ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 8ης Ιουνίου 2023 ( *1 )

«Παράβαση κράτους μέλους – Οργανωμένα ταξίδια και συνδεδεμένοι ταξιδιωτικοί διακανονισμοί – Οδηγία (ΕΕ) 2015/2302 – Άρθρο 12, παράγραφοι 2 έως 4 – Καταγγελία σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού – Αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις – Πανδημία της νόσου COVID‑19 – Επιστροφή των ποσών που ο ενδιαφερόμενος ταξιδιώτης κατέβαλε για το πακέτο – Επιστροφή με τη μορφή χρηματικού ποσού ή με τη μορφή εναλλακτικού ταξιδιωτικού πακέτου – Υποχρέωση επιστροφής στον ταξιδιώτη το αργότερο εντός 14 ημερών από την καταγγελία της οικείας σύμβασης – Προσωρινή παρέκκλιση από την εν λόγω υποχρέωση»

Στην υπόθεση C‑540/21,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 258 ΣΛΕΕ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 27 Αυγούστου 2021,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον R. Lindenthal, την I. Rubene και τον A. Tokár,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από το

Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τις V. Pasternak Jørgensen και M. Søndahl Wolff, και στη συνέχεια από τη Søndahl Wolff,

παρεμβαίνον,

κατά

Σλοβακικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από την B. Ricziová,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, M. L. Arastey Sahún, F. Biltgen, N. Wahl και J. Passer, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Σλοβακική Δημοκρατία, εισάγοντας, με την έκδοση του zákon č. 136/2020 Z. z. (νόμου αριθ. 136/2020 Z. z), της 20ής Μαΐου 2020 (στο εξής: νόμος 136/2020), το άρθρο 33a στον zákon č. 170/2018 Z. z. o zájazdoch, spojených službách cestovného ruchu, niektorých podmienkach podnikania v cestovnom ruchu a o zmene a doplnení niektorých zákonov (νόμο αριθ. 170/2018 Z. z για τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους τουριστικούς διακανονισμούς, για ορισμένες προϋποθέσεις οι οποίες ισχύουν για την τουριστική δραστηριότητα, καθώς και για την τροποποίηση και συμπλήρωση ορισμένων νόμων), της 15ης Μαΐου 2018 (στο εξής: νόμος 170/2018), παρέβη την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 12, παράγραφος 2, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2302 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, η οποία τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καταργεί την οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2015, L 326, σ. 1), σε συνδυασμό με το άρθρο 4 της οδηγίας 2015/2302.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 2015/2302

2

Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 4, 5, 31, 40 και 46 της οδηγίας 2015/2302:

«(4)

Η οδηγία 90/314/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1990, για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις (ΕΕ 1990, L 158, σ. 59)] παρέχει ευρεία διακριτική ευχέρεια στα κράτη μέλη όσον αφορά τη μεταφορά της. Ως εκ τούτου, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών. Ο νομικός κατακερματισμός οδηγεί σε υψηλότερο κόστος για τις επιχειρήσεις και δημιουργεί εμπόδια σε όσους επιθυμούν να λειτουργούν διασυνοριακά, περιορίζοντας με αυτόν τον τρόπο τις επιλογές των καταναλωτών.

(5)

[…] Η εναρμόνιση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που προκύπτουν από συμβάσεις οργανωμένων ταξιδιών και συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς είναι αναγκαία για τη δημιουργία μιας πραγματικής εσωτερικής αγοράς των καταναλωτών στον εν λόγω τομέα, επιτυγχάνοντας τη σωστή ισορροπία μεταξύ μιας υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.

[…]

(31)

Οι ταξιδιώτες θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να λύουν τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού ανά πάσα στιγμή πριν από την έναρξη του πακέτου, έναντι καταβολής εύλογης και δικαιολογημένης χρέωσης καταγγελίας, στην οποία συνυπολογίζεται η αναμενόμενη εξοικονόμηση κόστους και τα έσοδα από την εναλλακτική αξιοποίηση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Θα πρέπει επίσης να έχουν το δικαίωμα να λύουν τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού χωρίς χρέωση καταγγελίας όταν αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του πακέτου. Αυτό μπορεί να αφορά, για παράδειγμα, πόλεμο, άλλα σοβαρά προβλήματα ασφάλειας, όπως η τρομοκρατία, σημαντικούς κίνδυνους για την ανθρώπινη υγεία, όπως η εκδήλωση κρουσμάτων σοβαρής ασθένειας στον ταξιδιωτικό προορισμό, ή φυσικές καταστροφές όπως πλημμύρες, σεισμοί ή καιρικές συνθήκες που καθιστούν αδύνατη την ασφαλή μετάβαση στον προορισμό κατά τα συμφωνηθέντα στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού.

[…]

(40)

Για να είναι αποτελεσματική η προστασία κατά της αφερεγγυότητας, θα πρέπει να καλύπτει τα προβλέψιμα ποσά των πληρωμών που θίγονται από την αφερεγγυότητα του διοργανωτή και, κατά περίπτωση, το προβλέψιμο κόστος των επαναπατρισμών. […] Κατά γενικό κανόνα, αυτό σημαίνει ότι η ασφάλεια πρέπει να καλύπτει επαρκώς υψηλό ποσοστό του κύκλου εργασιών του διοργανωτή σε ό,τι αφορά τα πακέτα […] Εντούτοις, για την αποτελεσματική προστασία κατά της αφερεγγυότητας δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη ιδιαίτερα αμυδροί κίνδυνοι, για παράδειγμα η ταυτόχρονη αφερεγγυότητα αρκετών από τους μεγαλύτερους διοργανωτές, όταν η εν λόγω πράξη θα επηρέαζε δυσανάλογα το κόστος της προστασίας, εις βάρος της αποτελεσματικότητάς της. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η εγγύηση όσον αφορά τις επιστροφές χρημάτων μπορεί να είναι περιορισμένη.

[…]

(46)

Θα πρέπει επίσης να επιβεβαιωθεί ότι οι ταξιδιώτες δεν μπορούν να παραιτηθούν από τα δικαιώματα που απορρέουν από την παρούσα οδηγία και ότι οι διοργανωτές ή οι έμποροι που διευκολύνουν συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς δεν μπορούν να απαλλαγούν από τις υποχρεώσεις τους ισχυριζόμενοι ότι ενεργούν απλώς ως πάροχοι ταξιδιωτικών υπηρεσιών, μεσάζοντες ή υπό οιαδήποτε άλλη ιδιότητα.»

3

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2015/2302 έχει ως εξής:

«Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να συμβάλλει στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και στην επίτευξη υψηλού και όσο το δυνατόν ομοιόμορφου επιπέδου προστασίας των καταναλωτών με την προσέγγιση ορισμένων πτυχών των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών όσον αφορά τις συμβάσεις μεταξύ των ταξιδιωτών και των εμπόρων ταξιδιωτικών υπηρεσιών για τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς.»

4

Το άρθρο 3 της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

6.

ως “ταξιδιώτης” νοείται κάθε πρόσωπο που επιθυμεί να συνάψει σύμβαση που εμπίπτει στο πλαίσιο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ή έχει δικαίωμα να ταξιδέψει βάσει μιας τέτοιας σύμβασης·

[…]

8.

ως “διοργανωτής” νοείται ο έμπορος που συνδυάζει και πωλεί ή προσφέρει προς πώληση πακέτα, είτε απευθείας είτε μέσω άλλου εμπόρου είτε από κοινού με άλλον έμπορο […]

[…]

12.

ως “αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις” νοούνται καταστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχο του μέρους που επικαλείται τέτοια κατάσταση, και οι συνέπειες της οποίας δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα·

[…]».

5

Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επίπεδο εναρμόνισης», προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη δεν διατηρούν ούτε εισάγουν στο εθνικό τους δίκαιο διατάξεις που παρεκκλίνουν από αυτές που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων περισσότερο ή λιγότερο αυστηρών διατάξεων που θα εξασφάλιζαν διαφορετικό επίπεδο προστασίας του ταξιδιώτη, εκτός εάν άλλως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία.»

6

Το άρθρο 12 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καταγγελία της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού και δικαίωμα υπαναχώρησης πριν από την έναρξη του πακέτου», ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο ταξιδιώτης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού ανά πάσα στιγμή πριν από την έναρξη του πακέτου. Αν ο ταξιδιώτης καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού δυνάμει της παρούσας παραγράφου, μπορεί να του ζητηθεί η καταβολή εύλογης και δικαιολογημένης χρέωσης καταγγελίας στον διοργανωτή. […]

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, ο ταξιδιώτης έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού πριν από την έναρξη του πακέτου χωρίς την καταβολή οποιασδήποτε χρέωσης καταγγελίας σε περίπτωση αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων στον τόπο προορισμού ή πολύ κοντά σε αυτόν, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του πακέτου ή επηρεάζουν σημαντικά τη μεταφορά των επιβατών στον προορισμό. Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, ο ταξιδιώτης δικαιούται την πλήρη επιστροφή όλων των ποσών που κατέβαλε για το πακέτο, αλλά δεν δικαιούται πρόσθετη αποζημίωση.

3.   Ο διοργανωτής δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού και να επιστρέψει στον ταξιδιώτη το σύνολο των ποσών που κατέβαλε για το πακέτο, αλλά δεν υποχρεούται να καταβάλει πρόσθετη αποζημίωση, εάν:

[…]

β)

ο διοργανωτής δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τη σύμβαση λόγω αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων και κοινοποιήσει στον ταξιδιώτη την καταγγελία της σύμβασης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση πριν από την έναρξη του πακέτου.

4.   Ο διοργανωτής πραγματοποιεί τις επιστροφές που απαιτούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 ή, σε ό,τι αφορά την παράγραφο 1, επιστρέφει κάθε ποσό που έχει καταβληθεί από ή εκ μέρους του ταξιδιώτη για το πακέτο μείον την κατάλληλη χρέωση καταγγελίας. Οι επιστροφές των εν λόγω ποσών στον ταξιδιώτη πραγματοποιούνται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο εντός 14 ημερών μετά την καταγγελία της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού.

[…]»

7

Το άρθρο 23 της οδηγίας 2015/2302, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αναγκαστικός χαρακτήρας της παρούσας οδηγίας», ορίζει τα εξής:

«[…]

2.   Οι ταξιδιώτες δεν μπορούν να παραιτηθούν των δικαιωμάτων που τους αναγνωρίζουν τα εθνικά μέτρα για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας.

3.   Οποιαδήποτε συμβατική ρύθμιση ή δήλωση του ταξιδιώτη με την οποία, άμεσα ή έμμεσα, παραιτείται των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει στους ταξιδιώτες ή περιορίζονται τα δικαιώματα που του παρέχονται από την παρούσα οδηγία ή η οποία έχει ως στόχο την καταστρατήγηση της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας δεν είναι δεσμευτική για τον ταξιδιώτη.»

Η σύσταση (ΕΕ) 2020/648

8

Η σύσταση (ΕΕ) 2020/648 της Επιτροπής, της 13 Μαΐου 2020, σχετικά με τα κουπόνια που προσφέρονται σε επιβάτες και ταξιδιώτες ως εναλλακτική δυνατότητα αντί της επιστροφής εξόδων για ματαιωθείσες υπηρεσίες οργανωμένων ταξιδιών και μεταφορών στο πλαίσιο της πανδημίας COVID‑19 (ΕΕ 2020, L 151, σ. 10), αναφέρει στις αιτιολογικές σκέψεις 9, 13 έως 15, 21 και 22 τα εξής:

«(9)

Η οδηγία [2015/2302] προβλέπει ότι, εάν οργανωμένο ταξίδι ακυρωθεί λόγω “αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων”, οι ταξιδιώτες έχουν το δικαίωμα να λάβουν επιστροφή του συνόλου των ποσών που έχουν καταβληθεί για το οργανωμένο ταξίδι, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός 14 ημερών από την καταγγελία της σύμβασης. Στο πλαίσιο αυτό, ο διοργανωτής μπορεί να προσφέρει στον ταξιδιώτη επιστροφή με τη μορφή κουπονιού. Ωστόσο, η δυνατότητα αυτή δεν στερεί από τους ταξιδιώτες το δικαίωμα επιστροφής χρημάτων.

[…]

(13)

Οι πολυάριθμες ματαιώσεις που προκάλεσε η πανδημία COVID‑19 οδήγησαν σε μη βιώσιμες ταμειακές ροές και μη βιώσιμη κατάσταση εσόδων για τους τομείς των μεταφορών και των ταξιδιών. Τα προβλήματα ρευστότητας των διοργανωτών επιδεινώνονται από το γεγονός ότι οι εν λόγω διοργανωτές καλούνται να επιστρέψουν το σύνολο του αντιτίμου του οργανωμένου ταξιδιού στους ταξιδιώτες, χωρίς να λαμβάνουν οι ίδιοι σε εύθετο χρόνο επιστροφή για τις προπληρωμένες υπηρεσίες που αποτελούν μέρος του οργανωμένου ταξιδιού. Αυτό μπορεί να οδηγήσει εκ των πραγμάτων σε αθέμιτο επιμερισμό του φόρτου μεταξύ των φορέων εκμετάλλευσης στο ταξιδιωτικό οικοσύστημα.

(14)

Εάν οι διοργανωτές ή οι μεταφορείς καταστούν αφερέγγυοι, υπάρχει κίνδυνος πολλοί ταξιδιώτες και επιβάτες να μη λάβουν καμία επιστροφή, καθώς δεν προστατεύονται οι απαιτήσεις τους έναντι των διοργανωτών και των μεταφορέων. Το ίδιο πρόβλημα μπορεί να ανακύψει σε διεπιχειρησιακό πλαίσιο, στις περιπτώσεις στις οποίες οι διοργανωτές λαμβάνουν, ως επιστροφή χρημάτων για προπληρωμένες υπηρεσίες, κουπόνι από μεταφορείς οι οποίοι στη συνέχεια καθίστανται αφερέγγυοι.

(15)

Η αύξηση της ελκυστικότητας των κουπονιών, ως εναλλακτική αντί της επιστροφής χρημάτων, θα μπορούσε να αυξήσει την αποδοχή τους από επιβάτες και ταξιδιώτες. Αυτό θα συνέβαλε στη διευκόλυνση των προβλημάτων ρευστότητας των μεταφορέων και των διοργανωτών και, εντέλει, θα μπορούσε να οδηγήσει σε καλύτερη προστασία των συμφερόντων των επιβατών και των ταξιδιωτών.

[…]

(21)

Όσον αφορά τις πιθανές πρόσθετες ανάγκες ρευστότητας των φορέων εκμετάλλευσης στους τομείς των ταξιδιών και των μεταφορών, στις 19 Μαρτίου 2020 η Επιτροπή εξέδωσε ένα προσωρινό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η οικονομία κατά τη διάρκεια της τρέχουσας έξαρσης της νόσου COVID‑19 […] βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) [ΣΛΕΕ], για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας στα κράτη μέλη. […]

(22)

Το προσωρινό πλαίσιο εφαρμόζεται καταρχήν σε όλους τους τομείς και τις επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στους τομείς των μεταφορών και των ταξιδιών, και αναγνωρίζει ότι οι μεταφορές και τα ταξίδια είναι μεταξύ των πλέον πληττόμενων τομέων. Στόχος του είναι να αποκατασταθούν οι ελλείψεις ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, με το [να] επιτραπούν, για παράδειγμα, άμεσες επιχορηγήσεις, φορολογικές ελαφρύνσεις, κρατικές εγγυήσεις για δάνεια και επιδοτούμενα δημόσια δάνεια. […] Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη μπορούν να λάβουν απόφαση στήριξης των φορέων που δραστηριοποιούνται στους τομείς των ταξιδιών και των μεταφορών για να εξασφαλίσουν την ικανοποίηση των απαιτήσεων επιστροφών που οφείλονται στην έξαρση της νόσου COVID‑19, με σκοπό να διασφαλιστούν η προστασία των δικαιωμάτων των επιβατών και των καταναλωτών, καθώς και η ίση μεταχείριση των επιβατών και των ταξιδιωτών.»

9

Κατά το σημείο 1 της σύστασης:

«Η παρούσα σύσταση αφορά κουπόνια που μπορούν να προτείνουν στους επιβάτες ή στους ταξιδιώτες οι μεταφορείς ή οι διοργανωτές ως εναλλακτική επιλογή αντί της επιστροφής χρημάτων, με την επιφύλαξη της οικειοθελούς αποδοχής εκ μέρους του επιβάτη ή του ταξιδιώτη, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

σε περίπτωση ματαίωσης από τον μεταφορέα ή τον διοργανωτή που πραγματοποιήθηκε από την 1η Μαρτίου 2020 και μετά για λόγους που συνδέονται με την πανδημία COVID‑19, στο πλαίσιο των ακόλουθων διατάξεων:

[…]

5)

το άρθρο 12 παράγραφοι 3 και 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2302·

[…]».

Το σλοβακικό δίκαιο

10

Το άρθρο 33a του νόμου 170/2018, το οποίο προστέθηκε στον εν λόγω νόμο με τον νόμο 136/2020, φέρει τον τίτλο «Προσωρινές διατάξεις σχετικά με τις έκτακτες συνθήκες που επικρατούν λόγω της νόσου COVID‑19». Το άρθρο αυτό έχει ως εξής:

«1.   Εάν, εξαιτίας των έκτακτων συνθηκών που επικρατούν λόγω της νόσου COVID‑19 στη Σλοβακία ή παρόμοιων συνθηκών στον τόπο προορισμού ή σε οποιοδήποτε σημείο της διαδρομής του οργανωμένου ταξιδιού, δεν είναι δυνατόν να παρασχεθούν στον ταξιδιώτη τα ουσιώδη στοιχεία των προβλεπόμενων στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού τουριστικών υπηρεσιών, ο διοργανωτής ταξιδιών δικαιούται:

a)

να προτείνει στον ταξιδιώτη τροποποίηση της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού· ή

b)

να απευθύνει στον ταξιδιώτη ειδοποίηση προτείνοντάς του εναλλακτικό ταξιδιωτικό πακέτο, στην περίπτωση που ο ταξιδιώτης δεν αποδεχθεί την προταθείσα βάσει του στοιχείου a τροποποίηση της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού.

2.   Εάν ο ταξιδιώτης αποδεχθεί την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1, στοιχείο a, τροποποίηση της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού και η τιμή του οργανωμένου ταξιδιού το οποίο θα προκύψει από την εν λόγω τροποποίηση διαφέρει από το σύνολο των ποσών που έχουν ήδη καταβληθεί στο πλαίσιο της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, τα συμβαλλόμενα μέρη διακανονίζουν μεταξύ τους τη διαφορά μεταξύ της τιμής του ταξιδιού που αποτελεί το αντικείμενο της τροποποίησης της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού και του συνόλου των ποσών που καταβλήθηκαν στο πλαίσιο της αρχικής σύμβασης.

3.   Η ειδοποίηση για το εναλλακτικό ταξιδιωτικό πακέτο γίνεται εγγράφως και κοινοποιείται στον ταξιδιώτη επί σταθερού μέσου με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο του είχε κοινοποιηθεί η αρχική σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού, εκτός εάν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Η ειδοποίηση για το εναλλακτικό ταξιδιωτικό πακέτο αναφέρει ιδίως:

a)

το σύνολο των ποσών που εισπράχθηκαν στο πλαίσιο της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού·

b)

το γεγονός ότι τα ουσιώδη στοιχεία των προβλεπόμενων στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού τουριστικών υπηρεσιών μπορούν, κατόπιν συμφωνίας με τον ταξιδιώτη, να τροποποιηθούν στο πλαίσιο του εναλλακτικού ταξιδιωτικού πακέτου·

c)

το δικαίωμα του ταξιδιώτη να εκχωρήσει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού σύμφωνα με το άρθρο 18.

4.   Ο ταξιδιώτης ο οποίος έχει συνάψει σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού έχει το δικαίωμα να αρνηθεί εγγράφως το εναλλακτικό ταξιδιωτικό πακέτο εντός 14 ημερών από την παραλαβή της ειδοποίησης για το εναλλακτικό ταξιδιωτικό πακέτο, εάν:

a)

όσο διαρκούν οι έκτακτες συνθήκες που επικρατούν λόγω της νόσου COVID‑19 στη Σλοβακία, είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο αναζητούντων εργασία, όπως αποδεικνύεται από γραπτή κοινοποίηση της εγγραφής του στο εν λόγω μητρώο·

b)

είναι αυτοαπασχολούμενος ή εταίρος μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης που έχει λάβει οικονομική ενίσχυση στο πλαίσιο προγράμματος το οποίο αποσκοπεί στην προώθηση της προστασίας της απασχόλησης μετά την κήρυξη κατάστασης έκτακτων συνθηκών, κατάστασης έκτακτης ανάγκης ή κατάστασης εξαιρετικών περιστάσεων και τη ρύθμιση των συνεπειών τους, όπως αποδεικνύεται από τη βεβαίωση χορήγησης της εν λόγω ενίσχυσης·

c)

είναι μόνος γονέας στον οποίο έχει χορηγηθεί επίδομα φροντίδας σε καιρό πανδημίας, όπως αποδεικνύεται από τη βεβαίωση χορήγησης του επιδόματος αυτού και από υπεύθυνη δήλωση σχετικά με την ιδιότητά του ως μόνου γονέα·

d)

είναι γυναίκα έγκυος κατά την ημερομηνία παραλαβής της ειδοποίησης για το εναλλακτικό ταξιδιωτικό πακέτο, όπως αποδεικνύεται από ιατρικό πιστοποιητικό· ή

e)

είναι άτομο ηλικίας 65 ετών και άνω, όπως αποδεικνύεται από την αναγραφή της ημερομηνίας γέννησης στο δελτίο ταυτότητας ή σε οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο έγγραφο ταυτότητας.

5.   Ο ταξιδιώτης που έχει συνάψει σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού δικαιούται να αρνηθεί εγγράφως μέρος μόνο του εναλλακτικού ταξιδιωτικού πακέτου, εντός 14 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της ειδοποίησης για το εν λόγω πακέτο, εάν τουλάχιστον ένας από τους ταξιδιώτες που αναφέρονται στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις της παραγράφου 4.

6.   Εάν ο ταξιδιώτης, ο οποίος έχει συνάψει σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού, αρνηθεί, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 4, το εναλλακτικό ταξιδιωτικό πακέτο, ο διοργανωτής υποχρεούται να του επιστρέψει, χωρίς χρέωση καταγγελίας, όλα τα ποσά που εισέπραξε στο πλαίσιο της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού χωρίς καθυστέρηση και το αργότερο εντός 14 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της απόρριψης του εναλλακτικού ταξιδιωτικού πακέτου. Εάν ταξιδιώτης, ο οποίος έχει συνάψει σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού, απορρίψει εν μέρει το εναλλακτικό ταξιδιωτικό πακέτο, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 5, σε σχέση με έναν ή περισσότερους ταξιδιώτες που καλύπτονται από την ίδια σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού, ο διοργανωτής υποχρεούται να του επιστρέψει, χωρίς χρέωση καταγγελίας όσον αφορά τα πρόσωπα που δεν συμμετέχουν στο εναλλακτικό ταξιδιωτικό πακέτο, τα ποσά που εισέπραξε στο πλαίσιο της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, χωρίς καθυστέρηση και το αργότερο εντός 14 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της μερικής απόρριψης του εναλλακτικού ταξιδιωτικού πακέτου.

7.   Ο διοργανωτής ταξιδιών υποχρεούται να συμφωνήσει με τον ταξιδιώτη την παροχή εναλλακτικού ταξιδιωτικού πακέτου το αργότερο έως τις 31 Αυγούστου 2021.

8.   Εάν η τιμή του εναλλακτικού ταξιδιωτικού πακέτου διαφέρει από το σύνολο των ποσών που έχουν καταβληθεί στο πλαίσιο της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, τα συμβαλλόμενα μέρη διακανονίζουν μεταξύ τους τη διαφορά μεταξύ του ποσού που αναφέρεται στην ειδοποίηση για το εναλλακτικό ταξιδιωτικό πακέτο και της τιμής του πακέτου αυτού, εντός 14 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία ο διοργανωτής συμφώνησε με τον ταξιδιώτη την παροχή εναλλακτικού ταξιδιωτικού πακέτου.

9.   Εάν ο διοργανωτής δεν καταλήξει σε συμφωνία με τον ταξιδιώτη σχετικά με την παροχή εναλλακτικού ταξιδιωτικού πακέτου έως τις 31 Αυγούστου 2021, θεωρείται ότι έχει καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού και επιστρέφει στον ταξιδιώτη το σύνολο των ποσών που εισέπραξε στο πλαίσιο της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού χωρίς καθυστέρηση και το αργότερο έως τις 14 Σεπτεμβρίου 2021.

10.   Εάν, κατά το χρονικό διάστημα από τις 12 Μαρτίου 2020 έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, ο ταξιδιώτης ή ο διοργανωτής κατήγγειλε τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 2, ή το άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο b, και ο διοργανωτής δεν επέστρεψε στον ταξιδιώτη, λόγω της καταγγελίας αυτής, το σύνολο των ποσών που εισέπραξε στο πλαίσιο της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, εφαρμόζεται η διαδικασία της παραγράφου 1.

11.   Εάν, κατά το χρονικό διάστημα από τις 12 Μαρτίου 2020 έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, ο ταξιδιώτης κατήγγειλε τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 1, και δεν έχει διακανονισθεί η χρέωση καταγγελίας, εφαρμόζεται η διαδικασία της παραγράφου 1.

12.   Εάν, παρά τις έκτακτες συνθήκες που επικρατούν λόγω της νόσου COVID‑19 στη Σλοβακία ή παρόμοιες συνθήκες στον τόπο προορισμού ή σε οποιοδήποτε σημείο της διαδρομής του οργανωμένου ταξιδιού, είναι δυνατή η σύμφωνη με τη σύμβαση πραγματοποίηση του οργανωμένου ταξιδιού, αλλά ο ταξιδιώτης αρνείται την παροχή, υποχρεούται να ενημερώσει εγγράφως τον διοργανωτή τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από την έναρξη του οργανωμένου ταξιδιού· εντός των πρώτων 30 ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, η προθεσμία αυτή είναι τουλάχιστον 15 ημέρες πριν από την έναρξη του οργανωμένου ταξιδιού. Εντός 14 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής των πληροφοριών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, ο διοργανωτής υποχρεούται να αποστείλει στον ταξιδιώτη την ειδοποίηση για το εναλλακτικό ταξιδιωτικό πακέτο που αναφέρεται στην παράγραφο 3 και να ενεργήσει σύμφωνα με τις παραγράφους 7 έως 9· οι διατάξεις των παραγράφων 4, 5 και 6 δεν εφαρμόζονται.

13.   Όσο διαρκούν οι έκτακτες συνθήκες που επικρατούν λόγω της νόσου COVID‑19 στη Σλοβακία ή παρόμοιες συνθήκες στον τόπο προορισμού ή σε οποιοδήποτε σημείο της διαδρομής του οργανωμένου ταξιδιού, ο διοργανωτής δεν μπορεί να ζητήσει από τον ταξιδιώτη προκαταβολή επί της τιμής του οργανωμένου ταξιδιού· η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται εάν ο ταξιδιώτης αποδεχθεί την τροποποίηση της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού σύμφωνα με την παράγραφο 1, στοιχείο a.

14.   Η προστασία κατά της αφερεγγυότητας που παρέχεται στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού εφαρμόζεται, κατ’ αναλογίαν, στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού ακόμη και μετά την τροποποίησή της ή μετά την αποστολή ειδοποίησης για εναλλακτικό ταξιδιωτικό πακέτο.»

Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

11

Με επιστολή της 14ης Μαΐου 2020 προς τη Σλοβακική Δημοκρατία, η Επιτροπή επισήμανε ότι είχε λάβει πληροφορίες από τις οποίες προέκυπτε ότι, υπό τις συνθήκες της παγκόσμιας πανδημίας της νόσου COVID‑19, το εν λόγω κράτος μέλος επεξεργαζόταν τη λήψη εθνικών μέτρων τα οποία θα μπορούσαν να αντιβαίνουν στην οδηγία 2015/2302. Η Επιτροπή κάλεσε τις σλοβακικές αρχές να παράσχουν περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με την πρόοδο της επεξεργασίας των εν λόγω μέτρων.

12

Με επιστολή της 28ης Μαΐου 2020, η Σλοβακική Δημοκρατία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι το Εθνικό Κοινοβούλιο της Σλοβακικής Δημοκρατίας εξέδωσε, στις 20 Μαΐου 2020, τον νόμο 136/2020, για την τροποποίηση του νόμου 170/2018. Το εν λόγω κράτος μέλος διευκρίνισε ότι, βάσει του νόμου 136/2020, τα ταξιδιωτικά γραφεία είχαν τη δυνατότητα να προτείνουν στους πελάτες τους τροποποίηση της ισχύουσας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού ή, σε περίπτωση που οι πελάτες απέρριπταν την τροποποίηση αυτή, εναλλακτικό ταξιδιωτικό πακέτο, όπερ προϋπέθετε ότι το ταξιδιωτικό γραφείο και ο ενδιαφερόμενος πελάτης θα συμφωνούσαν ένα νέο πακέτο πριν από το τέλος Αυγούστου του 2021.

13

Στις 3 Ιουλίου 2020, η Επιτροπή απέστειλε στη Σλοβακική Δημοκρατία προειδοποιητική επιστολή, με την οποία διαπίστωνε ότι το εν λόγω κράτος μέλος, εισάγοντας, με την έκδοση του νόμου 136/2020, το άρθρο 33a στον νόμο 170/2018, παρέβη την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 12, παράγραφος 2, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2015/2302, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας.

14

Η Σλοβακική Δημοκρατία απάντησε στην εν λόγω προειδοποιητική επιστολή με έγγραφο της 28ης Αυγούστου 2020. Με το έγγραφο αυτό, το εν λόγω κράτος μέλος, καίτοι παραδέχθηκε ότι η τροποποίηση του νόμου 170/2018, την οποία επέφερε ο νόμος 136/2020, εισήγαγε παρέκκλιση από τις διατάξεις της οδηγίας 2015/2302, ισχυρίστηκε ότι η τροποποίηση αυτή δικαιολογούνταν από θεμιτούς λόγους, δεδομένου ότι οι δραστηριοποιούμενες στον τουριστικό τομέα επιχειρήσεις χρειάζονταν περισσότερο χρόνο για τη σταδιακή αποπληρωμή όλων των πελατών τους, διότι άλλως διέτρεχαν τον κίνδυνο πτώχευσης.

15

Στις 30 Οκτωβρίου 2020, η Επιτροπή απηύθυνε στη Σλοβακική Δημοκρατία αιτιολογημένη γνώμη με την οποία, αφενός, προσήψε στο εν λόγω κράτος μέλος ότι, με την έκδοση του νόμου 136/2020, παρέβη τη μνημονευόμενη στη σκέψη 13 της παρούσας αποφάσεως υποχρέωση και, αφετέρου, κάλεσε το εν λόγω κράτος μέλος να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς την αιτιολογημένη γνώμη εντός προθεσμίας δύο μηνών από την παραλαβή της, ήτοι έως τις 30 Δεκεμβρίου 2020.

16

Η Σλοβακική Δημοκρατία απάντησε στην ως άνω αιτιολογημένη γνώμη με έγγραφο της 18ης Δεκεμβρίου 2020. Στο έγγραφο αυτό, το εν λόγω κράτος μέλος ανέφερε, αφενός, ότι η επίμαχη νομοθετική τροποποίηση ήταν δικαιολογημένη υπό το πρίσμα των έκτακτων συνθηκών οι οποίες συνδέονται με τον βαθμό της εξάπλωσης της νόσου COVID‑19 και, αφετέρου, ότι ο σκοπός της τροποποίησης αυτής δεν ήταν να στερήσει από τους ταξιδιώτες τα δικαιώματά τους, αλλά να παράσχει στους διοργανωτές ταξιδιών χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου θα μπορούσαν να ρυθμίσουν το σύνολο των συμβατικών σχέσεών τους με τους ταξιδιώτες.

17

Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι, τόσο κατά την εκπνοή της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας όσο και κατά την ημερομηνία άσκησης της υπό κρίση προσφυγής, το σλοβακικό δίκαιο εξακολουθούσε να αντιβαίνει προς την οδηγία 2015/2302, αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

18

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 21ης Ιανουαρίου 2022, επετράπη στο Βασίλειο της Δανίας να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής.

Επί της προσφυγής

Επιχειρήματα των διαδίκων

19

Προς στήριξη της προσφυγής, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 33a του νόμου 170/2018 στερεί από τους ταξιδιώτες το δικαίωμά τους να καταγγείλουν τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού και να λάβουν επιστροφή των ποσών που κατέβαλαν σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2015/2302 και δη ενόσω υφίσταντο τις βαριές συνέπειες της παγκόσμιας πανδημίας της νόσου COVID‑19. Πλην όμως, μολονότι οι επιπτώσεις της κρίσης της νόσου COVID‑19 αναμφίβολα ενείχαν αυξημένο κίνδυνο πτώχευσης για πολλούς διοργανωτές ταξιδιών, ούτε η οδηγία 2015/2302 ούτε άλλη νομική πράξη της Ένωσης επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από το ως άνω άρθρο 12.

20

Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι το άρθρο 12 της οδηγίας 2015/2302 είναι εφαρμοστέο όχι μόνο σε γεγονότα τοπικής ή περιφερειακής εμβέλειας, αλλά και στην εν λόγω πανδημία. Συγκεκριμένα, η εκδήλωση μιας τέτοιας πανδημίας εμπίπτει στην έννοια των «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων», η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 12 και ορίζεται στο άρθρο 3, σημείο 12, της οδηγίας. Το γεγονός ότι, στο πλαίσιο αυτό, η αιτιολογική σκέψη 31 της εν λόγω οδηγίας αναφέρει ενδεικτικά την εκδήλωση κρουσμάτων σοβαρής ασθένειας στον ταξιδιωτικό προορισμό δεν αποδεικνύει ότι το εν λόγω άρθρο 12 αφορά αποκλειστικώς τοπικά γεγονότα.

21

Εξάλλου, δεδομένου ότι η έννοια αυτή συνδέεται με την έννοια της ανωτέρας βίας, η τελευταία δεν μπορεί να εφαρμοστεί εκτός του καθοριζόμενου από την οδηγία 2015/2302 πλαισίου.

22

Κατά την Επιτροπή, μολονότι κατά την έκδοση της εν λόγω οδηγίας δεν εξετάστηκε το ενδεχόμενο εκδήλωσης πανδημίας τέτοιας κλίμακας όπως εκείνη της νόσου COVID‑19, εντούτοις, η ratio της οδηγίας ήταν ακριβώς η αντιμετώπιση τέτοιων αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων. Το να γίνει δεκτό ότι η οδηγία 2015/2302 εφαρμόζεται σε περίπτωση προβλημάτων μικρότερης εδαφικής κλίμακας, όχι όμως σε περίπτωση προβλημάτων μεγαλύτερης ή παγκόσμιας κλίμακας, θα είχε παράλογες συνέπειες.

23

Επιπλέον, από το άρθρο 4 της οδηγίας 2015/2302, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών της σκέψεων 4 και 5, προκύπτει ότι η οδηγία αυτή προβαίνει σε πλήρη εναρμόνιση των τομέων στους οποίους εφαρμόζεται. Εν προκειμένω, το άρθρο 33a του νόμου 170/2018 εξυπηρετεί την επιδίωξη προστασίας των διοργανωτών ταξιδιών εις βάρος των καταναλωτών, οι οποίοι ωστόσο επλήγησαν επίσης από την παγκόσμια πανδημία της νόσου COVID‑19. Στο πλαίσιο αυτό, μολονότι η Σλοβακική Δημοκρατία αποφάσισε να προστατεύσει τους διοργανωτές οργανωμένων ταξιδιών, πολλά άλλα κράτη μέλη δεν έπραξαν το ίδιο. Επομένως, δεν θα μπορούσαν όλοι οι ταξιδιώτες της Ένωσης να τύχουν του ίδιου επιπέδου προστασίας, γεγονός που θα δυσχέραινε την επίτευξη του διττού σκοπού της εναρμόνισης και της προστασίας των καταναλωτών που επιδιώκει η οδηγία 2015/2302.

24

Τέλος, όσον αφορά τον προβαλλόμενο από το εν λόγω κράτος μέλος άμεσο κίνδυνο εξαφάνισης από την αγορά μεγάλου αριθμού διοργανωτών οργανωμένων ταξιδιών, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι θα μπορούσαν να έχουν ληφθεί ορισμένα μέτρα κρατικών ενισχύσεων προς όφελος των τελευταίων.

25

Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ειδοποίηση για εναλλακτικό ταξιδιωτικό πακέτο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 33a του νόμου 170/2018, η οποία μπορεί να εξομοιωθεί με κουπόνι, δεν ισοδυναμεί με «επιστροφή», κατά την έννοια του άρθρου 12 της οδηγίας 2015/2302. Συγκεκριμένα, η επιστροφή συνεπάγεται ότι πρόσωπο το οποίο έχει καταβάλει ένα ποσό το ανακτά με τη μορφή χρηματικού ποσού, γεγονός που του παρέχει τη δυνατότητα να το διαθέσει ελεύθερα. Κατά την Επιτροπή, αν ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση να επιτρέψει έναν τόσο ιδιαίτερο και δυσμενή για τον ταξιδιώτη τρόπο επιστροφής, θα είχε ρητώς αναφέρει τη δυνατότητα αυτή, όπως το έπραξε σε άλλες νομοθετικές πράξεις οι οποίες αφορούν τα δικαιώματα των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και τα δικαιώματα των καταναλωτών.

26

Τρίτον και τελευταίο, η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα κράτους μέλους σύμφωνα με το οποίο η οδηγία 2015/2302 δεν είχε μεν εφαρμογή στην παγκόσμια πανδημία της νόσου COVID‑19, η πανδημία όμως αυτή συνιστούσε ταυτόχρονα περίπτωση ανωτέρας βίας η οποία εμπόδιζε το κράτος μέλος να εκπληρώσει τις απορρέουσες από την εν λόγω οδηγία υποχρεώσεις του.

27

Το Βασίλειο της Δανίας, το οποίο υποστηρίζει πλήρως την Επιτροπή, ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι, με τη θέσπιση της οδηγίας 2015/2302, ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε να εξασφαλίσει ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών σε περίπτωση συνδρομής αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων, όπως η παγκόσμια πανδημία της νόσου COVID‑19. Συνακόλουθα, η συνδεόμενη με την εν λόγω πανδημία υγειονομική κρίση δεν μπορεί να δικαιολογήσει παράταση της προβλεπόμενης στο άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας προθεσμίας επιστροφής.

28

Στο πλαίσιο αυτό, το σύστημα πιστώσεως που τέθηκε σε εφαρμογή στο εν λόγω κράτος μέλος στο πλαίσιο του Rejsegarantifonden (Ταμείου εγγυήσεων για τα ταξίδια), το οποίο παρείχε στα ταξιδιωτικά γραφεία τα οποία είχαν ανάγκη πρόσθετης ρευστότητας τη δυνατότητα να δανείζονται με ευνοϊκούς όρους προκειμένου να διασφαλιστεί η επιστροφή των καταβληθέντων ποσών στους πελάτες εντός της προβλεπόμενης στην εν λόγω διάταξη προθεσμίας των 14 ημερών, καταδεικνύει ότι ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί εντός της προθεσμίας αυτής επιστροφή στους καταναλωτές με τη μορφή χρηματικού ποσού, παρά την εν λόγω πανδημία.

29

Η Σλοβακική Δημοκρατία ζητεί την απόρριψη της προσφυγής της Επιτροπής. Υποστηρίζει, πρώτον, ότι το άρθρο 12 της οδηγίας 2015/2302 δεν εφαρμόζεται σε κατάσταση παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης όπως η πανδημία της νόσου COVID‑19, καθόσον η στάθμιση μεταξύ των συμφερόντων των ταξιδιωτών και των διοργανωτών ταξιδιών η οποία πραγματοποιήθηκε κατά τον χρόνο έκδοσης της οδηγίας πραγματοποιήθηκε υπό περιστάσεις εντελώς διαφορετικές από εκείνες που επικρατούσαν κατά την έναρξη της πανδημίας.

30

Στο πλαίσιο αυτό, από το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, σε συνδυασμό με την αιτιολογική της σκέψη 31, προκύπτει ότι, κατά την έκδοση της οδηγίας, ελήφθη υπόψη μόνο το ενδεχόμενο εκδήλωσης κρουσμάτων σοβαρής ασθένειας «στον τόπο προορισμού ή πολύ κοντά σε αυτόν». Μολονότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/2302 δεν περιέχει τέτοια αναφορά, θα πρέπει, μέσω συστηματικής ερμηνείας, να ερμηνευθεί κατά τον ίδιο τρόπο. Από την άλλη πλευρά, το νομικό πλαίσιο που θέσπισε η εν λόγω οδηγία δεν είναι κατάλληλο για την αντιμετώπιση έκτακτων περιστάσεων όπως η παγκόσμια πανδημία της νόσου COVID‑19, όπερ προκύπτει επίσης από το περιορισμένο, κατά τα εκτιθέμενα στην αιτιολογική σκέψη 40 της οδηγίας και τις παραδοχές της ίδιας της Επιτροπής, πεδίο εφαρμογής του συστήματος προστασίας των διοργανωτών ταξιδιών κατά της αφερεγγυότητας το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 17 της οδηγίας.

31

Επομένως, δεν είναι αληθές ότι η ratio της οδηγίας 2015/2302 ήταν ακριβώς η αντιμετώπιση περιστάσεων όπως αυτές που προέκυψαν από την εν λόγω πανδημία. Συναφώς, η Σλοβακική Δημοκρατία υπογραμμίζει, παραπέμποντας ιδίως στην απόφαση της 18ης Μαρτίου 2021, Kuoni Travel (C‑578/19, EU:C:2021:213), ότι η εν λόγω οδηγία δεν ρυθμίζει τις περιπτώσεις ανωτέρας βίας, τις οποίες, αντιθέτως, ρύθμιζε η προϊσχύσασα οδηγία 90/314. Στο πλαίσιο αυτό, ουδόλως προκύπτει από το άρθρο 3, σημείο 12, της οδηγίας 2015/2302 ότι οι οριζόμενες στην εν λόγω διάταξη «αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις» πρέπει να έχουν ασυνήθη και απρόβλεπτο χαρακτήρα, όπως κατά πάγια νομολογία απαιτεί το Δικαστήριο προκειμένου μια συγκεκριμένη περίσταση να μπορεί να χαρακτηριστεί ως περίπτωση «ανωτέρας βίας».

32

Επιπλέον, σύμφωνα με το εν λόγω κράτος μέλος, αν δεν είχε θεσπιστεί ειδική ρύθμιση, θα μπορούσαν να είχαν θιγεί όχι μόνον τα συμφέροντα των διοργανωτών ταξιδιών, αλλά και αυτά των ταξιδιωτών, δηλαδή τα συμφέροντα των καταναλωτών, καθόσον οι οικείες επιχειρήσεις θα τίθεντο σε κίνδυνο και θα καθίστατο, εν συνεχεία, αδύνατη κάθε επιστροφή των καταβληθέντων ποσών.

33

Επομένως, υπό τις συνθήκες της παγκόσμιας πανδημίας και των συνεπειών της, η Σλοβακική Δημοκρατία δικαιούτο να λάβει μέτρα εκτός του πλαισίου της οδηγίας 2015/2302, όπως είναι το άρθρο 33a του νόμου 170/2018, προκειμένου να καλύψει τη σημαντική μεταβολή των ισορροπιών μεταξύ των συμφερόντων των ταξιδιωτών και των συμφερόντων των επαγγελματιών.

34

Δεύτερον, η Σλοβακική Δημοκρατία υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 33a του νόμου 170/2018 ειδοποίηση για εναλλακτικό ταξιδιωτικό πακέτο μπορεί να συνιστά επιστροφή των καταβληθέντων ποσών, κατά την έννοια του άρθρου 12 της οδηγίας 2015/2302. Το εν λόγω κράτος μέλος υπογραμμίζει ότι η εν λόγω ειδοποίηση συνιστούσε παροχή που μπορούσε να ανταλλαγεί με την παροχή άλλων ταξιδιωτικών υπηρεσιών, καλυπτόταν από προστασία έναντι της πτωχεύσεως, ήταν μεταβιβάσιμη σε άλλα πρόσωπα και, σε περίπτωση μη χρησιμοποίησής της εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, παρείχε δικαίωμα επιστροφής του συνόλου των καταβληθέντων ποσών με τη μορφή χρηματικού ποσού.

35

Ειδικότερα, στην καθομιλουμένη, η λέξη «επιστροφή» δεν αναφέρεται αποκλειστικώς στην απόδοση χρηματικού ποσού, αλλά περιλαμβάνει και την αποζημίωση για τέτοια καταβληθέντα ποσά η οποία λαμβάνει άλλη μορφή. Η ερμηνεία αυτή βρίσκει επίσης έρεισμα στο γεγονός ότι οι σχετικές διατάξεις της οδηγίας 2015/2302, ιδίως στην απόδοσή τους στη γερμανική και την αγγλική γλώσσα, προβαίνουν σε διάκριση μεταξύ της χορήγησης επιστροφής και της απόδοσης των ποσών αυτών. Επιπλέον, υπό το πρίσμα της όλης οικονομίας και του σκοπού της οδηγίας, οι όροι «επιστροφή» ή «επιστρέφω» θα μπορούσαν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιτρέπουν επίσης την αποζημίωση για τα εν λόγω ποσά η οποία λαμβάνει άλλη μορφή, πέραν της απόδοσης χρηματικού ποσού.

36

Επιπλέον, η Σλοβακική Δημοκρατία παρατηρεί ότι δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι άλλες νομοθετικές πράξεις της Ένωσης προβλέπουν ρητώς διαφορετικές μορφές επιστροφής, δεδομένου ότι οι εν λόγω πράξεις διαφέρουν από την οδηγία 2015/2302 είτε ως προς τη φύση τους είτε ως προς τους τομείς στους οποίους εφαρμόζονται και τους σκοπούς που επιδιώκουν. Εφόσον δεν υφίσταται ταυτότητα μεταξύ των εννόμων σχέσεων οι οποίες ιδρύονται με τέτοιες πράξεις, η έκδοση κάθε πράξεως απαιτεί νέα εκτίμηση της υφιστάμενης ισορροπίας μεταξύ των διαφόρων δικαιωμάτων και εννόμων συμφερόντων όλων των αποδεκτών της επίμαχης πράξεως.

37

Η οδηγία 2015/2302 αποσκοπεί στην προστασία των ταξιδιωτών και των δικαιωμάτων των επαγγελματιών διοργανωτών οργανωμένων ταξιδιών. Συναφώς, στην περίπτωση συγκρούσεως περισσοτέρων του ενός προστατευόμενων από το δίκαιο της Ένωσης δικαιωμάτων, η ερμηνεία των επίμαχων πράξεων είναι απαραίτητο να γίνεται χωρίς να θίγεται ο αναγκαίος συμβιβασμός μεταξύ των επιταγών που συναρτώνται με την προστασία των διαφόρων αυτών δικαιωμάτων και η δίκαιη ισορροπία μεταξύ τους (απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2013, McDonagh, C‑12/11, EU:C:2013:43, σκέψη 62).

38

Τρίτον και τελευταίο, η Σλοβακική Δημοκρατία υποστηρίζει, όλως επικουρικώς, ότι η δυσμενής κατάσταση που συνδέεται με την παγκόσμια πανδημία της νόσου COVID‑19 θα μπορούσε να θεωρηθεί ως περίπτωση ανωτέρας βίας, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου.

39

Το εν λόγω κράτος μέλος υπογραμμίζει ότι, εφόσον αυτό το επιχείρημα προβάλλεται όλως επικουρικώς, ουδόλως είναι ασύμβατο με το κυρίως προβαλλόμενο επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο η οδηγία 2015/2302 δεν είναι εφαρμοστέα στην πανδημία της νόσου COVID‑19. Επιπλέον, είναι εσφαλμένος o ισχυρισμός της Επιτροπής ότι η οδηγία αυτή δεν επιτρέπει πλέον την εφαρμογή της έννοιας της ανωτέρας βίας εκτός του ρυθμιζόμενου από την οδηγία πλαισίου. Συγκεκριμένα, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της εφαρμογής της εν λόγω έννοιας, αφενός, όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στο πλαίσιο της συμβατικής σχέσεως μεταξύ του διοργανωτή και του ταξιδιώτη και προβλέπονται από την εν λόγω οδηγία και, αφετέρου, ως λόγου ο οποίος δικαιολογεί παράβαση εκ μέρους κράτους μέλους.

40

Εν προκειμένω, πληρούνται οι απορρέουσες από τη νομολογία του Δικαστηρίου προϋποθέσεις οι οποίες διέπουν την επίκληση της ανωτέρας βίας, νοούμενης υπό τη δεύτερη έννοια. Συγκεκριμένα, η παγκόσμια πανδημία της νόσου COVID‑19 και ο συνακόλουθος σημαντικός περιορισμός του τουρισμού παγκοσμίως συνιστούν εξωγενείς και ανεξάρτητες από τη βούληση της Σλοβακικής Δημοκρατίας περιστάσεις, τις οποίες η τελευταία δεν θα μπορούσε ούτε να προβλέψει ούτε να αποτρέψει, ακόμη και καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια και επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια.

41

Το εν λόγω κράτος μέλος διευκρινίζει ότι η έλλειψη ρευστότητας καθώς και ο κίνδυνος αφερεγγυότητας των ταξιδιωτικών γραφείων και επέλευσης αρνητικών συνεπειών για το σύνολο του επίμαχου οικονομικού τομέα, λόγω της εξέλιξης της πανδημίας αυτής και των σχετικών με αυτήν μέτρων, αποτέλεσαν ανυπέρβλητες δυσχέρειες οι οποίες το εμπόδισαν προσωρινά να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 2015/2302. Τούτου λεχθέντος, το άρθρο 33a του νόμου 170/2018 εφαρμόστηκε μόνο κατά το αναγκαίο χρονικό διάστημα και έπαυσε πλέον να ισχύει, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και να επιτευχθεί δίκαιη ισορροπία μεταξύ του επιπέδου αυτού και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.

42

Όσον αφορά τη λυσιτέλεια του παραδείγματος ενός μέτρου κρατικής ενισχύσεως, όπως αυτό που έλαβε η Δανία με την εφαρμογή του Rejsegarantifonden (Ταμείου εγγυήσεων για τα ταξίδια), η Σλοβακική Δημοκρατία παρατηρεί ότι η δυνατότητα χορηγήσεως κρατικών ενισχύσεων μέσω ενός ταμείου εγγυήσεων θα μπορούσε να είναι περιορισμένη λόγω του τρόπου οργάνωσης του εθνικού συστήματος προστασίας κατά της αφερεγγυότητας, με αποτέλεσμα να απαιτείται περίπλοκη τροποποίηση του σλοβακικού δικαίου, η οποία θα ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί σε περίοδο οξείας κρίσεως. Εξάλλου, οι κρατικές ενισχύσεις, καθόσον συνιστούν ουσιαστική παρέμβαση στον ανταγωνισμό και στη λειτουργία της αγοράς, πρέπει να έχουν τον χαρακτήρα μέτρου έσχατης λύσης (ultima ratio).

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

43

Με την προσφυγή της, η Επιτροπή προσάπτει στη Σλοβακική Δημοκρατία ότι, θεσπίζοντας το άρθρο 33a του νόμου 170/2018, παρέβη την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 12, παράγραφος 2, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2015/2302, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 αυτής, στο μέτρο που το άρθρο 33a προβλέπει, κατ’ ουσίαν, αφενός, ότι, όταν, λόγω των έκτακτων συνθηκών που οφείλονται στην παγκόσμια πανδημία της νόσου COVID‑19, δεν ήταν δυνατή η εκτέλεση συμβάσεως οργανωμένου ταξιδιού, ο διοργανωτής είχε το δικαίωμα να προσφέρει στους ενδιαφερόμενους ταξιδιώτες εναλλακτικό ταξιδιωτικό πακέτο αντί της επιστροφής των καταβληθέντων ποσών, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 12, και, αφετέρου, ότι οι εν λόγω ταξιδιώτες είχαν, στην περίπτωση αυτή, δικαίωμα επιστροφής των καταβληθέντων ποσών μόνο μετά τις 31 Αυγούστου 2021 και το αργότερο έως τις 14 Σεπτεμβρίου 2021.

44

Πρώτον, πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα αν οι εν λόγω έκτακτες συνθήκες μπορούν να εμπίπτουν στην έννοια των «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων», του άρθρου 12 της οδηγίας 2015/2302, με αποτέλεσμα το άρθρο 12, παράγραφος 2, και παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/2302 να μπορεί να εφαρμοστεί στις περιπτώσεις του άρθρου 33a του νόμου 170/2018.

45

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι η έννοια αυτή ορίζεται στο άρθρο 3, σημείο 12, της οδηγίας 2015/2302 ως αναφερόμενη σε «καταστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχο του μέρους που επικαλείται τέτοια κατάσταση, και οι συνέπειες της οποίας δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα».

46

Η αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας αποσαφηνίζει το περιεχόμενο της εν λόγω έννοιας διευκρινίζοντας ότι «[α]υτό μπορεί να αφορά, για παράδειγμα, πόλεμο, άλλα σοβαρά προβλήματα ασφάλειας, όπως η τρομοκρατία, σημαντικούς κίνδυνους για την ανθρώπινη υγεία, όπως η εκδήλωση κρουσμάτων σοβαρής ασθένειας στον ταξιδιωτικό προορισμό, ή φυσικές καταστροφές όπως πλημμύρες, σεισμοί ή καιρικές συνθήκες που καθιστούν αδύνατη την ασφαλή μετάβαση στον προορισμό κατά τα συμφωνηθέντα στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού».

47

Εξάλλου, από το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302 προκύπτει ότι έκτακτες και αναπόφευκτες περιστάσεις μπορούν να δικαιολογήσουν καταγγελία εκ μέρους του ταξιδιώτη, παρέχοντάς του δικαίωμα πλήρους επιστροφής όλων των ποσών που κατέβαλε για το πακέτο, μόνον όταν συντρέχουν «στον τόπο προορισμού ή πολύ κοντά σε αυτόν» και «επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του πακέτου ή επηρεάζουν σημαντικά τη μεταφορά των επιβατών στον προορισμό».

48

Μολονότι, για την καταγγελία σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, ο χαρακτηρισμός συγκεκριμένου γεγονότος ως κατάστασης η οποία εμπίπτει στην έννοια των «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων», του άρθρου 12, εξαρτάται κατ’ ανάγκην από τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης και ιδίως από τις συγκεκριμένες ταξιδιωτικές υπηρεσίες που συμφωνήθηκαν, καθώς και από τις συνέπειες του γεγονότος αυτού στον προβλεπόμενο τόπο προορισμού, γεγονός παραμένει ότι, όπως υποστήριξε η Επιτροπή, μια παγκόσμια υγειονομική κρίση όπως η πανδημία της νόσου COVID‑19 πρέπει, αυτή καθεαυτήν, να θεωρηθεί ότι δύναται να εμπίπτει στην έννοια αυτή.

49

Πράγματι, είναι προφανές ότι ένα τέτοιο γεγονός εκφεύγει κάθε ελέγχου, οι δε συνέπειές του δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει, εξάλλου, την ύπαρξη «σημαντικών κινδύνων για την ανθρώπινη υγεία» για τους οποίους γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας.

50

Το γεγονός ότι, όπως και το άρθρο 12, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας, η ως άνω αιτιολογική σκέψη επεξηγεί τους όρους αυτούς ανατρέχοντας στο παράδειγμα της εκδήλωσης κρουσμάτων σοβαρής ασθένειας «στον ταξιδιωτικό προορισμό» δεν ασκεί συναφώς επιρροή, δεδομένου ότι η διευκρίνιση αυτή δεν αποσκοπεί στο να περιορίσει το περιεχόμενο της έννοιας των «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων» σε τοπικά γεγονότα, αλλά να καταστήσει σαφές ότι οι περιστάσεις αυτές πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να εκδηλώνονται, μεταξύ άλλων, στον προβλεπόμενο τόπο προορισμού και να έχουν, ως εκ τούτου, σημαντικές συνέπειες για την εκτέλεση του οικείου πακέτου.

51

Στο πλαίσιο αυτό, εφόσον η εξάπλωση σοβαρής ασθένειας στον επίμαχο τόπο προορισμού μπορεί να εμπίπτει στην έννοια αυτή, τούτο πρέπει κατά μείζονα λόγο να γίνει δεκτό όσον αφορά την εξάπλωση σοβαρής ασθένειας σε παγκόσμιο επίπεδο, δεδομένου ότι οι επιπτώσεις της επηρεάζουν και τον τόπο προορισμού.

52

Εξάλλου, ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 2, και παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/2302 υπό την έννοια ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο σε γεγονότα τοπικής εμβέλειας, αποκλειομένων των γεγονότων μεγαλύτερης κλίμακας, θα προσέκρουε, αφενός, στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, στο μέτρο που, ελλείψει οποιουδήποτε προβλεπόμενου προς τούτο από την οδηγία κριτηρίου οριοθέτησης, η διάκριση μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών γεγονότων μπορεί να είναι ασαφής και μεταβλητή, με αποτέλεσμα το όφελος από την προστασία που παρέχει η εν λόγω διάταξη να καθίσταται εν τέλει αβέβαιο.

53

Αφετέρου, μια τέτοια ερμηνεία δεν θα ήταν συνεπής προς τον επιδιωκόμενο από την οδηγία σκοπό, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο της 1, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 5 της ίδιας οδηγίας, συνίσταται στη συμβολή στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και στην επίτευξη υψηλού και όσο το δυνατόν ομοιόμορφου επιπέδου προστασίας των καταναλωτών [πρβλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, FTI Touristik (Οργανωμένο ταξίδι στις Κανάριες Νήσους), C‑396/21, EU:C:2023:10, σκέψη 29].

54

Συγκεκριμένα, η εν λόγω ερμηνεία θα είχε ως συνέπεια ότι οι ταξιδιώτες που καταγγέλλουν τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού επικαλούμενοι την εμφάνιση ασθένειας τοπικώς περιορισμένης δεν θα ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν χρέωση καταγγελίας, ενώ οι ταξιδιώτες που καταγγέλλουν την ίδια σύμβαση λόγω εμφάνισης ασθένειας παγκόσμιας κλίμακας θα έπρεπε να καταβάλλουν τέτοια χρέωση, με αποτέλεσμα οι ενδιαφερόμενοι ταξιδιώτες να απολαύουν χαμηλότερου επιπέδου προστασίας σε περίπτωση εμφάνισης παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης απ’ ό,τι σε περίπτωση εμφάνισης ασθένειας τοπικώς περιορισμένης.

55

Όσον αφορά τον σκοπό της προστασίας των καταναλωτών, η Σλοβακική Δημοκρατία υποστηρίζει, ωστόσο, ότι η προστασία αυτή δεν μπορεί να διαχωριστεί από την προστασία των διοργανωτών ταξιδιών έναντι της αφερεγγυότητας, την οποία προβλέπει το άρθρο 17 της οδηγίας 2015/2302 και η οποία δεν αφορά την κάλυψη ιδιαίτερα αμυδρών κινδύνων, όπως το ξέσπασμα μιας παγκόσμιας πανδημίας. Το εν λόγω κράτος μέλος συνάγει εξ αυτού ότι ούτε η εφαρμογή του δικαιώματος πλήρους επιστροφής, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, και παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας, πρέπει να επεκταθεί σε τέτοιες περιπτώσεις.

56

Στο πλαίσιο αυτό, όπως υπογραμμίζεται επίσης στις αιτιολογικές σκέψεις 13 και 14 της σύστασης 2020/648, είναι αναμφισβήτητο ότι μια παγκόσμια υγειονομική κρίση όπως η πανδημία της νόσου COVID‑19 είναι πιθανό να φέρει τους διοργανωτές οργανωμένων ταξιδιών αντιμέτωπους με αυξημένο κίνδυνο αφερεγγυότητας, μη καλυπτόμενο από συναφθείσα δυνάμει του άρθρου 17 της οδηγίας 2015/2302 σύμβαση ασφαλίσεως, και ότι ένας τέτοιος κίνδυνος μπορεί να επηρεάσει το δικαίωμα των ενδιαφερόμενων ταξιδιωτών να τους επιστραφούν τα ποσά που κατέβαλαν για το πακέτο.

57

Τούτου λεχθέντος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 2, και παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/2302 η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα, υπό τις περιστάσεις αυτές, να μην αναγνωρίζεται εκ προοιμίου το δικαίωμα αυτό στους ταξιδιώτες θα υπονόμευε κατ’ ανάγκην περαιτέρω την προστασία των συμφερόντων τους.

58

Όσον αφορά τη διάκριση που, κατά τη Σλοβακική Δημοκρατία, πρέπει να γίνει μεταξύ της έννοιας των «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων» και της έννοιας της ανωτέρας βίας, δεδομένου ότι μια πανδημία όπως η παγκόσμια πανδημία της νόσου COVID‑19 εμπίπτει, κατά την άποψή της, μόνο στην τελευταία αυτή έννοια, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το εν λόγω κράτος μέλος, το επιχείρημα αυτό δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στην απόφαση της 18ης Μαρτίου 2021, Kuoni Travel (C‑578/19, EU:C:2021:213).

59

Συγκεκριμένα, η επίμαχη περίπτωση στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση αφορούσε την οδηγία 90/314, η οποία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2015/2302. Ανεξάρτητα από τη διάκριση στην οποία προβαίνει η πρώτη ως άνω οδηγία μεταξύ των εννοιών της ανωτέρας βίας και του απρόβλεπτου ή αναπότρεπτου γεγονότος, για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 58 της εν λόγω αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η οδηγία 2015/2302 δεν επανέλαβε καμία από τις έννοιες αυτές, αλλά αναφέρεται, στο πλαίσιο αυτό, αποκλειστικά στην έννοια των «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων». Όπως όμως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 48 και 49 της παρούσας αποφάσεως, μια παγκόσμια υγειονομική κρίση όπως η πανδημία της νόσου COVID‑19 είναι δυνατόν να εμπίπτει στην έννοια αυτή.

60

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Σλοβακική Δημοκρατία, η έννοια των «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων», κατά το άρθρο 12, παράγραφος 2, και παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/2302, μπορεί να καλύπτει το ξέσπασμα υγειονομικής κρίσης παγκόσμιας κλίμακας, οπότε η διάταξη αυτή μπορεί να εφαρμοστεί στις περιπτώσεις του άρθρου 33a του νόμου 170/2018, ήτοι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν ήταν δυνατόν να παρασχεθούν στον ταξιδιώτη τα ουσιώδη στοιχεία των προβλεπόμενων στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού τουριστικών υπηρεσιών «εξαιτίας των έκτακτων συνθηκών που επικρατούν λόγω της νόσου COVID‑19 στη Σλοβακία ή παρόμοιων συνθηκών στον τόπο προορισμού ή σε οποιοδήποτε σημείο της διαδρομής του οργανωμένου ταξιδιού».

61

Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα αν, όπως υποστηρίζει η Σλοβακική Δημοκρατία, η ειδοποίηση για εναλλακτικό ταξίδι η οποία προβλέπεται στο άρθρο 33a του νόμου 170/2018 μπορεί να συνιστά επιστροφή των καταβληθέντων ποσών, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, και παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/2302.

62

Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι η οδηγία αυτή δεν περιέχει ορισμό της έννοιας «επιστροφή».

63

Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, ο προσδιορισμός της σημασίας και του περιεχομένου όρων ως προς τους οποίους το δίκαιο της Ένωσης δεν παρέχει κανέναν ορισμό πρέπει να γίνεται σύμφωνα με το σύνηθες νόημά τους στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένων ταυτόχρονα υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου αυτοί χρησιμοποιούνται και των σκοπών που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελούν μέρος (απόφαση της 18ης Μαρτίου 2021, Kuoni Travel, C‑578/19, EU:C:2021:213, σκέψη 37).

64

Κατά το σύνηθες νόημά του στην καθημερινή γλώσσα, ο όρος «επιστρέφω» υποδηλώνει την απόδοση σε ένα πρόσωπο χρηματικού ποσού το οποίο κατέβαλε ή προκατέβαλε σε άλλο πρόσωπο και συνεπάγεται επομένως ότι το τελευταίο πρόσωπο αποδίδει το εν λόγω ποσό στο πρώτο. Το νόημα αυτό προκύπτει εξάλλου σαφώς από τη συνολική διατύπωση του άρθρου 12, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2015/2302, το οποίο διευκρινίζει ότι η πλήρης επιστροφή αφορά το σύνολο των «ποσών που [ο ταξιδιώτης] κατέβαλε» για το πακέτο, αίροντας έτσι κάθε αμφιβολία ως προς το αντικείμενο της επιστροφής, η οποία αφορά χρηματικό ποσό.

65

Επομένως, ως «επιστροφή», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2015/2302, νοείται η απόδοση, υπό χρηματική μορφή, των ποσών που ο ταξιδιώτης κατέβαλε για το πακέτο.

66

Η ως άνω ερμηνεία δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Σλοβακικής Δημοκρατίας το οποίο στηρίζεται στην ορολογική διάκριση που, κατά την άποψή της, γίνεται, όσον αφορά την έννοια αυτή, ιδίως στην απόδοση του άρθρου 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2015/2302 στη γερμανική και στην αγγλική γλώσσα, μεταξύ, αφενός, της απόδοσης («reimbursement» στην αγγλική γλώσσα, «Rückzahlung» στη γερμανική γλώσσα) των ποσών που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας και, αφετέρου, της προβλεπόμενης στο άρθρο 12, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας «επιστροφής» («refund» στην αγγλική γλώσσα, «Erstattung» στη γερμανική γλώσσα) τους, η οποία, κατά το κράτος μέλος αυτό, καλύπτει επίσης αποζημίωση υπό άλλη μορφή, πέραν της χρηματικής.

67

Πράγματι, μια τέτοια ορολογική διάκριση είναι απολύτως συμβατή με ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων η οποία συνεπάγεται απόδοση υπό μορφή χρηματικού ποσού, πέραν αυτού δε, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τούτο δεν ισχύει, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η διατύπωση που χρησιμοποιείται σε μία από τις γλωσσικές αποδόσεις διατάξεως του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να αποτελεί τη μοναδική βάση για την ερμηνεία της διατάξεως αυτής ούτε μπορεί να της δίδεται προτεραιότητα σε σχέση με τις άλλες γλωσσικές αποδόσεις, σε περίπτωση δε αποκλίσεως μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων νομοθετήματος της Ένωσης, η επίμαχη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα το πλαίσιο και τον σκοπό της ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί στοιχείο (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Banca Transilvania, C‑81/19, EU:C:2020:532, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68

Το πλαίσιο, όμως, στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 12, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2015/2302 και ο επιδιωκόμενος από την οδηγία σκοπός απλώς επιβεβαιώνουν τη γραμματική ερμηνεία η οποία έγινε δεκτή στη σκέψη 65 της παρούσας αποφάσεως.

69

Πράγματι, αφενός, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή, το γεγονός ότι, δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 4, της οδηγίας, η επιστροφή πρέπει να πραγματοποιηθεί το αργότερο εντός 14 ημερών από την καταγγελία της οικείας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού αποτελεί ένδειξη ότι η επιστροφή πρέπει να πραγματοποιηθεί με τη μορφή χρηματικού ποσού, καθόσον σκοπός της προθεσμίας αυτής είναι να διασφαλιστεί ότι ο ενδιαφερόμενος ταξιδιώτης θα έχει, σύντομα μετά την καταγγελία της σύμβασης, τη δυνατότητα να διαθέσει και πάλι ελεύθερα το ποσό που είχε εκταμιεύσει για την πληρωμή του εν λόγω πακέτου. Αντιθέτως, ελάχιστα θα εξυπηρετούσε η επιβολή μιας τέτοιας προθεσμίας αν ο εν λόγω ταξιδιώτης έπρεπε να αρκεστεί σε κουπόνι ή σε άλλη παροχή ετεροχρονισμένου χαρακτήρα, της οποίας θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να επωφεληθεί μόνο μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής.

70

Εξάλλου, από το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η οδηγία 2015/2302, ήτοι τον τομέα των δικαιωμάτων των ταξιδιωτών και της προστασίας των καταναλωτών, καθίσταται σαφές ότι, όταν ο νομοθέτης της Ένωσης προβλέπει, σε συγκεκριμένη νομοθετική πράξη η οποία εμπίπτει στον εν λόγω τομέα, τη δυνατότητα αντικατάστασης της υποχρέωσης καταβολής χρηματικού ποσού με παροχή υπό άλλη μορφή, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η προσφορά κουπονιού, η δυνατότητα αυτή προβλέπεται ρητώς στην εν λόγω νομοθετική πράξη. Τούτο συμβαίνει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 (ΕΕ 2004, L 46, σ. 1), το οποίο προβλέπει ότι η αποζημίωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου 7 καταβάλλεται «σε ρευστό», με ηλεκτρονικό τραπεζικό έμβασμα, με τραπεζική εντολή ή επιταγή, ή, εφόσον συμφωνήσει ενυπογράφως ο επιβάτης, με ταξιδιωτικά κουπόνια ή/και άλλες υπηρεσίες.

71

Το γεγονός ότι το γράμμα του άρθρου 12 της οδηγίας 2015/2302 δεν περιλαμβάνει καμία αναφορά σε τέτοια δυνατότητα τείνει, επομένως, να επιβεβαιώσει ότι το άρθρο αυτό προβλέπει αποκλειστικά επιστροφή υπό τη μορφή χρηματικού ποσού.

72

Αφετέρου, το δικαίωμα επιστροφής που παρέχει στους ταξιδιώτες το άρθρο 12, παράγραφοι 2 και 3, της εν λόγω οδηγίας εξυπηρετεί τον επιδιωκόμενο από την οδηγία σκοπό της προστασίας των καταναλωτών, ο οποίος υπομνήσθηκε στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως, και, ως εκ τούτου, η ερμηνεία της έννοιας της «επιστροφής», κατά το εν λόγω άρθρο 12, σύμφωνα με την οποία ο ενδιαφερόμενος ταξιδιώτης δικαιούται την επιστροφή των ποσών που κατέβαλε για το επίμαχο πακέτο υπό τη μορφή χρηματικού ποσού, το οποίο μπορεί να διαθέσει ελεύθερα, συμβάλλει περισσότερο στην προστασία των συμφερόντων του και, κατά συνέπεια, στην επίτευξη του ως άνω σκοπού, σε σύγκριση με την ερμηνεία κατά την οποία αρκεί ο οικείος διοργανωτής να του προσφέρει εναλλακτικό ταξίδι, κουπόνι ή άλλης μορφής αντισταθμιστική παροχή ετεροχρονισμένου χαρακτήρα.

73

Όσον αφορά το επιχείρημα της Σλοβακικής Δημοκρατίας ότι, ιδίως σε περίπτωση πλήρους διατάραξης της σχετικής αγοράς, είναι αναγκαίο, υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 5 της οδηγίας 2015/2302 και σύμφωνα με τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2013, McDonagh (C‑12/11, EU:C:2013:43, σκέψη 62), να υιοθετηθεί ερμηνεία η οποία να καθιστά δυνατή τη δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ της προστασίας των καταναλωτών και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, αρκεί η διαπίστωση ότι η ερμηνεία που έγινε δεκτή στη σκέψη 65 της παρούσας αποφάσεως αντικατοπτρίζει τη στάθμιση των συμφερόντων την οποία ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση να υιοθετήσει όσον αφορά τις χρηματοοικονομικές συνέπειες της καταγγελίας συμβάσεως οργανωμένου ταξιδιού στις περιπτώσεις του άρθρου 12, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας αυτής, διάταξης η οποία, εξάλλου, όχι μόνον προβλέπει υποχρέωση επιστροφής υπέρ των ταξιδιωτών, αλλά διευκρινίζει επιπλέον ότι, στις περιπτώσεις αυτές, ο διοργανωτής δεν υποχρεούται να καταβάλει πρόσθετη αποζημίωση.

74

Τούτο ισχύει υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας του ταξιδιώτη, ο οποίος είναι συμβαλλόμενο μέρος σε σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού, να συμφωνήσει οικειοθελώς να αποδεχθεί κουπόνι, αντί της επιστροφής χρηματικού ποσού, στο μέτρο που η δυνατότητα αυτή δεν του στερεί το δικαίωμα επιστροφής χρημάτων, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 9 της σύστασης 2020/648.

75

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ειδοποίηση για εναλλακτικό ταξίδι, όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 33a του νόμου 170/2018, δεν συνιστά επιστροφή των καταβληθέντων ποσών, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, και παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/2302, δεδομένου ότι η επιστροφή αυτή πρέπει να νοείται μόνον ως απόδοση των ποσών αυτών υπό χρηματική μορφή.

76

Τρίτον, από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ορθώς η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το άρθρο 33a του νόμου 170/2018 αντιβαίνει στο άρθρο 12, παράγραφος 2, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2015/2302, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 της οδηγίας, στο μέτρο που χορηγούσε, για την περίοδο από τις 12 Μαρτίου 2020 έως τις 31 Αυγούστου 2021, στους ταξιδιώτες των οποίων το πακέτο δεν μπορούσε να εκτελεσθεί λόγω των αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων που συνδέονταν με την παγκόσμια πανδημία της νόσου COVID‑19 αποκλειστικώς και μόνον το δικαίωμα να τους προσφερθεί εναλλακτικό ταξίδι, αντί πλήρους επιστροφής, υπό χρηματική μορφή, των ποσών που κατέβαλαν για το πακέτο.

77

Κατά συνέπεια, η Σλοβακική Δημοκρατία, θεσπίζοντας το άρθρο 33a του νόμου 170/2018, δεν τήρησε την υποχρέωση που υπέχει να λάβει, στην εθνική έννομη τάξη της, όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2015/2302, σύμφωνα με τον επιδιωκόμενο από αυτή σκοπό (πρβλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2022, Nord Stream 2 κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑348/20 P, EU:C:2022:548, σκέψη 69).

78

Πλην όμως, η Σλοβακική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι δυσμενείς συνθήκες που συνδέονται με την παγκόσμια πανδημία της νόσου COVID‑19 συνιστούν περίπτωση ανωτέρας βίας η οποία την εμπόδισε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 2015/2302.

79

Όσον αφορά τον ισχυρισμό αυτόν, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο φόβος εσωτερικών δυσχερειών δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μη τήρηση από κράτος μέλος των υποχρεώσεων που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 1ης Απριλίου 2004, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑99/02, EU:C:2004:207, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Βελγίου, C‑591/14, EU:C:2017:670, σκέψη 44).

80

Βεβαίως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, όταν ένα κράτος μέλος δεν έχει συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης, δεν αποκλείεται να μπορεί, όσον αφορά την εν λόγω μη συμμόρφωση, να επικαλεστεί ανωτέρα βία.

81

Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, καίτοι η έννοια της ανωτέρας βίας δεν προϋποθέτει απόλυτη αδυναμία, απαιτεί εντούτοις η επίμαχη μη συμμόρφωση να οφείλεται σε περιστάσεις ξένες προς αυτόν που την επικαλείται, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί όση επιμέλεια και αν είχε καταβληθεί, η δε επίκληση της ανωτέρας βίας μπορεί να γίνει μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο για την υπέρβαση των εν λόγω δυσκολιών (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2001, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑1/00, EU:C:2001:687, σκέψη 131 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 4ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑297/08, EU:C:2010:115, σκέψη 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82

Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 33a του νόμου 170/2018 προφανώς δεν πληροί τις προϋποθέσεις που διέπουν την επίκληση ανωτέρας βίας.

83

Συναφώς, πρώτον, μολονότι μια υγειονομική κρίση τόσο μεγάλης κλίμακας όπως αυτή της πανδημίας της νόσου COVID‑19 είναι ξένη προς τη Σλοβακική Δημοκρατία καθώς και ασυνήθης και απρόβλεπτη, εθνική ρύθμιση η οποία απαλλάσσει, κατά τρόπο γενικευμένο, υπό την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων υπέρ κατηγοριών πιο ευάλωτων ταξιδιωτών, όλους τους διοργανωτές οργανωμένων ταξιδιών από την προβλεπόμενη στο άρθρο 12, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 2015/2302 υποχρέωση επιστροφής που υπέχουν, όσον αφορά τις συμβάσεις η εκτέλεση των οποίων δεν κατέστη δυνατή λόγω της πανδημίας, δεν μπορεί, ως εκ της ίδιας της φύσεώς της, να δικαιολογηθεί από τις επιτακτικές ανάγκες που απορρέουν από ένα τέτοιο γεγονός και, επομένως, να πληροί τις προϋποθέσεις που διέπουν την επίκληση της ανωτέρας βίας.

84

Πράγματι, καταλήγοντας, στην πράξη, σε γενικευμένη προσωρινή αναστολή της εν λόγω υποχρέωσης επιστροφής, η εφαρμογή μιας τέτοιας ρυθμίσεως δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες προέκυψαν πράγματι τέτοιες επιτακτικές ανάγκες, ιδίως χρηματοοικονομικές, αλλά εκτείνεται σε όλες τις συμβάσεις που δεν μπορούσαν να εκτελεστούν λόγω των έκτακτων και αναπόφευκτων περιστάσεων που συνδέονται με την παγκόσμια πανδημία της νόσου COVID‑19, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η συγκεκριμένη και ατομική χρηματοοικονομική κατάσταση των οικείων διοργανωτών ταξιδιών.

85

Δεύτερον, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι οι χρηματοοικονομικές συνέπειες τις οποίες αποσκοπούσε να αντιμετωπίσει το άρθρο 33a του νόμου 170/2018 δεν θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί με άλλον τρόπο πλην της παράβασης του άρθρου 12, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 2015/2302, και ιδίως με τη λήψη, υπέρ των ενδιαφερόμενων διοργανωτών ταξιδιών, ορισμένων μέτρων κρατικής ενισχύσεως τα οποία θα μπορούσαν να εγκριθούν δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, δυνατότητα η οποία υπενθυμίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 21 και 22 της σύστασης 2020/648 και της οποίας έκαναν χρήση άλλα κράτη μέλη.

86

Στο πλαίσιο αυτό, μολονότι η Σλοβακική Δημοκρατία επέμεινε ότι η θέσπιση τέτοιων μέτρων κρατικών ενισχύσεων θα ενείχε ιδιαίτερες δυσχέρειες, δεδομένου ότι η δυνατότητα λήψεως των μέτρων αυτών βραχυπρόθεσμα εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τις υφιστάμενες οργανωτικές δομές του κλάδου των οργανωμένων ταξιδιών καθώς και από τον χρόνο που απαιτείται για τη λήψη τους σύμφωνα με τις εσωτερικές τους διαδικασίες, υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται εσωτερικές δυσχέρειες για να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης (αποφάσεις της 25ης Ιουνίου 2013, Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας, C‑241/11, EU:C:2013:423, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 6ης Νοεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Βελγίου, C‑395/13, EU:C:2014:2347, σκέψη 51).

87

Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε το επιχείρημα της Σλοβακικής Δημοκρατίας ότι η χορήγηση κρατικών ενισχύσεων πρέπει να αποτελεί «έσχατη λύση». Πράγματι, αρκεί να επισημανθεί συναφώς ότι το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει μεν στα κράτη μέλη, τηρώντας τις προβλεπόμενες συναφώς προϋποθέσεις, να προβλέπουν ορισμένες μορφές κρατικών ενισχύσεων, ιδίως δε εκείνες που μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, πλην όμως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 77 της παρούσας αποφάσεως, το δίκαιο της Ένωσης ακριβώς δεν τους επιτρέπει να αθετήσουν την υποχρέωσή τους να λάβουν, στην εθνική έννομη τάξη τους, όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα μιας οδηγίας, εν προκειμένω της οδηγίας 2015/2302.

88

Επισημαίνεται περαιτέρω ότι τα κράτη μέλη είχαν επίσης τη δυνατότητα να θεσπίσουν μηχανισμούς με σκοπό όχι να επιβάλουν, αλλά να ενθαρρύνουν ή να διευκολύνουν την αποδοχή, από τους ταξιδιώτες, κουπονιών αντί της επιστροφής με τη μορφή χρηματικού ποσού, καθώς τέτοιες λύσεις θα μπορούσαν επίσης να συμβάλουν στην άμβλυνση των προβλημάτων ρευστότητας των διοργανωτών ταξιδιών, όπως επισημάνθηκε στη σύσταση 2020/648, ιδίως, στην αιτιολογική της σκέψη 15.

89

Τρίτον, εθνική ρύθμιση όπως το άρθρο 33a του νόμου 170/2018, στο μέτρο που προβλέπει την απαλλαγή των διοργανωτών οργανωμένων ταξιδιών από την υποχρέωση επιστροφής που υπέχουν για χρονικό διάστημα που δύναται να φθάσει τους 18 σχεδόν μήνες από την κοινοποίηση της καταγγελίας της επίμαχης σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, είναι σαφές ότι δεν έχει διαμορφωθεί κατά τρόπον ώστε τα αποτελέσματά της να περιορίζονται στο χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο για την αντιμετώπιση των δυσχερειών που προκλήθηκαν από το γεγονός το οποίο δύναται να συνιστά ανωτέρα βία.

90

Επομένως, η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να γίνει δεκτή.

91

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η Σλοβακική Δημοκρατία, εισάγοντας, με την έκδοση του νόμου 136/2020, το άρθρο 33a στον νόμο 170/2018, παρέβη την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 12, παράγραφος 2, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2015/2302, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 της οδηγίας.

Επί των δικαστικών εξόδων

92

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Σλοβακική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Η Σλοβακική Δημοκρατία, εισάγοντας, με την έκδοση του zákon č. 136/2020 Z. z. (νόμου αριθ. 136/2020 Z. z), της 20ής Μαΐου 2020, το άρθρο 33a στον zákon č. 170/2018 Z. z. o zájazdoch, spojených službách cestovného ruchu, niektorých podmienkach podnikania v cestovnom ruchu a o zmene a doplnení niektorých zákonov (νόμο αριθ. 170/2018 Z. z για τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους τουριστικούς διακανονισμούς, για ορισμένες προϋποθέσεις οι οποίες ισχύουν για την τουριστική δραστηριότητα, καθώς και για την τροποποίηση και συμπλήρωση ορισμένων νόμων), της 15ης Μαΐου 2018, παρέβη την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 12, παράγραφος 2, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2302 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, η οποία τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καταργεί την οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 της οδηγίας 2015/2302.

 

2)

Καταδικάζει τη Σλοβακική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η σλοβακική.