ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 15ης Δεκεμβρίου 2022 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Σύνταξη – Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Μεταρρύθμιση του 2014 – Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 – Παράρτημα ΧΙΙΙ του ΚΥΚ – Άρθρο 21, δεύτερο εδάφιο, και άρθρο 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο – Μεταβατικές διατάξεις σχετικά με τον ετήσιο συντελεστή κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και την ηλικία συνταξιοδότησης – Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Παράρτημα – Άρθρο 1, παράγραφος 1 – Κατ’ αναλογία εφαρμογή των εν λόγω μεταβατικών διατάξεων στο λοιπό προσωπικό που τελεί εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013 – Σύναψη νέας σύμβασης συμβασιούχου υπαλλήλου – Βλαπτική πράξη – Αποτελεσματική δικαστική προστασία»

Στην υπόθεση C‑366/21 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 9 Ιουνίου 2021,

Maxime Picard, κάτοικος Hettange-Grande (Γαλλία), εκπροσωπούμενος από τον S. Orlandi, avocat,

αναιρεσείων,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Gattinara και B. Mongin,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, M. L. Arastey Sahún (εισηγήτρια), F. Biltgen, N. Wahl και J. Passer, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιουλίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, ο Maxime Picard ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24ης Μαρτίου 2021, Picard κατά Επιτροπής (T‑769/16, EU:T:2021:153), όπως διορθώθηκε με τη διάταξη της 16ης Απριλίου 2021, Picard κατά Επιτροπής (T‑769/16, EU:T:2021:200) (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του με αίτημα την ακύρωση, αφενός, της από 4 Ιανουαρίου 2016 απάντησης του διαχειριστή του τομέα «Συντάξεων» του Γραφείου Διαχείρισης και Εκκαθάρισης των Ατομικών Δικαιωμάτων (PMO) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (στο εξής: απάντηση της 4ης Ιανουαρίου 2016) και, αφετέρου, στο μέτρο που αυτό κριθεί αναγκαίο, της απόφασης του διευθυντή της Διεύθυνσης E της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Πόρων της Επιτροπής (στο εξής: ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων), της 25ης Ιουλίου 2016, με την οποία απορρίφθηκε η από 4 Απριλίου 2016 διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος και νυν αναιρεσείοντος (στο εξής: αναιρεσείων) κατά της απάντησης της 4ης Ιανουαρίου 2016 (στο εξής: απορριπτική απόφαση της 25ης Ιουλίου 2016).

Το νομικό πλαίσιο

Ο ΚΥΚ

2

Ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013 (ΕΕ 2013, L 287, σ. 15) (στο εξής: ΚΥΚ), περιλαμβάνει τον τίτλο V, ο οποίος επιγράφεται «Καθεστώς χρηματικών απολαβών και κοινωνικά πλεονεκτήματα του υπαλλήλου» και του οποίου το τιτλοφορούμενο «Συντάξεις και επίδομα αναπηρίας» κεφάλαιο 3 περιέχει τα άρθρα 77 έως 84 του ΚΥΚ.

3

Το άρθρο 77, πρώτο, δεύτερο και πέμπτο εδάφιο, του ΚΥΚ προβλέπει τα ακόλουθα:

«Ο υπάλληλος που έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 10 έτη υπηρεσίας έχει δικαίωμα συντάξεως λόγω αρχαιότητας. […]

Το ανώτατο ύψος της σύνταξης αρχαιότητας καθορίζεται σε 70 % του τελευταίου βασικού μισθού που αναλογεί στον τελευταίο βαθμό στον οποίο έχει καταταγεί υπάλληλος για ένα έτος τουλάχιστον. Στον υπάλληλο καταβάλλεται ποσοστό 1,80 % του τελευταίου αυτού βασικού μισθού για κάθε έτος υπηρεσίας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 3 του παραρτήματος VIII.

[…]

Το δικαίωμα συντάξεως αρχαιότητας αποκτάται στην ηλικία των 66 ετών.»

4

Κατά το άρθρο 83, παράγραφοι 1 και 2, του ΚΥΚ:

«1.   Η καταβολή των παροχών που προβλέπονται στο παρόν σύστημα συνταξιοδοτήσεως βαρύνει τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Τα κράτη μέλη εγγυώνται συλλογικά την καταβολή αυτών των παροχών σύμφωνα με την κλίμακα κατανομής που καθορίζεται για τη χρηματοδότηση αυτών των δαπανών […].

2.   Οι υπάλληλοι συμβάλλουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση αυτού του συστήματος συνταξιοδοτήσεως. […] Η εν λόγω συνεισφορά αφαιρείται μηνιαίως από τον μισθό του ενδιαφερομένου. […]»

5

Ο τίτλος VII του ΚΥΚ επιγράφεται «Προσφυγές». Περιλαμβάνει τα άρθρα 90 έως 91α του ΚΥΚ.

6

Το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«Κάθε πρόσωπο που υπόκειται στον παρόντα κανονισμό δύναται να υποβάλει στην αρμόδια για διορισμούς αρχή [(ΑΔΑ)] αίτημα κατά οιασδήποτε πράξεως η οποία θίγει τα συμφέροντά του […]».

7

Το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ προβλέπει τα ακόλουθα:

«Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να αποφαίνεται για κάθε διαφορά μεταξύ της Ένωσης και ενός προσώπου που υπόκειται στον παρόντα κανονισμό, περί της νομιμότητας ενός μέτρου που θίγει το πρόσωπο αυτό κατά την έννοια του άρθρου 90 παράγραφος 2. […]»

8

Το άρθρο 21, δεύτερο εδάφιο, του επιγραφόμενου «Μεταβατικά μέτρα που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους της Ένωσης» παραρτήματος XIII του ΚΥΚ έχει ως εξής:

«Υπάλληλοι που εισήλθαν στην υπηρεσία από την 1η Μαΐου 2004 έως την 31η Δεκεμβρίου 2013 δικαιούνται 1,9 % του μισθού τους που αναφέρεται [στο άρθρο 77, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ], ανά έτος συντάξιμης υπηρεσίας, υπολογισμένο σύμφωνα με το άρθρο 3 του παραρτήματος VIII.»

9

Το άρθρο 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙΙΙ ορίζει τα ακόλουθα:

«Υπάλληλοι που είναι ηλικίας 35 ετών και άνω την 1η Μαΐου 2014 και εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 δικαιούνται σύνταξη αρχαιότητας στην ηλικία που καθορίζεται στον κατωτέρω πίνακα […]».

10

Όσον αφορά τους υπαλλήλους ηλικίας 35 ετών την 1η Μαΐου 2014, ο μνημονευόμενος στην προηγούμενη σκέψη πίνακας καθορίζει την ηλικία συνταξιοδότησης στα 64 έτη και 8 μήνες.

Το ΚΛΠ

11

Το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1023/2013 (στο εξής: ΚΛΠ), προβλέπει τα εξής:

«Η πρόσληψη εκτάκτου υπαλλήλου […] μπορεί να γίνεται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο. Η σύμβαση του εν λόγω υπαλλήλου που προσλαμβάνεται για ορισμένο χρόνο μπορεί να ανανεωθεί μία μόνο φορά για ορισμένο χρόνο. Κάθε μεταγενέστερη ανανέωση γίνεται για αόριστο χρόνο.»

12

Το άρθρο 39, παράγραφος 1, του ΚΛΠ ορίζει τα ακόλουθα:

«Κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, ο [έκτακτος υπάλληλος] δικαιούται σύνταξη αρχαιότητας, μεταφορά του αναλογιστικού ισοδυνάμου ή καταβολή του επιδόματος αποχώρησης σύμφωνα [με] το κεφάλαιο 3 του τίτλου V και τ[ο] παρ[άρτημα] VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. […]»

13

Κατά το άρθρο 86, παράγραφος 2, του ΚΛΠ:

«Όταν ένας συμβασιούχος υπάλληλος […] μετακινείται σε νέα θέση της ίδιας ομάδας καθηκόντων, δεν μπορεί να κατατάσσεται σε βαθμό ή σε κλιμάκιο κατώτερα από τα προβλεπόμενα στην προηγούμενη θέση του.

Όταν ο εν λόγω συμβασιούχος υπάλληλος ανέρχεται σε υψηλότερη ομάδα καθηκόντων, κατατάσσεται σε βαθμό και κλιμάκιο που του αποφέρουν αποδοχές τουλάχιστον ίσες με εκείνες που ελάμβανε με την προηγούμενη σύμβαση.

[…]»

14

Το άρθρο 109, παράγραφος 1, του ΚΛΠ ορίζει τα εξής:

«Κατά την έξοδο από την υπηρεσία, ο συμβασιούχος υπάλληλος δικαιούται σύνταξης αρχαιότητας, μεταφοράς του αναλογιστικού ισοδυνάμου ή καταβολής του επιδόματος αποχώρησης σύμφωνα με το κεφάλαιο 3 του τίτλου V και τ[ο] Παρ[άρτημα] VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. […]»

15

Το άρθρο 117 του ΚΛΠ προβλέπει τα ακόλουθα:

«Οι διατάξεις του τίτλου VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης περί προσφυγών εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.»

16

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του επιγραφόμενου «Μεταβατικές διατάξεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που υπάγονται στο [ΚΛΠ]» παραρτήματος του ΚΛΠ προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 21 και το άρθρο 22, με εξαίρεση την παράγραφο 4, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, «εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στο λοιπό προσωπικό που τελεί εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013».

Ο κανονισμός 1023/2013

17

Η αιτιολογική σκέψη 29 του κανονισμού 1023/2013 έχει ως εξής:

«Θα πρέπει να προβλεφθούν μεταβατικές ρυθμίσεις για να επιτραπεί η σταδιακή εφαρμογή νέων κανόνων και μέτρων, με παράλληλη τήρηση των κεκτημένων δικαιωμάτων και λαμβανομένων υπόψη των θεμιτών προσδοκιών του προσωπικού που έχει προσληφθεί πριν από την έναρξη ισχύος των εν λόγω τροποποιήσεων του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.»

18

Το άρθρο 3 του κανονισμού 1023/2013 προβλέπει τα εξής:

«1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Εφαρμόζεται από 1ης Ιανουαρίου 2014 εκτός από το άρθρο 1 σημείο 44) και άρθρο 1 σημείο 73) στοιχείο δ) το οποίο εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος κανονισμού.»

Το ιστορικό της διαφοράς

19

Το ιστορικό της διαφοράς περιέχεται στις σκέψεις 1 έως 25 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και μπορεί να συνοψιστεί ως ακολούθως.

20

Ο αναιρεσείων είναι συμβασιούχος υπάλληλος της Επιτροπής.

21

Στις 10 Ιουνίου 2008 προσελήφθη από την Επιτροπή, με ισχύ από την 1η Ιουλίου 2008, ως συμβασιούχος υπάλληλος στη μονάδα 5 του PMO (στο εξής: σύμβαση του 2008). Με την εν λόγω πρόσληψη, ο αναιρεσείων κατατάχθηκε στην πρώτη ομάδα καθηκόντων. Η σύμβαση του 2008 ανανεώθηκε τρεις φορές για ορισμένο χρόνο και, με απόφαση της 3ης Μαΐου 2011, για αόριστο χρόνο.

22

Στις 16 Μαΐου 2014 η ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων πρότεινε στον αναιρεσείοντα νέα σύμβαση με την ιδιότητα του συμβασιούχου υπαλλήλου, την οποία αυτός υπέγραψε αυθημερόν (στο εξής: σύμβαση της 16ης Μαΐου 2014). Η εν λόγω σύμβαση αορίστου χρόνου, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 2014, κατέτασσε τον αναιρεσείοντα στη δεύτερη ομάδα καθηκόντων.

23

Εντωμεταξύ, ο ΚΥΚ και το ΚΛΠ τροποποιήθηκαν με τον κανονισμό 1023/2013, ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή, όσον αφορά τις κρίσιμες στην εξεταζόμενη υπόθεση διατάξεις, από την 1η Ιανουαρίου 2014 (στο εξής: μεταρρύθμιση του 2014).

24

Κατόπιν της μεταρρύθμισης του 2014, το άρθρο 77, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, το οποίο εφαρμόζεται και στους συμβασιούχους υπαλλήλους δυνάμει του άρθρου 109, παράγραφος 1, του ΚΛΠ, ορίζει νέο ετήσιο συντελεστή κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων ύψους 1,8 %, ο οποίος είναι δυσμενέστερος του προγενέστερου συντελεστή 1,9 %. Περαιτέρω, το άρθρο 77, πέμπτο εδάφιο ορίζει την ηλικία συνταξιοδότησης στα 66 έτη, έναντι της ηλικίας των 63 ετών που ίσχυε προηγουμένως.

25

Ωστόσο, στο παράρτημα XIII του ΚΥΚ προβλέφθηκε ένα μεταβατικό καθεστώς. Ως εκ τούτου, στους μονίμους υπαλλήλους που εισήλθαν στην υπηρεσία από την 1η Μαΐου 2004 έως την 31η Δεκεμβρίου 2013 συνεχίζει να εφαρμόζεται ο ετήσιος συντελεστής κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων ύψους 1,9 %. Επιπροσθέτως, μόνιμοι υπάλληλοι που είναι ηλικίας 35 ετών την 1η Μαΐου 2014 και εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 δικαιούνται σύνταξη αρχαιότητας στην ηλικία των 64 ετών και 8 μηνών. Τέλος, το άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ προβλέπει ότι οι εν λόγω μεταβατικές διατάξεις εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στο λοιπό προσωπικό που τελεί εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013.

26

Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 4ης Ιανουαρίου 2016, ο αναιρεσείων, διατηρώντας αμφιβολίες ως προς τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει στη δική του κατάσταση η μεταρρύθμιση του 2014 κατόπιν της σύναψης της σύμβασης της 16ης Μαΐου 2014, ζήτησε διευκρινίσεις από τον διαχειριστή του τομέα «Συντάξεων» του PMO.

27

Με την απάντηση της 4ης Ιανουαρίου 2016, ο ως άνω διαχειριστής επισήμανε στον αναιρεσείοντα ότι τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα είχαν μεταβληθεί λόγω της αλλαγής σύμβασης και ότι, συνεπώς, ως προς αυτόν, το γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης και ο ετήσιος συντελεστής κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων είχαν διαμορφωθεί από την 1η Ιουνίου 2014, αντιστοίχως, στα 66 έτη και στο 1,8 %.

28

Στις 4 Απριλίου 2016 ο αναιρεσείων υπέβαλε, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, διοικητική ένσταση κατά της απάντησης της 4ης Ιανουαρίου 2016.

29

Με την από 25 Ιουλίου 2016 απορριπτική απόφαση, ο διευθυντής της Διεύθυνσης Ε της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων, υπό την ιδιότητα της αρμόδιας για τη σύναψη των συμβάσεων πρόσληψης αρχής (ΑΣΣΠΑ), απέρριψε την διοικητική ένσταση ως απαράδεκτη ελλείψει βλαπτικής πράξης και, επικουρικώς, ως αβάσιμη.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

30

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Νοεμβρίου 2016, ο αναιρεσείων άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της απάντησης της 4ης Ιανουαρίου 2016 και, στο μέτρο που αυτό θα κρινόταν αναγκαίο, της απορριπτικής απόφασης της 25ης Ιουλίου 2016.

31

Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Φεβρουαρίου 2017, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου η οποία στηρίχθηκε στην απουσία βλαπτικής πράξης κατά την έννοια του άρθρου 91 του ΚΥΚ.

32

Με απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2017, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε να αναστείλει την εκδίκαση της υπόθεσης Τ‑769/16, Picard κατά Επιτροπής, έως ότου αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου η περατώνουσα τη δίκη απόφαση στην υπόθεση T‑128/17, Torné κατά Επιτροπής.

33

Κατόπιν της έκδοσης της απόφασης της 14ης Δεκεμβρίου 2018, Torné κατά Επιτροπής (T‑128/17, EU:T:2018:969), και ελλείψει άσκησης αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής, επαναλήφθηκε η διαδικασία στην υπόθεση T‑769/16, Picard κατά Επιτροπής, και οι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί των συνεπειών της εν λόγω απόφασης ως προς την συγκεκριμένη υπόθεση.

34

Με διάταξη της 13ης Μαΐου 2019, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει την ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε η Επιτροπή μαζί με την ουσία της υπόθεσης και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

35

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει, ευθύς εξαρχής, τον λόγο ακυρώσεως που είχε προβάλει ο αναιρεσείων, χωρίς να αποφανθεί προηγουμένως επί της ένστασης απαραδέκτου, για τον λόγο ότι η προσφυγή ήταν, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμη.

36

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ορθώς η Επιτροπή θεώρησε ότι η σύμβαση της 16ης Μαΐου 2014 είχε ως συνέπεια ότι ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να υπαχθεί στην εφαρμογή των μεταβατικών ρυθμίσεων των άρθρων 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ σχετικά με τον ετήσιο συντελεστή κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και την ηλικία συνταξιοδότησης.

37

Κατ’ αρχάς, στις σκέψεις 65 έως 83 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ, καθόσον ορίζει ότι οι μεταβατικές αυτές ρυθμίσεις «εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στο λοιπό προσωπικό που τελεί εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013».

38

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι από το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 1, συνάγεται ότι τα άρθρα 21 και 22 έχουν εφαρμογή στο προσωπικό που υπάγεται στο ΚΛΠ, καθόσον υφίσταται αναλογία μεταξύ των μελών του προσωπικού αυτού και των μονίμων υπαλλήλων, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών καθεμιάς από τις ανωτέρω κατηγορίες προσωπικού. Αφού εξέτασε τα εν λόγω χαρακτηριστικά, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, ενώ ο μόνιμος υπάλληλος εισέρχεται και παραμένει στην υπηρεσία της διοίκησης της Ένωσης βάσει πράξης διορισμού η οποία δεν μεταβάλλεται καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, ένας συμβασιούχος υπάλληλος εισέρχεται και παραμένει στην υπηρεσία βάσει σύμβασης για όσο χρόνο αυτή παράγει τα αποτελέσματά της.

39

Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε ερμηνεία της απαίτησης να «τελεί» το λοιπό προσωπικό «εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ.

40

Στη σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια του όρου «κατ’ αναλογία» της εν λόγω διάταξης προϋποθέτει ότι τα μέλη του λοιπού προσωπικού βρίσκονται σε κατάσταση ανάλογη με εκείνη των μονίμων υπαλλήλων. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η κατάσταση αυτή μπορεί να αποδειχθεί μόνο στην περίπτωση που το μέλος του λοιπού προσωπικού δεν έχει συνάψει νέα σύμβαση η οποία συνεπάγεται την έναρξη νέας εργασιακής σχέσης με τη διοίκηση της Ένωσης. Συναφώς, παραπέμποντας στη σκέψη 40 της απόφασης της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, EMA κατά Drakeford (T‑231/14 P, EU:T:2015:639), το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι είχε κρίνει ότι εργασιακή σχέση μεταξύ ενός μέλους του λοιπού προσωπικού και της διοίκησης της Ένωσης μπορεί να παραμείνει αμετάβλητη, ακόμη και κατόπιν της σύναψης νέας σύμβασης τυπικώς χωριστής από την αρχική σύμβαση, εφόσον η νέα σύμβαση δεν συνεπάγεται ουσιώδη μεταβολή των καθηκόντων του μέλους του λοιπού προσωπικού, ιδίως ως προς την ομάδα καθηκόντων, ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση τη λειτουργική συνέχεια της εργασιακής του σχέσης με τη διοίκηση της Ένωσης.

41

Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα άρθρα 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ έχουν εφαρμογή μόνον στα μέλη του λοιπού προσωπικού που τελούσαν εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013 και εξακολουθούν να τελούν εν ενεργεία δυνάμει σύμβασης μετά την ημερομηνία αυτή μέχρις ότου εξεταστεί η θέση τους για τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.

42

Εν συνεχεία, στις σκέψεις 85 έως 93 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε την κατάσταση του αναιρεσείοντος υπό το πρίσμα της ανωτέρω ερμηνείας του άρθρου 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ. Ειδικότερα, αφού εξέτασε τις συμβάσεις που είχε συνάψει ο αναιρεσείων με την Επιτροπή καθώς και τα χαρακτηριστικά των θέσεων στις οποίες προσελήφθη και διαπίστωσε ότι η αλλαγή ομάδας καθηκόντων είχε κλονίσει τη λειτουργική συνέχεια της εργασιακής σχέσης του αναιρεσείοντος με τη διοίκηση της Ένωσης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η σύμβαση της 16ης Μαΐου 2014 είχε ως συνέπεια την παύση όλων των αποτελεσμάτων που παρήγαγε η σύμβαση του 2008, βάσει της οποίας ο αναιρεσείων τελούσε «εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013» κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, και, ως εκ τούτου, τη διακοπή της εργασιακής σχέσης. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η σύμβαση της 16ης Μαΐου 2014 είχε ως αποτέλεσμα νέα ανάληψη καθηκόντων για τους σκοπούς της εφαρμογής της εν λόγω διάταξης, η οποία δεν παρείχε στον αναιρεσείοντα τη δυνατότητα να υπαχθεί στις μεταβατικές ρυθμίσεις του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ σχετικά με τον ετήσιο συντελεστή κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και την ηλικία συνταξιοδότησης.

43

Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα του αναιρεσείοντος ότι μια νέα σύμβαση δεν αποκλείει την υπαγωγή στις μεταβατικές διατάξεις, δεδομένου ότι αυτή δεν συνεπάγεται διακοπή συνέχειας στην υπαγωγή και στην καταβολή εισφορών στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων στα μέλη του λοιπού προσωπικού δεν μπορεί να εξαρτάται από την προβαλλόμενη αδιάλειπτη υπαγωγή στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης, αλλά εξαρτάται από τη λειτουργική συνέχεια της εργασιακής σχέσης.

44

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή.

Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

45

Ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

να ακυρώσει την απάντηση της 4ης Ιανουαρίου 2016 και, στο μέτρο που αυτό κριθεί αναγκαίο, την απορριπτική απόφαση της 25ης Ιουλίου 2016 και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

46

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

Επί του παραδεκτού

Επιχειρήματα των διαδίκων

47

Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό της αίτησης αναιρέσεως για τον λόγο ότι ο αναιρεσείων δεν προσδιορίζει επακριβώς τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης κατά των οποίων βάλλει, κατά παράβαση της απαίτησης του άρθρου 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

48

Κατά το ανωτέρω θεσμικό όργανο, ο αναιρεσείων δεν βάλλει κατά των βασικών σκέψεων της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ, προβάλλοντας ότι οι εν λόγω σκέψεις είναι νομικώς εσφαλμένες.

49

Επιπλέον, το εν λόγω θεσμικό όργανο παραπέμπει στη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία πρέπει να απορρίπτεται ως προδήλως απαράδεκτη αίτηση αναιρέσεως στερούμενη συνεπούς δομής, περιοριζόμενη σε γενικόλογες διαπιστώσεις μη περιέχουσες ακριβείς ενδείξεις σχετικά με τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης οι οποίες ενδεχομένως ενέχουν πλάνη περί το δίκαιο (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Staelen κατά Διαμεσολαβητή, C‑45/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:814, σκέψη 15).

50

Κατά την Επιτροπή, η μοναδική αναφορά, στην αίτηση αναιρέσεως, σε στοιχείο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι η παραπομπή στη σκέψη 90 της εν λόγω απόφασης, με αποτέλεσμα να μην πληρούνται οι απαιτήσεις περί σαφήνειας που επιβάλλει το άρθρο 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

51

Ο αναιρεσείων αντικρούει την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

52

Από το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και από το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας συνάγεται ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζει με ακρίβεια τις επίμαχες σκέψεις της απόφασης της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό, άλλως η αίτηση αναιρέσεως ή ο οικείος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτα (απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2021, Συμβούλιο κατά Hamas, C‑833/19 P, EU:C:2021:950, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53

Δεν ανταποκρίνεται ιδίως στις επιταγές αυτές και πρέπει να κριθεί απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως του οποίου η επιχειρηματολογία δεν είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του νομιμότητας, ιδίως διότι τα ουσιώδη στοιχεία στα οποία θεμελιώνεται ο λόγος αναιρέσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο αρκούντως συνεπή και κατανοητό από το περιεχόμενο της αιτήσεως αναιρέσεως, της οποίας η σχετική διατύπωση είναι ασαφής και διφορούμενη. Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι έπρεπε να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη αίτηση αναιρέσεως στερούμενη συνεπούς δομής, περιοριζόμενη σε γενικόλογες διαπιστώσεις μη περιέχουσες ακριβείς ενδείξεις σχετικά με τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης οι οποίες ενδεχομένως ενέχουν πλάνη περί το δίκαιο (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής, C‑295/12 P, EU:C:2014:2062, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

54

Εν προκειμένω, από τις σκέψεις 24 επ. της αίτησης αναιρέσεως προκύπτει ότι ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ, καθόσον έκρινε, στη σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι μεταβατικές ρυθμίσεις των άρθρων 21 και 22, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ μπορούν να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται επί των μελών του λοιπού προσωπικού μόνον στο μέτρο που αυτά δεν συνάπτουν νέα σύμβαση ή στο μέτρο που, ενώ τυπικώς συνάπτουν νέα σύμβαση, εξακολουθούν ουσιαστικά να ασκούν τα ίδια καθήκοντα. Ο αναιρεσείων εκθέτει επιπροσθέτως τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι η ανωτέρω ερμηνεία ενέχει πλάνη περί το δίκαιο.

55

Επομένως, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η Επιτροπή, στην αίτηση αναιρέσεως προσδιορίζεται επακριβώς η σκέψη της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κατά της οποίας βάλλει ο αναιρεσείων και εκτίθενται επαρκώς οι λόγοι για τους οποίους η εν λόγω σκέψη ενέχει πλάνη περί το δίκαιο, με αποτέλεσμα η αίτηση αναιρέσεως να παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του νομιμότητας.

56

Υπό τις συνθήκες αυτές, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

Επί του μοναδικού λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

57

Προς στήριξη της αιτήσεώς του αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει έναν μόνον λόγο αναιρέσεως στηριζόμενο σε πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο καθόσον έκρινε, στη σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ είναι δυνατόν να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται επί των μελών του λοιπού προσωπικού μόνον στο μέτρο που αυτά δεν συνάπτουν νέα σύμβαση ή στο μέτρο που, ενώ τυπικώς συνάπτουν νέα σύμβαση, εξακολουθούν ουσιαστικά να ασκούν τα ίδια καθήκοντα.

58

Στο πλαίσιο του συνταξιοδοτικού συστήματος και λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που επιδιώκει ο νομοθέτης της Ένωσης, το πεδίο εφαρμογής των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ καθορίζεται, κατά τον αναιρεσείοντα, όχι βάσει της λειτουργικής συνέχειας, αλλά βάσει της διατήρησης της υπαγωγής και της συνέχισης της καταβολής εισφορών στο εν λόγω σύστημα. Επομένως, σε περίπτωση αδιάλειπτης διαδοχής συμβάσεων συμβασιούχου υπαλλήλου, ο υπάλληλος διατηρεί την υπαγωγή του στο εν λόγω σύστημα και συνεχίζει να αποκτά συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

59

Η Επιτροπή αμφισβητεί τον μοναδικό αυτόν λόγο αναιρέσεως. Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τις σκέψεις 81 και 82 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, προβάλλει ότι ο αναιρεσείων απλώς βάλλει κατά της παραπομπής του Γενικού Δικαστηρίου στη νομολογία του σχετικά με τη λειτουργική συνέχεια εργασιακής σχέσης παρά τη σύναψη νέας σύμβασης, παραπομπής η οποία αφορά μόνον την εξαίρεση που μνημονεύεται στην τελευταία περίοδο της εν λόγω σκέψης 81 από τον κανόνα κατά τον οποίο κατάσταση ανάλογη προς εκείνη των μονίμων υπαλλήλων, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ, υφίσταται μόνο σε περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος εξακολουθεί να είναι εν ενεργεία δυνάμει σύμβασης και δεν συνάπτει νέα σύμβαση. Η ανωτέρω εξαίρεση θα παρείχε στον αναιρεσείοντα τη δυνατότητα να υπαχθεί στην εφαρμογή των άρθρων 21 και 22, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ σε περίπτωση που αποδεικνυόταν λειτουργική συνέχεια μεταξύ των διαφόρων συμβάσεών του, αλλά ακριβώς δεν εφαρμόστηκε στην περίπτωσή του.

60

Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ σύμφωνα με το γράμμα της ανωτέρω διάταξης, όπου γίνεται αναφορά στην αναζήτηση «αναλογίας» μεταξύ μονίμων υπαλλήλων και μελών του λοιπού προσωπικού. Στο πλαίσιο αυτό, λαμβανομένης υπόψη της διαφορετικής φύσης της εργασιακής σχέσης του σε σχέση με εκείνη ενός μονίμου υπαλλήλου, είναι αναγκαίο, προκειμένου να καθοριστεί αν ένα μέλος του λοιπού προσωπικού εξακολουθεί να είναι εν ενεργεία, να ληφθεί υπόψη η σύμβασή του και όχι η διατήρηση της υπαγωγής του στο συνταξιοδοτικό σύστημα.

61

Εξάλλου, η απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2018, Torné κατά Επιτροπής (T‑128/17, EU:T:2018:969), δεν ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι η εν λόγω απόφαση δεν αφορούσε το άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ, αλλά τις προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 21 και 22, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ σε μόνιμο υπάλληλο. Είναι επίσης αβάσιμες οι εκτιμήσεις ότι το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε στην εν λόγω απόφαση ότι μόνον η διακοπή της υπαγωγής στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αδυναμία εφαρμογής των μεταβατικών ρυθμίσεων των άρθρων 21 και 22. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή υπηρετούσε αποκλειστικά δυνάμει του διορισμού της ως μονίμου υπαλλήλου, ενώ η υπαγωγή της στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης αποτελούσε απλώς συνέπεια της ανωτέρω διαπίστωσης.

62

Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο δεν εξομοίωσε τη σύναψη νέας σύμβασης με οριστική λήξη των καθηκόντων μονίμου υπαλλήλου. Υπενθύμισε απλώς ότι, σε αντίθεση προς τον μόνιμο υπάλληλο, το γεγονός ότι συμβασιούχος υπάλληλος τελεί εν ενεργεία σε ορισμένη ημερομηνία δεν μπορεί να αποδειχθεί με τη διαπίστωση και μόνον της ύπαρξης πράξης διορισμού.

63

Εν προκειμένω, στις σκέψεις 86 έως 90 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο απέκλεισε, κατόπιν ιδιαιτέρως λεπτομερούς εξετάσεως του συνόλου των περιστάσεων που περιέβαλαν τη διαδοχή των εν λόγω συμβάσεων, οποιαδήποτε συνέχεια μεταξύ της σύμβασης του 2008 και της σύμβασης της 16ης Μαΐου 2014. Δεδομένου όμως ότι ο αναιρεσείων δεν βάλλει κατά των ανωτέρω σκέψεων, δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι μεταξύ των δύο αυτών συμβάσεων εξακολουθούσε να υφίσταται συνέχεια.

64

Τέλος, το άρθρο 86 του ΚΛΠ δεν ασκεί επιρροή για την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

65

Υπενθυμίζεται αφενός ότι το παράρτημα XIII του ΚΥΚ θεσπίζει μεταβατικά μέτρα που εφαρμόζονται στους μονίμους υπαλλήλους όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης.

66

Αφετέρου, το άρθρο 1, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος του ΚΛΠ προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 21 και το άρθρο 22, με εξαίρεση την παράγραφο 4, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, που περιέχουν μεταβατικές ρυθμίσεις σχετικά με τον ετήσιο συντελεστή κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και την ηλικία συνταξιοδότησης των μονίμων υπαλλήλων, «εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στο λοιπό προσωπικό που τελεί εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013».

67

Στη σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια του όρου «κατ’ αναλογία» της διάταξης αυτής προϋποθέτει ότι τα μέλη του λοιπού προσωπικού βρίσκονται σε κατάσταση ανάλογη με εκείνη των μονίμων υπαλλήλων, όπερ, κατά την εκτίμησή του, αποκλείεται όταν μέλος του λοιπού προσωπικού έχει συνάψει νέα σύμβαση η οποία συνεπάγεται την έναρξη νέας εργασιακής σχέσης με τη διοίκηση της Ένωσης, εκτός αν η νέα αυτή σύμβαση δεν συνεπάγεται ουσιώδη μεταβολή των καθηκόντων του μέλους του λοιπού προσωπικού, ιδίως ως προς την ομάδα καθηκόντων, ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση τη λειτουργική συνέχεια της εργασιακής του σχέσης με την εν λόγω διοίκηση. Επί τη βάσει αυτής της παραδοχής το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε την κατάσταση του αναιρεσείοντος και απέρριψε την προσφυγή του.

68

Προκειμένου να κριθεί αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος του ΚΛΠ, πρέπει επομένως να αναλυθεί, ιδίως, η έννοια του όρου «κατ’ αναλογία» της διάταξης αυτής.

69

Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος του ΚΛΠ και, ιδίως, από την έννοια του όρου «κατ’ αναλογία» που διαλαμβάνεται σε αυτό προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη αποσκοπεί στο να διασφαλίσει την υπαγωγή του λοιπού προσωπικού που τελούσε εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013 σε ορισμένες από τις μεταβατικές διατάξεις που προβλέπονται στο παράρτημα XIII του ΚΥΚ, και τούτο παρά τις υπάρχουσες διαφορές μεταξύ των μονίμων υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού. Τούτου λεχθέντος, η έννοια του όρου «κατ’ αναλογία», αυτή καθεαυτήν, δεν καθιστά δυνατό να προσδιοριστούν επακριβώς, μεταξύ των μελών του λοιπού προσωπικού που τελούσαν εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013, τα μέλη εκείνα που πρέπει να μπορούν να υπαχθούν στις επίμαχες μεταβατικές διατάξεις, ιδίως σε περίπτωση μεταγενέστερης μεταβολής της εργασιακής τους σχέσης με τη διοίκηση της Ένωσης.

70

Κατά πάγια όμως νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να ερμηνευθεί διάταξη του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Vyriausioji tarnybinės etikos komisija, C‑184/20, EU:C:2022:601, σκέψη 121 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71

Όσον αφορά, αφενός, τους σκοπούς που επιδίωξε ο νομοθέτης της Ένωσης στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης του 2014, από την αιτιολογική σκέψη 29 του κανονισμού 1023/2013, ο οποίος τροποποίησε τον ΚΥΚ και το ΚΛΠ για να εφαρμοστεί η εν λόγω μεταρρύθμιση, προκύπτει ότι «[θ]α πρέπει να προβλεφθούν μεταβατικές ρυθμίσεις για να επιτραπεί η σταδιακή εφαρμογή νέων κανόνων και μέτρων, με παράλληλη τήρηση των κεκτημένων δικαιωμάτων και λαμβανομένων υπόψη των θεμιτών προσδοκιών του προσωπικού που έχει προσληφθεί πριν από την έναρξη ισχύος των εν λόγω τροποποιήσεων του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης».

72

Όπως ορθώς επισημαίνει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στις μεταβατικές αυτές ρυθμίσεις συγκαταλέγονται όχι μόνον τα άρθρα 21 και 22, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, αλλά και το άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ.

73

Επομένως, υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 29 του κανονισμού 1023/2013, διαπιστώνεται ότι οι εν λόγω μεταβατικές ρυθμίσεις θεσπίστηκαν λαμβανομένων υπόψη των «θεμιτών προσδοκιών» του «προσωπικού που έχει προσληφθεί» έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013. Πρόκειται για ευρεία διατύπωση η οποία δεν περιλαμβάνει μόνον τα υπό στενή έννοια κεκτημένα δικαιώματα και εφαρμόζεται σε όλο το προσωπικό της Ένωσης και όχι μόνον στους μονίμους υπαλλήλους της.

74

Επομένως, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 54 των προτάσεών του, το άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των σκοπών του σεβασμού των κεκτημένων δικαιωμάτων και των θεμιτών προσδοκιών των μελών του λοιπού προσωπικού της Ένωσης που έχουν προσληφθεί με σύμβαση έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013.

75

Όσον αφορά, αφετέρου, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή, παρατηρείται, πρώτον, ότι από το άρθρο 83, παράγραφος 2, του ΚΥΚ συνάγεται ότι οι μόνιμοι υπάλληλοι συνεισφέρουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού συστήματος, δεδομένου ότι η συνεισφορά αυτή έχει καθοριστεί σε συγκεκριμένο ποσοστό του βασικού μισθού (απόφαση της 10ης Μαΐου 2017, de Lobkowicz, C‑690/15, EU:C:2017:355, σκέψη 43). Όλοι οι μόνιμοι υπάλληλοι που λαμβάνουν μισθό ή αποζημίωση από την Ένωση και δεν έχουν ακόμη συνταξιοδοτηθεί πρέπει να καταβάλλουν εισφορές στο συνταξιοδοτικό σύστημα που καθιέρωσε ο ΚΥΚ (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 1992, Lestelle κατά Επιτροπής, C‑30/91 P, EU:C:1992:252, σκέψη 23). Οι εν λόγω εισφορές παρέχουν στον μόνιμο υπάλληλο δικαίωμα σύνταξης λόγω αρχαιότητας ανεξαρτήτως των καθηκόντων που ασκεί στη διοίκηση της Ένωσης.

76

Εξάλλου, επισημαίνεται ότι μόνιμος υπάλληλος ο οποίος εισήλθε στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 υπάγεται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στις μεταβατικές ρυθμίσεις του άρθρου 21, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, χάρη στις οποίες είναι δυνατόν να συνεχίσουν να ισχύουν ως προς αυτόν ο ετήσιος συντελεστής κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και η ηλικία συνταξιοδότησης, όπως καθορίζονταν από τον ΚΥΚ πριν από την τροποποίησή του με τον κανονισμό 1023/2013. Μόνιμος υπάλληλος όμως ο οποίος εισήλθε στην υπηρεσία πριν από την ανωτέρω ημερομηνία και του οποίου τα καθήκοντα τροποποιήθηκαν ουσιωδώς μετά την εν λόγω ημερομηνία δεν χάνει, εξ αυτού και μόνον του λόγου, το ευεργέτημα της υπαγωγής στις εν λόγω μεταβατικές ρυθμίσεις βάσει, μεταξύ άλλων, των εισφορών που εξακολουθεί να καταβάλλει στο συνταξιοδοτικό σύστημα κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του.

77

Δεύτερον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο ΚΥΚ και το ΚΛΠ θεσπίζουν κοινό συνταξιοδοτικό σύστημα για τους μονίμους υπαλλήλους και για το λοιπό προσωπικό.

78

Συγκεκριμένα, λαμβανομένης υπόψη της παραπομπής του άρθρου 39, παράγραφος 1, καθώς και του άρθρου 109, παράγραφος 1, του ΚΛΠ στις προϋποθέσεις του κεφαλαίου 3 του τίτλου V του ΚΥΚ, οι έκτακτοι και οι συμβασιούχοι υπάλληλοι συμβάλλουν επίσης, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 83, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, στη χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού συστήματος.

79

Ως εκ τούτου, για την εφαρμογή των μεταβατικών ρυθμίσεων σχετικά με το εν λόγω συνταξιοδοτικό σύστημα, οι οποίες προβλέπονται στα άρθρα 21 και 22, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, συμβασιούχος υπάλληλος, όπως ο αναιρεσείων, βρίσκεται, όταν επέρχεται μεταβολή της εργασιακής σχέσης του με τη διοίκηση της Ένωσης μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2013 χωρίς να διακόπτεται η καταβολή εισφορών στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης, σε κατάσταση ανάλογη προς εκείνη του μονίμου υπαλλήλου, όπως η τελευταία εκτίθεται στη σκέψη 76 της παρούσας απόφασης.

80

Επομένως, σύμφωνα με τη συστηματική ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος του ΚΛΠ καθώς και τους σκοπούς των μεταβατικών ρυθμίσεων που προβλέπονται στη διάταξη αυτή, οι οποίοι υπομνήσθηκαν στη σκέψη 74 της παρούσας απόφασης και αφορούν τον σεβασμό των κεκτημένων δικαιωμάτων και των θεμιτών προσδοκιών των μελών του λοιπού προσωπικού της Ένωσης που έχουν προσληφθεί με σύμβαση έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013, μη μόνιμος υπάλληλος, ο οποίος προσελήφθη το αργότερο κατά την ανωτέρω ημερομηνία και του οποίου τα καθήκοντα τροποποιήθηκαν ουσιωδώς με νέα σύμβαση συναφθείσα μετά την ημερομηνία αυτή, θα έπρεπε, κατ’ αναλογία προς όσα ισχύουν για τους μονίμους υπαλλήλους που βρίσκονται σε κατάσταση όπως η περιγραφείσα στη σκέψη 76 της παρούσας απόφασης, να υπάγεται στις μεταβατικές αυτές ρυθμίσεις, δεδομένου ότι δεν έχει παύσει να συνεισφέρει στη χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού συστήματος.

81

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, στη σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι, όσον αφορά μη μόνιμο υπάλληλο ο οποίος έχει προσληφθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013 και έχει συνάψει νέα σύμβαση με τη διοίκηση της Ένωσης μετά την εν λόγω ημερομηνία, η έννοια του όρου «κατ’ αναλογία» του άρθρου 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ προϋποθέτει ότι η νέα αυτή σύμβαση δεν επέφερε ουσιώδη μεταβολή των καθηκόντων του εν λόγω υπαλλήλου ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση τη λειτουργική συνέχεια της εργασιακής του σχέσης με τη διοίκηση της Ένωσης.

82

Υπό τις συνθήκες αυτές, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει, ως εκ τούτου, να αναιρεθεί.

Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

83

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο δύναται, σε περίπτωση αναίρεσης της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

84

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ένσταση απαραδέκτου η οποία στηρίχθηκε στην απουσία βλαπτικής πράξης κατά την έννοια του άρθρου 91 του ΚΥΚ. Όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 34 και 35 της παρούσας απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει την ένσταση αυτή μαζί με την ουσία της υπόθεσης και αποφάσισε να εξετάσει επί της ουσίας τον μοναδικό λόγο ακυρώσεως που είχε προβάλει ο αναιρεσείων χωρίς να αποφανθεί προηγουμένως επί της εν λόγω ένστασης, για τον λόγο ότι η προσφυγή ήταν, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμη.

85

Υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου το Δικαστήριο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, πρέπει, πριν εξετάσει το βάσιμο της προσφυγής, να αποφανθεί επί της ένστασης απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή.

86

Εν προκειμένω, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι τόσο η ένσταση απαραδέκτου που είχε προβάλει η Επιτροπή όσο και ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως που είχε προβάλει ο αναιρεσείων προς στήριξη της προσφυγής του αποτέλεσαν αντικείμενο κατ’ αντιμωλία συζήτησης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ότι η εξέτασή τους δεν απαιτεί τη λήψη οποιουδήποτε συμπληρωματικού μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας ή διεξαγωγής αποδείξεων, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η προσφυγή είναι ώριμη προς εκδίκαση και ότι πρέπει να αποφανθεί οριστικά επ’ αυτής.

Επί του παραδεκτού

Επιχειρήματα των διαδίκων

87

Προς στήριξη της ένστασης απαραδέκτου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η προσβαλλόμενη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου απόφαση, ήτοι η απάντηση της 4ης Ιανουαρίου 2016, αποτελεί μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το οποίο είχε αποστείλει συνάδελφος του αναιρεσείοντος που υπηρετεί στο PMO και ότι το εν λόγω μήνυμα περιείχε την ακόλουθη προειδοποίηση: «[ε]πισημαίνεται ότι το παρόν μήνυμα αποστέλλεται χάριν ενημέρωσης και δεν αποτελεί απόφαση της ΑΔΑ/ΑΣΣΠΑ δυνάμενη να προσβληθεί με διοικητική ένσταση βάσει του άρθρου 90 του [ΚΥΚ]». Εκτιμά ότι το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου δεν πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπει η νομολογία όσον αφορά τις βλαπτικές πράξεις.

88

Πρώτον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, εν προκειμένω, δεν έλαβε καμία απόφαση, αλλά απλώς παρέσχε μια πληροφορία. Ειδικότερα, στην προειδοποίηση αυτή σημειώνεται η σαφής βούληση της Επιτροπής να παράσχει μια απλή πληροφορία και να καταστήσει αντιληπτό ότι δεν έλαβε τις απαραίτητες προφυλάξεις για την έκδοση βλαπτικής πράξης.

89

Δεύτερον, ακόμη και αν ο αναιρεσείων είχε υποβάλει στο PMO αίτημα για να ενημερωθεί ως προς τα μελλοντικά συνταξιοδοτικά του δικαιώματα, η απάντηση επί του αιτήματος δεν θα αποτελούσε βλαπτική πράξη. Ως προς τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, μέτρο το οποίο παράγει έννομα αποτελέσματα μπορεί να ληφθεί μόνον κατά τη συνταξιοδότηση, όπερ επιβεβαιώνεται, κατά την Επιτροπή, από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Απριλίου 1990, Pfloeschner κατά Επιτροπής (T‑135/89, EU:T:1990:26).

90

Τρίτον, δεδομένου ότι η ηλικία συνταξιοδότησης και ο ετήσιος συντελεστής κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων καθορίζονται από τον ΚΥΚ και όχι από διοικητική απόφαση, η απάντηση της 4ης Ιανουαρίου 2016 δεν μπορεί να έχει περιεχόμενο διαφορετικό από αυτό μιας απλής πληροφορίας.

91

Τέταρτον και τελευταίον, οι διατάξεις του ΚΥΚ σχετικά με τον συντελεστή κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και την ηλικία συνταξιοδότησης μπορούν να τροποποιηθούν από τον νομοθέτη της Ένωσης μέχρι την πραγματική εκκαθάριση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Επομένως, αιτίαση στηριζόμενη σε προσβολή τους είναι εξ ορισμού πρόωρη και ως εκ τούτου απαράδεκτη.

92

Κατά τον αναιρεσείοντα, η προσφυγή του ασκήθηκε κατά πράξης η οποία θίγει τα συμφέροντά του, με συνέπεια να είναι παραδεκτή.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

93

Με την προσφυγή του ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο αναιρεσείων ζητεί την ακύρωση, αφενός, της απάντησης της 4ης Ιανουαρίου 2016 και, αφετέρου, στο μέτρο που αυτό κριθεί αναγκαίο, της απορριπτικής απόφασης της 25ης Ιουλίου 2016. Επομένως, πρέπει κατ’ αρχάς να εξεταστεί αν η απάντηση της 4ης Ιανουαρίου 2016 συνιστά βλαπτική πράξη, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

94

Κατά την ανωτέρω διάταξη, κάθε πρόσωπο που υπόκειται στον ΚΥΚ δύναται να υποβάλει στην ΑΔΑ διοικητική ένσταση κατά οιασδήποτε πράξης η οποία θίγει τα συμφέροντά του. Το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ διευκρινίζει ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να αποφαίνεται για κάθε διαφορά μεταξύ της Ένωσης και ενός προσώπου που υπόκειται στον ΚΥΚ, περί της νομιμότητας ενός μέτρου που θίγει το πρόσωπο αυτό κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2. Οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στις προσφυγές του λοιπού προσωπικού δυνάμει του άρθρου 117 του ΚΛΠ.

95

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, βλαπτικές είναι, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, μόνον οι πράξεις ή τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν ευθέως και αμέσως τα συμφέροντα του προσφεύγοντος μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση (απόφαση της 18ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά RQ, C‑831/18 P, EU:C:2020:481, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

96

Για να διαπιστωθεί αν μια πράξη παράγει τέτοια αποτελέσματα, πρέπει να εξετάζεται η ουσία της και να εκτιμώνται τα αποτελέσματα αυτά με γνώμονα αντικειμενικά κριτήρια, όπως το περιεχόμενο της ίδιας της πράξης, λαμβανομένων ενδεχομένως υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε και των εξουσιών του θεσμικού οργάνου που την εξέδωσε (βλ., κατ’ αναλογίαν, απoφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2021, Poggiolini κατά Κοινοβουλίου, C‑408/20 P, EU:C:2021:806, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και της 12ης Ιουλίου 2022, Nord Stream 2 κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑348/20 P, EU:C:2022:548, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

97

Επομένως, η ικανότητα μιας πράξης να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης φυσικού ή νομικού προσώπου δεν μπορεί να εκτιμάται με μόνο γνώμονα το γεγονός ότι η πράξη αυτή περιβάλλεται τη μορφή μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, καθόσον τούτο θα είχε ως συνέπεια να υπερισχύει η μορφή της πράξης που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής έναντι της ίδιας της ουσίας της πράξης (πρβλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2022, Nord Stream 2 κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑348/20 P, EU:C:2022:548, σκέψεις 64 και 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

98

Συνεπώς, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 96 της παρούσας απόφασης, πρέπει να εξεταστεί το περιεχόμενο της απάντησης της 4ης Ιανουαρίου 2016, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου έκδοσης της εν λόγω απάντησης καθώς και των εξουσιών του θεσμικού οργάνου που την εξέδωσε.

99

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο, ο αναιρεσείων ζήτησε, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 4ης Ιανουαρίου 2016, από τον διαχειριστή του τομέα «Συντάξεων» του PMO διευκρινίσεις σχετικά με τις συνέπειες που η μεταρρύθμιση του 2014 μπορούσε να έχει στην κατάστασή του μετά τη σύναψη της σύμβασης της 16ης Μαΐου 2014. Με την απάντηση της 4ης Ιανουαρίου 2016, ο ως άνω διαχειριστής δήλωσε στον αναιρεσείοντα ότι τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα είχαν μεταβληθεί λόγω της αλλαγής σύμβασης και ότι, συνεπώς, ως προς αυτόν, το γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης και ο ετήσιος συντελεστής κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων είχαν διαμορφωθεί από την 1η Ιουνίου 2014, αντιστοίχως, στα 66 έτη και στο 1,8 %.

100

Από τη δικογραφία συνάγεται επίσης ότι ο εν λόγω διαχειριστής ολοκλήρωσε το μήνυμα με την ακόλουθη φράση: «[ε]λπίζω να βρείτε τις ανωτέρω πληροφορίες χρήσιμες». Επιπλέον, η υπογραφή του διαχειριστή συνοδευόταν από την ακόλουθη προειδοποίηση: «[ε]πισημαίνεται ότι το παρόν μήνυμα αποστέλλεται χάριν ενημέρωσης και δεν αποτελεί απόφαση της ΑΔΑ/ΑΣΣΠΑ δυνάμενη να προσβληθεί με διοικητική ένσταση βάσει του άρθρου 90 του [ΚΥΚ]».

101

Μολονότι η απάντηση της 4ης Ιανουαρίου 2016 περιέχει βεβαίως ενδείξεις περί της βούλησης του PMO να προσδώσει σε αυτήν αμιγώς ενημερωτικό χαρακτήρα, περιλαμβάνει και σαφείς διαβεβαιώσεις, καθόσον ο διαχειριστής του τομέα «Συντάξεων» του PMO επισήμανε στον αναιρεσείοντα στο εν λόγω μήνυμα ότι «πράγματι του επιβε[βαίωνε] ότι τα συνταξιοδοτικά [του] δικαιώματα [είχαν] μεταβληθεί λόγω της αλλαγής σύμβασης».

102

Μολονότι, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, η ηλικία συνταξιοδότησης και ο ετήσιος συντελεστής κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων καθορίζονται από τον ΚΥΚ και όχι από τη διοίκηση, επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι, στην απάντηση της 4ης Ιανουαρίου 2016, ο διαχειριστής δεν ενημέρωσε απλώς τον αναιρεσείοντα ως προς το περιεχόμενο των διατάξεων του ΚΥΚ, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τη μεταρρύθμιση του 2014, αλλά του επισήμανε ότι οι διατάξεις αυτές είχαν πλέον εφαρμογή στην περίπτωσή του και, εμμέσως πλην σαφώς, ότι δεν μπορούσε να υπαχθεί στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ. Επομένως, η ανωτέρω απάντηση δεν έχει την έννοια ότι η διοίκηση παρέχει στον αναιρεσείοντα μια απλή πληροφορία σχετικά με το περιεχόμενο του ΚΥΚ και του ΚΛΠ, αλλά ότι του επισημαίνει τις διατάξεις των εν λόγω κειμένων τις οποίες θεωρεί εφαρμοστέες στην περίπτωσή του.

103

Τα ανωτέρω στοιχεία είναι όμως, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 85 των προτάσεών του, ικανά να αποκλείσουν το ενδεχόμενο να θεωρηθεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της, η απάντηση της 4ης Ιανουαρίου 2016 έχει αμιγώς ενημερωτικό χαρακτήρα.

104

Πράγματι, η ανωτέρω απάντηση, η οποία δόθηκε από διαχειριστή του τομέα «Συντάξεων» του PMO, ήτοι της αρμόδιας για τη διαχείριση και την εκκαθάριση των συντάξεων του προσωπικού της Επιτροπής υπηρεσίας, ήταν ικανή να θίξει ευθέως και αμέσως τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση, ιδίως δε όσον αφορά τον καθορισμό της ηλικίας κατά την οποία βάσει του κειμένου δικαίου, σύμφωνα δηλαδή με το κανονιστικό πλαίσιο που ισχύει ανά πάσα δεδομένη στιγμή, μπορεί να ζητήσει να συνταξιοδοτηθεί.

105

Το ανωτέρω συμπέρασμα επιρρωννύεται από τις εξουσίες του συντάκτη της εν λόγω απάντησης. Πράγματι, είναι βέβαιο ότι η απάντηση παρασχέθηκε από την αρμόδια για τη διαχείριση και την εκκαθάριση των συντάξεων του προσωπικού της Επιτροπής υπηρεσία, χωρίς να αμφισβητείται ότι η Επιτροπή ήταν αρμόδια να εκδίδει, έναντι του ενδιαφερομένου, σχετικές αποφάσεις που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 95 της παρούσας απόφασης.

106

Η Επιτροπή διατείνεται εντούτοις ότι, στον τομέα των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, μέτρο που παράγει έννομα αποτελέσματα μπορεί να ληφθεί μόνον κατά τη συνταξιοδότηση, και ότι αυτό επιβεβαιώνεται από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Απριλίου 1990, Pfloeschner κατά Επιτροπής (T‑135/89, EU:T:1990:26).

107

Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, μολονότι είναι ακριβές ότι πριν από τη συνταξιοδότηση, γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα είναι δικαιώματα που προσδοκά να αποκτήσει ο υπάλληλος, η δε διαμόρφωσή τους βρίσκεται διαρκώς εν εξελίξει, εντούτοις διοικητική πράξη από την οποία προκύπτει ότι ένας υπάλληλος δεν μπορεί να υπαχθεί σε ευνοϊκότερες διατάξεις όσον αφορά τον ετήσιο συντελεστή κτήσης των δικαιωμάτων αυτών και το γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησής του θίγει αμέσως και ευθέως τη νομική κατάσταση του ενδιαφερομένου, ακόμη και αν η εν λόγω πράξη πρόκειται να εκτελεστεί μεταγενέστερα. Σε διαφορετική περίπτωση, ο αναιρεσείων θα μπορούσε να ενημερωθεί ως προς τα δικαιώματά του μόνον κατά τον χρόνο της συνταξιοδότησης και θα βρισκόταν, έως τότε, σε κατάσταση αβεβαιότητας όσον αφορά όχι μόνον την οικονομική του κατάσταση, αλλά και την ηλικία από την οποία μπορεί να ζητήσει να συνταξιοδοτηθεί, όπερ δεν θα του παρείχε τη δυνατότητα να λάβει αμέσως τα κατάλληλα προσωπικά μέτρα για να διασφαλίσει το μέλλον του όπως το οραματίζεται. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο αναιρεσείων έχει αρκούντως συγκεκριμένο, γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον να καθοριστεί ήδη δικαστικά ένα αβέβαιο στοιχείο, όπως αυτό της ηλικίας συνταξιοδότησής του και του ετήσιου συντελεστή κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων (πρβλ. απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 1979, Deshormes κατά Επιτροπής, 17/78, EU:C:1979:24, σκέψεις 10 έως 12).

108

Επιπροσθέτως, υπενθυμίζεται ότι τα ενδιάμεσα μέτρα που κατατείνουν στην προετοιμασία της τελικής απόφασης δεν συνιστούν κατ’ αρχήν πράξεις δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου, C‑650/18, EU:C:2021:426, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

109

Εντούτοις, η διαπίστωση ότι πράξη θεσμικού οργάνου συνιστά ενδιάμεσο μέτρο το οποίο δεν εκφράζει την τελική θέση του δεν αρκεί για να αποδειχθεί αυτομάτως ότι η πράξη αυτή δεν συνιστά πράξη δυνάμενη να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Poggiolini κατά Κοινοβουλίου, C‑408/20 P, EU:C:2021:806, σκέψη 38).

110

Πράγματι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι μια ενδιάμεση πράξη που παράγει αυτοτελή έννομα αποτελέσματα μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως, στο μέτρο που η παρανομία την οποία ενέχει η πράξη αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί με προσφυγή κατά της τελικής απόφασης της οποίας η ίδια αποτελεί προπαρασκευαστικό στάδιο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου, C‑650/18, EU:C:2021:426, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

111

Επομένως, όταν η αμφισβήτηση της νομιμότητας ενδιάμεσης πράξης στο πλαίσιο τέτοιας προσφυγής δεν είναι ικανή να διασφαλίσει στον προσφεύγοντα αποτελεσματική δικαστική προστασία έναντι των αποτελεσμάτων της πράξης αυτής, η πράξη πρέπει να είναι δεκτική προσφυγής ακυρώσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Poggiolini κατά Κοινοβουλίου, C‑408/20 P, EU:C:2021:806, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

112

Όπως όμως διαπίστωσε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 89 των προτάσεών του, αν ο αναιρεσείων έπρεπε να αναμείνει έως την ημερομηνία συμπλήρωσης της ηλικίας συνταξιοδότησης την οποία προσδιόρισε η αρμόδια αρχή για να μπορέσει να προσβάλει την τελική απόφαση η οποία θα εκδιδόταν κατά την ημερομηνία εκείνη και θα καθόριζε οριστικά τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα, θα στερούνταν οποιασδήποτε αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας για την προβολή των δικαιωμάτων του.

113

Βεβαίως, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, στοιχείο όπως η ηλικία συνταξιοδότησης υπαλλήλου μπορεί να τροποποιηθεί ανά πάσα στιγμή από τον νομοθέτη της Ένωσης μέχρι το χρονικό σημείο της πραγματικής εκκαθάρισης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του υπαλλήλου. Ωστόσο, ο αναιρεσείων δεν πρέπει να εμποδίζεται να πληροφορηθεί με σαφήνεια ποια είναι, κατά το κείμενο δίκαιο, υπό την επιφύλαξη ενδεχόμενης τροποποίησης του κανονιστικού πλαισίου, η γενική ηλικία συνταξιοδότησης για την περίπτωσή του, άλλως θα στερούνταν της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας για την οποία έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη.

114

Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά της τελικής απόφασης της Επιτροπής η οποία θα εκδιδόταν κατά τη συνταξιοδότηση του αναιρεσείοντος δεν θα ήταν ικανή να του εξασφαλίσει αποτελεσματική δικαστική προστασία, η απάντηση της 4ης Ιανουαρίου 2016, η οποία συνιστά βλαπτική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, πρέπει να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως.

115

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσφυγή ακυρώσεως την οποία άσκησε ο αναιρεσείων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

Επί της ουσίας

116

Προς στήριξη της προσφυγής του ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο αναιρεσείων προβάλλει έναν μόνον λόγο ακυρώσεως, στηριζόμενο σε πλάνη περί το δίκαιο και σε παράβαση του άρθρου 77, δεύτερο και πέμπτο εδάφιο, του ΚΥΚ, το οποίο εφαρμόζεται στους συμβασιούχους υπαλλήλους δυνάμει του άρθρου 109 του ΚΛΠ, καθώς και παράβαση των άρθρων 21, δεύτερο εδάφιο, και 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, καθόσον από την απάντηση της 4ης Ιανουαρίου 2016 συνάγεται ότι η ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας που ελήφθη υπόψη για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων του ΚΥΚ ήταν η 1η Ιουνίου 2014, δηλαδή η ημερομηνία έναρξης της σύμβασης της 16ης Μαΐου 2014, ενώ έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη η 1η Ιουλίου 2008, ημερομηνία κατά την οποία ο αναιρεσείων εισήλθε αρχικώς στην υπηρεσία της Επιτροπής ως συμβασιούχος υπάλληλος.

117

Από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι, από την 1η Ιουλίου 2008, ημερομηνία της αρχικής πρόσληψής του ως συμβασιούχου υπαλλήλου στο PMO, ο αναιρεσείων εργάστηκε αδιαλείπτως στην υπηρεσία της Ένωσης και συνέβαλε στη χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού συστήματός της.

118

Επομένως, όπως συνάγεται από τη σκέψη 80 της παρούσας απόφασης, στον αναιρεσείοντα πρέπει, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ, να εφαρμοστούν κατ’ αναλογία οι μεταβατικές ρυθμίσεις σχετικά με τη διατήρηση του ετήσιου συντελεστή κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων ύψους 1,9 % και του δικαιώματος σύνταξης λόγω αρχαιότητας σε ηλικία 64 ετών και 8 μηνών, σύμφωνα, αντιστοίχως, με το άρθρο 21, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.

119

Κατά συνέπεια, η απάντηση της 4ης Ιανουαρίου 2016 καθώς και η απορριπτική απόφαση της 25ης Ιουλίου 2016 πρέπει να ακυρωθούν ως αντίθετες προς το άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ.

Επί των δικαστικών εξόδων

120

Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αυτό αποφαίνεται επί των εξόδων.

121

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

122

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, αυτή πρέπει να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο αναιρεσείων στο πλαίσιο της παρούσας κατ’ αναίρεση δίκης, καθώς και τα έξοδα στα οποία αυτός υποβλήθηκε στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας δίκης, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του αναιρεσείοντος.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24ης Μαρτίου 2021, Picard κατά Επιτροπής (T‑769/16, EU:T:2021:153), όπως διορθώθηκε με τη διάταξη της 16ης Απριλίου 2021, Picard κατά Επιτροπής (T‑769/16, EU:T:2021:200).

 

2)

Ακυρώνει την από 4 Ιανουαρίου 2016 απάντηση του διαχειριστή του τομέα «Συντάξεων» του Γραφείου Διαχείρισης και Εκκαθάρισης των Ατομικών Δικαιωμάτων (PMO) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς και την απόφαση του διευθυντή της Διεύθυνσης E της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Πόρων της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 2016, με την οποία απορρίφθηκε η από 4 Απριλίου 2016 διοικητική ένσταση του Maxime Picard κατά της εν λόγω απάντησης.

 

3)

H Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο Maxime Picard στο πλαίσιο της παρούσας κατ’ αναίρεση δίκης, καθώς και τα έξοδα στα οποία αυτός υποβλήθηκε στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας δίκης.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.