Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 5ης Μαρτίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Οδηγία 91/477/ΕΟΚ – Έλεγχος της απόκτησης και της κατοχής όπλων – Απαγορευμένα πυροβόλα όπλα ή πυροβόλα όπλα για τα οποία απαιτείται άδεια – Ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα – Οδηγία 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2017/853 – Άρθρο 7, παράγραφος 4α – Δυνατότητα των κρατών μελών να επιβεβαιώνουν, να ανανεώνουν ή να παρατείνουν τις άδειες – Φερόμενη αδυναμία άσκησης της δυνατότητας αυτής όσον αφορά τα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα που έχουν μετατραπεί είτε σε όπλα εκτόξευσης αβολίδωτων φυσιγγίων είτε σε όπλα χαιρετισμού ή κρότου – Κύρος – Άρθρο 17, παράγραφος 1, και άρθρα 20 και 21, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης»

Στην υπόθεση C‑234/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο, Βέλγιο) με απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Απριλίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

Défense Active des Amateurs d’Armes ASBL,

NG,

WL

κατά

Conseil des ministres,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev (εισηγητή), K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο, T. von Danwitz, Z. Csehi και O. Spineanu-Matei, προέδρους τμήματος, M. Ilešič, J.‑C. Bonichot, A. Kumin, I. Ziemele, Δ. Γρατσία, M. L. Arastey Sahún και M. Gavalec, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: M. Krausenböck, διοικητική υπάλληλος, και στη συνέχεια I. Illéssy, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Σεπτεμβρίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι Défense Active des Amateurs d’Armes ASBL, NG και WL, εκπροσωπούμενοι από τον F. Judo, advocaat,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. Pochet και L. Van den Broeck, επικουρούμενες από τους S. Ronse και G. Vyncke, advocaten,

–        το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους J. Étienne, M. Menegatti και R. van de Westelaken,

–        το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον J. Lotarski, τον K. Pleśniak και την L. Vétillard,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον R. Tricot και την C. Valero,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Νοεμβρίου 2022,

έχοντας υπόψη τη διάταξη περί επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας της 28ης Φεβρουαρίου 2023, και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Μαΐου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pochet, επικουρούμενη από τους S. Ronse και G. Vyncke, advocaten,

–        το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους M. Menegatti και R. van de Westelaken,

–        το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον K. Pleśniak και την L. Vétillard,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον R. Tricot και την C. Valero,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά το κύρος του άρθρου 7, παράγραφος 4α, της οδηγίας 91/477/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1991, σχετικά με τον έλεγχο της απόκτησης και της κατοχής όπλων (ΕΕ 1991, L 256, σ. 51), όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2017/853 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2017 (ΕΕ 2017, L 137, σ. 22).

2        Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των Défense Active des Amateurs d’Armes ASBL, NG και WL (στο εξής, από κοινού: DAAA κ.λπ.) και, αφετέρου, του Conseil des ministres (Υπουργικού Συμβουλίου, Βέλγιο) σχετικά, μεταξύ άλλων, με το κύρος διάταξης βελγικού νόμου η οποία δεν προέβλεπε, ως μεταβατικό μέτρο, τη δυνατότητα διατήρησης της κατοχής ημιαυτόματων πυροβόλων όπλων που είχαν μετατραπεί είτε σε όπλα εκτόξευσης αβολίδωτων φυσιγγίων είτε σε όπλα χαιρετισμού ή κρότου και τα οποία είχαν νομίμως αποκτηθεί και καταχωριστεί πριν από τις 13 Ιουνίου 2017, δυνατότητα η οποία αντιθέτως προβλεπόταν για τα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα που δεν είχαν υποστεί τέτοια μετατροπή.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 91/477 διαλαμβάνει τα εξής:

«[Εκτιμώντας] ότι οι κανόνες αυτοί θα δημιουργήσουν μεγαλύτερη αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της προστασίας της ασφάλειας των προσώπων, στο μέτρο που αυτή βασίζεται σε νομοθεσίες εν μέρει εναρμονισμένες· ότι θα πρέπει, για το σκοπό αυτό, να προβλεφθούν κατηγορίες πυροβόλων όπλων των οποίων η απόκτηση και η κατοχή από ιδιώτες είτε θα απαγορεύεται είτε θα υπόκειται σε άδεια ή δήλωση».

4        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008 (ΕΕ 2008, L 179, σ. 5), είχε ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως “πυροβόλο όπλο” νοείται οποιοδήποτε φορητό όπλο με κάννη το οποίο εξακοντίζει, είναι σχεδιασμένο να εξακοντίζει ή μπορεί να μετατραπεί ώστε να εξακοντίζει σφαίρα, βολίδα ή βλήμα μέσω της ενέργειας εκρηκτικής ύλης, εκτός εάν εξαιρείται για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο μέρος ΙΙΙ του παραρτήματος Ι. Τα πυροβόλα όπλα κατατάσσονται σε κατηγορίες στο μέρος II του παραρτήματος I.

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, θεωρείται ότι ένα αντικείμενο μπορεί να μετατραπεί ώστε να εξακοντίζει σφαίρα, βολίδα ή βλήμα μέσω της ενέργειας εκρηκτικής ύλης, εάν:

–        έχει τη μορφή πυροβόλου όπλου· και

–        λόγω της κατασκευής του ή του υλικού από το οποίο είναι κατασκευασμένο, μπορεί να υποστεί τη μετατροπή αυτή.»

5        Κατά το παράρτημα Ι, μέρος ΙΙ, Α, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/51, ενέπιπταν, μεταξύ άλλων, στην κατηγορία «Κατηγορία Β – Πυροβόλα όπλα για τα οποία απαιτείται άδεια»:

«1.      Τα βραχέα ημιαυτόματα ή επαναληπτικά πυροβόλα όπλα.

[…]

4.      Τα μακρύκαννα ημιαυτόματα όπλα των οποίων η αποθήκη φυσιγγίων και η θαλάμη μπορούν να φέρουν πάνω από τρία φυσίγγια.

5.      Τα μακρύκαννα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα των οποίων η αποθήκη φυσιγγίων και η θαλάμη μπορούν να περιέχουν περισσότερα από τρία φυσίγγια, τα οποία φέρουν κινητό γεμιστήρα, ή για τα οποία δεν μπορεί να υπάρξει εγγύηση ότι αποκλείεται να μετατραπούν, με συνήθη εργαλεία, σε όπλα των οποίων η αποθήκη φυσιγγίων και η θαλάμη δεν μπορούν να περιέχουν περισσότερα από τρία φυσίγγια.

6.      Τα μακρύκαννα επαναληπτικά και ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα με λεία κάννη η οποία δεν υπερβαίνει τα 60 cm.

7.      Τα ημιαυτόματα μη πολεμικά πυροβόλα όπλα που έχουν τη μορφή αυτόματου πυροβόλου όπλου.»

6        Το παράρτημα Ι, μέρος ΙΙΙ, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/51, όριζε τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, δεν περιλαμβάνονται στον ορισμό των πυροβόλων όπλων, τα αντικείμενα που ανταποκρίνονται στον ορισμό αυτόν αλλά τα οποία:

α)      έχουν καταστεί οριστικά ακατάλληλα προς χρήση μέσω απενεργοποίησης, ώστε να εξασφαλίζεται ότι όλα τα ουσιώδη μέρη του πυροβόλου όπλου κατέστησαν οριστικά ακατάλληλα προς χρήση και μη δυνάμενα να αφαιρεθούν, να αντικατασταθούν ή να τροποποιηθούν κατά τρόπο που να καθιστά δυνατή οποιαδήποτε ενδεχόμενη επανενεργοποίηση·

[…]».

7        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853, περιείχε, στα σημεία 1 και 3 έως 5, τους ακόλουθους ορισμούς:

«1)      “πυροβόλο όπλο”: οποιοδήποτε φορητό όπλο με κάννη το οποίο εκτοξεύει, είναι σχεδιασμένο να εκτοξεύει ή μπορεί να μετατραπεί ώστε να εκτοξεύει βολίδα ή βλήμα μέσω της ενέργειας εκρηκτικής ύλης, εκτός εάν εξαιρείται από τον εν λόγω ορισμό για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο παράρτημα I μέρος III. Τα πυροβόλα όπλα κατατάσσονται στο παράρτημα I μέρος II.

Θεωρείται ότι ένα αντικείμενο μπορεί να μετατραπεί ώστε να εκτοξεύει βολίδα ή βλήμα μέσω της ενέργειας εκρηκτικής ύλης, εάν:

α)      έχει τη μορφή πυροβόλου όπλου· και

β)      λόγω της κατασκευής του ή του υλικού από το οποίο είναι κατασκευασμένο, μπορεί να υποστεί τη μετατροπή αυτή·

[…]

3)      “πυρομαχικά”: τα πλήρη φυσίγγια ή τα συστατικά μέρη τους, συμπεριλαμβανομένων του κάλυκα, του καψυλλίου, της προωθητικής πυρίτιδας, των βολίδων ή βλημάτων που χρησιμοποιούνται σε ένα πυροβόλο όπλο, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά υπόκεινται αυτοτελώς σε αδειοδότηση στο οικείο κράτος μέλος·

4)      “όπλα που χρησιμοποιούνται για να δίνουν σήμα συναγερμού και για σηματοδοσία”: συσκευές οι οποίες είναι σχεδιασμένες ώστε να δέχονται και να πυροδοτούν μόνο αβολίδωτα φυσίγγια, ερεθιστικές ουσίες, άλλες ενεργές ουσίες ή πυροτεχνικά βλήματα σηματοδοσίας, και οι οποίες δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν ώστε να εκτοξεύουν βολίδα ή βλήμα μέσω της ενέργειας εκρηκτικής ύλης·

5)      “όπλα χαιρετισμού και κρότου”: πυροβόλα όπλα που έχουν υποστεί ειδική μετατροπή προκειμένου να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για την εκτόξευση αβολίδωτων φυσιγγίων, για χρήσεις όπως οι θεατρικές παραστάσεις, φωτογραφίσεις, κινηματογραφικά ή τηλεοπτικά γυρίσματα, ιστορικές αναπαραστάσεις, παρελάσεις, αθλητικές εκδηλώσεις και εκπαίδευση».

8        Το άρθρο 7, παράγραφος 4α, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853, όριζε τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να επιβεβαιώνουν, ανανεώνουν ή να παρατείνουν άδειες για ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα που κατατάσσονται στο σημείο 6, 7 ή 8 της κατηγορίας Α, όσον αφορά πυροβόλο όπλο ταξινομημένο στην κατηγορία Β, και τα οποία έχουν αποκτηθεί νόμιμα και καταχωριστεί πριν τις 13 Ιουνίου 2017, με την επιφύλαξη των υπολοίπων προϋποθέσεων που τίθενται στην παρούσα οδηγία. Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την απόκτηση τέτοιων πυροβόλων όπλων από άλλα πρόσωπα στα οποία έχουν χορηγηθεί άδειες από κράτη μέλη σύμφωνα με την παρούσα οδηγία […]».

9        Κατά το παράρτημα Ι, μέρος ΙΙ, Α, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853, ενέπιπταν στην κατηγορία «Κατηγορία Α – Απαγορευμένα πυροβόλα όπλα»:

«1.      Εκρηκτικοί στρατιωτικοί μηχανισμοί και εκτοξευτές.

2.      Τα αυτόματα πυροβόλα όπλα.

3.      Τα πυροβόλα όπλα που έχουν τη μορφή άλλου αντικειμένου.

4.      Τα πυρομαχικά με διατρητικές, εκρηκτικές ή εμπρηστικές σφαίρες καθώς και τα βλήματα γι’ αυτά τα πυρομαχικά.

5.      Τα πυρομαχικά για πιστόλια και περίστροφα με διαστελλόμενα βλήματα καθώς και τα βλήματα αυτά, εκτός από τα κυνηγετικά όπλα και τα όπλα σκοποβολής για τα πρόσωπα που έχουν σχετική άδεια να χρησιμοποιούν τα όπλα αυτά.

6.      Τα αυτόματα πυροβόλα όπλα που έχουν μετατραπεί σε ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα, με την επιφύλαξη του άρθρου 7 παράγραφος 4α.

7.      Οποιοδήποτε από τα ακόλουθα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα με κεντρική επίκρουση:

α)      βραχύκαννα πυροβόλα όπλα ικανά για περισσότερες από 21 βολές χωρίς επαναγέμιση, εάν:

i)      γεμιστήρας χωρητικότητας μεγαλύτερης των 20 φυσιγγίων αποτελεί μέρος του εν λόγω πυροβόλου όπλου· ή

ii)      σε αυτό εισάγεται αφαιρούμενος γεμιστήρας χωρητικότητας μεγαλύτερης των 20 φυσιγγίων·

β)      μακρύκαννα πυροβόλα όπλα ικανά για περισσότερες από 11 βολές χωρίς επαναγέμιση, εάν:

i)      γεμιστήρας χωρητικότητας μεγαλύτερης των 10 φυσιγγίων αποτελεί μέρος του εν λόγω πυροβόλου όπλου· ή

ii)      σε αυτό εισάγεται αφαιρούμενος γεμιστήρας χωρητικότητας μεγαλύτερης των 10 φυσιγγίων.

8.      Ημιαυτόματα μακρύκαννα πυροβόλα όπλα (δηλαδή πυροβόλα όπλα που προβλέπεται αρχικά να πυροδοτούνται από τον ώμο) των οποίων το μήκος μπορεί να μειωθεί κάτω των 60 cm, χωρίς απώλειες όσον αφορά τη λειτουργικότητα, με αναδιπλούμενο ή τηλεσκοπικό κοντάκι ή με κοντάκι που μπορεί να αφαιρεθεί χωρίς εργαλεία.

9.      Οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο αυτής της κατηγορίας που έχει μετατραπεί είτε σε όπλο που εκτοξεύει αβολίδωτα φυσίγγια, ερεθιστικές ουσίες, άλλες ενεργές ουσίες ή πυροτεχνικά βλήματα είτε σε όπλο χαιρετισμού ή κρότου.»

10      Οι αιτιολογικές σκέψεις 20 και 31 της οδηγίας 2017/853 είχαν ως εξής:

«(20)      Ο κίνδυνος μετατροπής των όπλων κρότου και άλλων ειδών όπλων αβολίδωτων φυσιγγίων σε πραγματικά πυροβόλα όπλα είναι μεγάλος. Επομένως, είναι ουσιώδες να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της χρήσης των εν λόγω πυροβόλων όπλων που έχουν υποστεί μετατροπή για τη διάπραξη εγκλημάτων, ειδικότερα μέσω της υπαγωγής τους στο πεδίο εφαρμογής της [οδηγίας 91/477]. Επιπλέον, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος να κατασκευάζονται όπλα που χρησιμοποιούνται για να δίνουν σήμα συναγερμού και για σηματοδοσία με τρόπο που να επιτρέπει τη μετατροπή τους για την εκτόξευση βολίδας ή βλήματος μέσω της ενέργειας εκρηκτικής ύλης, η [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει τεχνικές προδιαγραφές προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν θα είναι δυνατή η εν λόγω μετατροπή.

[…]

(31)      Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [(στο εξής: Χάρτης)].»

11      Η οδηγία 91/477 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία (ΕΕ) 2021/555 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Μαρτίου 2021, σχετικά με τον έλεγχο της απόκτησης και της κατοχής όπλων (ΕΕ 2021, L 115, σ. 1).

 Το βελγικό δίκαιο

12      Τα άρθρα 151 έως 163 του loi portant des dispositions diverses en matière pénale et en matière de cultes, et modifiant la loi du 28 mai 2002 relative à l’euthanasie et le Code pénal social (νόμου σχετικά με διάφορες διατάξεις για ποινικά και θρησκευτικά θέματα και για την τροποποίηση του νόμου της 28ης Μαΐου 2002 σχετικά με την ευθανασία και τον κοινωνικό ποινικό κώδικα), της 5ης Μαΐου 2019 (Moniteur belge της 24ης Μαΐου 2019, σ. 50023, στο εξής: νόμος της 5ης Μαΐου 2019), τροποποίησαν διάφορες διατάξεις του loi réglant des activités économiques et individuelles avec des armes (νόμου περί οικονομικής και ατομικής φύσεως δραστηριοτήτων σχετικών με όπλα), της 8ης Ιουνίου 2006 (Moniteur belge της 9ης Ιουνίου 2006, σ. 29840, στο εξής: νόμος της 8ης Ιουνίου 2006), με σκοπό, μεταξύ άλλων, τη μερική μεταφορά της οδηγίας 2017/853 στη βελγική έννομη τάξη.

13      Στο πλαίσιο αυτό, θεσπίστηκε το άρθρο 153, σημείο 3, του νόμου της 5ης Μαΐου 2019 για τη μεταφορά στην εν λόγω έννομη τάξη των σημείων 6 και 8 της κατηγορίας Α του παραρτήματος I, μέρος II, A, της οδηγίας 91/477, το οποίο τροποποίησε το άρθρο 3, παράγραφος 1, του νόμου της 8ης Ιουνίου 2006 ως εξής:

«Ως απαγορευμένα όπλα θεωρούνται:

[…]

19°      τα αυτόματα πυροβόλα όπλα που έχουν μετατραπεί σε ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα·

20°      τα ημιαυτόματα μακρύκαννα πυροβόλα όπλα των οποίων το μήκος μπορεί να μειωθεί κάτω των 60 cm, χωρίς απώλειες όσον αφορά τη λειτουργικότητα, με αναδιπλούμενο ή τηλεσκοπικό κοντάκι ή με κοντάκι που μπορεί να αφαιρεθεί χωρίς εργαλεία».

14      Το άρθρο 153, σημείο 5, του νόμου της 5ης Μαΐου 2019 τροποποίησε το εν λόγω άρθρο 3 εισάγοντας σε αυτό την παράγραφο 4, η οποία ορίζει τα εξής:

«Τα πυροβόλα όπλα τα οποία έχουν μετατραπεί σε όπλα εκτόξευσης αβολίδωτων φυσιγγίων, ερεθιστικών ουσιών, άλλων ενεργών ουσιών ή πυροτεχνικών βλημάτων ή τα οποία έχουν μετατραπεί σε όπλα χαιρετισμού και κρότου, καθώς και τα πυροβόλα όπλα που δεν έχουν υποστεί μετατροπή προς τον σκοπό αυτόν και χρησιμεύουν αποκλειστικά για την εκτόξευση των προαναφερθέντων φυσιγγίων ή ουσιών, εξακολουθούν να εμπίπτουν στην κατηγορία στην οποία είχαν ενταχθεί βάσει των παραγράφων 1 και 3.»

15      Ο νόμος αυτός τροποποίησε επίσης τον νόμο της 8ης Ιουνίου 2006 εισάγοντας, στο άρθρο 2 του τελευταίου, το σημείο 26/1, το οποίο ορίζει τα «όπλα χαιρετισμού ή κρότου» ως «τα πυροβόλα όπλα που έχουν κατασκευαστεί ή μετατραπεί προκειμένου να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για την εκτόξευση αβολίδωτων φυσιγγίων, για χρήσεις όπως οι θεατρικές παραστάσεις, φωτογραφίσεις, κινηματογραφικά ή τηλεοπτικά γυρίσματα, ιστορικές αναπαραστάσεις, παρελάσεις, αθλητικές εκδηλώσεις και εκπαίδευση».

16      Με το άρθρο 163 του νόμου της 5ης Μαΐου 2019, ο Βέλγος νομοθέτης έκανε χρήση της δυνατότητας που παρέχει το άρθρο 7, παράγραφος 4α, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853, εισάγοντας στον νόμο της 8ης Ιουνίου 2006 το άρθρο 45/2, το οποίο προβλέπει τα εξής:

«Όσοι απέκτησαν νομίμως και καταχώρισαν στα σχετικά μητρώα πριν τις 13 Ιουνίου 2017 όπλο που αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, σημεία 19 και 20, είτε κατόπιν χορήγησης αδείας είτε κατόπιν καταχώρισης βάσει άδειας θήρας, ειδικού πιστοποιητικού φύλαξης ή άδειας αθλητή σκοποβολής, είτε κατόπιν καταχώρισης στο μητρώο εγκεκριμένου προσώπου, μπορούν να συνεχίσουν να κατέχουν το όπλο αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις σχετικά με την κατοχή όπλων. Το όπλο αυτό μπορεί να μεταβιβαστεί μόνο σε αθλητές σκοποβολής […] και σε οπλοπώλες, συλλέκτες ή εγκεκριμένα για τον σκοπό αυτόν μουσεία. Το πυροβόλο όπλο μπορεί επίσης να απενεργοποιηθεί […] ή να παραδοθεί.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

17      Με δικόγραφο της 22ας Νοεμβρίου 2019, οι DAAA κ.λπ. άσκησαν ενώπιον του Cour constitutionnelle (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Βέλγιο) προσφυγή ακυρώσεως, ιδίως, του άρθρου 153, σημείο 5, του νόμου της 5ης Μαΐου 2019. Κατά την άποψή τους, η διάταξη αυτή αντιβαίνει, μεταξύ άλλων, σε διάφορες διατάξεις του βελγικού Συντάγματος, στο άρθρο 49 του Χάρτη και στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσον προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι τα πυροβόλα όπλα που έως τις 3 Ιουνίου 2019 πωλούνταν ελεύθερα στο Βέλγιο, ήτοι όπλα που είχαν μετατραπεί είτε σε όπλα που εκτοξεύουν αβολίδωτα φυσίγγια, ερεθιστικές ουσίες, άλλες ενεργές ουσίες ή πυροτεχνικά βλήματα είτε σε όπλα χαιρετισμού ή κρότου, και τα πυροβόλα όπλα που δεν είχαν υποστεί μετατροπή προς τον σκοπό αυτόν και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εκτόξευση των προαναφερθέντων φυσιγγίων ή ουσιών, υπόκεινται, από την ημερομηνία αυτή, σε άδεια ή απαγορεύονται, χωρίς να προβλέπεται μεταβατική διάταξη για τα πρόσωπα που είχαν νομίμως αποκτήσει και καταχωρίσει τέτοιου είδους πυροβόλα όπλα πριν από την εν λόγω ημερομηνία. Συνεπώς, από την ημερομηνία αυτή, τα εν λόγω πρόσωπα διατρέχουν τον κίνδυνο να διωχθούν ποινικώς για τον λόγο ότι κατέχουν τέτοιου είδους πυροβόλα όπλα, παρότι δεν τους δόθηκε η δυνατότητα να προετοιμαστούν προκειμένου να συμμορφωθούν προς το εν λόγω άρθρο 153, σημείο 5.

18      Επιπλέον, κατά τους DAAA κ.λπ., το εν λόγω άρθρο 153, σημείο 5, εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ, αφενός, των κατόχων τέτοιων πυροβόλων όπλων που έχουν υποστεί μετατροπή και, αφετέρου, των κατόχων λοιπών πυροβόλων όπλων τα οποία καθίστανται επίσης απαγορευμένα όπλα μετά την έναρξη ισχύος του νόμου της 5ης Μαΐου 2019, αλλά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του μεταβατικού καθεστώτος του άρθρου 163 του νόμου αυτού. Φρονούν ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση δεν εξυπηρετεί τον σκοπό της προαγωγής της ασφάλειας δικαίου ούτε δικαιολογείται ευλόγως, διότι οι κάτοχοι μετατραπέντων πυροβόλων όπλων δεν έχουν τη δυνατότητα να συμμορφωθούν προς τους νέους κανόνες και να αποφύγουν ενδεχόμενες ποινικές διώξεις.

19      Επιπλέον, οι DAAA κ.λπ. φρονούν ότι η διάταξη του άρθρου 153, σημείο 5, συνεπάγεται εν τοις πράγμασι απαλλοτρίωση, δεδομένου ότι έχει ως αποτέλεσμα οι κάτοχοι νομίμως αποκτηθέντος πυροβόλου όπλου να μη μπορούν αίφνης να συνεχίσουν να το κατέχουν. Εκτιμούν ότι, στο μέτρο που η επέμβαση αυτή στο δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν συνοδεύεται από προηγούμενη πλήρη αποζημίωση, η εν λόγω διάταξη προσβάλλει το δικαίωμα αυτό.

20      Το Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο) επισημαίνει ότι το άρθρο 153, σημείο 5, του νόμου της 5ης Μαΐου 2019, σε συνδυασμό με το άρθρο 163 του ίδιου νόμου, δεν προβλέπει μεταβατικό καθεστώς υπέρ των προσώπων που είχαν νομίμως αποκτήσει και καταχωρίσει πριν από τις 13 Ιουνίου 2017 πυροβόλο όπλο το οποίο έχει υποστεί μετατροπή προκειμένου να χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο για την εκτόξευση αβολίδωτων φυσιγγίων. Επισημαίνει ότι ο νόμος αυτός δεν ρυθμίζει ούτε τον τρόπο με τον οποίο τα πρόσωπα που είχαν νομίμως αποκτήσει, πριν από την ημερομηνία αυτή, ένα τέτοιο όπλο μπορούν να συμμορφωθούν με το νέο καθεστώς που, δυνάμει του νόμου αυτού, ισχύει πλέον για το οικείο όπλο, ήτοι είτε ως απαγορευμένο όπλο είτε ως όπλο για το οποίο απαιτείται άδεια. Όταν όμως ο νομοθέτης αυστηροποιεί ένα υφιστάμενο σύστημα, οφείλει να μεριμνά ώστε τα πρόσωπα που έχουν νομίμως αποκτήσει ένα τέτοιο όπλο υπό το κράτος του παλαιού συστήματος να έχουν τη δυνατότητα να συμμορφωθούν προς τη νέα ρύθμιση.

21      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, πριν από την έναρξη ισχύος του άρθρου 153, σημείο 5, του νόμου της 5ης Μαΐου 2019, τα πυροβόλα όπλα που είχαν υποστεί μετατροπή προκειμένου να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για την εκτόξευση αβολίδωτων φυσιγγίων πωλούνταν ελεύθερα στο Βέλγιο, ανεξαρτήτως της κατηγορίας στην οποία θα ανήκαν, εάν δεν είχαν υποστεί την εν λόγω μετατροπή. Μετά την έναρξη ισχύος της διατάξεως αυτής, τα πρόσωπα που είχαν αποκτήσει και καταχωρίσει πριν από τις 13 Ιουνίου 2017 ένα τέτοιο πυροβόλο όπλο, το οποίο, χωρίς τη μετατροπή αυτή, θα ενέπιπτε στην κατηγορία των απαγορευμένων όπλων, βρέθηκαν αίφνης να κατέχουν ένα απαγορευμένο όπλο, το οποίο δεν μπορούσαν, μεταξύ άλλων, ούτε να διατηρήσουν υπό την κατοχή τους ούτε να διαθέσουν.

22      Ομοίως, μετά την έναρξη ισχύος της εν λόγω διατάξεως, όσοι δεν διέθεταν την απαιτούμενη άδεια για πυροβόλο όπλο που έχει υποστεί μετατροπή προκειμένου να χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο για την εκτόξευση αβολίδωτων φυσιγγίων και είχαν αποκτήσει και καταχωρίσει, πριν από τις 13 Ιουνίου 2017, ένα τέτοιο πυροβόλο όπλο, το οποίο, χωρίς τη μετατροπή αυτή, θα ενέπιπτε στην κατηγορία των όπλων για τα οποία απαιτείται άδεια, κατείχαν αίφνης ένα πυροβόλο όπλο το οποίο δεν μπορούσαν να κατέχουν δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του νόμου της 8ης Ιουνίου 2006. Κατά το αιτούν δικαστήριο, δεδομένου ότι η τελευταία αυτή διάταξη απαιτεί η εν λόγω άδεια να λαμβάνεται «πριν» από την απόκτηση του επίμαχου όπλου, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα δεν έχουν καμία δυνατότητα να τακτοποιήσουν την κατάστασή τους.

23      Το Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο) εκτιμά ότι το άρθρο 153, σημείο 5, του νόμου της 5ης Μαΐου 2019, σε συνδυασμό με το άρθρο 163 του ίδιου νόμου, εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ, αφενός, των προσώπων τα οποία, πριν από τις 13 Ιουνίου 2017, είχαν νομίμως αποκτήσει και καταχωρίσει ημιαυτόματο όπλο κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, σημεία 19 και 20, του νόμου της 8ης Ιουνίου 2006, και, αφετέρου, των προσώπων τα οποία, πριν από την ημερομηνία αυτή, είχαν νομίμως αποκτήσει και καταχωρίσει πυροβόλο όπλο που είχε μετατραπεί προκειμένου να χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο για την εκτόξευση αβολίδωτων φυσιγγίων κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 4, του τελευταίου αυτού νόμου. Κατά το αιτούν δικαστήριο, ενώ οι δύο αυτές κατηγορίες προσώπων είχαν νομίμως αποκτήσει και καταχωρίσει το οικείο πυροβόλο όπλο σε χρόνο κατά τον οποίον δεν υποχρεούνταν να γνωρίζουν ότι επέκειτο τροποποίηση του καθεστώτος του, μόνον τα πρόσωπα που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία επωφελούνται από μεταβατικό καθεστώς που τους επιτρέπει να συνεχίσουν να κατέχουν το ημιαυτόματο πυροβόλο όπλο τους, το οποίο είναι πλέον απαγορευμένο, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις κατοχής όπλων.

24      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η διαφορετική αυτή μεταχείριση απορρέει από το άρθρο 7, παράγραφος 4α, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853, το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίσουν μεταβατικό καθεστώς υπέρ των προσώπων που είχαν νομίμως αποκτήσει και καταχωρίσει, πριν από τις 13 Ιουνίου 2017, ημιαυτόματο όπλο κατά την έννοια των σημείων 6 έως 8 της «Κατηγορία[ς] Α – Απαγορευμένα πυροβόλα όπλα» του παραρτήματος I, μέρος II, A, της οδηγίας 91/477, όπως η τελευταία τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853 (στο εξής: κατηγορίες A.6 έως A.8), ενώ καμία διάταξη της οδηγίας 91/477, όπως η τελευταία τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853, δεν επιτρέπει να προβλεφθεί μεταβατικό καθεστώς υπέρ των προσώπων που είχαν νομίμως αποκτήσει και καταχωρίσει πριν από την ημερομηνία αυτή πυροβόλο όπλο που έχει υποστεί μετατροπή προκειμένου να χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο για την εκτόξευση αβολίδωτων φυσιγγίων.

25      Ως εκ τούτου, τίθεται το ζήτημα εάν το εν λόγω άρθρο 7, παράγραφος 4α, συνάδει με το άρθρο 17, παράγραφος 1, και τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη καθώς και με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσον δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέψουν μεταβατικό καθεστώς για τα πυροβόλα όπλα που αναφέρονται στο σημείο 9 της «Κατηγορία[ς] Α – Απαγορευμένα πυροβόλα όπλα» του παραρτήματος I, μέρος II, A, της οδηγίας 91/477, όπως η τελευταία τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853 (στο εξής: κατηγορία A.9), τα οποία είχαν νομίμως αποκτηθεί και καταχωριστεί πριν από τις 13 Ιουνίου 2017, ενώ τους επιτρέπει να θεσπίσουν μεταβατικό καθεστώς για τα πυροβόλα όπλα που εμπίπτουν στις κατηγορίες A.6 έως A.8 και είχαν νομίμως αποκτηθεί και καταχωριστεί πριν από την ημερομηνία αυτή.

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιβαίνει το άρθρο 7, παράγραφος 4α, της οδηγίας [91/477, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853], σε συνδυασμό με [τα σημεία 6 έως 9 της “Κατηγορίας Α, – Απαγορευμένα πυροβόλα όπλα” του παραρτήματος I, μέρος II, A, της ίδιας οδηγίας], προς [το άρθρο] 17, παράγραφος 1, [και τα άρθρα] 20 και 21 του [Χάρτη] και προς την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσον δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέψουν μεταβατικό καθεστώς για τα πυροβόλα όπλα της κατηγορίας Α.9 τα οποία έχουν νομίμως αποκτηθεί και καταχωριστεί στο σχετικό μητρώο πριν από τις 13 Ιουνίου 2017, ενώ τους επιτρέπει να προβλέψουν μεταβατικό καθεστώς για τα πυροβόλα όπλα των κατηγοριών Α.6 έως Α.8 τα οποία έχουν νομίμως αποκτηθεί και καταχωριστεί στο μητρώο αυτό πριν από τις 13 Ιουνίου 2017;»

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

27      Η Επιτροπή επισημαίνει, αφενός, ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4α, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853, επιτρέπει στα κράτη μέλη μόνο να επιβεβαιώνουν, να ανανεώνουν ή να παρατείνουν υφιστάμενες άδειες και, αφετέρου, ότι από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, πριν από τη μεταφορά της οδηγίας 2017/853 στη βελγική έννομη τάξη, δεν απαιτούνταν στο Βέλγιο άδεια για τα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα που έχουν μετατραπεί σε όπλα αβολίδωτων φυσιγγίων, αλλά τα όπλα αυτά πωλούνταν ελεύθερα.

28      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή εκτιμά ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το εν λόγω άρθρο 7, παράγραφος 4α, αφορά και τα πυροβόλα όπλα της κατηγορίας A.9, το Βασίλειο του Βελγίου δεν ήταν σε θέση να ασκήσει, σε σχέση με τα πυροβόλα όπλα, τη δυνατότητα που του παρέχει η διάταξη αυτή. Επομένως, κατά την άποψή της, η απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα ουδεμία επιρροή ασκεί στην κατάσταση των προσφευγόντων της κύριας δίκης, όπως αυτή περιγράφεται στην απόφαση περί παραπομπής, πράγμα που καθιστά το εν λόγω ερώτημα υποθετικό.

29      Συναφώς, λαμβανομένου υπόψη του τεκμηρίου λυσιτέλειας του οποίου απολαύουν τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν, όπως εν προκειμένω, δεν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία ή η εκτίμηση του κύρους διατάξεως του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, η ένσταση με την οποία προβάλλεται αδυναμία εφαρμογής της διατάξεως αυτής στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν αφορά το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, αλλά την ουσία του υποβληθέντος ερωτήματος (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 114 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Συνεπώς, η αίτηση προδικαστικής απόφασης είναι παραδεκτή.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

31      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 7, παράγραφος 4α, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853, σε συνδυασμό με τα σημεία 6 έως 9 της «Κατηγορία[ς] Α – Απαγορευμένα πυροβόλα όπλα» του παραρτήματος I, μέρος II, A, της οδηγίας 91/477, όπως η τελευταία τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853, είναι έγκυρο υπό το πρίσμα του άρθρου 17, παράγραφος 1, και των άρθρων 20 και 21 του Χάρτη, καθώς και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

32      Όπως προκύπτει τόσο από τις διευκρινίσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο όσο και από τη διατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος, το ερώτημα αυτό στηρίζεται στην παραδοχή ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4α, επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέψουν μεταβατικό καθεστώς για τα πυροβόλα όπλα των κατηγοριών A.6 έως A.8, τα οποία αποκτήθηκαν και καταχωρίστηκαν νομίμως πριν από τις 13 Ιουνίου 2017, αλλά δεν επιτρέπει το ίδιο όσον αφορά τα πυροβόλα όπλα της κατηγορίας A.9.

33      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει κατ’ αρχάς να εξακριβωθεί εάν το άρθρο 7, παράγραφος 4α, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέψουν μεταβατικό καθεστώς για τα πυροβόλα όπλα της κατηγορίας A.9, τα οποία αποκτήθηκαν και καταχωρίστηκαν νομίμως πριν από τις 13 Ιουνίου 2017.

34      Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχει τέτοια περίπτωση, πρέπει, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η διάταξη αυτή να ερμηνευθεί λαμβανομένων υπόψη όχι μόνον του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται και των σκοπών που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Sea Watch, C‑14/21 και C‑15/21, EU:C:2022:604, σκέψη 115 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Επιπλέον, κατά γενική ερμηνευτική αρχή, μια πράξη της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο που να μη θίγει το κύρος της και να συνάδει με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου και, μεταξύ άλλων, με τις διατάξεις του Χάρτη. Ως εκ τούτου, όταν διάταξη του παράγωγου δικαίου της Ένωσης επιδέχεται περισσότερες από μία ερμηνείες, πρέπει να προτιμάται η ερμηνεία που καθιστά τη διάταξη σύμφωνη με το πρωτογενές δίκαιο, και όχι εκείνη η οποία θα συνεπαγόταν το ασυμβίβαστό της με το πρωτογενές δίκαιο (απόφαση της 21ης Ιουνίου 2022, Ligue des droits humains, C‑817/19, EU:C:2022:491, σκέψη 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Πρώτον, όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 4α, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853, υπενθυμίζεται ότι η διάταξη αυτή επιτρέπει στα κράτη μέλη, μεταξύ άλλων, «να αποφασίζουν να επιβεβαιώνουν, ανανεώνουν ή να παρατείνουν άδειες για ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα που κατατάσσονται στο σημείο 6, 7 ή 8 της κατηγορίας Α, όσον αφορά πυροβόλο όπλο ταξινομημένο στην κατηγορία Β, και τα οποία έχουν αποκτηθεί νόμιμα και καταχωριστεί πριν τις 13 Ιουνίου 2017, με την επιφύλαξη των υπολοίπων προϋποθέσεων που τίθενται στην οδηγία [αυτή]».

37      Από τη διατύπωση αυτή προκύπτει ότι η δυνατότητα την οποία παρέχει η διάταξη αυτή στα κράτη μέλη, ήτοι η δυνατότητα να επιβεβαιώνουν, να ανανεώνουν ή να παρατείνουν άδειες, αφορά μόνον τα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα των κατηγοριών A.6 έως A.8, τα οποία, πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2017/853, είχαν ταξινομηθεί στην «Κατηγορία Β – Πυροβόλα όπλα για τα οποία απαιτείται άδεια» του παραρτήματος I, μέρος II, A, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/51 (στο εξής: κατηγορία Β), και τα οποία είχαν αποκτηθεί και καταχωριστεί νομίμως πριν από τις 13 Ιουνίου 2017. Επιπλέον, από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι η δυνατότητα αυτή παρέχεται μόνον εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπονται στην οδηγία 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853.

38      Εν προκειμένω, κατ’ αρχάς, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η πτυχή της διαφοράς της κύριας δίκης με την οποία συνδέεται το υποβληθέν ερώτημα αφορά τα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα της κατηγορίας A.9, τα οποία αποκτήθηκαν και καταχωρίστηκαν νομίμως πριν από τις 13 Ιουνίου 2017.

39      Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι οι απόψεις όσων μετείχαν στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου διίστανται ως προς το εάν τα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα που έχουν μετατραπεί είτε σε όπλα που εκτοξεύουν αβολίδωτα φυσίγγια, ερεθιστικές ουσίες, άλλες ενεργές ουσίες ή πυροτεχνικά βλήματα είτε σε όπλα χαιρετισμού ή κρότου κατατάσσονταν, πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2017/853, στην κατηγορία Β. Ειδικότερα, αναφερόμενο στις αποκλίνουσες ερμηνείες της οδηγίας 91/477 από τα κράτη μέλη, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποστηρίζει ότι, πριν από την προσθήκη της κατηγορίας A.9 με την οδηγία 2017/853, δεν ήταν σαφές εάν τα συγκεκριμένα πυροβόλα όπλα ενέπιπταν ή όχι στο πεδίο εφαρμογής της κατηγορίας Β.

40      Αντιθέτως, τέλος, όλοι οι μετέχοντες στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 8ης Μαΐου 2023 υποστήριξαν ότι τα πυροβόλα όπλα που εμπίπτουν στην κατηγορία A.9 και πληρούν τόσο τα κριτήρια της κατηγορίας αυτής όσο και εκείνα μίας από τις κατηγορίες A.6 έως A.8 μπορούν επίσης να εμπίπτουν στις τελευταίες αυτές κατηγορίες.

41      Υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου να ληφθεί υπόψη, δεύτερον, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 7, παράγραφος 4α, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853, πρέπει να εξακριβωθεί, αφενός, εάν, πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2017/853, τα επίμαχα πυροβόλα όπλα κατατάσσονταν στην κατηγορία Β και, αφετέρου, εάν μπορούν να εμπίπτουν τόσο στην κατηγορία A.9 όσο και σε μία από τις κατηγορίες A.6 έως A.8.

42      Πρώτον, όσον αφορά το ζήτημα εάν, πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2017/853, τα επίμαχα πυροβόλα όπλα κατατάσσονταν στην κατηγορία Β, διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 52 έως 55 των προτάσεών του της 24ης Νοεμβρίου 2022, τα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα που εμπίπτουν στην κατηγορία A.9, ήτοι τα όπλα που έχουν μετατραπεί είτε σε όπλα που εκτοξεύουν αβολίδωτα φυσίγγια, ερεθιστικές ουσίες, άλλες ενεργές ουσίες ή πυροτεχνικά βλήματα είτε σε όπλα χαιρετισμού ή κρότου πληρούν, παρά τη μετατροπή τους, τα κριτήρια για τον ορισμό της έννοιας του «πυροβόλου όπλου» που προβλέπονται τόσο στο άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 1, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853, όσο και στο άρθρο 1, παράγραφος 1, όπως ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2017/853.

43      Πράγματι, από το γράμμα καθεμιάς από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, υπό την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων, συνιστά, μεταξύ άλλων, πυροβόλο όπλο όχι μόνον οποιοδήποτε φορητό όπλο με κάννη το οποίο είναι σχεδιασμένο να εκτοξεύει βολίδα ή βλήμα μέσω της ενέργειας εκρηκτικής ύλης, αλλά και οποιοδήποτε φορητό όπλο με κάννη το οποίο μπορεί να υποστεί μετατροπή προς τον σκοπό αυτόν, εξυπακουομένου ότι ένα αντικείμενο θεωρείται ότι μπορεί να υποστεί μετατροπή εάν έχει τη μορφή πυροβόλου όπλου και, λόγω των δομικών χαρακτηριστικών του ή του υλικού από το οποίο είναι κατασκευασμένο, μπορεί να υποστεί τέτοια μετατροπή.

44      Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 20 της οδηγίας 2017/853 διευκρινίζει ότι ο κίνδυνος μετατροπής των όπλων κρότου και άλλων ειδών όπλων αβολίδωτων φυσιγγίων σε πραγματικά πυροβόλα όπλα είναι μεγάλος. Επιπλέον, όσον αφορά τα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα που εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, σε μία από τις κατηγορίες A.6 έως A.8, καθόσον έχουν σχεδιαστεί να εκτοξεύουν βολίδες ή βλήματα μέσω της ενέργειας εκρηκτικής ύλης, και στη συνέχεια μετατρέπονται είτε σε όπλα εκτόξευσης αβολίδωτων φυσιγγίων, ερεθιστικών ουσιών, άλλων ενεργών ουσιών ή πυροτεχνικών βλημάτων είτε σε όπλα χαιρετισμού ή κρότου, και επομένως εμπίπτουν στην κατηγορία Α.9, δεν αμφισβητείται ότι μπορούν να ανακτήσουν το προηγούμενο επίπεδο επικινδυνότητάς τους μετατρεπόμενα εκ νέου σε όπλα που μπορούν να εκτοξεύουν βολίδες ή βλήματα μέσω της ενέργειας εκρηκτικής ύλης.

45      Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από το παράρτημα I, μέρος III, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/51, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης απέκλεισε ρητώς από τον ορισμό του πυροβόλου όπλου, μεταξύ άλλων, τα αντικείμενα που έχουν καταστεί οριστικώς ακατάλληλα προς χρήση μέσω απενεργοποίησης η οποία διασφαλίζει ότι όλα τα ουσιώδη συστατικά μέρη τους έχουν καταστεί οριστικώς ακατάλληλα προς χρήση και μη δυνάμενα να αφαιρεθούν, να αντικατασταθούν ή να τροποποιηθούν κατά τρόπο που να καθιστά δυνατή οποιαδήποτε ενδεχόμενη επανενεργοποίηση. Αντιθέτως, το εν λόγω παράρτημα I, μέρος III, δεν προέβλεπε καμία τέτοιου είδους εξαίρεση όσον αφορά τα όπλα που έχουν μετατραπεί είτε σε όπλα που εκτοξεύουν αβολίδωτα φυσίγγια, ερεθιστικές ουσίες, άλλες ενεργές ουσίες ή πυροτεχνικά βλήματα είτε σε όπλα χαιρετισμού ή κρότου.

46      Πράγματι, η αιτιολογική σκέψη 20 της οδηγίας 2017/853 διευκρινίζει επίσης ότι είναι ουσιώδες να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της χρήσης των όπλων που έχουν υποστεί μετατροπή, διά της υπαγωγής τους στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 91/477. Εντούτοις, δεν μπορεί εξ αυτού να συναχθεί ότι τα εν λόγω μετατραπέντα πυροβόλα όπλα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής μόνον από της ενάρξεως ισχύος της οδηγίας 2017/853. Πράγματι, δεδομένου ότι τα εν λόγω όπλα ανταποκρίνονται στον ορισμό του πυροβόλου όπλου κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/51, η διευκρίνιση που περιλαμβάνεται στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2017/853 πρέπει να εκληφθεί υπό την έννοια ότι, λαμβανομένων υπόψη των αποκλινουσών ερμηνειών για τις οποίες έγινε λόγος στη σκέψη 39 της παρούσας απόφασης, αποσκοπεί να επιβεβαιώσει ότι τα μετατραπέντα πυροβόλα όπλα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την εν λόγω οδηγία 2017/853.

47      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων πρέπει να γίνει δεκτό ότι, πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2017/853, τα επίμαχα πυροβόλα όπλα κατατάσσονταν στην κατηγορία Β, η οποία περιελάμβανε, σύμφωνα με τα σημεία της 1 και 4 έως 7, τα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα.

48      Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα εάν τα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα που έχουν μετατραπεί είτε σε όπλα που εκτοξεύουν αβολίδωτα φυσίγγια, ερεθιστικές ουσίες, άλλες ενεργές ουσίες ή πυροτεχνικά βλήματα είτε σε όπλα χαιρετισμού ή κρότου μπορούν να εμπίπτουν τόσο στην κατηγορία A.9 όσο και σε μία από τις κατηγορίες A.6 έως A.8, επισημαίνεται ότι η κατηγορία Α.9 περιλαμβάνει, κατά την περιγραφή της, «οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο αυτής της κατηγορίας» που έχει μετατραπεί είτε σε όπλο που εκτοξεύει αβολίδωτα φυσίγγια, ερεθιστικές ουσίες, άλλες ενεργές ουσίες ή πυροτεχνικά βλήματα είτε σε όπλο χαιρετισμού ή κρότου.

49      Ως εκ τούτου, από την περιγραφή της κατηγορίας A.9 προκύπτει ότι, για να μπορεί ένα πυροβόλο όπλο να εμπίπτει στην κατηγορία αυτή, πρέπει, αφενός, να πληροί τα κριτήρια των σημείων 2, 3, 6, 7 ή 8 της «Κατηγορία[ς] Α – Απαγορευμένα πυροβόλα όπλα» του παραρτήματος I, μέρος II, A, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853 (στο εξής: κατηγορίες A.2, A.3, A.6, A.7 ή A.8), και, αφετέρου, να έχει μετατραπεί είτε σε όπλο που εκτοξεύει αβολίδωτα φυσίγγια, ερεθιστικές ουσίες, άλλες ενεργές ουσίες ή πυροτεχνικά βλήματα είτε σε όπλο χαιρετισμού ή κρότου.

50      Η διατύπωση αυτή υποδηλώνει συνεπώς ότι το γεγονός ότι ένα όπλο έχει υποστεί τέτοια μετατροπή ώστε να κατατάσσεται στην κατηγορία Α.9 δεν συνεπάγεται ότι το όπλο αυτό δεν μπορεί να κατατάσσεται πλέον στις κατηγορίες Α.2, Α.3, Α.6, Α.7 ή Α.8. Πράγματι, αφενός, τα όπλα της κατηγορίας Α.9 πληρούν, όπως αναφέρεται στη σκέψη 42 της παρούσας απόφασης, τα κριτήρια του άρθρου 1, παράγραφος 1, σημείο 1, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853, σχετικά με τον ορισμό της έννοιας του «πυροβόλου όπλου» και, αφετέρου, οι κατηγορίες Α.2, Α.3, Α.6, Α.7 ή Α.8 ουδεμία διάκριση εισάγουν μεταξύ μετατραπέντων και μη μετατραπέντων πυροβόλων όπλων.

51      Τρίτον, όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκουν οι οδηγίες 91/477 και 2017/853, πρώτον, από την αιτιολογική σκέψη 20 της τελευταίας αυτής οδηγίας και από τα στοιχεία της νομοθετικής διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της οδηγίας 2017/853, στοιχεία τα οποία έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, προκύπτει ότι η προσθήκη της κατηγορίας A.9 κατά τη νομοθετική αυτή διαδικασία είχε ως σκοπό να διευκρινισθεί, λαμβανομένης υπόψη της ανομοιογενούς κατάστασης στα κράτη μέλη, ότι τα πυροβόλα όπλα που έχουν μετατραπεί είτε σε όπλα που εκτοξεύουν αβολίδωτα φυσίγγια, ερεθιστικές ουσίες, άλλες ενεργές ουσίες ή πυροτεχνικά βλήματα είτε σε όπλα χαιρετισμού ή κρότου εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 91/477.

52      Αντιθέτως, όπως επισήμανε, μεταξύ άλλων, η Επιτροπή, από κανένα από τα στοιχεία αυτά δεν προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέλησε, με την προσθήκη της κατηγορίας αυτής, να εξαιρέσει τα πυροβόλα όπλα που έχουν υποστεί τέτοια μετατροπή από τις κατηγορίες A.2, A.3, A.6, A.7, A.8 ή από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 4α, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853. Ειδικότερα, από καμία από τις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 2017/853 δεν προκύπτει ότι τα όπλα που εμπίπτουν στην κατηγορία A.9 αποκλείονται από τις κατηγορίες αυτές ή από το εν λόγω πεδίο εφαρμογής.

53      Δεύτερον, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας 2017/853, ότι η οδηγία αυτή σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4α, της οδηγίας 91/477 έχει ως σκοπό τη διασφάλιση του σεβασμού των κεκτημένων δικαιωμάτων και, ιδίως, του δικαιώματος ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη, καθόσον επιτρέπει, κατ’ ουσίαν, στα κράτη μέλη να διατηρήσουν σε ισχύ τις άδειες που έχουν ήδη χορηγηθεί για τα πυροβόλα όπλα των κατηγοριών A.6 έως A.8, τα οποία, πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας, κατατάσσονταν στην κατηγορία Β και είχαν νομίμως αποκτηθεί και καταχωριστεί πριν από τις 13 Ιουνίου 2017, όπερ σημαίνει ότι η οδηγία 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853, δεν επιβάλλει απαλλοτρίωση των όπλων αυτών από τους κατόχους τους (πρβλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2019, Τσεχική Δημοκρατία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑482/17, EU:C:2019:1035, σκέψη 135).

54      Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού περί διασφάλισης του σεβασμού των κεκτημένων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, το εν λόγω άρθρο 7, παράγραφος 4α, μολονότι προβλέπει εξαίρεση από την αρχή της απαγόρευσης της κατοχής πυροβόλων όπλων που εμπίπτουν στις κατηγορίες Α.6 έως Α.8, δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο ώστε τα όπλα αυτά, εφόσον πληρούν επίσης τα πρόσθετα κριτήρια της κατηγορίας Α.9, να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του. Όπως καταδεικνύει η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, μια τέτοια ερμηνεία θα έθετε ζητήματα συμμόρφωσης του άρθρου 7, παράγραφος 4α, προς το άρθρο 17 του Χάρτη, ακόμη και αν το άρθρο αυτό αποσκοπεί ακριβώς στη διασφάλιση του σεβασμού του δικαιώματος ιδιοκτησίας.

55      Τρίτον, εκδίδοντας την οδηγία 2017/853, ο νομοθέτης της Ένωσης συνέχισε να επιδιώκει, στο πλαίσιο των μεταβαλλόμενων κινδύνων ασφαλείας, τον σκοπό που εξαγγέλλεται στην αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 91/477 περί ενίσχυσης της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της προστασίας της ασφάλειας των προσώπων, προβλέποντας προς τούτο κατηγορίες πυροβόλων όπλων των οποίων η απόκτηση και η κατοχή από ιδιώτες είτε απαγορεύεται είτε υπόκειται σε άδεια ή δήλωση, σκοπός ο οποίος αποβλέπει, αυτός καθεαυτόν, στη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς (απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2019, Τσεχική Δημοκρατία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑482/17, EU:C:2019:1035, σκέψη 54).

56      Επιπλέον, η οδηγία 91/477 επιδιώκει τον σκοπό της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας των πολιτών της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2019, Τσεχική Δημοκρατία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑482/17, EU:C:2019:1035, σκέψεις 49 και 126).

57      Κανένας όμως από τους σκοπούς αυτούς δεν εμποδίζει τους κατόχους πυροβόλων όπλων τα οποία εμπίπτουν τόσο στις κατηγορίες Α.6 έως Α.8 όσο και στην κατηγορία Α.9 να επωφεληθούν από το μεταβατικό καθεστώς του άρθρου 7, παράγραφος 4α, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853.

58      Πράγματι, αφενός, μια τέτοια ερμηνεία είναι ικανή να επιτύχει τον σκοπό της διευκόλυνσης της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.

59      Αφετέρου, όσον αφορά τον σκοπό της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας των πολιτών της Ένωσης, κατ’ αρχάς, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 72 των προτάσεών του της 24ης Νοεμβρίου 2022, τα πυροβόλα όπλα που πληρούν τα κριτήρια της κατηγορίας A.9 φαίνεται να παρουσιάζουν λιγότερο άμεσο κίνδυνο από εκείνα που εμπίπτουν μόνο στις κατηγορίες A.6 έως A.8, καθόσον τα τελευταία επιτρέπουν άμεσα την εκτόξευση βολίδων ή βλημάτων, ενώ τα πρώτα πυροδοτούν και εκτοξεύουν μόνον αέρια, με αποτέλεσμα τα πρώτα να συνιστούν ενεστώτα κίνδυνο, ενώ τα δεύτερα δυνητικό, σε περίπτωση νέας μετατροπής τους.

60      Εν συνεχεία, από το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 4α, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853, προκύπτει ότι η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή δυνατότητα έχει εφαρμογή μόνο σε σχέση με πυροβόλα όπλα τα οποία είχαν νομίμως αποκτηθεί και καταχωριστεί πριν από τις 13 Ιουνίου 2017. Τούτο συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι έχουν τηρηθεί οι απαιτήσεις, ιδίως εκείνες που αφορούν την ασφάλεια, τις οποίες προβλέπει συναφώς η οδηγία 91/477, όπως ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2017/853.

61      Τέλος, η διατύπωση αυτή συνεπάγεται ότι, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ένα κράτος μέλος προτίθεται, κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω διάταξης, να επιβεβαιώσει, να ανανεώσει ή να παρατείνει άδεια για ημιαυτόματο πυροβόλο όπλο που εμπίπτει στις κατηγορίες A.6 έως A.8, πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις, ιδίως οι σχετικές με την ασφάλεια, που προβλέπονται στην οδηγία 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853.

62      Ως εκ τούτου, όπως υποστήριξαν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 8ης Μαΐου 2023, δεν προκύπτει ότι ο σκοπός της διασφάλισης της δημόσιας ασφάλειας των πολιτών της Ένωσης μπορεί να διακυβευθεί λόγω του ότι οι κάτοχοι πυροβόλων όπλων τα οποία εμπίπτουν τόσο σε μία από τις κατηγορίες A.6 έως A.8 όσο και στην κατηγορία A.9 μπορούν να διατηρήσουν, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 4α, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853, τις άδειες που είχαν ήδη χορηγηθεί για όπλα που ενέπιπταν στις κατηγορίες αυτές A.6 έως A.8.

63      Τέταρτον, η ερμηνεία αυτή του άρθρου 7, παράγραφος 4α, η οποία, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω σκέψεις, συνάδει με το γράμμα της διάταξης αυτής και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και με την οικονομία και τους σκοπούς της ρύθμισης της οποίας αποτελεί μέρος, δεν έχει ως συνέπεια να καθίσταται άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας η εν λόγω διάταξη ή η κατηγορία A.9, η οποία προστέθηκε με την οδηγία 2017/853.

64      Αντιθέτως, αφενός, όπως επισημάνθηκε, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 53 και 54 της παρούσας απόφασης, η ερμηνεία αυτή διασφαλίζει όντως την πρακτική αποτελεσματικότητα του εν λόγω άρθρου 7, παράγραφος 4α, καθόσον αποσκοπεί στον σεβασμό των κεκτημένων δικαιωμάτων και, ιδίως, τον σεβασμό του δικαιώματος ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη.

65      Αφετέρου, η ερμηνεία αυτή ουδόλως θίγει τον διαλαμβανόμενο στη σκέψη 51 της παρούσας απόφασης σκοπό της αποσαφήνισης το οποίον επιδίωκε ο νομοθέτης με την προσθήκη της κατηγορίας Α.9. Επιπλέον, όπως προκύπτει την ίδια την περιγραφή της, η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει όχι μόνον τα πυροβόλα όπλα των κατηγοριών Α.6 έως Α.8 τα οποία έχουν μετατραπεί είτε σε όπλα που εκτοξεύουν αβολίδωτα φυσίγγια, ερεθιστικές ουσίες, άλλες ενεργές ουσίες ή πυροτεχνικά βλήματα είτε σε όπλα χαιρετισμού ή κρότου, αλλά και τα πυροβόλα όπλα των κατηγοριών Α.2 και Α.3 που έχουν υποστεί τέτοια μετατροπή, τα οποία, ως τέτοια, δεν καλύπτονταν από τη δυνατότητα που παρείχε στα κράτη μέλη το άρθρο 7, παράγραφος 4α, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853.

66      Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, το άρθρο 7, παράγραφος 4α, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853, έχει την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να ασκήσουν την παρεχόμενη από αυτό δυνατότητα για όλα τα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα που εμπίπτουν στις κατηγορίες A.6 έως A8, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εμπίπτουν τόσο στις κατηγορίες αυτές όσο και στην κατηγορία A.9.

67      Επομένως, η παραδοχή στην οποία στηρίζεται το ερώτημα, όπως εκτίθεται στη σκέψη 32 της παρούσας απόφασης, είναι εσφαλμένη.

68      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι από την εξέταση του προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος του άρθρου 7, παράγραφος 4α, της οδηγίας 91/477, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2017/853, υπό το πρίσμα του άρθρου 17, παράγραφος 1, και των άρθρων 20 και 21 του Χάρτη καθώς και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

 Επί των δικαστικών εξόδων

69      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

Από την εξέταση του προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος του άρθρου 7, παράγραφος 4α, της οδηγίας 91/477/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1991, σχετικά με τον έλεγχο της απόκτησης και της κατοχής όπλων, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2017/853 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2017, υπό το πρίσμα του άρθρου 17, παράγραφος 1, και των άρθρων 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.