ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 22ας Δεκεμβρίου 2022 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Προσωπικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) – Μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο εθνικού συνταξιοδοτικού συστήματος στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ– Άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ – Αρχή της καλόπιστης συνεργασίας – Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της ΕΚΤ– Άρθρο 8 του παραρτήματος IIIbis – Ανυπαρξία διατάξεως του εθνικού δικαίου ή συμφωνίας μεταξύ του οικείου κράτους μέλους και της ΕΚΤ»

Στην υπόθεση C‑404/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale ordinario di Asti (πρωτοδικείο Asti, Ιταλία) με απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Ιουνίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

WP

κατά

Istituto nazionale della previdenza sociale,

Repubblica italiana,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, Δ. Γρατσία (εισηγητή), M. Ilešič, I. Jarukaitis και Z. Csehi, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο WP, εκπροσωπούμενος από τους A. Dal Ferro, R. Ponchione και A. Rela και την C. Zerbaro, avvocati,

το Istituto nazionale della previdenza sociale, εκπροσωπούμενο από τις A. Coretti και C. d’Aloisio και τον L. Maritato, avvocati,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Rocchitta, avvocato dello Stato,

η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Τασσοπούλου,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. J. Ruiz Sánchez,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την P. Barros da Costa, τον L. Barroso και τις S. Jaulino και J. Ramos,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την S. Delaude και τους G. Gattinara, B.‑R. Killmann και B. Mongin,

η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (EKT), εκπροσωπούμενη από την B. Ehlers, τον F. Malfrère και τις A. Pizzolla και C. Zilioli,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Ιουλίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, των άρθρων 45 και 48 ΣΛΕΕ, του άρθρου 11 του παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) καθώς και του άρθρου 8 του παραρτήματος IIIbis της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), της 9ης Ιουνίου 1998, σχετικά με την έγκριση των όρων απασχόλησης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπως τροποποιήθηκε στις 31 Μαρτίου 1999 (ΕΕ 1999, L 125, σ. 32).

2

Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του WP, αφενός, και του Istituto nazionale della previdenza sociale (εθνικού ιδρύματος κοινωνικής ασφάλισης, Ιταλία) (στο εξής INPS) και της Repubblica italiana (Ιταλικής Δημοκρατίας), αφετέρου, με αντικείμενο τη μεταφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) του αναλογιστικού ισοδυνάμου που αντιστοιχεί στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία έχει αποκτήσει ο προσφεύγων στο πλαίσιο του Fondo Pensioni Lavoratori Dipendenti (ταμείου συντάξεων μισθωτών) του INPS.

Το νομικό πλαίσιο

Η νομοθεσία της Ένωσης

Το πρωτόκολλο για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ

3

Το άρθρο 36, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου (αριθ. 4) για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΕ 2016, C 202, σ. 230, στο εξής: πρωτόκολλο για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ) ορίζει τα εξής:

«Το Διοικητικό Συμβούλιο [της ΕΚΤ], μετά από πρόταση της Εκτελεστικής Επιτροπής, καθορίζει τους όρους απασχόλησης του προσωπικού της ΕΚΤ.»

Το πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών

4

Το άρθρο 14 του πρωτοκόλλου (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, C 202, σ. 266, στο εξής: πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών) ορίζει τα εξής:

«Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], αποφασίζοντας μέσω κανονισμών σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία και μετά από διαβούλευση με τα αρμόδια θεσμικά όργανα, καθορίζουν το καθεστώς των [κοινωνικών] παροχών που εφαρμόζεται στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης.»

5

Δυνάμει του άρθρου του 22, πρώτο εδάφιο, το πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών εφαρμόζεται επίσης στην ΕΚΤ, στα μέλη των οργάνων της και στο προσωπικό της, με την επιφύλαξη των διατάξεων του πρωτοκόλλου για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ.

Ο ΚΥΚ

6

Ο ΚΥΚ εφαρμόζεται, δυνάμει του άρθρου του 1, στους υπαλλήλους της Ένωσης.

7

Το άρθρο 1α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ως “υπάλληλος της Ένωσης”, νοείται κάθε πρόσωπο που έχει διορισθεί, κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, σε μόνιμη θέση ενός από τα όργανα της Ένωσης με γραπτή πράξη της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής του οργάνου αυτού.»

8

Το παράρτημα VIII του ΚΥΚ, με τίτλο «Συνταξιοδοτικό καθεστώς», ορίζει στο άρθρο 11, παράγραφος 2, τα εξής:

«Ο υπάλληλος που εισέρχεται στην υπηρεσία της Ένωσης:

μετά τη λήξη των καθηκόντων του σε διοίκηση, σε εθνικό ή διεθνή οργανισμό

ή

μετά την άσκηση μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας,

δικαιούται, από της μονιμοποιήσεώς του και μέχρι τη στιγμή που θεμελιώνει το δικαίωμα συντάξεως αρχαιότητας κατά την έννοια του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, να ενεργήσει ώστε να καταβληθεί στην Ένωση το κεφάλαιο, με αναγωγή του σχετικού ποσού στο χρόνο της πραγματικής μεταφοράς του, που αντιπροσωπεύει τα δικαιώματα σύνταξης τα οποία έχει αποκτήσει βάσει των προαναφερομένων υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων.

Σε παρόμοια περίπτωση η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή του θεσμικού οργάνου στο οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος καθορίζει, μέσω γενικών εκτελεστικών διατάξεων, λαμβάνοντας υπόψη τον βασικό μισθό του υπαλλήλου, την ηλικία του και τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά την ημερομηνία της αιτήσεως μεταφοράς, τον αριθμό των συντάξιμων ετών που συνυπολογίζει σύμφωνα με το ενωσιακό συνταξιοδοτικό καθεστώς δυνάμει του χρόνου προϋπηρεσίας, βάσει του μεταφερθέντος κεφαλαίου, αφαιρουμένου του ποσού που αντιπροσωπεύει την ανατίμηση του κεφαλαίου μεταξύ της ημερομηνίας της αιτήσεως μεταφοράς και της πραγματικής ημερομηνίας που διενεργήθηκε η μεταφορά.

Ο υπάλληλος μπορεί να κάνει χρήση της ευχέρειας αυτής μία μόνον φορά ανά κράτος μέλος και ανά ταμείο συντάξεων.»

Το ΚΛΠ

9

Το άρθρο 1 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ένωσης (στο εξής: ΚΛΠ) ορίζει τα εξής:

«Το παρόν καθεστώς εφαρμόζεται σε κάθε υπάλληλο ο οποίος έχει προσληφθεί με σύμβαση από την Ένωση. Ο υπάλληλος αυτός έχει την ιδιότητα:

του έκτακτου υπαλλήλου,

του συμβασιούχου υπαλλήλου,

[…]».

10

Δυνάμει του άρθρου 39, παράγραφος 2, και του άρθρου 109, παράγραφος 2, του ΚΛΠ, το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν, αντιστοίχως, στους έκτακτους υπαλλήλους και στους συμβασιούχους υπαλλήλους.

Οι όροι απασχολήσεως του προσωπικού της ΕΚΤ

11

Επί τη βάσει, μεταξύ άλλων, του άρθρου 36, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ εξέδωσε, με απόφαση της 9ης Ιουνίου 1998, όπως τροποποιήθηκε στις 31 Μαρτίου 1999, τους όρους απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΕ 1999, L 125, σ. 32). Οι εν λόγω όροι απασχολήσεως, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: όροι απασχολήσεως του προσωπικού της ΕΚΤ), ορίζουν στο άρθρο 9, στοιχείο c, τα εξής:

«Οι παρόντες όροι απασχόλησης δεν διέπονται από κανένα συγκεκριμένο εθνικό δίκαιο. Η ΕΚΤ εφαρμόζει i) τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα κράτη μέλη, ii) τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και iii) τους κανόνες που περιέχονται στους σχετικούς με την κοινωνική πολιτική κανονισμούς και οδηγίες της Ένωσης που απευθύνονται στα κράτη μέλη. Οι εν λόγω νομικές πράξεις εφαρμόζονται από την ΕΚΤ κάθε φορά που τούτο κρίνεται αναγκαίο. Οι συστάσεις της Ένωσης στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής λαμβάνονται δεόντως υπόψη. Για την ερμηνεία των απορρεόντων από τους παρόντες όρους απασχόλησης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, λαμβάνονται υπόψη οι αρχές που έχουν καθιερωθεί με τους κανονισμούς, τους κανόνες και τη νομολογία που εφαρμόζονται στο προσωπικό των λοιπών θεσμικών οργάνων της Ένωσης.»

12

Το άρθρο 8, στοιχείο a, του παραρτήματος IIIbis των όρων απασχολήσεως του προσωπικού της ΕΚΤ ορίζει τα εξής:

«Η ΕΚΤ συνάπτει συμφωνίες και συμφωνεί κατάλληλα μέτρα με άλλα συνταξιοδοτικά συστήματα, άλλους οργανισμούς και κυβερνήσεις τους οποίους καθορίζει, με σκοπό την αποδοχή της μεταφοράς χρηματικών ποσών προς το [συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ], για τα μέλη του προσωπικού που ολοκλήρωσαν τη δοκιμαστική περίοδο στην ΕΚΤ.»

Το ιταλικό δίκαιο

13

Το άρθρο 1 του legge n. 29 – Ricongiunzione dei periodi assicurativi dei lavoratori ai fini previdenziali (νόμου 29, περί αναγνωρίσεως των περιόδων ασφάλισης των εργαζομένων βάσει των οποίων θεμελιώνεται συνταξιοδοτικό δικαίωμα), της 7ης Φεβρουαρίου 1979 (GURI αριθ. 40, της 9ης Φεβρουαρίου 1979, σ. 1317), ορίζει τα εξής:

«Μισθωτός του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος υπάγεται ή έχει υπαχθεί σε συστήματα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης ισοδύναμα με το γενικό υποχρεωτικό σύστημα ασφάλισης αναπηρίας, γήρατος και επιζώντων των μισθωτών που διαχειρίζεται το INPS, ή που συνεπάγονται εξαίρεση ή απαλλαγή από την εν λόγω υπαγωγή, έχει τη δυνατότητα, προς τον σκοπό της χορήγησης και του καθορισμού του ποσού ενιαίας σύνταξης, να ζητήσει οποτεδήποτε τη σώρευση όλων των περιόδων υποχρεωτικών, εθελούσιων και πλασματικών εισφορών στα προαναφερόμενα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης μέσω υπαγωγής στο υποχρεωτικό γενικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και, στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος, της θεμελίωσης των αντίστοιχων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Προς τούτο, ο διαχειριστής ή οι διαχειριστές των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης μεταφέρουν στον διαχειριστή του υποχρεωτικού γενικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης το ποσό των εισφορών που κατέχουν […].»

14

Το άρθρο 18 του legge n. 115 – Disposizioni per l’adempimento degli obblighi derivanti dall’appartenenza dell’Italia all’Unione europea – Legge europea 2014 (νόμου 115, περί διατάξεων για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση – ευρωπαϊκός νόμος 2014), της 29ης Ιουλίου 2015 (GURI αριθ. 178, της 3ης Αυγούστου 2015, σ. 1), ορίζει τα εξής:

«1.   Από 1ης Ιανουαρίου 2016 οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης […] οι οποίοι υπάγονται ή έχουν υπαχθεί στο υποχρεωτικό γενικό σύστημα ασφάλισης αναπηρίας, γήρατος και επιζώντων των μισθωτών […] έχουν τη δυνατότητα να συνυπολογίζουν τις περιόδους ασφάλισης που έχουν συμπληρώσει στο πλαίσιο της ανωτέρω ασφάλισης στις περιόδους ασφάλισης που έχουν συμπληρώσει σε διεθνείς οργανισμούς.

2.   Ο συνυπολογισμός που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να ζητηθεί, εφόσον απαιτείται για την απόκτηση δικαιώματος σε σύνταξη γήρατος, αναπηρίας ή επιζώντος, υπό την προϋπόθεση ότι οι περίοδοι ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν βάσει της ιταλικής νομοθεσίας έχουν συνολική διάρκεια τουλάχιστον πενήντα δύο εβδομάδων και οι συνυπολογιζόμενες περίοδοι δεν αλληλεπικαλύπτονται.

3.   Ο συνυπολογισμός των περιόδων ασφάλισης μπορεί να πραγματοποιηθεί κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, η οποία υποβάλλεται στον ιταλικό οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης στον οποίο πραγματοποιήθηκαν οι περίοδοι ασφάλισης. Σε περίπτωση που πρώην μισθωτός διεθνούς οργανισμού αποκτά δικαίωμα στις παροχές που προβλέπονται από την ιταλική νομοθεσία, χωρίς να απαιτείται συνυπολογισμός των περιόδων ασφάλισης που πραγματοποίησε στον διεθνή οργανισμό, ο ιταλικός οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης υπολογίζει τη σύνταξη αποκλειστικά και μόνο βάσει των περιόδων ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του ιταλικού συνταξιοδοτικού συστήματος. Σε περίπτωση που πρώην μισθωτός διεθνούς οργανισμού αποκτά δικαίωμα στις παροχές που προβλέπονται από την ιταλική νομοθεσία μόνο μέσω του συνυπολογισμού των περιόδων ασφάλισης που πραγματοποίησε στον διεθνή οργανισμό, ο ιταλικός οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης συνυπολογίζει τις περιόδους ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του συνταξιοδοτικού συστήματος του διεθνούς οργανισμού, πλην εκείνων για τις οποίες έχει πραγματοποιηθεί επιστροφή εισφορών, ωσάν να πραγματοποιήθηκαν βάσει της ιταλικής νομοθεσίας, και υπολογίζει το ύψος της παροχής αποκλειστικά και μόνο βάσει των περιόδων ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν βάσει της ιταλικής νομοθεσίας.

4.   Για οιοδήποτε απορρέον από την εφαρμογή της ιταλικής νομοθεσίας ζήτημα, οι συνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλονται σε χρήμα βάσει του παρόντος άρθρου θεωρούνται συντάξεις.

5.   Στο μέτρο που δεν θεμελιώνεται βάσει αυτών δικαίωμα σε συνταξιοδοτική παροχή από το ταμείο συντάξεων του διεθνούς οργανισμού, οι περίοδοι απασχόλησης στον εν λόγω διεθνή οργανισμό είναι δυνατόν να εξαγοραστούν στο πλαίσιο του ιταλικού συνταξιοδοτικού συστήματος κατά τη νομοθεσία που ρυθμίζει την εξαγορά περιόδων απασχόλησης που πραγματοποιήθηκαν στην αλλοδαπή. Το δικαίωμα εξαγοράς ασκείται, μεταξύ άλλων, από τους επιζώντες του μισθωτού του διεθνούς οργανισμού, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τους κανόνες του ιταλικού οργανισμού κοινωνικής ασφάλισης από τον οποίο ζητείται η εξαγορά.

[…]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15

Ο WP είναι μέλος του προσωπικού της ΕΚΤ από την 1η Μαρτίου 2012. Από την 1η Αυγούστου 1982 έως τις 24 Φεβρουαρίου 2012, ως μισθωτός του ιδιωτικού τομέα στην Ιταλία, κατέβαλε υποχρεωτικές εισφορές στο ταμείο συντάξεων μισθωτών του INPS.

16

Στις 12 Δεκεμβρίου 2016 ο WP ζήτησε από το INPS να μεταφέρει στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ το αναλογιστικό ισοδύναμο που αντιστοιχεί στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία είχε αποκτήσει στο πλαίσιο του εν λόγω ταμείου συντάξεων ή, επικουρικώς, το τιμαριθμοποιημένο κεφάλαιο που προκύπτει από τις συνταξιοδοτικές εισφορές τις οποίες κατέβαλε στο εν λόγω ταμείο συντάξεων, αμφότερα υπολογιζόμενα κατ’ εφαρμογήν των κανόνων που διέπουν τις συντάξεις στο πλαίσιο του εν λόγω ταμείου συντάξεων.

17

Το INPS απέρριψε την αίτηση του WP, με την αιτιολογία ότι η ζητηθείσα μεταφορά δεν ήταν δυνατή ελλείψει ειδικού νομοθετικού μέτρου ή διμερούς συμφωνίας μεταξύ της ΕΚΤ και της Ιταλικής Δημοκρατίας. Στις 28 Νοεμβρίου 2017 ο WP άσκησε διοικητική προσφυγή κατά της απορρίψεως της αιτήσεώς του, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με απόφαση της 11ης Απριλίου 2018.

18

Με δικόγραφο που κατέθεσε ενώπιον του Tribunale ordinario di Asti (πρωτοδικείου Asti, Ιταλία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, ο WP, ζήτησε, κατ’ ουσίαν, να αναγνωρισθεί ότι το INPS και/ή η Ιταλική Δημοκρατία όφειλαν να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για τη μεταφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ του αναλογιστικού ισοδυνάμου που υπολογίζεται κατ’ εφαρμογήν των κανόνων οι οποίοι διέπουν τις συντάξεις στο πλαίσιο του ταμείου συντάξεων μισθωτών του INPS, το οποίο αντιστοιχεί στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία ο WP είχε αποκτήσει κατά την ημερομηνία υποβολής της εν λόγω αιτήσεως, καθώς και να υποχρεωθούν το INPS και/ή η Ιταλική Δημοκρατία να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για τη μεταφορά αυτή. Επικουρικώς, ο WP ζήτησε να διαπιστωθεί και να αναγνωρισθεί ότι το INPS και/ή η Ιταλική Δημοκρατία υποχρεούνται να μεταφέρουν στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ το αναλογιστικό ισοδύναμο που αντιστοιχεί στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία αυτός είχε αποκτήσει στο πλαίσιο του συνταξιοδοτικού ταμείου μισθωτών του INPS, ως αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη, και να υποχρεωθούν, κατά συνέπεια, το INPS και/ή η Ιταλική Δημοκρατία να μεταφέρουν στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ το ποσό το οποίο αντιστοιχεί στο ανωτέρω ισοδύναμο, ως αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη.

19

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι πρέπει να διαπιστωθεί αν οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τα άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ, το άρθρο 11 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ και το άρθρο 8 του παραρτήματος IIIbis των όρων απασχολήσεως του προσωπικού της ΕΚΤ έχουν την έννοια ότι υπάλληλος της ΕΚΤ μπορεί να ζητήσει τη μεταφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία έχει αποκτήσει σε οργανισμό κοινωνικής ασφαλίσεως κράτους μέλους, και δη ανεξαρτήτως της θεσπίσεως εθνικού κανόνα περί μεταφοράς των ανωτέρω διατάξεων στο εσωτερικό δίκαιο ή της συνάψεως μεταξύ της ΕΚΤ και του οικείου κράτους μέλους ή του οικείου οργανισμού κοινωνικής ασφαλίσεως ειδικής συμφωνίας περί του καθορισμού των όρων της μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.

20

Συναφώς, εκτιμά ότι θα μπορούσε να συναχθεί a contrario από την απόφαση της 4ης Ιουλίου 2013, Gardella (C‑233/12, EU:C:2013:449, σκέψεις 28 έως 30), ότι, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, υφίσταται στην περίπτωση υπαλλήλου της ΕΚΤ δικαίωμα μεταφοράς στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία αυτός έχει αποκτήσει ως μισθωτός εργαζόμενος σε κράτος μέλος, δεδομένου ότι, εν αντιθέσει προς το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (ΕΓΔΕ) το οποίο αφορά η ανωτέρω απόφαση, η ΕΚΤ είναι θεσμικό όργανο της Ένωσης. Επιπλέον, το άρθρο 8 του παραρτήματος IIIbis των όρων απασχολήσεως του προσωπικού της ΕΚΤ δεν απαιτεί την έγκριση του εθνικού οργανισμού κοινωνικής ασφαλίσεως για την εκτέλεση της εν λόγω μεταφοράς.

21

Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά επίσης ότι από την απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2013, Časta (C‑166/12, EU:C:2013:792, σκέψεις 30 έως 32), θα μπορούσε να συναχθεί ότι είναι αναγκαίο, για το οικείο κράτος μέλος, να θεσπίσει ειδικό κανόνα για τον καθορισμό του ποσού του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο του εθνικού συνταξιοδοτικού συστήματος και τα οποία μπορούν να μεταφερθούν στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης και ότι, ελλείψει τοιούτου κανόνα, δεν είναι δυνατή η προσφυγή στα κριτήρια υπολογισμού τα οποία προβλέπονται από την εσωτερική νομοθεσία ή από συμφωνίες συναφθείσες μεταξύ του οικείου εθνικού οργανισμού και των λοιπών οργάνων της Ένωσης.

22

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale ordinario di Asti (πρωτοδικείο Asti) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχουν τα άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ, το άρθρο 4 ΣΕΕ, το άρθρο 11 του παραρτήματος VIII του [ΚΥΚ] και το άρθρο 8 του παραρτήματος IIIbis των όρων απασχολήσεως [της ΕΚΤ] την έννοια ότι απαγορεύουν εθνική ρύθμιση ή εθνική διοικητική πρακτική που δεν επιτρέπει στον εργαζόμενο κράτους μέλους ο οποίος έχει καταβάλει εισφορές στο εθνικό ίδρυμα κοινωνικής ασφαλίσεως και ο οποίος εργάζεται επί του παρόντος σε θεσμικό όργανο της Ένωσης, όπως η ΕΚΤ, να μεταφέρει στο συνταξιοδοτικό σύστημα του εν λόγω θεσμικού οργάνου τις συνταξιοδοτικές εισφορές που έχει καταβάλει στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης του κράτους του;

2)

Πρέπει, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, να αναγνωρίζεται δικαίωμα μεταφοράς των εισφορών έστω και αν δεν υφίσταται εθνική νομοθετική πράξη μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο ή ειδική συμφωνία μεταξύ του κράτους μέλους από το οποίο προέρχεται ο εργαζόμενος ή στο οποίο εδρεύει το ίδρυμα συνταξιοδότησής του, αφενός, και του θεσμικού οργάνου της Ένωσης, αφετέρου;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

23

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τα άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ, το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ και το άρθρο 8, στοιχείο a, του παραρτήματος IIIbis των όρων απασχολήσεως της ΕΚΤ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση ή σε διοικητική πρακτική κράτους μέλους η οποία δεν επιτρέπει σε μέλος του προσωπικού της ΕΚΤ να μεταφέρει στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ ποσό που αντιστοιχεί στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία έχει αποκτήσει στο συνταξιοδοτικό σύστημα του εν λόγω κράτους μέλους.

24

Όσον αφορά τα άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, βεβαίως, ότι πολίτης της Ένωσης, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας του και της ιθαγενείας του, ο οποίος κάνει χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και έχει ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο από το οποίο κατάγεται, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, και στην περίπτωση που απασχολείται από θεσμικό όργανο της Ένωσης, όπως η ΕΚΤ (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2013, Gardella, C‑233/12, EU:C:2013:449, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)

25

Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι από το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 48 ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να συναχθεί η υποχρέωση κράτους μέλους να προβλέψει τη δυνατότητα μέλους του προσωπικού διεθνούς οργανισμού να μεταφέρει το κεφάλαιο που αντιστοιχεί στα προηγουμένως κτηθέντα συνταξιοδοτικά δικαιώματά του προς το συνταξιοδοτικό σύστημα του εν λόγω διεθνούς οργανισμού ούτε η υποχρέωση συνάψεως διεθνούς συμβάσεως προς τούτο (απόφαση της 4ης Ιουλίου 2013, Gardella, C‑233/12, EU:C:2013:449, σκέψη 35).

26

Πράγματι, το άρθρο 48, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν, στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, «τα αναγκαία μέτρα για την εγκαθίδρυση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, ιδίως με τη θέσπιση ενός συστήματος που να εξασφαλίζει στους διακινούμενους εργαζομένους»«τον συνυπολογισμό όλων των περιόδων που λαμβάνονται υπόψη από τις διάφορες εθνικές νομοθεσίες, για την κτήση και τη διατήρηση του δικαιώματος προς λήψη παροχής όπως και για τον υπολογισμό του ύψους αυτής».

27

Ένα τέτοιο σύστημα συνυπολογισμού των περιόδων καθιερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1), και, εν συνεχεία, με τον κανονισμό (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1).

28

Επομένως, η Συνθήκη ΛΕΕ καθώς και ο κανονισμός 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 118/97, και ο κανονισμός 883/2004 δεν προέβλεψαν ούτε προβλέπουν κανόνες σχετικά με τη μεταφορά του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στα ήδη κτηθέντα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, αλλά στηρίζονται στην αρχή του συνυπολογισμού των περιόδων, η οποία προκύπτει από το άρθρο 48 ΣΛΕΕ, όπως έχει εφαρμοσθεί με τους εν λόγω κανονισμούς (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2013, Gardella, C‑233/12, EU:C:2013:449, σκέψη 33).

29

Κατά συνέπεια, πρόσωπο ευρισκόμενο στην κατάσταση του προσφεύγοντος της κύριας δίκης δεν μπορεί να στηριχθεί στα άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ και στους εν λόγω κανονισμούς προκειμένου να του επιτραπεί να ζητήσει τη μεταφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία έχει αποκτήσει στο INPS.

30

Το γεγονός, στο οποίο αναφέρθηκε το αιτούν δικαστήριο, ότι, εν αντιθέσει προς το ΕΓΔΕ, το οποίο αφορούσε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 4ης Ιουλίου 2013, Gardella (C‑233/12, EU:C:2013:449), η ΕΚΤ είναι θεσμικό όργανο της Ένωσης δεν δικαιολογεί διαφορετική ερμηνεία.

31

Πράγματι, μολονότι το Δικαστήριο υπενθύμισε βεβαίως, στη σκέψη 29 της αποφάσεως της 4ης Ιουλίου 2013, Gardella (C‑233/12, EU:C:2013:449), ότι το ΕΓΔΕ δεν είναι θεσμικό όργανο ή οργανισμός της Ένωσης, σκοπός της υπομνήσεως αυτής ήταν απλώς να διευκρινίσει τον λόγο για τον οποίο η παρεχόμενη δυνάμει του ΚΥΚ δυνατότητα μεταφοράς στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης του κεφαλαίου το οποίο αντιστοιχεί στα κτηθέντα συνταξιοδοτικά δικαιώματα στο πλαίσιο προγενέστερων δραστηριοτήτων δεν μπορεί να επεκταθεί στους υπαλλήλους του ΕΓΔΕ και στις σχέσεις μεταξύ του ΕΓΔΕ και ενός κράτους μέλους.

32

Όπως όμως και στην περίπτωση των μελών του προσωπικού του ΕΓΔΕ, ο ΚΥΚ, και ειδικότερα το άρθρο 11 του παραρτήματός του VIII, δεν εφαρμόζεται στα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ.

33

Πράγματι, τα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ δεν έχουν διορισθεί υπάλληλοι της Ένωσης υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 1α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, οπότε, όπως προκύπτει από τη συνδυασμένη ερμηνεία της διατάξεως αυτής και του άρθρου 1 του ΚΥΚ, o KYK δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωσή τους.

34

Τα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ δεν προσλαμβάνονται ούτε με συμβάσεις συναπτόμενες με την Ένωση, οπότε, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΚΛΠ, το ΚΛΠ δεν έχει εφαρμογή επ’ αυτών. Προσλαμβάνονται από την ΕΚΤ, η οποία, όπως προβλέπει το άρθρο 282, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, ΣΛΕΕ, έχει ιδία νομική προσωπικότητα, διακριτή από εκείνη της Ένωσης.

35

Το καθεστώς που εφαρμόζεται στο προσωπικό της ΕΚΤ καθορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ, σύμφωνα με το άρθρο 36 του πρωτοκόλλου για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ, και ορίζεται πλέον στους όρους απασχολήσεως της ΕΚΤ.

36

Οι όροι αυτοί προβλέπουν, βεβαίως, στο άρθρο 8, στοιχείο a, του παραρτήματος IIIbis, ότι η ΕΚΤ συνάπτει συμφωνίες και συμφωνεί κατάλληλα μέτρα, μεταξύ άλλων, με άλλα συνταξιοδοτικά συστήματα ή κυβερνήσεις, με σκοπό τη μεταφορά χρηματικών ποσών στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ, για τα μέλη του προσωπικού της τα οποία έχουν ολοκληρώσει τη δοκιμαστική περίοδο τους στην ΕΚΤ.

37

Εντούτοις, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να επιβάλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να συνάψουν τέτοιες συμφωνίες και να συναινέσουν στη μεταφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία έχει αποκτήσει στο πλαίσιο του εθνικού συνταξιοδοτικού συστήματος μέλος του προσωπικού της ΕΚΤ.

38

Εν αντιθέσει προς τον ΚΥΚ ο οποίος, ως κανονισμός δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και με άμεση ισχύ σε κάθε κράτος μέλος, συνεπάγεται επίσης υποχρεώσεις για τα κράτη μέλη σε όλη την έκταση που η σύμπραξή τους είναι αναγκαία για την εφαρμογή του (πρβλ. απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 1981, Επιτροπή κατά Βελγίου, 137/80, EU:C:1981:237, σκέψεις 8 και 9), οι όροι απασχολήσεως της ΕΚΤ δεν έχουν θεσπισθεί με νομοθετική πράξη και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν, αφ’ εαυτών, να δημιουργήσουν υποχρεώσεις εις βάρος των κρατών μελών.

39

Πράγματι, η ΕΚΤ μπορεί να εκδίδει νομοθετικές πράξεις μόνον στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των αποστολών που μνημονεύονται στο άρθρο 132, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, ΣΛΕΕ, και οι οποίες ουδεμία σχέση έχουν με το συνταξιοδοτικό σύστημα του προσωπικού της.

40

Το γεγονός ότι το πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών εφαρμόζεται και στην ΕΚΤ, όπως προβλέπει το άρθρο του 22, πρώτο εδάφιο, δεν δικαιολογεί διαφορετικό συμπέρασμα. Πράγματι, μολονότι το άρθρο 14 του πρωτοκόλλου αυτού προβλέπει ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας μέσω κανονισμών, καθορίζουν το καθεστώς των κοινωνικών παροχών που εφαρμόζεται στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης, εντούτοις ουδείς κανονισμός έχει εκδοθεί, δυνάμει της διατάξεως αυτής, για να προβλέψει τη μεταφορά, στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ, των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία έχουν αποκτήσει τα μέλη του προσωπικού της στα συνταξιοδοτικά συστήματα των κρατών μελών.

41

Ομοίως δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα το άρθρο 9, στοιχείο c, των όρων απασχολήσεως του προσωπικού της ΕΚΤ, το οποίο προβλέπει ότι, για την ερμηνεία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προβλέπουν οι ανωτέρω όροι, θα λαμβάνονται υπόψη οι αρχές που καθιερώνουν οι κανονισμοί, οι κανόνες και η νομολογία που εφαρμόζονται στο προσωπικό των λοιπών θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

42

Πράγματι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως, οι εν λόγω όροι δεν δημιουργούν καμία υποχρέωση εις βάρος των κρατών μελών δυνάμενη να τύχει τέτοιας ερμηνείας.

43

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, ελλείψει συμφωνίας συναφθείσας μεταξύ της ΕΚΤ και του οικείου κράτους μέλους, το εν λόγω κράτος μέλος δεν υποχρεούται να προβλέψει τη δυνατότητα μέλους του προσωπικού της ΕΚΤ να ζητήσει τη μεταφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχει αποκτήσει στο συνταξιοδοτικό σύστημα του εν λόγω κράτους μέλους. Επομένως, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας μεταξύ της ΕΚΤ και του οικείου κράτους μέλους, το δίκαιο της Ένωσης, στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του, δεν προβλέπει δικαίωμα του μέλους του προσωπικού της ΕΚΤ να ζητήσει τη μεταφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχει αποκτήσει στο συνταξιοδοτικό σύστημα του εν λόγω κράτους μέλους.

44

Εντούτοις, επισημαίνεται ότι, όπως υπενθύμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 62 των προτάσεών του, από τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η ΕΚΤ ζήτησε, ήδη από το 2005, από τις ιταλικές αρχές τη σύναψη συμφωνίας για τη μεταφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία έχουν αποκτήσει τα μέλη του προσωπικού της στο πλαίσιο του ιταλικού συνταξιοδοτικού συστήματος. Προς τούτο, η ΕΚΤ διαβίβασε στο INPS σχέδιο τέτοιας συμφωνίας. Ωστόσο, ουδεμία συμφωνία συνήφθη, δεδομένου ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα για τη σύναψή της.

45

Υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει να εξετασθούν οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις, οι οποίες απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, εις βάρος κράτους μέλους στο οποίο η ΕΚΤ προτείνει τη σύναψη συμφωνίας περί μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.

46

Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι το άρθρο 4 ΣΕΕ, στο οποίο αναφέρεται το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, κατοχυρώνει, στην παράγραφο 3, την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της, δυνάμει της οποίας τα κράτη μέλη οφείλουν, μεταξύ άλλων, να διευκολύνουν την Ένωση στην εκπλήρωση της αποστολής της και να απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2021, LR Ģenerālprokuratūra, C‑3/20, EU:C:2021:969, σκέψη 95).

47

H αδυναμία μεταφοράς στο συνταξιοδοτικό σύστημα θεσμικού οργάνου της Ένωσης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο του συνταξιοδοτικού συστήματος κράτους μέλους θα μπορούσε να καταστήσει δυσχερέστερη την πρόσληψη, από το εν λόγω θεσμικό όργανο, προσωπικού με ορισμένη προϋπηρεσία προερχόμενου από το συγκεκριμένο κράτος μέλος, δεδομένου ότι η μετακίνηση του ενδιαφερομένου στην υπηρεσία του εν λόγω θεσμικού οργάνου θα είχε ως αποτέλεσμα, ελλείψει τέτοιας μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, να του στερήσει εν όλω η εν μέρει τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία θα είχε αν δεν είχε δεχθεί να εισέλθει στην υπηρεσία θεσμικού οργάνου της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Οκτωβρίου 1981, Επιτροπή κατά Βελγίου, 137/80, EU:C:1981:237, σκέψη 19, και της 4ης Φεβρουαρίου 2021, Ministre de la Transition écologique et solidaire και Ministre de l’Action et des Comptes publics, C‑903/19, EU:C:2021:95, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48

Εξάλλου, όπως υπενθύμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 63 των προτάσεών του, σχεδόν όλα τα κράτη μέλη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης έχουν συνάψει, ενίοτε προ πολλού, συμφωνίες με την ΕΚΤ προκειμένου να επιτραπεί η μεταφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία έχουν αποκτήσει τα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ στα εθνικά τους συστήματα.

49

Εν τοιαύτη περιπτώσει, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 58 των προτάσεών του, τα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ τα οποία έχουν αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα στο σύστημα κράτους μέλους το οποίο δεν έχει ακόμη συνάψει σχετική συμφωνία με την ΕΚΤ ευρίσκονται, χωρίς προφανή δικαιολογητικό λόγο, σε κατάσταση λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη των συναδέλφων τους οι οποίοι είναι υπήκοοι κράτους μέλους το οποίο έχει συνάψει με την ΕΚΤ ανάλογη συμφωνία, όπερ θα μπορούσε να συνιστά άνιση μεταχείριση εις βάρος τους και να βλάψει, ως εκ τούτου, την εύρυθμη λειτουργία του θεσμικού αυτού οργάνου.

50

Πρέπει να σημειωθεί, εν προκειμένω, ότι, όσον αφορά τη μεταφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία έχουν αποκτήσει οι υπάλληλοι της ΕΚΤ σε φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως κράτους μέλους, η ΕΚΤ έχει εκδηλώσει το ενδιαφέρον της για τη σύναψη συμφωνιών οι οποίες να προβλέπουν ακριβώς μια τέτοια μεταφορά.

51

Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 47 έως 50 της παρούσας αποφάσεως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, συνεπάγεται, για ένα κράτος μέλος, την υποχρέωση να συνδράμει την ΕΚΤ για τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με τη μεταφορά στο δικό της συνταξιοδοτικό σύστημα των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία έχουν αποκτήσει τα μέλη του προσωπικού της στο συνταξιοδοτικό σύστημα του εν λόγω κράτους μέλους.

52

Βεβαίως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 60 των προτάσεών του, η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας δεν έχει την έννοια ότι υποχρεώνει το κράτος μέλος να αποδέχεται ως έχει κάθε σχέδιο συμφωνίας το οποίο υποβλήθηκε ενδεχομένως από την ΕΚΤ. Γεγονός παραμένει ωστόσο ότι το κράτος μέλος οφείλει, μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων με την ΕΚΤ για τη σύναψη μεταξύ τους συμφωνίας, να συμμετέχει ενεργά και καλόπιστα σε αυτές, προκειμένου να εξαλειφθούν τα τυχόν υφιστάμενα εμπόδια, μεταξύ άλλων όσον αφορά τον καθορισμό της κατάλληλης μεθόδου για τον υπολογισμό του ποσού που αντιστοιχεί στα προς μεταφορά δικαιώματα.

53

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι στο πρώτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι τα άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ, το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ και το άρθρο 8, στοιχείο a, του παραρτήματος IIIbis των όρων απασχολήσεως της ΕΚΤ έχουν την έννοια ότι, ελλείψει συμφωνίας συναφθείσας μεταξύ της ΕΚΤ και του οικείου κράτους μέλους, δεν αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση ή σε διοικητική πρακτική του κράτους μέλους αυτού η οποία δεν επιτρέπει σε μέλος του προσωπικού της ΕΚΤ να μεταφέρει στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ ποσό που αντιστοιχεί στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία έχει αποκτήσει στο συνταξιοδοτικό σύστημα του εν λόγω κράτους μέλους. Εντούτοις, το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ απαιτεί, δυνάμει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας η οποία κατοχυρώνεται στην ανωτέρω διάταξη, από το κράτος μέλος στο οποίο η ΕΚΤ προτείνει τη σύναψη συμφωνίας βάσει του άρθρου 8, στοιχείο a, του παραρτήματος IIIbis, σχετικά με τη μεταφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία έχουν αποκτήσει τα μέλη του προσωπικού της στο συνταξιοδοτικό σύστημα του εν λόγω κράτους μέλους, να συμμετέχει, μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων με την ΕΚΤ για τη σύναψη μεταξύ τους συμφωνίας, ενεργά και καλόπιστα σε αυτές.

Επί του δεύτερου ερωτήματος

54

Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι επιτρέπει στο δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου προσέφυγε μέλος του προσωπικού της ΕΚΤ, να διατάξει τη μεταφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία έχει αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος στο συνταξιοδοτικό σύστημα του εν λόγω κράτους μέλους, ακόμη και ελλείψει διατάξεως του εθνικού δικαίου ή συμφωνίας συναφθείσας μεταξύ του οικείου κράτους μέλους και της ΕΚΤ η οποία να προβλέπει τη μεταφορά τους.

55

Επισημαίνεται, συναφώς, ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η δυνατότητα μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, την οποία προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, έχει τον χαρακτήρα δικαιώματος το οποίο παρέχει ο ΚΥΚ και του οποίου χωρεί επίκληση τόσο έναντι των κρατών μελών όσο και έναντι των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (απόφαση της 14ης Ιουνίου 1990, Weiser, C‑37/89, EU:C:1990:254, σκέψη 12 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56

Εντούτοις, από τις σκέψεις 32 και 43 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει, αφενός, ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ δεν εφαρμόζεται στα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ και, αφετέρου, ότι η μεταφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία έχει αποκτήσει μέλος του προσωπικού της στο συνταξιοδοτικό σύστημα κράτους μέλους προϋποθέτει τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της ΕΚΤ και του εν λόγω κράτους μέλους.

57

Επομένως, σε περίπτωση μη συνάψεως σχετικής συμφωνίας μεταξύ της ΕΚΤ και του οικείου κράτους μέλους, το δικαστήριο του κράτους μέλους αυτού, ενώπιον του οποίου έχει προσφύγει μέλος του προσωπικού της ΕΚΤ το οποίο έχει αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα στο συνταξιοδοτικό σύστημα του εν λόγω κράτους μέλους, δεν μπορεί να διατάξει τη μεταφορά των ως άνω δικαιωμάτων στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ.

58

Εντούτοις, από την απάντηση στο πρώτο ερώτημα προκύπτει ότι το κράτος μέλος, στο οποίο απευθύνεται η ΕΚΤ για τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, υπέχει υποχρέωση, απορρέουσα από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, να συμμετέχει ενεργά και καλόπιστα στις διαπραγματεύσεις με την ΕΚΤ ούτως ώστε να επιτευχθεί συμφωνία.

59

Εάν το αρμόδιο δικαστήριο του οικείου κράτους μέλους φρονεί ότι οι αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους, λόγω της ολιγωρίας τους ως προς την έναρξη διαπραγματεύσεων με την ΕΚΤ για τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με τη μεταφορά, στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ, των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία έχουν αποκτήσει τα μέλη του προσωπικού της στο συνταξιοδοτικό σύστημα του εν λόγω κράτους μέλους, δεν συμμορφώθηκαν προς την ως άνω υποχρέωσή τους, απόκειται σε αυτό, τηρουμένων των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, όπως προκύπτουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ, μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Craeynest κ.λπ., C‑723/17, EU:C:2019:533, σκέψη 54), να λάβει κάθε αποτελεσματικό μέτρο σύμφωνα με τους εφαρμοστέους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, προκειμένου οι εν λόγω αρχές να συμμετάσχουν ενεργά και καλόπιστα στις διαπραγματεύσεις με την ΕΚΤ για τη σύναψη σχετικής συμφωνίας.

60

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στο δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου προσέφυγε μέλος του προσωπικού της ΕΚΤ, να διατάξει τη μεταφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία έχει αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος στο συνταξιοδοτικό σύστημα του εν λόγω κράτους μέλους, όταν δεν υφίσταται διάταξη του εθνικού δικαίου ή συμφωνία συναφθείσα μεταξύ του οικείου κράτους μέλους και της ΕΚΤ η οποία να προβλέπει τη μεταφορά τους. Αντιθέτως, όταν, λόγω της παραβάσεως εκ μέρους του κράτους μέλους της υποχρεώσεώς του, η οποία απορρέει από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, να συμμετέχει ενεργά και καλόπιστα στις διαπραγματεύσεις με την ΕΚΤ για τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, το μέλος του προσωπικού της ΕΚΤ αδυνατεί να μεταφέρει στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία έχει αποκτήσει στο συνταξιοδοτικό σύστημα του εν λόγω κράτους μέλους, η ως άνω διάταξη επιτάσσει να λάβει το εθνικό δικαστήριο όλα τα προβλεπόμενα από το εθνικό δικονομικό δίκαιο μέτρα προκειμένου να διασφαλισθεί η συμμόρφωση της αρμόδιας εθνικής αρχής με την ανωτέρω υποχρέωση.

Επί των δικαστικών εξόδων

61

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Τα άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ, το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 8, στοιχείο a, του παραρτήματος IIIbis της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 9ης Ιουνίου 1998, σχετικά με την έγκριση των όρων απασχόλησης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπως τροποποιήθηκε στις 31 Μαρτίου 1999,

έχουν την έννοια ότι:

ελλείψει συμφωνίας συναφθείσας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και του οικείου κράτους μέλους, δεν αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση ή σε διοικητική πρακτική του κράτους μέλους αυτού η οποία δεν επιτρέπει σε μέλος του προσωπικού της ΕΚΤ να μεταφέρει στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ ποσό που αντιστοιχεί στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία έχει αποκτήσει στο συνταξιοδοτικό σύστημα του εν λόγω κράτους μέλους. Εντούτοις, το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ απαιτεί, δυνάμει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας η οποία κατοχυρώνεται στην ανωτέρω διάταξη, από το κράτος μέλος στο οποίο η ΕΚΤ προτείνει τη σύναψη συμφωνίας, βάσει του άρθρου 8, στοιχείο a, του παραρτήματος IIIbis, σχετικά με τη μεταφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία έχουν αποκτήσει τα μέλη του προσωπικού της στο συνταξιοδοτικό σύστημα του εν λόγω κράτους μέλους, να συμμετέχει, μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων με την ΕΚΤ για τη σύναψη μεταξύ τους συμφωνίας, ενεργά και καλόπιστα σε αυτές.

 

2)

Το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στο δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου προσέφυγε μέλος του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), να διατάξει τη μεταφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία έχει αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος στο συνταξιοδοτικό σύστημα του εν λόγω κράτους μέλους, όταν δεν υφίσταται διάταξη του εθνικού δικαίου ή συμφωνία συναφθείσα μεταξύ του οικείου κράτους μέλους και της ΕΚΤ η οποία να προβλέπει τη μεταφορά τους. Αντιθέτως, όταν, λόγω της παραβάσεως εκ μέρους του κράτους μέλους της υποχρεώσεώς του, η οποία απορρέει από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, να συμμετέχει ενεργά και καλόπιστα στις διαπραγματεύσεις με την ΕΚΤ για τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, το μέλος του προσωπικού της ΕΚΤ αδυνατεί να μεταφέρει στο συνταξιοδοτικό σύστημα της ΕΚΤ τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία έχει αποκτήσει στο συνταξιοδοτικό σύστημα του εν λόγω κράτους μέλους, η ως άνω διάταξη επιτάσσει να λάβει το εθνικό δικαστήριο όλα τα προβλεπόμενα από το εθνικό δικονομικό δίκαιο μέτρα προκειμένου να διασφαλισθεί η συμμόρφωση της αρμόδιας εθνικής αρχής με την ανωτέρω υποχρέωση.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.