Υπόθεση C‑660/21
Procureur de la République
κατά
K. B.
και
F.S
(αίτηση του Τribunal correctionnel de Villefranche-sur-Saône
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 22ας Ιουνίου 2023
«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία 2012/13/ΕΕ – Άρθρα 3 και 4 – Υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να ενημερώνουν αμέσως τους υπόπτους και τους κατηγορουμένους σχετικά με το δικαίωμά τους να σιωπήσουν – Άρθρο 8, παράγραφος 2 – Δικαίωμα επίκλησης της παράβασης της υποχρέωσης αυτής – Εθνική κανονιστική ρύθμιση που απαγορεύει στον ποινικό δικαστή της ουσίας να εξετάζει αυτεπαγγέλτως μια τέτοια παράβαση – Άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»
Θεμελιώδη δικαιώματα – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και πρόσβασης σε δικαστήριο – Δικαιώματα άμυνας – Κατοχύρωση τόσο από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων όσο και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – Ίδια έννοια και εμβέλεια – Το επίπεδο προστασίας που διασφαλίζει ο Χάρτης δεν πρέπει να παραβιάζει το επίπεδο προστασίας που κατοχυρώνεται στην εν λόγω Σύμβαση
(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 47, εδ. 1 και 2, 48 § 2 και 52 § 3)
(βλ. σκέψεις 41, 45)
Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών – Οδηγία 2012/13 – Υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να ενημερώνουν αμέσως τους υπόπτους και τους κατηγορουμένους σχετικά με το δικαίωμά τους να σιωπήσουν – Δικαίωμα επίκλησης της παράβασης της υποχρέωσης αυτής – Εθνική κανονιστική ρύθμιση που απαγορεύει στον ποινικό δικαστή της ουσίας να εξετάζει αυτεπαγγέλτως μια τέτοια παράβαση – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις – Συγκεκριμένη και πραγματική δυνατότητα των εν λόγω προσώπων να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο – Δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο και επίκλησης της εν λόγω παράβασης εντός εύλογης προθεσμίας
(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 47, εδ. 1 και 2, 48 § 2 και 51 § 1· οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2012/13, άρθρα 3 § 1, στοιχείο εʹ, 4 § 1 και 8 § 2, 2013/48, άρθρα 3 και 9 § 1, και 2016/1919)
(βλ. σκέψεις 40, 43, 44, 46, 48, 53 και διατακτ.)
Σύνοψη
Στις 22 Μαρτίου 2021, υπάλληλοι της δικαστικής αστυνομίας προέβησαν σε εξακρίβωση των στοιχείων ταυτότητας των K. B. και F. S. και τους συνέλαβαν επ’ αυτοφώρω για κλοπή καυσίμων.
Το γαλλικό δικαστήριο που επιλήφθηκε της ποινικής διαδικασίας κατά των K. B. και F. S. διαπίστωσε ότι είχε διενεργηθεί έρευνα και είχαν ληφθεί αυτοενοχοποιητικές δηλώσεις πριν από τη γνωστοποίηση στους K. B. και F. S. των δικαιωμάτων τους, κατά παράβαση του εθνικού δικαίου ( 1 ) για τη μεταφορά των άρθρων 3 και 4 της οδηγίας 2012/13 στην εσωτερική έννομη τάξη ( 2 ). Λόγω του όψιμου χαρακτήρα της θέσης των ενδιαφερομένων υπό προσωρινή κράτηση και της γνωστοποίησης των δικαιωμάτων τους, ιδίως του δικαιώματος σιωπής, το δικαστήριο αυτό εκτίμησε ότι είχε προσβληθεί το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης. Υπό τις συνθήκες αυτές, η έρευνα του οχήματος, η προσωρινή κράτηση των υπόπτων και όλες οι συνακόλουθες πράξεις έπρεπε, κατ’ αρχήν, να ακυρωθούν. Εντούτοις, κατά το γαλλικό ποινικό δίκαιο ( 3 ), οι ενστάσεις ακυρότητας της διαδικασίας, όπως είναι η παράβαση της υποχρέωσης ενημέρωσης ενός προσώπου σχετικά με το δικαίωμα σιωπής κατά τον χρόνο της θέσης του υπό προσωρινή κράτηση, πρέπει να προβάλλονται από τον ενδιαφερόμενο ή τον δικηγόρο του πριν από οποιονδήποτε άλλο υπερασπιστικό ισχυρισμό επί της ουσίας. Ωστόσο, ούτε οι ύποπτοι ούτε ο δικηγόρος τους προέβαλαν, πριν από οποιονδήποτε άλλο υπερασπιστικό ισχυρισμό επί της ουσίας, ένσταση ακυρότητας στηριζόμενη σε παράβαση της υποχρέωσης αυτής.
Εκτός αυτού, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία), απαγορεύεται στους δικαστές της ουσίας να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως ένσταση ακυρότητας της διαδικασίας, με εξαίρεση την ακυρότητα που απορρέει από την αναρμοδιότητά τους, διότι, όπως εν προκειμένω, ο κατηγορούμενος, ο οποίος έχει το δικαίωμα να επικουρείται από δικηγόρο όταν παρίσταται ή εκπροσωπείται ενώπιον δικαστηρίου, έχει τη δυνατότητα να προβάλει κατ’ ένσταση την ακυρότητα αυτή πριν από τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς επί της ουσίας, έχει δε μάλιστα την ίδια δυνατότητα κατ’ έφεση αν ερημοδίκησε ή αν δεν εκπροσωπήθηκε στον πρώτο βαθμό.
Στο πλαίσιο αυτό, το Cour de cassation ζήτησε από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η απαγόρευση που του επιβάλλεται να εξετάζει αυτεπαγγέλτως την παράβαση υποχρέωσης, όπως η προβλεπόμενη στα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 2012/13 υποχρέωση άμεσης ενημέρωσης των υπόπτων και κατηγορουμένων σχετικά με το δικαίωμά τους σιωπής, συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης.
Με την απόφασή του, το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου απαντά ότι τα άρθρα 3 και 4 καθώς και το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), δεν αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία απαγορεύει στον δικαστή της ουσίας που αποφαίνεται επί ποινικών υποθέσεων να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, με σκοπό την ακύρωση της διαδικασίας, την παράβαση της υποχρέωσης των αρμόδιων αρχών να ενημερώνουν αμέσως τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο για το δικαίωμά του σιωπής, όταν αυτός δεν έχει στερηθεί τη συγκεκριμένη και πραγματική δυνατότητα πρόσβασης σε δικηγόρο ( 4 ), εν ανάγκη κάνοντας χρήση της δικαστικής αρωγής ( 5 ), και όταν είχε, τόσο αυτός όσο και, κατά περίπτωση, ο δικηγόρος του, το δικαίωμα να αποκτήσει πρόσβαση στη δικογραφία που τον αφορά καθώς και να προβάλει την παράβαση αυτή εντός εύλογης προθεσμίας.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η οδηγία 2012/13 ( 6 ) στηρίζεται στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη και αποσκοπεί στην προαγωγή των δικαιωμάτων αυτών υπέρ των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες. Το δικαίωμα σιωπής κατοχυρώνεται όχι μόνο στο άρθρο 48 του Χάρτη, σχετικά με το τεκμήριο αθωότητας και τα δικαιώματα άμυνας, αλλά και στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, σχετικά με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.
Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και παράγραφος 2, καθώς και το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2012/13 προβλέπουν υποχρέωση των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών να ενημερώνουν αμέσως τους υπόπτους ή κατηγορουμένους για τα δικαιώματά τους, ιδίως το δικαίωμα σιωπής. Εν πάση περιπτώσει, η ενημέρωση πρέπει να παρέχεται το αργότερο πριν από την πρώτη επίσημη εξέταση του υπόπτου ή κατηγορουμένου από την αστυνομία ή από άλλη αρμόδια αρχή.
Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει δικαίωμα προσφυγής, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στο εθνικό δίκαιο διαδικασίες, κατά της ενδεχόμενης παράλειψης ή άρνησης της αρμόδιας αρχής να παράσχει πληροφορίες σύμφωνα με την οδηγία αυτή. Δεδομένου ότι η ως άνω διάταξη έχει μεταξύ άλλων εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία η σχετική με το δικαίωμα σιωπής ενημέρωση έχει παρασχεθεί καθυστερημένα, ο ύποπτος ή κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσβάλει την εν λόγω έλλειψη γνωστοποίησης.
Εντούτοις, η προμνησθείσα διάταξη δεν διευκρινίζει ούτε τις λεπτομέρειες και τις προθεσμίες εντός των οποίων οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι καθώς και, κατά περίπτωση, ο συνήγορός τους μπορούν να επικαλεστούν παράβαση της υποχρέωσης άμεσης ενημέρωσης των εν λόγω υπόπτων και κατηγορουμένων σχετικά με το δικαίωμά τους σιωπής ούτε τις ενδεχόμενες δικονομικές συνέπειες που απορρέουν από τη μη επίκληση της εν λόγω παράβασης, όπως είναι η εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας που αποφαίνεται επί ποινικών υποθέσεων να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την εν λόγω παράβαση, με σκοπό την ακύρωση της διαδικασίας. Επομένως, τα κράτη μέλη διαθέτουν διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον καθορισμό των εν λόγω λεπτομερειών και συνεπειών.
Ωστόσο, όταν εφαρμόζουν το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13, τα κράτη μέλη υποχρεούνται, σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, να διασφαλίζουν την τήρηση των απαιτήσεων που απορρέουν τόσο από το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, όσο και από τα δικαιώματα άμυνας που κατοχυρώνονται στο άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, τα οποία συγκεκριμενοποιούνται με τις εν λόγω διατάξεις της οδηγίας 2012/13.
Συναφώς, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που παρέσχε η Γαλλική Κυβέρνηση, το γαλλικό ποινικό δίκαιο ( 7 ) επιτρέπει στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο καθώς και, κατά περίπτωση, στον δικηγόρο του να επικαλεστεί ανά πάσα στιγμή, μεταξύ της προσωρινής κράτησής του και της προβολής υπερασπιστικών ισχυρισμών επί της ουσίας, κάθε παράβαση της υποχρέωσης άμεσης ενημέρωσης του υπόπτου ή του κατηγορουμένου σχετικά με το δικαίωμά του σιωπής, διευκρινιζομένου ότι τόσο ο εν λόγω ύποπτος και ο κατηγορούμενος όσο και ο συνήγορός του έχουν δικαίωμα πρόσβασης στη δικογραφία και, ιδίως, στο πρακτικό με το οποίο διαπιστώνεται η γνωστοποίηση της θέσης υπό προσωρινή κράτηση καθώς και των συναφών δικαιωμάτων.
Τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια, δυνάμει του περιθωρίου εκτιμήσεως που τους καταλείπει η οδηγία 2012/13, να περιορίζουν χρονικά την επίκληση μιας τέτοιας παράβασης στο στάδιο που προηγείται της προβολής των υπερασπιστικών ισχυρισμών επί της ουσίας. Ειδικότερα, η απαγόρευση που επιβάλλεται στον ποινικό δικαστή της ουσίας να εξετάζει αυτεπαγγέλτως την εν λόγω παράβαση, με σκοπό την ακύρωση της διαδικασίας, σέβεται κατ’ αρχήν τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη, εφόσον ο ύποπτος, ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του είχε τη συγκεκριμένη και πραγματική δυνατότητα να επικαλεστεί την εν λόγω παράβαση και διέθετε προς τούτο εύλογη προθεσμία καθώς και πρόσβαση στη δικογραφία.
Πάντως, το συμπέρασμα αυτό ισχύει μόνον εφόσον τα πρόσωπα αυτά είχαν κατά τρόπο συγκεκριμένο και πραγματικό, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που τους παρέχεται για να προβάλουν παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/13, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2013/48 και διευκολύνεται από τον μηχανισμό της δικαστικής αρωγής τον οποίο προβλέπει η οδηγία 2016/1919.
Το γεγονός ότι ο ύποπτος και ο κατηγορούμενος πρέπει να έχουν, κατά το εθνικό δίκαιο, συγκεκριμένη και πραγματική δυνατότητα να τύχουν της συνδρομής δικηγόρου δεν αποκλείει, ωστόσο, το γεγονός ότι, αν παραιτηθούν από την εν λόγω δυνατότητα, οφείλουν, κατ’ αρχήν, να υποστούν τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησης αυτής, εφόσον αυτή επήλθε σύμφωνα με την οδηγία 2013/48. Συναφώς, ο ύποπτος ή κατηγορούμενος πρέπει να έχει λάβει, προφορικά ή εγγράφως, σαφή και επαρκή ενημέρωση σε απλή και κατανοητή γλώσσα σχετικά με το περιεχόμενο του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο και τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησης από αυτό, η δε παραίτηση πρέπει να δίνεται ελεύθερα και χωρίς περιθώρια αμφιβολίας.
Τέλος, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όταν διαπιστώνεται διαδικαστική πλημμέλεια, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εκτιμούν αν η πλημμέλεια αυτή θεραπεύθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που ακολούθησε, δεδομένου ότι η μη πραγματοποίηση τέτοιας εκτίμησης είναι, αυτή καθεαυτήν, prima facie ασύμβατη προς τις απαιτήσεις περί δίκαιης δίκης κατά την έννοια του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ( 8 ). Επομένως, σε περίπτωση που ο ύποπτος δεν έχει ενημερωθεί εγκαίρως για τα δικαιώματά του να μην αυτοενοχοποιηθεί και να σιωπήσει, πρέπει να καθοριστεί αν, παρά το κενό αυτό, η ποινική διαδικασία στο σύνολό της μπορεί να θεωρηθεί δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη διαφόρων παραγόντων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται το ζήτημα αν οι δηλώσεις που ελήφθησαν ελλείψει τέτοιας ενημέρωσης αποτελούν αναπόσπαστο ή σημαντικό μέρος των επιβαρυντικών στοιχείων, καθώς και η ισχύς των λοιπών στοιχείων της δικογραφίας ( 9 ).
( 1 ) Το άρθρο 63-1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι το πρόσωπο που τίθεται υπό προσωρινή κράτηση ενημερώνεται αμέσως από αξιωματικό της δικαστικής αστυνομίας ή από αστυνομικό υπάλληλο, ο οποίος υπόκειται στον έλεγχο του εν λόγω αξιωματικού, ότι έχει το δικαίωμα, κατά την ανακριτική διαδικασία, αφού δηλώσει τα στοιχεία της ταυτότητάς του, να προβεί σε δηλώσεις, να απαντήσει στις ερωτήσεις που του έχουν τεθεί ή να σιωπήσει.
( 2 ) Οδηγία 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ 2012, L 142, σ. 1).
( 3 ) Εν προκειμένω, το άρθρο 385 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
( 4 ) Σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας (ΕΕ 2013, L 294, σ. 1).
( 5 ) Υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η οδηγία (ΕΕ) 2016/1919 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (ΕΕ 2016, L 297, σ. 1).
( 6 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 2012/13.
( 7 ) Ειδικότερα, το άρθρο 63-1, παράγραφος 3, το άρθρο 63-4-1 και το άρθρο 385 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
( 8 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 28ης Ιανουαρίου 2020, Mehmet Zeki Çelebi κατά Τουρκίας, CE:ECHR:2020:0128JUD002758207, § 51
( 9 ) Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Ibrahim κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, CE:ECHR:2016:0913JUD005054108, § 273 και 274.