ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 22ας Ιουνίου 2023 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) – Όροι απασχόλησης – Πειθαρχική διαδικασία – Αρμόδια αρχή – Ανάθεση αρμοδιοτήτων – Ασφάλεια δικαίου – Παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος – Τεκμήριο αθωότητας – Ποινική διαδικασία – Παραμόρφωση – Δεν συντρέχει»

Στην υπόθεση C‑513/21 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 19 Αυγούστου 2021,

DI, εκπροσωπούμενος από την L. Levi, δικηγόρο,

αναιρεσείων,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (EKT), εκπροσωπούμενη από τους F. von Lindeiner και F. Malfrère καθώς και από την M. Van Hoecke, επικουρούμενους από τον B. Wägenbaur, Rechtsanwalt,

καθής-εναγομένη πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, P. G. Xuereb, T. von Danwitz (εισηγητή), A. Kumin και I. Ziemele, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Ιανουαρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτησή του αναιρέσεως, ο DI ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 9ης Ιουνίου 2021, DI κατά ΕΚΤ (T‑514/19, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2021:332), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την ασκηθείσα βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και του άρθρου 50α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσφυγή-αγωγή του με αίτημα, πρώτον, να ακυρωθούν η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), της 7ης Μαΐου 2019, με την οποία απολύθηκε χωρίς προειδοποίηση για πειθαρχικούς λόγους (στο εξής: επίμαχη απόφαση απόλυσης), και η απόφαση της ΕΚΤ, της 25ης Ιουνίου 2019, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα επανάληψης της διαδικασίας (στο εξής, από κοινού με την επίμαχη απόφαση απόλυσης: επίμαχες αποφάσεις), δεύτερον, να διαταχθεί η επανένταξή του στην υπηρεσία από τις 11 Μαΐου 2019 και, τρίτον, να του καταβληθεί χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη κατόπιν των ως άνω αποφάσεων και λόγω της διάρκειας της πειθαρχικής διαδικασίας.

Το νομικό πλαίσιο

Το καταστατικό του ΕΣΚΤ

2

Το άρθρο 12.3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 4) για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΕ 2016, C 202, σ. 230), το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη ΕΕ και στη Συνθήκη ΛΕΕ (στο εξής: καταστατικό του ΕΣΚΤ), ορίζει τα εξής:

«Το Διοικητικό Συμβούλιο θεσπίζει εσωτερικό κανονισμό, ο οποίος καθορίζει την εσωτερική οργάνωση της ΕΚΤ και των οργάνων λήψεως αποφάσεων.»

3

Το άρθρο 36.1 του ως άνω καταστατικού ορίζει τα εξής:

«Το Διοικητικό Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Εκτελεστικής Επιτροπής, καθορίζει τους όρους απασχόλησης του προσωπικού της ΕΚΤ.»

Ο εσωτερικός κανονισμός

4

Βάσει του άρθρου 12.3 του καταστατικού του ΕΣΚΤ, το διοικητικό συμβούλιο θέσπισε τον εσωτερικό κανονισμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όπως τροποποιήθηκε στις 22 Απριλίου 1999 (ΕΕ 1999, L 125, σ. 34, και διορθωτικό ΕΕ 2000, L 273, σ. 40, στο εξής: εσωτερικός κανονισμός). Υπό τον τίτλο «Όροι απασχόλησης», το άρθρο 21 του εσωτερικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«21.1.   Οι σχέσεις απασχόλησης μεταξύ της ΕΚΤ και του προσωπικού της καθορίζονται στους όρους απασχόλησης και στους κανόνες για θέματα προσωπικού.

21.2.   Οι όροι απασχόλησης εγκρίνονται και τροποποιούνται από το διοικητικό συμβούλιο, έπειτα από πρόταση της εκτελεστικής επιτροπής. Ζητείται η γνώμη του γενικού συμβουλίου, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στον παρόντα εσωτερικό κανονισμό.

21.3.   Οι όροι απασχόλησης εφαρμόζονται μέσω των κανόνων για θέματα προσωπικού οι οποίοι εγκρίνονται και τροποποιούνται από την εκτελεστική επιτροπή.

21.4.   Η επιτροπή προσωπικού δίνει τη γνώμη της πριν από την έγκριση νέων όρων απασχόλησης ή κανόνων για θέματα προσωπικού. Η γνώμη της υποβάλλεται στο διοικητικό συμβούλιο ή στην εκτελεστική επιτροπή αντιστοίχως.»

Οι όροι απασχόλησης

5

Δυνάμει του άρθρου 36.1 του καταστατικού του ΕΣΚΤ το διοικητικό συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση, της 9ης Ιουνίου 1998, σχετικά με την έγκριση των όρων απασχόλησης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπως τροποποιήθηκε στις 31 Μαρτίου 1999 (ΕΕ 1999, L 125, σ. 32, στο εξής: όροι απασχόλησης).

6

Το άρθρο 9, στοιχείο a, των όρων απασχόλησης ορίζει τα εξής:

«Οι εργασιακές σχέσεις μεταξύ της ΕΚΤ και του προσωπικού της διέπονται από τις συμβάσεις εργασίας που συνάπτονται σύμφωνα με τους παρόντες όρους απασχολήσεως. Οι κανόνες για θέματα προσωπικού, οι οποίοι θεσπίζονται από την εκτελεστική επιτροπή, καθορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής των εν λόγω όρων απασχολήσεως.»

7

Το άρθρο 44 των όρων απασχόλησης προβλέπει τα εξής:

«Ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να επιβληθούν οι ακόλουθες πειθαρχικές κυρώσεις στα μέλη του προσωπικού ή πρώην μέλη του προσωπικού στα οποία εφαρμόζονται οι παρόντες όροι απασχόλησης και τα οποία, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, παραβαίνουν τις επαγγελματικές υποχρεώσεις τους:

i)

ο γενικός διευθυντής ή ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής ανθρωπίνων πόρων, προϋπολογισμού και οργάνωσης (για τα μέλη του προσωπικού με μισθολογικό βαθμό A έως J) ή το μέλος της εκτελεστικής επιτροπής στο οποίο αναφέρεται η ΓΔ Ανθρωπίνων πόρων (για τα μέλη του προσωπικού με μισθολογικό βαθμό K έως M) μπορεί να επιβάλει μία από τις ακόλουθες κυρώσεις:

έγγραφη προειδοποίηση,

έγγραφη επίπληξη·

ii)

η εκτελεστική επιτροπή μπορεί, εξάλλου, να επιβάλει μια από τις ακόλουθες κυρώσεις:

[…]

απόλυση, με ή χωρίς προειδοποίηση […] ·

πλήρη ή μερική, προσωρινή ή μόνιμη κατάργηση του δικαιώματος μέλους του προσωπικού που λαμβάνει σύνταξη γήρατος ή επίδομα αναπηρίας να λαμβάνει τέτοια σύνταξη ή τέτοιο επίδομα […].

[…]»

Οι κανόνες για θέματα προσωπικού

8

Βάσει του άρθρου 21.3 του εσωτερικού κανονισμού και του άρθρου 9, στοιχείο a, των όρων απασχόλησης, η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ εξέδωσε τους «European Central Bank Staff Rules» (στο εξής: κανόνες για θέματα προσωπικού), των οποίων το άρθρο 8.3.2 προβλέπει τα εξής:

«Βάσει εκθέσεως στην οποία παρατίθενται οι πράξεις και οι περιστάσεις που συνιστούν την παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεων […], η εκτελεστική επιτροπή ή ο γενικός διευθυντής υπηρεσιών, ενεργώντας για λογαριασμό της εκτελεστικής επιτροπής, μπορεί, κατά περίπτωση, να αποφασίσει:

την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας από την εκτελεστική επιτροπή λόγω παραβάσεως των επαγγελματικών υποχρεώσεων, για τα μέλη του προσωπικού με μισθολογικό βαθμό ανώτερο του L, και από τον γενικό διευθυντή υπηρεσιών, ο οποίος ενεργεί για λογαριασμό της εκτελεστικής επιτροπής, για τα μέλη του προσωπικού με μισθολογικό βαθμό L ή χαμηλότερο. Εφόσον ο γενικός διευθυντής υπηρεσιών, ενεργώντας για λογαριασμό της εκτελεστικής επιτροπής, αποφασίσει την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας, η εκτελεστική επιτροπή ενημερώνεται πάραυτα.

[…]

τη μη επιβολή πειθαρχικής ποινής […]. Εάν η επαπειλούμενη πειθαρχική ποινή συνίσταται σε έγγραφη προειδοποίηση ή έγγραφη επίπληξη, ο γενικός διευθυντής ή ο αναπληρωτής διευθυντής ανθρωπίνων πόρων, προϋπολογισμού και οργάνωσης (για τα μέλη του προσωπικού με μισθολογικό βαθμό Α έως J) ή το μέλος της εκτελεστικής επιτροπής στο οποίο αναφέρεται η ΓΔ Ανθρωπίνων πόρων, προϋπολογισμού και οργάνωσης (για τα μέλη του προσωπικού με μισθολογικό βαθμό K έως L) μπορεί να λάβει οποιαδήποτε από τις προαναφερθείσες αποφάσεις. Η πειθαρχική διαδικασία πρέπει να κινείται το αργότερο πέντε έτη μετά την επέλευση των πραγματικών περιστατικών και εντός του έτους κατά το οποίο κατέστησαν γνωστά τα περιστατικά αυτά, εκτός από την περίπτωση σοβαρού παραπτώματος που μπορεί να επισύρει απόλυση, περίπτωση κατά την οποία οι προθεσμίες είναι 10 έτη και ένα έτος αντιστοίχως. […]»

9

Το άρθρο 8.3.7 των κανόνων αυτών ορίζει ότι «[τ]α μέλη της πειθαρχικής επιτροπής οφείλουν να ενεργούν ατομικά και να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους με πλήρη ανεξαρτησία».

10

Το άρθρο 8.3.17 των εν λόγω κανόνων προβλέπει τα εξής:

«Ο γενικός διευθυντής υπηρεσιών, ενεργώντας για λογαριασμό της εκτελεστικής επιτροπής, για τα μέλη του προσωπικού με μισθολογικό βαθμό I ή χαμηλότερο, ή η εκτελεστική επιτροπή, για τα μέλη του προσωπικού με μισθολογικό βαθμό ανώτερο του I, αποφασίζει για την καταλληλότερη πειθαρχική ποινή […].»

Το ιστορικό της διαφοράς

11

Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 26 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

«1

Ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων), DI, εντάχθηκε στο προσωπικό της [ΕΚΤ] το 1999. Ασκούσε καθήκοντα κύριου βοηθού πληροφορικής και είχε καταταγεί στον μισθολογικό βαθμό D, όταν κινήθηκε εις βάρος του πειθαρχική διαδικασία σχετικά με αιτήσεις επιστροφής δαπανών, πρώτον, βάσει τιμολογίων για υπηρεσίες φυσιοθεραπείας, δεύτερον, βάσει αποδείξεων φαρμακευτικών εξόδων και, τρίτον, βάσει τιμολογίων ενισχυτικής διδασκαλίας.

2

Με πλείονα σημειώματα κατά το διάστημα από τις 13 Δεκεμβρίου 2013 έως τις 23 Νοεμβρίου 2015, η εταιρία που διαχειρίζεται το σύστημα ασφάλισης υγείας των υπαλλήλων της ΕΚΤ (στο εξής: εταιρία Α) ενημέρωσε την ΕΚΤ σχετικά με πραγματικά περιστατικά που ενέπιπταν σε δύο κατηγορίες. Αφενός, ο προσφεύγων υπέβαλε στην εταιρία παρατύπως, προς επιστροφή των δαπανών του, τιμολόγια για υπηρεσίες φυσιοθεραπείας τα οποία είχαν εκδοθεί από τη B, αισθητικό, και, αφετέρου, ζήτησε επίσης την επιστροφή δαπανών βάσει πλαστών αποδείξεων φαρμακευτικών εξόδων.

3

Στις 14 Μαΐου 2014 η ΕΚΤ κατήγγειλε στη Staatsanwaltschaft Frankfurt am Main (εισαγγελική αρχή Φρανκφούρτης, Γερμανία, στο εξής: εισαγγελική αρχή) τις πράξεις που αφορούσαν την επιστροφή δαπανών βάσει τιμολογίων για υπηρεσίες φυσιοθεραπείας.

4

Με απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2014, η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ αποφάσισε την αναστολή της άσκησης των καθηκόντων του προσφεύγοντος και την παρακράτηση, για μέγιστη περίοδο τεσσάρων μηνών, του 30 % του βασικού μισθού του από τον Νοέμβριο του 2014 και εφεξής. Η απόφαση αυτή αιτιολογήθηκε με βάση τις πληροφορίες που παρέσχε η εταιρία Α και λόγω της ανάγκης διασφάλισης της ποινικής έρευνας και της πειθαρχικής διαδικασίας.

5

Στις 23 Ιανουαρίου 2015 η ΕΚΤ κοινοποίησε στην εισαγγελική αρχή τις συμπληρωματικές πληροφορίες που της είχε παράσχει η εταιρία Α όσον αφορά τα αιτήματα επιστροφής δαπανών βάσει αποδείξεων φαρμακευτικών εξόδων.

6

Κατόπιν ακρόασης του προσφεύγοντος στις 3 Φεβρουαρίου 2016, η Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) “Ανθρώπινοι πόροι, προϋπολογισμός και οργάνωση” της ΕΚΤ συνέταξε, στις 8 Σεπτεμβρίου 2016, “έκθεση σχετικά με ενδεχόμενη παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεων” […], δυνάμει του άρθρου 8.3.2 των [κανόνων για θέματα προσωπικού]. Στην έκθεση αυτή λαμβάνονταν υπόψη πράξεις που ενέπιπταν σε δύο κατηγορίες και καταλογίζονταν εις βάρος του προσφεύγοντος. Πρώτον, από τις 12 Νοεμβρίου 2009 έως τις 29 Σεπτεμβρίου 2014, ο προσφεύγων προσκόμισε στην εταιρία Α 86 τιμολόγια σχετικά με συνεδρίες φυσιοθεραπείας για υπηρεσίες που παρέσχε η Β στη σύζυγό του, τα τέκνα τους, καθώς και στον ίδιο για το ποσό των 61490 ευρώ, από τα οποία έλαβε επιστροφή δαπανών ύψους 56041,09 ευρώ, μολονότι η B δεν ήταν φυσιοθεραπεύτρια αλλά αισθητικός. Δεύτερον, μεταξύ [του μηνός] Φεβρουαρίου 2009 και [του μηνός] Σεπτεμβρίου 2013, ο προσφεύγων προσκόμισε επίσης δολίως στην εταιρία Α χειρόγραφες αποδείξεις φαρμακευτικών εξόδων συνολικού ποσού 21289,08 ευρώ, για τις οποίες έλαβε επιστροφή δαπανών ύψους 19427,86 ευρώ.

7

Στις 12 Σεπτεμβρίου 2016 η εισαγγελική αρχή συνέταξε κατηγορητήριο και παρέπεμψε τον προσφεύγοντα σε δίκη για το έγκλημα της απάτης, κατά το άρθρο 263, παράγραφος 1, του Strafgesetzbuch (γερμανικού ποινικού κώδικα) και της πλαστογραφίας, κατά το άρθρο 267 του ίδιου κώδικα, με την αιτιολογία ότι είχε ζητήσει παρανόμως την επιστροφή δαπανών βάσει 71 τιμολογίων για υπηρεσίες φυσιοθεραπείας. Με το ίδιο κατηγορητήριο, η εισαγγελική αρχή έθεσε στο αρχείο, σύμφωνα με το άρθρο 154 του Strafprozessordnung (γερμανικού κώδικα ποινικής δικονομίας), το σκέλος της υπόθεσης σχετικά με τις αποδείξεις φαρμακευτικών εξόδων, στο μέτρο που για τις προσαπτόμενες πράξεις απαιτούνταν περαιτέρω διεξαγωγή αποδείξεων.

8

Στις 18 Νοεμβρίου 2016 ο γενικός διευθυντής υπηρεσιών της ΕΚΤ, «ενεργώντας εξ ονόματος της εκτελεστικής επιτροπής», κίνησε πειθαρχική διαδικασία κατά του προσφεύγοντος λόγω παράβασης των επαγγελματικών του υποχρεώσεων, η οποία καθιστούσε αναγκαία την υποβολή της υπόθεσης στην πειθαρχική επιτροπή, και ζήτησε από την εν λόγω επιτροπή να εκδώσει γνωμοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 8.3.15 των κανόνων για θέματα προσωπικού. Η διαδικασία αυτή, η οποία κινήθηκε βάσει της [“έκθεσης σχετικά με ενδεχόμενη παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεων” της 8ης Σεπτεμβρίου 2016], αφορούσε τα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τα τιμολόγια φυσιοθεραπείας και τις αποδείξεις φαρμακευτικών εξόδων.

9

Η πειθαρχική επιτροπή αντάλλαξε σειρά επιστολών με τον προσφεύγοντα και προχώρησε σε ακρόασή του στις 13 Φεβρουαρίου 2017.

10

Στις 5 Σεπτεμβρίου 2017 η ΓΔ “Ανθρώπινοι πόροι, προϋπολογισμός και οργάνωση” της ΕΚΤ συνέταξε δεύτερη “έκθεση σχετικά με ενδεχόμενη παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεων” κατά το άρθρο 8.3.2 των κανόνων για θέματα προσωπικού […]. Η έκθεση αυτή αφορούσε δαπάνες βάσει τιμολογίων ενισχυτικής διδασκαλίας για τα δύο τέκνα του προσφεύγοντος, των οποίων την επιστροφή είχε ζητήσει δυνάμει του άρθρου 3.8.4 των κανόνων για θέματα προσωπικού το 2010, το 2012 και το 2014 και, εκ νέου, τον Ιανουάριο του 2017. Κατά την έκθεση αυτή, υπήρχε εύλογη υπόνοια ότι τα τιμολόγια που εξέδιδε η παραδίδουσα ιδιαίτερα μαθήματα Γ στο πλαίσιο ενισχυτικής διδασκαλίας δεν ήταν αληθή και γνήσια.

11

Λαμβανομένης υπόψη της [εν λόγω δεύτερης έκθεσης], ο γενικός διευθυντής υπηρεσιών, «ενεργώντας εξ ονόματος της εκτελεστικής επιτροπής», αποφάσισε στις 19 Σεπτεμβρίου 2017 να επεκταθεί ο έλεγχος της πειθαρχικής επιτροπής και στα περιστατικά αυτά.

12

Στις 12 Οκτωβρίου 2017 η ΕΚΤ κατήγγειλε στην εισαγγελική αρχή το σκέλος της υπόθεσης που αφορούσε τα τιμολόγια ενισχυτικής διδασκαλίας.

13

Η πειθαρχική επιτροπή προχώρησε σε ακρόαση του προσφεύγοντος και της συζύγου του στις 17 Οκτωβρίου 2017.

14

Στις 18 Οκτωβρίου 2017 ποινικό τμήμα του Landgericht Frankfurt am Main (πρωτοδικείου Φρανκφούρτης, Γερμανία) απάλλαξε τον προσφεύγοντα από τις κατηγορίες σχετικά με τα τιμολόγια φυσιοθεραπείας για «πραγματικούς λόγους», καθόσον το δικαστήριο σχημάτισε την πεποίθηση, «κατά το πέρας της διαδικασίας στο ακροατήριο», ότι οι πράξεις που του προσάπτονταν στο κατηγορητήριο δεν «αποδείχθηκαν».

15

Στις 11 Απριλίου 2018 η πειθαρχική επιτροπή εξέδωσε τη γνωμοδότησή της. Κατ’ αρχάς, έκρινε ότι η μη γνησιότητα των τιμολογίων φυσιοθεραπείας δεν είχε αποδειχθεί επαρκώς, πλην όμως αποφάνθηκε ότι ο προσφεύγων γνώριζε ότι η B δεν ήταν φυσιοθεραπεύτρια αλλά αισθητικός ή όφειλε τουλάχιστον να διερωτηθεί ως προς την ιδιότητά της. Στη συνέχεια, η πειθαρχική επιτροπή έκρινε ότι τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκαν οι αιτιάσεις σχετικά με την υποβολή των αποδείξεων φαρμακευτικών εξόδων και των τιμολογίων ενισχυτικής διδασκαλίας δεν είχαν επίσης αποδειχθεί επαρκώς και ότι η σχετική διαδικασία έπρεπε να περατωθεί, υπό την επιφύλαξη της επανάληψής της σε περίπτωση προσκόμισης νέων αποδείξεων. Κατόπιν των ανωτέρω, η πειθαρχική επιτροπή συνέστησε να επιβληθεί στον προσφεύγοντα ποινή συνιστάμενη σε προσωρινή μείωση μισθού κατά 400 ευρώ μηνιαίως για περίοδο δώδεκα μηνών.

16

Αφού ο προσφεύγων υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί της γνωμοδότησης της πειθαρχικής επιτροπής της 11ης Απριλίου 2018, ο γενικός διευθυντής υπηρεσιών τού κοινοποίησε απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής, της 10ης Ιουλίου 2018, περί άσκησης, εν προκειμένω, της πειθαρχικής εξουσίας από αυτήν την ίδια (στο εξής: απόφαση της 10ης Ιουλίου 2018).

17

Στη συνέχεια, ο γενικός διευθυντής υπηρεσιών κοινοποίησε στον προσφεύγοντα σχέδιο απόφασης της εκτελεστικής επιτροπής περί απόλυσής του χωρίς προειδοποίηση. Ακολούθησε ανταλλαγή επιστολών.

18

Στις 7 Μαΐου 2019 η εκτελεστική επιτροπή αποφάσισε να απολύσει τον προσφεύγοντα χωρίς προειδοποίηση [με την επίμαχη] απόφαση [απόλυσης].

19

Πρώτον, η εκτελεστική επιτροπή έκρινε, αφενός, ότι, «[ε]πί σχεδόν πέντε έτη, [ο προσφεύγων] [είχε] επιδείξει πλήρη και διαρκή αδιαφορία ως προς το ζήτημα αν η [Β] διέθετε τα προσόντα που απαιτούνται για την παροχή υπηρεσιών φυσιοθεραπείας, παρά τους σαφείς και αντικειμενικούς λόγους που υφίσταντο προκειμένου να ενημερωθεί για τα προσόντα της», και, αφετέρου, ότι είχε «αποκρύψει ενεργώς ένα μέρος πληροφοριών» από την εταιρία Α και από την ΕΚΤ.

20

Δεύτερον, όσον αφορά τις περισσότερες από 500 αποδείξεις φαρμακευτικών εξόδων, η εκτελεστική επιτροπή έκρινε ότι δεν ήταν δυνατόν να μην είχε αντιληφθεί ο προσφεύγων ότι η χειρόγραφη κατάρτισή τους ήταν ιδιαίτερα ασυνήθης στη Γερμανία και ότι υπήρχαν αντικειμενικές ενδείξεις από τις οποίες προέκυπτε ότι οι αποδείξεις αυτές δεν ήταν αληθείς και γνήσιες.

21

Τρίτον, όσον αφορά τα τιμολόγια ενισχυτικής διδασκαλίας, η εκτελεστική επιτροπή διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι ο αναγραφόμενος στα τιμολόγια αυτά αριθμός φορολογικού μητρώου ήταν σχεδόν πανομοιότυπος με τον αναγραφόμενο στα τιμολόγια φυσιοθεραπείας και ότι η δημόσια οικονομική υπηρεσία της Φρανκφούρτης (Γερμανία) είχε επιβεβαιώσει ότι δεν ήταν αληθής. Η εκτελεστική επιτροπή παρατήρησε επίσης ότι η διεύθυνση της Γ που αναγραφόταν στα τιμολόγια αυτά ήταν επίσης σχεδόν πανομοιότυπη με εκείνη της Β. Η ΕΚΤ εκτίμησε, ως εκ τούτου, ότι ήταν εξαιρετικά απίθανο να μην είχε επισημάνει ο προσφεύγων τις ομοιότητες αυτές. Κατά συνέπεια, η εκτελεστική επιτροπή έκρινε ότι ο προσφεύγων είχε προσκομίσει προς επιστροφή δαπανών τιμολόγια ενισχυτικής διδασκαλίας που δεν ήταν αληθή και γνήσια.

22

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η εκτελεστική επιτροπή επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι το δικαίωμα να ζητηθεί η επιστροφή των ιατρικών δαπανών και των δαπανών ενισχυτικής διδασκαλίας δεν σήμαινε ότι τα μέλη του προσωπικού μπορούσαν να μη λαμβάνουν υπόψη περιστάσεις που καθιστούν πλημμελή την έκδοση τιμολογίων ή αποδείξεων, υπό τις οποίες οποιοσδήποτε μέσος συνετός άνθρωπος θα διερωτούνταν αν τα εν λόγω τιμολόγια ή αποδείξεις αποτελούσαν κατάλληλα δικαιολογητικά έγγραφα για να ζητήσει την επιστροφή των δαπανών του. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η εκτελεστική επιτροπή έκρινε ότι τα μέλη του προσωπικού οφείλουν τουλάχιστον να ενημερώνουν αυτοβούλως τη διοίκηση και να συνεργάζονται μαζί της. Ως εκ τούτου, η εκτελεστική επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων, πρώτον, είχε υποπέσει σε παράβαση του καθήκοντος πίστης έναντι του θεσμικού οργάνου, δεύτερον, παρέβη την υποχρέωσή του να συμμορφώνεται προς τις κοινές αξίες της ΕΚΤ και να διάγει την επαγγελματική και προσωπική του ζωή σύμφωνα με το καταστατικό της, τρίτον, υπέπεσε σε συνεχή παράβαση του καθήκοντός του να διαφυλάσσει τα οικονομικά συμφέροντα του θεσμικού οργάνου και, τέταρτον, έθεσε σε κίνδυνο τη φήμη της Τράπεζας.

23

Εν τω μεταξύ, στις 30 Απριλίου 2019 η εισαγγελική αρχή ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι η έρευνα σχετικά με τα τιμολόγια ενισχυτικής διδασκαλίας είχε περατωθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 170, παράγραφος 2, του γερμανικού κώδικα ποινικής δικονομίας, και τούτο για τον λόγο ότι δεν υπήρχαν επαρκείς υπόνοιες για την κίνηση ποινικής δίωξης.

24

Με επιστολή της ίδιας ημέρας, η οποία πρωτοκολλήθηκε από την ΕΚΤ στις 15 Μαΐου 2019, η εισαγγελική αρχή ενημέρωσε επίσης την ΕΚΤ ότι η έρευνα αυτή είχε τεθεί στο αρχείο. Στην ίδια επιστολή, η εισαγγελική αρχή ανέφερε ακόμη ότι από έρευνες προέκυψε ότι δεν υπήρχε επίσημη καταχώριση της Γ και ότι δεν είχε αποδοθεί ο αναγραφόμενος στα τιμολόγιά της αριθμός φορολογικού μητρώου. Εντούτοις, η εισαγγελική αρχή εκτιμούσε ότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί ότι τα επίμαχα τιμολόγια είχαν πράγματι εκδοθεί και ότι τα είχε εξοφλήσει ο κατηγορούμενος και ότι τα ψευδή στοιχεία που περιείχαν μπορούσαν να εξηγηθούν από “άλλους λόγους”.

25

Με επιστολή της 12ης Ιουνίου 2019, ο προσφεύγων ενημέρωσε τον γενικό διευθυντή υπηρεσιών για το αποτέλεσμα της διαδικασίας που κίνησε η εισαγγελική αρχή σχετικά με τα τιμολόγια ενισχυτικής διδασκαλίας και ζήτησε από την ΕΚΤ να επανεξετάσει την απόφαση απόλυσης.

26

Με επιστολή της 26ης Ιουνίου 2019, ο γενικός διευθυντής υπηρεσιών ενημέρωσε τον προσφεύγοντα για την απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της 25ης Ιουνίου του ίδιου έτους περί μη επανάληψης της πειθαρχικής διαδικασίας […]. Η απόφαση αυτή στηρίζεται σε δύο λόγους. Η ΕΚΤ υποστήριξε, κατ’ αρχάς, ότι η εισαγγελική αρχή όφειλε να εξετάσει αν οι προβαλλόμενες πράξεις συνιστούσαν αδίκημα στο πλαίσιο του γερμανικού ποινικού δικαίου βάσει των κριτηρίων απόδειξης που εφαρμόζονται στις ποινικές διαδικασίες, ενώ η ίδια η ΕΚΤ όφειλε να εξετάσει αν οι προβαλλόμενες πράξεις συνιστούσαν παράβαση των κανόνων της περί απασχόλησης, λαμβανομένων υπόψη διαφορετικών κριτηρίων απόδειξης που εφαρμόζονται στις πειθαρχικές διαδικασίες. Στη συνέχεια, ανέφερε ότι η εισαγγελική αρχή είχε επιβεβαιώσει ότι δεν υπήρχε επίσημη καταχώριση της Γ και ότι ο αναγραφόμενος στα τιμολόγια αριθμός φορολογικού μητρώου δεν ήταν αληθής.»

Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

12

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Ιουλίου 2019, ο νυν αναιρεσείων (στο εξής: αναιρεσείων) άσκησε προσφυγή-αγωγή με αίτημα την ακύρωση των επίμαχων αποφάσεων, την επανένταξή του στην υπηρεσία καθώς και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω των αποφάσεων αυτών και της διάρκειας της πειθαρχικής διαδικασίας.

13

Προς στήριξη των ακυρωτικών αιτημάτων του, ο αναιρεσείων προέβαλε τυπικώς εννέα λόγους ακυρώσεως, αλλά το Γενικό Δικαστήριο, υπό το πρίσμα του περιεχομένου του δικογράφου της προσφυγής, διαπίστωσε δέκα, εκ των οποίων ο πρώτος αφορούσε αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε τις επίμαχες αποφάσεις, ο δεύτερος παράβαση του άρθρου 8.3.2 των κανόνων για θέματα προσωπικού και παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, ο τρίτος παραβίαση της αρχής σύμφωνα με την οποία «η ποινική διαδικασία αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία» και της αρχής της χρηστής διοικήσεως καθώς και παράβαση του καθήκοντος μέριμνας, ο τέταρτος παράβαση του άρθρου 8.3.7 των κανόνων για θέματα προσωπικού και παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), ο πέμπτος προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, ο έκτος πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ο έβδομος προσβολή του δικαιώματος στο τεκμήριο αθωότητας και παράβαση του άρθρου 48 του Χάρτη, ο όγδοος υπέρβαση της εύλογης προθεσμίας και παράβαση του καθήκοντος μέριμνας, ο ένατος παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και ο δέκατος, που προβλήθηκε επικουρικώς, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

14

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τους προβληθέντες δέκα λόγους ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, τα ακυρωτικά αιτήματα, το δεύτερο και το τρίτο αίτημα καθώς και, συνακόλουθα, την προσφυγή-αγωγή στο σύνολό της.

Τα αιτήματα των διαδίκων

15

Ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να ακυρώσει τις επίμαχες αποφάσεις·

εν πάση περιπτώσει, να υποχρεώσει την ΕΚΤ να του καταβάλει χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, η οποία εκτιμάται σε 20000 ευρώ·

να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

16

Η ΕΚΤ ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και

να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

17

Ο αναιρεσείων προβάλλει πέντε λόγους προς στήριξη της αιτήσεώς του αναιρέσεως, εκ των οποίων ο πρώτος στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την αρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε τις επίμαχες αποφάσεις, ο δεύτερος, ο οποίος περιλαμβάνει δύο σκέλη, σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά το άρθρο 8.3.2 των κανόνων για θέματα προσωπικού και όσον αφορά την αρχή της ασφάλειας δικαίου, ο τρίτος σε προσβολή του δικαιώματος στο τεκμήριο αθωότητας και σε παράβαση του άρθρου 48 του Χάρτη, ο τέταρτος σε παράβαση του άρθρου 8.3.7 των ως άνω κανόνων και σε παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας και ο πέμπτος σε παράβαση της υποχρεώσεως δικαστικού ελέγχου.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

18

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος βάλλει κατά των σκέψεων 45 έως 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως απέρριψε τον πρωτοδίκως προβληθέντα πρώτο λόγο ακυρώσεως που αφορούσε αναρμοδιότητα της εκτελεστικής επιτροπής για την έκδοση των επίμαχων αποφάσεων.

19

Πρώτον, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η απόφαση της 10ης Ιουλίου 2018, μολονότι δύναται να θεωρηθεί ατομική πράξη, τροποποίησε, με την ανάκληση της ανάθεσης αρμοδιοτήτων στον γενικό διευθυντή υπηρεσιών, μια γενική πράξη, ήτοι το άρθρο 8.3.17 των κανόνων για θέματα προσωπικού. Πλην όμως, λόγω της διττής φύσεως μιας τέτοιας αποφάσεως, έπρεπε να προηγηθεί διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού.

20

Δεύτερον, ο αναιρεσείων προβάλλει ότι η ερμηνεία του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία η εκτελεστική επιτροπή δύναται σε ατομική περίπτωση να τροποποιήσει τον κανόνα του ως άνω άρθρου, ανακαλώντας την εν λόγω ανάθεση αρμοδιοτήτων, συνεπάγεται ότι η κατανομή των αρμοδιοτήτων εντός της ΕΚΤ δεν είναι σαφώς καθορισμένη, κατά παράβαση των απαιτήσεων της αποφάσεως της 9ης Ιουλίου 2008, Kuchta κατά ΕΚΤ (F‑89/07, EU:F:2008:97 σκέψη 62). Επομένως, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και οι κανόνες της χρηστής διοικήσεως δεν τηρήθηκαν, χωρίς το γεγονός ότι ο αναιρεσείων ενημερώθηκε για την απόφαση της 10ης Ιουλίου 2018 να αρκεί για τη θεραπεία της κατάστασης.

21

Τρίτον, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι αυτός δεν στερήθηκε καμία εγγύηση, δεδομένου ότι η έκδοση αποφάσεως από συλλογικό όργανο, μολονότι συνιστά εγγύηση αμεροληψίας, δεν συνοδεύεται από όλες τις κατά νόμο εγγυήσεις.

22

Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος ή, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμος.

23

Συναφώς, κατά την ΕΚΤ, ο αναιρεσείων δεν προσδιορίζει με επαρκή ακρίβεια τις επικρινόμενες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, περιορίζεται στην επανάληψη της απόψεως την οποία διατύπωσε πρωτοδίκως και επιδιώκει να αμφισβητήσει τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου ως προς τα πραγματικά περιστατικά, σύμφωνα με τις οποίες η απόφαση της 10ης Ιουλίου 2018 δεν είχε ως αποτέλεσμα τροποποίηση των κανόνων για θέματα προσωπικού.

24

Επί της ουσίας, η ΕΚΤ αμφισβητεί τα επιχειρήματα του αναιρεσείοντος υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι, με την απόφαση της 10ης Ιουλίου 2018, η εκτελεστική επιτροπή δεν τροποποίησε το άρθρο 8.3.17 των ως άνω κανόνων και εφάρμοσε απλώς το εγγενές περιεχόμενο της εν λόγω διάταξης.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

25

Καταρχάς, από το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και από το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου συνάγεται ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζει με ακρίβεια τις επίμαχες σκέψεις της απόφασης της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό, άλλως η αίτηση αναιρέσεως ή ο οικείος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτα (απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2022, Picard κατά Επιτροπής, C‑366/21 P, EU:C:2022:984, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26

Εν προκειμένω, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η ΕΚΤ, η αίτηση αναιρέσεως εκθέτει επακριβώς τις επικρινόμενες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως καθώς και τους λόγους για τους οποίους οι σκέψεις αυτές είναι, κατά τον αναιρεσείοντα, εσφαλμένες, παρέχοντας στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του νομιμότητας.

27

Επιπλέον, στο μέτρο που η ΕΚΤ προσάπτει στον αναιρεσείοντα ότι απλώς επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα που προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, επομένως, ζητεί απλή επανεξέταση των επιχειρημάτων αυτών, επισημαίνεται ότι, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο.

28

Ωστόσο, εφόσον ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την εξέταση αιτήσεως αναιρέσεως. Πράγματι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτόν, την αίτησή του αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η αναιρετική διαδικασία θα καθίστατο εν μέρει άνευ νοήματος (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, DK κατά ΕΥΕΔ, C‑851/19 P, EU:C:2021:607,σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29

Τέλος, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 27 των προτάσεών του, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η ΕΚΤ, ο προσδιορισμός της νομικής φύσης πράξης που εκδίδεται από τη διοίκηση βάσει της εφαρμοστέας νομοθεσίας της Ένωσης και ο καθορισμός των αποτελεσμάτων που παράγει η εν λόγω πράξη συνιστούν νομικά ζητήματα που υπόκεινται στον έλεγχο του Δικαστηρίου.

30

Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός.

31

Όσον αφορά το βάσιμο του λόγου αυτού, πρώτον, το επιχείρημα του αναιρεσείοντος ότι η έκδοση της αποφάσεως της 10ης Ιουλίου 2018 απαιτούσε προηγούμενη διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού στηρίζεται στην προκείμενη ότι, δυνάμει του άρθρου 8.3.17 των κανόνων για θέματα προσωπικού, η εκτελεστική επιτροπή απεκδύθηκε της εξουσίας που της απονέμει το άρθρο 44, σημείο ii, των όρων απασχόλησης να επιβάλει η ίδια πειθαρχική ποινή, όπως η απόλυση, στα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ με μισθολογικό βαθμό Ι ή χαμηλότερο. Κατά συνέπεια, πρέπει να καθοριστεί αν, υπό την ισχύ των εν λόγω κανόνων, που θεσπίστηκαν από την ίδια την εκτελεστική επιτροπή και οι οποίοι, όπως προκύπτει από το άρθρο 21.3 του εσωτερικού κανονισμού, θέτουν σε εφαρμογή τους όρους απασχόλησης, η εκτελεστική επιτροπή εξακολουθούσε να είναι αρμόδια για την επιβολή της ποινής της απόλυσης.

32

Συναφώς, αφενός, το γράμμα του άρθρου 8.3.17 των εν λόγω κανόνων, ιδίως η φράση «για λογαριασμό της εκτελεστικής επιτροπής» που περιλαμβάνεται σε αυτό, καθιστά σαφές ότι οι αποφάσεις του γενικού διευθυντή υπηρεσιών στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας εκφράζουν τις αποφάσεις της εκτελεστικής επιτροπής, η οποία αναλαμβάνει πλήρως τη σχετική ευθύνη και στην οποία οι εν λόγω αποφάσεις καταλογίζονται νομικώς, όπως ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και δεν αμφισβητεί ο αναιρεσείων με την αίτησή του αναιρέσεως. Επομένως, οι αποφάσεις που λαμβάνει ο γενικός διευθυντής υπηρεσιών δυνάμει της ως άνω διατάξεως διατηρούν το καθεστώς αποφάσεων που εκφράζουν τις αποφάσεις της εκτελεστικής επιτροπής.

33

Κατά συνέπεια, από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 8.3.17 προκύπτει ότι, αντιθέτως προς την προκείμενη στην οποία στηρίζεται η επιχειρηματολογία του αναιρεσείοντος, η εκτελεστική επιτροπή, θεσπίζοντας την εν λόγω διάταξη, δεν μεταβίβασε την εξουσία λήψεως αποφάσεων που διαθέτει στον γενικό διευθυντή υπηρεσιών, γεγονός το οποίο θα την εμπόδιζε να αποφασίσει η ίδια, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, σχετικά με την καταλληλότερη κύρωση που πρέπει να επιβληθεί στα μέλη του προσωπικού.

34

Αφετέρου, όσον αφορά τη συστηματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 8.3.17 των κανόνων για θέματα προσωπικού, το άρθρο 8.3.2 των εν λόγω κανόνων προβλέπει ότι η εκτελεστική επιτροπή, για τα μέλη του προσωπικού με μισθολογικό βαθμό ανώτερο του L, ή ο γενικός διευθυντής υπηρεσιών, «για λογαριασμό της εκτελεστικής επιτροπής», για τα μέλη του προσωπικού με τον μισθολογικό αυτό βαθμό ή χαμηλότερο, μπορεί να αποφασίζει την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας. Κατά το άρθρο 8.3.2, όταν ο γενικός διευθυντής υπηρεσιών κινεί τη διαδικασία, η εκτελεστική επιτροπή πρέπει να ενημερώνεται πάραυτα.

35

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 60 και 62 των προτάσεών του, σκοπός της εν λόγω υποχρέωσης ενημέρωσης είναι να παράσχει στην εκτελεστική επιτροπή τη δυνατότητα να παρέμβει, ενδεχομένως, στη διαδικασία και να αποφασίσει η ίδια την πειθαρχική κύρωση. Επομένως, η δυνατότητα παρέμβασης της εκτελεστικής επιτροπής σε πειθαρχική διαδικασία την οποία κίνησε ο γενικός διευθυντής υπηρεσιών είναι εγγενής στο σύστημα εξουσιοδότησης που θεσπίζει το άρθρο 8.3.17 των εν λόγω κανόνων.

36

Πράγματι, το άρθρο 44, σημείο ii, των όρων απασχόλησης αναθέτει αποκλειστικά στην εκτελεστική επιτροπή, ως συλλογική αρχή, την επιβολή των σοβαρότερων κυρώσεων, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει ομοίως από το εν λόγω άρθρο 8.3.2, μόνον δύο λιγότερο σοβαρές κυρώσεις, ήτοι η έγγραφη προειδοποίηση και η έγγραφη επίπληξη, μπορούν να επιβληθούν από ένα μόνον πρόσωπο, ήτοι από τον γενικό διευθυντή ανθρωπίνων πόρων ή από ένα μέλος της εκτελεστικής επιτροπής, ανάλογα με τον βαθμό του μέλους του προσωπικού που αφορά η διαδικασία.

37

Επομένως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 58 των προτάσεών του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, με τη θέσπιση του εν λόγω άρθρου 8.3.17, η εκτελεστική επιτροπή απεκδύθηκε της εξουσίας της να αποφασίζει όσον αφορά τις ατομικές αποφάσεις σχετικά με τις πειθαρχικές κυρώσεις (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαΐου 2005, Tralli κατά ΕΚΤ, C‑301/02 P, EU:C:2005:306, σκέψεις 60 και 61).

38

Συναφώς, όπως ορθώς υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα θεσμικά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτίμησης ως προς την εσωτερική τους οργάνωση σε συνάρτηση με την αποστολή που τους έχει ανατεθεί και τις ανάγκες τους. Η ανάγκη να εξασφαλισθεί η ικανότητα λειτουργίας του οργάνου λήψης αποφάσεων αντιστοιχεί, επίσης, σε μια αρχή συμφυή σε κάθε θεσμικό σύστημα (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαΐου 2005, Tralli κατά ΕΚΤ, C‑301/02 P, EU:C:2005:306, σκέψεις 58 και 59 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η εκτελεστική επιτροπή εξακολουθεί να είναι αρμόδια, υπό την ισχύ των κανόνων για θέματα προσωπικού, να ασκεί η ίδια την πειθαρχική εξουσία έναντι των μελών του προσωπικού με μισθολογικό βαθμό I ή χαμηλότερο, όπως ο αναιρεσείων, όπερ αποφάσισε να πράξει στην περίπτωσή του, με την απόφαση της 10ης Ιουλίου 2018.

40

Επομένως, η εν λόγω απόφαση δεν έχει διττή φύση και η έκδοσή της δεν απαιτούσε διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού.

41

Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα αν, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, η ανωτέρω ερμηνεία έχει ως αποτέλεσμα η κατανομή των αρμοδιοτήτων στον πειθαρχικό τομέα εντός της ΕΚΤ να μην είναι σαφώς καθορισμένη, γεγονός το οποίο συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και παράβαση των κανόνων της χρηστής διοικήσεως, υπενθυμίζεται ότι η εν λόγω αρχή επιτάσσει να παρέχει η ρύθμιση της Ένωσης στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίζουν με ακρίβεια την έκταση των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει, δεδομένου ότι οι πολίτες πρέπει να μπορούν να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους (πρβλ. απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Stichting Rookpreventie Jeugd κ.λπ., C‑160/20, EU:C:2022:101, σκέψη 41).

42

Η εν λόγω αρχή και η απαραίτητη διαφάνεια των διοικητικών αποφάσεων επιβάλλουν, καταρχήν, η κατανομή των αρμοδιοτήτων και οι εξουσιοδοτικές αποφάσεις εντός των θεσμικών οργάνων να δημοσιεύονται (πρβλ. απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 1986, AKZO Chemie και AKZO Chemie UK κατά Επιτροπής, 5/85, EU:C:1986:328, σκέψη 39).

43

Όπως, όμως, υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 8.3.17 των κανόνων για θέματα προσωπικού έχει δημοσιευτεί και η ΕΚΤ δικαιολόγησε την επιλογή να μη δημοσιοποιήσει την απόφαση της 10ης Ιουλίου 2018 επικαλούμενη το συμφέρον του αναιρεσείοντος, ενώ εξάλλου ο αναιρεσείων δεν βάλλει, με την αίτησή του αναιρέσεως, κατά της επιλογής αυτής.

44

Επιπλέον, το εν λόγω άρθρο 8.3.17, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, όπως αυτά εξετάστηκαν στις σκέψεις 31 έως 37 της παρούσας αποφάσεως, είναι αρκούντως σαφές, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 73 των προτάσεών του, ώστε να παρέχει στα μέλη του προσωπικού τη δυνατότητα να κατανοήσουν ότι οι πειθαρχικές κυρώσεις εξακολουθούν να επιβάλλονται για λογαριασμό της εκτελεστικής επιτροπής η οποία αναλαμβάνει την ευθύνη τους και ότι, ενδεχομένως, η εκτελεστική επιτροπή μπορεί να παρέμβει σε πειθαρχική διαδικασία προκειμένου να επιβάλει τέτοια κύρωση.

45

Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τις σκέψεις 45 και 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, υπό την ισχύ των κανόνων για θέματα προσωπικού, η εκτελεστική επιτροπή δεν όφειλε, πριν από την έκδοση της αποφάσεως της 10ης Ιουλίου 2018 και της επίμαχης απόφασης απόλυσης, οι οποίες δεν τροποποίησαν τους εν λόγω κανόνες, να προβεί σε διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού.

46

Τρίτον, το επιχείρημα του αναιρεσείοντος ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, με τη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο αναιρεσείων δεν στερήθηκε καμία εγγύηση συνεπεία της εκδόσεως των επίμαχων αποφάσεων από την εκτελεστική επιτροπή, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές. Συγκεκριμένα, η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου που περιλαμβάνεται στην ανωτέρω σκέψη παρατίθεται επαλλήλως.

47

Πλην όμως, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, οι αιτιάσεις οι οποίες βάλλουν κατά επαλλήλως παρατιθέμενων αιτιολογιών απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούν να οδηγήσουν σε αναίρεση της αποφάσεως και, ως εκ τούτου, είναι απορριπτέες ως αλυσιτελείς (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2021, Κοινοβούλιο κατά UZ, C‑894/19 P, EU:C:2021:863, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48

Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

49

Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι, με τις σκέψεις 93 έως 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών υπό το πρίσμα της έννοιας της «αποκάλυψης των πραγματικών περιστατικών» του άρθρου 8.3.2 των κανόνων για θέματα προσωπικού, με αποτέλεσμα την εσφαλμένη απόρριψη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως τον οποίο ο αναιρεσείων είχε προβάλει πρωτοδίκως και ο οποίος στηριζόταν σε παράβαση της ως άνω διατάξεως και παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Η ίδια πλάνη περί το δίκαιο χαρακτηρίζει τις σκέψεις 132 και 241 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

50

Συναφώς, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι ο ατομικός φάκελός του δεν περιείχε ούτε «πληρωμές» ούτε «αποδείξεις πληρωμών», ότι τα πραγματικά περιστατικά όπως έγιναν γνωστά βάσει του εν λόγω φακέλου ήταν πλήρως διαθέσιμα το αργότερο τον Οκτώβριο του 2014 και ότι, επομένως, κατά την ημερομηνία αυτή, η ΕΚΤ ήταν σε θέση να προβεί στην εκ πρώτης όψεως εκτίμηση που απαιτεί η έννοια της «αποκάλυψης των πραγματικών περιστατικών», πράγμα το οποίο παρέλειψε να πράξει. Επομένως, κατά τον αναιρεσείοντα, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με τις εν λόγω σκέψεις, ως προς τις πράξεις σχετικά με τα τιμολόγια ενισχυτικής διδασκαλίας είχε συμπληρωθεί η παραγραφή κατά την ημερομηνία κίνησης, στις 19 Σεπτεμβρίου 2017, του σκέλους της πειθαρχικής διαδικασίας που αφορούσε τις εν λόγω πράξεις. Επιπλέον, ο αναιρεσείων αμφισβητεί την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι ο ευαίσθητος χαρακτήρας των δεδομένων του ατομικού του φακέλου ασκεί συναφώς επιρροή και υποστηρίζει ότι η πειθαρχική επιτροπή δεν είχε πραγματικό λόγο να προβεί σε ενδελεχή εξέταση του ατομικού του φακέλου.

51

Με το υπόμνημά του απαντήσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει περαιτέρω ότι το Γενικό Δικαστήριο, αναφερόμενο στα τιμολόγια ενισχυτικής διδασκαλίας σε σχέση με την εκτίμηση του ισχυρισμού ότι ο αναιρεσείων πλήρωνε την Β σε μετρητά, προς τον σκοπό της υπαγωγής στην έννοια της «αποκάλυψης των πραγματικών περιστατικών», όχι μόνον ερμήνευσε εσφαλμένως το εν λόγω άρθρο 8.3.2, αλλά παραμόρφωσε επίσης το περιεχόμενο της δικογραφίας.

52

Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι το σκέλος αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο και, επικουρικώς, ως αβάσιμο.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

53

Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο αναιρέσεως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, κατ’ αρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Πράγματι, εφόσον η προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και το βάρος αποδείξεως, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να δοθεί στα στοιχεία τα οποία του έχουν υποβληθεί, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεώς τους (αποφάσεις της 26ης Μαΐου 2005, Tralli κατά ΕΚΤ, C‑301/02 P, EU:C:2005:306, σκέψη 78, καθώς και της 30ής Ιουνίου 2022, Camerin κατά Επιτροπής, C‑63/21 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:516, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Όταν το Γενικό Δικαστήριο έχει εξακριβώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που έχει συναγάγει το Γενικό Δικαστήριο (απόφαση της 18ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά RQ, C‑831/18 P, EU:C:2020:481, σκέψη 93 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

54

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, μολονότι ο αναιρεσείων επικαλείται εσφαλμένο χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που εμπίπτουν στην έννοια της «αποκάλυψης των πραγματικών περιστατικών», από την οποία αρχίζει να τρέχει η προθεσμία παραγραφής, δεν αμφισβητεί, αντιθέτως, την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία της έννοιας αυτής, με τη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία «πρέπει να γίνει δεκτό […] ότι η αποκάλυψη των πραγματικών περιστατικών κατά την έννοια του άρθρου 8.3.2 των κανόνων για θέματα προσωπικού εντοπίζεται στον χρόνο κατά τον οποίο τα γνωστά πραγματικά περιστατικά αρκούν για να καταστεί δυνατή μια εκ πρώτης όψεως εκτίμηση του κατά πόσον υφίσταται παράβαση επαγγελματικών υποχρεώσεων».

55

Συγκεκριμένα, με το επιχείρημά του, ο αναιρεσείων επιδιώκει απλώς να αποδείξει ότι τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αρκούσαν για να καταστεί δυνατή η εκτίμηση αυτή είχαν γίνει γνωστά το αργότερο τον Οκτώβριο του 2014, υποστηρίζοντας ότι τα τιμολόγια ενισχυτικής διδασκαλίας βρίσκονταν στον ατομικό του φάκελο και ότι ο φάκελος αυτός δεν περιείχε αποδείξεις πληρωμής.

56

Πλην όμως, με το επιχείρημα αυτό, ο αναιρεσείων επιδιώκει την απλή επανεξέταση του δικογράφου της προσφυγής του, η οποία δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, DK κατά ΕΥΕΔ, C‑851/19 P, EU:C:2021:607, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57

Εξάλλου, στο μέτρο που το ανωτέρω επιχείρημα αποσκοπεί στην αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών όπως αυτά διαπιστώθηκαν και αξιολογήθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο, το επιχείρημα αυτό είναι επίσης απαράδεκτο βάσει της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως.

58

Τέλος, στο μέτρο που ο αναιρεσείων υποστηρίζει, με το υπόμνημά του απαντήσεως, ότι το Γενικό Δικαστήριο «παραμόρφωσε το περιεχόμενο της δικογραφίας», αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 127, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 190, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων μπορούσε να επικαλεστεί μια τέτοια παραμόρφωση με την αίτησή του αναιρέσεως, το επιχείρημα αυτό είναι απαράδεκτο.

59

Κατόπιν των προκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

60

Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, το οποίο προβάλλεται επικουρικώς, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι, με τις σκέψεις 98 έως 100 και 203 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέρος που η τελευταία σκέψη παραπέμπει στη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, πρώτον, προσέθεσε στοιχεία στην επίμαχη απόφαση απόλυσης και υπερέβη την αρμοδιότητά του, καθόσον έκρινε ότι η παραγραφή του πρώτου και του δεύτερου σκέλους της υποθέσεως δεν αρκούσε για να γίνει δεκτός στο σύνολό του ο πρωτοδίκως προβληθείς δεύτερος λόγος ακυρώσεως και να ακυρωθεί η απόφαση απόλυσης. Συγκεκριμένα, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η απόφαση απόλυσης δεν διευκρινίζει, ιδίως όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, τον λόγο για τον οποίο καθεμία από τις τρεις κατηγορίες πράξεων έβλαψε ανεπανόρθωτα τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των διαδίκων και αρκούσε για να δικαιολογήσει την απόλυση.

61

Δεύτερον, κατά τον αναιρεσείοντα, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει στις αιτιάσεις τις οποίες είχε προβάλει με το σημείο 158 του δικογράφου της προσφυγής του, στο πλαίσιο του πρωτοδίκως προβληθέντος δέκατου λόγου ακυρώσεως, και κατά τις οποίες η ΕΚΤ δεν είχε διευκρινίσει τους λόγους για τους οποίους καθεμία από τις τρεις αυτές κατηγορίες πράξεων είχε βλάψει ανεπανόρθωτα τη σχέση εμπιστοσύνης υπό το πρίσμα της ανωτέρω αρχής.

62

Με το υπόμνημά του απαντήσεως, ο αναιρεσείων διευκρινίζει ότι βάλλει κατά της παράλειψης συνεκτίμησης της αρχής της αναλογικότητας στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψεως της αποφάσεως και ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ultra petita προσθέτοντας αιτιολογία η οποία δεν περιλαμβανόταν στην επίμαχη απόφαση απόλυσης καθώς και χαρακτηρίζοντας, με τις σκέψεις 212 έως 241 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ως επιβαρυντική περίσταση τη διάρρηξη της εμπιστοσύνης.

63

Η ΕΚΤ ζητεί την απόρριψη του σκέλους αυτού.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

64

Αφενός, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το επιχείρημα του αναιρεσείοντος το οποίο αφορά παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να απαντήσει στις αιτιάσεις που είχε προβάλει με το σημείο 158 του δικογράφου της προσφυγής του, στο πλαίσιο του πρωτοδίκως προβληθέντος δέκατου λόγου ακυρώσεως. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 208 έως 214 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απάντησε πράγματι στην αιτίαση σύμφωνα με την οποία η επιβαρυντική περίσταση της διάρρηξης της σχέσης εμπιστοσύνης που διαλαμβανόταν στην επίμαχη απόφαση απόλυσης δεν ήταν διακριτή από τις παραβάσεις που του προσάπτονταν αυτές καθαυτές και ήταν προδήλως εσφαλμένη. Επιπλέον, όπως παραδέχεται ο ίδιος ο αναιρεσείων με το σημείο 38 της αιτήσεώς του αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 98 και 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εξέτασε την αιτίαση ότι η ΕΚΤ δεν είχε διευκρινίσει τους λόγους για τους οποίους καθεμία από τις τρεις κατηγορίες πράξεων, θεωρούμενη μεμονωμένα, είχε «πλήξει ανεπανόρθωτα τη σχέση εμπιστοσύνης». Εξάλλου, στο πλαίσιο του δέκατου λόγου ακυρώσεως, τον οποίο απέρριψε με τη σκέψη 244 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε την αναλογικότητα της επίμαχης απόφασης απόλυσης σε σχέση με τις παραβάσεις που απέρρεαν από τα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τα τιμολόγια ενισχυτικής διδασκαλίας, και, με τις σκέψεις 182 έως 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά των οποίων δεν βάλλει η υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, εξέτασε κατά πόσον η αιτιολογία της απόφασης απόλυσης ήταν επαρκής.

65

Αφετέρου, όσον αφορά την αιτίαση που βάλλει κατά της σκέψεως 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι επικρίσεις του αναιρεσείοντος στηρίζονται σε μεμονωμένη θεώρηση της εν λόγω σκέψεως. Συγκεκριμένα, στη σκέψη 98 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε τους λόγους που η ΕΚΤ είχε επικαλεστεί στην επίμαχη απόφαση απόλυσης, προκειμένου να εξηγήσει γιατί έπρεπε να θεωρηθεί ότι καθεμία από τις τρεις πτυχές της υπόθεσης έπληξε ανεπανόρθωτα την εμπιστοσύνη που διέπει τη σχέση της με το προσωπικό της.

66

Κατά τα λοιπά, το επιχείρημα του αναιρεσείοντος ότι το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε στοιχεία στην επίμαχη απόφαση απόλυσης, υπερέβη την αρμοδιότητά του και αποφάνθηκε ultra petita πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως. Συγκεκριμένα, ο αναιρεσείων δεν αναφέρει με την ακρίβεια που απαιτείται από την εν λόγω νομολογία τα στοιχεία που, κατά την άποψή του, το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε στην απόφαση απόλυσης ούτε τους λόγους για τους οποίους υπερέβη την αρμοδιότητά του ή αποφάνθηκε ultra petita.

67

Επομένως, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως και, κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν.

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

68

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον, με τις σκέψεις 119 έως 121, 124, 125 και 132 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε τον πρωτοδίκως προβληθέντα έβδομο λόγο ακυρώσεως που αφορούσε προσβολή του δικαιώματος στο τεκμήριο αθωότητας και παράβαση του άρθρου 48 του Χάρτη, και ότι η πλάνη αυτή περί το δίκαιο επηρεάζει ομοίως τις σκέψεις 163 και 164 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Αν και η επίμαχη απόφαση απόλυσης δεν καταλόγισε επισήμως στον αναιρεσείoντα την ευθύνη για το γεγονός ότι τα τιμολόγια ενισχυτικής διδασκαλίας δεν ήταν αληθή και γνήσια, ωστόσο η εν λόγω απόφαση χαρακτήρισε τα τιμολόγια ως μη γνήσια και οι επίμαχες αποφάσεις στηρίχθηκαν κατ’ ανάγκην στο γεγονός αυτό, παρά το ότι οι ποινικές διώξεις που ασκήθηκαν εναντίον του για τις ίδιες πράξεις είχαν τεθεί στο αρχείο ελλείψει υπονοιών ενοχής.

69

Επομένως, κατά τον αναιρεσείοντα, το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν θεώρησε τη μη γνησιότητα των εν λόγω τιμολογίων ως ουσιώδη προϋπόθεση για την απόλυσή του, έκρινε ότι τα τιμολόγια «δεν ήταν κατάλληλα» και δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η ΕΚΤ είχε ενημερωθεί ότι δεν ήταν δυνατόν να υφίσταται οποιαδήποτε υπόνοια απάτης, οπότε τα εν λόγω τιμολόγια δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως μη γνήσια, οφειλόταν σε παραμόρφωση του περιεχομένου της δικογραφίας και των επίμαχων αποφάσεων. Το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι η έκδοση των επίμαχων αποφάσεων δεν συνιστούσε προσβολή του δικαιώματός του στο τεκμήριο αθωότητας.

70

Με το υπόμνημά του απαντήσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει περαιτέρω ότι η εισαγγελική αρχή, αποφασίζοντας να θέσει την έρευνα στο αρχείο, κατ’ ανάγκην έκρινε ότι τα τιμολόγια ενισχυτικής διδασκαλίας δεν μπορούσαν να θεωρηθούν πλαστά, καθώς και ότι η ΕΚΤ εσφαλμένως υποστηρίζει ότι η εισαγγελική αρχή είχε επιβεβαιώσει ότι δεν υπήρχε επίσημη καταχώριση της Γ ούτε απόδοση αριθμού φορολογικού μητρώου.

71

Η ΕΚΤ ζητεί την απόρριψη του ως άνω λόγου αναιρέσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

72

Καταρχάς, με τα επιχειρήματα που αναπτύσσει προς στήριξη του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων επιδιώκει στην πραγματικότητα να επιτύχει νέα εκτίμηση από το Δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, ιδίως των επίμαχων αποφάσεων και των διαπιστώσεων της εισαγγελικής αρχής, όπερ, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων.

73

Εν συνεχεία, όσον αφορά μια τέτοια παραμόρφωση, κατά πάγια νομολογία, ο αναιρεσείων οφείλει να εκθέτει επακριβώς τα στοιχεία τα οποία διατείνεται ότι παραμόρφωσε το Γενικό Δικαστήριο και να καταδεικνύει τα σφάλματα αναλύσεως στα οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο και τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την εκ μέρους του παραμόρφωση. Επιπλέον, η παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Kerstens κατά Επιτροπής, C‑447/21 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:612, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

74

Από πάγια νομολογία προκύπτει επίσης ότι ο έλεγχος τον οποίο ασκεί το Δικαστήριο κατά την εκτίμηση λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται σε παραμόρφωση αποδεικτικού στοιχείου περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν τυχόν το Γενικό Δικαστήριο, στηριζόμενο στο εν λόγω στοιχείο, υπερέβη προδήλως τα όρια μιας εύλογης εκτίμησης του στοιχείου αυτού (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 2019, LS Cable & System κατά Επιτροπής, C‑596/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1025, σκέψη 25, καθώς και της 23ης Μαρτίου 2023, PV κατά Επιτροπής, C‑640/20 P, EU:C:2023:232, σκέψη 134 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

75

Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της δικογραφίας και τις επίμαχες αποφάσεις με τον διαλαμβανόμενο στη σκέψη 120 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης χαρακτηρισμό ότι τα τιμολόγια ενισχυτικής διδασκαλίας «δεν ήταν κατάλληλα». Κατά τον αναιρεσείοντα, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να κρίνει ότι η μη γνησιότητά τους αποτελούσε ουσιώδη προϋπόθεση για την απόλυσή του και ότι, κατόπιν της θέσεως στο αρχείο των ποινικών διώξεων εναντίον του για απάτη και των διαπιστώσεων της εισαγγελικής αρχής, η ΕΚΤ δεν μπορούσε πλέον να θεωρήσει τα τιμολόγια αυτά ως μη γνήσια.

76

Με τις σκέψεις 119 και 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε τα εξής:

«119

Εν προκειμένω, κατά του προσφεύγοντος είχε κινηθεί έρευνα για απάτη κατά το άρθρο 263, παράγραφος 1, του γερμανικού ποινικού κώδικα όσον αφορά τα τιμολόγια ενισχυτικής διδασκαλίας. Πλην όμως, στην απόφαση απόλυσης, η εκτελεστική επιτροπή δέχτηκε το εις βάρος του προσαπτόμενο πραγματικό περιστατικό ότι δεν αντιλήφθηκε τις ομοιότητες μεταξύ των αριθμών φορολογικού μητρώου και των διευθύνσεων που αναγράφονταν στα τιμολόγια φυσιοθεραπείας της B και στα τιμολόγια ενισχυτικής διδασκαλίας της Γ, ενώ από τις ομοιότητες αυτές μπορούσε να συναχθεί ότι τα δεύτερα τιμολόγια δεν ήταν αληθή και γνήσια. […] Επομένως, λόγω αντικειμενικών περιστάσεων που δημιουργούσαν αμφιβολίες ως προς το δικαίωμα της εν λόγω επιστροφής, η εκτελεστική επιτροπή έκρινε ότι το ως άνω μέλος του προσωπικού όφειλε να ενημερώσει τουλάχιστον τη διοίκηση. […]

120

Ως εκ τούτου, […] η ΕΚΤ έκρινε ότι τα τιμολόγια που προσκόμισε ο προσφεύγων δεν ήταν κατάλληλα προκειμένου να επιστραφούν οι δαπάνες ενισχυτικής διδασκαλίας, χωρίς να του καταλογίσει επισήμως την ευθύνη για το ότι δεν ήταν αληθή και γνήσια. Η [ΕΚΤ], με την απόφαση απόλυσης, περιορίστηκε κατ’ ουσίαν να επιβάλει κυρώσεις για μια αμέλεια η οποία κρίνεται ιδιαίτερα βαριά αφ’ ης στιγμής πρόκειται για υπάλληλο χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. Επομένως, η απόφαση αυτή δεν περιέχει καμία διαπίστωση ενοχής του προσφεύγοντος ως προς το πλημμέλημα της απάτης που αποτελούσε το αντικείμενο της ποινικής έρευνας (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 25ης Αυγούστου 1987, Englert κατά Γερμανίας, CE:ECHR:1987:0825JUD001028283, § 39) και εντάσσεται στο πλαίσιο της αυτοτέλειας του εκ μέρους της διοίκησης νομικού χαρακτηρισμού μιας πειθαρχικής παράβασης σε σχέση με την ποινική καταστολή που αφορά τις ίδιες πράξεις.»

77

Δεδομένου ότι οι ανωτέρω δύο σκέψεις περιέχουν επομένως ακριβή σύνοψη του περιεχομένου των σημείων 29 έως 32 της επίμαχης απόφασης απόλυσης, δεν προκύπτει από αυτές καμία παραμόρφωση του περιεχομένου της.

78

Εξάλλου, από τις ίδιες ως άνω σκέψεις προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, η μη γνησιότητα των τιμολογίων ενισχυτικής διδασκαλίας δεν αποτελούσε ουσιώδη προϋπόθεση για την απόλυσή του, δεδομένου ότι, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο με την εν λόγω σκέψη 120, η ΕΚΤ στήριξε την απόφαση απόλυσης όχι σε μη γνησιότητα των τιμολογίων, αλλά σε αμέλεια του αναιρεσείοντος η οποία κρίθηκε ιδιαιτέρως βαριά.

79

Επιπλέον, μολονότι, με τη σκέψη 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εκ μέρους της εκτελεστικής επιτροπής άρνηση επανάληψης της διαδικασίας, κατόπιν της ενημέρωσής της όσον αφορά τη θέση στο αρχείο της έρευνας σχετικά με τα τιμολόγια ενισχυτικής διδασκαλίας, στηριζόταν ειδικότερα στο γεγονός ότι η εισαγγελική αρχή είχε επιβεβαιώσει ότι δεν υπήρχε επίσημη καταχώριση της Γ και ότι ο αναγραφόμενος στα τιμολόγιά της αριθμός φορολογικού μητρώου δεν ήταν αληθής, ωστόσο, καμία παραμόρφωση δεν προκύπτει προδήλως από μια τέτοια διαπίστωση, η οποία, όπως προκύπτει από τη σκέψη 24 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στηρίζεται στην επιστολή της εισαγγελικής αρχής προς την ΕΚΤ, της 30ής Απριλίου 2019, που πρωτοκολλήθηκε στις 15 Μαΐου του ίδιου έτους, ούτε προκύπτει εσφαλμένη ερμηνεία της επιστολής αυτής από το Γενικό Δικαστήριο.

80

Τέλος, κατά πάγια νομολογία, το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία διακηρύσσεται στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη. Η αρχή αυτή παραβιάζεται αν δικαστική απόφαση ή επίσημη δήλωση σχετικά με κατηγορούμενο περιέχει σαφή δήλωση ότι ο ενδιαφερόμενος διέπραξε την προσαπτόμενη παράβαση, χωρίς να υπάρχει καταδίκη του με ισχύ δεδικασμένου. Στο πλαίσιο αυτό, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 118 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να υπογραμμιστεί η σημασία της επιλογής της διατύπωσης που χρησιμοποίησαν οι δημόσιες αρχές καθώς και η σημασία των συγκεκριμένων περιστάσεων υπό τις οποίες χρησιμοποιήθηκε η διατύπωση αυτή και της φύσης και του πλαισίου της επίμαχης διαδικασίας (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαρτίου 2021, Pometon κατά Επιτροπής, C‑440/19 P, EU:C:2021:214, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81

Όπως επισήμανε επίσης το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σκοπός του τεκμηρίου αθωότητας είναι, μεταξύ άλλων, να μην αντιμετωπίζονται από τις αρχές τα πρόσωπα κατά των οποίων έπαυσε η ποινική δίωξη ως ένοχα για το έγκλημα που τους είχε προσαφθεί (απόφαση του ΕΔΔΑ της 28ης Ιουνίου 2018, G.I.E.M. S.R.L. κ.λπ. κατά Ιταλίας, CE:ECHR:2018:0628JUD000182806, § 314).

82

Κατά τα λοιπά, από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προκύπτει ότι δεν συντρέχει άνευ ετέρου παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας όταν ένα πρόσωπο κρίνεται ένοχο πειθαρχικού παραπτώματος για πράξεις πανομοιότυπες με εκείνες τις οποίες αφορά προηγούμενη ποινική δίωξη η οποία δεν οδήγησε σε καταδίκη. Πράγματι, υπό την προϋπόθεση ότι δεν διαπιστώνεται η ποινική ευθύνη του εν λόγω προσώπου, τα πειθαρχικά όργανα έχουν την εξουσία και την αρμοδιότητα να διαπιστώνουν κατά τρόπο ανεξάρτητο τα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων που υποβάλλονται ενώπιόν τους (απόφαση του ΕΔΔΑ της 13ης Απριλίου 2021, Istrate κατά Ρουμανίας, CE:ECHR:2021:0413JUD004454613, § 59).

83

Όπως όμως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 120 και 125 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι επίμαχες αποφάσεις δεν περιέχουν καμία διαπίστωση ενοχής του αναιρεσείοντος ως προς το πλημμέλημα της απάτης που αποτελούσε το αντικείμενο της ποινικής έρευνας, οπότε το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τις σκέψεις 121 και 125 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η έκδοση των επίμαχων αποφάσεων δεν προσέβαλε το δικαίωμα του αναιρεσείοντος στο τεκμήριο αθωότητας.

84

Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

85

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος βάλλει κατά των σκέψεων 139 έως 146 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως απέρριψε τον πρωτοδίκως προβληθέντα τέταρτο λόγο ακυρώσεως ο οποίος αφορούσε παράβαση του άρθρου 8.3.7 των κανόνων για θέματα προσωπικού και παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας. Κατά τον αναιρεσείοντα, καταρχάς, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η πειθαρχική επιτροπή δεν ενήργησε κατά τρόπο μη εύλογο ούτε πραγματοποίησε μεροληπτική έρευνα προβαίνοντας σε επαληθεύσεις όσον αφορά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος ότι είχε τη συνήθεια να εξοφλεί τοις μετρητοίς τα τιμολόγιά του, ενώ το νομικό ζήτημα που έπρεπε να εξετάσει το Γενικό Δικαστήριο ήταν αν η προβλεπόμενη διαδικασία επέτρεπε στην πειθαρχική επιτροπή να προβεί σε τέτοιες επαληθεύσεις. Το Γενικό Δικαστήριο όφειλε δε να διαπιστώσει ότι δεν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση, δεδομένου ότι η εντολή που είχε λάβει η πειθαρχική επιτροπή αφορούσε μόνον τα τιμολόγια φυσιοθεραπείας και τις αποδείξεις φαρμακευτικών εξόδων.

86

Ο αναιρεσείων υποστηρίζει περαιτέρω ότι η πειθαρχική επιτροπή επέδειξε μεροληψία, ότι από τον ατομικό του φάκελο δεν μπορούσαν να προκύψουν στοιχεία και ότι οι εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου δεν τεκμηριώνονται από τη νομολογία που αυτό μνημονεύει. Τέλος, κατά τον αναιρεσείοντα, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, παραμόρφωσε το περιεχόμενο της δικογραφίας, στο μέτρο που στις επίμαχες αποφάσεις δεν γινόταν αναφορά στο επισημανθέν στη σκέψη 141 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως γεγονός ότι ο προηγούμενος δικηγόρος του είχε εκφράσει αμφιβολίες ως προς το ότι κάθε πληρωμή της Β αντιστοιχούσε σε ανάληψη μετρητών, και, αφετέρου, υποκατέστησε την πειθαρχική επιτροπή παραθέτοντας λόγους που δεν ήταν αυτοί οι οποίοι υπαγόρευσαν την απόφασή της. Κατά συνέπεια, τα τιμολόγια ενισχυτικής διδασκαλίας συνελέγησαν κατά παράβαση των απαιτούμενων ουσιωδών τύπων και συνιστούσαν παράνομες αποδείξεις.

87

Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι ο ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

88

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η διαδικασία την οποία ακολούθησε η πειθαρχική επιτροπή για τη συλλογή των τιμολογίων ενισχυτικής διδασκαλίας ως αποδεικτικών στοιχείων ήταν παράνομη και ότι τα τιμολόγια αυτά δεν ελήφθησαν νομοτύπως, επιχείρημα το οποίο, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 53 της παρούσας απόφασης, είναι παραδεκτό στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως.

89

Εντούτοις, στο μέτρο που, με το επιχείρημα αυτό, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εξέτασε ούτε το ως άνω νομικό ζήτημα ούτε τον λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε ενώπιόν του, το εν λόγω επιχείρημα δεν είναι δυνατό να ευδοκιμήσει.

90

Πράγματι, από τη σκέψη 145 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατά λογική αναγκαιότητα, ότι η πειθαρχική επιτροπή είχε δικαίωμα να λάβει γνώση του ατομικού φακέλου του αναιρεσείοντος και να αναζητήσει στοιχεία στον εν λόγω φάκελο και ότι η διαδικασία που είχε ακολουθήσει για τη συλλογή των τιμολογίων ενισχυτικής διδασκαλίας ήταν νόμιμη.

91

Συναφώς, αφενός, υπενθυμίζεται ότι η αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ιδίως ότι παρέχει τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους δεν έγιναν δεκτά τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο να διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του (πρβλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2017, Ελληνικός Χρυσός κατά Επιτροπής, C‑100/16 P, EU:C:2017:194, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

92

Αφετέρου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, η αιτιολογία αυτή δεν ενέχει πλάνη περί το δίκαιο.

93

Πράγματι, μολονότι η ανατεθείσα στην πειθαρχική επιτροπή εντολή αφορούσε, ασφαλώς, τα τιμολόγια φυσιοθεραπείας και τις αποδείξεις φαρμακευτικών εξόδων, όπως είχε υποστηρίξει πρωτοδίκως ο αναιρεσείων, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, ιδίως με τις σκέψεις 136 και 145 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η πειθαρχική επιτροπή έχει ως αποστολή, δυνάμει των κανόνων για θέματα προσωπικού, να διερευνά και να εξακριβώνει όσο το δυνατόν λεπτομερέστερα τα πραγματικά περιστατικά, να γνωμοδοτεί επί του υποστατού τους, να εκτιμά τη σοβαρότητά τους και να προτείνει ενδεχόμενη κύρωση. Για να εκπληρώσει την αποστολή αυτή, η πειθαρχική επιτροπή ενδέχεται να χρειάζεται να έχει πρόσβαση στον ατομικό φάκελο του οικείου προσώπου.

94

Εξάλλου, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, το Γενικό Δικαστήριο, προβαίνοντας στις διαπιστώσεις αυτές, ουδόλως υποκατέστησε την πειθαρχική επιτροπή.

95

Κατά τα λοιπά, ο αναιρεσείων περιορίζεται σε επανάληψη των επιχειρημάτων που είχε προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου χωρίς να διευκρινίζει επακριβώς για ποιον λόγο το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο απορρίπτοντας τα εν λόγω επιχειρήματα και, επομένως, επιδιώκει να επιτύχει νέα εκτίμηση από το Δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, όπερ δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως, εκτός αν τυχόν συντρέχει περίπτωση παραμορφώσεώς τους.

96

Τέλος, στο μέτρο που ο αναιρεσείων προβάλλει μια τέτοια αιτίαση περί παραμορφώσεως, δεν αναφέρει επακριβώς τα στοιχεία τα οποία, κατά την άποψή του, παραμόρφωσε το Γενικό Δικαστήριο ούτε, κατά μείζονα λόγο, αποδεικνύει ενδεχόμενα σφάλματα κατά την ανάλυση στα οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, αντιθέτως προς τις επιταγές της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 73 της παρούσας αποφάσεως.

97

Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

98

Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον απέρριψε τον προβληθέντα πρωτοδίκως έκτο λόγο ακυρώσεως ο οποίος αφορούσε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως. Κατά τον αναιρεσείοντα, πέραν του ότι οι σκέψεις 163 και 164 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι εσφαλμένες για τους λόγους που προβάλλονται προς στήριξη του τρίτου λόγου αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 165, 166 και 173 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στο μέτρο που ο αναιρεσείων είχε αποδείξει ότι η ΕΚΤ δεν είχε λάβει υπόψη πολυάριθμα αποδεικτικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων τις δηλώσεις της συζύγου του και των θυγατέρων του. Ο αναιρεσείων υποστηρίζει περαιτέρω ότι, αντιθέτως προς όσα εκτίθενται στη σκέψη 160 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν διασφάλισε την αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου τον οποίο εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη, καθόσον δεν άσκησε πλήρη έλεγχο επί του υποστατού των πραγματικών περιστατικών και της αποδεικτικής ισχύος των αποδεικτικών στοιχείων, ούτε ήλεγξε την ακρίβεια, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, ενώ εξάλλου δεν προέβη σε εμπεριστατωμένη εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων.

99

Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απαράδεκτος και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

100

Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 158 έως 162 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά των οποίων δεν βάλλει η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο επαναχαρακτήρισε τον πρωτοδίκως προβληθέντα έκτο λόγο ακυρώσεως υπό την έννοια ότι αυτός δεν αφορά πρόδηλα σφάλματα εκτίμησης εκ μέρους της ΕΚΤ τα οποία ενέχει η αιτιολογία της επίμαχης απόφασης απόλυσης, αλλά ελλιπή εξέταση από την ΕΚΤ των περιστάσεων της υπόθεσης, πλάνη κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων και νομική πλάνη. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο επαναχαρακτηρισμός αυτός ήταν αναγκαίος, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την απαίτηση αποτελεσματικότητας του δικαστικού ελέγχου τον οποίο εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται, μεταξύ άλλων, όπως προκύπτει από τη σκέψη 160 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να ασκεί πλήρη έλεγχο επί του υποστατού των πραγματικών περιστατικών, να ελέγχει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, καθώς και να προβαίνει σε πλήρη έλεγχο της εκτιμήσεως της αποδεικτικής ισχύος ενός εγγράφου και σε εμπεριστατωμένη εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων.

101

Στο πλαίσιο της εξέτασης του ως άνω λόγου, το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 163 και 164 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε την αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι η ΕΚΤ δεν είχε λάβει υπόψη τη θέση στο αρχείο των ποινικών διώξεων σχετικά με τα τιμολόγια ενισχυτικής διδασκαλίας, αιτίαση η οποία συγχέεται με τους πρωτοδίκως προβληθέντες τρίτο και έβδομο λόγο ακυρώσεως που κρίθηκαν αβάσιμοι. Με τις σκέψεις 165 και 166 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, μολονότι ο αναιρεσείων ισχυριζόταν ότι η ΕΚΤ, θεωρώντας ότι τα τιμολόγια της παραδίδουσας ιδιαίτερα μαθήματα Γ δεν ήταν αληθή και γνήσια, είχε παραβλέψει τις δηλώσεις του και τις δηλώσεις της οικογένειάς του, εντούτοις, επαναλάμβανε απλώς τις δηλώσεις του και τις δηλώσεις της συζύγου του κατά τη διοικητική διαδικασία, χωρίς να εξηγεί για ποιον λόγο η ΕΚΤ υπέπεσε σε πλάνη εκτίμησης καθόσον δεν έκρινε πειστικές τις εν λόγω δηλώσεις και καθόσον επισήμανε ότι ο αναιρεσείων δεν είχε προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που να τις τεκμηριώνουν. Εξάλλου, με τη σκέψη 173 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο αναιρεσείων απρόσφορα προέβαλε ότι η ΕΚΤ είχε παραβλέψει το ότι η κατάσταση ενός από τα τέκνα του δεν απαιτούσε να γνωρίζει τα στοιχεία της Γ για την οργάνωση των μαθημάτων.

102

Καταρχάς, στο μέτρο που ο αναιρεσείων παραπέμπει, με την αίτηση αναιρέσεως, στα επιχειρήματα που προέβαλε προς στήριξη του τρίτου λόγου αναιρέσεως, προκειμένου να βάλει κατά των σκέψεων 163 και 164 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν για λόγους ανάλογους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 72 έως 84 της παρούσας αποφάσεως.

103

Επιπλέον, στο μέτρο που ο αναιρεσείων βάλλει κατά των σκέψεων 165, 166 και 173 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως για τον λόγο ότι η ΕΚΤ δεν έλαβε υπόψη πολυάριθμα αποδεικτικά στοιχεία όπως οι δηλώσεις του ιδίου και της οικογένειάς του, επισημαίνεται ότι, πλην των δηλώσεων αυτών στις οποίες ο αναιρεσείων αναφέρεται κατά τρόπο γενικό, δεν διευκρινίζει ποια αποδεικτικά στοιχεία προσκόμισε, κατά τους ισχυρισμούς του, στην ΕΚΤ ή στο Γενικό Δικαστήριο και τα οποία δεν ελήφθησαν υπόψη από το τελευταίο. Επιπλέον, είναι προφανές ότι, με το επιχείρημα αυτό, ο αναιρεσείων περιορίζεται στην επανάληψη των επιχειρημάτων που είχε προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και επιδιώκει στην πραγματικότητα να επιτύχει νέα εκτίμηση από το Δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και της αξίας που τους αναγνώρισε το Γενικό Δικαστήριο, εκτίμηση η οποία, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως, δεν εμπίπτει στον έλεγχο του Δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει παραμόρφωση. Ωστόσο, ο αναιρεσείων δεν επικαλείται τέτοια παραμόρφωση στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως.

104

Τέλος, μολονότι ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη στον πλήρη έλεγχο τον οποίο όφειλε να διενεργήσει σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 160 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εντούτοις, με την αίτησή του αναιρέσεως, περιορίζεται σε έναν γενικό ισχυρισμό, χωρίς να διευκρινίζει τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά των οποίων βάλλει και χωρίς να αναπτύσσει συναφώς νομικά επιχειρήματα. Σύμφωνα, ωστόσο, με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τις επικρινόμενες σκέψεις της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό, άλλως ο οικείος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος. Επομένως, ο εν λόγω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

105

Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

106

Δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους αναιρέσεως δεν έγινε δεκτός, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

107

Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των εξόδων. Το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ορίζει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

108

Δεδομένου ότι ο αναιρεσείων ηττήθηκε, πρέπει να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η ΕΚΤ, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Ο DI φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.