Υπόθεση C-283/21

VA

κατά

Deutsche Rentenversicherung Bund

(αίτηση του Landessozialgericht Nordrhein-Westfalen
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 22ας Φεβρουαρίου 2024

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων – Κανονισμός (ΕΚ) 987/2009 – Άρθρο 44, παράγραφος 2 – Πεδίο εφαρμογής – Σύνταξη λόγω πλήρους ανικανότητας προς εργασία – Υπολογισμός – Συνυπολογισμός των περιόδων ανατροφής τέκνου εντός άλλου κράτους μέλους – Δυνατότητα εφαρμογής – Άρθρο 21 ΣΛΕΕ – Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Επαρκής σύνδεσμος μεταξύ των εν λόγω περιόδων ανατροφής και των περιόδων ασφάλισης στο κράτος μέλος που οφείλει τη σύνταξη»

  1. Προδικαστικά ερωτήματα – Παραδεκτό – Όρια – Ερώτημα με το οποίο ζητείται η ερμηνεία του άρθρου 44 του κανονισμού 987/2009 – Δεν έχει εφαρμογή η διάταξη αυτή στη διαφορά της κύριας δίκης – Δεν συντρέχει ανάγκη να παρασχεθεί η ερμηνεία που ζητήθηκε προς επίλυση της εν λόγω διαφοράς – Απαράδεκτο

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ· κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 883/2004, άρθρο 87 § 3, και 987/2009, άρθρα 44 § 2 και 93)

    (βλ. σκέψεις 33, 36-38)

  2. Ιθαγένεια της Ένωσης – Δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και ελεύθερης διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών – Σύνταξη λόγω πλήρους ανικανότητας προς εργασία – Υποχρέωση συνυπολογισμού, προς τον σκοπό της χορήγησης τέτοιας σύνταξης, των περιόδων ανατροφής τέκνου εντός άλλου κράτους μέλους – Πρόσωπο που συμπλήρωσε περιόδους ασφάλισης αποκλειστικά στο κράτος μέλος που οφείλει τη σύνταξη – Έλλειψη καταβολής εισφορών στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος πριν και αμέσως μετά τις εν λόγω περιόδους ανατροφής τέκνου – Δεν ασκεί επιρροή ως προς την υποχρέωση συνυπολογισμού των περιόδων αυτών

    (Άρθρο 21 ΣΛΕΕ· κανονισμός 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχείο κʹ)

    (βλ. σκέψεις 46-49, 52-55 και διατακτ.)

Σύνοψη

Επιληφθέν αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Landessozialgericht Nordrhein-Westfalen (ανώτερο δικαστήριο υποθέσεων κοινωνικής ασφάλισης Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, Γερμανία), το Δικαστήριο παρέχει διευκρινίσεις σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 21 ΣΛΕΕ στο πλαίσιο διαφοράς κύριας δίκης με αντικείμενο τον μη συνυπολογισμό, από τον φορέα ασφάλισης συντάξεων, προς τον σκοπό του υπολογισμού της σύνταξης λόγω πλήρους ανικανότητας προς εργασία της δικαιούχου, των περιόδων ανατροφής τέκνου που συμπληρώθηκαν εντός άλλου κράτους μέλους.

Η VA είναι Γερμανίδα υπήκοος η οποία διέμενε, από το 1962 έως το 2010, στις Κάτω Χώρες, πλησίον των γερμανικών συνόρων.

Μετά το πέρας της επαγγελματικής εκπαίδευσής της στη Γερμανία τον Ιούλιο του 1980, δεν άσκησε καμία επαγγελματική δραστηριότητα ούτε στο κράτος μέλος αυτό ούτε στις Κάτω Χώρες.

Μεταξύ της 15ης Νοεμβρίου 1986 και της 31ης Μαρτίου 1999, η VA συμπλήρωσε στις Κάτω Χώρες περιόδους ανατροφής των δύο τέκνων της χωρίς να ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα (στο εξής: επίδικες περίοδοι). Κατά το εν λόγω διάστημα δεν είχε καταβάλει εισφορές στο εκ του νόμου προβλεπόμενο γερμανικό σύστημα ασφάλισης συντάξεων.

Μεταξύ Απριλίου 1999 και Οκτωβρίου 2012 εργάστηκε στη Γερμανία υπό καθεστώς κατά το οποίο δεν υπείχε υποχρέωση ασφάλισης. Από τον Οκτώβριο του 2012 άρχισε να ασκεί στο κράτος μέλος αυτό, όπου μετακόμισε το 2010, αμειβόμενη δραστηριότητα για την οποία κατέβαλλε εισφορές στο εκ του νόμου προβλεπόμενο γερμανικό σύστημα ασφάλισης συντάξεων.

Από τον Μάρτιο του 2018 η VA λαμβάνει από τον Deutsche Rentenversicherung Bund (ομοσπονδιακό οργανισμό ασφάλισης συντάξεων, Γερμανία) σύνταξη λόγω πλήρους ανικανότητας προς εργασία. Για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης, ο οργανισμός αυτός έλαβε υπόψη –πέραν των περιόδων κατά τις οποίες η VA είχε καταβάλει εισφορές στο εκ του νόμου προβλεπόμενο γερμανικό σύστημα ασφάλισης συντάξεων– την περίοδο κατά την οποία η VA είχε παρακολουθήσει επαγγελματική εκπαίδευση στη Γερμανία καθώς και τη δίμηνη περίοδο κατά την οποία η VA είχε ασκήσει μισθωτή δραστηριότητα το 1999, πλην όμως αρνήθηκε να λάβει υπόψη τις επίδικες περιόδους.

Η VA άσκησε ένδικη προσφυγή κατά της εν λόγω απόφασης. Μετά την απόρριψη της προσφυγής της σε πρώτο βαθμό, η VA άσκησε έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα με τα οποία ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν, στην περίπτωση που η δικαιούχος τέτοιας σύνταξης δεν πληροί την προϋπόθεση της άσκησης μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας την οποία επιβάλλει το άρθρο 44, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009 ( 1 ), το άρθρο 21 ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση Reichel-Albert ( 2 ), υποχρεώνει το κράτος μέλος που οφείλει τη σύνταξη να συνυπολογίσει τις περιόδους ανατροφής τέκνου που συμπληρώθηκαν σε άλλο κράτος μέλος, στο οποίο η δικαιούχος κατοικούσε επί πολλά έτη, ακόμη και αν αυτή δεν έχει καταβάλει εισφορές στο σύστημα ασφάλισης του πρώτου κράτους μέλους ούτε πριν ούτε αμέσως μετά τις περιόδους ανατροφής.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Αφού απεφάνθη ότι το άρθρο 44, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009 δεν έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι τα διδάγματα που απορρέουν από την απόφαση Reichel-Albert μπορούν να εφαρμοστούν εν προκειμένω.

Από τη νομολογία αυτή το Δικαστήριο συνάγει ότι το άρθρο 21 ΣΛΕΕ υποχρεώνει το κράτος μέλος που οφείλει τη σύνταξη να λάβει υπόψη, για τη χορήγηση της σύνταξης αυτής, τις περιόδους ανατροφής τέκνου που έχει συμπληρώσει ο ενδιαφερόμενος εντός άλλου κράτους μέλους, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται επαρκής σύνδεσμος μεταξύ των εν λόγω περιόδων ανατροφής τέκνου και των περιόδων ασφάλισης που έχει συμπληρώσει το συγκεκριμένο πρόσωπο λόγω άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας στο πρώτο κράτος μέλος.

Η «επαρκούς συνδέσμου» πρέπει να θεωρείται αποδεδειγμένη στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος έχει συμπληρώσει, στο πλαίσιο παρακολούθησης εκπαίδευσης ή άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, περιόδους ασφάλισης αποκλειστικά στο κράτος μέλος χορήγησης της σύνταξης τόσο πριν όσο και μετά τη συμπλήρωση των περιόδων ανατροφής των τέκνων του εντός άλλου κράτους μέλους.

Το Δικαστήριο διαπιστώνει εν συνεχεία ότι, βάσει του άρθρου 1, στοιχείο κʹ, του κανονισμού 883/2004 ( 3 ), το οποίο ασκεί επίσης επιρροή στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 21 ΣΛΕΕ, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν στην εθνική τους νομοθεσία ότι ορισμένες περίοδοι της ζωής ενός προσώπου, κατά τη διάρκεια των οποίων το πρόσωπο αυτό δεν έχει ασκήσει μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα συνεπαγόμενη υποχρέωση ασφάλισης και, ως εκ τούτου, δεν έχει καταβάλει εισφορές, εξομοιώνονται με «περιόδους ασφάλισης» συμπληρωθείσες εντός του οικείου κράτους μέλους.

Σε μια τέτοια περίπτωση, το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος δεν έχει καταβάλει εισφορές στο εν λόγω κράτος μέλος κατά τη διάρκεια των περιόδων που, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, εξομοιώνονται κατά τα ανωτέρω με περιόδους ασφάλισης δεν είναι ικανό να αποκλείσει την ύπαρξη επαρκούς συνδέσμου μεταξύ των περιόδων ανατροφής τέκνου που έχει συμπληρώσει το συγκεκριμένο πρόσωπο εντός άλλου κράτους μέλους και των περιόδων ασφάλισης που έχει συμπληρώσει εντός του πρώτου κράτους μέλους.

Συναφώς, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, προκύπτει ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης υφίσταται επαρκής σύνδεσμος μεταξύ των περιόδων ανατροφής τέκνου που συμπλήρωσε η VA στις Κάτω Χώρες και των περιόδων ασφάλισης που συμπλήρωσε αποκλειστικώς στη Γερμανία τόσο πριν από τις εν λόγω περιόδους ανατροφής τέκνου, ήτοι κατά το διάστημα της εκπαίδευσης που εξομοιώθηκε με περίοδο ασφάλισης κατά το γερμανικό δίκαιο, όσο και μετά τις περιόδους αυτές, ήτοι κατά την περίοδο απασχόλησης της VA, τούτο δε παρά το γεγονός ότι η VA δεν κατέβαλε εισφορές στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος ούτε πριν ούτε αμέσως μετά τις περιόδους ανατροφής τέκνου.

Κατά το Δικαστήριο, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δεν ασκεί επιρροή η χρονική διάρκεια του διαστήματος κατά το οποίο ο ενδιαφερόμενος διέμενε στο κράτος μέλος όπου αφιερώθηκε στην ανατροφή των τέκνων του.

Κατά συνέπεια, σε μια τέτοια περίπτωση, το κράτος μέλος που οφείλει την επίμαχη στην κύρια δίκη σύνταξη δεν μπορεί να αποκλείσει τον συνυπολογισμό περιόδων ανατροφής τέκνου για τον λόγο και μόνον ότι οι περίοδοι αυτές συμπληρώθηκαν εντός άλλου κράτους μέλους, διότι, άλλως, θα περιήγαγε σε μειονεκτική θέση τους ημεδαπούς που ασκούν το δικαίωμά τους της ελεύθερης κυκλοφορίας και, ως εκ τούτου, θα παραβίαζε το άρθρο 21 ΣΛΕΕ. Επομένως, το κράτος μέλος που οφείλει τη σύνταξη υποχρεούται, βάσει της συγκεκριμένης διάταξης, να συνυπολογίσει, για τη χορήγηση της σύνταξης, τις εν λόγω περιόδους ανατροφής, παρά το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος δεν έχει καταβάλει εισφορές στο πρώτο κράτος μέλος πριν ή αμέσως μετά τις συγκεκριμένες περιόδους ανατροφής τέκνου.


( 1 ) Το άρθρο 44 του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2009, L 284, σ. 1), διέπει τον συνυπολογισμό των περιόδων ανατροφής τέκνου.

( 2 ) Απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Reichel-Albert (C‑522/10, EU:C:2012:475). Στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι, στην περίπτωση που ένα πρόσωπο μετοικεί προσωρινά σε κράτος μέλους διαφορετικό από το κράτος μέλος καταγωγής του, το άρθρο 21 ΣΛΕΕ υποχρεώνει τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους καταγωγής να συνυπολογίζει, για τη χορήγηση συντάξεως γήρατος, τις περιόδους που αφιερώθηκαν στην ανατροφή τέκνου οι οποίες συμπληρώθηκαν σε άλλο κράτος μέλος, ως εάν οι περίοδοι αυτές να είχαν συμπληρωθεί στο έδαφός του, από πρόσωπο το οποίο έχει ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα μόνο στο πρώτο κράτος μέλος και το οποίο, κατά τη γέννηση των τέκνων του, είχε παύσει προσωρινά να εργάζεται και είχε εγκατασταθεί, για λόγους αυστηρά οικογενειακούς, στο έδαφος του δεύτερου κράτους μέλους.

( 3 ) Το άρθρο 1, στοιχείο κʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, καθώς και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 200, σ. 1, και ΕΕ 2007, L 204, σ. 30), ορίζει ότι ως «περίοδος ασφάλισης» νοούνται οι περίοδοι εισφοράς, μισθωτής δραστηριότητας ή μη μισθωτής δραστηριότητας, όπως αυτές ορίζονται ή αναγνωρίζονται ως περίοδοι ασφάλισης από τη νομοθεσία, υπό την οποία έχουν ή θεωρούνται ότι έχουν πραγματοποιηθεί, καθώς και όλες οι εξομοιούμενες με αυτές περίοδοι, στον βαθμό που έχουν αναγνωρισθεί από τη νομοθεσία αυτή ως ισοδύναμες με περιόδους ασφάλισης.