Υπόθεση C-365/21

MR

κατά

Generalstaatsanwaltschaft Bamberg

(αίτηση του Oberlandesgericht Bamberg για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 23ης Μαρτίου 2023

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν – Άρθρο 54 – Αρχή ne bis in idem – Άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ – Εξαίρεση από την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem – Αξιόποινη πράξη κατά της ασφαλείας ή εναντίον άλλων ουσιαστικών συμφερόντων του κράτους μέλους – Άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχή ne bis in idem – Άρθρο 52, παράγραφος 1 – Περιορισμοί της αρχής ne bis in idem – Συμβατότητα εθνικής δηλώσεως περί εξαίρεσης από την αρχή ne bis in idem – Εγκληματική οργάνωση – Εγκλήματα κατά περιουσιακών αγαθών»

  1. Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Πρωτόκολλο για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν – Σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν – Αρχή ne bis in idem – Προϋπόθεση εφαρμογής – Ίδια πραγματικά περιστατικά – Έννοια – Ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών – Η εκτίμηση περί ταυτότητας εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών

    (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 50· Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, άρθρο 54)

    (βλ. σκέψεις 31-39)

  2. Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Πρωτόκολλο για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν – Σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν – Αρχή ne bis in idem – Εξαίρεση – Αξιόποινη πράξη κατά της ασφαλείας ή εναντίον άλλων ουσιαστικών συμφερόντων του κράτους μέλους – Περιορισμός – Προϋποθέσεις – Περιορισμός ο οποίος προβλέπεται από τον νόμο – Σεβασμός του βασικού περιεχομένου της εν λόγω αρχής – Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας – Κύρος υπό το πρίσμα του άρθρου 50 του Χάρτη

    (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 50 και 52 § 1· Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, άρθρα 54, 55 § 1, στοιχείο βʹ, και 56)

    (βλ. σκέψεις 46-50, 52, 53, 56-67, διατακτ. 1)

  3. Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Πρωτόκολλο για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν – Σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν – Αρχή ne bis in idem – Δήλωση κράτους μέλους σχετικά με το ότι δεν δεσμεύεται από την αρχή αυτή σε περιπτώσεις αξιόποινων πράξεων κατά της ασφαλείας ή εναντίον άλλων ουσιαστικών συμφερόντων – Δήλωση που περιλαμβάνει τη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση η οποία διέπραξε αποκλειστικά και μόνον εγκλήματα κατά περιουσιακών αγαθών – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

    (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 50·και 52 § 1 Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, άρθρα 54 και 55 § 1)

    (βλ. σκέψεις 74-81, 83, διατακτ. 2)

Σύνοψη

Τον Σεπτέμβριο του 2020, ο MR, Ισραηλινός υπήκοος, έχων την τελευταία διαμονή του στην Αυστρία, καταδικάστηκε από αυστριακό δικαστήριο σε στερητική της ελευθερίας ποινή τεσσάρων ετών για τις αξιόποινες πράξεις της διακεκριμένης απάτης κατ’ επάγγελμα και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Αφού εξέτισε μέρος της ποινής που του είχε επιβληθεί με την ως άνω απόφαση, ενώ για το υπόλοιπο της ποινής τού χορηγήθηκε υπό όρο απόλυση, ο MR τέθηκε υπό κράτηση στην Αυστρία για τον σκοπό της παράδοσής του, κατ’ εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως (ΕΕΣ), το οποίο εκδόθηκε με τη σειρά του τον Δεκέμβριο του 2020 από γερμανικό δικαστήριο, για συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης και διάπραξη επενδυτικής απάτης.

Με διάταξη εκδοθείσα τον Μάρτιο του 2021 απορρίφθηκε η προσφυγή που είχε ασκήσει ο MR κατά του εν λόγω ΕΕΣ, με την αιτιολογία ότι τα σχετικά με τις δύο διαδικασίες πραγματικά περιστατικά ήσαν διαφορετικά, με αποτέλεσμα να μην τυγχάνει εφαρμογής η αρχή ne bis in idem, η οποία κατοχυρώνεται στη ΣΕΣΣ ( 1 ). Επικουρικώς, αναφέρθηκε ότι ο MR διωκόταν για αξιόποινη πράξη η οποία καλύπτεται από τη δήλωση στην οποία προέβη η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά τον χρόνο κυρώσεως της ΣΕΣΣ. Λόγω της δηλώσεως αυτής, το εν λόγω κράτος μέλος δεν δεσμεύεται από την αρχή ne bis in idem στις περιπτώσεις στις οποίες τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είχε λάβει υπόψη η αλλοδαπή δικαστική απόφαση συνιστούν αξιόποινη πράξη κατά της ασφαλείας του κράτους ή εναντίον άλλων εξίσου ουσιαστικών συμφερόντων ( 2 ).

Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο, επιληφθέν αιτήσεως επανεξετάσεως της διατάξεως αυτής, διερωτάται αν η άδεια την οποία παρέχει η ΣΕΣΣ στα κράτη μέλη να προβούν σε μια τέτοια δήλωση είναι συμβατή με το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), το οποίο κατοχυρώνει την αρχή ne bis in idem. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, διερωτάται αν στην εν λόγω δήλωση εμπίπτουν ακόμη και εγκληματικές οργανώσεις οι οποίες αναπτύσσουν εγκληματική δραστηριότητα που στρέφεται αποκλειστικά κατά της περιουσίας.

Το Δικαστήριο απαντά καταφατικά στα δύο αυτά ερωτήματα και διευκρινίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια τέτοια δήλωση μπορεί να καταλαμβάνει τέτοιου είδους εγκληματική οργάνωση.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Πρώτον, επιβεβαιώνοντας το κύρος της διατάξεως της ΣΕΣΣ που προβλέπει τη δυνατότητα κράτους μέλους να προβεί στην οικεία δήλωση ( 3 ), υπό το πρίσμα του άρθρου 50 του Χάρτη, το Δικαστήριο διαπιστώνει κατ’ αρχάς ότι η πρώτη αυτή διάταξη συνιστά περιορισμό του θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο τελευταίο αυτό άρθρο. Εντούτοις, ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί στο μέτρο που προβλέπεται από τον νόμο και τηρεί το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού ( 4 ). Επιπλέον, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, ο περιορισμός αυτός πρέπει να είναι αναγκαίος και να ανταποκρίνεται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων ( 5 ).

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι τυχόν περιορισμός της αρχής ne bis in idem τηρεί το βασικό περιεχόμενο του άρθρου 50 του Χάρτη όταν συνίσταται αποκλειστικά στο να επιτρέπεται η κίνηση ποινικής δίωξης και η επιβολή κύρωσης, εκ νέου, για τα ίδια πραγματικά περιστατικά αλλά προς επιδίωξη διαφορετικού σκοπού. Συναφώς, η εξαίρεση την οποία προβλέπει η ΣΕΣΣ ( 6 ) από την αρχή αυτή ισχύει μόνον όταν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είχε λάβει υπόψη η αλλοδαπή δικαστική απόφαση συνιστούν αξιόποινη πράξη κατά της ασφαλείας ή εναντίον άλλων εξίσου ουσιαστικών συμφερόντων του κράτους μέλους που προτίθεται να κάνει χρήση της εξαιρέσεως αυτής. Εκτιμώντας ότι η έννοια της «ασφαλείας του κράτους» πρέπει να συσχετισθεί με την έννοια της «εθνικής ασφάλειας» ( 7 ), το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι ο σκοπός της διαφύλαξης της εθνικής ασφάλειας ανταποκρίνεται στο πρωταρχικό συμφέρον της προστασίας των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων της κοινωνίας. Επομένως, οι αξιόποινες πράξεις σε σχέση με τις οποίες η ΣΕΣΣ επιτρέπει την εξαίρεση από την εν λόγω αρχή πρέπει να επηρεάζουν το ίδιο το κράτος μέλος. Το ίδιο ισχύει και για τις αξιόποινες πράξεις εναντίον άλλων εξίσου ουσιαστικών συμφερόντων του κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, η επίμαχη διάταξη της ΣΕΣΣ ( 8 ) τηρεί το βασικό περιεχόμενο της αρχής ne bis in idem, στο μέτρο που επιτρέπει στο εν λόγω κράτος μέλος να κολάζει αξιόποινες πράξεις που το θίγουν αυτό καθεαυτό και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να επιδιώκει σκοπούς που είναι κατ’ ανάγκην διαφορετικοί από εκείνους για τους οποίους ο κατηγορούμενος έχει ήδη καταδικαστεί σε άλλο κράτος μέλος.

Εν συνεχεία, όσον αφορά την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, κατά την εκτίμηση της δυνατότητας δικαιολογήσεως ενός περιορισμού της αρχής ne bis in idem πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα της επεμβάσεως την οποία συνεπάγεται ένας τέτοιος περιορισμός και να ελέγχεται αν η σημασία του σκοπού γενικού συμφέροντος ο οποίος επιδιώκεται με τον περιορισμό τελεί σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα αυτή. Συναφώς, η ευχέρεια την οποία προβλέπει η προαναφερθείσα διάταξη της ΣΕΣΣ ( 9 ) είναι κατάλληλη για την επίτευξη του σκοπού γενικού συμφέροντος που συνίσταται στην καταστολή, εκ μέρους κράτους μέλους, των προσβολών στην ασφάλειά του ή σε άλλα εξίσου ουσιαστικά συμφέροντά του.

Τέλος, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως και της ιδιαίτερης σοβαρότητας τέτοιου είδους προσβολών, η σημασία του εν λόγω σκοπού γενικού συμφέροντος υπερβαίνει τη σημασία της καταπολέμησης της εγκληματικότητας εν γένει, έστω και σοβαρής. Επομένως, ένας τέτοιος σκοπός μπορεί να δικαιολογήσει μέτρα που συνεπάγονται επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα για τον σκοπό της δίωξης και της επιβολής κύρωσης έναντι των ποινικών αδικημάτων εν γένει, οι οποίες άλλως δεν θα επιτρέπονταν.

Δεύτερον, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η ΣΕΣΣ ( 10 ), ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του Χάρτη ( 11 ), δεν αντιτίθεται στο να ερμηνεύουν τα δικαστήρια κράτους μέλους τη δήλωση στην οποία προέβη το κράτος μέλος αυτό βάσει της ΣΕΣΣ κατά τρόπον ώστε το εν λόγω κράτος μέλος να μη δεσμεύεται από τις διατάξεις της που κατοχυρώνουν την αρχή ne bis in idem ( 12 ) όσον αφορά το αδίκημα της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης, στην περίπτωση που η εγκληματική οργάνωση στην οποία συμμετείχε ο κατηγορούμενος διέπραξε αποκλειστικά εγκλήματα κατά περιουσιακών αγαθών, εφόσον αυτού του είδους οι διώξεις αποσκοπούν, λαμβανομένης υπόψη της εγκληματικής δραστηριότητας της οργάνωσης, στην επιβολή ποινών για προσβολές στην ασφάλεια ή σε άλλα εξίσου ουσιαστικά συμφέροντα του οικείου κράτους μέλους.

Συναφώς, το Δικαστήριο παρατηρεί, αφενός, ότι στο πρώτο σκέλος της προβλεπόμενης στη ΣΕΣΣ ( 13 ) εξαιρέσεως εμπίπτουν πρωτίστως αξιόποινες πράξεις όπως η κατασκοπεία, η προδοσία ή οι σοβαρές προσβολές στη λειτουργία των δημοσίων αρχών οι οποίες, ως εκ της φύσεώς τους, συνδέονται με την ασφάλεια ή με άλλα εξίσου ουσιαστικά συμφέροντα του οικείου κράτους μέλους. Εντούτοις, εξ αυτού δεν προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως αυτής περιορίζεται υποχρεωτικά σε τέτοιου είδους αξιόποινες πράξεις. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η δίωξη για αδικήματα των οποίων τα στοιχεία της ειδικής υπόστασης δεν περιλαμβάνουν ειδικώς προσβολή της ασφάλειας ή άλλων εξίσου ουσιαστικών συμφερόντων του κράτους μέλους να εμπίπτουν επίσης στην ίδια εξαίρεση, όταν, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, μπορεί να αποδειχθεί προσηκόντως ότι ο σκοπός των διώξεων για τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά αποβλέπει στην καταστολή προσβολών στην ασφάλεια ή σε άλλα εξίσου ουσιαστικά συμφέροντα του οικείου κράτους μέλους.

Αφετέρου, οι διώξεις που κινούνται για αξιόποινη πράξη η οποία μνημονεύεται σε δήλωση με την οποία γίνεται χρήση της προβλεπόμενης στην εν λόγω διάταξη της ΣΕΣΣ ευχέρειας ( 14 ) πρέπει να αφορούν πραγματικά περιστατικά τα οποία θίγουν, με ιδιαίτερη σοβαρότητα, το οικείο κράτος μέλος αυτό καθεαυτό. Πάντως, κάθε εγκληματική οργάνωση δεν θίγει, κατ’ ανάγκην και αφ’ εαυτής, την ασφάλεια ή άλλα εξίσου ουσιαστικά συμφέροντα του οικείου κράτους μέλους. Επομένως, η αξιόποινη πράξη που συνίσταται στη συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης μπορεί να επισύρει διώξεις βάσει της εξαιρέσεως από την αρχή ne bis in idem μόνο για τις οργανώσεις των οποίων η εγκληματική δράση, λόγω στοιχείων που τη διακρίνουν, μπορεί να θεωρηθεί ότι στοιχειοθετεί τέτοιου είδους προσβολές.

Στο πλαίσιο αυτό, όσον αφορά τη σημασία που πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι η εγκληματική οργάνωση διαπράττει αποκλειστικά εγκλήματα κατά της περιουσίας, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, για να μπορεί να θεωρηθεί ότι η δράση της εγκληματικής οργανώσεως θίγει οπωσδήποτε την ασφάλεια ή άλλα εξίσου ουσιαστικά συμφέροντα του οικείου κράτους μέλους, πρέπει να ληφθεί υπόψη η σοβαρότητα των ζημιών που προκάλεσαν στο εν λόγω κράτος μέλος οι δραστηριότητές της. Επιπλέον, οι δραστηριότητες αυτές πρέπει, ανεξαρτήτως της πραγματικής προθέσεως της εν λόγω οργανώσεως και πέραν των προσβολών της δημοσίας τάξεως που συνεπάγεται κάθε αξιόποινη πράξη, να επηρεάζουν το ίδιο το κράτος μέλος.


( 1 ) Κεκτημένο του Σένγκεν – Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, της 14ης Ιουνίου 1985, μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19), η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990 και τέθηκε σε ισχύ στις 26 Μαρτίου 1995 (στο εξής: ΣΕΣΣ). Η αρχή ne bis in idem κατοχυρώνεται στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, το οποίο ορίζει ότι «[ό]ποιος καταδικάσθηκε αμετάκλητα από ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπό τον όρον όμως ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει ήδη εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλομένου μέρους που επέβαλε την καταδίκη».

( 2 ) Η δυνατότητα κράτους μέλους να προβεί σε τέτοια δήλωση προβλέπεται στο άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ.

( 3 ) Βλ. άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ.

( 4 ) Βλ. άρθρο 52, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του Χάρτη.

( 5 ) Βλ. άρθρο 52, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του Χάρτη.

( 6 ) Βλ., ιδίως, άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ.

( 7 ) Η έννοια αυτή μνημονεύεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ.

( 8 ) Βλ. άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ.

( 9 ) Βλ. άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ.

( 10 ) Το Δικαστήριο παραπέμπει, ωσαύτως, στο άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ.

( 11 ) Βλ. άρθρα 50 και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

( 12 ) Βλ. άρθρο 54 της ΣΕΣΣ.

( 13 ) Βλ. άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ.

( 14 ) Βλ. άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ.