ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 22ας Σεπτεμβρίου 2022 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές έναντι των καταναλωτών – Αρχή της αποτελεσματικότητας – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Συνοπτική διαδικασία για την καταβολή δικηγορικής αμοιβής – Ενδεχόμενη καταχρηστικότητα ρητρών που περιέχονται σε συμφωνητικό αμοιβής – Εθνική ρύθμιση η οποία δεν προβλέπει τη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου – Άρθρο 4, παράγραφος 2 – Πεδίο εφαρμογής της εξαίρεσης – Οδηγία 2005/29/ΕΚ – Άρθρο 7 – Παραπλανητική εμπορική πρακτική – Σύμβαση συναφθείσα μεταξύ δικηγόρου και εντολέα του η οποία απαγορεύει στον εντολέα να παραιτηθεί, εν αγνοία του δικηγόρου του ή αντιθέτως προς τις συμβουλές του, επ’ απειλή χρηματικής κυρώσεως»

Στην υπόθεση C‑335/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Juzgado de Primera Instancia n.o 10 bis de Sevilla (πρωτοβάθμιο δικαστήριο αριθ. 10 bis της Σεβίλλης, Ισπανία) με απόφαση της 24ης Μαΐου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Μαΐου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

Vicente

κατά

Delia,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Rodin, πρόεδρο τμήματος, J.‑C. Bonichot και O. Spineanu‑Matei (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. Herranz Elizalde,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Baquero Cruz και N. Ruiz García,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011 (ΕΕ 2011, L 304, σ. 64) (στο εξής: οδηγία 93/13), και της οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (στο εξής: οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές) (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του δικηγόρου Vicente και της εντολέως του Delia, λόγω μη καταβολής της δικηγορικής αμοιβής που αυτός ζήτησε για τις παρασχεθείσες στην Delia νομικές υπηρεσίες.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 93/13

3

Η εικοστή πρώτη και η εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13 έχουν ως εξής:

«[Εκτιμώντας:] ότι τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποφεύγεται η παρουσία καταχρηστικών ρητρών μέσα στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία […]

[…]

ότι οι δικαστικές αρχές και τα διοικητικά όργανα πρέπει να διαθέτουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα ώστε να θέτουν τέρμα στην εφαρμογή των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές […]».

4

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«Ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση.»

5

Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες οι κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.

2.   Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.»

6

Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και [καταναλωτή], τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

7

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.»

Η οδηγία 2005/29

8

Το άρθρο 5, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/29 ορίζει τα εξής:

«Ιδιαιτέρως, εμπορικές πρακτικές, είναι αθέμιτες όταν

α) είναι παραπλανητικές όπως καθορίζεται στα άρθρα 6 και 7,

ή

β) είναι επιθετικές όπως καθορίζεται στα άρθρα 8 και 9.»

9

Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«1.   Μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν, στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, καθώς και των περιορισμών του συγκεκριμένου μέσου επικοινωνίας, παραλείπει ουσιώδεις πληροφορίες που χρειάζεται ο μέσος καταναλωτής, ανάλογα με το συγκεκριμένο πλαίσιο, για να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής και ως εκ τούτου τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε.

2.   Παραπλανητική παράλειψη τεκμαίρεται και όταν ο εμπορευόμενος αποκρύπτει ουσιώδεις πληροφορίες ή τις παρέχει κατά τρόπο ασαφή, ακατάληπτο, διφορούμενο ή εκτός χρόνου κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1, λαμβανομένων υπόψη των ζητημάτων που περιγράφονται στην εν λόγω παράγραφο, ή όταν δεν προσδιορίζει την εμπορική επιδίωξη της εμπορικής πρακτικής, εφόσον αυτή δεν είναι ήδη προφανής από το συγκεκριμένο πλαίσιο και όταν, και στις δύο περιπτώσεις, τούτο έχει ή ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα να λάβει ο μέσος καταναλωτής απόφαση για συναλλαγή την οποία, διαφορετικά, δεν θα είχε λάβει.»

Το ισπανικό δίκαιο

10

Η αξίωση καταβολής δικηγορικής αμοιβής ρυθμίζεται στον Ley 1/2000 de Enjuiciamento Civil (νόμο 1/2000 περί του κώδικα πολιτικής δικονομίας), της 7ης Ιανουαρίου 2000 (BOE αριθ. 7, της 8ης Ιανουαρίου 2000, σ. 575) (στο εξής: LEC).

11

Το άρθρο 34 του LEC, το οποίο αφορά το «σημείωμα αμοιβών του δικαστικού πληρεξουσίου», προέβλεπε, στην παράγραφο 2, τα εξής:

«Κατόπιν υποβολής σημειώματος που κρίθηκε παραδεκτό από τον δικαστικό γραμματέα, αυτός καλεί τον εντολέα να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό ή να προσβάλει το σημείωμα για τον λόγο ότι το ποσό αυτό δεν οφείλεται, εντός προθεσμίας δέκα ημερών, επ’ απειλή αναγκαστικής εισπράξεως αν ο εντολέας δεν καταβάλει το ποσό και δεν προβάλει αντιρρήσεις.

Αν, εντός της προθεσμίας αυτής, ο εντολέας προβάλει αντιρρήσεις, ο δικαστικός γραμματέας τάσσει στον δικαστικό πληρεξούσιο προθεσμία τριών ημερών για να αντικρούσει τις αντιρρήσεις αυτές. Στη συνέχεια, ο δικαστικός γραμματέας εξετάζει το σημείωμα αμοιβής, τα έγγραφα της διαδικασίας, και τα προσκομισθέντα έγγραφα και εκδίδει, εντός προθεσμίας δέκα ημερών, αιτιολογημένη απόφαση η οποία ορίζει το ποσό που πρέπει να καταβληθεί στον δικαστικό πληρεξούσιο. Αν το ποσό αυτό δεν καταβληθεί εντός πέντε ημερών από την επίδοση της αποφάσεως, είναι δυνατή η αναγκαστική είσπραξή του.

Η αιτιολογημένη απόφαση του προηγούμενου εδαφίου δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο, αλλά δεν προδικάζει, ούτε εν μέρει, την απόφαση που μπορεί να εκδοθεί στο πλαίσιο μεταγενέστερης τακτικής διαδικασίας.»

12

Το άρθρο 34, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του LEC κρίθηκε αντισυνταγματικό και ακυρώθηκε με την απόφαση 34/2019 του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ισπανία) της 14ης Μαρτίου 2019 (BOE αριθ. 90, της 15ης Απριλίου 2019, σ. 39549, στο εξής: απόφαση 34/2019).

13

Το επιγραφόμενο «Δικηγορική αμοιβή» άρθρο 35 του LEC όριζε τα εξής:

«1.   Οι δικηγόροι μπορούν να αξιώσουν από όποιον εκπροσωπούν την καταβολή της οφειλόμενης για την υπόθεση αμοιβής, καταθέτοντας λεπτομερές σημείωμα και δηλώνοντας εγγράφως ότι η αμοιβή αυτή τους οφείλεται και δεν τους έχει καταβληθεί. […]

2.   Αφού υποβληθεί το αίτημα αυτό, ο δικαστικός γραμματέας καλεί τον οφειλέτη να καταβάλει το διεκδικούμενο ποσό ή να προσβάλει το σημείωμα εντός προθεσμίας δέκα ημερών, επ’ απειλή αναγκαστικής εισπράξεως εάν ο εντολέας δεν καταβάλει το ποσό αυτό και δεν προβάλει αντιρρήσεις.

Εάν, εντός της εν λόγω προθεσμίας, προβληθούν αντιρρήσεις για τον λόγο ότι η δικηγορική αμοιβή δεν οφείλεται, εφαρμόζονται τα οριζόμενα στο άρθρο 34, παράγραφος 2, δεύτερο και τρίτο εδάφιο.

Εάν προβληθούν αντιρρήσεις για τον λόγο ότι η δικηγορική αμοιβή είναι υπερβολικά υψηλή, ο δικαστικός γραμματέας τάσσει στον δικηγόρο προθεσμία τριών ημερών για να αντικρούσει τις αντιρρήσεις αυτές. Εάν ο δικηγόρος δεν αποδεχθεί τη σχετική μείωση της αμοιβής του, ο δικαστικός γραμματέας την αναθεωρεί κατ’ αρχήν σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 241 επ., εκτός αν ο δικηγόρος αποδείξει την ύπαρξη προηγούμενης γραπτής προσφοράς η οποία έγινε δεκτή από τον εντολέα που προβάλλει αντιρρήσεις, και εκδίδεται αιτιολογημένη απόφαση που ορίζει το οφειλόμενο ποσό, επ’ απειλή αναγκαστικής εισπράξεως εάν αυτό δεν καταβληθεί εντός των επόμενων πέντε ημερών από την επίδοση της αποφάσεως.

Η εν λόγω αιτιολογημένη απόφαση δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο, αλλά δεν προδικάζει, ούτε εν μέρει, την απόφαση που μπορεί να εκδοθεί στο πλαίσιο μεταγενέστερης τακτικής διαδικασίας.

3.   Εάν ο οφειλέτης της αμοιβής δεν προβάλει αντιρρήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας, διατάσσεται αναγκαστική εκτέλεση για το ποσό που αναγράφεται στο σημείωμα, πλέον των εξόδων εισπράξεως.»

14

Στο άρθρο 35, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του LEC, η φράση «και τρίτο εδάφιο» κρίθηκε αντισυνταγματική και ακυρώθηκε με την απόφαση 34/2019. Το ίδιο συνέβη και με το τέταρτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου 35, παράγραφος 2.

15

Το επιγραφόμενο «Τύποι αποφάσεων» άρθρο 206 του LEC περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο VIII που φέρει τον τίτλο «Διαδικαστικές αποφάσεις». Το άρθρο αυτό ορίζει τα εξής:

«[…]

2.   Οι αποφάσεις των δικαστικών γραμματέων καλούνται ‟παρεμπίπτοντα μέτρα” και ‟αιτιολογημένες αποφάσεις”.

[…]»

16

Κατά το επιγραφόμενο «Αίτηση αναθεώρησης» άρθρο 454 bis του LEC:

«1.   […]

Οι αιτιολογημένες αποφάσεις που περαιώνουν τη διαδικασία ή εμποδίζουν τη συνέχισή της υπόκεινται ευθέως σε αίτηση αναθεώρησης. Η αίτηση αναθεώρησης δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα και δεν δύναται σε καμία περίπτωση να ληφθεί αντίθετο προς τις αιτιολογημένες αποφάσεις μέτρο.

Είναι επίσης δυνατή η άσκηση αιτήσεως αναθεώρησης κατά των αιτιολογημένων αποφάσεων στις ρητώς προβλεπόμενες περιπτώσεις.

2.   Η αίτηση αναθεώρησης πρέπει να ασκείται εντός πέντε ημερών, με κατάθεση υπομνήματος το οποίο εκθέτει την πλημμέλεια της αιτιολογημένης αποφάσεως. Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, ο δικαστικός γραμματέας, με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, κρίνει παραδεκτή την αίτηση αναθεώρησης και τάσσει στους λοιπούς διαδίκους κοινή προθεσμία πέντε ημερών για να την αντικρούσουν, εφόσον το κρίνουν σκόπιμο.

Εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της αιτήσεως αναθεώρησης, το δικαστήριο την κηρύσσει απαράδεκτη εκδίδοντας αιτιολογημένη απόφαση.

Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αντικρούσεως, το δικαστήριο αποφαίνεται με διάταξη εντός προθεσμίας πέντε ημερών, ανεξαρτήτως αν έχουν υποβληθεί ή όχι γραπτές παρατηρήσεις. Οι αποφάσεις περί παραδεκτού ή απαραδέκτου δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα.

3.   Η διάταξη που εκδίδεται επί της αιτήσεως αναθεώρησης υπόκειται σε ένδικο μέσο μόνον εάν περαιώνει τη διαδικασία ή εμποδίζει τη συνέχισή της.»

17

Κατόπιν της μερικής ακυρώσεως των άρθρων 34 και 35 του LEC, για την οποία γίνεται λόγος στις σκέψεις 12 και 14 της παρούσας αποφάσεως, οι αιτιολογημένες αποφάσεις του δικαστικού γραμματέα που δεν μπορούσαν να προσβληθούν δύνανται πλέον να αποτελέσουν αντικείμενο αίτησης αναθεώρησης βάσει του άρθρου 454 bis του LEC.

18

Κατά το άρθρο 517, παράγραφος 2, του LEC:

«Εκτελεστοί τίτλοι είναι μόνον οι εξής:

[…]

9.

Λοιπές διαδικαστικές αποφάσεις και έγγραφα που μπορούν να εκτελεστούν βάσει του παρόντος ή άλλου νόμου.»

19

Το άρθρο 556 του LEC, το οποίο επιγράφεται «Ανακοπή κατά της εκτέλεσης δικαστικών ή διαιτητικών αποφάσεων ή συμφωνιών κατόπιν διαμεσολάβησης», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Εάν ο εκτελεστός τίτλος είναι καταψηφιστική δικαστική ή διαιτητική απόφαση ή συμφωνία κατόπιν διαμεσολάβησης, ο καθού η εκτέλεση, εντός δέκα ημερών από της επιδόσεως της διατάξεως με την οποία δίδεται εντολή προς εκτέλεση, μπορεί να ασκήσει ανακοπή κατ’ αυτής εγγράφως, προβάλλοντας εξόφληση ή συμμόρφωση προς το διατακτικό της δικαστικής ή της διαιτητικής απόφασης ή προς τη συμφωνία κατόπιν διαμεσολάβησης, την οποία πρέπει να αποδείξει εγγράφως.

Επίσης, μπορεί να αντιτάξει ότι η αίτηση εκτελέσεως είναι εκπρόθεσμη ή ότι συνήφθησαν συμφωνίες ή συμβιβασμοί προς αποφυγή της εκτελέσεως, εφόσον οι εν λόγω συμφωνίες και συμβιβασμοί προκύπτουν από δημόσιο έγγραφο..»

20

Το άρθρο 557 του LEC, το οποίο επιγράφεται «Ανακοπή κατά της εκτέλεσης δυνάμει εκτελεστών τίτλων που δεν συνιστούν δικαστική ή διαιτητική απόφαση», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Όταν η εκτέλεση διατάσσεται δυνάμει των τίτλων που απαριθμούνται στα σημεία 4, 5, 6 και 7, καθώς και άλλων εκτελεστών τίτλων που απαριθμούνται στο άρθρο 517, παράγραφος 2, σημείο 9, ο καθού η εκτέλεση μπορεί να αντιταχθεί σε αυτήν, εντός της προθεσμίας και με τον τύπο που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο, μόνον εφόσον στηρίζεται σε έναν από τους ακόλουθους λόγους:

[…]

7) ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών στον τίτλο.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

21

Στις 9 Φεβρουαρίου 2017 η Delia, αφενός, και οι δικηγόροι Augusto και Vicente, αφετέρου, συνήψαν συμφωνητικό ανάθεσης με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την εξέταση, εξωδικαστική και, εν ανάγκη, δικαστική επιδίωξη απαίτησης, ενδεχομένως δε και τη σύνταξη και άσκηση αγωγής για την κήρυξη της ακυρότητας καταχρηστικών ρητρών δανειακής σύμβασης την οποία είχε συνάψει στις 26 Νοεμβρίου 2003 η Delia, ως καταναλώτρια, με τραπεζικό ίδρυμα.

22

Το συμφωνητικό ανάθεσης περιείχε ρήτρα κατά την οποία «διά της υπογραφής του συμφωνητικού ανάθεσης, ο πελάτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να ακολουθεί τις οδηγίες του δικηγορικού γραφείου και, αν παραιτηθεί από τη δίκη για οποιονδήποτε λόγο πριν από την περάτωσή της ή αν συνάψει συμφωνία συμβιβασμού με την τράπεζα, εν αγνοία του δικηγορικού γραφείου ή αντιθέτως προς τις συμβουλές του, θα πρέπει να καταβάλει το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή του πίνακα αμοιβών του δικηγορικού συλλόγου της Σεβίλλης για τον καθορισμό των δικαστικών εξόδων που αφορούν την αγωγή για την κήρυξη της ακυρότητας και για την επιδίκαση του ποσού (στο εξής: ρήτρα παραίτησης).

23

Η Delia απευθύνθηκε στο εν λόγω δικηγορικό γραφείο βάσει καταχώρησης σε κοινωνικό δίκτυο στην οποία δεν γινόταν μνεία της ρήτρας παραιτήσεως, αλλά η ενδιαφερομένη ενημερώθηκε απλώς για την τιμή των νομικών υπηρεσιών. Επομένως, δεν αποδεικνύεται, εν προκειμένω, ότι η Delia έλαβε γνώση της ρήτρας παραιτήσεως προτού υπογραφεί το συμφωνητικό ανάθεσης.

24

Πριν από την άσκηση της αγωγής για την κήρυξη ακυρότητας, ο Vicente επέδωσε, στις 22 Φεβρουαρίου 2017, εξώδικη όχληση στο επίμαχο τραπεζικό ίδρυμα, το οποίο ακολούθως πρότεινε απευθείας στην Delia, στις 2 Ιουνίου 2017, να της επιστρέψει το ποσό των 870,67 ευρώ ως αχρεωστήτως καταβληθέν κατ’ εφαρμογήν ρήτρας κατώτατου ορίου επιτοκίου την οποία περιείχε η δανειακή σύμβαση. Η Delia αποφάσισε να αποδεχθεί την πρόταση αυτή. Εντούτοις, δεν υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο για την ακριβή ημερομηνία κατά την οποία η Delia ενημέρωσε τον Vicente ότι είχε λάβει την απάντηση της τράπεζας ούτε ως προς το ζήτημα αν ο Vicente τη συμβούλευσε τότε να μην αποδεχθεί την πρόταση αυτή.

25

Η αγωγή της 22ας Μαΐου 2017, με αίτημα την ακύρωση της ρήτρας κατώτατου ορίου επιτοκίου, την οποία υπέγραψε ο Vicente και μία δικαστική πληρεξούσια, πρωτοκολλήθηκε στο αιτούν δικαστήριο, Juzgado de Primera Instancia n.o 10 bis de Sevilla (πρωτοβάθμιο δικαστήριο αριθ. 10 bis της Σεβίλλης, Ισπανία), στις 12 Ιουνίου 2017.

26

Με τηλεομοιοτυπία της 13ης Ιουνίου 2017, ο Vicente ενημέρωσε την εντολέα του ότι διαφωνούσε με την πρόταση του τραπεζικού ιδρύματος, υπογραμμίζοντας ότι είχε ασκηθεί αγωγή κατά του ιδρύματος αυτού.

27

Στις 25 Σεπτεμβρίου 2017 η δικαστική πληρεξούσια ενημέρωσε το αιτούν δικαστήριο για την παραίτηση της Delia από την αγωγή, διότι η απαίτησή της είχε ικανοποιηθεί εξωδικαστικά, διευκρινίζοντας ότι η παραίτηση οφειλόταν στο γεγονός ότι, αντιθέτως προς τη γνώμη του δικηγόρου της και μετά την άσκηση της αγωγής, η εντολέας τους είχε αποδεχθεί την πρόταση συμβιβασμού. Κατά συνέπεια, ο γραμματέας του δικαστηρίου αυτού εξέδωσε αυθημερόν αιτιολογημένη απόφαση για την περάτωση της διαδικασίας.

28

Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, στις 13 Νοεμβρίου 2017, ο Vicente κίνησε σε βάρος της Delia, ενώπιον του γραμματέα του αιτούντος δικαστηρίου, διαδικασία για την καταβολή αμοιβής ανερχόμενης στο ποσό των 1105,50 ευρώ χωρίς ΦΠΑ, ήτοι συνολικά ποσού 1337,65 ευρώ, ο υπολογισμός του οποίου είχε ως εξής:

«Βάση χρέωσης: 18000,00 ευρώ. Αποτέλεσμα κατόπιν εφαρμογής του πίνακα: 2211,00 [ευρώ],

[…] 50 % για την άσκηση της αγωγής: 1105,50 [ευρώ]».

29

Προς τεκμηρίωση του διεκδικούμενου ποσού, η αίτηση συνοδευόταν από έγγραφο επιγραφόμενο «Συμφωνητικό αμοιβής», το οποίο παρέπεμπε στους κανόνες που διέπουν τις επαγγελματικές αμοιβές του δικηγορικού συλλόγου της Σεβίλλης.

30

Η Delia, επικουρούμενη από δικηγόρο ο οποίος διορίστηκε αυτεπαγγέλτως, αμφισβήτησε την αμοιβή αυτή ως μη οφειλόμενη. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι δεν είχε ενημερωθεί για την ύπαρξη της ρήτρας παραιτήσεως και ότι, επομένως, όφειλε να καταβάλει ως αμοιβή μόνον το 10 % του ποσού που είχε λάβει από τη δανείστρια τράπεζα, ήτοι 105,35 ευρώ, ποσό το οποίο είχε καταβληθεί. Η Delia προέβαλε επίσης, στο πλαίσιο αυτό, τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας παραιτήσεως.

31

Με αιτιολογημένη απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2020, ο γραμματέας του αιτούντος δικαστηρίου απέρριψε τον ισχυρισμό περί μη οφειλόμενης αμοιβής και όρισε το ποσό που όφειλε η Delia ως δικηγορική αμοιβή σε 1337,65 ευρώ, τάσσοντας προθεσμία πέντε ημερών για την καταβολή του, επ’ απειλή αναγκαστικής εισπράξεώς του. Το ζήτημα του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας παραιτήσεως δεν εξετάστηκε από τον γραμματέα του δικαστηρίου αυτού.

32

Στις 2 Φεβρουαρίου 2021 η Delia άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αίτηση αναθεώρησης κατά της ως άνω αιτιολογημένης αποφάσεως, η οποία κρίθηκε παραδεκτή και κοινοποιήθηκε στον Vicente. Ο τελευταίος κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως ζητώντας την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη της Delia στα δικαστικά έξοδα.

33

Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αν οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες που διέπουν τη διαδικασία για την καταβολή αμοιβής συνάδουν με τις απαιτήσεις που απορρέουν από την οδηγία 93/13, την αρχή της αποτελεσματικότητας και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής που προβλέπει το άρθρο 47 του Χάρτη.

34

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, δυνάμει του ισπανικού δικαίου, οι δικηγόροι έχουν στη διάθεσή τους τρία ένδικα βοηθήματα προκειμένου να ζητήσουν δικαστικώς την καταβολή της οφειλόμενης σε αυτούς αμοιβής: την τακτική ένδικη διαδικασία, τη διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής και τη διαδικασία για την καταβολή αμοιβής που προβλέπει το άρθρο 35 του LEC, η οποία αποτελεί συνοπτική διαδικασία με περιορισμένες εγγυήσεις. Η τελευταία αυτή διαδικασία εμπίπτει στην αρμοδιότητα του γραμματέα του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της ένδικης διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας ζητείται η επίμαχη αμοιβή.

35

Επομένως, η διαδικασία για την καταβολή αμοιβής εμπίπτει, αρχικώς, στην αρμοδιότητα δικαστικού γραμματέα, ήτοι αρχής η οποία, σύμφωνα με την απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Margarit Panicello (C‑503/15, EU:C:2017:126) και την απόφαση 34/2019, δεν έχει δικαιοδοτική αρμοδιότητα. Κατά το άρθρο 35 του LEC, η αμοιβή μπορεί να αμφισβητηθεί για τον λόγο ότι δεν οφείλεται ή ότι είναι υπερβολικά υψηλή, η δε απόφαση που εκδίδεται κατόπιν μιας τέτοιας αμφισβητήσεως από τον δικαστικό γραμματέα χαρακτηρίζεται, στο άρθρο 206 του LEC, ως «αιτιολογημένη απόφαση». Μετά την έκδοση της αποφάσεως 34/2019 είναι δυνατή η άσκηση, σε δεύτερο στάδιο, αιτήσεως αναθεώρησης κατά της αποφάσεως αυτής, δυνάμει του άρθρου 454 bis του LEC.

36

Ως εκ τούτου, μολονότι η διαδικασία για την καταβολή αμοιβής δυνάμει του άρθρου 35 του LEC αφορά σύμβαση συναφθείσα μεταξύ δικηγόρου και εντολέα του η οποία, όπως προκύπτει από την απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2015, Šiba (C‑537/13, EU:C:2015:14), εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13, η δυνατότητα εξέτασης της υπόθεσης από δικαστήριο τελεί υπό την προϋπόθεση ασκήσεως αιτήσεως αναθεώρησης κατά της αιτιολογημένης αποφάσεως του δικαστικού γραμματέα. Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη του συνοπτικού χαρακτήρα της αιτήσεως αναθεώρησης και της δυνατότητας προσφυγής στην τακτική ένδικη διαδικασία, δυνάμει του άρθρου 35, παράγραφος 2, του LEC, ο δικαστής δεν μπορεί να ελέγξει αυτεπαγγέλτως αν η σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών τυχόν περιέχει καταχρηστικές ρήτρες, δεδομένου ότι ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται, κατ’ αρχήν, στο περιεχόμενο της αιτιολογημένης αποφάσεως του δικαστικού γραμματέα. Το σύστημα διεξαγωγής των αποδείξεων επιτρέπει επίσης μόνον τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν ήδη προσκομιστεί ενώπιον του δικαστικού γραμματέα.

37

Όσον αφορά τη δυνατότητα του καταναλωτή να προσφύγει στην τακτική ένδικη διαδικασία, δυνάμει του άρθρου 35, παράγραφος 2, του LEC, προκειμένου να ασκήσει τα δικαιώματά του που απορρέουν από την οδηγία 93/13, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι από την απόφαση 34/2019 προκύπτει ότι η διαδικασία αυτή δεν θεραπεύει τον μη δικαιοδοτικό χαρακτήρα της διαδικασίας για την καταβολή αμοιβής, διότι δεν εμποδίζει τις αιτιολογημένες αποφάσεις του δικαστικού γραμματέα περί καθορισμού της δικηγορικής αμοιβής να παράγουν τα αποτελέσματά τους.

38

Όσον αφορά την εκτέλεση των αποφάσεων του δικαστικού γραμματέα, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το στάδιο αυτό διεξάγεται μεν υπό τον έλεγχο δικαστή, πλην όμως ο καταναλωτής μπορεί να ασκήσει ανακοπή μόνο για τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 556 του LEC, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται ο ενδεχόμενος καταχρηστικός χαρακτήρας των ρητρών που περιέχονται στον τίτλο βάσει του οποίου εκδόθηκε η απόφαση αυτή.

39

Κατά το αιτούν δικαστήριο, στο πλαίσιο αιτήσεως αναθεώρησης της αιτιολογημένης αποφάσεως του δικαστικού γραμματέα, όπως αυτή η οποία εκκρεμεί ενώπιόν του, υποχρεούται, λαμβανομένου υπόψη του συνοπτικού χαρακτήρα της βάσει του άρθρου 35 του LEC, είτε να επιβεβαιώσει είτε να ανακαλέσει την αιτιολογημένη απόφαση του γραμματέα. Στο πλαίσιο αυτό, δεν εναπόκειται στο δικαστήριο αυτό να εξετάσει αν τυχόν είναι καταχρηστικές οι ρήτρες της συμβάσεως που συνήψαν ο δικηγόρος και ο εντολέας του.

40

Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες, κατ’ αρχάς, ως προς τη συμβατότητα ενός τέτοιου δικονομικού συστήματος με τη νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά την υποχρέωση του δικαστή να διενεργεί τέτοιον έλεγχο, εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως. Πράγματι, αφενός, στο πλαίσιο της διαδικασίας για την καταβολή δικηγορικής αμοιβής, ο δικαστικός γραμματέας δεν ασκεί δικαιοδοτικά καθήκοντα και δεν είναι αρμόδιος να προβαίνει στον έλεγχο αυτό. Αφετέρου, σε περίπτωση αιτήσεως αναθεώρησης της αιτιολογημένης αποφάσεως του δικαστικού γραμματέα, δεν προβλέπεται τέτοιου είδους εξέταση ούτε από τον δικαστή. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, ως εκ τούτου, αν, παρά την ύπαρξη αυτών των δικονομικών κανόνων, είναι αρμόδιο να προβεί το ίδιο αυτεπαγγέλτως στον εν λόγω έλεγχο, δεδομένου ότι δεν μπορεί να αρκεστεί στην ακύρωση της αιτιολογημένης αποφάσεως και στην αναπομπή της υποθέσεως στον δικαστικό γραμματέα για να την εξετάσει ο ίδιος, δεδομένου ότι αυτός δεν έχει αρμοδιότητα προς τούτο.

41

Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, στη συνέχεια, σε περίπτωση που γίνει δεκτό ότι οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας παραιτήσεως, αν η ρήτρα αυτή εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 ή αν πρόκειται μάλλον για ρήτρα αποζημίωσης ή ποινική ρήτρα, της οποίας ο ενδεχομένως καταχρηστικός χαρακτήρας υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Εντούτοις, ακόμη και αν θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι μια ρήτρα όπως η ρήτρα παραιτήσεως αφορά το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως ή το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, πρέπει να εξεταστεί αν η ρήτρα αυτή πληροί τις απαιτήσεις διαφάνειας. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι η ρήτρα παραιτήσεως δεν προβλέπει συγκεκριμένο ποσό ή τρόπο υπολογισμού της ζητούμενης αμοιβής, αλλά παραπέμπει απλώς στον ενδεικτικό πίνακα αμοιβών που έχει καταρτίσει ο δικηγορικός σύλλογος της Σεβίλλης. Όμως, το περιεχόμενο των εθνικών ρυθμίσεων που αφορούν τους επαγγελματικούς συλλόγους και η ερμηνεία ορισμένων εξ αυτών δεν είναι προφανή.

42

Εξάλλου, κατά το αιτούν δικαστήριο, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο ενδεικτικός πίνακας αμοιβών που χρησίμευσε για τον υπολογισμό της αμοιβής που ζήτησε ο Vicente είναι προσβάσιμος σε όλους, ούτε αποδεικνύεται ότι η Delia ενημερώθηκε για το περιεχόμενό του.

43

Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αθέμιτη εμπορική πρακτική, κατά την έννοια της οδηγίας 2005/29, η ενσωμάτωση ρήτρας σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ δικηγόρου και εντολέα του, όπως η ρήτρα παραιτήσεως η οποία παραπέμπει στον πίνακα αμοιβών δικηγορικού συλλόγου, αλλά δεν περιλαμβάνεται στην εμπορική προσφορά, ούτε έγινε μνεία της στο πλαίσιο της ενημέρωσης που προηγήθηκε της συνάψεως της εν λόγω σύμβασης.

44

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de Primera Instancia n.o 10 bis de Sevilla (πρωτοβάθμιο δικαστήριο αριθ. 10 bis της Σεβίλλης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Συνάδει με την οδηγία 93/13 και με την αρχή της αποτελεσματικότητας της οδηγίας αυτής, σε συνδυασμό με το προβλεπόμενο στο άρθρο 47 του Χάρτη δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, συνοπτική διαδικασία προς ικανοποίηση αξίωσης δικηγόρου για την καταβολή της αμοιβής του, η οποία δεν παρέχει στον δικαστή τη δυνατότητα να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών που περιέχονται στη συναφθείσα με καταναλωτή σύμβαση, δεδομένου ότι δεν προβλέπει συμμετοχή του δικαστή σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, παρά μόνον αν ο εντολέας προβάλει αντιρρήσεις κατά της σχετικής αίτησης και εφόσον εν συνεχεία κάποιος εκ των διαδίκων προσβάλει ενώπιον του δικαστή την οριστική απόφαση του δικαστικού γραμματέα;

2)

Συνάδει με την οδηγία 93/13 και με την αρχή της αποτελεσματικότητας της οδηγίας αυτής, σε συνδυασμό με το προβλεπόμενο στο άρθρο 47 του Χάρτη δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, το γεγονός ότι η τυχόν διενέργεια ελέγχου καταχρηστικότητας εκ μέρους του δικαστή, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήματος διαδίκου, στο πλαίσιο της εν λόγω συνοπτικής διαδικασίας, πραγματοποιείται στο πλαίσιο αιτήσεως αναθεωρήσεως που υποβάλλεται προαιρετικά κατά της αποφάσεως που εκδίδει όργανο μη δικαιοδοτικού χαρακτήρα, όπως είναι ο δικαστικός γραμματέας, η οποία περιορίζεται κατ’ αρχήν αποκλειστικά στα όσα αποτέλεσαν αντικείμενο της αποφάσεως και στο πλαίσιο της οποίας δεν επιτρέπεται η διεξαγωγή αποδείξεων πέραν της έγγραφης απόδειξης στην οποία έχουν ήδη προβεί οι διάδικοι;

3)

Πρέπει να θεωρηθεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 καταλαμβάνουν ρήτρα σύμβασης συναφθείσας μεταξύ δικηγόρου και καταναλωτή όπως η επίμαχη, η οποία προβλέπει την καταβολή αμοιβής στην ειδική περίπτωση κατά την οποία ο εντολέας παραιτείται από τη δίκη προ της περατώσεώς της ή καταλήγει σε συμβιβασμό με το τραπεζικό ίδρυμα, εν αγνοία του δικηγορικού γραφείου ή αντιθέτως προς τις συμβουλές του, για τον λόγο ότι πρόκειται για κύρια ρήτρα η οποία αφορά το αντικείμενο της σύμβασης, εν προκειμένω, την τιμή;

4)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο προηγούμενο ερώτημα, μπορεί να θεωρηθεί σαφής και κατανοητή, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 η ως άνω ρήτρα, που καθορίζει την αμοιβή διά παραπομπής σε πίνακα αμοιβών δικηγορικού συλλόγου, ο οποίος προβλέπει διάφορους κανόνες που εφαρμόζονται ανάλογα με την κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ στην προηγούμενη ενημέρωση δεν γινόταν μνεία της εν λόγω ρήτρας;

5)

Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο προηγούμενο ερώτημα, μπορεί να θεωρηθεί αθέμιτη εμπορική πρακτική, κατά την έννοια της οδηγίας 2005/29, η ενσωμάτωση σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ δικηγόρου και καταναλωτή ρήτρας όπως η επίμαχη, που καθορίζει την αμοιβή του δικηγόρου δι’ απλής παραπομπής σε πίνακα αμοιβών δικηγορικού συλλόγου, ο οποίος προβλέπει διάφορους κανόνες που εφαρμόζονται ανάλογα με την κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ στην εμπορική προσφορά και στην προηγούμενη ενημέρωση δεν γινόταν μνεία της εν λόγω ρήτρας;»

Επί του παραδεκτού

45

Η Ισπανική Κυβέρνηση προβάλλει ένσταση απαραδέκτου του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος. Κατά την άποψή της, το πρώτο ερώτημα έχει υποθετικό χαρακτήρα, διότι αφορά περίπτωση κατά την οποία δεν έχει ασκηθεί αίτηση αναθεώρησης. Όσον αφορά το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, η Ισπανική Κυβέρνηση προβάλλει την έλλειψη επαρκών διευκρινίσεων ως προς το περιεχόμενο των περιορισμών που προβλέπει η εθνική νομοθεσία σχετικά με την έκταση του ελέγχου στον οποίο προβαίνει κατ’ αρχήν ο δικαστής στο πλαίσιο αίτησης αναθεώρησης. Κατά την άποψή της, η απάντηση στο τρίτο και στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε λυσιτελής για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

46

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, τα προδικαστικά ερωτήματα θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε ερώτημα υποβληθέν από εθνικό δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ μόνον όταν, ιδίως, δεν τηρούνται οι απαιτήσεις σχετικά με το περιεχόμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που προβλέπονται στο άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ή όταν είναι πρόδηλο ότι η ερμηνεία ή η εκτίμηση του κύρους του κανόνα δικαίου της Ένωσης που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως (απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft,C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47

Όσον αφορά τον υποθετικό χαρακτήρα του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και τον ελλιπή χαρακτήρα των διευκρινίσεων που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προς στήριξη του δεύτερου ερωτήματος, διαπιστώνεται, αφενός, ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα δεν έχει τέτοιο χαρακτήρα, στο μέτρο που πρέπει να νοηθεί υπό ευρεία έννοια, ήτοι υπό την έννοια ότι ζητείται να εκτιμηθεί, κατ’ ουσίαν, αν συνάδει με την οδηγία 93/13 το γεγονός ότι ο δικαστής δεν έχει την εξουσία αυτεπάγγελτου ελέγχου του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας η οποία περιλαμβάνεται σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή. Αφετέρου, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο όσον αφορά το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επαρκώς το περιεχόμενό του.

48

Όσον αφορά το τρίτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, δεν είναι πρόδηλο ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που ζητεί το αιτούν δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης.

49

Πράγματι, αφενός, όσον αφορά το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, σε περίπτωση που δοθεί η απάντηση ότι το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αν τυχόν είναι καταχρηστική η ρήτρα παραιτήσεως, τότε το δικαστήριο αυτό θα πρέπει να εκτιμήσει αν η εν λόγω ρήτρα εμπίπτει στην εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13. Αφετέρου, όσον αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2005/29 που αποτελεί αντικείμενο του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι είναι αναγκαία «για την κρίση επί της συγκεκριμένης υποθέσεως». Το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα αφορά, συνεπώς, την εξέταση του ενδεχομένου καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας παραιτήσεως, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ζήτημα το οποίο θα πρέπει να εξετάσει το αιτούν δικαστήριο σε περίπτωση που δοθεί απάντηση υπό την έννοια αυτή στο πρώτο, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα.

50

Κατά συνέπεια, το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτά.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου και του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

51

Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 93/13, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας και του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που αφορά συνοπτική διαδικασία για την καταβολή δικηγορικής αμοιβής, δυνάμει της οποίας η αξίωση σε βάρος του εντολέα καταναλωτή αποτελεί αντικείμενο αποφάσεως εκδιδόμενης από μη δικαιοδοτικό όργανο, η δε παρέμβαση δικαστηρίου προβλέπεται μόνον κατά το στάδιο ενδεχόμενης προσβολής της αποφάσεως αυτής, χωρίς το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υποθέσεως στο εν λόγω στάδιο να έχει τη δυνατότητα να ελέγξει, εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως, αν είναι καταχρηστικές οι ρήτρες της σύμβασης βάσει της οποίας ζητείται η επίμαχη αμοιβή ούτε να δεχθεί την προσκόμιση, εκ μέρους των διαδίκων, και άλλων αποδεικτικών στοιχείων πλην των εγγράφων που προσκομίσθηκαν ήδη ενώπιον του μη δικαιοδοτικού οργάνου.

52

Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η κατάσταση ανισότητας μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία μπορεί να αντισταθμιστεί μόνο με θετική παρέμβαση, μη εξαρτώμενη από τους συμβαλλομένους στη σύμβαση, ο δε εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα αναγκαία προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito, C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψεις 41 έως 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53

Μολονότι το Δικαστήριο έχει οριοθετήσει, από διάφορες απόψεις και λαμβανομένων υπόψη των επιταγών του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, τον τρόπο με τον οποίο το εθνικό δικαστήριο οφείλει να διασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων που αντλούν οι καταναλωτές από την οδηγία αυτή, εντούτοις, κατ’ αρχήν, το δίκαιο της Ένωσης δεν εναρμονίζει τις διαδικασίες εξέτασης του φερόμενου ως καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας και, κατά συνέπεια, οι διαδικασίες αυτές διέπονται από την εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών (απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Addiko Bank, C‑407/18, EU:C:2019:537, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Μια τέτοια περίπτωση συντρέχει στην υπόθεση της κύριας δίκης όσον αφορά τους δικονομικούς κανόνες του ισπανικού δικαίου που διέπουν τη διαδικασία για την καταβολή δικηγορικής αμοιβής οι οποίοι, ελλείψει εναρμονίσεως, εμπίπτουν στην έννομη τάξη του εν λόγω κράτους μέλους.

54

Εντούτοις, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, οι δικονομικοί κανόνες σχετικά με μέσα παροχής ένδικης προστασίας που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοια εσωτερικής φύσεως μέσα παροχής ένδικης προστασίας (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2018, XC κ.λπ., C‑234/17, EU:C:2018:853, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55

Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, η οποία και μόνον αποτελεί το αντικείμενο των προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κάθε περίπτωση κατά την οποία τίθεται το ζήτημα εάν μια εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να αναλύεται λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της εν λόγω διατάξεως στο πλαίσιο της όλης διαδικασίας, καθώς και της εξέλιξης και των ιδιαιτεροτήτων της διαδικασίας αυτής, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz, C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56

Επισημαίνεται επίσης ότι, μολονότι η τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας δεν μπορεί να βαίνει μέχρι του σημείου πλήρους επανόρθωσης των συνεπειών από την πλήρη αδράνεια του ενδιαφερόμενου καταναλωτή (πρβλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, Kušionová, C‑34/13, EU:C:2014:2189, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), πρέπει εντούτοις να εξετάζεται, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της συγκεκριμένης εθνικής διαδικασίας, αν, στο πλαίσιο διαδικασιών κινούμενων από επαγγελματίες κατά καταναλωτών, υφίσταται μη αμελητέος κίνδυνος να αποθαρρυνθούν οι καταναλωτές να ασκήσουν τα δικαιώματα που αντλούν από την οδηγία 93/13 (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito, C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψεις 54 και 56).

57

Όταν η παρέμβαση δικαστή και η εξέταση του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή προβλέπονται από την επίμαχη εθνική ρύθμιση μόνο σε προχωρημένο στάδιο, για παράδειγμα, στο στάδιο της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής που έχει ήδη εκδοθεί ή, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, στο πλαίσιο αιτήσεως αναθεώρησης που ασκείται κατά της αιτιολογημένης αποφάσεως του δικαστικού γραμματέα, η παρέμβαση αυτή αρκεί προς διαφύλαξη της πρακτικής αποτελεσματικότητας της οδηγίας 93/13 μόνον εφόσον ο καταναλωτής δεν αποθαρρύνεται να ασκήσει τα δικαιώματά του, υπό την ιδιότητα του αιτούντος ή του καθού, στο εν λόγω στάδιο της διαδικασίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, EOS KSI Slovensko, C‑448/17, EU:C:2018:745, σκέψεις 46 και 51).

58

Τέλος, το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί ότι η απορρέουσα από το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 υποχρέωση προβλέψεως δικονομικών προϋποθέσεων για τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων που αντλούν οι ιδιώτες από την οδηγία αυτή κατά της χρήσης καταχρηστικών ρητρών συνεπάγεται ότι επιβάλλεται η θέσπιση δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται επίσης στο άρθρο 47 του Χάρτη (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska, C‑176/17, EU:C:2018:711, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

59

Η απάντηση στα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής.

60

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 34 έως 36 της παρούσας αποφάσεως, αν ο καταναλωτής εκτιμά ότι η αμοιβή την οποία ζητεί ο δικηγόρος του δεν οφείλεται ή είναι υπερβολικά υψηλή, μπορεί να αμφισβητήσει την οφειλή αυτή ενώπιον του γραμματέα του εθνικού δικαστηρίου που επιλήφθηκε της ένδικης διαδικασίας για την οποία οφείλεται η ζητούμενη αμοιβή. Ο γραμματέας εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση που καθορίζει το οφειλόμενο ποσό, επ’ απειλή αναγκαστικής εισπράξεως. Ο γραμματέας διενεργεί μεν ορισμένους ελέγχους όσον αφορά την αμοιβή αυτή, πλην όμως, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, ως μη δικαιοδοτικό όργανο, δεν είναι αρμόδιος να εξετάσει αν ορισμένη ρήτρα της συμβάσεως από την οποία απορρέει η αξίωση αμοιβής έχει καταχρηστικό χαρακτήρα υπό το πρίσμα της οδηγίας 93/13.

61

Αν ο καταναλωτής αποφασίσει να ασκήσει αίτηση αναθεώρησης κατά της αιτιολογημένης αποφάσεως του δικαστικού γραμματέα, από το άρθρο 454 bis του LEC προκύπτει ότι η αίτηση αυτή πρέπει να κατατεθεί εντός προθεσμίας πέντε ημερών και δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει επίσης ότι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υποθέσεως αυτής δεν έχει τη δυνατότητα να εξετάσει αν τυχόν είναι καταχρηστικές οι ρήτρες της συμβάσεως βάσει της οποίας ζητείται η αμοιβή, δεδομένου ότι ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται μόνο στο αντικείμενο της αποφάσεως του δικαστικού γραμματέα. Επιπλέον, το σύστημα διεξαγωγής των αποδείξεων επιτρέπει επίσης μόνον τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν ήδη προσκομιστεί ενώπιον του δικαστικού γραμματέα.

62

Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Ισπανική Κυβέρνηση αμφισβητεί την εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου ερμηνεία του LEC. Κατά την άποψή της, η νομοθεσία αυτή δεν θεσπίζει κανέναν ρητό περιορισμό της δυνατότητας του δικαστή να εξετάζει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα ρητρών ή περιορισμό όσον αφορά τη διεξαγωγή αποδείξεων στο πλαίσιο αιτήσεως αναθεωρήσεως.

63

Συναφώς, αρκεί η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να ερμηνεύει τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, ενώ απόκειται αποκλειστικώς στο αιτούν δικαστήριο να ερμηνεύει την εθνική νομοθεσία. Επομένως, το Δικαστήριο πρέπει να περιορίζεται στην ερμηνεία του εθνικού δικαίου, όπως αυτή τίθεται υπόψη του από το αιτούν δικαστήριο (απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Addiko Bank, C‑407/18, EU:C:2019:537, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

64

Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη των εκτιθέμενων στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως χαρακτηριστικών της αιτήσεως αναθεώρησης που προβλέπει ο LEC, και ειδικότερα του περιορισμένου ελέγχου που ασκεί ο δικαστής επί της αιτιολογημένης αποφάσεως του δικαστικού γραμματέα, της απαγορεύσεως εξέτασης από τον δικαστή, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήματος διαδίκου, του ενδεχομένου να είναι καταχρηστικές οι ρήτρες που περιέχονται στη σύμβαση βάσει της οποίας ζητείται η αμοιβή, και του συστήματος διεξαγωγής των αποδείξεων το οποίο φαίνεται να εμποδίζει τον διάδικο να προσκομίσει άλλα αποδεικτικά στοιχεία πλην εκείνων που έχουν ήδη προσκομισθεί ενώπιον του δικαστικού γραμματέα προκειμένου να ασκήσει τα δικαιώματά του που απορρέουν από την οδηγία 93/13, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υφίσταται μη αμελητέος κίνδυνος να αποθαρρυνθεί ο καταναλωτής να ασκήσει τα δικαιώματα αυτά στο πλαίσιο ασκήσεως αίτησης αναθεώρησης.

65

Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο τακτικής ένδικης διαδικασίας ή διαδικασίας εκτέλεσης, ο καταναλωτής έχει τη δυνατότητα να προβάλει τον ενδεχόμενο καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας η οποία περιλαμβάνεται στη σύμβαση που συνήψε με τον δικηγόρο του και βάσει της οποίας του ζητείται να καταβάλει αμοιβή.

66

Όσον αφορά, πρώτον, την τακτική ένδικη διαδικασία του άρθρου 34, παράγραφος 2, και του άρθρου 35, παράγραφος 2, του LEC, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν προκύπτει σαφώς ότι η εκ μέρους του καταναλωτή κίνηση της διαδικασίας αυτής αναστέλλει την εκτέλεση της αιτιολογημένης αποφάσεως του δικαστικού γραμματέα ή της δικαστικής αποφάσεως η οποία εκδίδεται κατόπιν ασκήσεως αίτησης αναθεώρησης και επικυρώνει την απόφαση του γραμματέα, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα, στο δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς στο πλαίσιο τακτικής ένδικης διαδικασίας, να εξετάσει, πριν από την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών, αν τυχόν είναι καταχρηστικές οι ρήτρες της επίμαχης συμβάσεως.

67

Όσον αφορά, δεύτερον, την παρέμβαση δικαστή κατά το στάδιο της εκτελέσεως, παρατηρείται, σε σχέση με την εκτέλεση της αιτιολογημένης αποφάσεως του δικαστικού γραμματέα, ότι το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι τέτοιες αποφάσεις πρέπει να θεωρούνται «διαδικαστικές αποφάσεις» και ότι, ως εκ τούτου, κατά το στάδιο της εκτελέσεώς τους υπό το καθεστώς του άρθρου 556 του LEC, ο καταναλωτής δεν μπορεί να προβάλει τον καταχρηστικό χαρακτήρα ορισμένων ρητρών που ενδεχομένως περιέχονται στον εκτελεστό τίτλο.

68

Όσον αφορά την εκτέλεση της αποφάσεως που εκδίδεται στο πλαίσιο αιτήσεως αναθεώρησης, φαίνεται ότι υπόκειται σε ανακοπή για τους λόγους που προβλέπει το άρθρο 556 του LEC, δεδομένου ότι πρόκειται για ένδικη διαδικασία, ο δε καθού η εκτέλεση μπορεί μόνον να επικαλεστεί, στο πλαίσιο ανακοπής στερούμενης ανασταλτικού αποτελέσματος, την εκτέλεση της υποχρεώσεως, το εκπρόθεσμο της αιτήσεως εκτελέσεως ή τον συμβιβασμό μεταξύ των διαδίκων.

69

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει, υπό την επιφύλαξη των επαληθεύσεων για τις οποίες είναι αρμόδιο το αιτούν δικαστήριο όσον αφορά την ερμηνεία του εθνικού δικαίου, ότι ούτε η τακτική ένδικη διαδικασία ούτε η διαδικασία εκτελέσεως φαίνονται ικανές να άρουν τον κίνδυνο να μην είναι ο καταναλωτής σε θέση να ασκήσει τα δικαιώματά του που απορρέουν από την οδηγία 93/13 στο πλαίσιο αιτήσεως αναθεώρησης.

70

Κατά συνέπεια, η οδηγία 93/13, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας και του άρθρου 47 του Χάρτη, αντιτίθεται σε εθνικό δικονομικό σύστημα, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, στο μέτρο που το σύστημα αυτό δεν επιτρέπει τον έλεγχο του καταχρηστικού χαρακτήρα ρητρών συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ δικηγόρου και του εντολέα του, ούτε στο πλαίσιο αμφισβητήσεως της αξίωσης δικηγορικής αμοιβής, κατά το πρώτο στάδιο της διαδικασίας ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου που επιλήφθηκε της ένδικης διαδικασίας για την οποία οφείλεται η επίμαχη αμοιβή, ούτε στο πλαίσιο αιτήσεως αναθεώρησης που θα μπορούσε να ασκηθεί στη συνέχεια ενώπιον δικαστηρίου κατά της αποφάσεως του δικαστικού γραμματέα.

71

Εντούτοις, η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι είναι δυνατή μια σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία του εθνικού δικονομικού συστήματος, η οποία να παρέχει στο δικαστήριο που επιλαμβάνεται αιτήσεως αναθεώρησης τη δυνατότητα να εξετάσει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήματος του καταναλωτή, αν τυχόν είναι καταχρηστική μια ρήτρα της συμβάσεως βάσει της οποίας ζητείται η καταβολή αμοιβής, πράγμα το οποίο δεν αποκλείει ούτε το αιτούν δικαστήριο.

72

Η αρχή της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να πράττουν ό,τι είναι δυνατόν εντός των ορίων της αρμοδιότητάς τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας τις αναγνωρισμένες από το δίκαιο αυτό μεθόδους ερμηνείας, προκειμένου να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της επίμαχης οδηγίας και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που αυτή επιδιώκει (απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Addiko Bank, C‑407/18, EU:C:2019:537, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

73

Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η αμοιβή που απορρέει από καταχρηστική ρήτρα «δεν οφείλεται», κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, του LEC. Εν πάση περιπτώσει, αν το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι είναι δυνατή μια σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία του εθνικού δικαίου και η ερμηνεία αυτή του παρέχει τη δυνατότητα να ελέγξει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας παραιτήσεως, θα πρέπει να έχει συνακόλουθα και τη δυνατότητα να διατάξει αυτεπαγγέλτως τη διεξαγωγή αποδείξεων για τον σκοπό αυτόν (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito, C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

74

Επομένως, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξετάσει κατά πόσον το εθνικό δικονομικό σύστημα μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο με την οδηγία 93/13 και να συναγάγει εξ αυτού τις έννομες συνέπειες, αφήνοντας εν ανάγκη ανεφάρμοστη κάθε εθνική διάταξη ή εθνική νομολογία που αντιτίθενται στην υποχρέωση του δικαστή, η οποία απορρέει από τις απαιτήσεις της οδηγίας αυτής, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν οι όροι που έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους οι συμβαλλόμενοι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα (πρβλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, Profi Credit Polska, C‑419/18 και C‑483/18, EU:C:2019:930, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

75

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 93/13, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας και του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που αφορά συνοπτική διαδικασία για την καταβολή δικηγορικής αμοιβής δυνάμει της οποίας η αξίωση σε βάρος του εντολέα καταναλωτή αποτελεί αντικείμενο αποφάσεως εκδιδόμενης από μη δικαιοδοτικό όργανο, η δε παρέμβαση δικαστηρίου προβλέπεται μόνον κατά το στάδιο ενδεχόμενης προσβολής της αποφάσεως αυτής, χωρίς το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υποθέσεως στο εν λόγω στάδιο να έχει τη δυνατότητα να ελέγξει, εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως, αν είναι καταχρηστικές οι ρήτρες της σύμβασης βάσει της οποίας ζητείται η επίμαχη αμοιβή ούτε να δεχθεί την προσκόμιση, εκ μέρους των διαδίκων, και άλλων αποδεικτικών στοιχείων πλην των εγγράφων που προσκομίσθηκαν ήδη ενώπιον του μη δικαιοδοτικού οργάνου.

Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

76

Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι στην εξαίρεση που προβλέπει η διάταξη αυτή εμπίπτει ρήτρα συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ δικηγόρου και εντολέα του, κατά την οποία ο εντολέας αναλαμβάνει την υποχρέωση, επ’ απειλή χρηματικής κυρώσεως, να ακολουθεί τις οδηγίες του δικηγόρου του, να μην ενεργεί εν αγνοία του ή αντιθέτως προς τις συμβουλές του και να μην παραιτηθεί ο ίδιος από την ένδικη διαδικασία της οποίας τη διεξαγωγή ανέθεσε στον εν λόγω δικηγόρο.

77

Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, στο μέτρο που το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 εισάγει εξαίρεση από τον μηχανισμό ουσιαστικού ελέγχου των καταχρηστικών ρητρών, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Η εξαίρεση αυτή διέπει, πρώτον, τις ρήτρες που αφορούν το κύριο αντικείμενο της σύμβασης και, δεύτερον, τις ρήτρες που αφορούν το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου.

78

Ως προς την κατηγορία των συμβατικών ρητρών που εμπίπτουν στην έννοια του «κυρίου αντικειμένου της σύμβασης», το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει τις ρήτρες που καθορίζουν τις ουσιώδεις παροχές της οικείας συμβάσεως, εξαιρουμένων των ρητρών που έχουν παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με εκείνες που καθορίζουν την ίδια την ουσία της συμβατικής σχέσεως (πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Andriciuc κ.λπ., C‑186/16, EU:C:2017:703, σκέψεις 35 και 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εν προκειμένω, οι ουσιώδεις παροχές είναι αυτές που απαριθμούνται στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως, ενώ η ρήτρα παραιτήσεως αποσκοπεί μάλλον στον κολασμό της συμπεριφοράς του εντολέα που ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο προς τις συμβουλές του δικηγόρου του. Επομένως, η ρήτρα αυτή δεν εμπίπτει στην εν λόγω κατηγορία.

79

Όσον αφορά την κατηγορία των συμβατικών ρητρών που αφορούν το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της υπηρεσίας, ούτε η κατηγορία αυτή καλύπτει τη ρήτρα παραιτήσεως, στο μέτρο που η εν λόγω ρήτρα δεν προβλέπει αμοιβή για παρασχεθείσα υπηρεσία, αλλά επιβάλλει απλώς κύρωση λόγω παραβάσεως συμβατικής υποχρεώσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai, C‑26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 58).

80

Κατά συνέπεια, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι στην εξαίρεση που προβλέπει η διάταξη αυτή δεν εμπίπτει ρήτρα συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ δικηγόρου και εντολέα του κατά την οποία ο εντολέας αναλαμβάνει την υποχρέωση, επ’ απειλή χρηματικής κύρωσης, να ακολουθεί τις οδηγίες του δικηγόρου του, να μην ενεργεί εν αγνοία του ή αντιθέτως προς τις συμβουλές του και να μην παραιτηθεί ο ίδιος από την ένδικη διαδικασία της οποίας τη διεξαγωγή ανέθεσε στον εν λόγω δικηγόρο.

Επί του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος

81

Κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τέταρτο ερώτημα.

Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

82

Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2005/29 έχει την έννοια ότι ως αθέμιτη εμπορική πρακτική, κατά την οδηγία αυτή, μπορεί να θεωρηθεί η ενσωμάτωση, στη συναφθείσα μεταξύ δικηγόρου και εντολέα σύμβαση, ρήτρας η οποία προβλέπει χρηματική κύρωση εις βάρος του εντολέα σε περίπτωση που παραιτηθεί ο ίδιος από την ένδικη διαδικασία της οποίας τη διεξαγωγή ανέθεσε στον εν λόγω δικηγόρο, και η οποία ρήτρα παραπέμπει σε πίνακα αμοιβών επαγγελματικού συλλόγου, ενώ δεν έγινε μνεία της στην εμπορική προσφορά, ούτε στο πλαίσιο της ενημερώσεως που προηγήθηκε της συνάψεως της σύμβασης.

83

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2005/29 ορίζει, χρησιμοποιώντας ιδιαιτέρως ευρεία διατύπωση, ότι ως «εμπορική πρακτική» νοείται «κάθε πράξη, παράλειψη, τρόπος συμπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, ενός εμπορευομένου, άμεσα συνδεόμενη με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές» (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, Pereničová και Perenič, C‑453/10, EU:C:2012:144, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

84

Στη συνέχεια, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2005/29, η οδηγία αυτή ισχύει για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές πριν, κατά τη διάρκεια ή ύστερα από εμπορική συναλλαγή που αφορά οποιοδήποτε αγαθό ή υπηρεσία. Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας, είναι αθέμιτες, ιδίως, οι παραπλανητικές πρακτικές, κατά την έννοια των άρθρων 6 και 7 αυτής.

85

Τέλος, όπως προκύπτει από το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2005/29, μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν, στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, καθώς και των περιορισμών του συγκεκριμένου μέσου επικοινωνίας, παραλείπει, αποκρύπτει ή παρέχει κατά τρόπο ασαφή ουσιώδεις πληροφορίες που χρειάζεται ο μέσος καταναλωτής, ανάλογα με το συγκεκριμένο πλαίσιο, για να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής και, ως εκ τούτου, τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε.

86

Εν προκειμένω, η ενσωμάτωση σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέα του ρήτρας, όπως η ρήτρα παραιτήσεως, χωρίς να έχει γίνει μνεία της στην εμπορική προσφορά ή στο πλαίσιο της ενημερώσεως πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, συνιστά a priori παράλειψη γνωστοποιήσεως ή απόκρυψη ουσιώδους πληροφορίας ικανή να επηρεάσει την απόφαση που λαμβάνει ο καταναλωτής να συνάψει τη συμβατική αυτή σχέση. Συγκεκριμένα, από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η ρήτρα αυτή παραπέμπει, για τον υπολογισμό της προβλεπόμενης ποινικής ρήτρας, στον πίνακα αμοιβών του δικηγορικού συλλόγου της Σεβίλλης, του οποίου το περιεχόμενο είναι δυσχερώς προσβάσιμο και κατανοητό και ότι, σε περίπτωση εφαρμογής της εν λόγω ρήτρας, ο καταναλωτής οφείλει να καταβάλει ποινική ρήτρα δυνάμενη να ανέλθει σε σημαντικό, ακόμη δε και δυσανάλογο, ποσό σε σχέση με την τιμή των παρεχόμενων βάσει της συμβάσεως αυτής υπηρεσιών. Εντούτοις, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν όντως συντρέχει τέτοια περίπτωση.

87

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2005/29 έχει την έννοια ότι η ενσωμάτωση, σε συναφθείσα μεταξύ δικηγόρου και εντολέα σύμβαση, ρήτρας η οποία προβλέπει χρηματική κύρωση εις βάρος του εντολέα σε περίπτωση που παραιτηθεί ο ίδιος από την ένδικη διαδικασία της οποίας τη διεξαγωγή ανέθεσε στον εν λόγω δικηγόρο, και η οποία ρήτρα παραπέμπει σε πίνακα αμοιβών επαγγελματικού συλλόγου, ενώ δεν έγινε μνεία της στην εμπορική προσφορά ούτε στο πλαίσιο της ενημερώσεως που προηγήθηκε της συνάψεως της σύμβασης, πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «παραπλανητική» εμπορική πρακτική, κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας εφόσον οδηγεί ή ενδέχεται να οδηγήσει τον μέσο καταναλωτή να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε, όπερ εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει.

Επί των δικαστικών εξόδων

88

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Η οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που αφορά συνοπτική διαδικασία για την καταβολή δικηγορικής αμοιβής δυνάμει της οποίας η αξίωση σε βάρος του εντολέα καταναλωτή αποτελεί αντικείμενο αποφάσεως εκδιδόμενης από μη δικαιοδοτικό όργανο, η δε παρέμβαση δικαστηρίου προβλέπεται μόνον κατά το στάδιο ενδεχόμενης προσβολής της αποφάσεως αυτής, χωρίς το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υποθέσεως στο εν λόγω στάδιο να έχει τη δυνατότητα να ελέγξει, εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως, αν είναι καταχρηστικές οι ρήτρες της σύμβασης βάσει της οποίας ζητείται η επίμαχη αμοιβή ούτε να δεχθεί την προσκόμιση, εκ μέρους των διαδίκων, και άλλων αποδεικτικών στοιχείων πλην των εγγράφων που προσκομίσθηκαν ήδη ενώπιον του μη δικαιοδοτικού οργάνου.

 

2)

Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/83,

έχει την έννοια ότι:

στην εξαίρεση που προβλέπει η διάταξη αυτή δεν εμπίπτει ρήτρα συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ δικηγόρου και εντολέα του κατά την οποία ο εντολέας αναλαμβάνει την υποχρέωση, επ’ απειλή χρηματικής κύρωσης, να ακολουθεί τις οδηγίες του δικηγόρου του, να μην ενεργεί εν αγνοία του ή αντιθέτως προς τις συμβουλές του και να μην παραιτηθεί ο ίδιος από την ένδικη διαδικασία της οποίας τη διεξαγωγή ανέθεσε στον εν λόγω δικηγόρο.

 

3)

Η οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου,

έχει την έννοια ότι:

η ενσωμάτωση, σε συναφθείσα μεταξύ δικηγόρου και εντολέα σύμβαση, ρήτρας η οποία προβλέπει χρηματική κύρωση εις βάρος του εντολέα σε περίπτωση που παραιτηθεί ο ίδιος από την ένδικη διαδικασία της οποίας τη διεξαγωγή ανέθεσε στον εν λόγω δικηγόρο, και η οποία ρήτρα παραπέμπει σε πίνακα αμοιβών επαγγελματικού συλλόγου, ενώ δεν έγινε μνεία της στην εμπορική προσφορά ούτε στο πλαίσιο της ενημερώσεως που προηγήθηκε της συνάψεως της σύμβασης, πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «παραπλανητική» εμπορική πρακτική, κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας, εφόσον οδηγεί ή ενδέχεται να οδηγήσει τον μέσο καταναλωτή να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε, όπερ εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.