτους μέλους του οποίου ο οργανισμός εγγύησης είναι αρμόδιος για την πληρωμή ανεξόφλητων μισθολογικών απαιτήσεων»

Στην υπόθεση C‑710/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) με απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Νοεμβρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

IEF Service GmbH

κατά

HB,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. L. Arastey Sahún (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, N. Wahl και J. Passer, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο HB, εκπροσωπούμενος από τον C. Orgler, Rechtsanwalt,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Posch, την J. Schmoll και τον F. Werni,

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους O. Serdula, M. Smolek και J. Vláčil,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Möller και την A. Hoesch,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον B.‑R. Killmann και την D. Recchia,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη (ΕΕ 2008, L 283, σ. 36).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της IEF Service GmbH και του ΗΒ σχετικά με τη χορήγηση στον ΗΒ αποζημίωσης λόγω αφερεγγυότητας του εργοδότη του για ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 2008/94

3

Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/94/ΕΚ:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας κατά εργοδοτών σε κατάσταση αφερεγγυότητος, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1.»

4

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ένας εργοδότης θεωρείται σε κατάσταση αφερεγγυότητας όταν έχει ζητηθεί η έναρξη συλλογικής διαδικασίας που βασίζεται στην αφερεγγυότητά του, προβλεπόμενη από τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ενός κράτους μέλους, η οποία επιφέρει τη μερική ή ολική πτωχευτική απαλλοτρίωση του εν λόγω εργοδότη, καθώς και το διορισμό συνδίκου ή προσώπου που ασκεί παρεμφερή καθήκοντα, και η αρχή που είναι αρμόδια δυνάμει των σχετικών διατάξεων:

α)

είτε αποφάσισε την έναρξη της διαδικασίας·

β)

είτε διαπίστωσε ότι η επιχείρηση ή η εγκατάσταση του εργοδότη έκλεισε οριστικά και ότι η ανεπάρκεια των διαθεσίμων στοιχείων του ενεργητικού δεν δικαιολογεί την έναρξη της διαδικασίας.»

5

Το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, έτσι ώστε οι οργανισμοί εγγύησης να εξασφαλίζουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 4, την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας περιλαμβανομένης όποτε αυτό προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία της καταβολής αποζημιώσεων σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας.»

6

Το άρθρο 9 της ίδιας οδηγίας περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο IV αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διατάξεις σχετικά με τις διασυνοριακές περιπτώσεις», και ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Όταν μια επιχείρηση με δραστηριότητες στο έδαφος τουλάχιστον δύο κρατών μελών βρίσκεται σε κατάσταση αφερεγγυότητας κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, ο οργανισμός που είναι αρμόδιος για την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών είναι εκείνος του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου ασκούν ή ασκούσαν συνήθως την εργασία τους.»

Ο κανονισμός (ΕΚ) 883/2004

7

Το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 465/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012 (ΕΕ 2012, L 149, σ. 4) (στο εξής: κανονισμός 883/2004), φέρει τον τίτλο «Υλικό πεδίο εφαρμογής» και προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις νομοθεσίες που αφορούν τους κλάδους κοινωνικής ασφάλισης που έχουν σχέση με:

α)

παροχές ασθένειας·

β)

παροχές μητρότητας και ισοδύναμες παροχές πατρότητας·

γ)

παροχές αναπηρίας·

δ)

παροχές γήρατος·

ε)

παροχές επιζώντων·

στ)

παροχές εργατικού ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας·

ζ)

επιδόματα θανάτου·

η)

παροχές ανεργίας·

θ)

παροχές προσύνταξης·

ι)

οικογενειακές παροχές.»

8

Το άρθρο 12 του ίδιου κανονισμού φέρει τον τίτλο «Ειδικοί κανόνες» και ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος για λογαριασμό εργοδότη ο οποίος ασκεί κανονικά τις δραστηριότητές του εκεί και το οποίο έχει αποσπαστεί από τον εν λόγω εργοδότη σε άλλο κράτος μέλος για να εκτελέσει εργασία για λογαριασμό του εν λόγω εργοδότη εξακολουθεί να υπάγεται στη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους, υπό τον όρο ότι η προβλεπόμενη διάρκεια της εργασίας δεν υπερβαίνει τους 24 μήνες και ότι το πρόσωπο αυτό δεν έχει αποσταλεί σε αντικατάσταση άλλου αποσπασμένου.»

9

Το άρθρο 13 φέρει τον τίτλο «Άσκηση δραστηριοτήτων σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη» και ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Το πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη υπάγεται:

α)

στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας εφόσον ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητας στο εν λόγω κράτος μέλος· ή

β)

εφόσον δεν ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητας στο κράτος μέλος κατοικίας:

i)

στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται η έδρα ή ο τόπος δραστηριοτήτων της επιχείρησης ή του εργοδότη, εάν απασχολείται από μία επιχείρηση ή έναν εργοδότη· ή

ii)

στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται η έδρα ή ο τόπος δραστηριοτήτων της επιχείρησης ή του εργοδότη, εάν απασχολείται από δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις ή εργοδότες που έχουν την έδρα ή τον τόπο δραστηριοτήτων τους σε ένα μόνο κράτος μέλος· ή

iii)

στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται η έδρα ή ο τόπος δραστηριοτήτων της επιχείρησης ή του εργοδότη, άλλο από το κράτος μέλος κατοικίας, εάν απασχολείται από δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις ή εργοδότες που έχουν την έδρα ή τον τόπο δραστηριοτήτων της επιχείρησής τους σε δύο κράτη μέλη, ένα εκ των οποίων είναι το κράτος μέλος κατοικίας· ή

iv)

στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας, εάν απασχολείται από δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις ή εργοδότες και τουλάχιστον δύο εξ αυτών έχουν την έδρα ή τον τόπο δραστηριοτήτων τους σε διαφορετικά κράτη μέλη, άλλο από το κράτος μέλος κατοικίας.»

Ο κανονισμός (ΕΚ) 987/2009

10

Το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τον καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2009, L 284, σ. 1), φέρει τον τίτλο «Νομική αξία των εγγράφων και των δικαιολογητικών που εκδίδονται σε άλλο κράτος μέλος» και προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα έγγραφα που εκδίδονται από το φορέα κράτους μέλους και τα οποία βεβαιώνουν την κατάσταση ενός προσώπου για τους σκοπούς της εφαρμογής του [κανονισμού 883/2004] και του [παρόντος κανονισμού], καθώς και τα δικαιολογητικά βάσει των οποίων εκδόθηκαν τα έγγραφα, ισχύουν υποχρεωτικά για τους φορείς των άλλων κρατών μελών, εφόσον τα εν λόγω έγγραφα ή δικαιολογητικά δεν ανακαλούνται ή δεν κηρύσσονται άκυρα από το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκαν.»

11

Το άρθρο 19 του κανονισμού αυτού φέρει τον τίτλο «Παροχή πληροφοριών στους ενδιαφερομένους και στους εργοδότες» και ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου ή του εργοδότη, ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου είναι εφαρμοστέα δυνάμει διατάξεως του τίτλου ΙΙ του [κανονισμού 883/2004], βεβαιώνει ότι αυτή η νομοθεσία είναι εφαρμοστέα και αναφέρει, αν συντρέχει σχετική περίπτωση, έως ποια ημερομηνία και υπό ποιους όρους.»

Το αυστριακό δίκαιο

12

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του Insolvenz-Entgeltsicherungsgesetz (νόμου περί προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, BGBl. 324/1977), όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά με το BGBl. I, 218/2021 (στο εξής: IESG), έχει ως εξής:

«Δικαίωμα αποζημίωσης λόγω αφερεγγυότητας έχουν οι μισθωτοί, οι αυτοαπασχολούμενοι κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 4, του Allgemeines Sozialversicherungsgesetz [(γενικού νόμου περί κοινωνικής ασφάλισης, BGBl. 189/1955) (στο εξής: ASVG)], οι εργαζόμενοι κατ’ οίκον και οι επιζώντες τους, καθώς και οι καθολικοί διάδοχοί τους (δικαιούχοι αξίωσης), όσον αφορά τις αξιώσεις που διασφαλίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2, εφόσον βρίσκονται ή βρίσκονταν σε σχέση εργασίας (σχέση ανεξάρτητης παροχής υπηρεσιών, σχέση εντολής) και θεωρούνται (θεωρούνταν) απασχολούμενοι στην ημεδαπή βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1 ή παράγραφος 2, στοιχεία a) έως d), του ASVG, σε περίπτωση που κινείται στην ημεδαπή διαδικασία βάσει της πτωχευτικής νομοθεσίας κατά της περιουσίας του εργοδότη (εντολέα).»

13

Σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου:

«Οι δαπάνες του ταμείου προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη καλύπτονται από:

[…]

4)

[…] μια προσαύξηση την οποία καταβάλλει ο εργοδότης επί του καταβαλλόμενου από τον ίδιο μεριδίου εισφορών για ασφάλιση ανεργίας […].»

14

Το άρθρο 3 του ASVG ορίζει τα εξής:

«1.   Ως απασχολούμενοι στην ημεδαπή λογίζονται οι μισθωτοί των οποίων ο τόπος απασχόλησης […] βρίσκεται στην ημεδαπή, και οι αυτοαπασχολούμενοι, εφόσον η έδρα της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας βρίσκεται στην ημεδαπή.

2.   Ως απασχολούμενοι στην ημεδαπή λογίζονται επίσης

a)

οι εργαζόμενοι που ανήκουν σε πλήρωμα ναυτιλιακής εταιρίας που εξυπηρετεί τη διεθνή κυκλοφορία σε ποταμούς ή λίμνες […]

d)

οι εργαζόμενοι των οποίων ο εργοδότης έχει την έδρα του στην Αυστρία και οι οποίοι είναι αποσπασμένοι στην αλλοδαπή, εφόσον η διάρκεια της απασχόλησής τους στην αλλοδαπή δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη· […]».

15

Το άρθρο 4 ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«(Πλήρως) ασφαλισμένοι για ασθένεια, ατυχήματα και γήρας δυνάμει του παρόντος ομοσπονδιακού νόμου, εφόσον η οικεία απασχόληση δεν εξαιρείται από την πλήρη ασφάλιση κατά τα άρθρα 5 και 6 ούτε συνεπάγεται μερική μόνο ασφάλιση κατά το άρθρο 7, είναι:

1)

οι εργαζόμενοι που απασχολούνται από έναν ή περισσότερους εργοδότες· […]».

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16

Από 1ης Ιουλίου 2017 ο HB εργαζόταν ως διευθυντής στρατηγικής εμπορικής ανάπτυξης στην εταιρία S GmbH, η οποία εδρεύει στο Graz (Αυστρία). Η εν λόγω εταιρία προσφέρει τις υπηρεσίες της και στη Γερμανία, όπου συνεργάζεται με αυτοαπασχολούμενο μηχανικό πωλήσεων, χωρίς να απασχολεί εκεί άλλους εργαζόμενους.

17

Η σύμβαση εργασίας του HB προέβλεπε ότι ο πυρήνας της δραστηριότητάς του καθώς και ο συνήθης τόπος εργασίας του βρίσκονταν στην Αυστρία. Ο ΗΒ διηύθυνε δύο τμήματα και ήταν υπεύθυνος για το προσωπικό του γραφείου στο Graz. Εργάζονταν, de facto, σε εναλλασσόμενο τόπο εργασίας, ήτοι μία εβδομάδα στο Graz και μία εβδομάδα από την κατοικία του στη Γερμανία, όπου βρίσκονταν η κύρια διαμονή του.

18

Ο HB διαθέτει πιστοποιητικό χορηγηθέν από γερμανικό ασφαλιστικό οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009, με το οποίο του γνωστοποιείται ότι στην περίπτωσή του είναι εφαρμοστέα η γερμανική νομοθεσία στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης.

19

Στις 4 Ιουνίου 2019 κινήθηκε κατά της S διαδικασία δικαστικής εξυγίανσης, στο πλαίσιο της οποίας η S απώλεσε το δικαίωμα διαχείρισης της περιουσίας της.

20

Η IEF Service εκπροσωπεί το ταμείο αποζημιώσεων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, ήτοι τον αυστριακό οργανισμό εγγύησης, κατά την έννοια της οδηγίας 2008/94.

21

Ο ΗΒ υπέβαλε αίτηση αποζημίωσης λόγω αφερεγγυότητας για τις ανεξόφλητες μέχρι την έναρξη της διαδικασίας δικαστικής εξυγίανσης μισθολογικές απαιτήσεις του. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε τόσο ενώπιον της IEF Service όσο και ενώπιον του γερμανικού οργανισμού εγγύησης. Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η έκβαση της διαδικασίας στη Γερμανία δεν είναι ακόμη γνωστή.

22

Με απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2019, το Landesgericht für Zivilrechtssachen Graz (περιφερειακό δικαστήριο αστικών υποθέσεων Graz, Αυστρία) έκανε δεκτή την αίτηση του HB.

23

Η IEF Service άσκησε έφεση ενώπιον του Oberlandesgericht Graz (εφετείου Graz, Αυστρία) κατά της εν λόγω απόφασης, η οποία επικυρώθηκε από το δικαστήριο αυτό με απόφαση της 18ης Ιουνίου 2020.

24

Υπό τις συνθήκες αυτές, η IEF Service άσκησε αναίρεση κατά της ως άνω απόφασης ενώπιον του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.

25

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Alpenrind κ.λπ. (C‑527/16, EU:C:2018:669), το έγκυρο πιστοποιητικό A1, το οποίο έχει χορηγηθεί από τον αρμόδιο οργανισμό κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009, δεσμεύει όχι μόνον τους φορείς του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα, αλλά και τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού.

26

Ως εκ τούτου, μολονότι ο ΗΒ συνήψε σύμβαση εργασίας και άσκησε μισθωτή δραστηριότητα με μειωμένο ωράριο στην έδρα της εταιρίας S στην Αυστρία, πληροί τις προϋποθέσεις της υποχρέωσης ασφάλισης στο κράτος κατοικίας του, τη Γερμανία, δεδομένου ότι εν προκειμένω έχει εφαρμογή η γερμανική νομοθεσία. Επιπλέον, σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτή, ένας από τους τόπους εργασίας του είναι ενδεχομένως, έστω και πλασματικώς, η Γερμανία.

27

Ο Αυστριακός νομοθέτης μετέφερε τις διατάξεις της οδηγίας 2008/94 στο εσωτερικό δίκαιο με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του IESG, προβλέποντας ότι απασχόληση στην ημεδαπή υφίσταται εφόσον υπάρχει «σχέση εργασίας», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1 ή παράγραφος 2, στοιχεία a) έως d), του ASVG. Στην περίπτωση αυτή υφίσταται υποχρέωση ασφάλισης στο αυστριακό έδαφος.

28

Βάσει της νομολογίας του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου), από το άρθρο 1, παράγραφος 1, του IESG δεν απορρέει αξίωση αποζημίωσης λόγω αφερεγγυότητας, αν ο μισθωτός που απασχολείται στην αλλοδαπή δεν υπόκειται σε υποχρεωτική ασφάλιση στην Αυστρία λόγω της δραστηριότητάς του.

29

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι ο ΗΒ μοιράζει τον χρόνο εργασίας του ισότιμα μεταξύ Αυστρίας και Γερμανίας και υπάγεται στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της Γερμανίας, τίθεται το ζήτημα αν έχει εφαρμογή το άρθρο 9 της οδηγίας 2008/94/ΕΚ για τις διασυνοριακές περιπτώσεις. Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από το αν οι παρεχόμενες από την S υπηρεσίες στη Γερμανία, η διαπιστωθείσα συνεργασία με αυτοαπασχολούμενο μηχανικό πωλήσεων εντός του εν λόγω κράτους μέλους και η τακτική εργασία που παρείχε ο HB από την κατοικία του στη Γερμανία αποτελούν επαρκή συνδετικά στοιχεία προκειμένου να συναχθεί η ύπαρξη «σταθερής οικονομικής παρουσίας» του εργοδότη στη Γερμανία, κατά την έννοια των αποφάσεων της 16ης Οκτωβρίου 2008, Holmqvist (C‑310/07, EU:C:2008:573), και της 10ης Μαρτίου 2011, Defossez (C‑477/09, EU:C:2011:134).

30

Εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, θα πρέπει, λαμβανομένης υπόψη της ίσης κατανομής του χρόνου εργασίας για δραστηριότητα του ίδιου περιεχομένου και υπό το πρίσμα των κριτηρίων σχετικά με τον τόπο διαμονής και την υποχρέωση ασφάλισης του ΗΒ, να διευκρινιστεί σε ποιο κράτος ασκούσε «συνήθως» την εργασία του κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/94/ΕΚ, προκειμένου να προσδιοριστεί, στη συνέχεια, ο αρμόδιος εθνικός οργανισμός εγγύησης.

31

Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι δεν υπάρχει κατ’ ανάγκη σύνδεση μεταξύ της υποχρέωσης συνεισφοράς του εργοδότη και της εγγύησης των απαιτήσεων (πρβλ. απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2016, Στρουμπούλης κ.λπ., C‑292/14, EU:C:2016:116, σκέψη 68), η αποφυγή της διπλής επιβάρυνσης των εργοδοτών των οποίων οι μισθωτοί απασχολούνται σε δύο κράτη μέλη και δικαιούνται, εξ αυτού, την εγγύηση για λήψη της χρηματοδοτούμενης από τις συνεισφορές αποζημίωσης λόγω αφερεγγυότητας θα ήταν σύμφωνη με τον επιδιωκόμενο από τις θεμελιώδεις ελευθερίες σκοπό.

32

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/94/ΕΚ, την έννοια ότι αρκεί για να θεωρηθεί ότι μια επιχείρηση ασκεί, κατά την έννοια [του άρθρου αυτού], δραστηριότητες στο έδαφος τουλάχιστον δύο κρατών μελών το γεγονός ότι η επιχείρηση αυτή προσφέρει τις υπηρεσίες της σε άλλο κράτος μέλος και συνεργάζεται εκεί για τον σκοπό αυτόν με αυτοαπασχολούμενο μηχανικό πωλήσεων, καθώς και ότι ένας εργαζόμενος που απασχολείται στην έδρα της επιχείρησης ως υπάλληλός της εργάζεται τακτικά, κάθε δεύτερη εβδομάδα, στο άλλο κράτος μέλος κατ’ οίκον;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

2)

Έχει το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/94/ΕΚ την έννοια ότι ο εργαζόμενος τέτοιας επιχείρησης, ο οποίος έχει μεν την κατοικία του στο δεύτερο κράτος μέλος και υπόκειται εκεί σε υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, αλλά παρέχει την εργασία του εναλλάξ μία εβδομάδα στο κράτος μέλος της έδρας του εργοδότη και, στη συνέχεια, μία εβδομάδα στο κράτος μέλος όπου κατοικεί και όπου υπόκειται σε υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, παρέχει την εργασία αυτή “συνήθως”, κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου, σε αμφότερα τα κράτη μέλη;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα:

3)

Έχει το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/94 την έννοια ότι, για την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων εργαζομένου, ο οποίος παρέχει ή παρείχε την εργασία του συνήθως σε δύο κράτη μέλη, αρμόδιος είναι:

α)

ο οργανισμός εγγύησης του κράτους μέλους στη νομοθεσία του οποίου υπάγεται ο εργαζόμενος στο πλαίσιο του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον, με βάση τον σχεδιασμό των οργανισμών εγγύησης του άρθρου 3 της οδηγίας 2008/94/ΕΚ στα δύο κράτη, οι εργοδοτικές εισφορές για τη χρηματοδότηση του οργανισμού εγγύησης καταβάλλονται στο πλαίσιο των υποχρεωτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης,

β)

ή ο οργανισμός εγγύησης του ετέρου κράτους μέλους, στο οποίο έχει την έδρα της η αφερέγγυα επιχείρηση, ή

γ)

οι οργανισμοί εγγύησης αμφότερων των κρατών μελών, οπότε ο εργαζόμενος μπορεί να επιλέξει, κατά την υποβολή της αίτησης, σε ποιον από τους δύο προτιμά να απευθυνθεί;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

33

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/94 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να προσδιοριστεί το κράτος μέλος του οποίου ο οργανισμός εγγύησης είναι αρμόδιος για την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων των εργαζομένων, ο εργοδότης που βρίσκεται σε κατάσταση αφερεγγυότητας θεωρείται ότι ασκεί δραστηριότητες στο έδαφος τουλάχιστον δύο κρατών μελών, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, εφόσον η σύμβαση εργασίας του ενδιαφερόμενου εργαζομένου προβλέπει ότι ο πυρήνας της δραστηριότητάς του καθώς και ο συνήθης τόπος εργασίας του βρίσκονται στο κράτος μέλος της έδρας του εργοδότη αλλά και ότι ο εν λόγω εργαζόμενος ασκεί τα καθήκοντά του εξ αποστάσεως, με ισοδύναμη κατανομή του χρόνου εργασίας του, από το κράτος μέλος όπου βρίσκεται ο τόπος της κύριας διαμονής του.

34

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο εν λόγω προδικαστικό ερώτημα, υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/94/ΕΚ, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, έτσι ώστε οι οργανισμοί εγγύησης να εξασφαλίζουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 4, την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας περιλαμβανομένης, όποτε αυτό προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, της καταβολής αποζημιώσεων σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας.

35

Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/94, το οποίο αφορά τις «διασυνοριακές περιπτώσεις», προβλέπει ότι, όταν μια επιχείρηση με δραστηριότητες στο έδαφος τουλάχιστον δύο κρατών μελών βρίσκεται σε κατάσταση αφερεγγυότητας κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, ο οργανισμός που είναι αρμόδιος για την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών είναι εκείνος του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ασκούν ή ασκούσαν συνήθως την εργασία τους.

36

Προκειμένου να εκτιμηθεί εάν το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/94 έχει εφαρμογή σε περίπτωση όπως αυτή που μνημονεύεται στη σκέψη 33 της παρούσας απόφασης, πρέπει να εξεταστεί αν ο εργοδότης «ασκεί δραστηριότητες στο έδαφος τουλάχιστον δύο κρατών μελών», κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

37

Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2008, Holmqvist (C‑310/07, EU:C:2008:573), το Δικαστήριο κλήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 8α, παράγραφος 1, της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη (ΕΕ 1980, L 283, σ. 23), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/74/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 (ΕΕ 2002, L 270, σ. 10), το περιεχόμενο του οποίου ταυτίζεται με εκείνο του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/94.

38

Το Δικαστήριο έκρινε ότι, το άρθρο 8α, παράγραφος 1, της οδηγίας 80/987, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/74, δεν προβλέπει μεν αυστηρές προϋποθέσεις συνδέσεως, καθώς η διάταξη αυτή αναφέρεται σε σύνδεσμο ασθενέστερο από απ’ ό,τι η παρουσία της επιχείρησης μέσω υποκαταστήματος ή μόνιμης εγκατάστασης, πλην όμως δεν πρέπει να γίνει δεκτό ότι αρκεί ένας εργαζόμενος να πραγματοποιήσει οποιασδήποτε φύσεως εργασία σε άλλο κράτος μέλος για λογαριασμό του εργοδότη του και η εργασία αυτή να πραγματοποιείται λόγω ανάγκης και καθ’ υπόδειξη του εργοδότη, προκειμένου να θεωρηθεί ότι μια επιχείρηση ασκεί δραστηριότητες στο έδαφος του άλλου κράτους μέλους (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2008, Holmqvist,C‑310/07, EU:C:2008:573, σκέψη 29).

39

Ειδικότερα, η έννοια των «δραστηριοτήτων» του ως άνω άρθρου πρέπει να θεωρηθεί ότι αναφέρεται σε στοιχεία που συνεπάγονται ορισμένο βαθμό μονιμότητας στο έδαφος ενός κράτους μέλους. Η μονιμότητα αυτή εκφράζεται με τη σταθερή απασχόληση ενός ή περισσότερων εργαζομένων στο έδαφος αυτό (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2008, Holmqvist, C‑310/07, EU:C:2008:573, σκέψη 30).

40

Βεβαίως, λαμβανομένων υπόψη των διάφορων μορφών που μπορεί να λάβει η διασυνοριακή απασχόληση και των πρόσφατων αλλαγών στους όρους εργασίας, όπως επίσης και των εξελίξεων στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι μια επιχείρηση πρέπει απαραιτήτως να διαθέτει υλική υποδομή σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της εταιρικής της έδρας για να εξασφαλίσει μόνιμη οικονομική παρουσία σε αυτό. Πράγματι, οι διάφορες πτυχές μιας σχέσεως εργασίας, και ιδίως η κοινοποίηση οδηγιών στον εργαζόμενο και η διαβίβαση των δικών του εκθέσεων στον εργοδότη, όπως επίσης η καταβολή της αμοιβής, μπορούν πλέον να πραγματοποιούνται εξ αποστάσεως (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2008, Holmqvist, C‑310/07, EU:C:2008:573, σκέψη 32).

41

Εντούτοις, μια εγκατεστημένη σε κράτος μέλος επιχείρηση, προκειμένου να θεωρηθεί ότι ασκεί δραστηριότητες στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, πρέπει να διαθέτει σε αυτό μόνιμη οικονομική παρουσία, χαρακτηριζόμενη από την ύπαρξη ανθρώπινων πόρων που της επιτρέπουν να φέρει εις πέρας δραστηριότητες εντός αυτού (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2008, Holmqvist, C‑310/07, EU:C:2008:573, σκέψη 34).

42

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, μολονότι ο HB εργαζόταν de facto κατά το ήμισυ, από χρονικής απόψεως, από την κατοικία του στη Γερμανία, εντούτοις ο πυρήνας της εργασίας αυτής, που συνίστατο στη διεύθυνση δύο τμημάτων του γραφείου στην Αυστρία καθώς και στη διεύθυνση του προσωπικού στο ίδιο γραφείο, βρίσκονταν, σύμφωνα με τη σύμβαση εργασίας και στην πράξη, στην Αυστρία.

43

Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι ο εργοδότης του HB δεν απασχολούσε άλλους εργαζόμενους στη Γερμανία, πλην ενός αυτοαπασχολούμενου μηχανικού πωλήσεων με τον οποίο συνεργάζονταν στο εν λόγω κράτος μέλος, επιβεβαιώνει ότι οι δραστηριότητες του ΗΒ δεν ήταν δυνατό να συνδέονται με οιαδήποτε διαρκή παρουσία του εργοδότη του εντός του εν λόγω κράτους μέλους.

44

Υπό το πρίσμα της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 38 έως 41 της παρούσας απόφασης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, εργοδότης όπως εκείνος του ΗΒ δεν ασκεί δραστηριότητες στο έδαφος τουλάχιστον δύο κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/94.

45

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ο ΗΒ διαθέτει πιστοποιητικό χορηγηθέν σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009, σύμφωνα με το οποίο ο ΗΒ υπόκειται στη γερμανική νομοθεσία. Πράγματι, όπως επισήμανε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, μολονότι είναι αληθές ότι το πιστοποιητικό αυτό, όπως προκύπτει από το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009, έχει δεσμευτική ισχύ όσον αφορά τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν οι εθνικές νομοθεσίες στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, ο οποίος αποτελεί το αντικείμενο του θεσπιζόμενου με τον κανονισμό 883/2004 συντονισμού, εντούτοις ουδόλως ασκεί επιρροή όσον αφορά τον προσδιορισμό του κράτους μέλους στο οποίο ο ΗΒ πρέπει να προβάλει τις ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις του, σύμφωνα με την οδηγία 2008/94.

46

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/94 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να προσδιοριστεί το κράτος μέλος του οποίου ο οργανισμός εγγύησης είναι αρμόδιος για την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων των εργαζομένων, ο εργοδότης που βρίσκεται σε κατάσταση αφερεγγυότητας θεωρείται ότι δεν ασκεί δραστηριότητες στο έδαφος τουλάχιστον δύο κρατών μελών, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, εφόσον η σύμβαση εργασίας του ενδιαφερόμενου εργαζομένου προβλέπει ότι ο πυρήνας της δραστηριότητάς του καθώς και ο συνήθης τόπος εργασίας του βρίσκονται στο κράτος μέλος της έδρας του εργοδότη αλλά και ότι ο εν λόγω εργαζόμενος ασκεί τα καθήκοντά του εξ αποστάσεως, με ισοδύναμη κατανομή του χρόνου εργασίας του, από το κράτος μέλος όπου βρίσκεται ο τόπος της κύριας διαμονής του.

Επί του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

47

Κατόπιν της απάντησης που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα.

Επί των δικαστικών εξόδων

48

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη,

 

έχει την έννοια ότι:

 

προκειμένου να προσδιοριστεί το κράτος μέλος του οποίου ο οργανισμός εγγύησης είναι αρμόδιος για την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων των εργαζομένων, ο εργοδότης που βρίσκεται σε κατάσταση αφερεγγυότητας θεωρείται ότι δεν ασκεί δραστηριότητες στο έδαφος τουλάχιστον δύο κρατών μελών, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, εφόσον η σύμβαση εργασίας του ενδιαφερόμενου εργαζομένου προβλέπει ότι ο πυρήνας της δραστηριότητάς του καθώς και ο συνήθης τόπος εργασίας του βρίσκονται στο κράτος μέλος της έδρας του εργοδότη αλλά και ότι ο εν λόγω εργαζόμενος ασκεί τα καθήκοντά του εξ αποστάσεως, με ισοδύναμη κατανομή του χρόνου εργασίας του, από το κράτος μέλος όπου βρίσκεται ο τόπος της κύριας διαμονής του.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.