ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 17ης Μαΐου 2023 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Οδηγία 2001/95/ΕΚ – Άρθρο 12 και παράρτημα II – Τεχνικά πρότυπα και προδιαγραφές –Σύστημα ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (RAPEX) – Κατευθυντήριες γραμμές – Επικίνδυνα μη εδώδιμα προϊόντα – Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2019/417 – Κανονισμός (ΕΚ) 765/2008 – Άρθρα 20 και 22 – Κοινοποιήσεις στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Διοικητική απόφαση – Απαγόρευση πώλησης ορισμένων ειδών πυροτεχνίας και υποχρέωση απόσυρσης – Αίτηση διανομέα των σχετικών προϊόντων για τη συμπλήρωση των κοινοποιήσεων – Αρχή αρμόδια για να αποφανθεί επί της αιτήσεως – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αποτελεσματική δικαστική προστασία»

Στην υπόθεση C‑626/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) με απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Οκτωβρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

Funke sp. z o.o.

κατά

Landespolizeidirektion Wien,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, Δ. Γρατσία, M. Ilešič, I. Jarukaitis και Z. Csehi (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta

γραμματέας: S. Beer, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Σεπτεμβρίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Funke sp. z o.o., εκπροσωπούμενη από τους K. Pateter και C. M. Schwaiger, Rechtsanwälte,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Posch, την J. Schmoll, τον H. Perz, τη V. Reichmann και τον F. Werni,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την G. Goddin καθώς και τους B.-R. Killmann και F. Thiran,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 1ης Δεκεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 12 και του παραρτήματος II της οδηγίας 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 2001, για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων (ΕΕ 2002, L 11, σ. 4), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008 (ΕΕ 2008, L 218, σ. 30) (στο εξής: οδηγία 2001/95), των άρθρων 20 και 22 του κανονισμού (ΕΚ) 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93 του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 218, σ. 30), καθώς και της εκτελεστικής απόφασης (ΕΕ) 2019/417 της Επιτροπής, της 8ης Νοεμβρίου 2018, σχετικά με τον καθορισμό κατευθυντήριων γραμμών για τη διαχείριση του συστήματος ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών «RAPEX» της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θεσπίστηκε δυνάμει του άρθρου 12 της οδηγίας 2001/95/ΕΚ για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων, και του συστήματος κοινοποίησής του (ΕΕ 2019, L 73, σ. 121).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Funke sp. z o.o. και της Landespolizeidirektion Wien (αστυνομικής διεύθυνσης Βιέννης, Αυστρία) (στο εξής: LPD), με αντικείμενο κοινοποιήσεις στις οποίες προέβη η LPD μέσω του συστήματος ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: RAPEX) όσον αφορά ορισμένα είδη πυροτεχνίας που εισάγει η εταιρία αυτή.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 2013/29/ΕΕ

3

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2013/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2013, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διαθεσιμότητα στην αγορά ειδών πυροτεχνίας (ΕΕ 2013, L 178, σ. 27), το οποίο επιγράφεται «Αντικείμενο», έχει ως εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες που αποσκοπούν στην ελεύθερη κυκλοφορία των ειδών πυροτεχνίας στην εσωτερική αγορά, εξασφαλίζοντας υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας και της δημόσιας ασφάλειας και την προστασία και την ασφάλεια των καταναλωτών και λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά ζητήματα που συνδέονται με την προστασία του περιβάλλοντος.

2.   Η παρούσα οδηγία καθιερώνει τις βασικές απαιτήσεις ασφαλείας τις οποίες πρέπει να πληρούν τα είδη πυροτεχνίας προκειμένου να διατίθενται στην αγορά. Οι απαιτήσεις αυτές παρατίθενται στο παράρτημα I.»

4

Το άρθρο 3 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί», ορίζει στο σημείο 12 τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι εξής ορισμοί:

[…]

12.   “οικονομικοί φορείς”: ο κατασκευαστής, ο εισαγωγέας και ο διανομέας».

5

Το άρθρο 38 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Επιτήρηση της ενωσιακής αγοράς και έλεγχος των ειδών πυροτεχνίας που εισέρχονται στην ενωσιακή αγορά», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε κατάλληλο μέτρο για να εξασφαλίσουν ότι τα είδη πυροτεχνίας μπορούν να διατίθενται στην αγορά μόνο εάν, όταν αποθηκεύονται σωστά και χρησιμοποιούνται για τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται, δεν θέτουν σε κίνδυνο την υγεία και την ασφάλεια των προσώπων.

2.   Το άρθρο 15, παράγραφος 3, και τα άρθρα 16 έως 29 του κανονισμού [765/2008] εφαρμόζονται στα είδη πυροτεχνίας.»

6

Το άρθρο 39 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Διαδικασία αντιμετώπισης των ειδών πυροτεχνίας που παρουσιάζουν κίνδυνο σε εθνικό επίπεδο», ορίζει τα εξής:

«1.   Εάν οι αρχές εποπτείας της αγοράς ενός κράτους μέλους έχουν επαρκείς λόγους να πιστεύουν ότι ένα είδος πυροτεχνίας παρουσιάζει κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια ατόμων ή για άλλα ζητήματα προστασίας του δημόσιου συμφέροντος που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία διενεργούν αξιολόγηση για το είδος πυροτεχνίας που καλύπτει όλες τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Για τον σκοπό αυτό, οι ενδιαφερόμενοι οικονομικοί φορείς συνεργάζονται όπως απαιτείται με τις αρχές εποπτείας της αγοράς.

Εάν, κατά την αξιολόγηση, οι αρχές εποπτείας της αγοράς που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο διαπιστώσουν ότι το είδος πυροτεχνίας δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, ζητούν αμέσως από τον οικείο οικονομικό φορέα να προβεί σε όλες τις αναγκαίες διορθωτικές ενέργειες για να θέσει το προϊόν σε συμμόρφωση με τις απαιτήσεις ή να αποσύρει το προϊόν από την αγορά ή να το ανακαλέσει μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, ανάλογο προς τη φύση του κινδύνου, το οποίο ορίζουν οι ίδιες.

Οι αρχές εποπτείας της αγοράς ενημερώνουν σχετικά τον οικείο κοινοποιημένο οργανισμό.

Το άρθρο 21 του κανονισμού [765/2008] εφαρμόζεται στα μέτρα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

2.   Εάν οι αρχές εποπτείας της αγοράς θεωρούν ότι η μη συμμόρφωση δεν περιορίζεται στην εθνική επικράτεια, ενημερώνουν την Επιτροπή και άλλα κράτη μέλη για τα αποτελέσματα της αξιολόγησης και τα μέτρα που ζήτησαν να λάβει ο οικονομικός φορέας.

3.   Ο οικονομικός φορέας εξασφαλίζει ότι λαμβάνονται όλα τα ενδεικνυόμενα διορθωτικά μέτρα για όλα τα είδη πυροτεχνίας που έχει καταστήσει διαθέσιμα στην αγορά σε όλη την Ένωση.

4.   Εάν ο οικείος οικονομικός φορέας δεν λάβει, μέσα στο χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1, τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα, οι αρχές εποπτείας της αγοράς λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα προσωρινά μέτρα για να απαγορεύσουν ή να περιορίσουν τη διάθεση των ειδών πυροτεχνίας στην εθνική αγορά ή να αποσύρουν το είδος πυροτεχνίας από την αγορά ή να το ανακαλέσουν.

Οι αρχές εποπτείας της αγοράς ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για τα μέτρα αυτά.

5.   Στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 δεύτερο εδάφιο περιλαμβάνονται όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, ιδίως τα στοιχεία που απαιτούνται για την ταύτιση του μη συμμορφούμενου είδους πυροτεχνίας, την καταγωγή του είδους πυροτεχνίας, τη φύση της τυχόν μη συμμόρφωσης και του σχετικού κινδύνου, τη φύση και τη διάρκεια των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν, καθώς και τα επιχειρήματα που προβάλλει ο σχετικός οικονομικός φορέας. […]

6.   Τα κράτη μέλη πλην του κράτους μέλους που κίνησε τη διαδικασία δυνάμει του παρόντος άρθρου ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για τα μέτρα που έλαβαν και παρέχουν τυχόν άλλες πρόσθετες πληροφορίες που έχουν όσον αφορά τη μη συμμόρφωση του είδους πυροτεχνίας, και, σε περίπτωση διαφωνίας με εθνικό μέτρο που έχει θεσπιστεί, για τις τυχόν αντιρρήσεις τους.

7.   Εάν εντός τριών μηνών από τη λήψη των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 4 δεύτερο εδάφιο δεν έχει διατυπωθεί ένσταση από κράτος μέλος ή την Επιτροπή σε σχέση με προσωρινό μέτρο που έχει λάβει κράτος μέλος, τότε το μέτρο θεωρείται δικαιολογημένο.

8.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι λαμβάνονται αμέσως τα κατάλληλα περιοριστικά μέτρα όσον αφορά το σχετικό είδος πυροτεχνίας, όπως η απόσυρση του είδους πυροτεχνίας από την αγορά.»

Ο κανονισμός 765/2008

7

Η αιτιολογική σκέψη 30 του κανονισμού 765/2008 έχει ως εξής:

«Οι καταστάσεις σοβαρού κινδύνου που γεννά ένα προϊόν απαιτούν ταχεία επέμβαση, η οποία μπορεί να συνεπάγεται την απόσυρση του προϊόντος ή την ανάκλησή του ή την απαγόρευση της διάθεσής του. Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να υπάρχει πρόσβαση σε σύστημα ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής. Το σύστημα που προβλέπεται από το άρθρο 12 της οδηγίας 2001/95/ΕΚ απέδειξε την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητά του στον τομέα των καταναλωτικών προϊόντων. Για να αποφευχθεί η άσκοπη αλληλεπικάλυψη, το σύστημα αυτό πρέπει να χρησιμοποιείται και στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού. Επιπλέον, η διασφάλιση της συνεκτικής εποπτείας της αγοράς σε όλη την Κοινότητα απαιτεί μια συνολική διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών για τις εθνικές δραστηριότητες που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο αυτό, διαδικασία η οποία υπερβαίνει το εν λόγω σύστημα.»

8

Το άρθρο 2 του κανονισμού 765/2008, το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί», ορίζει στο σημείο 7 τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

7.   “οικονομικοί φορείς”: ο κατασκευαστής, ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος, ο εισαγωγέας και ο διανομέας».

9

Το άρθρο 20 του κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Προϊόντα που παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι τα προϊόντα που παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο, ο οποίος απαιτεί ταχεία παρέμβαση, συμπεριλαμβανομένου του σοβαρού κινδύνου που δεν έχει άμεσες συνέπειες, ανακαλούνται, αποσύρονται, ή απαγορεύεται η διαθεσιμότητά τους στην αγορά αυτού του κράτους μέλους, και ότι η Επιτροπή ενημερώνεται αμέσως, σύμφωνα με το άρθρο 22.»

10

Το άρθρο 21 του κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Περιοριστικά μέτρα», ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε μέτρα, τα οποία λαμβάνονται σύμφωνα με τη σχετική κοινοτική νομοθεσία εναρμόνισης, για την απαγόρευση ή τον περιορισμό της διαθεσιμότητας ενός προϊόντος στην αγορά ή για την απόσυρση ή την ανάκλησή του από την αγορά, είναι αναλογικά και συνοδεύονται από δήλωση σχετικά με τους ακριβείς λόγους για τους οποίους ελήφθησαν.

2.   Τα μέτρα αυτά κοινοποιούνται αμέσως στον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα, ταυτόχρονα δε, του γνωστοποιούνται τα ένδικα βοηθήματα που του παρέχει η νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους καθώς και οι προθεσμίες εντός των οποίων έχει δικαίωμα να τα ασκήσει.»

11

Το άρθρο 22 του κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Ανταλλαγή πληροφοριών – Κοινοτικό σύστημα ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών», ορίζει στις παραγράφους 1, 3 και 4 τα εξής:

«1.   Όταν ένα κράτος μέλος λαμβάνει ή προτίθεται να λάβει μέτρο βάσει του άρθρου 20 και θεωρεί ότι οι λόγοι που οδήγησαν στη λήψη του μέτρου ή οι συνέπειες του μέτρου υπερβαίνουν την επικράτειά του, κοινοποιεί αμέσως στην Επιτροπή, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, το μέτρο που έλαβε. Πληροφορεί επίσης αμέσως την Επιτροπή σχετικά με την τροποποίηση ή την ανάκληση οποιουδήποτε τέτοιου μέτρου.

[…]

3.   Οι πληροφορίες που παρέχονται βάσει των παραγράφων 1 και 2 περιέχουν όλες τις διαθέσιμες λεπτομέρειες, ιδίως όσον αφορά τα στοιχεία που απαιτούνται για την αναγνώριση του προϊόντος, την καταγωγή και την αλυσίδα διάθεσης του προϊόντος, το σχετικό κίνδυνο, το είδος και τη διάρκεια των ληφθέντων εθνικών μέτρων και οποιοδήποτε μέτρο λήφθηκε σε εθελοντική βάση από τους οικονομικούς φορείς.

4.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1, 2 και 3 χρησιμοποιείται το σύστημα εποπτείας της αγοράς και ανταλλαγής πληροφοριών που προβλέπεται στο άρθρο 12 της οδηγίας 2001/95/ΕΚ. Οι παράγραφοι 2, 3 και 4 του άρθρου 12 της προαναφερθείσας οδηγίας εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.»

Η οδηγία 2001/95

12

Η αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας 2001/95 έχει ως εξής:

«Ο αποτελεσματικός έλεγχος της ασφάλειας των προϊόντων απαιτεί την ίδρυση, σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο, ενός συστήματος ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών σε καταστάσεις σοβαρού κινδύνου που χρήζουν ταχείας επέμβασης και συνδέονται με την ασφάλεια κάποιου προϊόντος. […]»

13

Κατά το άρθρο 12, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2001/95:

«2.   Μόλις λάβει τις κοινοποιήσεις αυτές, η Επιτροπή ελέγχει τη συμμόρφωσή τους με το παρόν άρθρο και με τις απαιτήσεις λειτουργίας του Rapex και τις διαβιβάζει στα λοιπά κράτη μέλη, τα οποία, στη συνέχεια, γνωστοποιούν αμέσως στην Επιτροπή τα μέτρα που λαμβάνουν.

3.   Οι λεπτομερείς διαδικασίες για το κοινοτικό σύστημα Rapex παρατίθενται στο παράρτημα ΙΙ. Οι διαδικασίες αυτές προσαρμόζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 5.»

14

Το παράρτημα II της οδηγίας αυτής, το οποίο επιγράφεται «Διαδικασίες για την εφαρμογή του RAPEX και κατευθυντήριες γραμμές για τις κοινοποιήσεις», έχει ως εξής:

«1. Το Rapex καλύπτει τα προϊόντα, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο α), που παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών.

[…]

2. Το Rapex αποσκοπεί κυρίως στην ταχεία ανταλλαγή πληροφοριών σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου. Οι κατευθυντήριες γραμμές που αναφέρονται στο σημείο 8 καθορίζουν συγκεκριμένα κριτήρια για τον εντοπισμό των σοβαρών κινδύνων.

3. Το κράτος μέλος που προβαίνει στην κοινοποίηση βάσει του άρθρου 12, προσκομίζει όλες τις λεπτομέρειες που διαθέτει. Ιδίως, η κοινοποίηση περιέχει τις πληροφορίες που ορίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές, που αναφέρονται στο σημείο 8, και τουλάχιστον:

α) πληροφορίες για την αναγνώριση του προϊόντος·

β) περιγραφή του ενδεχόμενου κινδύνου, συμπεριλαμβανομένης και μιας σύνοψης των αποτελεσμάτων τυχόν δοκιμών/αναλύσεων και των πορισμάτων τους, που συμβάλλουν στην εκτίμηση του μεγέθους του κινδύνου·

γ) τη φύση και τη διάρκεια των μέτρων ή των δράσεων που έχουν αναληφθεί ή αποφασιστεί, αν υπάρχουν·

δ) πληροφορίες για τις αλυσίδες εφοδιασμού και τη διανομή του προϊόντος, ιδίως για τις χώρες προορισμού.

Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να διαβιβάζονται με χρήση του ειδικού τυποποιημένου έντυπου κοινοποίησης και με τα μέσα που ορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές που αναφέρονται στο σημείο 8.

[…]

5. Η Επιτροπή ελέγχει, το συντομότερο δυνατό, τη συμφωνία των πληροφοριών που λαμβάνει στα πλαίσια του Rapex, με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και, εάν το κρίνει απαραίτητο και προκειμένου να αξιολογήσει την ασφάλεια του προϊόντος, διεξάγει έρευνα με δική της πρωτοβουλία. Στην περίπτωση τέτοιας έρευνας, τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή, στο μέτρο του δυνατού, τις απαιτούμενες πληροφορίες.

[…]

7. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν πάραυτα την Επιτροπή για κάθε τροποποίηση ή άρση του/των εν λόγω μέτρου/μέτρων ή ενεργειών.

8. Η Επιτροπή εκπονεί και ενημερώνει τακτικά, με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφος 3, τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη διαχείριση του Rapex από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη.

[…]

10. Η ευθύνη για τις παρεχόμενες πληροφορίες εμπίπτει στο κοινοποιούν κράτος μέλος.

[…]»

Η εκτελεστική απόφαση 2019/417

15

Οι αιτιολογικές σκέψεις 11 έως 13 της εκτελεστικής απόφασης 2019/417 έχουν ως εξής:

«(11)

Η οδηγία [2001/95] και ο κανονισμός [765/2008] είναι συμπληρωματικά και παρέχουν ένα σύστημα για τη βελτίωση της ασφάλειας των μη εδώδιμων προϊόντων.

(12)

Το RAPEX συμβάλλει στην αποτροπή και τον περιορισμό της διάθεσης προϊόντων που ενέχουν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια ή, στην περίπτωση προϊόντων που διέπονται από τον κανονισμό [765/2008], και σε άλλα συναφή δημόσια συμφέροντα. Δίνει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να παρακολουθεί την αποτελεσματικότητα και τη συνέπεια της εποπτείας της αγοράς και των δραστηριοτήτων επιβολής των σχετικών ρυθμίσεων στα κράτη μέλη.

(13)

Το σύστημα RAPEX παρέχει μια βάση για τη διαπίστωση της ανάγκης ανάληψης δράσης σε επίπεδο [Ένωσης] και συμβάλλει στη συνεπή επιβολή των ενωσιακών απαιτήσεων ασφάλειας για τα προϊόντα και, συνεπώς, στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.»

16

Το άρθρο 1 της εκτελεστικής απόφασης προβλέπει τα εξής:

«Οι κατευθυντήριες γραμμές για τη διαχείριση του [RAPEX], που θεσπίστηκε δυνάμει του άρθρου 12 της οδηγίας [2001/95], και του συστήματος κοινοποίησής του, καθορίζονται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης.»

17

Το παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης, το οποίο επιγράφεται «Κατευθυντήριες γραμμές για τη διαχείριση του [RAPEX] που θεσπίστηκε δυνάμει του άρθρου 12 της οδηγίας [2001/95] και του συστήματος κοινοποιήσεώς του» (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές RAPEX), καθορίζει στο μέρος I το πεδίο εφαρμογής και τους παραλήπτες των κατευθυντήριων γραμμών.

18

Το σημείο 2 του μέρους I των κατευθυντήριων γραμμών RAPEX, το οποίο επιγράφεται «Αποδέκτες των κατευθυντήριων γραμμών», ορίζει τα εξής:

«Οι κατευθυντήριες γραμμές απευθύνονται σε όλες τις αρχές των κρατών μελών που δραστηριοποιούνται στην ασφάλεια των προϊόντων και που συμμετέχουν στο δίκτυο RAPEX, συμπεριλαμβανομένων των αρχών εποπτείας της αγοράς που είναι αρμόδιες για τον έλεγχο της συμμόρφωσης των προϊόντων με τις απαιτήσεις ασφάλειας και των αρχών που είναι αρμόδιες για τη διενέργεια ελέγχων στα εξωτερικά σύνορα.»

19

Κατά το σημείο 4 του μέρους I των κατευθυντηρίων γραμμών RAPEX, το οποίο επιγράφεται «Μέτρα»:

«4.1. Τύποι μέτρων

Τα προληπτικά και περιοριστικά μέτρα μπορούν να ληφθούν σε σχέση με προϊόντα που εγκυμονούν κίνδυνο είτε κατόπιν πρωτοβουλίας του οικονομικού φορέα που τα διέθεσε και/ή τα διένειμε στην αγορά (“προαιρετικά μέτρα”) ή κατόπιν εντολής μιας αρχής ενός κράτους μέλους αρμόδιας για τον έλεγχο της συμμόρφωσης των προϊόντων προς τις απαιτήσεις ασφάλειας (“υποχρεωτικά μέτρα”).

[…]»

20

Το σημείο 1 του μέρους II των κατευθυντήριων γραμμών RAPEX, το οποίο επιγράφεται «Εισαγωγή», έχει ως εξής:

«1.1. Στόχοι του RAPEX

[…]

Το RAPEX διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον τομέα της ασφάλειας προϊόντων. Συμπληρώνει άλλες δράσεις που λαμβάνονται τόσο σε εθνικό όσο και σε [ενωσιακό] επίπεδο για να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο ασφάλειας προϊόντων στην [Ένωση].

Τα στοιχεία RAPEX συμβάλλουν:

α)

στην πρόληψη και τον περιορισμό διάθεσης επικίνδυνων προϊόντων·

β)

στον έλεγχο της αποτελεσματικότητας και της συνοχής της εποπτείας της αγοράς και των εποπτικών δραστηριοτήτων από τις αρχές των κρατών μελών·

γ)

στον προσδιορισμό των αναγκών και στην παροχή μιας βάσης για την ανάληψη δράσης σε επίπεδο [Ένωσης]· και

δ)

στη συνεκτική επιβολή των απαιτήσεων τη[ς] [Ένωσης] για την ασφάλεια των προϊόντων και κατά συνέπεια συμβάλλουν στην απρόσκοπτη λειτουργία της ενιαίας αγοράς.

[…]»

21

Το σημείο 3 του μέρους II των κατευθυντηρίων γραμμών RAPEX, το οποίο επιγράφεται «Κοινοποιήσεις», έχει ως εξής:

«[…]

3.2. Περιεχόμενο των κοινοποιήσεων

3.2.1. Πεδίο εφαρμογής των στοιχείων

Οι κοινοποιήσεις που στέλνονται στην Επιτροπή μέσω της εφαρμογής RAPEX περιλαμβάνουν τους ακόλουθους τύπους στοιχείων:

α)

Πληροφορίες που επιτρέπουν την ταυτοποίηση του κοινοποιημένου προϊόντος, δηλαδή κατηγορία προϊόντος, ονομασία προϊόντος, εμπορικό σήμα, αριθμός μοντέλου και/ή τύπου, γραμμωτό κώδικα, αριθμός παρτίδας ή αύξων αριθμός, τελωνειακός κωδικός, περιγραφή του προϊόντος και της συσκευασίας του συνοδευόμενα από εικόνες που παρουσιάζουν το προϊόν, τη συσκευασία και τις ετικέτες του. Η λεπτομερής και ακριβής ταυτοποίηση προϊόντων αποτελεί βασικό στοιχείο για την εποπτεία της αγοράς και την επιβολή της τήρησης των κανόνων, δεδομένου ότι επιτρέπει στις εθνικές αρχές να ταυτοποιήσουν το κοινοποιούμενο προϊόν, ώστε να το διαχωρίζουν από άλλα προϊόντα του ίδιου ή παρόμοιου τύπου ή παρόμοιας κατηγορίας που διατίθενται στην αγορά, καθώς και για να το εντοπίσουν στην αγορά και να λάβουν ή να συμφωνήσουν σχετικά με τα κατάλληλα μέτρα.

[…]

3.2.2. Πληρότητα των στοιχείων

Οι κοινοποιήσεις πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πληρέστερες. Τα στοιχεία που θα περιέχονται στην κοινοποίηση αναφέρονται στο προσάρτημα 1 αυτών των κατευθυντήριων γραμμών και περιλαμβάνονται στην εφαρμογή RAPEX. Όλα τα πεδία του υποδείγματος κοινοποίησης πρέπει να συμπληρωθούν με τα ζητούμενα στοιχεία. Όπου οι απαραίτητες πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες τη στιγμή υποβολής μιας κοινοποίησης, αυτό αναφέρεται σαφώς και επεξηγείται πάνω στο έντυπο από το κράτος μέλος που υποβάλλει την κοινοποίηση. Μόλις οι ελλείπουσες πληροφορίες καταστούν διαθέσιμες, το κοινοποιούν κράτος μέλος συμπληρώνει την κοινοποίησή του. Η επικαιροποιημένη κοινοποίηση εξετάζεται από την Επιτροπή πριν επικυρωθεί και διανεμηθεί μέσω του συστήματος.

Τα σημεία επαφής RAPEX παρέχουν σε όλες τις εθνικές αρχές που συμμετέχουν στο δίκτυο RAPEX οδηγίες για το είδος των στοιχείων που απαιτούνται για τη συμπλήρωση της κοινοποίησης. Αυτό βοηθά να διασφαλιστεί ότι οι πληροφορίες που παρέχονται από αυτές τις αρχές προς το σημείο επαφής RAPEX είναι σωστές και πλήρεις (βλ. μέρος II, κεφάλαιο 5.1).

Όταν μέρος των πληροφοριών που απαιτούνται από τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές δεν είναι ακόμα διαθέσιμο, τα κράτη μέλη θα πρέπει εντούτοις να συμμορφώνονται με τις προθεσμίες που έχουν θεσπιστεί και να μην καθυστερούν την αποστολή κοινοποίησης RAPEX για ένα προϊόν που εγκυμονεί θανάσιμο κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών ή άλλων τελικών χρηστών και/ή όταν μια κοινοποίηση RAPEX απαιτεί ανάληψη επείγουσας δράσης από τα κράτη μέλη.

[…]

3.2.3. Επικαιροποίηση δεδομένων

Το κοινοποιούν κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή (το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός των προθεσμιών που ορίζονται στο προσάρτημα 4 αυτών των κατευθυντηρίων γραμμών) αναφορικά με οποιεσδήποτε εξελίξεις που απαιτούν μεταβολές σε μια κοινοποίηση που διαβιβάζεται μέσω της εφαρμογής RAPEX. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για οποιεσδήποτε αλλαγές (π.χ. μετά από δικαστική απόφαση κατά τη διάρκεια μιας διαδικασίας ένστασης) ως προς την κατάσταση των κοινοποιηθέντων μέτρων, την εκτίμηση επικινδυνότητας και τις νέες αποφάσεις σχετικά με την εμπιστευτικότητα.

Η Επιτροπή εξετάζει τις πληροφορίες που παρέχονται από το κοινοποιούν κράτος μέλος και επικαιροποιεί τις αντίστοιχες πληροφορίες στην εφαρμογή RAPEX και στον δικτυακό τόπο RAPEX, όπου είναι απαραίτητο.

3.2.4. Ευθύνη ως προς τις διαβιβαζόμενες πληροφορίες

Η ευθύνη για τις παρεχόμενες πληροφορίες ανήκει στο κοινοποιούν κράτος μέλος.

Το κοινοποιούν κράτος μέλος και η αρμόδια εθνική αρχή εξασφαλίζουν ότι όλα τα στοιχεία που παρέχονται μέσω της εφαρμογής RAPEX είναι ακριβή, ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε σύγχυση με παρόμοια προϊόντα της ίδιας κατηγορίας ή του αυτού τύπου που διατίθενται στην αγορά της [Ένωσης].

Η αρχή ή οι αρχές που εμπλέκονται στη διαδικασία κοινοποίησης (π.χ. για την εκτέλεση της εκτίμησης επικινδυνότητας του κοινοποιούμενου προϊόντος ή για την παροχή πληροφοριών ως προς τους διαύλους διανομής) φέρουν την ευθύνη για τις πληροφορίες που παρέχονται μέσω της εφαρμογής RAPEX. Το σημείο επαφής RAPEX ελέγχει και επικυρώνει όλες τις κοινοποιήσεις που παραλαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές πριν τις διαβιβάσει στην Επιτροπή (βλ. επίσης μέρος II, κεφάλαιο 5.1).

Οποιαδήποτε μέτρα λαμβάνονται από την Επιτροπή, όπως η εξέταση των κοινοποιήσεων, η επικύρωση και η διανομή τους μέσω της εφαρμογής RAPEX και η ανάρτησή τους στον δικτυακό τόπο RAPEX, δεν συνεπάγονται οποιαδήποτε ανάληψη ευθύνης για τις διαβιβασθείσες πληροφορίες, την οποία εξακολουθεί να φέρει το κοινοποιούν κράτος μέλος.

3.3. Δρώντες και ρόλοι που εμπλέκονται στη διαδικασία κοινοποίησης

Τα μέρη που εμπλέκονται στη διαδικασία κοινοποίησης και οι αρμοδιότητές τους είναι τα ακόλουθα:

3.3.1. Οικονομικοί φορείς

Οι οικονομικοί φορείς δεν εμπλέκονται άμεσα στην υποβολή κοινοποιήσεων στην εφαρμογή RAPEX.

Παρόλα αυτά, στην περίπτωση ενός προϊόντος που εγκυμονεί κίνδυνο, οι οικονομικοί φορείς ενημερώνουν αμέσως τις αρμόδιες αρχές σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία διατέθηκε το προϊόν. Οι όροι και οι λεπτομέρειες για την παροχή αυτών των πληροφοριών καθορίζονται στο παράρτημα I της [οδηγίας 2001/95].

[…]

3.3.2. Αρχές των κρατών μελών

Οι αρχές των κρατών μελών ειδοποιούν την Επιτροπή μέσω της εφαρμογής RAPEX και για τα υποχρεωτικά και για τα προαιρετικά μέτρα που λαμβάνονται στη δική τους επικράτεια σε σχέση με τα προϊόντα που εγκυμονούν κίνδυνο.

[…]

3.4. Ροή εργασιών

3.4.1. Δημιουργία κοινοποίησης

3.4.1.1.Από εθνική αρχή

Σύμφωνα με τις εθνικές ρυθμίσεις, οι διάφορες εθνικές αρχές που εμπλέκονται στη διαδικασία RAPEX (τοπικές/περιφερειακές αρχές εποπτείας της αγοράς, αρχές ελέγχου στα εξωτερικά σύνορα, κ.λπ.) μπορεί να έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν κοινοποίηση.

3.4.1.2. Από την Επιτροπή

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να δημιουργήσει κοινοποίηση, όπως εξηγείται στο σημείο 3.3.4.

3.4.2. Υποβολή των κοινοποιήσεων στην Επιτροπή

Το εθνικό σημείο επαφής RAPEX είναι αρμόδιο για την υποβολή όλων των κοινοποιήσεων προς επικύρωση από την Επιτροπή (βλ. μέρος II, κεφάλαιο 5.1).

3.4.3. Εξέταση των κοινοποιήσεων στην Επιτροπή

Η Επιτροπή ελέγχει όλες τις κοινοποιήσεις που παραλαμβάνονται μέσω της εφαρμογής RAPEX πριν τις διαβιβάσει στα κράτη μέλη, ώστε να εξασφαλίσει ότι είναι ορθές και πλήρεις.

[…]

3.4.3.5. Έρευνα

Όπου είναι απαραίτητο, η Επιτροπή μπορεί να διεξαγάγει έρευνα για να αξιολογήσει την ασφάλεια ενός προϊόντος. Αυτή η έρευνα μπορεί να διεξαχθεί ειδικότερα στις περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς την επικινδυνότητα του προϊόντος που κοινοποιείται μέσω της εφαρμογής RAPEX. Αυτές οι αμφιβολίες μπορούν είτε να προκύψουν κατά τη διάρκεια της εξέτασης μιας κοινοποίησης από την Επιτροπή είτε να τεθούν υπόψη της Επιτροπής από ένα κράτος μέλος (π.χ. μέσω μιας συμπληρωματικής κοινοποίησης) είτε από τρίτο μέρος (π.χ. έναν παραγωγό).

[…]

3.4.4. Επικύρωση και διανομή κοινοποιήσεων

Η Επιτροπή επικυρώνει και διανέμει μέσω της εφαρμογής RAPEX, εντός των προθεσμιών που ορίζονται στο προσάρτημα 5 αυτών των κατευθυντήριων γραμμών, όλες τις κοινοποιήσεις που αξιολογούνται ως ορθές και πλήρεις κατά τη διάρκεια της εξέτασης.

[…]

3.4.5. Δημοσίευση κοινοποιήσεων

3.4.5.1. Κοινοποίηση των πληροφοριών κατά γενικό κανόνα

Το κοινό έχει το δικαίωμα να ενημερώνεται για τα προϊόντα που εγκυμονούν κίνδυνο. Για να εκπληρώσει αυτή την υποχρέωση, η Επιτροπή δημοσιεύει επισκοπήσεις νέων κοινοποιήσεων στον δικτυακό τόπο του RAPEX.

Για λόγους εξωτερικής επικοινωνίας, ο δικτυακός τόπος RAPEX θα λάβει στο μέλλον την ονομασία “Safety Check”.

Τα κράτη μέλη επίσης παρέχουν στο κοινό πληροφορίες στις εθνικές γλώσσες σχετικά με τα προϊόντα που συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για τους καταναλωτές και ως προς τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση του εν λόγω κινδύνου. Τέτοιες πληροφορίες μπορούν να διανεμηθούν μέσω του διαδικτύου, με έντυπα, ηλεκτρονικά μέσα κ.λπ.

Οι πληροφορίες που τίθενται στη διάθεση του κοινού είναι περίληψη μιας κοινοποίησης και περιλαμβάνουν τα στοιχεία τα οποία επιτρέπουν την ταυτοποίηση του προϊόντος, καθώς και πληροφορίες ως προς τους κινδύνους και τα μέτρα που λαμβάνονται για να αποτρέψουν ή να περιορίσουν τους εν λόγω κινδύνους. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν να δημοσιοποιήσουν άλλα στοιχεία των κοινοποιήσεων, μόνο όταν αυτές οι πληροφορίες, λόγω της φύσης τους, δεν είναι εμπιστευτικές (επαγγελματικό απόρρητο) και δεν χρήζουν προστασίας.

[…]

3.4.6. Παρακολούθηση των κοινοποιήσεων

[…]

3.4.6.2. Σκοποί των δραστηριοτήτων παρακολούθησης

Μετά την παραλαβή μιας κοινοποίησης, ένα κράτος μέλος εξετάζει τις πληροφορίες που παρέχονται στην κοινοποίηση και λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου:

α)

να διαπιστώσει αν το προϊόν έχει διατεθεί στο εμπόριο στην επικράτειά του·

β)

να εκτιμήσει ποια προληπτικά ή περιοριστικά μέτρα πρέπει να ληφθούν όσον αφορά το κοινοποιημένο προϊόν που βρίσκεται στην αγορά του, λαμβάνοντας υπόψη τα μέτρα που λαμβάνονται από το κοινοποιούν κράτος μέλος και οποιεσδήποτε ειδικές περιστάσεις που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν διαφορετικούς τύπους μέτρων ή τη μη ανάληψη δράσης·

γ)

να προβεί σε πρόσθετη εκτίμηση επικινδυνότητας και δοκιμή του κοινοποιούμενου προϊόντος, εάν είναι απαραίτητο·

δ)

να συλλέξει οποιεσδήποτε πρόσθετες πληροφορίες που μπορούν να είναι χρήσιμες σε άλλα κράτη μέλη (π.χ. πληροφορίες για διαύλους διανομής του κοινοποιημένου προϊόντος σε άλλα κράτη μέλη).

3.4.6.3. Τεχνικές παρακολούθησης

Για να εξασφαλιστεί επαρκής και αποτελεσματική παρακολούθηση, πρέπει να υιοθετηθούν από τις εθνικές αρχές οι βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά τις τεχνικές παρακολούθησης, που περιλαμβάνουν:

α)

Ελέγχους στην αγορά

Οι εθνικές αρχές οργανώνουν τακτικούς (προγραμματισμένους και δειγματοληπτικούς) ελέγχους στην αγορά, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν τα καταναλωτικά προϊόντα που κοινοποιούνται μέσω της εφαρμογής RAPEX έχουν τεθεί στη διάθεση των καταναλωτών. Όταν το κράτος μέλος αναφέρεται ως χώρα προορισμού, εκτελούνται ενισχυμένοι έλεγχοι στην αγορά, ιδίως με επικοινωνία με τον οικονομικό φορέα ή τους οικονομικούς φορείς που αναφέρονται στην κοινοποίηση.

β)

Συνεργασία με επιχειρηματικές ενώσεις

Οι εθνικές αρχές παρέχουν, κατά περίπτωση, στις επιχειρηματικές ενώσεις επισκοπήσεις των πιο πρόσφατων κοινοποιήσεων και ερευνούν εάν οποιαδήποτε από τα κοινοποιούμενα προϊόντα παρήχθησαν ή διανεμήθηκαν από τα μέλη τους. Οι εθνικές αρχές παρέχουν στις επιχειρήσεις μόνο τις περιλήψεις των κοινοποιήσεων, όπως τις εβδομαδιαίες επισκοπήσεις που δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο RAPEX. Ολόκληρες οι κοινοποιήσεις δεν πρέπει να διαβιβάζονται σε τρίτους, δεδομένου ότι ορισμένες πληροφορίες (π.χ. λεπτομέρειες της περιγραφής των κινδύνων ή πληροφορίες για τους διαύλους διανομής) είναι συχνά εμπιστευτικές και πρέπει να προστατεύονται.

γ)

Δημοσίευση των στοιχείων RAPEX μέσω του διαδικτύου ή άλλων ηλεκτρονικών και έντυπων μέσων ενημέρωσης

Οι εθνικές αρχές προειδοποιούν τακτικά τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις για καταναλωτικά προϊόντα που έχουν κοινοποιηθεί μέσω της εφαρμογής RAPEX μέσω των δικτυακών τόπων τους και/ή άλλων μέσων, π.χ. παραπέμποντας καταναλωτές και επιχειρήσεις στον δικτυακό τόπο RAPEX. Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτρέπουν στους καταναλωτές να ελέγξουν αν έχουν στην κατοχή τους και χρησιμοποιούν προϊόντα που ενέχουν κίνδυνο και κοινοποιούν συχνά στις αρχές χρήσιμες πληροφορίες.

[…]

3.4.7. Απόσυρση/αφαίρεση κοινοποιήσεων

3.4.7.1. Μόνιμη απόσυρση κοινοποίησης από την εφαρμογή RAPEX

Οι κοινοποιήσεις που διανέμονται μέσω της εφαρμογής RAPEX διατηρούνται στο σύστημα για απεριόριστη χρονική περίοδο. Η Επιτροπή μπορεί, εντούτοις, στις περιπτώσεις που παρουσιάζονται στο παρόν κεφάλαιο, να αποσύρει μόνιμα μια κοινοποίηση από το RAPEX.

3.4.7.1.1. Καταστάσεις όπου είναι δυνατή η απόσυρση μιας κοινοποίησης που έχει υποβληθεί ή επικυρωθεί

α)

Υπάρχει απόδειξη ότι ένα ή περισσότερα κριτήρια κοινοποίησης […] δεν πληρούνται και έτσι μια κοινοποίηση δεν είναι δικαιολογημένη. Αυτό αφορά ειδικότερα περιπτώσεις κατά τις οποίες διαπιστώνεται ότι η αρχική εκτίμηση επικινδυνότητας εκτελέστηκε κατά μη ορθό τρόπο και ότι το κοινοποιούμενο προϊόν δεν συνεπάγεται κίνδυνο. Καλύπτει επίσης τις καταστάσεις όπου ασκήθηκε επιτυχώς προσφυγή κατά των κοινοποιούμενων μέτρων ενώπιον δικαστηρίου ή μέσω άλλων διαδικασιών και τα μέτρα αυτά δεν ισχύουν πλέον.

[…]

3.4.7.1.2. Αίτημα μόνιμης απόσυρσης ή προσωρινής απόσυρσης από κράτη μέλη

Η Επιτροπή μπορεί να αποσύρει κοινοποιήσεις από τ[ο] RAPEX μόνο κατόπιν αιτήσεως του κοινοποιούντος κράτους μέλους, καθώς το τελευταίο αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη για τις πληροφορίες που διαβιβάζονται μέσω του συστήματος. Άλλα κράτη μέλη, εντούτοις, ενθαρρύνονται να ενημερώνουν την Επιτροπή για οποιαδήποτε γεγονότα δύνανται να δικαιολογήσουν την απόσυρση.

[…]

3.4.7.2. Προσωρινή αφαίρεση μιας κοινοποίησης από τον δικτυακό τόπο RAPEX

3.4.7.2.1. Καταστάσεις όπου η προσωρινή αφαίρεση είναι δυνατή

Όπου δικαιολογείται, η Επιτροπή μπορεί προσωρινά να αφαιρέσει μια κοινοποίηση από τον δικτυακό τόπο RAPEX, ειδικά όταν το κοινοποιούν κράτος μέλος υποψιάζεται ότι μια εκτίμηση επικινδυνότητας που υποβάλλεται με μια κοινοποίηση έχει εκτελεστεί κατά τρόπο μη ορθό και, συνεπώς, το αναφερόμενο προϊόν ενδέχεται να μην συνεπάγεται κίνδυνο. Μια κοινοποίηση μπορεί να αφαιρεθεί προσωρινά από τον δικτυακό τόπο RAPEX έως ότου διευκρινιστεί κατά πόσον ευσταθεί η εκτίμηση επικινδυνότητας του κοινοποιούμενου προϊόντος.

3.4.7.2.2. Αίτημα προσωρινής αφαίρεσης από κράτος μέλος

Η Επιτροπή μπορεί να αφαιρέσει προσωρινά κοινοποιήσεις από την εφαρμογή RAPEX μόνο κατόπιν αιτήσεως του κοινοποιούντος κράτους μέλους, καθώς το τελευταίο αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη για τις πληροφορίες που διαβιβάζονται μέσω της εφαρμογής. Άλλα κράτη μέλη, εντούτοις, ενθαρρύνονται να ενημερώνουν την Επιτροπή για οποιαδήποτε γεγονότα δύνανται να δικαιολογήσουν την αφαίρεση.

[…]»

Το αυστριακό δίκαιο

22

Ο Bundesgesetz, mit dem polizeiliche Bestimmungen betreffend pyrotechnische Gegenstände und Sätze sowie das Böllerschießen erlassen werden (Pyrotechnikgesetz 2010 – PyroTG 2010) [ομοσπονδιακός νόμος περί θεσπίσεως αστυνομικών διατάξεων σχετικά με τα είδη και τις ουσίες πυροτεχνίας, καθώς και τους εορταστικούς πυροβολισμούς (νόμος του 2010 περί πυροτεχνίας – PyroTG 2010)] (BGBl. I, 131/2009), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (BGBl. I, 32/2018) (στο εξής: PyroTG), ορίζει στο άρθρο 27, το οποίο επιγράφεται «Εποπτεία της αγοράς», τα εξής:

«1.   Η αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της αγοράς προκειμένου να εξακριβώνει ότι στην αγορά διατίθενται μόνον τα είδη και οι ουσίες πυροτεχνίας που πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος ομοσπονδιακού νόμου. Η αρχή αυτή έχει την εξουσία να διενεργεί τους αναγκαίους ελέγχους και να προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες στις εγκαταστάσεις των οικονομικών φορέων, όπως, μεταξύ άλλων, να εισέρχεται σε εγκαταστάσεις παραγωγής, αποθήκες και άλλους εμπορικούς χώρους, να λαμβάνει δωρεάν δείγματα και να μελετά τα σχετικά εμπορικά έγγραφα.

[…]»

23

Το άρθρο 27bis του PyroTG, το οποίο επιγράφεται «Εποπτικά μέτρα», ορίζει τα εξής:

«1.   Τα εποπτικά μέτρα της αρμόδιας αρχής σύμφωνα με το άρθρο 27 περιλαμβάνουν διαταγές

[…]

3) ανάκλησης.

2.   Τα εποπτικά μέτρα της παραγράφου 1, σημεία 2 και 3, μπορούν να λαμβάνονται από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή στην περιφέρεια της οποίας κυκλοφορούν ή διατίθενται είδη ή ουσίες πυροτεχνίας που πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο τέτοιου είδους μέτρων, με αποτελέσματα για τη δραστηριότητα του οικονομικού φορέα στο σύνολο της ομοσπονδιακής επικράτειας.»

24

Ο Bundesgesetz zum Schutz vor gefährlichen Produkten (Produktsicherheitsgesetz 2004 – PSG 2004) [ομοσπονδιακός νόμος για την προστασία από επικίνδυνα προϊόντα (νόμος του 2004 για την ασφάλεια των προϊόντων – PSG 2004)] (BGBl. I, 16/2005), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (BGBl. I, 32/2018), ορίζει στο άρθρο 10, το οποίο επιγράφεται «Εξουσιοδότηση για τη διεθνή ανταλλαγή στοιχείων», τα εξής:

«1.   Ο Ομοσπονδιακός Υπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Γενεών και Προστασίας των Καταναλωτών κοινοποιεί στις προβλεπόμενες από τις διεθνείς συνθήκες αρχές, εντός των οριζόμενων προθεσμιών, πληροφορίες για τα επικίνδυνα προϊόντα και για τα μέτρα που μνημονεύονται στα άρθρα 11, 15 και 16. Τούτο ισχύει ιδίως για τις διαδικασίες κοινοποίησης σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 12 της οδηγίας [2001/95] και τα άρθρα 22 και 23 του κανονισμού [765/2008].

[…]»

25

Ο Allgemeines Verwaltungsverfahrensgesetz 1991 (γενικός νόμος περί διοικητικών διαδικασιών του 1991) (BGBl. 51/1991), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (BGBl. I, 58/2018) (στο εξής: AVG), προβλέπει στο άρθρο 8, το οποίο επιγράφεται «Ενδιαφερόμενοι, μετέχοντες στη διαδικασία», τα εξής:

«Τα πρόσωπα που ζητούν από διοικητική αρχή να προβεί σε ορισμένη ενέργεια ή τα οποία αφορά η ενέργεια διοικητικής αρχής είναι ενδιαφερόμενοι και, εφόσον έχουν νομική αξίωση ή έννομο συμφέρον συναφώς, είναι μετέχοντες στη διαδικασία.»

26

Το άρθρο 17 του AVG, το οποίο επιγράφεται «Πρόσβαση στον φάκελο», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Εφόσον οι διοικητικές διατάξεις δεν ορίζουν διαφορετικά, οι μετέχοντες στη διαδικασία μπορούν να λάβουν γνώση, ενώπιον της διοικητικής αρχής, του φακέλου που αφορά την υπόθεσή τους και μπορούν να λάβουν, επιτόπου, αντίγραφα του συνόλου ή μέρους του φακέλου ή να ζητήσουν την χορήγηση, ιδία δαπάνη, αντιγράφων ή αποσπασμάτων. Σε περίπτωση που η αρμόδια για την οικεία υπόθεση διοικητική αρχή τηρεί τον φάκελο σε ηλεκτρονική μορφή, η πρόσβαση σε αυτόν μπορεί, κατόπιν αιτήματος, να παρασχεθεί στον μετέχοντα στη διαδικασία με κάθε τεχνικώς εφικτό τρόπο.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

27

Στο πλαίσιο δράσης για την εποπτεία της αγοράς εκ μέρους της LPD, σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 1, του PyroTG, στους χώρους διανομέα ειδών πυροτεχνίας, διαπιστώθηκε ότι ορισμένα είδη πυροτεχνίας τα οποία διατηρούσε στην αποθήκη του ο διανομέας αυτός ενείχαν κινδύνους για τους χρήστες. Στη συνέχεια, η LPD εξέδωσε, κατά του εν λόγω διανομέα, απόφαση η οποία απαγόρευε την πώληση των επίμαχων προϊόντων πυροτεχνίας και διέταξε την ανάκλησή τους σύμφωνα με το άρθρο 27bis, παράγραφος 1, σημείο 3, του PyroTG. Επιπλέον, η LPD απέστειλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μέσω του εθνικού σημείου επαφής RAPEX, τρεις κοινοποιήσεις για τα εν λόγω προϊόντα (στο εξής: σχετικές κοινοποιήσεις).

28

Η εταιρία Funke, προσφεύγουσα της κύριας δίκης, η οποία εδρεύει στην Πολωνία, είναι εισαγωγέας των προϊόντων τα οποία αφορούν οι σχετικές κοινοποιήσεις.

29

Απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών της Funke, η LPD τής γνωστοποίησε τις ενέργειες στις οποίες προέβη έναντι του διανομέα όσον αφορά τα επίμαχα προϊόντα πυροτεχνίας.

30

Με έγγραφο της 30ής Απριλίου 2020, η Funke υπέβαλε στην LPD αίτηση για τη συμπλήρωση των σχετικών κοινοποιήσεων με την προσθήκη των αριθμών παρτίδας των επίμαχων προϊόντων, καθώς και αίτηση παροχής πρόσβασης, δυνάμει του άρθρου 17 του AVG, στα έγγραφα της διαδικασίας κοινοποίησης στην Επιτροπή στο πλαίσιο του RAPEX και, μεταξύ άλλων, στην αξιολόγηση του βαθμού επικινδυνότητας των εν λόγω προϊόντων.

31

Με απόφαση της 29ης Ιουνίου 2020, η LPD απέρριψε την αίτηση παροχής πρόσβασης που είχε υποβάλει η Funke ως απαράδεκτη και την αίτησή της για τη συμπλήρωση των σχετικών κοινοποιήσεων ως αβάσιμη.

32

Το Verwaltungsgericht Wien (διοικητικό πρωτοδικείο Βιέννης, Αυστρία) απέρριψε την προσφυγή που άσκησε η Funke κατά της αποφάσεως αυτής. Το δικαστήριο αυτό δέχθηκε ότι η κοινοποίηση στην Επιτροπή μέσω του RAPEX εμπίπτει στην κατηγορία των υλικών πράξεων και, επομένως, διαφέρει από μια διοικητική πράξη (απόφαση). Έκρινε επίσης ότι η δικαστική προστασία που απαιτείται κατά την αιτιολογική σκέψη 37 της οδηγίας 2001/95 διασφαλίζεται, κατ’ αρχήν, με την παροχή της δυνατότητας προσβολής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων των διοικητικών πράξεων στις οποίες στηρίζεται η διαδικασία κοινοποίησης μέσω του RAPEX.

33

Επιπλέον, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από το αυστριακό δίκαιο ούτε από τις κατευθυντήριες γραμμές RAPEX ότι ένας οικονομικός φορέας, όπως η Funke, έχει δικαίωμα να υποβάλει αίτηση για τη συμπλήρωση κοινοποίησης μέσω του RAPEX και δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα που αφορούν τη διαδικασία αυτή, με συνέπεια ότι οι αιτήσεις που υπέβαλε η Funke στην LPD στερούνταν νομικού ερείσματος και ήταν, ως εκ τούτου, απαράδεκτες.

34

Το ένδικο μέσο που άσκησε η Funke κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Αυστρία) απορρίφθηκε και η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία).

35

Εν συνεχεία, η Funke άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά της αποφάσεως του Verwaltungsgericht Wien (διοικητικού πρωτοδικείου Βιέννης). Κατά την άποψή της, καθοριστικής σημασίας για την εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως είναι το ζήτημα αν, ελλείψει σχετικής διατάξεως του αυστριακού δικαίου, οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης παρέχουν άμεσα στη Funke το δικαίωμα να ζητήσει τη συμπλήρωση των σχετικών κοινοποιήσεων. Από ένα τέτοιο δικαίωμα εξαρτάται επίσης το δικαίωμα της Funke να έχει πρόσβαση στα έγγραφα που ζήτησε.

36

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«Έχουν

η οδηγία [2001/95], ιδίως το άρθρο 12 και το παράρτημα II,

ο κανονισμός [765/2008], ιδίως τα άρθρα 20 και 22, καθώς και

η εκτελεστική απόφαση [2019/417] την έννοια ότι

1)

από τις διατάξεις αυτές απορρέει άμεσα το δικαίωμα οικονομικού φορέα προς συμπλήρωση κοινοποίησης RAPEX;

2)

η […] Επιτροπή είναι αρμόδια να κρίνει τέτοια αίτηση;

ή

3)

η αρχή του εκάστοτε κράτους μέλους είναι αρμόδια να κρίνει τέτοια αίτηση;

(Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα)

4)

η (εθνική) ένδικη προστασία έναντι τέτοιας αποφάσεως είναι επαρκής όταν δεν παρέχεται σε όλους, αλλά μόνο στον οικονομικό φορέα τον οποίο αφορά το (υποχρεωτικό) μέτρο, προκειμένου να αμφισβητήσει το κύρος του (υποχρεωτικού) μέτρου που έλαβε η αρχή;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί των τριών πρώτων ερωτημάτων

37

Με το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 20 και 22 του κανονισμού 765/2008, το άρθρο 12 και το παράρτημα II της οδηγίας 2001/95, καθώς και οι κατευθυντήριες γραμμές RAPEX (στο εξής: κανόνες που ισχύουν για το RAPEX) έχουν την έννοια ότι παρέχουν σε οικονομικό φορέα του οποίου τα συμφέροντα είναι δυνατόν να θιγούν από κοινοποίηση που πραγματοποιήθηκε δυνάμει του άρθρου 22 του κανονισμού αυτού από κράτος μέλος προς την Επιτροπή, όπως είναι ο εισαγωγέας των προϊόντων τα οποία αφορά η κοινοποίηση, το δικαίωμα να ζητήσει τη συμπλήρωση της κοινοποίησης και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, αν η εξέταση της αίτησης αυτής εμπίπτει στην αρμοδιότητα του κοινοποιούντος κράτους μέλους ή στην αρμοδιότητα της Επιτροπής.

38

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η διάθεση των ειδών πυροτεχνίας στην αγορά αποτέλεσε, κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2013/29, αντικείμενο ειδικής εναρμόνισης σε ενωσιακό επίπεδο. Ειδικότερα, το άρθρο 39 της οδηγίας αυτής προβλέπει τη διαδικασία που εφαρμόζεται σε προϊόντα τα οποία παρουσιάζουν κίνδυνο σε εθνικό επίπεδο. Επιπλέον, κατά το άρθρο 38, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, το άρθρο 15, παράγραφος 3, και τα άρθρα 16 έως 29 του κανονισμού 765/2008 εφαρμόζονται και στα είδη πυροτεχνίας.

39

Κατά το άρθρο 20 του κανονισμού 765/2008, τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα προϊόντα που παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο ο οποίος απαιτεί ταχεία παρέμβαση ανακαλούνται, αποσύρονται ή απαγορεύεται να διατίθενται στην αγορά των κρατών μελών. Από το άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι κατά των μέτρων αυτών μπορεί να ασκηθεί ένδικο βοήθημα δυνάμει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους.

40

Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 22 του κανονισμού 765/2008, όταν ένα κράτος μέλος λαμβάνει ή προτίθεται να λάβει μέτρα βάσει του άρθρου 20 του κανονισμού αυτού και θεωρεί ότι οι λόγοι που οδήγησαν στη λήψη των μέτρων ή οι συνέπειες των μέτρων υπερβαίνουν τα όρια της επικράτειάς του, κοινοποιεί αμέσως στην Επιτροπή τα μέτρα που έλαβε μέσω του RAPEX.

41

Κατά το άρθρο 22, παράγραφος 4, του κανονισμού 765/2008, το άρθρο 12, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 2001/95 εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στις κοινοποιήσεις που διαβιβάζονται στην Επιτροπή μέσω του RAPEX δυνάμει του άρθρου 22 του κανονισμού αυτού.

42

Όσον αφορά το RAPEX, διευκρινίζεται ότι η λειτουργία του διέπεται, όπως προκύπτει από το άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/95, από το παράρτημα II της οδηγίας αυτής. Επιπλέον, δυνάμει του παραρτήματος II, σημείο 8, της οδηγίας, η Επιτροπή εκπονεί και ενημερώνει τακτικά τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη διαχείριση του RAPEX από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές RAPEX παρατίθενται στο παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2019/417.

43

Όπως αναφέρεται στο παράρτημα II της οδηγίας 2001/95, και ιδίως στο σημείο 2 του παραρτήματος αυτού, το RAPEX είναι ένα σύστημα που αποσκοπεί κυρίως στην ταχεία ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου.

44

Από την αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας 2001/95, την αιτιολογική σκέψη 30 του κανονισμού 765/2008 και από το σημείο 1.1 του μέρους II των κατευθυντήριων γραμμών RAPEX προκύπτει ότι το RAPEX διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον τομέα της ασφάλειας των προϊόντων και συμπληρώνει άλλα μέτρα που λαμβάνονται σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο για τη διασφάλιση υψηλού βαθμού ασφάλειας των προϊόντων στην Ένωση.

45

Επιπλέον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 11 έως 13 της εκτελεστικής απόφασης 2019/417 και από το σημείο 1.1 του μέρους II των κατευθυντήριων γραμμών RAPEX προκύπτει ότι τα στοιχεία του RAPEX συμβάλλουν, μεταξύ άλλων, αφενός, στην αποτροπή και στον περιορισμό της διάθεσης μη εδώδιμων προϊόντων που ενέχουν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια αλλά, ενδεχομένως, και για άλλα συναφή δημόσια συμφέροντα και, αφετέρου, στη διασφάλιση της συνεπούς επιβολής των απαιτήσεων της Ένωσης για την ασφάλεια των προϊόντων και, ως εκ τούτου, στην ομαλή λειτουργία της ενιαίας αγοράς.

46

Όσον αφορά τις κοινοποιήσεις δυνάμει του άρθρου 22 του κανονισμού 765/2008, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, η γενική εισαγγελέας στο σημείο 29 των προτάσεών της, το RAPEX λειτουργεί σε τρία στάδια. Πρώτον, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 του κανονισμού 765/2008, και ιδίως όταν οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους έχουν λάβει περιοριστικά μέτρα βάσει του άρθρου 20 του κανονισμού αυτού, οι εν λόγω αρχές κοινοποιούν τα μέτρα αυτά στην Επιτροπή μέσω του εθνικού σημείου επαφής RAPEX (το στάδιο της κοινοποίησης). Δεύτερον, η Επιτροπή ελέγχει την κοινοποίηση και, στη συνέχεια, τη διαβιβάζει στα κράτη μέλη δημοσιεύοντας παράλληλα περίληψή της στον δικτυακό τόπο RAPEX (το στάδιο της επικύρωσης και της διανομής). Τρίτον, τα κράτη μέλη, μόλις λάβουν κοινοποίηση μέσω του RAPEX, εξετάζουν τις παρεχόμενες πληροφορίες και λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, τα οποία κοινοποιούν επίσης στην Επιτροπή (το στάδιο της παρακολούθησης).

47

Από τα πρότυπα που ισχύουν για το RAPEX, και ιδίως από τις κατευθυντήριες γραμμές RAPEX, οι οποίες, σύμφωνα με το σημείο 2 του μέρους I, απευθύνονται στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, προκύπτει ότι το κοινοποιούν κράτος μέλος διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, τόσο από διαδικαστική όσο και από ουσιαστική άποψη.

48

Κατά πρώτον, πέρα από τη δημιουργία κοινοποίησης δυνάμει του άρθρου 22 του κανονισμού 765/2008 και τη διαβίβασή της στην Επιτροπή (βλ., μεταξύ άλλων, μέρος II, σημεία 3.3.1., 3.4.1.1. και 3.4.2., των κατευθυντήριων γραμμών RAPEX), το εν λόγω κράτος μέλος υποχρεούται επίσης να ενημερώνει την Επιτροπή για κάθε εξέλιξη που απαιτεί τροποποίηση της κοινοποίησης η οποία έχει διαβιβασθεί στο πλαίσιο του RAPEX (μέρος ΙΙ, σημείο 3.2.3., των κατευθυντήριων γραμμών RAPEX). Επιπλέον, η Επιτροπή μπορεί να αποσύρει κοινοποίηση που της έχει αποσταλεί μέσω του RAPEX μόνον κατόπιν αιτήματος του κοινοποιούντος κράτους μέλους (μέρος II, σημείο 3.4.7.1.2., των κατευθυντήριων γραμμών RAPEX). Το ίδιο ισχύει και για την προσωρινή αφαίρεση των πληροφοριών που δημοσιοποιούνται στον δικτυακό τόπο RAPEX (μέρος II, σημείο 3.4.7.2.2., των κατευθυντήριων γραμμών RAPEX).

49

Κατά δεύτερον, με την κοινοποίηση στην Επιτροπή μέσω του RAPEX, το κοινοποιούν κράτος μέλος πρέπει να παρέχει όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων, ειδικότερα, των πληροφοριών που καθιστούν δυνατή την αναγνώριση του προϊόντος το οποίο αφορά η κοινοποίηση αυτή, όπως προκύπτει από το άρθρο 22, παράγραφος 3, του κανονισμού 765/2008, το παράρτημα II, σημείο 3, της οδηγίας 2001/95 και το μέρος II, σημείο 3.2.1., των κατευθυντηρίων γραμμών RAPEX.

50

Κατά τρίτον, σύμφωνα με το μέρος II, σημείο 5.1., των κατευθυντήριων γραμμών RAPEX, κάθε κράτος μέλος υποχρεούται να καθιερώσει ένα ενιαίο σημείο επαφής RAPEX, το οποίο θα είναι υπεύθυνο για τη λειτουργία του RAPEX σε εθνικό επίπεδο. Από τα σημεία 3.2.4. και 5.1.2., στοιχείο εʹ, του μέρους II των κατευθυντήριων γραμμών RAPEX προκύπτει ότι το εθνικό σημείο επαφής ελέγχει και επικυρώνει την πληρότητα των πληροφοριών που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές πριν από τη διαβίβαση κοινοποίησης στην Επιτροπή μέσω του RAPEX.

51

Κατά τέταρτον, από τους κανόνες που ισχύουν για το RAPEX, και ειδικότερα από το παράρτημα II, σημείο 10, της οδηγίας 2001/95 και από το μέρος II, σημείο 3.2.4., των κατευθυντήριων γραμμών RAPEX, προκύπτει ότι την ευθύνη για τις πληροφορίες που παρέχονται στην Επιτροπή φέρει το κοινοποιούν κράτος μέλος. Ως εκ τούτου, οι κατευθυντήριες γραμμές RAPEX απαιτούν από το κοινοποιούν κράτος μέλος να διασφαλίζει την ακρίβεια όλων των στοιχείων που διαβιβάζονται μέσω του RAPEX, ώστε να αποφεύγεται οιαδήποτε σύγχυση με παρόμοια προϊόντα της ίδιας κατηγορίας ή του ίδιου τύπου που διατίθενται στην αγορά της Ένωσης (βλ. μέρος II, σημείο 3.2.4., των κατευθυντήριων γραμμών RAPEX).

52

Η δε Επιτροπή υποχρεούται να προβαίνει, το συντομότερο δυνατό, σε έλεγχο κάθε κοινοποίησης προκειμένου να είναι βέβαιη για την ορθότητα και την πληρότητά της, επικυρώνει τις κοινοποιήσεις που κρίνει ορθές και πλήρεις και τις διανέμει στα κράτη μέλη μέσω του RAPEX, όπως προκύπτει από το παράρτημα ΙΙ, σημείο 5, της οδηγίας 2001/95 καθώς και από το μέρος II, σημεία 3.4.3. και 3.4.4., των κατευθυντηρίων γραμμών RAPEX. Επιπλέον, σύμφωνα με το μέρος II, σημείο 3.4.5.1., των κατευθυντήριων γραμμών RAPEX, η Επιτροπή δημοσιεύει στον δικτυακό τόπο RAPEX επισκόπηση των νέων κοινοποιήσεων.

53

Κατά το σημείο 3.2.4. του μέρους II των κατευθυντήριων γραμμών RAPEX, κάθε μέτρο που λαμβάνεται από την Επιτροπή, όπως η επικύρωση και η διανομή των κοινοποιήσεων μέσω του RAPEX και η ανάρτησή τους στον δικτυακό τόπο RAPEX, δεν συνεπάγεται ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο αναλαμβάνει οιαδήποτε ευθύνη για τις διαβιβαζόμενες πληροφορίες. Όπως επισημάνθηκε ήδη στη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, από τα σημεία 3.4.7.1.2. και 3.4.7.2.2. του μέρους II των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών προκύπτει επίσης ότι, λαμβανομένης υπόψη της πλήρους ευθύνης που φέρει το κοινοποιούν κράτος μέλος, η Επιτροπή μπορεί να αποσύρει οριστικώς ή προσωρινώς μια κοινοποίηση μόνον κατόπιν αιτήματος του εν λόγω κράτους μέλους.

54

Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, η γενική εισαγγελέας στα σημεία 39 έως 42 των προτάσεών της, μολονότι οι κανόνες που ισχύουν για το RAPEX αναθέτουν στην Επιτροπή το καθήκον να ελέγχει τις κοινοποιήσεις που διαβιβάζει το κοινοποιούν κράτος μέλος, προκειμένου να βεβαιώνεται για την ορθότητα και την πληρότητά τους, ο έλεγχος αυτός δεν υποκαθιστά την υποχρέωση του κοινοποιούντος κράτους μέλους να μεριμνά για την ορθότητα και την πληρότητα της κοινοποίησης που πραγματοποιείται μέσω του RAPEX.

55

Επομένως, από τη συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 22 του κανονισμού 765/2008, του παραρτήματος II της οδηγίας 2001/95 και των κατευθυντήριων γραμμών RAPEX προκύπτει ότι το κοινοποιούν κράτος μέλος παραμένει υπεύθυνο για τα κοινοποιηθέντα στοιχεία, για όσο χρονικό διάστημα η κοινοποίηση που αφορά ορισμένα προϊόντα παραμένει ενεργή στο RAPEX, καθώς και ότι οφείλει να ενημερώνει την Επιτροπή για κάθε εξέλιξη που απαιτεί την τροποποίηση της κοινοποίησης αυτής.

56

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσονται τα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.

57

Συναφώς, επισημαίνεται ότι από το μέρος II, σημείο 3.3.1., των κατευθυντήριων γραμμών RAPEX προκύπτει ρητώς ότι οι οικονομικοί φορείς δεν εμπλέκονται άμεσα στην υποβολή κοινοποιήσεων στο πλαίσιο του RAPEX. Συναφώς, διευκρινίζεται ότι, σύμφωνα τόσο με το άρθρο 3, σημείο 12, της οδηγίας 2013/29 όσο και με το άρθρο 2, σημείο 7, του κανονισμού 765/2008, ο εισαγωγέας των οικείων προϊόντων εμπίπτει στην έννοια του «οικονομικού φορέα».

58

Εξάλλου, ούτε η υποχρέωση την οποία υπέχουν οι οικονομικοί φορείς, σύμφωνα με το μέρος II, σημείο 3.3.1., των κατευθυντήριων γραμμών RAPEX, να ενημερώνουν αμέσως τις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών στα οποία διατίθεται προϊόν το οποίο ενέχει κίνδυνο ούτε ακόμη η δυνατότητά τους να θέσουν, ως τρίτοι, υπόψη της Επιτροπής τα στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς την επικινδυνότητα του κοινοποιούμενου προϊόντος, σύμφωνα με το μέρος ΙΙ, σημείο 3.4.3.5., των κατευθυντήριων γραμμών RAPEX, τους προσδίδουν την ιδιότητα του μετέχοντος στη διαδικασία κοινοποίησης μέσω του RAPEX.

59

Εντούτοις, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 47 έως 55 της παρούσας αποφάσεως, οι κανόνες που ισχύουν για το RAPEX επιβάλλουν στο κοινοποιούν κράτος μέλος πολυάριθμες υποχρεώσεις όσον αφορά το περιεχόμενο της κοινοποίησης στην οποία προβαίνει δυνάμει του εν λόγω άρθρου 22 μέσω του RAPEX, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η υποχρέωση αναγραφής των στοιχείων που καθιστούν δυνατή την αναγνώριση του κοινοποιούμενου προϊόντος.

60

Οι κατευθυντήριες γραμμές RAPEX περιέχουν υπόδειγμα κοινοποίησης, στο οποίο συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με το προϊόν, όπως ο τύπος/αριθμός μοντέλου, ο αριθμός παρτίδας/γραμμωτός κώδικας και η περιγραφή του προϊόντος και της συσκευασίας, αναγράφονται ως υποχρεωτικά πεδία, τούτο δε σημαίνει ότι, κατ’ αρχήν, τα πεδία αυτά θα πρέπει να συμπληρώνονται (βλ. μέρος III, παράρτημα 1, των κατευθυντήριων γραμμών RAPEX).

61

Όπως προκύπτει από το μέρος ΙΙ, σημείο 3.2.1., στοιχείο αʹ, των κατευθυντήριων γραμμών RAPEX, η λεπτομερής και ακριβής περιγραφή του προϊόντος αποτελεί βασικό στοιχείο για την εποπτεία της αγοράς και την επιβολή της τήρησης των κανόνων, διότι παρέχει στις εθνικές αρχές τη δυνατότητα να ταυτοποιήσουν το κοινοποιούμενο προϊόν, να το διαχωρίζουν από άλλα προϊόντα του ίδιου ή παρόμοιου τύπου ή κατηγορίας που διατίθενται στην αγορά, καθώς και να το εντοπίσουν στην αγορά και να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα.

62

Για τον σκοπό αυτό, όπως υπογραμμίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές RAPEX, οι κοινοποιήσεις που αποστέλλονται στην Επιτροπή μέσω του RAPEX πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πληρέστερες και όλα τα πεδία του υποδείγματος κοινοποίησης πρέπει να συμπληρώνονται με τα ζητούμενα στοιχεία. Όταν τα στοιχεία αυτά δεν είναι διαθέσιμα κατά τον χρόνο υποβολής της κοινοποίησης, τούτο πρέπει να μνημονεύεται σαφώς και να επεξηγείται από το κράτος μέλος που υποβάλλει την κοινοποίηση ενώ, μόλις οι ελλείπουσες πληροφορίες καταστούν διαθέσιμες, το κοινοποιούν κράτος μέλος οφείλει να επικαιροποιήσει την κοινοποίησή του (βλ. μέρος II, κεφάλαιο 3.2.2., των κατευθυντήριων γραμμών RAPEX).

63

Επίσης υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το μέρος II, σημείο 3.2.3., των κατευθυντήριων γραμμών RAPEX, το κοινοποιούν κράτος μέλος οφείλει να ενημερώνει την Επιτροπή για κάθε εξέλιξη που απαιτεί τροποποίηση κοινοποίησης η οποία διαβιβάζεται μέσω του RAPEX.

64

Ως εκ τούτου, όπως υπογραμμίζει, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, οι κανόνες που ισχύουν για το RAPEX επιβάλλουν στο κοινοποιούν κράτος μέλος την υποχρέωση να βεβαιώνεται για τη διαβίβαση ορθών και όσο το δυνατόν πληρέστερων στοιχείων, τα οποία να καθιστούν δυνατή την ταυτοποίηση των προϊόντων που αφορά η κοινοποίηση μέσω του RAPEX, και, σε αντίθετη περίπτωση, να διορθώνει τα στοιχεία αυτά ή να τα συμπληρώνει, ώστε να μπορούν να επιτευχθούν οι επιδιωκόμενοι σκοποί, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται ο αποτελεσματικός έλεγχος της ασφάλειας των προϊόντων.

65

Όσον αφορά τα είδη πυροτεχνίας, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η λεπτομερής και ακριβής περιγραφή των ειδών αυτών, όταν αποτελούν αντικείμενο κοινοποίησης στην Επιτροπή μέσω του RAPEX, είναι επίσης ουσιώδης προκειμένου να είναι δυνατή η διάκρισή τους από τα είδη που πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας 2013/29 και τα οποία, ως εκ τούτου, πρέπει να μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στην εσωτερική αγορά.

66

Επισημαίνεται, επίσης, ότι μια περιγραφή των ειδών πυροτεχνίας που αποτελούν αντικείμενο κοινοποίησης μέσω του RAPEX, περιγραφή της οποίας το περιεχόμενο δεν είναι σύμφωνο με τους κανόνες που ισχύουν για το σύστημα αυτό, είναι δυνατόν να παρακωλύσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστικές τις σχετικές με τα είδη αυτά οικονομικές δραστηριότητες ενός οικονομικού φορέα, όπως ο εισαγωγέας τους, και μάλιστα, ενδεχομένως, σε βαθμό που υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη της προστασίας των δημοσίων συμφερόντων τα οποία αφορά η οδηγία 2013/29, όπως είναι η προστασία της ανθρώπινης υγείας και της δημόσιας ασφάλειας ή η προστασία και η ασφάλεια των καταναλωτών.

67

Πράγματι, μολονότι η εκ μέρους της Επιτροπής διαβίβαση στα λοιπά κράτη μέλη κοινοποίησης η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του RAPEX από κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 22 του κανονισμού 765/2008 δεν επηρεάζει άμεσα τη διάθεση των οικείων προϊόντων στην αγορά και, επομένως, δεν έχει άμεσα δεσμευτικά αποτελέσματα για έναν οικονομικό φορέα όπως ο εισαγωγέας τους, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα αυτά απορρέουν είτε από τα μέτρα που έλαβε ή σκοπεύει να λάβει το κοινοποιούν κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού 765/2008 είτε από τα προληπτικά ή περιοριστικά μέτρα που αποφασίζουν άλλα κράτη μέλη κατόπιν κοινοποίησης που έλαβαν μέσω του RAPEX, επιβάλλεται εντούτοις να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το μέρος ΙΙ, σημείο 3.4.5.1., των κατευθυντήριων γραμμών RAPEX, στον δικτυακό τόπο RAPEX δημοσιεύεται σύνοψη κάθε νέας κοινοποίησης. Η εν λόγω απευθυνόμενη στο κοινό δημοσίευση των βασικών πληροφοριών σχετικά με τα οικεία προϊόντα, όπως οι πληροφορίες που αφορούν τον τύπο/τον αριθμό μοντέλου, τον αριθμό παρτίδας/γραμμωτό κώδικα, την περιγραφή του προϊόντος και της συσκευασίας, είναι ικανή να αποτρέψει τους διανομείς από την πώληση των προϊόντων αυτών και τους τελικούς καταναλωτές από την αγορά τους.

68

Εξάλλου, σύμφωνα με το παράρτημα II, σημείο 6, της οδηγίας 2001/95 και το μέρος II, σημείο 3.4.6., των κατευθυντήριων γραμμών RAPEX, τα κράτη μέλη που λαμβάνουν κοινοποιήσεις μέσω του RAPEX υποχρεούνται να εξασφαλίζουν την κατάλληλη παρακολούθησή τους, χρησιμοποιώντας ορισμένες τεχνικές, όπως τους ελέγχους στην αγορά, τη συνεργασία με επιχειρηματικές ενώσεις και τη διάθεση στοιχείων του RAPEX στους καταναλωτές και στις επιχειρήσεις. Τα μέτρα αυτά ενισχύουν, επομένως, τα αποτρεπτικά αποτελέσματα που απορρέουν από τη δημοσίευση των επισκοπήσεων των νέων κοινοποιήσεων στον δικτυακό τόπο RAPEX.

69

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι οικονομικοί φορείς που ασκούν αποδεδειγμένα δραστηριότητες σχετικές με προϊόντα τα οποία αφορά μια κοινοποίηση που διαβιβάστηκε μέσω του RAPEX, όπως οι εισαγωγείς των προϊόντων αυτών, είναι δυνατόν να θιγούν από μια κοινοποίηση που είναι εσφαλμένη ή ελλιπής βάσει των κανόνων οι οποίοι ισχύουν για το RAPEX και αφορούν την ταυτοποίηση των κοινοποιούμενων προϊόντων.

70

Διαπιστώνεται όμως ότι οι κανόνες που ισχύουν για το RAPEX και επιβάλλουν στο κοινοποιούν κράτος μέλος την υποχρέωση να μεριμνά ώστε η κοινοποίηση που πραγματοποιείται βάσει του άρθρου 22 του κανονισμού 765/2008 να είναι ορθή και όσο το δυνατόν πληρέστερη, ιδίως όσον αφορά τα στοιχεία που απαιτούνται για την ταυτοποίηση των οικείων προϊόντων και, ενδεχομένως, την υποχρέωση να τη διορθώνει ή να τη συμπληρώνει, είναι αρκούντως σαφείς και ακριβείς ώστε οι οικονομικοί φορείς που είναι δυνατόν να θιγούν από τον ελλιπή χαρακτήρα μιας κοινοποίησης μέσω του RAPEX λόγω της ανεπαρκούς ταυτοποιήσεως των προϊόντων τα οποία αυτή αφορά, όπως είναι ο εισαγωγέας των προϊόντων, να έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν την τήρηση των εν λόγω κανόνων.

71

Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 47 έως 55 της παρούσας αποφάσεως, οι αρχές οι οποίες οφείλουν να εξετάζουν κάθε αίτηση που υποβάλλουν προς τούτο οι εν λόγω οικονομικοί φορείς είναι οι αρμόδιες αρχές του κοινοποιούντος κράτους μέλους, το οποίο διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στο πλαίσιο της διαδικασίας RAPEX και παραμένει υπεύθυνο για τα κοινοποιηθέντα στοιχεία για όσο χρονικό διάστημα η κοινοποίηση που αφορά ορισμένα προϊόντα παραμένει ενεργή στο RAPEX.

72

Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι κανόνες που ισχύουν για το RAPEX έχουν την έννοια ότι παρέχουν σε οικονομικό φορέα του οποίου τα συμφέροντα είναι δυνατόν να θιγούν από κοινοποίηση που πραγματοποιήθηκε δυνάμει του άρθρου 22 του κανονισμού 765/2008 από κράτος μέλος προς την Επιτροπή, όπως είναι ο εισαγωγέας των προϊόντων τα οποία αφορά η κοινοποίηση, το δικαίωμα να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές του κοινοποιούντος κράτους μέλους τη συμπλήρωση της κοινοποίησης.

Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

73

Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν οι κανόνες που ισχύουν για το RAPEX, ερμηνευόμενοι υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), έχουν την έννοια ότι απαιτούν να παρέχεται, εντός του κοινοποιούντος κράτους μέλους, αποτελεσματική δικαστική προστασία σε οικονομικό φορέα, όπως ο εισαγωγέας των προϊόντων τα οποία αφορά μια κοινοποίηση βάσει του άρθρου 22 του κανονισμού 765/2008, ο οποίος δεν είναι αποδέκτης του μέτρου στο οποίο στηρίζεται η κοινοποίηση και ο οποίος εκτιμά ότι τα συμφέροντά του είναι δυνατόν να θιγούν λόγω του ελλιπούς χαρακτήρα της κοινοποίησης.

74

Πρέπει να υπομνησθεί εκ προοιμίου ότι, όπως προκύπτει από την απάντηση που δόθηκε στα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα, δυνάμει των κανόνων που ισχύουν για το RAPEX, οι οικονομικοί φορείς που είναι δυνατόν να θιγούν από τον ελλιπή χαρακτήρα κοινοποίησης η οποία πραγματοποιήθηκε από κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 22 του κανονισμού 765/2008 και διαβιβάστηκε μέσω του RAPEX, λόγω, μεταξύ άλλων, της ανεπαρκούς ταυτοποίησης των προϊόντων τα οποία αφορά, όπως είναι ο εισαγωγέας των προϊόντων αυτών, δικαιούνται να απαιτήσουν από τις αρμόδιες αρχές του κοινοποιούντος κράτους μέλους την τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχει συναφώς το εν λόγω κράτος μέλος και, επομένως, αντλούν, προς τούτο, δικαιώματα από το δίκαιο της Ένωσης.

75

Κατά πάγια νομολογία, τα κράτη μέλη, όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, είναι υποχρεωμένα να εξασφαλίζουν την τήρηση του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη, το οποίο επιβεβαιώνει την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας [πρβλ. απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2022, Bezirkshauptmannschaft Hartberg-Fürstenfeld (Χρόνος παραγραφής),C‑219/20, EU:C:2022:89, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

76

Δεδομένου δε ότι η διαδικασία κοινοποίησης μέσω του RAPEX διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης, η κοινοποίηση που πραγματοποιείται από κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 22 του κανονισμού 765/2008 συνιστά μια τέτοια εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, όπερ συνεπάγεται ότι έχει εφαρμογή το άρθρο 47 του Χάρτη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2021, Gavanozov II, C‑852/19, EU:C:2021:902, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

77

Επομένως, οι οικονομικοί φορείς που είναι δυνατόν να θιγούν από τον ελλιπή χαρακτήρα κοινοποίησης, η οποία πραγματοποιήθηκε από κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 22 του κανονισμού 765/2008 και διαβιβάστηκε μέσω του RAPEX, λόγω της ανεπαρκούς ταυτοποίησης των προϊόντων τα οποία αφορά, όπως είναι ο εισαγωγέας των επίμαχων προϊόντων, πρέπει να είναι σε θέση όχι μόνο να προσβάλουν την κοινοποίηση ενώπιον των αρμόδιων εθνικών αρχών του εν λόγω κράτους μέλους, αλλά και, εφόσον απαιτείται, να προσφύγουν ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, όταν εκτιμούν ότι συντρέχει παράβαση των σχετικών κανόνων του δικαίου της Ένωσης.

78

Κατά πάγια νομολογία, ελλείψει σχετικής ρυθμίσεως της Ένωσης, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στην προάσπιση των δικαιωμάτων τα οποία οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2017, Online Games κ.λπ., C‑685/15, EU:C:2017:452, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 15ης Ιουλίου 2021, FBF, C‑911/19, EU:C:2021:599, σκέψεις 62 και 63).

79

Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η Funke προσέβαλε ενώπιον του Verwaltungsgericht Wien (διοικητικού πρωτοδικείου Βιέννης) την απόφαση της LPD με την οποία είχε απορριφθεί ως αβάσιμη η αίτησή της για συμπλήρωση των σχετικών κοινοποιήσεων και ότι το δικαστήριο αυτό απέρριψε ως απαράδεκτο το εν λόγω αίτημα, ελλείψει νομικού ερείσματος για την υποβολή του.

80

Υπό τις συνθήκες αυτές, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ερμηνεύσει το αυστριακό δίκαιο κατά τρόπο που να διασφαλίζει τα δικαιώματα για τα οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 77 της παρούσας αποφάσεως.

81

Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι κανόνες που ισχύουν για το RAPEX, ερμηνευόμενοι υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι ένας οικονομικός φορέας, όπως ο εισαγωγέας των προϊόντων τα οποία αφορά μια κοινοποίηση δυνάμει του άρθρου 22 του κανονισμού 765/2008, ο οποίος δεν είναι αποδέκτης του μέτρου στο οποίο στηρίζεται η κοινοποίηση και του οποίου τα συμφέροντα είναι δυνατόν να θιγούν λόγω του ελλιπούς χαρακτήρα της κοινοποίησης, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει ένδικο βοήθημα εντός του κοινοποιούντος κράτους μέλους προκειμένου να υποχρεωθεί το κράτος μέλος αυτό να τηρήσει τις υποχρεώσεις που υπέχει συναφώς.

Επί των δικαστικών εξόδων

82

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Τα άρθρα 20 και 22 του κανονισμού (ΕΚ) 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93 του Συμβουλίου, το άρθρο 12 και το παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 2001, για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 765/2008, καθώς και το παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης (ΕΕ) 2019/417 της Επιτροπής, της 8ης Νοεμβρίου 2018, σχετικά με τον καθορισμό κατευθυντήριων γραμμών για τη διαχείριση του συστήματος ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών «RAPEX» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θεσπίστηκε δυνάμει του άρθρου 12 της οδηγίας 2001/95/ΕΚ για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων, και του συστήματος κοινοποίησής του,

έχουν την έννοια ότι:

παρέχουν σε οικονομικό φορέα του οποίου τα συμφέροντα είναι δυνατόν να θιγούν από κοινοποίηση που πραγματοποιήθηκε δυνάμει του άρθρου 22 του κανονισμού 765/2008 από κράτος μέλος προς την Επιτροπή, όπως είναι ο εισαγωγέας των προϊόντων τα οποία αφορά η κοινοποίηση, το δικαίωμα να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές του κοινοποιούντος κράτους μέλους τη συμπλήρωση της κοινοποίησης.

 

2)

Τα άρθρα 20 και 22 του κανονισμού 765/2008, το άρθρο 12 και το παράρτημα II της οδηγίας 2001/95, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 765/2008, καθώς και το παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2019/417, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχουν την έννοια ότι:

ένας οικονομικός φορέας, όπως ο εισαγωγέας των προϊόντων τα οποία αφορά μια κοινοποίηση δυνάμει του άρθρου 22 του κανονισμού 765/2008, ο οποίος δεν είναι αποδέκτης του μέτρου στο οποίο στηρίζεται η κοινοποίηση και του οποίου τα συμφέροντα είναι δυνατόν να θιγούν λόγω του ελλιπούς χαρακτήρα της κοινοποίησης, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει ένδικο βοήθημα εντός του κοινοποιούντος κράτους μέλους προκειμένου να υποχρεωθεί το κράτος μέλος αυτό να τηρήσει τις υποχρεώσεις που υπέχει συναφώς.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.