ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 17ης Νοεμβρίου 2022 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρα 34 και 36 ΣΛΕΕ – Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων – Διανοητική ιδιοκτησία – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1001 – Άρθρο 15 – Ανάλωση των δικαιωμάτων επί του σήματος – Διάθεση στην αγορά εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) – Συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος – Τόπος της πρώτης διάθεσης των προϊόντων στην αγορά από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συγκατάθεσή του – Απόδειξη – Οδηγία 2004/48/ΕΚ – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Διατακτικό δικαστικών αποφάσεων που δεν προσδιορίζουν τα επίμαχα προϊόντα – Δυσχέρειες κατά την εκτέλεση – Προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου σχετικά με την αναγκαστική εκτέλεση – Δίκαιη δίκη – Δικαιώματα άμυνας – Αρχή της ισότητας των όπλων»

Στην υπόθεση C‑175/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας, Πολωνία) με απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Μαρτίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

Harman International Industries Inc.

κατά

AB S.A.,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο, Δ. Γρατσία, M. Ilešič (εισηγητή), I. Jarukaitis και Z. Csehi, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Harman International Industries Inc., εκπροσωπούμενη από τους D. Piróg και J. Słupski, adwokaci,

η AB S.A., εκπροσωπούμενη από τον K. Kucharski και την K. Sum, radcowie prawni,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους É. Gippini Fournier, S. L. Kalėda και την B. Sasinowska,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιουνίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 36, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1), καθώς και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

2

Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Harman International Industries Inc., με έδρα στις Ηνωμένες Πολιτείες (στο εξής: Harman), και της AB S.A., με έδρα στην Πολωνία, με αντικείμενο την προσβολή του δικαιώματος επί πλειόνων σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Ο κανονισμός 2017/1001

3

Το άρθρο 9 του κανονισμού 2017/1001 φέρει τον τίτλο «Δικαιώματα που παρέχει το σήμα της ΕΕ» και ορίζει τα εξής:

«1.   Με την καταχώριση σήματος της ΕΕ παρέχονται στον δικαιούχο αποκλειστικά δικαιώματα επ’ αυτού.

2.   Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των δικαιούχων που έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης ή την ημερομηνία προτεραιότητας του σήματος της ΕΕ, ο δικαιούχος του εν λόγω σήματος της ΕΕ δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο που δεν έχει τη συγκατάθεσή του να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές για προϊόντα ή υπηρεσίες, οποιοδήποτε σημείο εφόσον:

α)

το σημείο είναι ταυτόσημο με το σήμα της ΕΕ και χρησιμοποιείται για υπηρεσίες ή προϊόντα που ταυτίζονται με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία έχει καταχωριστεί το σήμα της ΕΕ·

β)

το σημείο είναι ταυτόσημο ή παρόμοιο με το σήμα της ΕΕ και χρησιμοποιείται για προϊόντα ή υπηρεσίες που ταυτίζονται ή ομοιάζουν με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία έχει καταχωριστεί το σήμα της ΕΕ, εάν υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης από μέρους του κοινού· στον κίνδυνο σύγχυσης περιλαμβάνεται ο κίνδυνος συσχέτισης του σημείου και του σήματος·

γ)

το σημείο είναι ταυτόσημο ή παρόμοιο με το σήμα της ΕΕ, ανεξαρτήτως εάν χρησιμοποιείται για προϊόντα ή υπηρεσίες που ταυτίζονται, ομοιάζουν ή δεν ομοιάζουν με προϊόντα ή υπηρεσίες για τα οποία έχει καταχωριστεί το σήμα της ΕΕ, εφόσον το εν λόγω σήμα χαίρει φήμης στην Ένωση και η χρησιμοποίηση του σημείου χωρίς εύλογη αιτία θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του σήματος της ΕΕ ή θα ήταν επιζήμια για τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη αυτού.

3.   Τα ακόλουθα, ειδικότερα, είναι δυνατόν να απαγορεύονται δυνάμει της παραγράφου 2:

[…]

β)

η προσφορά των προϊόντων, η εμπορία ή η αποθήκευσή τους προς τους σκοπούς αυτούς ή η προσφορά ή η παροχή υπηρεσιών υπό το σημείο αυτό·

γ)

η εισαγωγή ή εξαγωγή των προϊόντων υπό το σημείο αυτό·

[…]».

4

Το άρθρο 15 του εν λόγω κανονισμού τιτλοφορείται «Αποδυνάμωση του δικαιώματος που παρέχει το σήμα της ΕΕ» και ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Το δικαίωμα που παρέχει το σήμα της ΕΕ δεν επιτρέπει στον δικαιούχο του να απαγορεύει τη χρήση του σήματος για προϊόντα που έχουν διατεθεί υπό το σήμα αυτό στο εμπόριο εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου από τον ίδιο τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του.»

5

Το άρθρο 129 του κανονισμού φέρει τον τίτλο «Εφαρμοστέο δίκαιο» και ορίζει τα εξής:

«1.   Τα δικαστήρια σημάτων της ΕΕ εφαρμόζουν τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

2.   Για όλα τα θέματα σημάτων που δεν καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, το αρμόδιο δικαστήριο σημάτων της ΕΕ εφαρμόζει το ισχύον εθνικό δίκαιο.

3.   Εφόσον δεν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό, το δικαστήριο σημάτων της ΕΕ εφαρμόζει τους δικονομικούς κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται στις αντίστοιχες αγωγές που αφορούν εθνικό σήμα στο κράτος μέλος στο οποίο εδρεύει το δικαστήριο αυτό.»

Η οδηγία 2004/48/ΕΚ

6

Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (ΕΕ 2004, L 157, σ. 45, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 195, σ. 16), το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο»:

«Η παρούσα οδηγία αφορά τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ο όρος “δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας” εμπεριέχει τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας.»

7

Το άρθρο 2 της ίδιας οδηγίας φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής» και ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των μέσων που προβλέπονται ή ενδέχεται να προβλεφθούν με την κοινοτική ή την εθνική νομοθεσία, καθόσον τα εν λόγω μέσα μπορεί να είναι ευνοϊκότερα για τους δικαιούχους, τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 3, σε οποιαδήποτε προσβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας όπως προβλέπεται από την κοινοτική νομοθεσία ή/και την εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους.»

8

Το κεφάλαιο ΙΙ της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μέτρα, διαδικασίες και μέτρα αποκατάστασης», περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το άρθρο 3, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενική υποχρέωση» και ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Τα εν λόγω μέτρα, διαδικασίες και μέτρα αποκατάστασης πρέπει επίσης να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά και να εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε να αποτρέπεται η δημιουργία εμποδίων στο νόμιμο εμπόριο και να προβλέπονται εγγυήσεις κατά της κατάχρησής τους.»

Το πολωνικό δίκαιο

9

Το άρθρο 325 του ustawa – Kodeks postępowania cywilnego (νόμου περί κώδικα πολιτικής δικονομίας), της 17ης Νοεμβρίου 1964, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: κώδικας πολιτικής δικονομίας), ορίζει τα εξής:

«Το διατακτικό της απόφασης πρέπει να περιέχει την ονομασία του δικαστηρίου, τα ονόματα των δικαστών, του γραμματέα και του εισαγγελέα, εφόσον ο τελευταίος παρενέβη στην υπόθεση, την ημερομηνία και τον τόπο της συνεδρίασης και της έκδοσης της απόφασης, τα ονόματα των διαδίκων και το αντικείμενο της υπόθεσης, καθώς και την απόφαση του δικαστηρίου επί των αιτημάτων των διαδίκων.»

10

Κατά το άρθρο 758 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, τα sądy rejonowe (περιφερειακά δικαστήρια, Πολωνία) καθώς και οι δικαστικοί επιμελητές που υπάγονται στα δικαστήρια αυτά είναι αρμόδια για θέματα εκτέλεσης.

11

Κατά το άρθρο 767 του κώδικα πολιτικής δικονομίας:

«1.   Εκτός εάν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, κατά των πράξεων του δικαστικού επιμελητή μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Sąd Rejonowy (περιφερειακού δικαστηρίου). Είναι επίσης δυνατή η άσκηση προσφυγής κατά της παράλειψης σύνταξης εγγράφου από τον δικαστικό επιμελητή. Η προσφυγή εξετάζεται από το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα του ο δικαστικός επιμελητής.

2.   Η προσφυγή μπορεί να ασκηθεί από διάδικο ή από άλλο πρόσωπο του οποίου τα δικαιώματα προσβλήθηκαν ή απειλήθηκαν από την πράξη ή από την παράλειψη του δικαστικού επιμελητή.

[…]»

12

Το άρθρο 840 του ως άνω κώδικα προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει με ένδικο μέσο την ολική ή μερική ακύρωση ή τον περιορισμό του εκτελεστικού αποτελέσματος του εκτελεστού τίτλου, εφόσον:

1) αμφισβητεί τα γεγονότα που δικαιολογούν την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου, ιδίως εφόσον αμφισβητεί την ύπαρξη υποχρέωσης που διαπιστώνεται με απλό εκτελεστό τίτλο πέραν της δικαστικής απόφασης ή τη μεταβίβαση μιας υποχρέωσης παρά την ύπαρξη επίσημου εγγράφου που τη βεβαιώνει·

2) μετά την έκδοση του εκτελεστού τίτλου, έλαβε χώρα γεγονός το οποίο οδήγησε στην απόσβεση της ενοχής ή στην αδυναμία εκτέλεσης· εάν ο τίτλος είναι δικαστική απόφαση, ο οφειλέτης μπορεί επίσης να στηρίξει την προσφυγή του σε γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά την ολοκλήρωση της συζήτησης, εξαιρουμένων, πρώτον, της εκπλήρωσης της παροχής, εφόσον η επίκλησή της στην επίμαχη υπόθεση ήταν απαράδεκτη εκ του νόμου, και, δεύτερον, του συμψηφισμού. […]»

13

Το άρθρο 843 του ίδιου κώδικα προβλέπει στην παράγραφο 3 τα εξής:

«Στο δικόγραφο της προσφυγής ο προσφεύγων οφείλει να προβάλει όλους τους λόγους που μπορεί να προβάλει στο στάδιο αυτό, άλλως θα στερηθεί το δικαίωμα προβολής τους σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας.»

14

Το άρθρο 1050 του κώδικα πολιτικής δικονομίας ορίζει ότι:

«1.   Όταν ο οφειλέτης υποχρεούται να διενεργήσει πράξη η οποία δεν μπορεί να διενεργηθεί από άλλο πρόσωπο και η διενέργεια της οποίας εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή του, το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου πρέπει να διενεργηθεί η πράξη, κατόπιν αίτησης του δανειστή και μετά από ακρόαση των διαδίκων, τάσσει προθεσμία στον οφειλέτη για τη διενέργεια της πράξης, επί ποινή προστίμου, σε περίπτωση που δεν το πράξει εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

[…]

3.   Εάν η προθεσμία που χορηγήθηκε στον οφειλέτη για τη διενέργεια πράξης έχει παρέλθει χωρίς ο οφειλέτης να προβεί σε αυτή, το δικαστήριο, κατόπιν αίτησης του δανειστή, επιβάλλει πρόστιμο στον οφειλέτη και ταυτόχρονα ορίζει νέα προθεσμία για τη διενέργεια της πράξης, επί ποινή προσαυξημένου προστίμου.»

15

Το άρθρο 1051 του κώδικα αυτού προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Όταν ο οφειλέτης δεσμεύεται από την υποχρέωση να μην προβαίνει ή να μην παρεμποδίζει τις πράξεις του δανειστή, το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή του διατάσσει, κατόπιν αίτησης του δανειστή, την καταβολή προστίμου, μετά από ακρόαση των διαδίκων και αφού διαπιστώσει ότι ο οφειλέτης δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή του. Το δικαστήριο ενεργεί κατά τον ίδιο τρόπο σε περίπτωση υποβολής νέας αίτησης από τον δανειστή.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

16

Η Harman κατασκευάζει οπτικοακουστικό υλικό, μεταξύ άλλων, μεγάφωνα, ακουστικά και συστήματα ήχου. Συνήψε συμφωνία με διανομέα προκειμένου να πωλήσει τα προϊόντα της στην Πολωνία, τα οποία φέρουν τα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης JBL και HARMAN των οποίων είναι δικαιούχος η Harman.

17

Η AB διανέμει στην πολωνική αγορά προϊόντα της Harman, τα οποία αγοράζει από προμηθευτή διαφορετικό από τον διανομέα που έχει εξουσιοδοτηθεί από τη Harman για την εν λόγω αγορά.

18

Η Harman άσκησε αγωγή ενώπιον του Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας, Πολωνία), του αιτούντος δικαστηρίου, με αίτημα να παύσει η προσβολή των δικαιωμάτων που αντλεί από τα σήματά της, διά της επιβολής στην AB γενικής απαγόρευσης να προβαίνει στη διάθεση στο εμπόριο, στην προσφορά, στην εισαγωγή, στη διαφήμιση και την αποθήκευση για τους προαναφερθέντες σκοπούς των μεγάφωνων και των ακουστικών καθώς και των συσκευασιών τους, τα οποία προσδιορίζονται από τα εν λόγω σήματα και δεν έχουν διατεθεί προηγουμένως στο εμπόριο εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) από τη Harman ή με τη συγκατάθεσή της. Επιπλέον, η Harman ζήτησε να υποχρεωθεί η AB να αποσύρει από την αγορά και να καταστρέψει τα εν λόγω προϊόντα καθώς και τις συσκευασίες τους.

19

Η ΑΒ, αμυνόμενη, προέβαλε την αρχή της αναλώσεως του δικαιώματος που παρέχει το σήμα και επικαλέστηκε, κατ’ ουσίαν, τη διαβεβαίωση του προμηθευτή της ότι η εισαγωγή των επίμαχων προϊόντων στην πολωνική αγορά δεν θίγει τα σήματα της Harman στο μέτρο κατά το οποίο τα εν λόγω προϊόντα είχαν διατεθεί στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ από τη Harman ή με τη συγκατάθεσή της.

20

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι τα συστήματα σήμανσης των προϊόντων που χρησιμοποιεί η Harman δεν είναι πάντοτε επαρκή για τον προσδιορισμό της αγοράς προορισμού καθενός από τα προϊόντα της. Προκειμένου να καθοριστεί με βεβαιότητα αν συγκεκριμένο προϊόν προορίζεται για την αγορά του ΕΟΧ, είναι αναγκαίο να χρησιμοποιηθεί βάση δεδομένων της Harman.

21

Κατά το αιτούν δικαστήριο, η ΑΒ θα μπορούσε θεωρητικά να απευθυνθεί στον προμηθευτή της για να λάβει πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα των επιχειρηματιών που παρενέβησαν σε προγενέστερο στάδιο της αλυσίδας διανομής. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι προμηθευτές δεν είναι κατά κανόνα διατεθειμένοι να γνωστοποιήσουν τις πηγές εφοδιασμού τους προκειμένου να μη χάσουν τις πωλήσεις τους, θα ήταν μάλλον απίθανο η ΑΒ να κατορθώσει να λάβει τέτοιου είδους πληροφορίες.

22

Κατά την πρακτική των πολωνικών δικαστηρίων, στο διατακτικό των αποφάσεών τους με τις οποίες γίνεται δεκτή αγωγή λόγω προσβολής του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γίνεται αναφορά σε «προϊόντα τα οποία δεν είχαν προηγουμένως διατεθεί στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ από τον ενάγοντα (δικαιούχο του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης) ή με τη συγκατάθεσή του». Η διατύπωση αυτή δεν καθιστά δυνατό, στο στάδιο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, τον προσδιορισμό των προϊόντων τα οποία αφορά η εν λόγω διαδικασία, σε σχέση με τα προϊόντα που εξαιρούνται λόγω της ανάλωσης του δικαιώματος που παρέχει το σήμα. Επομένως, το διατακτικό των αποφάσεων αυτών δεν διαφέρει στην πραγματικότητα από τη γενική υποχρέωση που απορρέει ήδη από τις διατάξεις του νόμου.

23

Λόγω της πρακτικής αυτής, ο εναγόμενος σε αγωγή λόγω προσβολής του δικαιώματος στο σήμα δεν είναι σε θέση να εκτελέσει εκουσίως απόφαση που διαπιστώνει την προσβολή και εκτίθεται στον κίνδυνο επιβολής κυρώσεως βάσει των άρθρων 1050 και 1051 του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Επιπλέον, η εν λόγω πρακτική οδηγεί συνήθως στην κατάσχεση όλων των προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που κυκλοφορούν χωρίς να έχει θιχθεί το αποκλειστικό δικαίωμα που παρέχει το σήμα.

24

Ομοίως, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τα άρθρα 767, 840 και 843 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων και αναγκαστικής εκτέλεσης, ο εναγόμενος σε αγωγή λόγω προσβολής του δικαιώματος στο σήμα προσκρούει σε διάφορα νομικά εμπόδια προκειμένου να μπορέσει να αντιταχθεί επιτυχώς στα διαταχθέντα μέτρα, διαθέτει δε περιορισμένες μόνο δικονομικές εγγυήσεις.

25

Πρώτον, κατά το άρθρο 767 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, προσφυγή κατά πράξεως δικαστικού επιμελητή χωρεί μόνον όταν ο δικαστικός επιμελητής δεν τήρησε τους δικονομικούς κανόνες που διέπουν τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Επομένως, με την άσκηση της εν λόγω προσφυγής δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί εάν ένα προϊόν που φέρει σήμα διατέθηκε στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συγκατάθεσή του.

26

Δεύτερον, ο εναγόμενος σε αγωγή λόγω προσβολής του δικαιώματος στο σήμα δεν έχει τη δυνατότητα να ασκήσει ανακοπή, βάσει του άρθρου 840 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, δεδομένου ότι ένδικα βοηθήματα αυτού του είδους δεν μπορούν να χρησιμεύσουν για τη διευκρίνιση του περιεχομένου της δικαστικής απόφασης που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο.

27

Τρίτον, σύμφωνα με κρατούσα στην πολωνική θεωρία άποψη, το δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την αναγκαστική εκτέλεση μπορεί μεν να ακούσει τους διαδίκους, πλην όμως, δυνάμει του άρθρου 1051 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, δεν μπορεί να προβεί στη διεξαγωγή αποδείξεων προκειμένου να κρίνει αν ο εναγόμενος στην αγωγή λόγω προσβολής του δικαιώματος στο σήμα ενήργησε σύμφωνα με το περιεχόμενο του εκτελεστού τίτλου.

28

Τέταρτον, δυνάμει του άρθρου 843, παράγραφος 3, του κώδικα πολιτικής δικονομίας, όταν ο οφειλέτης ασκεί ένδικο μέσο στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτέλεσης, πρέπει να αναφέρει όλες τις αιτιάσεις που έχει τη δυνατότητα να προβάλει, άλλως χάνει το δικαίωμά του να τις προβάλει σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας.

29

Επομένως, κατά το αιτούν δικαστήριο, υπάρχει κίνδυνος η δικαστική προστασία της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων να περιοριστεί λόγω της ανωτέρω δικαστικής πρακτικής σχετικά με τη διατύπωση του διατακτικού των αποφάσεων με τις οποίες διαπιστώνεται η προσβολή.

30

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν το άρθρο 36, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού [2017/1001] και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ την έννοια ότι αντιτίθενται σε πρακτική εθνικών δικαστηρίων των κρατών μελών κατά την οποία τα δικαστήρια:

όταν δέχονται τα αιτήματα του δικαιούχου σήματος να απαγορευθεί η εισαγωγή, η διάθεση στο εμπόριο, η προσφορά και η διαφήμιση εμπορευμάτων που φέρουν το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και να διαταχθεί η απόσυρσή τους από την αγορά ή η καταστροφή τους,

όταν διατάσσουν, στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, την κατάσχεση των εμπορευμάτων που φέρουν το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

κάνουν μνεία στις αποφάσεις τους σε “αντικείμενα που δεν έχουν διατεθεί στο εμπόριο εντός του [ΕΟΧ] από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συγκατάθεσή του”, με συνέπεια ο καθορισμός των προϊόντων που φέρουν το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποτελούν αντικείμενο των ως άνω μέτρων και απαγορεύσεων (ήτοι ο καθορισμός των αντικειμένων που δεν έχουν διατεθεί στο εμπόριο εντός του [ΕΟΧ] από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συγκατάθεσή του), λόγω της γενικής διατύπωσης του περιεχομένου της απόφασης, να επαφίεται στην αρχή που είναι επιφορτισμένη με την αναγκαστική εκτέλεση, η οποία βασίζεται προς τούτο σε δηλώσεις του δικαιούχου του σήματος ή σε εργαλεία παρεχόμενα από τον ίδιο (στα οποία συγκαταλέγονται εργαλεία πληροφορικής και βάσεις δεδομένων), ενώ η δυνατότητα αμφισβήτησης, ενώπιον δικαστηρίου στο πλαίσιο τακτικής διαδικασίας επί της ουσίας, του καθορισμού στον οποίο προέβη η επιφορτισμένη με την αναγκαστική εκτέλεση αρχή αποκλείεται ή περιορίζεται από τη φύση των ενδίκων βοηθημάτων που έχει στη διάθεσή του ο καθού κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων και τη διαδικασία εκτέλεσης;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

31

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο μια χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα προδικαστικά ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Επιπλέον, το Δικαστήριο μπορεί να χρειαστεί να λάβει υπόψη του κανόνες του δικαίου της Ένωσης στους οποίους το εθνικό δικαστήριο δεν αναφέρθηκε διατυπώνοντας το ερώτημά του (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2022, RTL Television, C‑716/20, EU:C:2022:643, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32

Όσον αφορά την υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν αποτελεσματική δικαστική προστασία σε τομέα που διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης, όπως προβλέπεται από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι επίκληση του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής χωρεί μόνον βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), χωρίς να απαιτείται η διευκρίνιση του περιεχομένου του άρθρου αυτού από άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή από διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών, δεδομένου ότι η αναγνώριση του δικαιώματος αυτού, σε συγκεκριμένη περίπτωση, προϋποθέτει, όπως προκύπτει από το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη, ότι το πρόσωπο που το επικαλείται προβάλλει δικαιώματα ή ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης [πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, État luxembourgeois (Δικαίωμα προσφυγής κατά αιτήματος παροχής πληροφοριών σε φορολογικά θέματα), C‑245/19 και C‑246/19, EU:C:2020:795, σκέψεις 54 και 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

33

Επιπροσθέτως, υπενθυμίζεται αφενός ότι η οδηγία 2004/48, σύμφωνα με το άρθρο 1 αυτής, αφορά όλα τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και, αφετέρου, ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε προσβολή των εν λόγω δικαιωμάτων, όπως προβλέπεται από τη νομοθεσία της Ένωσης και/ή την εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους.

34

Κατά το άρθρο 129, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001, το δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζει τους δικονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στις αντίστοιχες αγωγές που αφορούν εθνικό σήμα στο κράτος μέλος στο οποίο εδρεύει το δικαστήριο αυτό. Επομένως, οι δικονομικές εγγυήσεις που διαθέτει ο εναγόμενος σε αγωγή λόγω προσβολής του δικαιώματος στο σήμα κατά το στάδιο της εκτέλεσης δικαστικής απόφασης πρέπει να εκτιμώνται και υπό το πρίσμα της οδηγίας 2004/48.

35

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το μοναδικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 36, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το άρθρο 47 του Χάρτη καθώς και την οδηγία 2004/48, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε πρακτική των εθνικών δικαστηρίων σύμφωνα με την οποία το διατακτικό της απόφασης με την οποία γίνεται δεκτή αγωγή λόγω προσβολής του δικαιώματος στο σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει συνταχθεί με όρους οι οποίοι, λόγω του γενικού χαρακτήρα τους, καταλείπουν στην αρχή που είναι αρμόδια για την αναγκαστική εκτέλεση της εν λόγω απόφασης την εξουσία να καθορίσει επί ποιων προϊόντων εφαρμόζεται η απόφαση.

36

Το ερώτημα αυτό πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι καλύπτει τρία σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά την ανάλωση του δικαιώματος που παρέχει το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις απαιτήσεις που απορρέουν από την προστασία της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Το δεύτερο σκέλος αφορά τις απαιτήσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν, σύμφωνα με την οδηγία 2004/48, όλα τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Το τρίτο σκέλος αφορά την υποχρέωση των κρατών μελών, αφενός, να προβλέπουν τα ένδικα μέσα και βοηθήματα που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας σε τομέα που διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης και, αφετέρου, να διασφαλίζουν τις προϋποθέσεις της δίκαιης δίκης σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη.

37

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 9 του κανονισμού 2017/1001 απονέμει στον δικαιούχο του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποκλειστικό δικαίωμα, το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να απαγορεύει σε κάθε τρίτο, μεταξύ άλλων, τη χωρίς τη συγκατάθεσή του εισαγωγή, προσφορά και διάθεση στο εμπόριο ή την κατοχή με σκοπό την εμπορία προϊόντων που φέρουν το σήμα του (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, TOP Logistics κ.λπ., C‑379/14, EU:C:2015:497, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38

Το άρθρο 15, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού εισάγει εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν, προβλέποντας ότι το δικαίωμα του δικαιούχου του σήματος αναλώνεται στην περίπτωση που τα προϊόντα έχουν διατεθεί στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ υπό το σήμα αυτό από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Ιουλίου 2011, Viking Gas, C‑46/10, EU:C:2011:485, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39

Το γράμμα του εν λόγω άρθρου αντιστοιχεί στο γράμμα των αποφάσεων του Δικαστηρίου, οι οποίες ερμηνεύοντας τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΚ (τα οποία κατέστησαν άρθρα 28 και 30 ΕΚ, νυν άρθρα 34 και 36 ΣΛΕΕ) αναγνώρισαν στο δίκαιο της Ένωσης την αρχή της αναλώσεως των δικαιωμάτων επί του σήματος. Επομένως, η διάταξη αυτή αναπαράγει τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία ο δικαιούχος σήματος προστατευομένου από τη νομοθεσία κράτους μέλους δεν μπορεί να επικαλείται τη νομοθεσία αυτή για να αντιταχθεί στην εισαγωγή ή την εμπορία προϊόντος το οποίο έχει τεθεί σε κυκλοφορία σε άλλο κράτος μέλος από αυτόν τον ίδιο ή με τη συναίνεσή του (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Schweppes, C‑291/16, EU:C:2017:990, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40

Η νομολογία αυτή περί της αρχής της αναλώσεως του δικαιώματος επί του σήματος, η οποία βασίζεται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ, σκοπεί, όπως και το άρθρο 15 του κανονισμού 2017/1001, να συμβιβάσει τα θεμελιώδη συμφέροντα της προστασίας των δικαιωμάτων επί του σήματος, αφενός, και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων εντός της εσωτερικής αγοράς, αφετέρου, ώστε οι δυο αυτές διατάξεις, οι οποίες έχουν ως σκοπό να επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσμα, να ερμηνεύονται με τον ίδιο τρόπο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Schweppes, C‑291/16, EU:C:2017:990, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41

Προκειμένου να διασφαλιστεί δίκαιη στάθμιση μεταξύ των θεμελιωδών αυτών συμφερόντων, η δυνατότητα επίκλησης της αναλώσεως του δικαιώματος που παρέχει το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως εξαίρεση από το δικαίωμα αυτό, οριοθετείται από πολλές απόψεις.

42

Πρώτον, το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001 αποδίδει την αρχή της αναλώσεως των δικαιωμάτων που παρέχει το σήμα για τα προϊόντα που έχουν τεθεί στην αγορά από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του όχι ανεξαρτήτως του τόπου στον οποίο πραγματοποιήθηκε η διάθεσή τους στο εμπόριο, αλλά μόνο ως προς τα προϊόντα που διατέθηκαν στην αγορά του ΕΟΧ (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 1998, Silhouette International Schmied, C‑355/96, EU:C:1998:374, σκέψεις 21, 26 και 31).

43

Διευκρινίζοντας ότι η διάθεση στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ δεν αναλώνει το δικαίωμα του δικαιούχου να εναντιωθεί στην εισαγωγή των εν λόγω προϊόντων που πραγματοποιήθηκε χωρίς τη συγκατάθεσή του, ο νομοθέτης της Ένωσης επέτρεψε επίσης στον δικαιούχο του σήματος να ελέγξει την πρώτη διάθεση στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ των προϊόντων που φέρουν το σήμα του (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2001, Zino Davidoff και Levi Strauss, C‑414/99 έως C‑416/99, EU:C:2001:617, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44

Συνεπώς, προϊόντα φέροντα ορισμένο σήμα δεν θεωρείται ότι έχουν «διατεθεί στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ» όταν ο δικαιούχος του σήματος τα έχει εισαγάγει στον ΕΟΧ με σκοπό την εκεί πώλησή τους ή όταν τα έχει προσφέρει προς πώληση στους καταναλωτές εντός του ΕΟΧ, στα καταστήματά του ή στα καταστήματα εταιρίας ανήκουσας στον ίδιο όμιλο, χωρίς όμως να προβεί τελικώς στην πώλησή τους (πρβλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2004, Peak Holding, C‑16/03, EU:C:2004:759, σκέψη 44).

45

Τρίτον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η συγκατάθεση του δικαιούχου πρέπει, επιπλέον, να αφορά κάθε τεμάχιο του προϊόντος για το οποίο προβάλλεται η ανάλωση. Επομένως, δεν αρκεί το γεγονός ότι ο δικαιούχος του σήματος διαθέτει ήδη στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ προϊόντα πανομοιότυπα ή παρόμοια με εκείνα για τα οποία προβάλλεται η ανάλωση (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 1999, Sebago και Maison Dubois, C‑173/98, EU:C:1999:347, σκέψεις 21 και 22).

46

Τέταρτον, η συγκατάθεση η οποία ισοδυναμεί με παραίτηση του δικαιούχου από το αποκλειστικό δικαίωμα που του παρέχει το άρθρο 9 του κανονισμού 2017/1001 να απαγορεύει σε οποιονδήποτε τρίτο να εισάγει προϊόντα που φέρουν το σήμα του, πρέπει να δηλώνεται με τρόπο που εκφράζει με βεβαιότητα τη βούληση παραίτησης από το εν λόγω δικαίωμα (πρβλ. απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2001, Zino Davidoff και Levi Strauss, C‑414/99 έως C‑416/99, EU:C:2001:617, σκέψεις 41 και 45).

47

Μια τέτοια βούληση προκύπτει συνήθως από ρητή διατύπωση της συγκατάθεσης. Εντούτοις, οι επιταγές που απορρέουν από την προστασία της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων έχουν οδηγήσει το Δικαστήριο να θεωρήσει ότι ο κανόνας αυτός επιδέχεται μεταρρυθμίσεις (πρβλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2009, Makro Zelfbedieningsgroothandel κ.λπ., C‑324/08, EU:C:2009:633, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48

Συνεπώς, δεν μπορεί να αποκλεισθεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, ότι ακόμη και στις περιπτώσεις που η πρώτη διάθεση στο εμπόριο των επίμαχων προϊόντων εντός του ΕΟΧ πραγματοποιήθηκε χωρίς ρητή συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος, η βούληση παραίτησης από το εν λόγω δικαίωμα μπορεί να προκύψει σιωπηρώς από προγενέστερα στοιχεία και περιστάσεις, σύγχρονες ή μεταγενέστερες της διάθεσης στο εμπόριο, τα οποία, εκτιμώμενα από το εθνικό δικαστήριο, εκφράζουν, κατά τρόπο βέβαιο, παραίτηση του δικαιούχου από το δικαίωμά του (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Νοεμβρίου 2001, Zino Davidoff και Levi Strauss, C‑414/99 έως C‑416/99, EU:C:2001:617, σκέψη 46, καθώς και της 15ης Οκτωβρίου 2009, Makro Zelfbedieningsgroothandel κ.λπ., C‑324/08, EU:C:2009:633, σκέψεις 25 έως 27).

49

Τούτου δοθέντος, σιωπηρή συγκατάθεση δεν μπορεί να προκύπτει από απλή σιωπή του δικαιούχου του σήματος. Ομοίως, σιωπηρή συγκατάθεση δεν μπορεί να προκύπτει από την έλλειψη ανακοινώσεως, εκ μέρους του δικαιούχου του σήματος, της αντιθέσεώς του για εμπορία εντός του ΕΟΧ ούτε από την έλλειψη ενδείξεως, επί των προϊόντων, περί απαγορεύσεως εμπορίας τους εντός του ΕΟΧ, δεδομένου ότι οι απαιτήσεις που εφαρμόζονται για την απόδειξη της ύπαρξης σιωπηρής συγκατάθεσης δεν κάνουν καμία κατ’ αρχήν διάκριση ανάλογα με το αν η αρχική διάθεση στο εμπόριο πραγματοποιήθηκε εκτός ή εντός του ΕΟΧ (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Νοεμβρίου 2001, Zino Davidoff και Levi Strauss, C‑414/99 έως C‑416/99, EU:C:2001:617, σκέψεις 55 και 56, καθώς και της 15ης Οκτωβρίου 2009, Makro Zelfbedieningsgroothandel κ.λπ., C‑324/08, EU:C:2009:633, σκέψη 28).

50

Πέμπτον και τελευταίο, εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στον επιχειρηματία ο οποίος προβάλλει ανάλωση των δικαιωμάτων επί του σήματος να προσκομίσει την απόδειξη ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της αναλώσεως. Ωστόσο, ο κανόνας αυτός πρέπει να προσαρμόζεται όταν μπορεί να παράσχει στον δικαιούχο τη δυνατότητα στεγανοποιήσεως των εγχώριων αγορών, διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό τη διατήρηση των διαφορών τιμών μεταξύ των κρατών μελών (πρβλ. απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Schweppes, C‑291/16, EU:C:2017:990, σκέψεις 52 και 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51

Μια τέτοια προσαρμογή του βάρους αποδείξεως επιβάλλεται, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση συστήματος αποκλειστικής διανομής (απόφαση της 8ης Απριλίου 2003, Van Doren + Q, C‑244/00, EU:C:2003:204, σκέψη 39).

52

Επομένως, από το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 36 ΣΛΕΕ και της νομολογίας του Δικαστηρίου που παρατίθεται στις σκέψεις 38 έως 40 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι ο επιχειρηματίας που έρχεται αντιμέτωπος με αγωγή του δικαιούχου λόγω προσβολής του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύναται κατά νόμον να αμυνθεί προβάλλοντας και αποδεικνύοντας ότι τα προϊόντα που φέρουν το σήμα αυτό, τα οποία αφορά η αγωγή λόγω προσβολής, διατέθηκαν στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του. Όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, ο εν λόγω επιχειρηματίας πρέπει επίσης να μπορεί να επωφεληθεί από τη μετατόπιση του βάρους αποδείξεως υπέρ του, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται συναφώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

53

Αντιθέτως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου που παρατίθεται στις σκέψεις 44 και 49 της παρούσας αποφάσεως δεν προκύπτει ότι ο δικαιούχος του σήματος υποχρεούται να εφαρμόζει σύστημα σήμανσης των προϊόντων του το οποίο να καθιστά δυνατή την εξακρίβωση του εάν κάθε προϊόν προοριζόταν για την αγορά του ΕΟΧ.

54

Πράγματι, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 76 των προτάσεών του, ελλείψει διατάξεως του δικαίου της Ένωσης της οποίας η ερμηνεία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια τέτοια λύση λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, του γράμματός της, του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος, η απλή διαπίστωση ότι ο εναγόμενος σε αγωγή λόγω προσβολής αντιμετωπίζει δυσχέρειες κατά την ανεύρεση πληροφοριών σχετικά με τον αρχικό προμηθευτή ενός δικτύου παράλληλης διανομής δεν μπορεί να αποτελέσει νομιμοποιητική βάση για την επιβολή της εν λόγω υποχρέωσης στον δικαιούχο.

55

Επιπλέον, οποιαδήποτε σχετική υποχρέωση θα περιόριζε αδικαιολόγητα τη δυνατότητα του δικαιούχου να αλλάξει, την τελευταία στιγμή, την αρχικώς προβλεφθείσα αγορά προορισμού για συγκεκριμένο προϊόν.

56

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος, επισημαίνεται ότι οι διαδικαστικές πτυχές του σεβασμού των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένου του αποκλειστικού δικαιώματος που προβλέπει το άρθρο 9 του κανονισμού 2017/1001, διέπονται, κατ’ αρχήν, από το εθνικό δίκαιο, όπως αυτό έχει εναρμονιστεί με την οδηγία 2004/48, η οποία, όπως προκύπτει ειδικότερα από τα άρθρα της 1 έως 3, αφορά τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Επομένως, οποιαδήποτε εθνική διαδικασία αφορά αγωγή λόγω προσβολής σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να τηρεί τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

57

Διαπιστώνεται, εντούτοις, ότι η δικονομική πτυχή που αποτελεί το ειδικό αντικείμενο του ερωτήματος που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση δεν διέπεται από την οδηγία 2004/48, καθόσον η οδηγία αυτή δεν περιέχει καμία διάταξη σχετικά με τη διατύπωση του διατακτικού των δικαστικών αποφάσεων που αφορούν αγωγή λόγω προσβολής. Ως εκ τούτου, το ζήτημα αυτό διέπεται από την αρχή της δικονομικής αυτονομίας, η οποία αποτελεί το αντικείμενο του τρίτου σκέλους του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος.

58

Όσον αφορά το τρίτο αυτό σκέλος, φαίνεται ότι, κατά την αντίληψη του αιτούντος δικαστηρίου, υπάρχει σχέση αιτίου και αιτιατού μεταξύ της διατύπωσης του διατακτικού της αποφάσεως που πρέπει να ληφθεί για τη διευθέτηση της διαφοράς της κύριας δίκης και των φερόμενων δυσχερειών που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ο εναγόμενος κατά το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι εν λόγω δυσχέρειες απορρέουν από την ίδια τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία έπεται της άσκησης της αγωγής λόγω προσβολής.

59

Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν το γεγονός ότι, κατά το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, ο εναγόμενος έχει στη διάθεσή του, βάσει του εθνικού δικαίου, περιορισμένα ένδικα βοηθήματα και δικονομικές εγγυήσεις, προσκρούει στις απαιτήσεις της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης και, ως εκ τούτου, στην ενότητα και την αποτελεσματικότητα του ενωσιακού δικαίου.

60

Η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχονται στους ιδιώτες βάσει του δικαίου της Ένωσης συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, έχει κατοχυρωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και είναι σήμερα κατοχυρωμένη με το άρθρο 47 του Χάρτη (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Randstad Italia, C‑497/20, EU:C:2021:1037, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61

Το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων στοιχείων, τη δυνατότητα προσβάσεως, από τον φορέα του δικαιώματος αυτού, σε αρμόδιο δικαστήριο προκειμένου να διασφαλισθεί ο σεβασμός των δικαιωμάτων τα οποία το δίκαιο της Ένωσης κατοχυρώνει υπέρ αυτού και να εξετασθούν, προς τούτο, όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα σχετικά με τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί [απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, État luxembourgeois (Δικαίωμα προσφυγής κατά αιτήματος παροχής πληροφοριών σε φορολογικά θέματα), C‑245/19 και C‑246/19, EU:C:2020:795, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

62

Επιπλέον, η αρχή της ισότητας των όπλων, η οποία αποτελεί συμπλήρωμα της ίδιας της έννοιας της δίκαιης δίκης και αποσκοπεί στη διασφάλιση της ισορροπίας μεταξύ των διαδίκων, διασφαλίζοντας ότι κάθε έγγραφο που προσκομίζεται στο δικαστήριο μπορεί να αξιολογείται και να αμφισβητείται από κάθε διάδικο, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της κατοχυρούμενης στο άρθρο 47 του Χάρτη αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης. Η αρχή αυτή συνεπάγεται, ιδίως, την υποχρέωση να παρέχεται σε καθέναν από τους διαδίκους η εύλογη δυνατότητα να εκθέσει την άποψή του, συμπεριλαμβανομένων των αποδεικτικών του στοιχείων, υπό συνθήκες που δεν τον περιάγουν σε σαφώς μειονεκτική θέση έναντι του αντιδίκου [πρβλ. αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2014, Sánchez Morcillo και Abril García, C‑169/14, EU:C:2014:2099, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και της 10ης Φεβρουαρίου 2022, Bezirkshauptmannschaft Hartberg-Fürstenfeld (Προθεσμία παραγραφής), C‑219/20, EU:C:2022:89, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

63

Επιπροσθέτως, υπενθυμίζεται ότι η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης. Η ως άνω αρχή θα παραβιαζόταν σε περίπτωση θεμελιώσεως δικαστικής αποφάσεως σε πραγματικά περιστατικά και έγγραφα των οποίων οι διάδικοι ή ένας εξ αυτών δεν μπόρεσαν να λάβουν γνώση και επί των οποίων δεν είχαν, συνεπώς, τη δυνατότητα να λάβουν θέση (απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής, C‑580/12 P, EU:C:2014:2363, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

64

Κατά πάγια νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαδικασίας που κινείται εναντίον ενός προσώπου και μπορεί να καταλήξει σε βλαπτική γι’ αυτό πράξη πρέπει να διασφαλίζεται, ακόμη και ελλείψει ειδικής κανονιστικής ρυθμίσεως (πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Land Oberösterreich και Αυστρία κατά Επιτροπής, C‑439/05 P και C‑454/05 P, EU:C:2007:510, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

65

Πάντως, υπό την επιφύλαξη της ύπαρξης σχετικών κανόνων της Ένωσης, όπως αυτοί που προβλέπονται από την οδηγία 2004/48, εναπόκειται, δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας, στην εσωτερική έννομη τάξη εκάστου κράτους μέλους να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες των ενδίκων βοηθημάτων, υπό τον όρο, ωστόσο, ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι, στις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, λιγότερο ευμενείς από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Randstad Italia, C‑497/20, EU:C:2021:1037, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66

Από τις πληροφορίες που παρέχονται με την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι κρίσιμες διατάξεις του εθνικού δικονομικού δικαίου δεν παραβιάζουν την αρχή της ισοδυναμίας.

67

Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, υπενθυμίζεται ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν συνεπάγεται υποχρέωση των κρατών μελών να καθιερώνουν άλλα μέσα ένδικης προστασίας από εκείνα που προβλέπει το εσωτερικό δίκαιο, εκτός και αν από την οικονομία της επίμαχης εθνικής έννομης τάξης προκύπτει ότι δεν υφίσταται κανένα μέσο ένδικης προστασίας το οποίο να καθιστά δυνατή, έστω και παρεμπιπτόντως, τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης ή αν το μόνο μέσο πρόσβασης στη δικαιοσύνη είναι να αναγκαστούν οι πολίτες να παραβιάσουν τον νόμο (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Randstad Italia, C‑497/20, EU:C:2021:1037, σκέψη 62).

68

Επιπροσθέτως, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα αν εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένης υπόψη της θέσης της διάταξης αυτής στην όλη διαδικασία ενώπιον των διαφόρων εθνικών οργάνων, της εξέλιξης της διαδικασίας και των ιδιαιτεροτήτων της. Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, εφόσον παρίσταται ανάγκη, οι αρχές που αποτελούν τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας (αποφάσεις της 10ης Μαρτίου 2022, Grossmania, C‑177/20, EU:C:2022:175, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και της 17ης Μαΐου 2022, SPV Project 1503 κ.λπ., C‑693/19 και C‑831/19, EU:C:2022:395, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69

O επιχειρηματίας που κατέχει εμπορεύματα τα οποία διατίθενται στην αγορά του ΕΟΧ με σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τον δικαιούχο του εν λόγω σήματος ή με τη συγκατάθεσή του αντλεί δικαιώματα από την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, τα οποία εγγυώνται τα άρθρα 34 και 36 ΣΛΕΕ, καθώς και από το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, τα οποία τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να προστατεύουν (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 1968, Salgoil, 13/68, EU:C:1968:54, σ. 676, και της 11ης Ιουνίου 2015, Berlington Hungary κ.λπ., C‑98/14, EU:C:2015:386, σκέψη 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

70

Εντούτοις, υπό το πρίσμα της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, η οποία αναγνωρίζεται με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 65 της παρούσας αποφάσεως, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας 2004/48, το δίκαιο της Ένωσης δεν μπορεί να αντιτίθεται σε πρακτική των εθνικών δικαστηρίων κατά την οποία το διατακτικό της αποφάσεως με την οποία γίνεται δεκτή αγωγή λόγω προσβολής του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει συνταχθεί με γενικούς όρους, υπό την προϋπόθεση ότι ο εναγόμενος διαθέτει αποτελεσματική δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που ισχυρίζεται ότι αντλεί από τα άρθρα 34 και 36 ΣΛΕΕ καθώς και από το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001.

71

Επομένως, εάν το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να προσδιορίσει με γενική διατύπωση, στο διατακτικό των αποφάσεών του με τις οποίες γίνεται δεκτή αγωγή λόγω προσβολής του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα προϊόντα τα οποία δεν είχαν προηγουμένως διατεθεί στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του, ο εναγόμενος πρέπει να απολαύει, κατά το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, όλων των εγγυήσεων της δίκαιης δίκης, ώστε να μπορεί να αμφισβητήσει λυσιτελώς την ύπαρξη προσβολής ή απειλής προσβολής των αποκλειστικών δικαιωμάτων του δικαιούχου του σήματος, καθώς και να αντιταχθεί ελεύθερα στην κατάσχεση των προϊόντων για τα οποία τα αποκλειστικά δικαιώματα του δικαιούχου αναλώθηκαν και μπορούν, ως εκ τούτου, να κυκλοφορούν ελεύθερα εντός του ΕΟΧ.

72

Όσον αφορά την περίσταση που αναφέρει το αιτούν δικαστήριο ότι, ελλείψει πρόσβασης στις βάσεις δεδομένων της Harman, δεν είναι αντικειμενικώς δυνατό για την AB να αποδείξει ότι τα προϊόντα που αγόρασε είχαν διατεθεί στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ από τη Harman ή με τη συναίνεσή της, θα ήταν ενδεχομένως αναγκαίο, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 90 των προτάσεών του, ακόμα και στην περίπτωση που δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη αποκλειστικής διανομής, η αρμόδια για την αναγκαστική εκτέλεση αρχή ή, κατά περίπτωση, το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της προσφυγής κατά των πράξεων της ως άνω αρχής να προβεί σε προσαρμογή του βάρους αποδείξεως, στο μέτρο κατά το οποίο η ως άνω αρμόδια αρχή ή το αρμόδιο δικαστήριο αμφισβητούν, σε σχέση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της εμπορίας των επίμαχων προϊόντων, ότι ο κανόνας σχετικά με το βάρος απόδειξης, όπως αυτός υπενθυμίζεται στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως, είναι ικανός να παράσχει στον δικαιούχο τη δυνατότητα να στεγανοποιήσει τις εγχώριες αγορές, ευνοώντας με αυτόν τον τρόπο τη διατήρηση των διαφορών τιμών μεταξύ των κρατών μελών.

73

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 36, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το άρθρο 47 του Χάρτη καθώς και την οδηγία 2004/48, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε πρακτική των εθνικών δικαστηρίων κατά την οποία το διατακτικό της αποφάσεως με την οποία γίνεται δεκτή αγωγή λόγω προσβολής του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει συνταχθεί με όρους οι οποίοι, λόγω του γενικού χαρακτήρα τους, καταλείπουν στην αρμόδια για την αναγκαστική εκτέλεση της εν λόγω απόφασης αρχή την εξουσία να καθορίσει επί ποιων προϊόντων εφαρμόζεται η απόφαση, υπό την προϋπόθεση ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, ο εναγόμενος έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τον καθορισμό των προϊόντων που αφορά η εν λόγω διαδικασία και ότι το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει και να αποφασίσει, τηρώντας τις διατάξεις της οδηγίας 2004/48, ποια προϊόντα διατέθηκαν πράγματι στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συγκατάθεσή του.

Επί των δικαστικών εξόδων

74

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω μερών, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 36, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και την οδηγία 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας,

 

έχει την έννοια ότι:

 

δεν αντιτίθεται σε πρακτική των εθνικών δικαστηρίων κατά την οποία το διατακτικό της αποφάσεως με την οποία γίνεται δεκτή αγωγή λόγω προσβολής του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει συνταχθεί με όρους οι οποίοι, λόγω του γενικού χαρακτήρα τους, καταλείπουν στην αρμόδια για την αναγκαστική εκτέλεση της εν λόγω απόφασης αρχή την εξουσία να καθορίσει επί ποιων προϊόντων εφαρμόζεται η απόφαση, υπό την προϋπόθεση ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, ο εναγόμενος έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τον καθορισμό των προϊόντων που αφορά η εν λόγω διαδικασία και ότι το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει και να αποφασίσει, τηρώντας τις διατάξεις της οδηγίας 2004/48, ποια προϊόντα διατέθηκαν πράγματι στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συγκατάθεσή του.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.